18 Μαρ 2018

Κάποτε ο κυνηγός…


Κάποτε ο κυνηγός...
Η Ελένη Σαραντίτη έγραψε το 1996 το μυθιστόρημα «Κάποτε ο κυνηγός…». Τίτλος εμπνευσμένος από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», το οποίο προτάσσεται.
“Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει·…”

Αφηγήτρια είναι η Ευριδίκη, ένα νεαρό κορίτσι γεννημένο στην Τασκένδη από γονείς, παιδιά πολιτικών προσφύγων. Από την Τασκένδη στα Τρίκαλα βιώνει μαζί με την οικογένειά της μια πολύ δύσκολη προσαρμογή σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που ονειρεύονταν με την επιστροφή στην πατρίδα. Άλλη κουλτούρα, άλλη ζωή, άλλες αντιλήψεις και άλλη παιδεία.  Παράλληλα νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα που δεν μπόρεσαν όμως  να αναπτυχθούν γιατί «ο σκληρός κυνηγός, που είναι η ζωή, άλλα είχε ορίσει…»
Συναρπαστικό μυθιστόρημα γραμμένο με τρυφερότητα,  προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις.
Το μυθιστόρημα έχει βραβευτεί με τον Έπαινο UNESCO Παγκόσμιου Διαγωνισμού Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου (1997), το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου και το Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (1997).
Μεταφέρουμε αποσπάσματα.
Κάποτε ο κυνηγός…
…Η γιαγιά μου η Ανάστα, απ’ τα χωριά της Σπάρτης, χήρα στα είκοσι πέντε της, ο λόγος ο Εμφύλιος, κι αμέσως μετά τη λήξη του, το  ΄49, με τον πατέρα μου εξάχρονο και καχεκτικό, της Κατοχής παιδί, περπάτησε συνολικά δεκαέξι μέρες, πότε σέρνοντας και πότε βαστώντας αγκαλιά, πότε παρακαλώντας τον και πότε δέρνοντάς τον για να προχωρήσει, το μικρούλη Πάνο, το γιο της και πατέρα μου, προτού πατήσει μαζί μ’ άλλους εννέα, συγγενείς και φίλους από την περιοχή, τα χώματα της Αλβανίας, εξαντλημένοι από πείνα, δίψα, κρύο και άλλα πολλά, απερίγραπτα βάσανα. Νύχτα κυρίως μετακινούνταν. Είχαν πικραθεί, είχαν ταλαιπωρηθεί, είχαν κατηγορηθεί από γνωστούς και φίλους. Και από συγγενείς. Και ο καιρός δεν περίμενε. Έπρεπε να φύγουν. Κατά κάποιο τρόπο να σταθούν. Έστω και σε ξένες πατρίδες. Η Αλβανία σταθμός φιλόξενος, χόρτασαν, ζεστάθηκαν, γιατρεύτηκαν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες, ντύθηκαν τα απλά ρούχα που τους προσφέρθηκαν και ξεκίνησαν γι’ αλλού. Μακρύτερα. Έφτασαν στην Ουγγαρία.
«Μάτια μου, μας καλοδέχτηκαν στη Βουδαπέστη. Και το παιδί, ο πατέρας σου μαθές, ησύχασε κάπως. Όχι τελείως. Σκάνταλο παιδί. Ζαβολιάρικο. Στον παιδικό σταθμό πιλάτευε τα παιδιά του κόσμου. Αλλά τα ’παιρνε τα γράμματα. “Να τονε προσέχεις”, μου ’λεγαν. “Ξεφτέρι το παιδί σου”. Τον πρόσεχα. Είχα δα και τίποτ’ άλλο;»
Μα μετά από λίγο η γιαγιά συνέχιζε ζωηρότερα:
«Αλλά πώς δεν είχα. Είχα. Είχα την ελπίδα μου. Ότι ο κόσμος θα σιάξει. Ότι θα διορθωθεί. Κι ότι θ’ αδελφωθούν όλοι κι ότι όλα θα ’ναι καλύτερα από πρώτα. Ε, τότε θα ξαναγύρναγα πίσω στο σπίτι μας. Πίσω στο περιβόλι μας και στο μικρούλι λιακωτό απ’ όπου αγναντεύεις μέχρι πέρα, μέχρι τη θάλασσα και τα καράβια που τραβούν για την Αφρική. Θα γύρναγα. Οπωσδήποτε θα γύρναγα. Το ’λεγα, το ξανάλεγα σαν ήθελα να πάρω κουράγιο, γιατί ό,τι και να πεις η ξενιτιά είναι κομμάτι πικρή. Τι είπες; Α, που δε βρήκα έναν άντρα καλό και σωστό για να συνεχίσουμε μαζί τη ζωή. Δεν τ’ αποφάσιζα. Το παιδί βλέπεις. Ήταν και οι μετακινήσεις…»

Πράγματι. Μετά από πέντε χρόνια άλλη μετακίνηση. Στην Τασκένδη τώρα, στο σπιτάκι του συνοικισμού, με τη θεριεμένη βυσσινιά απ’ έξω και τα τρία μηλόδεντρα. Προηγήθηκαν προστριβές, απογοητεύσεις, διαψεύσεις, ελλείψεις, υποσχέσεις. Ακολούθησε η αφαίρεση της ιθαγένειας, άγριες μέρες και πνιγμένες στο κλάμα, την παίδεψε η πατρίδα στη νιότη της, την αποτελείωνε και στην ωριμότητά της.
«Ίδια κακιά μητριά, παιδί μου, μα εγώ να την αγαπάω. Και πώς! Να μην αγαπάς τις λιακάδες της και τα μικρούλια ξωκλήσια και τη μυρωδιά της συκιάς; Αμ εκείνη η θάλασσα! Πώς αντέχεται; Πώς τα βγάζεις πέρα με την ομορφιά της; Και τη ζωηράδα της. Αλλιώτικα νερά. Αλλιώτικη χώρα, παιδί μου, μη θαρρείς πως τα παραλέω, που δηλαδή είν’ ο δικός μου ο τόπος. Μπα! Που είν’ το σπιτάκι μας εκεί στα ριζά της Βαβύλας, πνιγμένο στο πράσινο και στις μυρωδιές. Μπα! Ο τόπος σού λέω. Ο τόπος. Κι όσοι με πίκραναν, ε, περασμένα ξεχασμένα…» έλεγε συχνά και με κοίταζε με αποφασιστικότητα, αλλά αργότερα, κι αφού πληροφορήθηκε διάφορα γεγονότα πραγματικά πικρά και τελείως απρόσμενα, σταμάτησε ν’ ανασύρει μνήμες από την πατρίδα. Τουλάχιστο μπροστά μας.
Στο μεταξύ ο πατέρας μεγάλωνε, καταλάγιαζε, μια χαρά παλικάρι, καθηγητής, φυσικός, συνάντησε τη μητέρα στο Ταλάς, ορεινό παραθεριστικό κέντρο της Κιργκιζίας, κι έγιναν αχώριστοι σε όλη τη διάρκεια της άδειάς τους. Από τα μέρη του Βόλου φερμένοι οι δικοί της, για την ακρίβεια από τον Αλμυρό, παρόμοια με τη γιαγιά κυνηγημένοι, δασκάλα, μοναχοπαίδι κι αυτή, Όκτια το όνομά της, δηλαδή Οκτωβρία, πολλά παιδιά ονομάστηκαν έτσι, σε ανάμνηση της Επανάστασης.
«Έχω τη μάνα μου μαζί μου», της είπε. «Ταλαιπωρημένη γυναίκα αλλά βαστάει. θα δεις. Δεν πρόκειται να την αφήσω. Ούτε όταν συνταξιοδοτηθεί».
«Και καλά θα κάνεις. Άλλωστε και ποιον άλλον έχει εκτός από σένα;» απάντησε η μάνα, και ο πατέρας:
«Εκτός από μας δηλαδή», και χαμογέλασε κι αυτός, και ήταν η πιο συγκινημένη και λιγόλογη πρόταση γάμου που άκουσα ποτέ μου. Το παλιό ζιζάνιο είχε γίνει ένας άντρας που με το ζόρι εκδήλωνε τα αισθήματά του. Ακόμα και τα πιο δυνατά.

Ο χειμώνας αγριεύει με το που μπαίνει στην πόλη της Τασκένδης. Νυχτώνει νωρίς κι οι δρόμοι μοιάζουν στοιχειωμένοι άμα χρειαστεί να τους περπατήσεις αργοπορημένος. Φυσάει κι ένας αέρας ποταμίσιος, υγρός και φορτωμένος αρχαίες αναπνοές, και όχι μόνο αναπνοές φυτών αλλά και αναπνοές ανθρώπων, βαριές, πνιγμένες στην αγωνία, στο μόχθο, στο φόβο, στην ελπίδα. Σταυροδρόμι ξακουστό, από τον 7ο αιώνα, κέντρο απ’ όπου ξετυλίγονταν οι δρόμοι που οδηγούσαν στο εσωτερικό της Ασίας και της Κίνας, διάσημη από τότε για το εμπόριό της, η Τασκένδη, η πόλη που μ’ έθρεψε, που παραστάθηκε σε όλους μας, όχι και με λίγη έγνοια, έζησε μεγάλες αλλαγές στο κύλισμα του χρόνου, γνώρισε πολλούς και διάφορους κυρίους, γεύτηκες χαρές μα και πίκρες, Άραβες, Τούρκοι, Μογγόλοι, Ρώσοι. Και μετά οι πρόσφυγες. Χιλιάδες κυνηγημένα πουλιά κι ο φόβος της γερμανικής προέλασης γινόταν κραυγή που σηκωνόταν μέχρι τα ουράνια. Κι αργότερα, στα 1962, ήρθε η φρίκη των σεισμών. Διηγιόταν η γιαγιά μου:
«Μήνες πέρασαν, αλλά μου φαινόταν ότι ακόμα έτρεμε η γη, έτρεμαν τα πόδια μου και η καρδιά μου. Έπειτα συνηθίσαμε, κάπως ησυχάσαμε, σταματήσαμε να θρηνούμε τα θύματα, τις καταστροφές και ξαναφτιάξαμε την πόλη. Όχι, παιδί μου, στην ελληνική κοινότητα δεν είχαμε θύματα. Αλλά οι άλλοι; Ο ξένος κόσμος δεν είν’ άνθρωποι κι αυτοί; Μανούλες δεν τους γέννησαν, δεν τους κανάκεψαν; Αλλιώς, και πρέπει να το ξέρεις, η ανοικοδόμηση μας έδωσε χαρά, η Τασκένδη άρχισε να δείχνει πόλη ευρωπαϊκή. Κι ακόμα πρέπει να μάθεις ότι εμείς οι Έλληνες της Τασκένδης δουλέψαμε πολύ γι’ αυτήν. Στις οικοδομές, στους δρόμους, στις πλατείες, στους σταθμούς. Παντού. Κι έτσι έγινε σαν την καλή χαρά. Όμορφη. Όπως τη γνώρισες. Κι ακόμα ωραιότερη στα δικά μας τα μάτια, γιατί εμείς είχαμε ζήσει το μεγάλο κακό κι είχαμε στην αρχή χάσει κάθε ελπίδα. Κακώς βέβαια, γιατί η ελπίδα στο βάθος δε σ’ εγκαταλείπει. να το ξέρεις. Και να το βάλεις καλά μέσα σου: πρώτα βγαίνει η ψυχή από τον άνθρωπο κι έπειτα η ελπίδα. Έχε το κατά νου. Και προπαντός τώρα…»
Λόγια της γιαγιάς, που μιλούσε με σιγουριά και σε κοίταζε κατάματα. Πάντα.
Κουβέντες και για το σπίτι που τους πρωτοστέγασε στην Τασκένδη:
«Τι να σου πω, πουλάκι μου. Ένα σπίτι, σαν να βγήκε από τα παραμύθια. Δε λέω, μικρό. Και το αποχωρητήριο απ’ έξω. Και σειρές από ολόιδια σπίτια σχεδόν κολλητά. Μα ήταν το κηπάκι στη φάτσα του κι άμα έσιαχνε ο καιρός, πνιγόταν στα λουλούδια και στ’ αρώματα, να λιγοθυμάς. Έβαλα και κουρτινάκια κεντημένα ριζοβελονιά με σχέδια που είχα συγκρατήσει από τα εργόχειρα της συχωρεμένης της μάνας μου, σταφύλια και κυπαρίσσια στο κέντρο και γύρω τους μια αλυσιδίτσα πράσινη. Και τριαντάφυλλα στις δυο κάτω άκρες. Α, όμορφη δουλειά ό,τι και να πεις. Αμ τα μαξιλαράκια; Στο ίδιο μοτίβο. Ριγμένα σε κάθε γωνιά, ακόμα και στις καρέκλες της κουζίνας. Α, ωραίες μέρες τότε. Μα καμιά φορά τύχαινε να με πιάνει το πλάνταγμα. Για τον τόπο μου. Ερχόταν και μ’ επισκεφτόταν σαν το κακό πουλί. Και μου ’σφιγγε, το λαιμό η αποθυμιά. Και σαν πού να πεις τον πόνο σου; Παλιότερα, στις αργίες και τις σχόλες, έπαιρνα από το χέρι τον Πανούλη μου, τον πατέρα σου, και πηγαίναμε εκδρομή προς το ποτάμι. Το κοίταζα και θυμόμουνα τα παλιά. Έτσι όπως κύλαγε μου φαινόταν ότι μου έφερνε χαιρετισμούς από την πατρίδα. Παφλαγμός και φιλί. Αεράκι και γνέψιμο. Φχαριστιόμουν έτσι, παρηγοριόμουν στην ξένη γη. Και το παιδί έπαιζε. Με ξυλαράκια, πετραδάκια, κομμάτια από φλοιούς. Έκανε τον καραβοκύρη, το στρατιώτη, τον ταξιδιώτη; Ποτέ δε μου ’πε. Ποτέ δεν τον ρώτησα. Δε ρωτάς το παιδί για τα όνειρά του, μόνο κοιτάς να ’ναι όνειρα ευτυχισμένα. Και του παιδιού μου τα μάτια έλαμπαν εκεί κάτω, κοντά στον Τσιρτσίκ που άλλαζε συνέχεια τα νερά του και χρωματιζόταν κάθε απόγευμα και διαφορετικά. Αναλόγως. Αναλόγως με το τι έσερνε μαζί του ο ουρανός. Πηγαίναμε που λες. Κάποτε όμως αραιώσαμε. Μου φαινόταν κομμάτι αγριότερος ο ποταμός. Και ήταν. Σαν να μη μας γνώριζε πια. Είχαμε ξενέψει.

Αργότερα άλλαξαν γειτονιά. Μεταφέρθηκαν σε νεόκτιστο διαμέρισμα, στο κέντρο, με περισσότερες ανέσεις και λιγότερη χάρη, κι ήθελες και τριάντα τέσσερα σκαλοπάτια να το ανεβείς, μα πλησιέστερα στο εργοστάσιο κοπής όπου δούλευε η γιαγιά και φυσικά στο Πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε ο πατέρας και στο οποίο αργότερα δίδαξε, αποκτώντας αμέτρητους φίλους ανάμεσα στους φοιτητές γιατί είχε εκείνη τη ζωηράδα και τη συγκίνηση που τόσο αρέσουν στους νέους.
Ε, μετά τη γνωριμία με τη μητέρα ακολούθησε ο γάμος, ακολουθήσαμε κι εμείς, και μας παραχωρήθηκε διαμέρισμα μεγαλύτερο, με μια πλατιά βεράντα απ’ όπου έβλεπες πέρα μακριά, μια βεράντα που τους μήνες του καλοκαιριού γινόταν το ωραιότερό μας δωμάτιο. Όλα τα καινούρια διαμερίσματα της Τασκένδης είχαν βεράντες σαν τη δική μας. Βαμμένες, στολισμένες, ανθισμένες, δροσερές, έδιωχναν μακριά τη ζέστη και την κάψα και συγκέντρωναν φίλους και συγγενείς σε βράδια όλο γλύκα και συντροφικότητα.
Αργότερα ακολούθησε και η έκδοση του πρώτου βιβλίου του πατέρα, που όχι, δεν ήταν επιστημονικό. Ποίηση ήταν. Γραμμένη στα ρωσικά. Που έκανε αίσθηση. Καλά, τους περισσότερους στίχους τούς αποστήθισα, μα διστάζω να τους μεταφέρω στα ελληνικά, ο πατέρας μού έμαθε ότι η ποίηση χάνει αρκετά κατά τη μεταφορά της από τη μια γλώσσα στην άλλη, και μοναχά τις πιο απλές λέξεις τολμώ να μεταφράσω, τις ευκολότερες εικόνες, και πάλι δεν ξέρω αν τα καταφέρνω όταν λέω:
Το ξέφωτο που ονειρευόμουν εσύ δεν ήσουν
Και ούτε ήσουν το αμπέλι που μου τάραζε τον ύπνο
απ’ την αποθυμιά
Κι απ’ τη λαχτάρα του στραγγισμένου
από το μεσημέρι ήλιου
Δεν ήσουν το τραγούδι του λιγόθυμου αηδονιού…
Μα βράχος ήσουν να πιαστώ και να’ ακουμπήσω.

Βέβαια ποτέ δε σιγουρεύτηκα αν ορισμένοι από τους στίχους του ήταν γραμμένοι για γυναίκα, για ιδέα ή για τόπο. Δε θέλησε να ξανοιχτεί, «Ο καθένας όπως το συλλαμβάνει…» μου είπε κάποτε κι άλλαξε συζήτηση. Εννοείται ότι ορισμένα αντίτυπα από τα βιβλία του ήρθαν εδώ μαζί μας, εδώ, στον κάμπο των Τρικάλων. Εδώ, σε τούτο το σπιτάκι όπου φτάσαμε στο τέλος ενός κοπιαστικού, ενός εξουθενωτικού είν’ η αλήθεια ταξιδιού(…)
*
(…) Αν έγραφα στη Ρεγγίνα εκείνη τη νύχτα…Αν αφηνόμουν ελεύθερη να μιλήσω στη φιλενάδα μου. Τι λύτρωση που θα ήταν! Μα αδυνατούσα. Καλά καλά δεν μπορούσα μήτε στον εαυτό μου να αφεθώ. Τυχαίνει, όχι συχνά βέβαια, να μην μπορείς να εκφραστείς. Να μη βρίσκεις τις λέξεις. Ή κι αν τις ξετρυπώνεις, να τις φοβάσαι. Οι λέξεις πολλές φορές καίνε. Ή γυμνώνουν. Κι άλλοτε πληγώνουν. Κι άλλοτε ξεγελούν. Και ξεσηκώνουν…Σε τρελαίνουν καμιά φορά οι λέξεις. Μεγεθύνονται. Στροβιλίζονται. Σε χτυπούν κατακέφαλα. Σου σφίγγουν το νου, κι έπειτα σβήνουν, χάνονται και σ’ αφήνουν αποσβολωμένο…
Έτσι κι εκείνη τη νύχτα. Αισθανόμουν πως με είχαν βάλει στόχο όλες οι λέξεις του κόσμου κι εγώ, σκεπασμένη με την κουβέρτα ίσαμε το κεφάλι, τις έδιωχνα, μα αυτές ξαναγυρνούσαν στη στιγμή κι έκαναν κύκλους γύρω από ένα πρόσωπο, που δεν ήταν άλλο από το πρόσωπό του και που μια μου φαινόταν οικείο και κοντινό, μια φάνταζε απόμακρο και ξένο. Κατάξενο. Κι έλιωνε. Εξαφανιζόταν σαν ένα κομμάτι πάγος. Κι έπειτα που με ξαναπλησίαζε ακτινοβολώντας, εγώ βαστούσα την καρδιά μου, πίεζα το λαιμό μου να μην ακουστούν λυγμοί ή αναστεναγμοί, γιατί στέναζα μέσα μου σιωπηλά, κι ακόμα δε γνωρίζω αν ήταν στεναγμοί λύπης ή γογγύσματα ευτυχίας.
Αν τιθάσευα την καρδιά μου, αν νικούσα τις λέξεις, θα σηκωνόμουν και γραμμή θα πήγαινα στο παράσπιτο, κι εκεί, στο τραπέζι της κουζίνας, θα αφηνόμουν. Θα της έγραφα:
Αγαπημένη μου Ρεγγίνα,
Πώς είναι να ερωτεύεσαι; Πώς είναι να σ’ επισκέπτεται η αγάπη στα ξαφνικά; Χωρίς προειδοποίηση, δίχως ένα γνέψιμο, μια προετοιμασία – τίποτα. Να είσαι κάτω από τη βαλανιδιά, με ξέπλεκα μαλλιά και παλιοπάπουτσα, με το ξεβαμμένο μακό μπλουζάκι, κουρασμένη, ατημέλητη, νηστική από το πρωί, σκονισμένη από το δρόμο και ιδρωμένη, ένα τίποτα δηλαδή, και παρ’ όλα αυτά να σε βρίσκει. Εκεί που δεν το περιμένεις. Να σε πλησιάζει σιγανά, να σου μιλά ξαφνικά, και να ’χει το πιο ωραίο πρόσωπο του κόσμου. Ένα πρόσωπο σαν των αγγέλων. Λουσμένο στο φως. Μόνο τα φτερά τού έλειπαν. Μα μπορεί και να μην του έλειπαν. Ίσως τα είχε διπλωμένα. Και τα ξεκούραζε για να πετάξει πάλι. Γιατί θα φύγει. Και γρήγορα μάλιστα. Θα ταξιδέψει. Για την Αγγλία. Για τις σπουδές του. Αλλά και το ταξίδι να μην ήταν, πάλι θα ’φευγε. Βλέπεις είναι γιος του εργοδότη μας. Του αφέντη και άρχοντά μας. Και δημοτικού συμβούλου. Και της κυρίας Ερασμίας επίσης, που το παίζει σπλαχνική, ενώ δεν είναι. Μεγαλοκυρία. Μέλος πολλών σωματείων. Δραστήρια. Πασίγνωστη. Από παλιά οικογένεια οπλαρχηγών. Καλά, δεν φαντάζεσαι…Και πώς να φανταστείς; Αυτοί οι «εξέχοντες πολίτες» σ’ εμάς παραχώρησαν την αποθήκη του κτήματός τους. Σε άθλια κατάσταση. Τέτοια που ανατριχιάζω. Ριγώ κάθε φορά που σκέφτομαι το ρημαγμένο σκέλεθρο όπου μας έστειλαν. Ούτε γουρούνια. Ούτε άρρωστα και μολυσμένα σκυλιά. Μην κοιτάς που εμείς το κάναμε κούκλα, αυτοί για εκεί μας είχαν, για το αχούρι. Κι η πληρωμή γι’ αυτό; Ω, μην τα συζητάς. Το στράγγιγμα του πατέρα. Συχνά και της μητέρας μου. Και της γιαγιάς. Επιστάτης σού λέει. Στα λόγια. Ας μην ήταν το συμπλήρωμα της μάνας που κάνει καθαριότητα σε δυο κτίρια, ειλικρινά δε θα τα βγάζαμε πέρα, γιατί η αμοιβή που δίνουν στον πατέρα, ε, δε συζητιέται…Χαρτζιλίκι.
Επιστάτης! Το σωστότερο είναι σκλάβος. Μουζίκος. Να, σαν κι εκείνους που διαβάζαμε μικρές στα παιδικά αναγνώσματα και σπαράζαμε. Και εξαγριωνόμαστε. Αλλά ο πατέρας μου δεν εξαγριώνεται. Σαν να έχει συμβιβαστεί. Ο πατέρας μου ο καθηγητής! Που σαν τελείωνε την παράδοση οι φοιτητές δεν ξεκολλούσαν από τα έδρανα. Που σαν έμπαινε στο σπίτι όλοι μας γεμίζαμε χαρά και ενεργητικότητα. Που τα ποιήματά του τα παρουσίασαν στο θέατρο Σβερτκλόφ και δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Θυμάσαι; Τον θυμάσαι πώς έλαμπε; Αχ, Θεέ μου! Τώρα τις νύχτες πέφτει αποκαμωμένος. Κοιμάται με τα χέρια σταυρωμένα. Να τα φιλήσω μου ’ρχεται, έτσι που τα βλέπω πρησμένα και σκασμένα. Παλιότερα διάβαζε Νεύτωνα, διάβαζε Σαίξπηρ και Νίλσον και Μπαλζάκ. Παπαδιαμάντη. Τώρα πού καιρός…Πού κουράγιο. Οπού προσφέρει το αίμα του σταγόνα σταγόνα. Σ’ αυτούς. Που δεν τον λογαριάζουν σαν άνθρωπο καν. Παιδί αυτής της οικογένειας είναι ο Σωτήρης. Καταλαβαίνεις…Ή μήπως όχι; Γιατί, θα μου πεις, τι σημασία έχουν αυτά, αν η καρδιά στέλνει τα δικά της σήματα, κι επιτέλους πού ζούμε; Στο Μεσαίωνα; Ρεγγίνα μου, ο Μεσαίωνας δεν είναι μόνο μια μεγάλη σκοτεινή περίοδος της Ιστορίας, είναι και νοοτροπία, είναι και πεποιθήσεις, είναι και τρόπος σκέψης και τρόπος ζωής, που σίγουρα υπάρχει και στις μέρες μας. Και μάλιστα δεν κρύβεται. Ορισμένες φορές προκαλεί. Για να επιβάλλεται. Και να διαιωνίζεται έτσι…
Αχ, Ρεγγίνα μου. Τι λέω τώρα…Τι φταίει εκείνος. Τι χρωστά ο Σωτήρης για τις αμαρτίες τους. Μα πάλι θα μου πεις: Καλά, δεν τους βλέπει; Κρίση δεν έχει; Θα σου απαντήσω ότι η κρίση μας θολώνει όταν έχει να κάνει με πρόσωπα αγαπημένα. Κι έπειτα, τι θαρρείς πως είναι…Παιδί είναι ακόμα. Γιατί άντε να περπατά στα είκοσι. Κι αν είναι μεγαλωμένος έτσι στα πούπουλα, πολύ φοβάμαι ότι δε θα έχει καν αισθανθεί ούτε μια σταλιά από την πίκρα του κόσμου. Από τις δυσκολίες και τους καημούς. Αυτό είναι, Ρεγγίνα μου, αυτό. Άγνοια. Αλλά ίσως πάλι πεις ότι η άγνοια σήμερα δεν επιτρέπεται. Σήμερα που η γνώση προσφέρεται έτσι εύκολα. Και η πληροφόρηση επίσης. Όμως τι σου είπα πριν για το Μεσαίωνα; Και μην ισχυριστείς ότι το ίδιο θα’ ναι κι αυτός, γιατί θα βάλω τις φωνές. Αυτός είναι άλλου κόσμου πλάσμα. Σαν να κατοικούσε σε άλλο πλανήτη έμοιαζε. Δεν είδες πώς έλαμπε; Δεν είδες βέβαια, αλλά σου το ’πα. Έλαμπε, Ρεγγίνα μου, να, στ’ ορκίζομαι, διασκόρπιζε ένα φως. Τόσο λαμπρό που τρόμαξα. Είπα πως θα ’τανε παιχνίδι του ήλιου. Ίσως. Αλλά αυτό το φως με σημάδεψε. Κατάκαρδα σου λέω, και τι να κάνω τώρα…Τι να κάνω ώσπου να ξημερώσει. Να ’ρθει η μέρα, να βγω στους δρόμους, μην τυχόν και τον συναντήσω. Γιατί θα τον συναντήσω. Σύντομα μάλιστα. Όσο γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Μου το ’παν τα μάτια του. Με άφησαν να το καταλάβω τα χέρια του. Που τα άπλωσε στα δικά μου χέρια κι εκεί τα ακούμπησε, σχεδόν για πάντα. Αλήθεια σού λέω. Μια αφή απαλή και ζεστή. Και διαρκείας. Να. Ακόμα έχω στα δάχτυλά μου την έξαψη από το χάδι του. Στα μάτια μου έμεινε το κοίταγμά του. Και για την ώρα δε θέλω να δω τίποτ’ άλλο. Μα δεν περνά, δεν περνά τούτη η νύχτα. Ατέλειωτη είναι πια;

Έτσι θα της έγραφα της φιλενάδας μου. Κι αυτή θα καταλάβαινε. Αλλά πού ξέρεις; Ίσως το γράμμα δε χρειαζόταν. Τα πολύ αγαπημένα πρόσωπα μας καταλαβαίνουν κι από μακριά. Μας νιώθουν. Δονούνται μαζί μας. Ή διαβάζουν τον αέρα. Και τα σημάδια του. Σαν τους Ινδιάνους. (αποσπάσματα)
Ελένη Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός…, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2009, 8η έκδοση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ