Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου
Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Καθώς τα πράγματα έχουν τελματώσει με την Κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) να πιάνει πάτο (και δημοσκοπικά), αλεξιπτωτιστές πέφτουν στο αεροδρόμιο Ιωαννίνων, επίστρατοι  της Εθνοφυλακής ασκούνται, παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων, με πραγματικά πυρά στη Σαμοθράκη παρουσία του αρμόδιου υπουργού, ενώ στα “μετόπισθεν” διάφοροι “ειδικοί” στα γεωπολιτικά και στη στρατηγική ανάλυση δημιουργούν “πατριωτική” ατμόσφαιρα. Άλλοι προτείνουν να «επιτεθούμε πρώτοι στην Τουρκία», άλλοι να συσφίξουμε τις σχέσεις με το Ισραήλ και την Αρμενία (σαν τανάλια, ή τόξο;) και άλλοι την ενοποίηση της ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ κ.ο.κ. Βεβαίως πάντα γνωρίζαμε, ή το γνωρίζουμε πλέον, μετά τη φυλάκιση του  “σοσιαλιστή” υπουργού, πως μέρος της “δουλειάς” είναι και η χρηματοδότηση περιοδικών, εφημερίδων, ραδιοφώνων κ.ά. για να δημιουργείται κλίμα και να νομιμοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο οι εξοπλισμοί για να προκρίνονται  συγκεκριμένα οπλικά συστήματα. Εδώ εντάσσεται και η ανάδειξη της γείτονα χώρας, ανάλογα με το «πώς πάνε οι δουλειές»  σε κύριο εχθρό, ή, και φίλο (περίοδος Παπανδρέου-Τζέμ).
Δεν λείπουν βέβαια και οι προσεγγίσεις από την πλευρά ενός «χυδαίου μαρξισμού» που βλέπει τον πόλεμο σαν μια δυνατότητα «συνειδητοποίησης» των μαζών, με την έννοια ότι αυτό που δεν έγινε σε καιρό ειρήνης θα μπορούσε να γίνει σε καιρό πολέμου (όξυνση των αντιθέσεων, “ωρίμανση” συνθηκών κ.λπ.). Έτσι, ούτε και αυτές αποκλίνουν  ουσιαστικά από τον  “πατριωτικό” παροξυσμό και την “εθνική” ομοψυχία, πόσο μάλλον όταν, η Τουρκία ήταν πάντα ο «χωροφύλακας» των ιμπεριαλιστών στην περιοχή. Και αυτό παρόλο που στον πόλεμο του Ιράκ (2003), δεν ήταν η Τουρκία, αλλά η «μικρά άλλα έντιμος Ελλάς» που έδωσε στον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό, «γη και ύδωρ», και βεβαίως τη βάση της Σούδας. Ως γνωστόν η Τουρκία αρνήθηκε, παρά τις πιέσεις, τη διέλευση του Aμερικανικού στρατού από το έδαφός της και έκλεισε μάλιστα τη βάση του Ντιγιαρμπακίρ στα αεροπλάνα των ΗΠΑ.
Βεβαίως ο πόλεμος συνιστούσε πάντα και μια δυνατότητα καταστροφής κεφαλαίου αλλά για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να συντρέξουν και άλλοι παράγοντες (ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις κ.ά.). Αυτό δεν βγαίνει νομοτελειακά ενώ δεν υπάρχει κάποιος λόγος γιατί μια στρατηγική  επιλογή του κεφαλαίου θα πρέπει ναι γίνει και επιλογή των λαών.  Στην ίδια κατεύθυνση, στον προσδιορισμό του “εχθρού” συμβάλλουν και οι γεωπολιτικές αναλύσεις (βλ. “ριζοσπαστική αριστερά”, “εθνοπατριώτες” κ.ά.) που “βάζοντας κάτω τους χάρτες”, αλλά βάζοντας επίσης σε παρένθεση  κάθε έννοια ταξικής ή ιμπεριαλιστικής αντίθεσης βλέπουν τα πράγματα μέσα από το εθνο-θρησκευτικό καλειδοσκόπιο. Το σημαντικό είναι να προλάβουμε τους γεωπολιτικούς, γεω-θρησκευτικούς άξονες πριν μας «προκάνει» ο εχθρός. Ας έχουμε όμως καλού κακού και τις πλάτες μιας μεγάλης δύναμης. Σημασία έχει να είναι ο εχθρός του εχθρού μας.
Το φέρνουν από εδώ, το φέρνουν από εκεί, το πιάνουν «πατριωτικά», το πιάνουν γεωπολιτικά, το πιάνουν «μαρξιστικά», όλες αυτές οι βαθυστόχαστε αναλύσεις απολήγουν στο συμπέρασμα πως η Τουρκία αναβαθμίζεται συνεχώς εξοπλιστικά, γεγονός που την καθιστά  κύριο  εχθρό για τη χώρα μας. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα δεδομένα άλλα καταμαρτυρούν. Είναι η «υπερχρεωμένη» Ελλάδα που έρχεται πρώτη στους εξοπλισμούς (2016)  ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες δαπανώντας το 2,38% του ΑΕΠ ενώ η Τουρκία δαπανά μόλις το 1,56%, σαφώς κάτω από το 2% του ΑΕΠ που προβλέπει το ΝΑΤΟ. Μάλιστα προς επίρρωση  της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας  επιστρατεύεται και το οθωμανικό παρελθόν της και το γεγονός ότι  το «ελληνικό γένος» βρέθηκε επί τέσσερις  αιώνες  «υπό τουρκικό ζυγό».
Σε αυτή τη γραμμική αντίληψη εθνογένεσης φαντάζει παράδοξο, το ότι, σε αρκετές περιπτώσεις οι χωρικοί του ελλαδικού χώρου,  υποδέχτηκαν τους Οθωμανούς ως απελευθερωτές. Και αυτό επειδή η οθωμανική εξουσία κατήργησε την δουλοπαροικία που είχαν εγκαθιδρύσει οι Σταυροφόροι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204). Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχε καταπίεση και εκμετάλλευση των χωρικών (δεκάτη, φόροι κ.λπ.), ούτε βεβαίως ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια πολυ-πολιτισμική κοινωνία, όπως διατείνονται εκείνοι που φετιχοποιούν τη διαφορά (εθνοτική, θρησκευτική κ.λπ.) για να επικαλυφτεί η ταξική. Απλά στην οθωμανική κοινωνία μικρή σημασία είχε η εθνοτική καταγωγή, καθώς αυτή ανήκε ως σύστημα στον «ασιατικό τρόπο παραγωγής», όπως το έχουν αναλύσει οι Μαρξ, Ένγκελς. Εξάλλου το εμπόριο, η διοίκηση, η διπλωματία κ.ά. ανήκαν στη βάση ενός κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που επικυρώνονταν από το Ισλάμ, -αν δεχτούμε τη θέση του Μ. Βέμπερ (βλ. Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού)- στα χέρια των εθνοτικών μειονοτήτων  (Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι κ.ά.).
Λέγαμε λοιπόν πως η «κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας», όπως αξιολογείται και προβάλλεται από διάφορους κύκλους μας “εξαναγκάζει” ως χώρα να αγοράσουμε εκ νέου αεροπλάνα «νέας γενιάς», να εκσυγχρονίσουμε τα παλιά (500 εκατομ.), και πάει λέγοντας. Παρεμπιπτόντως η Ελλάδα, όπως και η Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ, και οι εξοπλισμοί τους είναι οργανικό μέρος της νατοϊκή δομής, όπως το βλέπουμε στις κοινές ασκήσεις στο Αιγαίο κ.α. Ωστόσο η Τουρκία είναι ένα εθνικό κράτος, όπως και η Ελλάδα. Ως χώρα έχει τα δικά της συμφέροντα, όπως και η Ελλάδα, και ερμηνεύει, έχοντας προφανώς τους λόγους της, διαφορετικά το διεθνές δίκαιο, απ’ ότι η Ελλάδα. Η Ελλάδα, λόγου χάρη, αξιώνει χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, κάτι που αμφισβητεί η Τουρκία,  καθώς σε αυτή την περίπτωση το Αιγαίο μετατρέπεται σε μια κλειστή ελληνική λίμνη, πράγμα που ισοδυναμεί με ναυτικό αποκλεισμό της Τουρκίας. Αντιδρώντας στις αξιώσεις της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια  η Τουρκικής εθνοσυνέλευση (1995) την εκλαμβάνει με ομόφωνο ψήφισμα ως αιτία πολέμου (casus belli). Για να έχουμε μια εικόνα των ανατροπών που θα επιφέρει η επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας μας στο Αιγαίο να αναφέρουμε  πως με το σημερινό καθεστώς των 6 μιλίων τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας ασκούνται στο 35% των υδάτων και της Τουρκίας στο 8,8%  (56,6%  διεθνή). Με το καθεστώς των 12 μιλίων η Ελλάδα θα διπλασιάσει σχεδόν την κυριαρχία της στο 64% των υδάτων, η Τουρκία στο 10% ενώ τα διεθνή ύδατα θα μειωθούν στο 26%.
Μια άλλη κατάσταση που δείχνει τις αντιφάσεις ακόμη και της ελληνικής πλευράς είναι, ότι, ενώ τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας είναι σήμερα στα  6 μίλια, ο εναέριος χώρος της, τον οποίον παραβιάζει η Τουρκία, είναι στα 10 μίλια. Δηλαδή η Τουρκία δεν παραβιάζει τα χωρικά ύδατα, όταν τα πολεμικά της πλοία πλέουν στα 7 μίλια από τις ελληνικές ακτές αλλά μόνο τον εναέριο χώρο (αναντιστοιχία). Εξάλλου και αυτή η συνθήκη της Λοζάνης ερμηνεύεται κατά το δοκούν τόσο από την Τουρκία όσο και από την Ελλάδα (βλ. μειονότητα της Θράκης, αποστρατιωτικοποίηση νησιών κ.ο.κ.). Παρόλα αυτά,  αυτές είναι οι συνήθεις διαφορές μεταξύ γειτονικών χωρών και έτσι θα έπρεπε να προσεγγίζονται. Από πουθενά δεν βγαίνει ότι η Τουρκία έχει μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, απ’ ότι είναι, λόγου χάρη,  οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, της Ελλάδας με την FYROM, της Νικαράγουα με την Κολομβία (πρόβλημα ΑΟΖ), ή της Κίνας με την Ιαπωνία κ.ο.κ. Αυτό με την έννοια πως δεν υπάρχει κάποιο  «ανθρωπολογικό» βάθος στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτό δεν σημαίνει όμως,  ότι, -υπό άλλες συνθήκες-, η πολιτική αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει επιθετική, όπως όμως και η πολιτική της Ελλάδας κ.ά.
Αμέσως κάποιοι θα αντιπροτείνουν  πως η Τουρκία εισέβαλλε το 1974 στην Κύπρο και ο Ερντογάν πάει να γίνει «νέος σουλτάνος». Όσον αφορά στην εισβολή στην Κύπρο αποσιωπούνται κρίσιμες λεπτομέρειες από το μακρινό 1963-64  (επιθέσεις και βιαιοπραγίες σε τουρκοκυπριακά χωριά κ.ά.) πραξικόπημα και ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου της Κύπρου (1974), -γεγονότα που δικαιολογημένα προκάλεσαν φόβο και ανησυχία στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και επηρεάζουν, απ’ ότι φαίνεται στις συνομιλίες Αναστασιάδη-Ακιντζί, ακόμη και σήμερα την επαναπροσέγγιση στην Κύπρο-, νομιμοποιώντας εν τέλει την τουρκική εισβολή. Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι η Τουρκία αποτελούσε, όπως και η Ελλάδα (και η Μ. Βρετανία), σύμφωνα με την συνθήκη της Ζυρίχης (1959), «εγγυήτρια δύναμη» της Κύπρου.
Όσον αφορά στον καταπιεστικό χαρακτήρα  του καθεστώτος Ερντογάν θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι αυτό δεν αφορά στα κράτη. Αυτό είναι πρώτα απ’ όλα υπόθεση των λαών της Τουρκίας αλλά και υπόθεση των λαών των άλλων χωρών (διεθνής αλληλεγγύη). Ας μην ξεχνούμε επίσης πως κατ’ αυτόν τον τρόπο και με πρόφαση την καταπίεση, ή, την προστασία των μειονοτήτων, νομιμοποιήθηκαν: ο βομβαρδισμός της Σερβίας, η ιμπεριαλιστική εισβολή στο Ιράκ, η διάλυση της Λιβύης και της Συρίας κ.ο.κ. Αλλά ακόμη και αυτή η επιθετική πολιτική της Τουρκίας στη Συρία, έχει μια λογική βάση εξήγησης για την ίδια, καθώς η Τουρκία βλέπει στην ντε φάκτο ίδρυση κουρδικών κρατών στα σύνορά της ξανά το φάντασμα του διαμελισμού της, όπως συνέβη κάποτε με την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1919-1922). Από την άλλη «ο νεοθωμανισμός» της σημερινής Τουρκίας φαίνεται πως αποβλέπει περισσότερο στο να δώσει πολιτική κάλυψη και «στρατηγικό βάθος» σε μια οικονομική και βιομηχανική δύναμη, όπως είναι η Τουρκία (μέλος των G-20). Μόνο μετά το ναυάγιο των συνομιλιών της τουρκικής κυβέρνησης με τον  Οτσαλάν (ηγέτη των Κούρδων της Τουρκίας) και το PKK, η επέμβαση-εισβολή της Τουρκίας στη Συρία κατέστη “μονόδρομος”, καθώς η αυτονομία των Κούρδων της Συρίας, που έχουν όμως την υποστήριξη των ΗΠΑ, και είναι πολιτικά κοντά στο PKK, εξελήφθη ως «ανοικτή» απειλή για την Τουρκία.
Κλείνοντας, νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο πόλεμος ως το «μεγάλο κακό», -όταν βεβαίως πρόκειται για την εμπλοκή της χώρας μας σε επιθετικές κινήσεις- θα πρέπει να αποτραπεί παντοιοτρόπως. Μια τέτοια εμπλοκή θα σημάνει ένα πισωγύρισμα για την κοινωνία μας, επειδή, μαζί με όλα τα δεινά και τον ανθρώπινο πόνο που θα προκαλέσει,  θα εγκλωβίσει την κοινωνία σε ένα εθνοπατριωτικό αρχαϊσμό, με ότι αυτό συνεπάγεται για την έκβαση των κοινωνικών πραγμάτων. Επειδή λοιπόν η υπόθεση της ειρήνης είναι ένα πολύτιμο αγαθό, δεν μπορούμε να το αφήσουμε σε μια ανεύθυνη κυβέρνηση, -η οποία, όπως έδειξε με τη «σκληρή διαπραγμάτευση» με τους δανειστές και το φιάσκο του δημοψηφίσματος (2015), συμπεριφέρεται τυχοδιωκτικά-, πόσο μάλλον όταν, στην προκείμενη περίπτωση, ο αρμόδιος υπουργός βλέπει τις σχέσεις μεταξύ κρατών ως σχέσεις μεταξύ προσώπων.
Κατά συνέπεια η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, είναι που θα βάλλει στο περιθώριο τους ετερόκλητους κύκλους στις δύο χώρες, οι οποίοι ποντάροντας στη σύγχυση και στην ένταση στην περιοχή, απειλούν την ειρήνη και τα δημιουργικά έργα των λαών