6 Ιουν 2017

Το σοσιαλιστικό κράτος στην ΕΣΣΔ


Τις προάλλες η κε του μπλοκ ξέκλεψε λίγο χρόνο, για να βρεθεί στο φεστιβάλ των Αναιρέσεων (γεια σας, αναιρούμε τον κομμουνισμό, όπως λέγαμε για πλάκα παλιά με ένα σφο) και να παρακολουθήσει μια συζήτηση αφιερωμένη στα 100 χρόνια της Οχτωβριανής Επανάστασης. Το καλό της υπόθεσης -από μία άποψη- είναι πως μπορείς να έχεις απεριόριστη εμπιστοσύνη στους ρυθμούς του χώρου (όταν κι εσύ δεν είσαι καλύτερος), να φτάσεις αργοπορημένος, μία ώρα μετά την προγραμματισμένη έναρξη, κι ενώ πιστεύεις πως πρόλαβες ίσα-ίσα τον τελευταίο ομιλητή στο κλείσιμο, καταλαβαίνεις σταδιακά πως έχεις προλάβει τη συζήτηση σχεδόν από την αρχή, ευτυχώς (από μία μόνο άποψη).

Δεν έχω σκοπό να κάνω μια συνολική "ανταπόκριση", ούτως ή άλλως δεν μπορώ να πω ότι γύρισα πολύ το χώρο, κι ίσως να μου λείπει η απαραίτητη καλή διάθεση γι' αυτό. Αντί για αυτό, προτιμώ να εστιάσω σε μερικά σημεία της εισήγησης του σοβιετικού κυριούλη, κατά κόσμον Περικλή Παυλίδη, (που μπορείτε να τη δείτε ολόκληρη στο βίντεο που ακολουθεί). Κι επιλέγω να το κάνω με το σκεπτικό ότι αποδομεί εύστοχα μια σειρά δημοφιλείς αντισοβιετικούς μύθους κι ανοίγει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, χωρίς να ταυτίζομαι απαραίτητα με το σύνολο των θέσεών του.



Ο Παυλίδης αντιτάσσεται στην εξωτική, αφελή αντίληψη -κυρίως τροτσκιστικής προέλευσης- πως τα επαναστατικά εγχειρήματα του εικοστού αιώνα θα μπορούσαν απλώς να κρατήσουν κάποια καλά στοιχεία, αποβάλλοντας τα αρνητικά, πχ να καταπολεμήσουν τη γραφειοκρατία, αναπτύσσοντας αμεσοδημοκρατικούς, αυτοδιαχειριστικούς θεσμούς εργατικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, όμως, ο ένας πόλος απαιτούσε και δημιουργούσε τον άλλο, κι η υπέρβαση της γραφειοκρατίας προϋπέθετε μια άλλη εργατική τάξη, που δε θα υποτασσόταν στον υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας, τους όρους της μηχανής και της χειρωνακτικής εργασίας.

Ο Παυλίδης έπιασε τον όρο "κρατικός σοσιαλισμός", που ήταν οικείος στο κοινό του από το έργο του Μπιτσάκη, και υπονοεί -αν σημαίνει δηλαδή κάτι- την ύπαρξη ενός ισχυρού κράτους, που αντί να απονεκρωθεί, διευρύνθηκε. Ανέλυσε λοιπόν μερικά σχετικά σημεία που καθιστούσαν απαραίτητη (νομοτελειακή θα μπορούσαμε να πούμε) την εμφάνιση αυτού του χαρακτηριστικού.

Στη Σοβιετική Ένωση υπήρχαν χοντρικά δύο στρατηγικές για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η στρατηγική της ΝΕΠ προέβλεπε μια ομαλή πορεία, με λιγότερο κόστος, αλλά ήταν αδρομερής και δεν παρείχε εγγυήσεις για την επιβίωση της ΕΣΣΔ. Η στρατηγική της σοσιαλιστικής πρωταρχικής συσσώρευσης (του Πρεομπραζένσκι, που, κατά τον Παυλίδη, την υιοθέτησε κι ο Στάλιν) ήταν μεν υψηλού κόστους, αλλά αποτελούσε μονόδρομο για το μέλλον της σοβιετικής εξουσίας. Σε αυτήν την περίοδο είναι που γίνονται οι βαθύτεροι κοινωνικοί μετασχηματισμοί και διαμορφώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά του σοβιετικού κράτους.

Ποιοι παράγοντες υπαγορεύουν όμως τη διεύρυνσή τους;
Καταρχάς υπάρχει έμπρακτη αμφισβήτηση της σοσιαλιστικής εξουσίας από διάφορα στρώματα και εκτεταμένη ταξική σύγκρουση που φτάνει και στη μορφή της ένοπλης δράσης, ως τη δεκαετία του 50' (σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας) σε πλήρη αντίθεση με το αστικό -κι ιδιαίτερα δημοφιλές σε μικροαστικές δυνάμεις με "αριστερό πρόσημο"- στερεότυπο ότι υπήρχε ένα σοβιετικό καθεστώς που απολάμβανε μια αχρείαστη καταστολή.

Δεύτερο σημείο: η επανάσταση επικράτησε στα λιγότερο ισχυρά κράτη (τους αδύναμους κρίκους της αλυσίδας) που είχαν να αντιμετωπίσουν έναν πανίσχυρο αντίπαλο και δε θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα, παρά μόνο βασιζόμενοι σε έναν επαγγελματικό στρατό κι όχι απλά σε ένοπλες πολιτοφυλακές, όπως λένε κάποιοι, αντιγράφοντας στείρα το γράμμα κάποιων σχετικών αναφορών των κλασικών. Εκτός κι αν πιστεύει κανείς πως έτσι συντρίφτηκε η ναζιστική πολεμική μηχανή ή πως έτσι κατατρόπωσαν οι Βιετ-Κονγκ το στρατό των ΗΠΑ.

Το τρίτο σημείο είναι πως συρρικνώθηκαν μεν οι εμπορευματικές σχέσεις, αλλά διογκώθηκαν αντίστοιχα οι διοικητικές σχέσεις, και διευρύνθηκε το κράτος, συμπεριλαμβάνοντας το στρώμα των ειδικών, τους ειδήμονες που δεν ήταν ανταλλάξιμοι και δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν από οποιοδήποτε μέλος της εργατικής τάξης, εφόσον η τελευταία παρέμενε υποταγμένη στους όρους του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, με εργάτες που έχουν συγκεκριμένη ειδίκευση, χωρίς να μπορούν να αποκτήσουν εποπτική αντίληψη της παραγωγής.
Αυτό συμβαίνει γιατί, σε αντίθεση με όσα μπορούσαν να φανταστούν στον καιρό τους οι κλασικοί, η εκμηχάνιση της παραγωγής κι η βαριά βιομηχανία δε μειώνει, αλλά επεκτείνει τον υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας.

Παρεμπιπτόντως, είναι υπερβολικά απλουστευτική η εικόνα πως η σοβιετική γραφειοκρατία έφερνε από τα πάνω ένα σχέδιο στους εργαζόμενους, για να τους το ανακοινώσει και να τους το επιβάλλει, ενώ αυτοί το ενέκριναν τυπικά. Κανένας σχεδιασμός σε τέτοια, κολοσσιαία κλίμακα δε θα μπορούσε ποτέ να προχωρήσει χωρίς την ευρεία συναίνεση, αποδοχή και μια κάποια ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων στην υλοποίησή του.

Τέταρτος παράγοντας είναι ο εξής: αφενός τα καταναλωτικά αγαθά δεν έφταναν ποσοτικά και ποιοτικά για να καλύψουν όλες τις ανάγκες του πληθυσμού και κατά συνέπεια δε μοιράζονταν με βάση τις ανάγκες του καθενός. Αφετέρου η εργασία εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό κοπιώδης και μονότονη, παραμένει δηλ εξωτερική ανάγκη και όχι αυτοσκοπός ή απόλαυση, άρα προκύπτει η ανάγκη ενός κρατικού διοικητικού καταναγκασμού, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της εργασίας, εφόσον έχει εκλείψει σε μεγάλο βαθμό ο οικονομικός καταναγκασμός.

Αναπτύσσονται, λοιπόν, ιδιότυποι ανταγωνισμοί που είναι αντιφάσεις εντός της εργασίας (όχι δηλ όπως η αντίφαση κεφαλαίου-εργασίας) αλλά τείνουν να αναβιώσουν κάποιες ταξικές ανταγωνιστικές σχέσεις κι εκδηλώνονται πχ με την κλοπή της κρατικής ιδιοκτησίας, τη χαμηλή εργασιακή πειθαρχία, τη μαύρη αγορά-παραοικονομία, κτλ. Έτσι, στη σοβιετική ιστορία βλέπουμε την αυτοθυσία και τον ηρωισμό δίπλα στον κομφορμισμό, το νεποτισμό, την απειθαρχία, τη μαύρη αγορά, κτλ.

Φαινόμενα που γίνονται κυρίαρχα μετά τη δεκαετία του 60' και τη στροφή στην ανάπτυξη των ε-χ σχέσεων. Που δεν προκύπτει ωστόσο ως συνειδητή αντεπαναστατική στάση -μολονότι ενισχύει τις αντισοσιαλιστικές στάσεις- αλλά για να αντιμετωπίσει υπαρκτά προβλήματα της σοβιετικής οικονομίας.

Εν κατακλείδι, η σοβιετική πείρα αφήνει ως παρακαταθήκη τη σημασία του κεντρικού σχεδιασμού, που ήταν ο μοναδικός τρόπος για τη Σοβιετική Ένωση προκειμένου να αντεπεξέλθει στον ανελέητο ανταγωνισμό του ιμπεριαλιστικού κόσμου, ενώ απέδειξε την ανωτερότητά της σε τομείς όπως της εκπαίδευσης του ανθρώπου, της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του και της ανάδειξης των δυνατοτήτων του.

Η καλύτερη μαρτυρία για την αξία της επανάστασης και της σοβιετικής κοινωνίας είναι ίσως αυτή ενός αντισοβιετικού συγγραφέα, του Αντρέ Ζιντ, που προσπαθεί να απομυθοποιήσει τη Σοβιετική Ένωση στο βιβλίο του "επιστροφή από την ΕΣΣΔ" αλλά παραδέχεται πως "πουθενά αλλού δεν αισθάνεται κανείς τόσο έντονα και βαθιά το αίσθημα της ενωμένης ανθρωπότητας, όσο στην ΕΣΣΔ. Παρά τη διαφορά της γλώσσας, πουθενά αλλού δεν είχα αισθανθεί τον εαυτό μου τόσο πολύ ως σύντροφο και αδερφό, κι αυτό αξίζει για μένα περισσότερο από το ωραιότερο τοπίο στον κόσμο".

Υπάρχουν διάφορες προεκτάσεις στα παραπάνω, αλλά θα χρειαστεί να τις δούμε σε επόμενη ανάρτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ