Συνέντευξη στον Anton Saefkow //
Σήμερα δημοσιεύουμε το τρίτο και τελευταίο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε στο συνεργάτη μας, Anton Saefkow, o Victor Grossman (ή Στέφεν Βέχσλερ), ο Αμερικάνος που δραπέτευσε στο Ανατολικό Βερολίνο και κατέγραψε τις αναμνήσεις του στο βιβλίο “Crossing the river”. Μπορείτε να θυμηθείτε στους παρακάτω συνδέσμους το πρώτο και το δεύτερο μέρος της συνέντευξης. Σημειώνουμε γι’ ακόμη μια φορά πως οι απόψεις του συνεντευξιαζόμενου, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα στη Γερμανία, απηχούν τις προσωπικές του απόψεις.
Πρoτού επιστρέψουμε στη ζωή σου στην DDR, ήθελα να σε ρωτήσω το εξής: Κυκλοφορεί και μια αμερικάνικη έκδοση του βιβλίου σου. Μάλιστα αυτή είναι η πρώτη που κυκλοφόρησε, μερικά χρόνια πριν. Το περιεχόμενο αυτής της έκδοσης και της γερμανικής είναι ίδια; Σε τι διαφέρουν; Και πόσο εύκολη στάθηκε η έκδοση των βιβλίων αυτών;
Για την αμερικάνικη έκδοση χρειάστηκε να ψάξω πολύ μέχρι να πετύχω κάποιον πρόθυμο εκδότη. Δεν ήταν εύκολο, αφού την αναζήτηση εκδότη την έκανα διαμένοντας στη Γερμανία, ενώ στις ΗΠΑ είχα ελάχιστες επαφές. Όταν τελικά βρήκα τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Μασσαχουσέτης, επέμεναν να κοπούν αρκετά αποσπάσματα και να προστεθεί μια εισαγωγή-σχολιασμός ενός «ειδικού». Εν τέλει δέχθηκα και ο καθηγητής που ανέλαβε τα παραπάνω -καλός τύπος και φίλος μου πλέον- χρειάστηκε για πάνω από έναν χρόνο να περικόπτει ύλη, να γράψει ένα δικό του κείμενο και να προσθέσει σε αυτό μια βιβλιογραφία· αχρείαστα πράγματα κατ’ εμέ, αλλά πιθανώς απαραίτητα προκειμένου να μπορεί να βγει το βιβλίο ως πανεπιστημιακή έκδοση και να έχει την απαραίτητη πολιτική κάλυψη ενός πανεπιστημιακού. Σε κάθε περίπτωση τους είμαι ευγνώμων, η έκδοση εκτός των άλλων έχει κι ωραία όψη. Βέβαια δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά για να προωθηθεί σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Το βιβλίο ουσιαστικά δεν αναφέρθηκε καθόλου στον τύπο, πέρα από λίγες εξαιρέσεις δικών μου προσωπικών επαφών.
Στη Γερμανία είχα άλλα προβλήματα. Από τους λίγους αριστερούς εκδοτικούς οίκους, κανένας δε μπορούσε ν’ αναλάβει τα έξοδα της μετάφρασης. Ευτυχώς βρέθηκε κάποια στιγμή ένας φοιτητής, που προσφέρθηκε να κάνει τη μετάφραση δωρεάν. Δούλεψε σκληρά και γρήγορα, χρησιμοποιούσε όμως άλλη γλώσσα από τη δική μου. Έτσι έπρεπε να ξαναγράφω σχεδόν τα πάντα, καμιά φορά επειδή έβγαινε λάθος πολιτικό νόημα. Έπειτα ανέλαβε ο γιος μου να διορθώσει τα ορθογραφικά και άλλα λάθη, που ακόμη και σήμερα έχει ο γραπτός λόγος μου στα γερμανικά. Τέλος, βρήκαμε τον εκδότη, ο οποίος κινείται μάλιστα αριστερά του DIE LINKE. Αφού διάβασε το κείμενο πρότεινε να το αφήσουμε ως έχει, χωρίς να κόψουμε τίποτα. Βέβαια έτσι το βιβλίο βγήκε μεγαλύτερο και πιο ακριβό. Του είμαι όμως υπόχρεος γι αυτό. Και στη Γερμανία δεν είναι πως το βιβλίο ακούστηκε ιδιαίτερα. Αλλά τουλάχιστον καταφέραμε να κυκλοφορήσει…
«Ένας (παγκόσμιος) χάρτης γεμάτος σβάστικες» (1)! Πες μας λίγα πράγματα για την αγγλόφωνη εφημερίδα της DDR στην οποία δούλεψες, την “Democratic German Report” και τις αποκαλύψεις σας σχετικά με Ναζί αξιωματούχους στον κρατικό μηχανισμό της Δυτικής Γερμανίας (ΟΔΓ). Πώς αντιμετωπίστηκε από την άλλη η «αποναζιστικοποίηση» στο σοβιετικό τομέα κι έπειτα στην DDR;
Λίγο καιρό μετά την άφιξή μου στο Βερολίνο ξεκίνησα να δουλεύω σε μια αγγλόφωνη εφημερίδα, την «Democratic German Report», που εκδίδονταν με οχτώ σελίδες κάθε δεκαπενθήμερο. Χρηματοδοτούνταν από τη κυβέρνηση της DDR και κυρίως ενημέρωνε για τις εξελίξεις στη χώρα· σαφώς θετικά, ποτέ όμως με παχιές κουβέντες και πολυχρησιμοποιημένα τσιτάτα, αλλά με χιούμορ, μια δόση αυτοσαρκασμού και χρησιμοποιώντας κατάλληλα αποφθέγματα πολιτικών των καπιταλιστικών χωρών. Όλα αυτά ήταν εφικτά, επειδή το «αφεντικό» -ο Άγγλος John Peet- ήταν ένας εξαιρετικός κι έμπειρος δημοσιογράφος, σημαίνων ανταποκριτής του Reuters παλιότερα (και μαχητής των Διεθνών Ταξιαρχιών στον ισπανικό εμφύλιο, όπου είχε τραυματιστεί εις διπλούν στη μάχη του Έβρου).
Ανάμεσα στα κύρια καθήκοντά μας ήταν ν’ αποδεικνύουμε με στοιχεία πως εκείνη τη περίοδο (1959-1963 ήμουν στην εφημερίδα) η δυτικογερμανική κοινωνία πρακτικά κυριαρχούνταν από παλιούς Ναζί· πολλοί υπουργοί, σχεδόν όλοι οι στρατηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων (με κάποιους από αυτούς να έχουν διαπράξει κι εγκλήματα πολέμου σε άλλες χώρες, όπως στην Ελλάδα), σχεδόν το σύνολο του διπλωματικού σώματος, ανώτατοι δικαστές, εισαγγελείς, αξιωματικοί της αστυνομίας, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, δάσκαλοι κ.ά. Μέσω της μικρής εφημερίδας μας αποκαλύπταμε στοιχεία γι αρκετούς από αυτούς σε μέλη του αγγλικού κοινοβουλίου -προσπαθούσαμε όλοι οι βουλευτές του αγγλικού κοινοβουλίου να είναι συνδρομητές μας- και σε αγγλόφωνους δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο· κάθε τόσο υπό την πίεση των αποκαλύψεων, η ΟΔΓ αναγκαζόταν ν’ αποπέμψει τους χειρότερους από αυτούς, παρ’ ότι οι περισσότεροι βέβαια παρέμειναν στις θέσεις τους.
Αντίθετα, στην DDR ουσιαστικά το σύνολο των Ναζί είχε απομακρυνθεί από τις θέσεις που κατείχε προπολεμικά, όπως λ.χ. δάσκαλοι, δικαστές, αστυνομικοί και διπλωμάτες – αν και οι χειρότεροι από αυτούς έτσι κι αλλιώς το είχανε σκάσει μόνοι τους προς τη Δύση για ν’ αποφύγουνε το Κόκκινο Στρατό. Οι μόνοι που παρέμειναν στις θέσεις τους ήταν κάποιοι που κατά τον πόλεμο είχαν βρεθεί αιχμάλωτοι του Κόκκινου Στρατού και μέσα από τη στάση τους είχαν αποδείξει στη πράξη τη μεταμέλειά τους ή την αντιφασιστική τους συνείδηση. Το όλο πνεύμα της DDR ήταν αντιφασιστικό – ιδιαίτερα σε τομείς όπως ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, το θέατρο και την εικαστική τέχνη. Η ναζιστική ιδεολογία και ο ρατσισμός κι εδώ βέβαια δεν εξαφανίστηκαν ποτέ εντελώς, δημόσια όμως δε μπορούσαν να βρουν χώρο έκφρασης και όπου υπήρχαν παρέμεναν στην αφάνεια.
Σε αντίθεση με την ΟΔΓ, εδώ δεν παινευότανε η ναζιστική Βέρμαχτ αλλά γιορταζότανε η ήττα της· οι «χαμένες γερμανικές περιοχές» στην ανατολή, ιδιαίτερα στην Πολωνία, μόνο από την DDR θεωρούνταν τελειωμένη υπόθεση· η σχολική εκπαίδευση δε περιλάμβανε καμία εθνικιστική αναφορά και προσπαθούσε να καλλιεργήσει κι αυτή τον αντιφασισμό.
Βέβαια, σε αυτή τη διαδικασία συχνά τα πράγματα παρουσιάζονταν υπεραπλουστευμένα, ως ένα δίπολο της «σοσιαλιστικής Ανατολής» απέναντι στη «καπιταλιστική Δύση» που εξέφραζαν το «καλό» και το «κακό» αντίστοιχα. Έτσι από αρκετούς εκπαιδευτικούς, η συζήτηση για τα προβλήματα της ίδιας της DDR αποφεύγονταν και θεωρούνταν ταμπού. Κάτι τέτοιο έκανε συχνά τους μαθητές να υποκρίνονται και απλά να λένε μέσα στη τάξη αυτό που ήθελαν ν’ ακούσουν οι δάσκαλοί τους. Και κάποιοι από αυτούς, συνήθως όσων ο οικογενειακός περίγυρος ήταν «υπέρμαχος της Δύσης», ανέπτυσσαν μια αντίδραση απέναντι σε οτιδήποτε ακούγανε στο σχολείο, δηλ. εκτός από κάποιες υπεραπλουστευμένες ερμηνείες και απέναντι σε πολύ σωστά και σημαντικά πράγματα.
«Παρότι πικρό και σκληρό, το τείχος ήταν μια αναγκαία προσπάθεια διάσωσης», αναφέρεις στο βιβλίο. Αν και κατοικείς από τις μέρες εκείνες στο Βερολίνο, παραμένεις και σήμερα της ίδιας άποψης. Μπορείς να μας σκιαγραφήσεις λίγο τη κατάσταση και την ένταση των προβλημάτων, που οδήγησαν την ηγεσία της DDR στην απόφαση ανέγερσης του τείχους; Τι επιδιωκόταν με αυτή την απόφαση;
Κατά τη γνώμη σου, τι πήγε στραβά στην DDR, ώστε να φτάσουμε στα γεγονότα του 1989; Πώς μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί διαφορετικά αυτά τα ζητήματα;
Εδώ έπαιζε ξανά η ψυχολογία της «πολιορκημένης πόλης» το ρόλο της· μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η DDR πράγματι πολιορκούνταν και απειλούνταν, από τη πρώτη μέχρι τη τελευταία μέρα ύπαρξής της. Δεν ήταν απλά το μικρότερο κομμάτι της Γερμανίας, αλλά και το φτωχότερο, τόσο σε πρώτες ύλες -εκτός των αποθεμάτων λιγνίτη και ποτάσας-, όσο και σε βιομηχανική υποδομή, έχοντας λ.χ. ελάχιστες μονάδες παραγωγής σιδήρου και χάλυβα, ναυπηγεία ή μονάδες παραγωγής αγροτικών μηχανημάτων στα εδάφη της. Επιπλέον, μεγάλο κομμάτι των υποδομών είχε καταστραφεί στο πόλεμο. Ήταν λοιπόν πάρα πολλά που έπρεπε να στηθούν πρακτικά από το μηδέν. Όμως αντίθετα με τις ΗΠΑ, που με το σχέδιο Μάρσαλ στήριζαν γενναιόδωρα οικονομικά την ΟΔΓ στην ανοικοδόμησή της, η ΕΣΣΔ είχε η ίδια μεγάλη ανάγκη από οικονομικές και υλικές επανορθώσεις, προκειμένου να σταθεί γρήγορα στα πόδια της. Σ’ εκείνη τη φάση ήταν πολύ περιορισμένη η βοήθεια που μπορούσε να δώσει· την ίδια στιγμή, η DDR κατέβαλε πάνω από το 90% του συνόλου των γερμανικών αποζημιώσεων (2)!
Επιπλέον, η πλειοψηφία του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού (μηχανικοί, τεχνικοί κ.ά.) μάλλον ήταν υπέρμαχοι των Ναζί, οπότε πολύ γρήγορα έφυγαν για την ΟΔΓ, παίρνοντας μαζί τους σε αρκετές περιπτώσεις και τα σχέδια των έργων που ήταν στην ευθύνη τους. Επομένως η DDR είχε να ξεπεράσει πολύ μεγάλες δυσκολίες. Κι όμως, κατάφερε εντυπωσιακά γρήγορα να οικοδομήσει μια δυνατή οικονομία, αποκτώντας και τη δυνατότητα γι αρκετές εξαγωγές. Με την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών όμως τα πράγματα αναπτύσσονταν πιο αργά, αφού τα υπόλοιπα είχαν απόλυτη προτεραιότητα. Σ’ αυτό τον τομέα η ΟΔΓ κατάφερε μετά από λίγα χρόνια να προπορεύεται, με την DDR ποτέ να μην καταφέρνει να την ανταγωνιστεί. Το συγκεκριμένο γεγονός ήτανε που πρόβαλε συνεχώς η τηλεόραση και όλα τα ΜΜΕ της ΟΔΓ, ιδιαίτερα στις διαφημίσεις και τα ωραία αυτοκίνητα.
Εκεί που υπερτερούσε η DDR ήταν οι συνθήκες δουλειάς/ζωής, πρωτίστως των γυναικών -με εξισωμένους μισθούς, φροντίδα των παιδιών, βρεφονηπιακούς σταθμούς κ.ά. σχεδόν δωρεάν-, αλλά σε μεγάλο βαθμό και όλων των εργαζόμενων μαζών: Σχεδόν δωρεάν διακοπές, ιατρική φροντίδα, που παρέχονταν κι εντός των επιχειρήσεων, έλλειψη ανασφάλειας και φόβου προς τους «ανωτέρους», έλλειψη φόβου απόλυσης, έξωσης κτλ. Πάντα υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών. Το ενοίκιο συνήθως ήταν κάτω από 5% του μισθού, οι μετακινήσεις πρακτικά ήταν δωρεάν, οι τιμές στα βασικά αγαθά σε φούρνους, μανάβικα, κρεοπωλεία και καταστήματα γαλακτοκομικών έμεναν σταθερές και εξαιρετικά χαμηλές. Αλλά στα πιο εξεζητημένα κι όμορφα καταναλωτικά αγαθά πάντα η DDR υπολειπόταν της ΟΔΓ. Και τσιτάτα ή αναφορές στη τηλεόραση και τα ΜΜΕ που προσπαθούσαν να πείσουν για το αντίθετο ο κόσμος απλά τα βαριόταν ή τον εκνεύριζαν. Η ΟΔΓ μόνιμα προσπαθούσε να προσελκύσει το επιστημονικό/τεχνικό δυναμικό της DDR (ιατρούς, οδοντιάτρους, μηχανικούς, ερευνητές κ.ά.), τάζοντάς του απολαβές που η DDR -όπου η ψαλίδα μεταξύ χαμηλών και υψηλότερων αμοιβών ήταν πολύ μικρότερη- αντικειμενικά δε μπορούσε να δώσει.
Είναι κι αυτός από τους βασικούς λόγους που κάνανε αναγκαίο το χτίσιμο του τείχους, αφού αλλιώς η DDR μπορεί να είχε σταματήσει να υπάρχει από το 1961. Οι αστοί πολιτικοί της ΟΔΓ περίμεναν οποιαδήποτε κρίση και κατάλληλη αφορμή, ώστε να προκαλέσουν/στηρίξουν «λαϊκές εξεγέρσεις», όπως του Ιούνη του 1953. Ακόμη και μέσα στο 1961 υπήρξε στιγμή που ΗΠΑ και ΕΣΣΔ –ήδη πυρηνικές δυνάμεις και οι δύο- βρέθηκαν στο Βερολίνο με το χέρι στη σκανδάλη, ελάχιστα μέτρα μακριά η μία από την άλλη. Λεγόταν τότε πως ο πρόεδρος Κένεντι είχε εκφραστεί περίπου έτσι σχετικά με το τείχος: «Σίγουρα δεν είναι ωραίο, αλλά ένα τείχος είναι προτιμότερο από έναν πόλεμο».
Τη δεκαετία του 1980 τα κρατικά έξοδα εκτοξεύτηκαν: Μπήκε σε εφαρμογή ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα ανέγερσης σύγχρονων και άνετων εργατικών κατοικιών, επενδύθηκαν μεγάλα ποσά στην ανάπτυξη βιομηχανίας ηλεκτρονικών κυκλωμάτων και υπολογιστών -σε μια προσπάθεια ανταγωνισμού των μονοπωλίων του χώρου όπως τη Sony και την IBM- και ταυτόχρονα χρειαζόταν να εκσυγχρονιστούν οι ένοπλες δυνάμεις, αφού η ΟΔΓ είχε γίνει ξανά μια καλά εξοπλισμένη και απειλητική στρατιωτική δύναμη. Όλα αυτά ήταν στη πραγματικότητα πέρα από τις δυνατότητες της DDR, η οποία όμως δεν ήθελε ν’ ανοίξει καμία συζήτηση περιορισμού λ.χ. κοινωνικών παροχών, εξοικονομώντας χρήματα από εκεί· έτσι εντάθηκαν προβλήματα στην οικονομία και κρατικά χρέη. Την ίδια ώρα η ηγεσία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας φάνηκε να έχει χάσει την επαφή της με μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού· δεν ήταν σε θέση να μιλήσει ανοιχτά και αντικειμενικά για τα προβλήματα, να εμπιστευτεί τον κόσμο, πράγμα που άρχισε να λειτουργεί κι αντίστροφα. Όλα αυτά, κυρίως όμως η ατελείωτη και πολυεπίπεδη δυτικογερμανική προπαγάνδα για τον επίγειο καταναλωτικό παράδεισο που θα έφερνε το δυτικό Μάρκο, οδήγησε στη πτώση της DDR.
Ostalgie“ (3). Μια απλή μόδα ή κάτι παραπάνω; Πώς βλέπει ο κόσμος στην ανατολική Γερμανία σήμερα τις ανατροπές του 1989-1990 και την «ελευθερία» που τις ακολούθησε;
Μόνο εκ των υστέρων κατάλαβαν πολλοί, πως το δυτικό Μάρκο κι έπειτα το Ευρώ, δεν αποτελούσε εγγύηση απέναντι στην ανεργία, τις εξώσεις από κατοικίες -το ενοίκιο των οποίων πολλαπλασιάστηκε-, τις ακριβές μετακινήσεις και τα κόστη για υγεία/πρόνοια. Αφού πλέον δεν υπήρχε και αντίπαλο δέος στ’ ανατολικά, χρόνο με το χρόνο οι καπιταλιστές γίνονταν πιο αμείλικτοι.
Ακόμη κι αν οι περισσότεροι πλέον τα κουτσοβολεύουνε, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ του καταστροφικού μαζικού κλεισίματος βιομηχανιών & επιχειρήσεων στις αρχές του 1990, βρίσκουν σχεδόν μόνο επισφαλείς θέσεις εργασίας, διάρκειας κάποιων μηνών, εβδομάδων, ακόμη και ημερών ή ωρών. Με τέτοια αβεβαιότητα και αστάθεια έχει γίνει πολύ πιο δύσκολο να οργανωθεί και η όποια αντίσταση, όπως απεργίες. Μέρος της εργατικής τάξης είναι ακόμη σε θέση ν’ απαιτεί και να πετυχαίνει καλύτερες απολαβές και συνθήκες εργασίας, σ’ ένα βαθμό και λόγω των πολλών εξαγωγών που πετυχαίνει η Γερμανία σε βάρος άλλων χωρών. Επιπλέον, πολλά συνδικάτα είναι στενά συνδεδεμένα με το σοσιαλδημοκρατικό SPD, το οποίο συγκυβερνά με το CDU. Τόσο αυτό όσο και το κόμμα των Πρασίνων έχουν αποδείξει πως η πολιτική τους περισσότερο βλάπτει παρά βοηθά τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Μένει ν’ αποδειχθεί αν το DIE LINKE και άλλες αριστερές αντιπολιτευόμενες φωνές -όπως το DKP- θα καταφέρουν να μεγαλώσουν την επιρροή τους μέσα σε αυτές τις εξελίξεις. Μέχρι στιγμής πάντως το προσφυγικό ρεύμα του τελευταίου χρόνου φαίνεται δυστυχώς να στρέφει πολύ κόσμο, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη, σε ρατσιστική κατεύθυνση.
Σ’ ό,τι αφορά εμένα προσωπικά: Έβλεπα με τα χρόνια τα προβλήματα στην DDR να μεγαλώνουν. Αφενός έλεγα τη γνώμη μου όταν έβλεπα κάτι άσχημο να συμβαίνει· αφετέρου προσπαθούσα να εξηγώ στο περίγυρό μου ότι παρά τα προβλήματα, λάθη, κάποιες πραγματικά χαζές αποφάσεις ή πολύ σκληρές αντιδράσεις που προκύπτανε κατά καιρούς, ο σοσιαλισμός ήταν ένα πραγματικά μεγάλο βήμα προόδου, για το οποίο άξιζε ν’ αγωνιζόμαστε. Γι αυτό και ήμουν κάτι παραπάνω από λυπημένος όταν σταμάτησε να υφίσταται η DDR και όλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα στο Β’ ΠΠ, όπως οι Krupp, Siemens, Bayer, BASF ή η Deutsche Bank μπόρεσαν ν’ απλώσουν ξανά τα δίχτυα της κυριαρχίας τους στην ανατολική Γερμανία, αργότερα ακόμη πιο ανατολικά.
Ακόμη περισσότερο, όταν η ενωμένη πλέον Γερμανία ξεκίνησε ξανά τις πολεμικές επεμβάσεις, την αποστολή στρατιωτών σε όλο το κόσμο: Ξεκινώντας από τη Σερβία και το Αφγανιστάν, φτάνοντας σήμερα –πάλι στα πλαίσια του ΝΑΤΟ- να ετοιμάζεται ν’ αποστείλει στρατό, πιλότους και πολεμικά πλοία στη Πολωνία, τη Μαύρη Θάλασσα και την Εσθονία· όχι μακριά δηλαδή από την Αγία Πετρούπολη, όπου ο γερμανικός στρατός εισέβαλλε πριν από 75 χρόνια…
Η πλειοψηφία των Γερμανών είναι ενάντια σε κάθε πολεμική εμπλοκή της χώρας, στην Εσθονία, στην Ουκρανία ή οπουδήποτε αλλού. Μένει να φανεί αν τα αντιπολεμικά τους αισθήματα μπορούν να εκφραστούν και ως κίνημα – μαζί και με ανθρώπους άλλων χωρών. Και δεν είναι λίγοι, τουλάχιστον στην ανατολική Γερμανία, αυτοί που πράγματι σκέφτονται το παρελθόν: Επιστροφή στην DDR με τα προβλήματα που κι εκείνη είχε δεν επιθυμεί η πλειοψηφία από αυτούς· όμως όλα τα βασικά δικαιώματα που είχαν εξασφαλισμένα τότε, κυρίως τη σιγουριά στην εργασία, τη κατοικία, την ιατρική φροντίδα, τις γυναικείες κατακτήσεις, αλλά και τη φιλικότητα και την αλληλεγγύη που χαρακτήριζαν τις ανθρώπινες σχέσεις, αυτά οι περισσότεροι θα τα ήθελαν ξανά.
Θέλω να πω πως μια πραγματικότητα, όπου οι ήδη πάμπλουτοι συγκεντρώνουν ακόμη περισσότερο πλούτο, καταδικάζοντας ταυτόχρονα δισεκατομμύρια ανθρώπων στην ανασφάλεια και τη φτώχεια, αναγκαστικά κάποια στιγμή θα οδηγήσει στην αναζήτηση ριζικά διαφορετικών λύσεων – φέρνοντας και τη βασική ιδέα που υπήρχε πίσω από την DDR ξανά στο προσκήνιο. Όσο έχω τις δυνάμεις θα συμμετέχω σ’ αυτή τη προσπάθεια.
Σημειώσεις
(1) Τίτλος κεφαλαίου στο γερμανόγλωσσο βιβλίο του συγγραφέα. Στα πλαίσια των αποκαλύψεών της για ναζί αξιωματούχους στην ΟΔΓ, η εφημερίδα «Democratic German Report» κάποια στιγμή δημοσίευσε έναν παγκόσμιο χάρτη, με μία σβάστικα πάνω σε κάθε χώρα, όπου ο πρέσβης της ΟΔΓ είχε παλιότερα υπάρξει μέλος του ναζιστικού κόμματος. Υπήρχαν συνολικά 40 τέτοιες επιβεβαιωμένες περιπτώσεις, μεταξύ αυτών σε Αγγλία, ΗΠΑ, Νότια Αφρική και Νέα Ζηλανδία. Το ρεπορτάζ αναπαρήχθη σε 20 ακόμη χώρες.
(2) Μετά τον Β’ ΠΠ οι ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία είχαν συμφωνήσει σε τρεις τύπους αποζημιώσεων από τη Γερμανία: α) Τη μεταφορά μηχανημάτων/βιομηχανιών και γενικώς παραγωγικών υποδομών, καθώς και τη κατάσχεση γερμανικών βιομηχανιών κτλ. στο εξωτερικό β) Την κατάσχεση μεριδίου της τρέχουσας παραγωγής της χώρας γ) Τη χρησιμοποίηση γερμανικού εργατικού δυναμικού για δικό τους όφελος. Στη πορεία αποφασίστηκε κάθε μία να λαμβάνει τις αναλογούσες σ’ αυτήν αποζημιώσεις από το κομμάτι της Γερμανίας το οποίο διοικούσε, εκτός της ΕΣΣΔ που λόγω του μεγάλου ύψους των αποζημιώσεων που της αναλογούσαν θα έπαιρνε και το 25% των αποζημιώσεων που θα έδινε το «δυτικό» κομμάτι. Η συμφωνία είχε και τη λογική να ελέγχεται/περιορίζεται το ύψος της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Η συμφωνία για τη δυτική Γερμανία δεν εφαρμόστηκε από ΗΠΑ-Αγγλία-Γαλλία, ενώ απέτρεψαν και στην ΕΣΣΔ να λάβει όσα της αναλογούσαν από το δυτικό τμήμα της χώρας. Αντίθετα, στην ανατολική Γερμανία περίπου 2500 βιομηχανικές μονάδες «αποσυναρμολογήθηκαν» και μεταφέρθηκαν στην ΕΣΣΔ, όπως και 11800 χιλιόμετρα σιδηροδρομικού δικτύου (περίπου το μισό). Εκτιμάται πως έτσι η ανατολική Γερμανία έχασε περίπου το 1/3 των παραγωγικών δυνατοτήτων που είχε το 1944. Επιπλέον, μεταξύ 1946-1953 κατά μέσο όρο 22% του ΑΕΠ της Ανατολικής Γερμανίας δίνονταν στην ΕΣΣΔ. Συνολικά μέχρι το 1953 (οπότε και οι «δυτικοί σύμμαχοι» χάρισαν και τυπικά στην ΟΔΓ το μεγαλύτερο κομμάτι όσων τους όφειλε) η DDR είχε καταβάλει σε πολεμικές αποζημιώσεις 99,1 δισεκατομμύρια (δυτικά) Μάρκα και η ΟΔΓ 2,1 δις, δηλαδή η DDR είχε καταβάλει το 97-98% των συνολικών γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Πηγές: Γερμανική Wikipedia και Konrad Adenauer Stiftung(!). Για τις πολεμικές αποζημιώσεις που γλίτωσε η ΟΔΓ, βλέπε κι εδώ.
(3) “Osten” είναι στα γερμανικά η Ανατολή. Γι’αυτό το ρεύμα που υπάρχει σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στην ανατολική Γερμανία, το οποίο νοσταλγεί μια σειρά κατακτήσεις και πλευρές της ζωής στην DDR, αποκαλείται στο καθημερινό λόγο „Ostalgie“