Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου* //
Σε μεγάλο βαθμό η μυθοποίηση της κινηματικής δράσης και της «λαϊκής» θέλησης, οφείλεται, εκτός της πολιτικής αφέλειας, πρωτίστως σ’ έναν  απόλυτο εκθειασμό του ακτιβισμού που συνάδει με μικροαστικές αντιλήψεις για την κοινωνική δράση. Αυτός ο εκθειασμός που έλκει εν μέρει την καταγωγή του από το μύθο της «γενικής απεργίας» του επαναστατικού συνδικαλισμού και συνάντησε στις απαρχές του, κυρίως τον ιταλικό φασισμό, μπορεί να εμπνεύσει, σύμφωνα με τον Γκ. Σορέλ, τον ψυχισμό των ανθρώπων. Εξάλλου όπως έδειξε  η ιστορική εμπειρία, αυτή η μορφή δράσης που βασίζεται επίσης στη «παιδαγωγική» των εικόνων πάτησε στην ανυπομονησία μικροαστικών στρωμάτων για άμεση αλλαγή της κατάστασης. Συνοψίζεται δε στο σύνθημα «δράση εδώ και τώρα», «όλα ή τίποτε», «άμεση δράση» (action directe) κ.ο.κ. προβάλλοντας ουσιαστικά  ό,τι κινείται, ό,τι δρα, ανεξάρτητα γιατί  και προς τα πού. Αυτή η προσέγγιση είναι επίσης (από άλλη διαδρομή) κοντά στην εικονογραφία του Νέγκρι για το νέο υποκείμενο ως «σύνολο ενικοτήτων» («πλήθος»), ένα υποκείμενο που φτιάχνεται για να χωρέσει κυρίως την κοινωνική δράση (μεσο)αστικών  στρωμάτων. Όμως αυτή η μυθοπλαστική αντίληψη για την κοινωνική δράση δημιουργεί συγχύσεις που αποτρέπουν μια αντικειμενική εκτίμηση των δυνατοτήτων κοινωνικής δράσης.
Πρώτα απ’ όλα ο λαός συνιστά ένα  διαταξικό μόρφωμα, αποτελείται δηλαδή από κοινωνικές τάξεις με αντίθετα συμφέροντα και ως εκ τούτου είναι αμφίβολο αν μπορεί να δράσει ενιαία, εκτός περιπτώσεων, όπως η Αντίσταση, όπου υπήρχε πολιτικό υποκείμενο (το ΚΚΕ) και μέσα από την λαϊκή-πατριωτική συμμαχία του ΕΑΜ ο λαός οργανώθηκε  σε κοινωνικό υποκείμενο, πράγμα που είχε όμως επιπτώσεις όσον αφορά τους ταξικούς στόχους αυτής της συμμαχίας.  Επειδή λοιπόν ο λαός αποτελεί ένα διαταξικό μόρφωμα, οι εμφύλιοι πόλεμοι  μετατρέπονται συνήθως, εφόσον τίθεται το ζήτημα του κοινωνικού καθεστώτος, σε ταξικούς (βλ. Γαλλική επανάσταση, Οκτωβριανή επανάσταση κ.ο.κ.). Εξάλλου ο «λαός» έδρασε κατά καιρούς και ως αντεπαναστατικό κίνημα, κυριολεκτικά ως «όχλος» (και δεν ήταν πάντα η μειοψηφία):οι Επίστρατοι στην Ελλάδα, τα τάγματα εφόδου στη φασιστική Ιταλία και στην ύστερη Βαϊμάρη αλλά και της Χρυσής Αυγής στη χώρα μας, το «κίνημα της κατσαρόλας» στη Χιλή (1973).  .
Δεύτερον,  η έμφαση στη «θέληση», στη «ψυχή», στο «εξεγερσιακό φρόνημα» του λαού, ως αυτά να προκύπτουν εξωϊστορικά, δηλαδή έξω από την κοινωνική εμπειρία της εργασίας, των συνθηκών ζωής και των κοινωνικών αγώνων (αδιαμεσολάβητα), βρίσκει συνήθως το αντίστοιχό του στον αρχηγό, στον  φύρερ, στον καουντίλιο κ.λπ. Αυτός αποκλειστικά και μόνο εκφράζει τη θέληση του λαού και του έθνους (Λαϊκή Κοινότητα).  Εντούτοις οφείλουμε ως ελληνική κοινωνία να γνωρίζουμε  ότι ο εκθειασμός του αυθόρμητου, όπως έγινε με τους «αγανακτισμένους» και τις «πλατείες» (και πιο πριν της «αραβικής άνοιξης»), μπορεί να οδηγήσει, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες μας, στην απαξίωση κάθε οργανωμένης πολιτικής παρέμβασης προς χάριν αδιαμεσολάβητων, «αμεσοδημοκρατικών» μορφών δράσης (βλ. Άμεση Δημοκρατία στην πλατεία Συντάγματος το 2011 κ.λπ.). Αυτές οι πρακτικές που αναδύθηκαν στις παρυφές ενός ρεφορμιστικού κινήματος συνέβαλαν στην παθητικοποίηση της κοινωνίας αλλά με τον τρόπο τους και στην «επώαση του αυγού του φιδιού» (φασιστικά και ακροδεξιά κινήματα), καθώς μια πολιτική κίνηση με μπερδεμένο πολιτικό πρόγραμμα (αντιμνημονιακό, αντικοινοβουλευτικό, πατριωτικό κ.ο.κ.) που δεν διαμεσολαβείται, εύκολα μπορεί να βγάλει στην  κάθετη (αδιαμεσολάβητη) σχέση της μάζας με τον αρχηγό (βλ. θεωρίες των ελιτ).
Αναφέρω αυτά γιατί στη θολούρα του προχθεσινού πραξικοπήματος στην Τουρκία πολλοί, αδυνατώντας να διακρίνουν τον ενδοαστικό χαρακτήρα της αντιπαράθεσης για κυριαρχία που επηρεάζεται και από εξωτερικούς παράγοντες, και μένοντας κυριολεκτικά στις εικόνες (ο «λαός» μπροστά στα τανκς) ταύτισαν την «οργανωμένη» βάση (πολιτοφύλακες ΑΚΠ κ.ά.) του κυβερνητικού κόμματος και τους Γκρίζους Λύκους που εναντιώθηκαν στο πραξικόπημα, με τον λαό. Ανεξάρτητα λοιπόν αν στη συνέχεια αυτός ο «λαός» θα στραφεί (ή έχει στραφεί) εναντίον άλλων τμημάτων του τουρκικού λαού (κούρδοι, αλεβίτες, εργατικό κίνημα κ.ά.), σημασία έχει πως εδώ ο τουρκικός λαός εγκλωβίζεται στις ενδοαστικές αντιπαραθέσεις και αυτό παρά τις διαφορετικές ταξικές θέσεις του. Ακόμη δηλαδή και αν αυτός προέρχεται από τα πληβειακά, τα μικροαστικά ή, ίσως και από τα εργατικά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας.
Αυτό που και εδώ λείπει είναι το πολιτικό υποκείμενο που θα προσδώσει  στην ενδοαστική («εμφύλια») αντιπαράθεση ταξικό περιεχόμενο θέτοντας το πρόβλημα στη σωστή του διάταξη. Μόνο έτσι οι ταξικοί αγώνες των τούρκων εργαζόμενων, δεν θα εργαλειοποιούνται από μερίδες της τουρκικής αστικής τάξης και θα βγάζουν μέσα από οριζόντιες σχέσεις στο νέο κοινωνικό υποκείμενο, που δεν μπορεί να είναι άλλο, δεδομένης και της καπιταλιστικής εμβάθυνσης των τελευταίων ετών,  από την τουρκική εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Μόνο μια τέτοια κοινωνική συμμαχία μπορεί να διασφαλίσει την ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη των λαών της Τουρκίας αλλά και των άλλων λαών της περιοχής.
Υ.Γ. Για πολιτικούς-αφοριστικούς λόγους μπορεί να μιλάει κανείς για φασιστική δικτατορία, περιγράφοντας ίσως τις αυταρχικές μεθόδους (καταπίεση, καταστολή κ.λπ.) που μετέρχεται ένα καθεστώς. Όμως από άποψη μεθόδου, μια στρατιωτική ή μια κοινοβουλευτική δικτατορία δεν είναι το ίδιο πράγμα με το φασισμό. Είναι  ο φόβος της κοινωνικής επανάστασης, η δυναμική και η ένταση της ταξικής σύγκρουσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε συνθήκες συγκεντροποίησης της παραγωγής και συγχώνευσης του βιομηχανικού με το τραπεζιτικό κεφάλαιο (μονοπωλιακό) που κατέστησε το φασισμό ως τη «τελική  λύση» του κοινωνικού ζητήματος. Αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, κυρίως όμως το ενδεχόμενο της κοινωνικής επανάστασης προσέδωσε στο φασισμό (ως σύστημα αστικής κυριαρχίας) ολοκληρωτικά, ακόμη και «ανορθολογικά» χαρακτηριστικά, ανορθολογισμός που έχει να κάνει και με την κοινωνική του βάση (κυρίως μικροαστικά στρώματα). Αυτό το πλαίσιο οδήγησε στη σύμπηξη του «ενιαίου μετώπου» (1934). Επίσης ο όρος «ισλαμοφασιμός» που χρησιμοποιείται σήμερα πληθωριστικά, σχετικοποιεί αν δεν υποσκάπτει την μεθοδολογική χρησιμότητα της έννοιας «φασισμός», πόσο μάλλον όταν το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο στις κοινωνίες που σήμερα εμφανίζεται δεν έχει καμία σχέση  με αυτό που μόλις  περιγράψαμε.