Γράφει ο Σφυροδρέπανος //
Ένα χρόνο μετά από το δημοψήφισμα, κάποια πράγματα μοιάζουν ήδη πολύ μακρινά. Όχι τόσο γιατί μεσολάβησε συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος, αλλά γιατί τα πράγματα (βασικά η επιφάνειά τους) έχει αλλάξει δραματικά και δε θυμίζει σχεδόν σε τίποτα το κλίμα που δημιουργούνταν εκείνη την περίοδο και όσα έλεγαν οι πρωταγωνιστές της (οι περισσότεροι τουλάχιστον).
Η (τότε) ΠΦΑ έστησε μια θεαματική, επικοινωνιακή παράσταση, με σκοπό να εγκλωβίσει το λαό και τους πολιτικούς της αντιπάλους, κι εξεπλάγη ίσως κι η ίδια από το αποτέλεσμα, ξεκαθαρίζοντας βέβαια από την πρώτη αρχή (για όσους διάβαζαν προσεκτικά τις δηλώσεις στελεχών ή πίσω από τις γραμμές) ότι ήθελε την απόφαση ως ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, το οποίο πετάχτηκε πολύ γρήγορα (ή έστω μετά από 17 ολόκληρες ώρες) στο καλάθι των αχρήστων. Κι έτσι, παρά τον έρπη και τη στενοχώρια του, ο Τσίπρας αποδείχτηκε “πρωθυπουργός παντός καιρού”, που μπορεί να ψηφίσει και να εφαρμόσει ένα μνημονιακό πρόγραμμα, κι ας μην το πιστεύει (στα λόγια).
Η κυρίαρχη τάξη χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο, για να τρομοκρατήσει την κοινή γνώμη από τα κανάλια και τις δημοσκοπήσεις μέχρι τον έλεγχο κεφαλαίων (capital control) στις τράπεζες και τον καλλιεργούμενο πανικό. Ωστόσο, απέδειξε ότι διαθέτει χρυσές πολιτικές εφεδρείες και μπορεί να διαχειριστεί υπέρ της κάθε πιθανό αποτέλεσμα. Ένα μήνα αργότερα ψηφιζόταν (με συντριπτική πλειοψηφία ρεκόρ) το τρίτο μνημόνιο, που δρομολόγησε το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, τη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και όσων λιγοστών εργατικών δικαιωμάτων έχουν απομείνει όρθια.
Η “συμμαχία των προθύμων” της κυβέρνησης (που όμως πρόδωσε τον κοινό αγώνα) παρουσίασε τραγική εικόνα. Έκανε τον κομπάρσο στην καμπάνια του ΟΧΙ, χειροκροτώντας Τσίπρα και Καμμένο, σε αυτό που αποδείχτηκε πως ήταν απλώς μια άτυπη προεκλογική συγκέντρωση του Σύριζα. Έδιωχνε τους κομμουνιστές από τα εκλογικά κέντρα, καλώντας σε κάποιες περιπτώσεις και τα όργανα της τάξης, για να συνδράμουν. Έσπειρε αυταπάτες, για να θερίσει θύελλες (αυτή που μέχρι τότε δεν έβλεπε να ερχόταν). Και αυτές τις μέρες ετοιμάζεται να γιορτάσει τον ένα χρόνο κινηματικής κατάθλιψης κι εκκωφαντικής απουσίας από μια σειρά αγωνιστικά μέτωπα, στα οποία δεν καταφέρνει να κινητοποιήσει ούτε καν την οργανωτική της, δηλ τα μέλη της.
Ο λαός είδε πώς αποκοιμήθηκε το ΟΧΙ του στην αγκαλιά του ΝΑΙ, αλλά εμπιστεύτηκε τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις που τον πρόδωσαν, εγκλωβισμένος στις αυταπάτες του (περί εύκολης λύσης) και στην απογοήτευσή του: “αφού δε βγήκε κάτι ούτε με αριστερή κυβέρνηση, ούτε καν με δημοψήφισμα (ή παλιότερα με τους αγανακτισμένους), ε τότε δε γίνεται τίποτα” φαίνεται να είναι το βασικό σκεπτικό ενός κόσμου. Αλλά μετά από το πρώτο μούδιασμα, και την απάθεια ως στάδιο του πένθους, ξαναρχίζει δειλά-δειλά να κινείται κάτι, να υπάρχουν αντιδράσεις και οργή, που εκφράζεται μαζικά στο δρόμο.
Το ΚΚΕ τέλος, κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή τη συμπαιγνία, ήταν το μόνο κόμμα που υπερασπίστηκε το ΟΧΙ του ελληνικού λαού στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών και δικαιώθηκε από την επόμενη κιόλας μέρα για όσα τον προειδοποιούσε. Πλήρωσε όμως εν μέρει αυτή τη στάση του στις επόμενες εκλογές, γιατί ελάχιστοι συμπαθούν αυτόν που τους δείχνει μια δυσάρεστη αλήθεια και (αφού διαλυθεί το σύννεφο) φαίνεται πως είχε δίκιο.
Ξεκαθάρισε πάντως πως ανεξάρτητα από το τι ψήφισε ο καθένας και σε ποιον εκβιασμό υπέκυψε, κριτήριο είναι τι θα κάνει στην πράξη, την επόμενη μέρα, οργανώνοντας τον αγώνα και την αντίσταση του λαϊκού κινήματος, ενάντια στην αντιλαϊκή θύελλα που ερχόταν. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι θέμα του γνωστού “σας-τα-λεγα-κισμού”, με το δάχτυλο υψωμένο δασκαλίστικα, αλλά ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί καλόπιστα και να απαντήσει στον εαυτό του.
Τελικά, είχε δίκιο το ΚΚΕ στην εκτίμησή του και στις προειδοποιήσεις του; ΟΧΙ ή ΝΑΙ; (για να θυμηθούμε και το φαιδρό του πράγματος, με τη διατύπωση του δημοψηφισματικού ερωτήματος).