Γράφει ο Οικοδόμος //
Όταν ―πριν σχεδόν μισό αιώνα― πρωτοεμφανίστηκε στον ανδροκρατούμενο τότε χώρο του τραγουδιού προκάλεσε αίσθηση. Τα τραγούδια της αγγίζανε θέματα πέρα από τα συνηθισμένα εκείνης της εποχής. Στίχοι πρωτότυποι, στιβαροί, ασυνήθιστοι για την εποχή τους, «αντρίκειοι», χωρίς φιοριτούρες και περιττές φλυαρίες, με έντονες κοινωνικές αναφορές και πολιτικές προεκτάσεις. Όμως και τα ερωτικά της τραγούδια έφερναν κάτι διαφορετικό. Δεν αναφέρονταν με τρόπο γλυκερό σε «αγάπες και λουλούδια» και δεν ακολουθούσαν την πεπατημένη της κλάψας και της «καψούρας».
«…Γεννημένη Μάιο του ’42 στη Λιβαδειά η Τσώτου ήταν το 5ο παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ, Γιώργου Κρανιώτη, που εκτελέστηκε το ’43 από τους Γερμανούς στο σπίτι του. Το άγριο κυνηγητό εναντίον της οικογένειας οδήγησε τελικά στην υιοθεσία της μικρής Σώτιας από το εύπορο ζεύγος Τσώτου. Εκείνοι φρόντισαν να τη σπουδάσουν στην ελληνογαλλική σχολή καλογραιών «Σεν Ζοζέφ». Σπούδασε στην Πάντειο και ταυτόχρονα στις δραματικές σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Κωστή Μιχαηλίδη. Από τα 18 της όμως στράφηκε στη δημοσιογραφία…» (Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία, Τρίτη 13 Δεκέμβρη 2011).


Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΛΑΟΣ
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος & Χριστιάνα
Εμείς παλεύουμε χρόνια και χρόνια
για μια αυλή, για μια γωνιά στην Κοκκινιά.
Εμείς γιατρεύουμε τα χελιδόνια
και τα σπουργίτια που παγώνουν στον χιονιά.
Εμείς είμαστε ο αφέντης λαός
εμείς είμαστε του κόσμου το φως
εμείς είμαστε τ’ αλάτι της Γης
όπως είπε και ο Χριστός.
Ας αστράφτει κι ας βροντά ο κεραυνός
ας αφρίζει κι ας λυσσά ο ωκεανός
εμείς είμαστε ο χρυσός ποταμός
που κυλάει, που κυλάει πάντα μπρος.
Εμείς κρατήσαμε σταυρό στους ώμους
εμείς ποτίσαμε το χώμα που πατάς
εμείς ανοίξαμε καινούριους δρόμους
για να μπορείς ελεύθερος να περπατάς.
Από τον κύκλο τραγουδιών «Σκόρπια φύλλα» που κυκλοφόρησε το 1975 από τη Philips.
Τα τραγούδια της Σώτιας Τσώτου έφεραν ατόφιο το υπόβαθρο της δημιουργού τους, την παιδεία της, τις ιδεολογικές και αισθητικές της καταβολές· ήταν ζυμωμένα  με μεράκι και ψυχή  και πάντα με βαθύ σεβασμό προς τους αποδέκτες τους. Η ίδια έλεγε ότι σε κάθε εποχή οι πρώτοι ακροατές όλων των τραγουδιών είναι οι νέοι, άρα αυτοί λαμβάνουν πρώτοι και το μήνυμα που το τραγούδι κουβαλάει κάθε φορά.
Σώτια Τσώτου Πηγή φωτογραφίας: Σώτια Τσώτου/facebook
Σώτια Τσώτου
Πηγή φωτογραφίας: Σώτια Τσώτου/facebook
Το 1967 η νεαρή Σώτια Τσώτου έχει αρχίσει να καταξιώνεται στο χώρο της δημοσιογραφίας· μέχρι που η χούντα των συνταγματαρχών θα κλείσει την “Ελευθερία”, την εφημερίδα που εργαζόταν και θα μείνει άνεργη. Η ίδια πιάστηκε  και κρατήθηκε στην Ασφάλεια πολλές φορές. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας καίει τη δημοσιογραφική της ταυτότητα και μετά από προτροπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου αποφασίζει να ασχοληθεί περισσότερο με το τραγούδι. Έχει ήδη συνδεθεί με φιλία με τον Κώστα Χατζή από το 1964, χρονιά που τον επισκέφτηκε  στη μπουάτ που τραγουδούσε και του έδωσε τους πρώτους στίχους.
«Το ΄68 ήμουνα στην απομόνωση. 29 μέρες. Όταν βγήκα… [όλα] ήταν «μια χαρά»… Ο κόσμος έτρωγε, έπινε… Δεν ήμουνα μόνο εγώ, όλα τα κρατητήρια ήτανε γεμάτα.  Πάρα πολύς κόσμος υπέφερε. Τότε έγραψα το «Δε βαριέσαι αδερφέ»… Μόνο ο Χατζής μπορούσε να το πει. Εκείνος το ήξερε, το καταλάβαινε…»


ΔΕ ΒΑΡΙΕΣΑΙ ΑΔΕΛΦΕ
Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής
Κάποιο παράθυρο έχει φως
κάποιον τον τρώει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα βήμα.
Κάποιο καράβι στ’ ανοιχτά
με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιει το κύμα.
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο, πρέφα και καφέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.
Κάποιος στην άκρη του γκρεμού
κοιτάει το τέλος τ’ ουρανού
μονάχος του πεθαίνει.
Κάποιος στη μάχη πολεμά
η σφαίρα δίπλα μας περνά
στα στήθια του πηγαίνει.
Κι εμείς οι άλλοι, μα το ναι
κάνουμε πάρτι ρεφενέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.
Έξω αστράφτει και βροντά
κι ένας διαβάτης περπατά
χαμένος μες στην μπόρα.
Κάπου δε θα ‘χουνε ψωμί
κάπου πεινάει ένα παιδί
και κλαίει αυτή την ώρα.
Κι εμείς χορτάτοι, μα το ναι
κάνουμε γλέντια ρεφενέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.
Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν
σαν κολασμένοι τριγυρνούν
και κλαίνε και πονάνε.
Στάσου και σκέψου μια στιγμή
πόσοι σκοτώνονται στη Γη
την ώρα που μιλάμε.
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.
Από τον κύκλο τραγουδιών «Αναγέννησις Αλόννησος» που κυκλοφόρησε το 1968 από την Helladisc (Polygram).
Κανείς τότε δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι εκείνη η στιγμή  θα όριζε την  απαρχή μιας σπουδαίας πορείας για την Σώτια Τσώτου με  εκατοντάδες υπέροχα και σπουδαία τραγούδια. Μια πορεία που θα σημαδευτεί ανεξίτηλα από τη συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή, που θα ξεκινήσει και στη δισκογραφία το 1968 και από αυτή θα γεννηθούν μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά και των δυο τραγούδια. Η Τσώτου θαύμαζε απεριόριστα τον Χατζή και κάποτε δεν δίστασε να πει ότι «αν δεν υπήρχε ο Χατζής δεν θα υπήρχα κι εγώ».
Ασυμβίβαστη και αντισυμβατική η Σώτια Τσώτου δεν χώραγε σε μια εποχή που κυριαρχούσε η εικόνα και που ο καθένας μπορούσε να γίνει εύκολα γνωστός από τη φάτσα του και όχι από το έργο του. Ανήκε σ’ εκείνους τους λίγους που ήταν γνωστοί για το έργο τους, ενώ για τους ίδιους ελάχιστα μάθαμε. Απόφευγε τα φώτα της δημοσιότητας όχι από εκκεντρικότητα ή βεντετιλίκι· δεν ήθελε να μιλάει στα μάτια αλλά στις ψυχές των ανθρώπων και αυτό το κατάφερνε με τα τραγούδια της. «Τα τραγούδια μου έχουν ένα μύθο. Υπάρχει μια μικρή ιστορία μέσα εκεί. Δεν είναι παράθεση εικόνων και λέξεων μόνο», έλεγε. Στους στίχους της βρήκαν χώρο η φτώχεια, η αδικία, οι κοινωνικές ανισότητες που γεννάει η εκμετάλλευση, ο πόλεμος, η προσφυγιά, ο πόνος του καθημερινού απλού ανθρώπου, τα βάσανα του βιοπαλαιστή, η αγάπη, ο έρωτας, η πραγματική φιλία. Τα περισσότερα τραγούδια της αν και έχουν τραγουδηθεί από πολλούς, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι γράφτηκαν από την Σώτια Τσώτου.


ΑΡΟΥΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής
Μια κόκα κόλα, μια φάλτσα ορχήστρα
μια φίρμα μόνο είναι το γάλα ενός μωρού για έναν χρόνο
ένα ουίσκι δεύτερης ποιότητος τ’ άγρια χαράματα
και το πληρώνεις με μιας βδομάδας τα μεροκάματα.
Ραφαέλα Καρά, Φρανκ Σινάτρα, Μπεκώ
κι όλοι εσείς που δεν πρέπει να πω
μεγιστάνες του τώρα, χθεσινοί πεινασμένοι
αρουραίοι της νύχτας, και ντόπιοι και ξένοι
σας μισώ, σας μισώ.
Των φτωχών τα φαρμάκια τα κάνατε χρήμα
και το αίμα του κόσμου χρυσό
και σας λεν καλλιτέχνες, τι κρίμα, τι κρίμα
σας μισώ, σας μισώ.
Ραφαέλα Καρά, Φρανκ Σινάτρα, Μπεκώ
κι όλοι εσείς που δεν πρέπει να πω
μεγιστάνες του τώρα, χθεσινοί πεινασμένοι
αρουραίοι της νύχτας, και ντόπιοι και ξένοι
σας μισώ, σας μισώ.
Μια νέα τάξη με πλουτοκράτες και δυνατούς
μας κοροιδεύει με συναυλίες για τους φτωχούς
αχ, Μπόμπυ Ντύλαν να κλαίω μ’έκαναν κάποτε οι στίχοι σου
τώρα αυτοκράτορα σ’έχουν κάνει οι αναθρακωρύχοι σου
Ραφαέλα Καρά, Φρανκ Σινάτρα , Μπεκώ
κι όλοι εσείς που δεν πρέπει να πώ
μεγιστάνες του τώρα, χθεσινοί πεινασμένοι
αρουραίοι της νύχτας, και ντόπιοι και ξένοι.
Και επειδή καλλιτέχνης είμαι, Θεέ μου, κι εγώ
με μισώ, με μισώ, με μισώ.
Από τον δίσκο «Θυμηθείτε μαζί μου» που κυκλοφόρησε το 1979 από την Polygram.
Η Σώτια Τσώτου είναι  γνωστή κυρίως από την εμβληματική συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή. Έχει όμως συνεργαστεί με πολλούς ακόμα σημαντικούς συνθέτες και ερμηνευτές όπως ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Τάκης Σούκας, ο Δώρος Γεωργιάδης, ο Γιώργος Κριμιζάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Λίνος Κόκοτος, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Χρήστος Γκάρτζος κ.ά. Τραγούδια της έχουν τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, η Ελπίδα, η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πάριος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Κώστας Σμοκοβίτης κ.ά.
Δεν εκβίασε την επιτυχία αλλά και δεν εξαρτήθηκε από αυτήν. Όταν ένιωσε την ανάγκη να «σωπάσει» το έκανε: «Έχω 26-27 χρόνια στο τραγούδι. Είναι τα εξής δώδεκα: 1968-1978  (-’79 που σταματάω) και 1992-1994. Δώδεκα χρόνια. Τα δεκατέσσερα είναι σιωπή.»


ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΑ ΠΑΙΔΙ
Μουσική: Τάκης Σούκας
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης
Εγώ είμαι πρόσφυγα παιδί
μέρα καλή δεν έχω δει
τι θες να ξέρω;
Από τραγούδια λαϊκά
έμαθα τα ελληνικά
τι θες να ξέρω;
Το μόνο που έμαθα καλά
είναι τον πόνο σιωπηλά να υποφέρω
χτύπα κι εσύ αφού το θες
ξέρω καλά από πληγές και παραξέρω.
Η χήρα η μάνα μου η Σμυρνιά
ξενόπλενε στη γειτονιά
τι θες να ξέρω;
Στο μεροδούλι από παιδί
έλιωσα στην οικοδομή
τι θες να ξέρω;
Από τον δίσκο «Και που Θεός» που κυκλοφόρησε το 1994 από την MBI.
Δεν της άρεσε ο ντόρος. Έκανε ό,τι μπορούσε για να μη φαίνεται. Με μετρημένες στα δάχτυλα τηλεοπτικές εμφανίσεις, δεν την απασχόλησε ποτέ να φτιάξει την εικόνα της, να αφήσει «κάτι» πίσω, εκτός από το έργο της. Δεν διατηρούσε προσωπικό αρχείο και στους τοίχους του σπιτιού της δεν θα έβλεπες ούτε έναν από τους πολλούς χρυσούς και πλατινένιους δίσκους που της ανήκαν (δεν συμμετείχε άλλωστε στις  «τελετές» απονομής για να τους παραλάβει) ή κάποια προθήκη με τα βραβεία που της απένειμαν κατά καιρούς.
Σώτια Τσώτου (1942-2011) Πηγή φωτογραφίας: Σώτια Τσώτου/facebook
Σώτια Τσώτου (1942-2011)
Πηγή φωτογραφίας: Σώτια Τσώτου/facebook
«Εμείς θα δοξαστούμε μετά θάνατο» έλεγε αυτοσαρκαζόμενη στους φίλους της. Την υστεροφημία της  την έχτιζε, όπως και το έργο της, με άφθαρτα υλικά: με τους στίχους των τραγουδιών της, με τον ντόμπρο και ακέραιο χαρακτήρα της και το σεμνό, «βαρύ» και αταλάντευτο βηματισμό της στον μακρύ δρόμο της τέχνης της.