ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο ενισχύθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των διεκδικητών της κυβερνητικής διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού γύρω από τα ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία του αστικού κράτους. Έτσι, παράλληλα με την επικέντρωση της αντιπαράθεσης αυτής στο ζήτημα της ικανότητας διαχείρισης των μνημονίων (ποιος μπορεί να τα εφαρμόσει καλύτερα, ποιος μπορεί να βρει «αντισταθμιστικά μέτρα» κλπ.), η προεκλογική εκστρατεία όλων των αστικών κομμάτων γέμισε από φράσεις όπως «ανασυγκρότηση του κράτους», «εκδημοκρατισμός της δημόσιας διοίκησης», «ενίσχυση της άμεσης δημοκρατίας», «συνταγματική αναθεώρηση», «καταπολέμηση της διαφθοράς», «πόλεμος στη γραφειοκρατία» και άλλα παρόμοια.
Εκ πρώτης όψεως μπορεί να θεωρηθεί ότι οι παραπάνω διακηρύξεις έχουν αποκλειστικά προπαγανδιστικό χαρακτήρα, ότι αποτελούν διακηρυκτικές «εκθέσεις ιδεών» των αστών «πολιτικάντηδων». Πράγματι, σε κάποιο βαθμό η επικέντρωση της αντιπαράθεσης σε τέτοια ζητήματα εκπορευόταν από τον αντικειμενικό περιορισμό των περιθωρίων αντιπαράθεσης στα ζητήματα της οικονομίας, ως απόρροια του γεγονότος ότι για πρώτη φορά ίσως ήταν σε τέτοιο βαθμό καθορισμένο από τα πριν το κυβερνητικό πρόγραμμα οποιασδήποτε κυβέρνησης προέκυπτε. Η από κοινού ψήφιση άλλωστε από τα περισσότερα κόμματα του «καπιταλιστικού τόξου» του 3ου μνημονίου (το οποίο περιλαμβάνει και τα δύο προηγούμενα) δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αντιπαράθεσης γύρω από τα ζητήματα που περιλαμβάνονται σε αυτό.
Τα παραπάνω όμως δεν πρέπει να κρύψουν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συζήτηση έχει ένα βαθύτερο επίδικο. Αυτό δεν είναι άλλο από τις αναγκαίες προσαρμογές του αστικού κράτους, έτσι ώστε αυτό να αντιστοιχηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με τις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αυτός ο εκσυγχρονισμός του αστικού κράτους περιλαμβάνει αλλαγές τόσο στη δομή και τη λειτουργία του όσο και στο νομικό, θεσμικό, ιδεολογικό οπλοστάσιό του. Ταυτόχρονα, πολλές από αυτές τις προσαρμογές έχουν και πιο άμεσες οικονομικές στοχεύσεις, όπως, π.χ., την αύξηση των κρατικών εσόδων για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας ή τη συμβολή στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης της παραγωγής. Η επιτακτικότητα αυτών των προσαρμογών στο ελληνικό κράτος αυξάνεται αντικειμενικά από τις πολύ μεγάλες δυσκολίες περάσματος σε φάση καπιταλιστικής ανάκαμψης, η οποία δυσχεραίνεται από την καθυστέρησή τους.
Το ζήτημα βέβαια αυτής της προσαρμογής του κράτους στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου δεν είναι αταξικό. Το αστικό κράτος άλλωστε αποτελεί όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης επί της εργατικής τάξης και του πλήθους των μισοπρολετάριων. Αποτελεί ένα είδος «συλλογικού καπιταλιστή» που διασφαλίζει τη δημιουργία των γενικών (οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών) όρων της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Έτσι, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του αστικού κράτους υπηρετεί το στόχο της πιο αποτελεσματικής καθυπόταξης της εργατικής τάξης στην αστική. Η ανάδειξη του αντιλαϊκού χαρακτήρα αυτών των προσαρμογών αποτελεί απαραίτητο όρο για την καταπολέμηση της αστικής προπαγάνδας, η οποία προσπαθεί να αποκρύψει την ουσία τους μέσω της επιλεκτικής ανάδειξης κάποιων δευτερευόντων οφελών που πιθανώς έχουν για τα λαϊκά στρώματα (π.χ., μείωση της γραφειοκρατίας μέσω των ΚΕΠ, επιδίωξη μείωσης του «λαδώματος» σε μια σειρά κρατικές υπηρεσίες).
Οι αναφορές των αστικών κομμάτων στα παραπάνω ζητήματα χρωματίζονται φυσικά από τις ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες του κάθε κόμματος. Παρόλ’ αυτά όμως, βασίζονται σε κοινές αποδοχές και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού πρόκειται για κόμματα που διεκδικούν να διαχειριστούν τα γενικά συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού και κατ’ επέκταση εκφράζουν τις αντικειμενικές ανάγκες αυτής της διαχείρισης.
Στο άρθρο αυτό θα αναδείξουμε κάποια από τα παραπάνω ζητήματα με αναφορές κυρίως σε διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ και του κυβερνητικού του προγράμματος. Η επιλογή αυτή έγινε για δύο λόγους: πρώτο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ προέταξε σε μεγαλύτερο βαθμό προεκλογικά αυτά τα ζητήματα (π.χ., επίκληση δημοκρατίας, αξιοπρέπειας, λαϊκής κυριαρχίας) στην προσπάθειά του να διαχωριστεί ιδεολογικά από το αστικό φιλελεύθερο κόμμα της ΝΔ (τη στιγμή που σε επίπεδο κυβερνητικής διαχείρισης σχεδόν ταυτίστηκε με αυτό)1 και δεύτερο γιατί προσπαθεί να προσδώσει φιλολαϊκό χαρακτήρα σε αυτές και να ρυμουλκήσει το λαό στη στήριξή τους.

ΓΙΑ ΤΗ «ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ» ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 «Το κράτος, ωστόσο, δεν είναι φρούριο, αλλά δίκτυο, σχέση και στρατηγικό πεδίο του πολιτικού αγώνα. Δεν αλλάζει από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά αντίθετα ο επιβεβλημένος μετασχηματισμός του προϋποθέτει συνεχείς και συνεχόμενες μάχες, εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα, διαρκή εκδημοκρατισμό»2.
Η παραπάνω διατύπωση και οι διάφορες εκδοχές της προβάλλονται από το ΣΥΡΙΖΑ στο λαό ως η αντίληψή του για το κράτος. Παράλληλα, βέβαια, στα «σαλόνια» της αστικής τάξης στο εσωτερικό και το εξωτερικό προβάλλονται διαφορετικές διατυπώσεις για το χαρακτήρα και τα καθήκοντα του κράτους. Πριν παραθέσουμε, ωστόσο, και αυτές τις διακηρύξεις, ας δούμε λίγο καλύτερα το παραπάνω απόσπασμα.
Σύμφωνα με αυτό, το αστικό κράτος δεν αποτελεί από την ίδια του τη φύση όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης, αλλά ένα σύνολο θεσμών που επιδέχονται μετασχηματισμού σε φιλολαϊκή κατεύθυνση. Αυτή η αντίληψη υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας των θεσμών του αστικού κράτους –και εν τέλει και το ίδιο το αστικό κράτος ως ενότηταç καθορίζονται από τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται στο εσωτερικό τους. Με αυτόν τον τρόπο αυτονομείται το κράτος από την οικονομική βάση του, από τις κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις, κάτι που έχει ως συνέπεια να φαίνεται ότι ο ρόλος του αστικού κράτους και των θεσμών του (π.χ., κοινοβούλιο, κυβέρνηση, στρατός, αστυνομία3) εξαρτάται από το ποια πολιτική δύναμη κυριαρχεί σε αυτούς. Αυτή η υποτιθέμενη ταξική ουδετερότητα του αστικού κράτους και των θεσμών του καθιστά δυνατή την αξιοποίησή τους προς όφελος της κοινωνικής αλλαγής, όπως κι αν μπορεί να προσδιορίζεται αυτή.4
Είναι σαφές ότι αυτή η προσέγγιση του κράτους έχει τις ρίζες της στην «ευρωκομμουνιστική» οπορτουνιστική παράδοση, από την οποία άλλωστε έλκει την πολιτική καταγωγή της μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, παρά τον κοινό ιδεολογικό «πυρήνα» της παραπάνω αντίληψης για το κράτος με τις αντίστοιχες παλαιότερες «ευρωκομμουνιστικές» απόψεις, υπάρχουν και διαφορές μεταξύ τους. Ενώ τα συμβιβασμένα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα ενέτασσαν προπαγανδιστικά την παραπάνω άποψη σε μια διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας5, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απεκδυθεί σε μεγάλο βαθμό των σχετικών προσχημάτων. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ανάλογα με το ακροατήριο μπορεί να υπάρξει και καμία αναφορά στη γνωστή «επιδίωξη του σοσιαλισμού ως τελικού σκοπού», η πλάστιγγα της προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ έχει γείρει σαφώς υπέρ της άποψης της αξιοποίησης του κράτους προς όφελος της πατρίδας, των Ελλήνων, μέχρι και της… υγιούς επιχειρηματικότητας6.
Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στο ίδιο κείμενο στο κράτος στο πλαίσιο του «νέου παραγωγικού - αναπτυξιακού προτύπου»: «Χρησιμοποιεί (σ.σ.: το νέο παραγωγικό - αναπτυξιακό πρότυπο) το θεσμικά ανασυγκροτημένο κράτος ως αρωγό της ανασυγκρότησης, μοχλό ανάπτυξης και εγγυητή της ισονομίας για υγιή επιχειρηματικότητα».
 Πόσο διαφέρει, αλήθεια, αυτή η διατύπωση από την αντίστοιχη του Β. Μεϊμαράκη στη ΔΕΘ: «Προχωρούμε στην αναμόρφωση του κράτους με έμφαση στον επιτελικό και ρυθμιστικό ρόλο του. Θέλουμε κράτος αποτελεσματικό, αρωγό στην ανάπτυξη»;
Έτσι, στον «μπαχτσέ» των απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ για το κράτος μπορούμε να βρούμε όλα τα «φρούτα», από τα πιο οπορτουνιστικά μέχρι τα πιο καθαρόαιμα αστικά, με τα τελευταία να αυξάνονται όλο και περισσότερο σε βάρος των πρώτων. Η προπαγανδιστική αυτή προσαρμογή και η απεμπόληση των όποιων σοσιαλιζόντων προσχημάτων του ΣΥΡΙΖΑ απορρέει τόσο από τη σημερινή διεθνή παντοδυναμία του καπιταλισμού όσο και από τη «βίαιη προσαρμογή» –εν γνώσει του– που υπέστη ως κόμμα από την άσκηση της κυβερνητικής διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού στις σημερινές συνθήκες. Όπως και να το κάνεις, είναι λίγο δύσκολο να προβάλλει στο ΣΕΒ, τον ΟΗΕ, τον Ομπάμα και την ΕΕ τη διακυβέρνησή του ως μέσο επίτευξης του σοσιαλισμού… Έτσι, ο Τσίπρας γυρίζει τον κόσμο διαφημίζοντας στους ξένους καπιταλιστές τις αντιλαϊκές ανατροπές και το τσάκισμα της εργατικής τάξης για την προσέλκυση επενδύσεων, ενώ στις διεθνείς «γύρες» του δρα ως άμεσος ντίλερ ελληνικών επενδυτικών συμφερόντων.
Οι προκλήσεις της κυβερνητικής διαχείρισης του καπιταλισμού ωθούν το ΣΥΡΙΖΑ να προτάσσει όλο και πιο διακριτά την ανάγκη της «κοινωνικής ειρήνης», της ανοιχτής δηλαδή υποταγής της εργατικής τάξης στις αστικές επιδιώξεις. Αυτό άλλωστε είναι και το περιεχόμενο όλων των πατριωτικών κηρυγμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες προτάσσουν ως βασική διαχωριστική γραμμή αυτή μεταξύ της Ελλάδας και κάποιων ξένων καπιταλιστικών κρατών (κυρίως της Γερμανίας). Φυσικά, αυτή η επικίνδυνη εθνικοπατριωτική επιχειρηματολογία δεν εμποδίζει καθόλου –όπως αποδεικνύεται– την ανάπτυξη ενός μεγάλου «έρωτα» ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τις κυβερνήσεις άλλων αστικών κρατών, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Αποδεικνύεται για άλλη μία φορά η συνύπαρξη εθνικιστικών και κοσμοπολίτικων στοιχείων που διαπερνά –με διαφορετικές αναλογίες ανάλογα με τη συγκυρία και τις ιδεολογικές αναφορές κάθε αστικού κόμματος– κάθε αστική κυβέρνηση.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, οι φράσεις του αποσπάσματος στην αρχή αυτού του κεφαλαίου αποκτούν συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ο «πολιτικός αγώνας» αναφέρεται στις προκλήσεις της κυβερνητικής διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού. Οι «συνεχείς και συνεχόμενες μάχες» υποδηλώνουν τις μάχες για την κατάκτηση της πλειοψηφίας σε αυτούς τους θεσμούς και πάνω απ’ όλα στο κοινοβούλιο προς όφελος του σχηματισμού κυβέρνησης, καθώς και τις μάχες αυτής της κυβέρνησης για την υπεράσπιση του ελληνικού καπιταλισμού. Η «εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα» σημαίνει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης –αντί της πολεμικής– του λαού στους αστικούς θεσμούς και τη μετατροπή του λαού σε ενεργό υπερασπιστή των επιδιώξεων της αστικής τάξης της Ελλάδας.
Ο «διαρκής εκδημοκρατισμός» αποτελεί από τη μία το πρόσχημα των παραπάνω επιδιώξεων, ενώ από την άλλη υπηρετεί και αυτός –όπως θα δείξουμε– το στόχο της στοίχισης του λαού πίσω από τις αστικές επιδιώξεις.
Όσον αφορά τώρα το περιεχόμενο της «θεσμικής ανασυγκρότησης» του κράτους, ο ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει σε αυτή μια σειρά τροποποιήσεις πλευρών του κρατικού μηχανισμού που θα το διευκολύνουν να δράσει ως αρωγός της (υγιούς πάντα) επιχειρηματικότητας. Και στο ίδιο το κυβερνητικό πρόγραμμα, άλλωστε, αυτή η ανασυγκρότηση προβάλλεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την «παραγωγική ανασυγκρότηση», που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευφημισμός για την ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανάπτυξης: «Αν δεν πραγματοποιηθούν οι ριζοσπαστικές αλλαγές και οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα, το κράτος και τη δημόσια διοίκηση […] είναι αδύνατο […] να πραγματοποιηθούν οι δύο άλλοι στρατηγικοί στόχοι του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ: Η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας (και άρα η καταπολέμηση της ανεργίας) και η επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους».
Σε αυτές τις αλλαγές ανήκουν τροποποιήσεις στη δομή των κρατικών θεσμών διοίκησης (αριθμός και αρμοδιότητες υπουργείων, προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων των οργάνων της Τοπικής Διοίκησης, «οργανωτική αλλαγή σε όλη την πυραμίδα του δημόσιου τομέα» κλπ.), στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και των σχετικών εμποδίων στην επιχειρηματική δραστηριότητα, στην καταπολέμηση της διαφθοράς στον κρατικό τομέα (στην οποία θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συνέχεια), αλλαγές στο φορολογικό σύστημα κ.ά.
Ο εκσυγχρονισμός και η βελτίωση των όρων επιδίωξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας που συνεπάγεται η παραπάνω «θεσμική ανασυγκρότηση» του αστικού κράτους δεν είναι χωρίς ταξικό πρόσημο. Πέραν της θεσμικής διευκόλυνσης της αστικής επιθετικότητας που πλήττει την εργατική τάξη ως ενιαία κοινωνική κατηγορία, έχει και άμεσο συγκεκριμένο αντιλαϊκό αντίκρισμα. Για παράδειγμα, το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ρητά περιλαμβάνει την (εθελούσια, υποτίθεται,) κινητικότητα στον κρατικό τομέα και το «ξεπάγωμα» της («μη τιμωρητικής») αξιολόγησης, καθώς και την αξιοποίησή της για το περαιτέρω τσάκισμα μισθών και εργασιακών σχέσεων στον κρατικό τομέα. Επίσης, στη θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους περιλαμβάνεται η δημιουργία ενός «δίκαιου, απλού και σταθερού φορολογικού συστήματος», το οποίο ήδη έχουμε δει πώς το εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ…

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ «ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

 «Επιδιώκουμε την ουσιαστικοποίηση των θεσμών της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας […] (βασική αρχή της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι) ο βαθύς εκδημοκρατισμός της σημερινής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»7.
Η «δημοκρατική αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος» προτάσσεται από το ΣΥΡΙΖΑ στο κυβερνητικό πρόγραμμά του ως το πρώτο και σημαντικότερο συστατικό στοιχείο της θεσμικής ανασυγκρότησης του κράτους. Το παραπάνω απόσπασμα μας ωθεί να θέσουμε το εξής ερώτημα: Ποια είναι η ουσία των θεσμών της αστικής «έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» που έχει απολεσθεί και την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται να «ουσιαστικοποιήσει»; Ή –με εξίσου… ωραία ΣΥΡΙΖΑϊκά ελληνικά– πώς «εκδημοκρατίζεται» η αστική δημοκρατία;
Όταν ακούει κανείς για δημοκρατία βάζει αμέσως στο νου του διαδικασίες όπως εκλογές και δημοψηφίσματα και θεσμούς όπως κοινοβούλιο και δημοτικά συμβούλια. Όλα τα παραπάνω βασίζονται σε δύο αποδοχές, στο ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο (ισονομία) και στο ότι ο ίδιος ο λαός αποφασίζει –κυρίως μέσω της ψήφου του– για τη ζωή του («λαϊκή κυριαρχία»).
Με βάση τα παραπάνω πρέπει, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε τι αντίκρισμα έχουν αυτές οι αποδοχές στις ζωές των εργαζομένων. Ταυτόχρονα πρέπει να ξεκαθαριστεί τι μπορεί να σημαίνει η ενίσχυση αυτών των χαρακτηριστικών στη λειτουργία της αστικής κοινωνίας, αφού αυτή ακριβώς η ενίσχυση αποτελεί κατά το ΣΥΡΙΖΑ –και πολλά ακόμα αστικά κόμματα- το περιεχόμενο της «ουσιαστικοποίησης» και του «εκδημοκρατισμού» της δημοκρατίας.
Ας ξεκινήσουμε από τη λεγόμενη ισονομία. Το άρθρο 4 του Συντάγματος αναφέρει: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Πρόκειται για μια αρχή η οποία περιλαμβάνεται ρητά σε όλα σχεδόν τα αστικά συντάγματα, που βασίζονται στην τυπική ισότητα έναντι του νόμου.8 Το παραπάνω αποτελεί άλλωστε και σημαντικό στοιχείο προόδου απέναντι στους προκαπιταλιστικούς πολιτικούς και νομικούς θεσμούς που θεμελίωναν νομικά την κοινωνική και πολιτική ανισοτιμία μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, ενώ πρακτικά η εξουσία των πρώτων πάνω στη ζωή των δεύτερων δε γνώριζε σχεδόν κανένα νομικό ή άλλου είδους περιορισμό. Για παράδειγμα, στη δουλοκτητική κοινωνία οι δουλοκτήτες είχαν το δικαίωμα να έχουν άλλους ανθρώπους για δούλους, καθώς και να τους συμπεριφέρονται όπως αυτοί ήθελαν (να τους βρίζουν, να τους χτυπάνε, να τους πουλάνε κλπ.). Στη φεουδαρχική κοινωνία υπήρχε ένα ολόκληρο ιεραρχικό σύστημα προνομίων της άρχουσας τάξης στη βάση της ιδιοκτησίας της γης. Αντίθετα, ο καπιταλισμός εξάλειψε ή τείνει να εξαλείψει όλα αυτά τα φαινόμενα και οι αστικές επαναστάσεις έγραψαν στη σημαία τους τη λέξη «ισονομία». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο τίτλος του έργου που περιλαμβάνει στην πιο καθαρή και συστηματική μορφή τις ιδέες της αστικής τάξης της Ελλάδας και της επερχόμενης ελληνικής Επανάστασης του 1821 είχε την ονομασία «Ελληνική Νομαρχία»9 (δηλαδή Αρχή, εξουσία του Νόμου).
 Η ισονομία, ωστόσο, δεν αλλάζει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού ο οποίος, όπως ακριβώς και οι προηγούμενες ταξικές κοινωνίες, έχει τη βάση του στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και κατ’ επέκταση στην απόσπαση απλήρωτης εργασίας. Απλώς καθιστά αυτήν την απόσπαση πιο δυσδιάκριτη στα μάτια των εκμεταλλευόμενων συγκριτικά με άλλους τρόπους παραγωγής όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δε βασιζόταν μόνο στην οικονομική βία, αλλά και στην εξωοικονομική (φυσική) βία και τους εξαναγκασμούς κάθε είδους. Όπως σημείωνε ο Μαρξ: «Οι οικονομικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, λ.χ., η δουλοκτητική κοινωνία και η κοινωνία της μισθωτής εργασίας, διαφέρουν μεταξύ τους μόνο στη μορφή με την οποία αποσπάται από τον άμεσο παραγωγό, από τον εργάτη, αυτή η υπερεργασία»10.
Έτσι, ενώ οι προκαπιταλιστικές και η καπιταλιστική μορφή εκμετάλλευσης έχουν ως κοινό στοιχείο το γεγονός ότι βασίζονται στην ουσιαστική ταξική ανισότητα, ταυτόχρονα διαφέρουν κατά το ότι οι πρώτες λαμβάνουν χώρα σε συνθήκες τυπικής ανισότητας, ενώ η δεύτερη σε συνθήκες τυπικής ισότητας. Ο καπιταλισμός άλλωστε έχει ως ιστορική προϋπόθεση τη δημιουργία του διπλά ελεύθερου εργάτη, ελεύθερου τόσο από μέσα παραγωγής όσο και από τον εξωοικονομικό καταναγκασμό πρόσδεσης σε ένα συγκεκριμένο αφεντικό. Προϋποθέτει δηλαδή την εμφάνιση του νομικά ελεύθερου εργάτη, που συνάπτει με τον καπιταλιστή συμβόλαιο (σύμβαση) εργασίας.
Αυτή η τυπική ισότητα δεν αποτελεί κάποιο προπαγανδιστικό τρικ για να προσδίδεται επίφαση ισότητας σε μια καθαυτό εκμεταλλευτική κοινωνία, παρόλο που αντικειμενικά διευκολύνει την απόκρυψη του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η τυπική ισότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας αποτελεί αντανάκλαση της αξιακής ισότητας των εμπορευμάτων, της γενικής ανταλλαγής ισοδυνάμων, αποτελεί αντανάκλαση των φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας (και συγκεκριμένα της καπιταλιστικής κυκλοφορίας11) στο πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα της κοινωνίας. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η αστική δημοκρατία αποτελεί τη εκείνη μορφή οργάνωσης της αστικής εξουσίας που προσιδιάζει στην καπιταλιστική οικονομία12 και τις αντιλήψεις που αυτή τροφοδοτεί.
Το πρόβλημα φυσικά με την ισότητα αυτή είναι ακριβώς το γεγονός ότι είναι τυπική και όχι ουσιαστική. Είναι ισότητα στο έδαφος της κραυγαλέας οικονομικής ανισότητας.13 Στη συνέχεια του άρθρου αυτό θα φανεί καλύτερα, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η ισότητα είναι «κενό πουκάμισο», ακόμα και στην καθαυτό στάση απέναντι στον αστικό νόμο. Η οικονομική ισχύς του καθενός καθορίζει και την ποιότητα της νομικής υποστήριξης που μπορεί να απολαύσει, με αποτέλεσμα οι νομικές διαδικασίες (αγωγές, μηνύσεις κλπ.) εναντίον είτε πλούσιων ανθρώπων είτε μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων να αποφεύγονται από τους εργαζόμενους λόγω της προκαθορισμένης σε μεγάλο βαθμό κατάληξης των δικαστικών διαδικασιών υπέρ των τελευταίων.
Η παραπάνω τυπικότητα έχει αποτελέσει αντικείμενο σαρκασμού από πολλούς. Ο Γάλλος λογοτέχνης Ανατόλ Φρανς –κάτοχος βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1921– σημείωνε: «Φυσικά και είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο. Απαγορεύεται το ίδιο, τόσο στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από γέφυρες, να ζητιανεύουν και να κλέβουν ψωμί. Επίσης, σύμφωνα με ένα γνωστό ρητό: “Δημοκρατία είναι το καθεστώς στο οποίο τέσσερεις λύκοι και ένα πρόβατο ψηφίζουν για το ποιο θα είναι το γεύμα τους”».
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο χαρακτηριστικό της αστικής δημοκρατίας, αυτό της εκλογής αντιπροσώπων μέσω της μυστικής καθο-
λικής ψηφοφορίας. Η ύπαρξη μάλιστα του γενικού εκλογικού δικαιώματος προβάλλεται στις μέρες μας ως απόδειξη ύπαρξης της λαϊκής κυριαρχίας. Το βράδυ των πρόσφατων εκλογών, ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε: «Αυτή η νίκη είναι νίκη του λαού». Είναι όμως έτσι; Είναι νίκη του λαού ή της αστικής τάξης η εναλλαγή των αστικών κομμάτων στη διακυβέρνηση μέσω της διαδικασίας των γενικών εκλογών; Είναι νίκη του λαού ή της αστικής τάξης η συνεχής προσφυγή στην κάλπη για την
ανανέωση της απόσπασης της λαϊκής συναίνεσης στην αντιλαϊκή πολιτική;
Καταρχάς, όσα είπαμε προηγουμένως για τον τυπικό χαρακτήρα του αστικού «κράτους δικαίου» ισχύουν στο ακέραιο και για τη διαδικασία των εκλογών. Η ψήφος ενός καπιταλιστή έχει τυπικά ακριβώς το ίδιο βάρος με την ψήφο ενός εργαζόμενου ή άνεργου. Στην πραγματικότητα όμως, η «ψήφος» του πρώτου έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από την ψήφο του δεύτερου. Για την ακρίβεια, η ψήφος των καπιταλιστών επικαθορίζει κατά κανόνα την ψήφο του λαού, αφού αυτοί έχουν στα χέρια τους την πραγματική εξουσία και όλα τα μέσα για να κατευθύνουν τη λαϊκή ψήφο κατά πού αυτοί θέλουν. Έχουν στα χέρια τους τον κρατικό μηχανισμό, τους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης (ΜΜΕ, εκπαιδευτικό σύστημα, Εκκλησία κλπ.), τις δυνατότητες οικονομικής εξαγοράς ή εκβιασμού κλπ.
Ακόμα περισσότερο, έχουν με το μέρος τους την ίδια την καθημερινότητα των εκμεταλλευόμενων, η οποία είναι «βουτηγμένη» στις καπιταλιστικές σχέσεις, σε συνεχείς αγοραπωλησίες εμπορευμάτων, σε συνεχείς ανταγωνισμούς. Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε και ο Μπρεχτ, η ίδια η οικονομική πραγματικότητα του καπιταλισμού είναι ποτισμένη από ένα ακραίο «πολεμοχαρές πνεύμα», αφού «ολόκληρη τη ζωή μας παλεύουμε για την ύπαρξή μας –ο ένας ενάντια στον άλλο»14. Όλα αυτά συμβάλλουν αντικειμενικά στη διαμόρφωση της αντίληψης των εργαζομένων, οι οποίοι σε μη επαναστατικές συνθήκες επιστρατεύουν κατά κανόνα τα «αστικά γυαλιά» για να ερμηνεύσουν τόσο τις γενικότερες εξελίξεις όσο και τις εξελίξεις που τους αφορούν πιο άμεσα. Αυτό άλλωστε αναδείκνυαν και οι Μαρξ και Ένγκελς αναφέροντας ότι: «Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια, η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική της δύναμη»15. Η κυριαρχία λοιπόν των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ο εκμεταλλευτικός τους χαρακτήρας αποτελεί τη βαθύτερη πηγή της κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας.
Έτσι, η κήρυξη και μόνο των εκλογών σημαίνει ότι η αστική τάξη έχει εξασφαλισμένη την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία της επί του εκμεταλλευόμενου λαού. Η απειλή και μόνο διάρρηξης αυτής της κυριαρχίας θα έσπρωχνε άλλωστε την αστική τάξη και το κράτος της στην αξιοποίηση άλλων μέσων –και όχι πια των εκλογών– για την καθυπόταξη του λαού. Η προκήρυξη και μόνο εκλογών εκφράζει τη βεβαιότητα της αστικής τάξης ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα κινηθεί κατά συντριπτική πιθανότητα λίγο-πολύ μέσα στο πλαίσιο των δικών της επιλογών.
Η αστική τάξη έχει εξασφαλίσει πολλά πριν ακόμα ανοίξουν οι κάλπες, ξεκινάει δηλαδή με «γκολ από τ’ αποδυτήρια». Ο Ένγκελς σημείωνε χαρακτηριστικά:
«Η ιδιοκτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού δικαιώματος ψήφου. Όσο η καταπιεζόμενη τάξη, δηλαδή στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο, δεν είναι ακόμα ώριμο για την αυτοαπελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει σαν το μόνο δυνατό και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών […] Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δε θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος»16.
Με αυτήν την έννοια ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων θα είναι σε μη επαναστατικές συνθήκες πάντα αρνητικός για την εργατική τάξη και το Κόμμα της, θα είναι πάντα θετικός για την αστική τάξη και τα αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα. Το ΚΚΕ δεν έχει καμία αυταπάτη ότι μπορεί σε αυτές τις συνθήκες να κυριαρχήσει η επαναστατική συνείδηση. Ξέρει πολύ καλά επίσης ότι η κυριαρχία της κομμουνιστικής συνείδησης έχει ως προϋπόθεση αναπτυγμένες κομμουνιστικές σχέσεις  παραγωγής. Ξέρει όμως και ότι ουσιαστικά ρήγματα στην αστική κυριαρχία μπορούν να ανοίξουν μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, σε συνθήκες δηλαδή που η αστική εξουσία κλονίζεται ως απόρροια της όξυνσης των εσωτερικών της αντιφάσεων, αλλά και των αντιφάσεων σε ένα ευρύτερο μέρος καπιταλιστικών κρατών. Ξέρει ότι, όταν επέλθει αυτή η αλλαγή, δεν μπορεί να εκφραστεί στις εκλογές για το αστικό κοινοβούλιο, αλλά σε συνθήκες εμφανούς αποδυνάμωσης του αστικού κράτους και των αστικών θεσμών, μεταξύ των οποίων του κοινοβουλίου, των κυβερνήσεων, αλλά και του ίδιου του θεσμού των εκλογών.
Φυσικά, το γεγονός ότι σε μη επαναστατικές συνθήκες παραμένει η πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης, ότι είναι αρνητικός ο συσχετισμός δύναμης για το επαναστατικό κόμμα, δε σημαίνει ότι αυτός ο συσχετισμός είναι και αμετάβλητος. Γι’ αυτό το ΚΚΕ παλεύει μέσα σε αυτές τις συνθήκες και αξιοποιεί όλα τα προσφερόμενα μέσα –συμπεριλαμβανομένης της όποιας επιλογής συμμετοχής σε αστικές εκλογές– προς όφελος της βελτίωσης αυτού του συσχετισμού και της παρεμπόδισης των αστικών επιδιώξεων, προς όφελος της διεύρυνσης της εργατικής, λαϊκής αντικαπιταλιστικής πρωτοπορίας και της συγκέντρωσης δυνάμεων, προς όφελος της ανάδειξης της δυνατότητας και αναγκαιότητας της κομμουνιστικής οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας.
Όσον αφορά, τέλος, την κυβερνητική εναλλαγή μέσω των εκλογών, πρόκειται για ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο χειραγώγησης του λαού και αξιοποίησης της λαϊκής δυσαρέσκειας προς όφελος της σταθεροποίησης και ενίσχυσης της αστικής εξουσίας. Όπως σημείωνε ο Μαρξ σχολιάζοντας τις κοινοβουλευτικές διεργασίες της εποχής του: «Η ολιγαρχία δε διαιωνίζεται διατηρώντας την εξουσία συνεχώς στο ίδιο χέρι, αλλά με το να αφήνει την εξουσία να περνά από το ένα χέρι στο άλλο»17, ενώ αλλού χαρακτήριζε το γενικό εκλογικό δικαίωμα στον καπιταλισμό ως μέσο για να «αποφασίζεται μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη Βουλή»18. Το ίδιο περιεχόμενο έχει και η διατύπωση του Ρώσου μεγιστάνα Μπορίς Μπερεζόφσκι πριν μερικά χρόνια: «Η δημοκρατία της ολιγαρχίας είναι αυτή που επιτρέπει στο κεφάλαιο να μισθώνει την εξουσία. Η μορφή αυτού του μισθώματος λέγεται “εκλογές”».
Αυτή είναι η ισχύς του αστικού πολυκομματισμού, του λεγόμενου πλουραλισμού και της λεγόμενης πολυφωνίας. Το συνεχές «ανακάτεμα της τράπουλας» μεταξύ των κομμάτων και των προσώπων που αποδέχονται να υπηρετήσουν το καπιταλιστικό σύστημα, η αξιοποίηση των όποιων διαφορών –είτε σε επίπεδο ιδεολογικών αναφορών είτε σε επίπεδο αστικής διαχείρισης– αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της σταθερότητας της αστικής εξουσίας.19
Από τα παραπάνω γίνεται καθαρό ότι η δημοκρατία αποτελεί μία από τις μορφές της ταξικής πολιτικής εξουσίας, είναι δημοκρατία για λίγους. Ακριβώς όπως η αρχαία δουλοκτητική δημοκρατία στις ελληνικές πόλεις-κράτη ήταν μορφή πολιτικής οργάνωσης της κυριαρχίας των δουλοκτητών επί των δούλων, έτσι και η αστική δημοκρατία αποτελεί μορφή πολιτικής οργάνωσης της κυριαρχίας της αστικής τάξης επί της εργατικής. Η δημοκρατία μπορεί λοιπόν να υπάρχει ή να μην υπάρχει στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης20, αλλά ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία που να ασκείται απ’ όλες και προς όφελος όλων των τάξεων.
Το παραπάνω συμπέρασμα αποδεικνύεται ιστορικά και από το γεγονός ότι η αστική τάξη εγκαταλείπει τη δημοκρατική μορφή οργάνωσης της εξουσίας της όταν αυτό επιτάσσουν οι οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες επιδίωξης της κερδοφορίας της. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1930, όταν π.χ. στη Γερμανία ο Χίτλερ ανήλθε με την ανοιχτή στήριξη της γερμανικής αστικής τάξης στη διακυβέρνηση (Γενάρης 1933) με καθ’ όλα νόμιμο τρόπο ή όταν στην Ελλάδα η κυβέρνηση του δικτάτορα Μεταξά πήρε (το 1936) στο κοινοβούλιο ψήφο εμπιστοσύνης απ’ όλα τα αστικά κόμματα.
Ακόμα όμως και στο πλαίσιο της δημοκρατικής μορφής της δικτατορίας του κεφαλαίου, τα όρια της «δημοκρατικότητας» καθορίζονται από τις ίδιες συνθήκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Οι δυσκολίες αυτής της συσσώρευσης είναι άλλωστε που έχουν κάνει πραγματικά «λάστιχο» στην Ελλάδα της καπιταλιστικής κρίσης όλους τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα τελευταία χρόνια η επέκταση απ’ όλες τις κυβερνήσεις της αξιοποίησης των προεδρικών διαταγμάτων ως υποκατάστατων της κοινοβουλευτικής νομοθετικής δραστηριότητας, η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, οι συνοπτικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, η κατ’ επιλογή συζήτηση προτάσεων νόμου (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την άρνηση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ της συζήτησης της πρότασης νόμου του ΚΚΕ για την κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων) κλπ.
Τα παραπάνω όρια που θέτει στην –αστικώς εννοούμενη– «δημοκρατικότητα» η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου εκφράζονται και στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιο χαρακτηριστική, αφού η θεωρητικά διακηρυγμένη πολυτασικότητα και εσωκομματική δημοκρατία πήγε περίπατο όταν αυτό απαίτησε η λήψη σκληρών αντιλαϊκών μέτρων προς όφελος του κεφαλαίου. Τόσο οι κινήσεις του Τσίπρα, ο οποίος –πέρα από τις σχετικές μηχανορραφίες για τη διαμόρφωση των εσωκομματικών συσχετισμών– έγραφε «στα παλιά του τα παπούτσια» όσες αποφάσεις των οργάνων του κόμματος δεν τον βόλευαν, όσο και οι δηλώσεις του Ν. Παππά ότι «δεν επιτρέπεται σε κανέναν να είναι “κόμμα μέσα στο κόμμα”»21 αναδεικνύουν την υποκρισία περί πολυτασικότητας που παραδοσιακά κυριαρχεί στο οπορτουνιστικό ρεύμα (στο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ παλιότερα, στο ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια, στη ΛΑΕ σήμερα).
Ένα άλλο μέσο με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την απόκρυψη του ταξικού χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας είναι αυτό της αντιπαράθεσής της στο νεοφιλελευθερισμό. Σημειώνει στο κυβερνητικό του πρόγραμμα: «…η κυβέρνηση της Αριστεράς αποτελεί εγγύηση δημοκρατίας. Κρίσιμο οχυρό στο μακρόχρονο αγώνα εναντίον του νεοφιλελευθερισμού που προωθείται από το άρχον σύστημα σε Ελλάδα και Ευρώπη […] Όπως ο νεοφιλελευθερισμός κατέκτησε τον κόσμο μέσα από διαρκείς αναδιαρθρώσεις και τομές που κράτησαν τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, έτσι και ο στρατηγικός στόχος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οικονομία των αναγκών που είναι σύστοιχη με τη διεύρυνση και εμβάθυνση της άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας σε όλα τα δυνατά πεδία, χρειάζεται χρόνο, επιμονή και επιμονή για να κερδίσει έδαφος στην υπαρκτή Ευρώπη της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού μέσα σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από τη λογική της παραγωγής για την ανταλλαγή και το κέρδος».
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν προβάλλει τη δημοκρατία ως το βαρύ πυροβολικό απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι απειλεί τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους και των θεσμών του, αποτελώντας στην ουσία μια παρέκκλιση από τη δημοκρατία. Αυτήν την παρέκκλιση προπαγανδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα αναιρέσει επαναπροσδίδοντας τη δημοκρατικότητα στους αστικούς θεσμούς και το αστικό κράτος, διαδικασία που την αποκαλεί «δημοκρατικό μετασχηματισμό μέσα και έξω από τους θεσμούς».
Μέσω της αντιδιαστολής της με το νεοφιλελευθερισμό, το παραπάνω δίπολο ταυτίζει στην ουσία τη δημοκρατία με τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του καπιταλισμού, την πιο εκτεταμένη παρέμβαση του αστικού κράτους στην οικονομία. Ωστόσο, όπως έχει αποδειχτεί και ιστορικά, καμία τέτοια απόλυτη αντιπαράθεση δεν μπορεί να σταθεί μεταξύ νεοφιλελεύθερης και σοσιαλδημοκρατικής αστικής διαχείρισης. Κάθε αστική κυβέρνηση –ανεξαρτήτως ιδεολογικών αναφορών– κινείται μέσα σε πλαίσια που καθορίζονται από τα αντικειμενικά δεδομένα της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε κάθε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται ιστορικά τόσο από τις εκτεταμένες κρατικοποιήσεις στις οποίες πρωτοστάτησαν μεταπολεμικά στην Ευρώπη κόμματα φιλελεύθερων ιδεολογικών αναφορών όσο και από τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες πρωτοστάτησαν σε πιο ύστερη φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης κόμματα σοσιαλδημοκρατικών ιδεολογικών αναφορών. Ενδεικτικές είναι στη χώρα μας από τη μία οι κρατικοποιήσεις στις οποίες προχώρησε τη δεκαετία του 1970 η κυβέρνηση της ΝΔ που είχαν πάρει τέτοια έκταση ώστε να κατηγορηθεί ο Καραμανλής για …σοσιαλμανία και από την άλλη οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες προχώρησε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1990.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί άλλωστε έμπρακτη κριτική στην παραπάνω διάκριση νεοφιλελευθερισμού – σοσιαλδημοκρατίας, προχωρώντας σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων, αυξήσεις ορίων ηλικίας και πολλά άλλα, τα οποία ως σύνολο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ακραιφνής νεοφιλελεύθερη πολιτική».
Η αντίληψη περί «αντιδημοκρατικής παρέκκλισης» του κράτους και των θεσμών του τους μετατρέπει από θύτες των λαϊκών δικαιωμάτων σε θύματα που χρειάζονται εξυγίανση και διάσωση. Η «δημοκρατική αναγέννηση» που προπαγανδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άλλη από την αναγέννηση της πίστης των λαϊκών στρωμάτων στο αστικό κράτος και τους θεσμούς του. Η αντίληψη αυτή αποκρύπτει ότι η ίδια η αστική δημοκρατία πρέπει να μπει στο στόχαστρο του εργατικού κινήματος (μαζί φυσικά και με όλες τις άλλες μορφές της δικτατορίας του κεφαλαίου), ότι η ίδια η «δημοκρατική λειτουργία» του αστικού κράτους και των θεσμών του είναι αυτή πάνω στην οποία βασίζεται η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Το εργατικό κίνημα, σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, πρέπει να συγκεντρώσει δυνάμεις για την ανατροπή του αστικού κράτους και όχι για την εξυγίανσή του.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική, τέλος, για την αντίληψη περί δημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ και όλων των υπόλοιπων αστικών κομμάτων είναι ότι πριν λίγες μέρες ο πρόεδρός του διαφήμιζε στις ΗΠΑ τις καπιταλιστικές επενδύσεις και αναδιαρθρώσεις, καθώς και την κοινωνική συνοχή ως μέσα …κατάκτησης της δημοκρατίας: «Χρειαζόμαστε επενδύσεις για να επιστρέψουμε στις μεταρρυθμίσεις και να δημιουργηθεί κοινωνική συνοχή. Ώστε η δημοκρατία να γυρίσει στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας και γιατί η δημοκρατία είναι το πιο σημαντικό αγαθό που έχουμε δώσει στην παγκόσμια κοινότητα».

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

 «Ο ΣΥΡΙΖΑ προγραμματίζει πρόσθετες αλλαγές και μετασχηματισμούς που αποσκοπούν στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα: Συνταγματική αναθεώρηση…»22.
Η συνταγματική αναθεώρηση προβάλλεται από το ΣΥΡΙΖΑ ως το πρώτο και σημαντικότερο μέσο «εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος». Την ίδια στιγμή, η αναγκαιότητά της υιοθετείται απ’ όλα τα αστικά κόμματα ως βασικό όπλο καταπολέμησης των «παθογενειών» του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δε δίνει αναλυτικές διευκρινήσεις για το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Τα μόνα συγκεκριμένα στοιχεία που αναφέρει είναι η συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής ως πάγιο εκλογικό σύστημα όλων των αναμετρήσεων, η κατάργηση του εκλογικού ορίου του 3% για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ενός κόμματος και η συνταγματική καθιέρωση των θεσμών της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, της λαϊκής αρνησικυρίας και των δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των πολιτών.
Καταρχάς, όσον αφορά την καθιέρωση της απλής αναλογικής αξίζει να σημειώσουμε ότι ένας από τους λόγους που μετατράπηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από συμμαχία κομμάτων σε ενιαίο κόμμα ήταν ακριβώς η προοπτική της ανάδειξής του σε πρώτο εκλογικό σχηματισμό στις εκλογές του 2012 και η επιδίωξη αξιοποίησης του μπόνους των 50 εδρών. Φυσικά, η βασική αιτία αυτής της μετατροπής ήταν οι ανάγκες που απέρρεαν από το ενδεχόμενο μετατροπής του σε κόμμα κυβερνητικής διαχείρισης του καπιταλισμού, ωστόσο το γεγονός ότι μόλις το Μάη του 2012 υπέβαλε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ιδρυτική δήλωση ως ενιαίο κόμμα (πρώτη φορά συμμετείχε ως ενιαίο κόμμα στις εκλογές του Ιούνη του 2012) για να ακολουθήσει ένα χρόνο αργότερα το 1ο Συνέδριό του, δείχνει τις προθέσεις του.23
Ωστόσο, το ειλικρινές ή μη των προθέσεων και η καιροσκοπική διατύπωση θέσεων στην οποία μας έχει συνηθίσει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούν την ουσία της απάντησης στο ζήτημα της επίδρασης στις ζωές των εργαζομένων μιας πιθανής συνταγματικής αναθεώρησης. Η ουσία της απάντησης μπορεί να αναδειχτεί μέσα από ένα βασικό ερώτημα: Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αλλάξει στο Σύνταγμα μέσω της οποιασδήποτε συνταγματικής αναθεώρησης;
Το αστικό Σύνταγμα, ο θεμελιώδης νόμος κάθε καπιταλιστικού κράτους, ο «νόμος των νόμων» όπως το χαρακτήριζε ο Μαρξ, προσδιορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, τον τρόπο και τα όργανα άσκησης της αστικής εξουσίας και τις γενικές αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται το νομικό και πολιτικό σύστημα. Μιλώντας με μαρξιστικούς όρους, μπορούμε να πούμε ότι καθορίζει τους θεμελιώδεις άξονες πάνω στους οποίους βασίζεται το νομικό, πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα κάθε ξεχωριστού καπιταλιστικού κράτους.24
Για να μπορεί, ωστόσο, το Σύνταγμα να προσδιορίζει τις βασικές πλευρές του αστικού εποικοδομήματος, πρέπει να κατοχυρώνει την οικονομική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται αυτό το εποικοδόμημα. Αυτή η οικονομική βάση δεν είναι άλλη από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η εξασφάλιση της οποίας αποτελεί τον πυρήνα όλων των αστικών συνταγμάτων. Όλα τα Συντάγματα του ελληνικού κράτους, από το πρώτο Σύνταγμα του ελληνικού αστικού κράτους με την ονομασία «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» –το οποίο ψηφίστηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου την 1.1.1822– μέχρι και το τελευταίο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2008, έχουν ως πυρήνα τους αυτήν ακριβώς την εξασφάλιση της ιδιοκτησίας.
Έτσι, το πρώτο Σύνταγμα καθόριζε (άρθρο ζ) ότι «η ιδιοκτησία, τιμή και ασφάλεια εκάστου των Ελλήνων είναι υπό την προστασίαν των Νόμων», ενώ το ισχύον σύνταγμα καθορίζει (άρθρο 17) ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασίαν του Κράτους». Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η διατύπωση είναι σχεδόν η ίδια, το περιεχόμενο της έννοιας «ιδιοκτησία» έχει τροποποιηθεί κατά τους δύο περίπου αιώνες που έχουν μεσολαβήσει. Στην πρώτη περίπτωση, η ιδιοκτησία ήταν σε μεγάλο βαθμό κυριολεκτικά «ατομική», αφού αναφερόταν στην ιδιοκτησία πολυπληθών αυτοαπασχολούμενων μικροϊδιοκτητών της πόλης και του χωριού. Αντίθετα, στο ισχύον Σύνταγμα η ιδιοκτησία αναφέρεται καταρχάς στην καπιταλιστική ιδιοκτησία, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν περιλαμβάνει και τη μικρή ατομική ιδιοκτησία, η οποία άλλωστε αποτελεί και τη βάση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.
Αυτή η κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής επικαθορίζει τα όρια και τον τυπικό χαρακτήρα όλων των υπόλοιπων άρθρων του Συντάγματος, τόσο του ισχύοντος όσο και οποιουδήποτε μελλοντικού αναθεωρημένου. Για παράδειγμα, τα σημερινά ποσοστά της ανεργίας στην Ελλάδα αναδεικνύουν έμπρακτα τι νόημα μπορεί να έχει στον καπιταλισμό η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην εργασία (άρθρο 22). Ο αριθμός των επιστρατεύσεων απεργών και της κήρυξης μιας απεργίας ως «παράνομης και καταχρηστικής» αναδεικνύει έμπρακτα τι νόημα μπορεί να έχει η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην απεργία (άρθρο 23). Ο έλεγχος των λεγόμενων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από τους καπιταλιστές και τα οικονομικά όρια που αντικειμενικά τίθενται στην «παραγωγή είδησης» από τη σκοπιά των συμφερόντων των ίδιων των εργαζομένων αναδεικνύουν έμπρακτα τι νόημα μπορεί να έχει η συνταγματική κατοχύρωση της ελεύθερης διάδοσης των ιδεών και του στοχασμού μέσω του Τύπου (άρθρο 14). Η εξάρτηση της επιστημονικής έρευνας από τη χρηματοδότηση και τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων αναδεικνύει έμπρακτα τι νόημα μπορεί να έχει η συνταγματική εξασφάλιση της ελευθερίας της έρευνας (άρθρο 16) κλπ. Επίσης ισχύει στο ακέραιο και στις μέρες μας αυτό που σημείωνε ο Λένιν: «Δεν υπάρχει κανένα κράτος, έστω και το πιο δημοκρατικό, που να μην έχει στο Σύνταγμά του παραθυράκια κι επιφυλάξεις που εξασφαλίζουν στην αστική τάξη τη δυνατότητα να κινητοποιεί στρατεύματα ενάντια στους εργάτες, να κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο κλπ. “σε περίπτωση διατάραξης της τάξης”, στην πραγματικότητα σε περίπτωση που η τάξη που υφίσταται την εκμετάλλευση “παραβιάζει” το καθεστώς της σκλαβιάς της και κάνει προσπάθειες να φέρεται όχι δουλικά»25.
Ο ΣΥΡΙΖΑ –όπως και όλα τα υπόλοιπα αστικά κόμματα– έχει αποδείξει τόσο έμπρακτα όσο και μέσα από τις διακηρύξεις του ότι έχει θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία της διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, που περιλαμβάνει τον καπιταλιστικό ιδιωτικό, καθώς και τον καπιταλιστικό κρατικό τομέα. Αυτό ξεκαθαρίζεται άλλωστε ρητά στο κυβερνητικό του πρόγραμμα, στο οποίο προσδιορίζεται ότι το νέο παραγωγικό - αναπτυξιακό πρότυπο «…εδράζεται σε ένα πλουραλιστικό οικονομικό σύστημα που το συναπαρτίζουν ένας αναδιαρθρωμένος δημόσιος τομέας, ένας ιδιωτικός τομέας…» και «…ένας νέος, εύρωστος τομέας κοινωνικής οικονομίας…».
Ποιοι μπορεί να είναι λοιπόν οι σκοποί της πολυδιαφημιζόμενης –όχι μόνο από το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά απ’ όλα τα αστικά κόμματα– ανάγκης συνταγματικής αναθεώρησης; Πέρα από την εξυπηρέτηση ιδιαίτερων κάθε φορά προπαγανδιστικών σκοπών, αυτές οι αναφορές και η αντίστοιχη συζήτηση εκφράζει την ανάγκη εκσυγχρονισμού κάθε φορά του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος της κάθε καπιταλιστικής χώρας, έτσι ώστε με μεγαλύτερη επάρκεια κάθε φορά να υπηρετεί την εξυπηρέτηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Όλες οι συζητήσεις γύρω από το περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης (συμπεριλαμβανομένων των πιο συγκεκριμένων αναφορών του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά) εστιάζουν γύρω από δύο ζητήματα: Την καλύτερη θωράκιση του πολιτικού συστήματος από φαινόμενα διαφθοράς (στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια) και την αύξηση της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος.
Αυτό το τελευταίο μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τροποποιήσεις που μπορεί να περιορίζουν τις δυνατότητες αξιοποίησης θεσμικών γεγονότων (π.χ., την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας) προς όφελος της προκήρυξης εκλογών και της εξυπηρέτησης κομματικών επιδιώξεων των αστικών κομμάτων. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει μείωση του αριθμού των βουλευτών, έτσι ώστε να μειωθούν οι χρονοβόρες διαδικασίες και η αντιπαράθεση εντός του Κοινοβουλίου προς όφελος της ταχύτητας περάσματος της αντιλαϊκής πολιτικής. Μια τέτοια αναθεώρηση μπορεί επίσης να περιλαμβάνει διατάξεις προς όφελος της σταθερότητας των στελεχών του κρατικού μηχανισμού κατά την εναλλαγή των διάφορων αστικών κυβερνήσεων (έχουν ακουστεί, π.χ., ιδέες για θεσμοθέτηση μόνιμων υπηρεσιακών υφυπουργών με 5ετή θητεία, για κατάργηση των γενικών γραμματέων των υπουργείων και αναβάθμιση του ρόλου των γενικών διευθυντών κλπ.). Τέλος, τέτοιες αναθεωρήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν και πιο άμεσα οικονομικά μέτρα διευκόλυνσης της δράσης του κεφαλαίου, όπως, για παράδειγμα, την αναθεώρηση του άρθρου 16 που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Σε κάθε περίπτωση, στο έδαφος του καπιταλισμού η κάθε αναθεώρηση του Συντάγματος υπηρετεί το στόχο της βελτίωσης της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής επάρκειας του αστικού κράτους να δρα προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 «Εισαγωγή και συνταγματική καθιέρωση των θεσμών: Της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, της λαϊκής αρνησικυρίας και των δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των πολιτών. Κεντρικός στόχος είναι η εισαγωγή των ώριμων πλέον θεσμών άμεσης δημοκρατίας στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και η θέσπιση της σύμπραξης των κοινωνικών κινημάτων και των λαϊκών πρωτοβουλιών βάσης στη νομοθετική λειτουργία»26.
Η εισαγωγή των παραπάνω θεσμών άμεσης δημοκρατίας –είτε μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης είτε μέσω σχετικής κοινοβουλευτικής νομοθετικής πρωτοβουλίας– προβάλλεται ως βασικό συστατικό στοιχείο του «εκδημοκρατισμού της δημοκρατίας»27. Μήπως λοιπόν η αστική δημοκρατία πάσχει από υπερβολική «εμμεσότητα», από υπερβολική διαμεσολάβηση στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων (από θεσμούς και πρόσωπα κάθε είδους, δημάρχους, πολιτικούς, κοινοβούλια, κυβερνήσεις); Μήπως η άρση αυτής της διαμεσολάβησης και η ενίσχυση της άμεσης έκφρασης της λαϊκής βούλησης για μια σειρά ζητήματα (π.χ., μέσω δημοψηφισμάτων ή άλλων θεσμών σαν αυτούς που αναφέρονται παραπάνω) μπορεί να εξυγιάνει την αστική δημοκρατία κάνοντάς την να λειτουργήσει προς όφελος του λαού;
Τα παραπάνω ερωτήματα θα μπορούσαν να τεθούν και στις πρόσφατες συζητήσεις του Τσίπρα με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, η οποία άλλωστε αποτελεί τον παγκόσμιο περιφρουρητή της αστικής δημοκρατίας και μία από τις κοιτίδες των αστικών αμεσοδημοκρατικών θεσμών, ενώ, όπως σημείωσε και ο Α. Τσίπρας, έχει έτσι κι αλλιώς πολύ «ευήκοα ώτα» προς την κυβέρνησή του. Αυτός ο βασικός σύμμαχος της «κυβέρνησης της Αριστεράς» θα μπορούσε να προσφέρει στο ΣΥΡΙΖΑ πολύ σημαντική τεχνογνωσία γύρω από τους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας, αφού οι ΗΠΑ αποτελούν μαζί με την Ελβετία τα δύο καπιταλιστικά κράτη στα οποία αυτοί οι θεσμοί έχουν πάρει τη μεγαλύτερη έκταση.28 Ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να αξιοποιήσει το ταξίδι του στις ΗΠΑ για να συμβουλευτεί και ένα γνωστό στους Έλληνες «αντιεξουσιαστή», τον Γ. Παπανδρέου, που έχει αποδείξει έμπρακτα ότι αποτελεί τον πιο αποφασιστικό και συνεπή υπερασπιστή της «άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας». Ας θέσουμε όμως κάποια ερωτήματα που θα μας διευκολύνουν να αναδείξουμε την ουσία αυτών των θεσμών και τις επιδιώξεις που υπηρετούν:
Καταρχάς, τι μπορεί να νοείται σήμερα ως άμεση δημοκρατία; Τυπικά στην άμεση δημοκρατία «η εξουσία εδράζεται στη συνέλευση όλων των πολιτών που συμμετέχουν σε αυτήν», ενώ «αναλόγως με το σύστημα που ισχύει κάθε φορά, η συνέλευση μπορεί να έχει εκτελεστικές εξουσίες, νομοθετικές αρμοδιότητες, να ορίζει και να απολύει αξιωματούχους, καθώς και να δικάζει».29 Σήμερα, δεν υπάρχει –και δεν μπορεί να υπάρξει– κανένα καπιταλιστικό κράτος που να βασίζεται στη γενικευμένη άμεση άσκηση εξουσίας από ολόκληρη την κοινωνία ή ένα μέρος της. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο που προσδίδεται στον όρο είναι αρκετά θολό, ανάλογα με τη συγκυρία και τον εκφραστή του, συνήθως υπονοεί την εισαγωγή κάποιων «αμεσοδημοκρατικών μέτρων» (π.χ., δημοψηφίσματα για συγκεκριμένα ζητήματα και νομοθετική πρωτοβουλία με συλλογή υπογραφών) στο πλαίσιο της έμμεσης αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας. Με αυτήν την έννοια, σήμερα η έννοια της άμεσης δημοκρατίας είναι αντικειμενικά πολύ κοντά σε αυτήν της συμμετοχικής δημοκρατίας.
Ποιοι θα αποφασίζουν με άμεσο τρόπο; Μα φυσικά όλοι οι «πολίτες». Όπως και οι θεσμοί της έμμεσης δημοκρατίας, έτσι και οι οποιοιδήποτε θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας βασίζονται στην τυπική ισότητα και στην ουσιαστική ανισότητα όσον αφορά τη δυνατότητα επιρροής. Είτε στις βουλευτικές εκλογές είτε στα δημοψηφίσματα είτε στις «λαϊκές συνελεύσεις» της γειτονιάς, άλλα μέσα επιρροής έχει ο καπιταλιστής, άλλα ο εργαζόμενος ή ο άνεργος. Ό,τι έχουμε σημειώσει λοιπόν μέχρι τώρα για την αστική δημοκρατία γενικά ισχύουν στο ακέραιο και για όλους τους θεσμούς της λεγόμενης άμεσης δημοκρατίας. Με απλά λόγια, το γεγονός ότι στην έμμεση δημοκρατία ο λαός ψηφίζει κατά κανόνα για δημάρχους και βουλευτές ανθρώπους που είτε ανήκουν οι ίδιοι στην αστική τάξη είτε τάσσονται ανοιχτά υπέρ της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της, συνεπάγεται αυτόματα ότι αυτοί θα καθορίζουν τις εξελίξεις και στους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας.
Πού θα αποφασίζουν; Σε ποια βάση θα δομηθούν οι όποιοι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας; Μα φυσικά σε εδαφικό επίπεδο, στις πλατείες και στις γειτονιές (πιθανώς μέσω κάποιου είδους λαϊκών συνελεύσεων) και σε καμία περίπτωση σε παραγωγικό επίπεδο –μέσα στους χώρους εργασίας– αφού εκεί η εξουσία του καπιταλιστή είναι κάτι παραπάνω από αδιαμφισβήτητη και δε χρειάζεται κανένα μανδύα δημοκρατίας. Ακόμα χειρότερο, τα αμεσοδημοκρατικά κελεύσματα μπορεί να αφορούν και την ψηφοφορία μέσω διαδικτύου («διαδικτυακή άμεση δημοκρατία»), που έχει αξιοποιηθεί σε πολλές καπιταλιστικές χώρες ακριβώς για το χτύπημα των συλλογικών διαδικασιών και τη στεγανοποίηση των εργαζομένων από τη σχετική ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση.
Τι θα αποφασίζουν οι «πολίτες» μέσω αυτών των θεσμών; Είναι φανερό από τις δύο προηγούμενες ερωτήσεις ότι το περιορισμένο εύρος των ζητημάτων για τα οποία θα μπορεί να υπάρχει κάποιου είδους άμεση ψηφοφορία είναι αρκετά περιορισμένο. Για παράδειγμα, «βγάζει μάτι» ότι η άμεση δημοκρατία σε καμία περίπτωση δε θα μπορεί να αγγίζει τον πυρήνα των κοινωνικών ζητημάτων, το ζήτημα δηλαδή του τρόπου οργάνωσης της παραγωγής, τι θα παράγεται, πώς θα παράγεται και σε ποιες σχέσεις θα έρχονται μεταξύ τους οι άνθρωποι κατά την παραγωγική διαδικασία.
Οι όποιοι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας δεν μπορούν παρά να υπηρετούν το καπιταλιστικό σύστημα, ενώ πολλές φορές αξιοποιούνται είτε ως πρόφαση περαιτέρω συγκεντροποίησης της λήψης αποφάσεων είτε ως μέσο προπαγανδιστικού χειρισμού και πρόσδοσης λαϊκής έγκρισης σε προειλημμένες αποφάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη, που αποτέλεσε βασικό όπλο της κυβέρνησης για τον εκβιασμό της λαϊκής συναίνεσης στην αντιλαϊκή πολιτική της και βασικό μέσο ανοιχτής και απροσχημάτιστης –αλλά δημοκρατικότατης– κοροϊδίας του λαού. Το δημοψήφισμα άλλωστε έγινε –όπως όλα τα δημοψηφίσματα– σε χρόνο και με ερώτημα που διευκόλυνε τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Ο «Ριζοσπάστης» έχει αναδείξει πολλές φορές πώς αξιοποιούνται τα δημοψηφίσματα από την αστική τάξη σε πολλές χώρες, είτε αγνοώντας τα αποτελέσματά τους όποτε δε βολεύουν τις αστικές τάξεις είτε ως μέσο πρόσδοσης λαϊκής θέλησης σε βασικές επιλογές τους όταν τις βολεύουν.
Η αποτελεσματικότητα αυτών των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών προς όφελος των επιδιώξεων της αστικής τάξης έχει οδηγήσει μεμονωμένα μέλη της τελευταίας να τα εισάγουν ακόμα και μέσα στα ίδια τα εργοστάσιά τους, αξιοποιώντας γι’ αυτόν το σκοπό τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Η πιο εμβληματική ίσως περίπτωση είναι αυτή του δημοψηφίσματος που διοργάνωσε το συνδικάτο των βιομηχανικών εργατών της ΦΙΑΤ στην Ιταλία, στο οποίο οι ίδιοι οι εργάτες ενός από τα μεγαλύτερα εργοστάσια στον κόσμο ενέκριναν με ποσοστό 54% την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και του σταθερού χρόνου εργασίας, αποδέχτηκαν τη μείωση των διαλειμμάτων, τον τριπλασιασμό των υποχρεωτικών βαρδιών, τις περικοπές της αναρρωτικής άδειας, την απαγόρευση της απεργίας ως μέσου διαπραγμάτευσης. Κι όλα αυτά τα αποφάσισαν οι ίδιοι οι εργάτες μετά από το εκβιαστικό δίλημμα που τους έθεσε το εργοδοτικό τους συνδικάτο ανάμεσα στα παραπάνω και στον περιορισμό των θέσεων εργασίας. Τόσο απλά, τόσο αμεσοδημοκρατικά… Παρόμοιο –αν και όχι ακριβώς ίδιο– χαρακτήρα έχουν άλλωστε και οι αντίστοιχες αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στην Ελλάδα της καπιταλιστικής κρίσης, όπου σε άτυπες συνελεύσεις εργοδοσίας κι εργαζόμενων αποφασίζονται μειώσεις μισθών, απολύσεις, χαρίσματα μισθών στην εργοδοσία κλπ.
Η άμεση διοίκηση όλων των κοινωνικών υποθέσεων –με βασικές αυτές που άπτονται του τρόπου οργάνωσης της παραγωγής– μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν η κοινωνία πάρει στα χέρια της το σύνολο των μέσων παραγωγής και τα θέσει στην εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών, μόνο όταν έχει ολοκληρωθεί η άρση όλων των κοινωνικών διακρίσεων που συνεπάγεται ο καταμερισμός της εργασίας (με βασική αυτή ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία). Με λίγα λόγια, μόνο στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι δε θα κυβερνιούνται, αλλά θα κυβερνάνε τις δικές τους υποθέσεις. Μόνο δηλαδή στο πλαίσιο της κοινωνίας όπου ο τρόπος οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής θα καθιστά αστείο το ερώτημα που κατά κόρον ακούγεται σήμερα –καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα– απέναντι στο ΚΚΕ: «Μα, καλά εσείς δε θέλετε να (μας) κυβερνήσετε;».
Στον καπιταλισμό το κέρδος αποτελεί το κριτήριο της παραγωγής διαμεσολαβώντας έτσι την παραγωγή των απαραίτητων για τη ζωή. Η ατομική-καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αποτελεί τη μήτρα μιας ολόκληρης σειράς διακρίσεων που καθιστούν αδύνατη την άμεση διοίκηση των κοινωνικών υποθέσεων και φυσικά την –άμεση ή έμμεση– εξουσία του λαού πάνω στη ζωή του. Αυτή η οικονομική διαμεσολάβηση του κεφαλαίου απαιτεί την πολιτική διαμεσολάβηση των θεσμών του αστικού κράτους.
Σε συνθήκες καπιταλισμού, λοιπόν, η άμεση δημοκρατία όχι μόνο έχει πολύ στενά όρια, αλλά αξιοποιείται –όπως και οι θεσμοί της έμμεσης δημοκρατίας– προς όφελος της προώθησης των αστικών επιδιώξεων και της απόσπασης της λαϊκής συναίνεσης σε αυτές. Στο όνομα άλλωστε της άμεσης δημοκρατίας, το αστικό κράτος επιχειρεί να παρέμβει στη λειτουργία των κομμάτων έτσι ώστε να στεγανοποιήσει ακόμα περισσότερο την ηγεσία τους από πιθανή λαϊκή πίεση,30 να παρέμβει στον τρόπο λειτουργίας των συνδικάτων με στόχο το χτύπημα της δομής και των διαδικασιών τους (στη συζήτηση υπάρχει, π.χ., η πρόταση να μπορεί να αποφασίζεται απεργία μόνο όταν ψηφίσουν με το χέρι τους ή ηλεκτρονικά υπέρ της τα 50% +1 των εργαζομένων μιας επιχείρησης ή κλάδου), να προωθήσει την υποκατάσταση κρατικών υπηρεσιών πρόνοιας από ΜΚΟ και άλλους φορείς της «κοινωνικής οικονομίας», να θέσει εμπόδια στην ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση στο εργατικό κίνημα και πολλά άλλα.

ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

 Η επιχειρηματολογία των αστικών κομμάτων πάντα περιλάμβανε διακηρύξεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ανάγκη εδραίωσης της αξιοκρατίας στο κράτος και την οικονομία γενικότερα. Αυτό άλλωστε αποτελεί εν μέρει απόρροια της σύγκλισης των κομμάτων αυτών σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα. Αυτή η σύγκλιση τα έσπρωχνε πάντα στην προσπάθεια να στοιχειοθετήσουν την υπεροχή τους έναντι των υπόλοιπων αστικών κομμάτων στη βάση της ηθικής, της ακεραιότητας, της ικανότητας των στελεχών τους και στην αντίστοιχη έλλειψη αυτών των χαρακτηριστικών στους αντιπάλους τους.
Στις πρόσφατες εκλογές τα ζητήματα αυτά ήταν ακόμα πιο αναβαθμισμένα. Αυτό άλλωστε αποτυπώθηκε και στο κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ: «Ξεμπερδεύουμε με το παλιό, κερδίζουμε το αύριο», που θέτει ουσιαστικά ως διαχωριστική γραμμή τη διαφθορά των προηγούμενων κυβερνήσεων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.31 Η ΝΔ «σήκωσε το γάντι» προεκλογικά, αναδεικνύοντας την ενσωμάτωση στο ΣΥΡΙΖΑ πλατιών τμημάτων του παλιού «κατεστημένου», στελεχών κυρίως του ΠΑΣΟΚ, αλλά και γνωστών εργατοπατέρων, ενώ 21 βουλευτές της προχώρησαν στα τέλη Ιούλη σε ερώτηση στον πρωθυπουργό και τους συναρμόδιους υπουργούς με θέμα: «Διαφθορά και το ήθος της “πρώτη φορά” αριστερής διακυβέρνησης». Εξυπακούεται ότι αυτή η αντιπαράθεση περιλάμβανε και την ανάδειξη εκατέρωθεν περιπτώσεων στελεχών που προβάλλονταν ως αποδεικτικά διαφθοράς.
Ωστόσο, η αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της διαφθοράς δεν υπηρετεί μόνο προπαγανδιστικούς σκοπούς. Στο όνομα της καταπολέμησής της επιχειρούνται αναδιαρθρώσεις στον κρατικό τομέα που θα διευκολύνουν τη δραστηριότητα των καπιταλιστών. Το γεγονός, για παράδειγμα, της ισότιμης πρόσβασης των επιχειρηματικών ομίλων σε διαγωνισμούς ή η απλοποίηση των διαδικασιών για τις επενδύσεις, σε συνδυασμό πολλές φορές με την ανάγκη του γνωστού «γρηγορόσημου» σε μια σειρά κρατικές υπηρεσίες, αποτελούν ζητήματα που πράγματι αποτελούν ανασχετικούς παράγοντες για τους καπιταλιστές. Η Ελλάδα ανήκει άλλωστε σ’ εκείνα τα καπιταλιστικά κράτη στα οποία τα φαινόμενα αυτά είναι πολύ διάχυτα στον κρατικό μηχανισμό, χωρίς αυτό ν’ αποκρύπτει το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα σε έκταση (και χρηματικό επίδικο) φαινόμενα διαφθοράς συγκεντρώνονται στα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
Στο πρόσφατο ταξίδι του στις ΗΠΑ, ο ίδιος ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε τη διαφθορά ως βασικό ανασταλτικό εμπόδιο για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα. Και σε παλιότερα ταξίδια όμως Ελλήνων πρωθυπουργών στις ΗΠΑ, όπως του Γ. Παπανδρέου και του Α. Σαμαρά, το ζήτημα της διαφθοράς ήταν από τα ζητήματα που βρίσκονταν στο επίκεντρο των συζητήσεων. Ενδεικτικό των προβλημάτων που μπορεί να δημιουργεί στους καπιταλιστές αυτό που αποκαλούν διαφθορά, είναι η φράση ενός Ελληνοαμερικανού λομπίστα το 2010 όταν, μετά από τη συνάντηση του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με ομογενείς επιχειρηματίες στις ΗΠΑ, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η ελληνοαμερικανική κοινότητα έχει “καεί” όχι μόνο με επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και με όποια βοήθεια έχει προσπαθήσει να στείλει τα τελευταία 30-40 χρόνια. Τα χρήματα φαίνεται να καταλήγουν κάθε φορά στις λάθος τσέπες. Η δυσπιστία είναι μεγάλη».
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τι εννοούν οι υπερασπιστές του καπιταλισμού (κυβερνήσεις, κόμματα, ινστιτούτα, προσωπικότητες) με τον όρο «διαφθορά» τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο; Μήπως εννοούν, για παράδειγμα, τη διατήρηση απ’ όλες τις κυβερνήσεις του Νόμου 27/197532, που καθορίζει τις 60 ειδικές φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν οι εφοπλιστές και ευθύνονται για το γεγονός ότι το κράτος έχει λιγότερα έσοδα από τους εφοπλιστές απ’ ό,τι από τα παράβολα των μεταναστών; Μήπως με τον όρο «διαφθορά» εννοούν τη μείωση των φορολογικών συντελεστών των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων ταυτόχρονα με την εκτίναξη της φορολόγησης των λαϊκών στρωμάτων; Μήπως εννοούν την αδρή κρατική στήριξη των τραπεζών, τη στιγμή που πετσοκόβονται οι κρατικές δαπάνες για παιδεία, υγεία, ασφάλιση; Μήπως εννοούν το φορολογικό καθεστώς που διέπει τις off-shore εταιρίες από τις οποίες η συντριπτική πλειοψηφία δεν πληρώνει ούτε ένα ευρώ φόρο; Μήπως, τέλος, τη στιγμή που ισχύουν όλα τα παραπάνω, θεωρείται διαφθορά η ψήφιση νόμων που μειώνουν μισθούς και συντάξεις, αυξάνουν τη φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων και προσαρμόζουν τις εργασιακές σχέσεις στις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας;
Σε καμία περίπτωση τα παραπάνω δε θεωρούνται φαινόμενα διαφθοράς στον καπιταλιστικό κόσμο. Αντίθετα, η νομοθετική δραστηριότητα προς όφελος της «δημιουργίας ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος», προς όφελος δηλαδή του κεφαλαίου θεωρείται –και είναι στην πραγματικότητα– απαραίτητο συστατικό στοιχείο κάθε κράτους που σέβεται τον αστικό του χαρακτήρα. Όπως άλλωστε σημείωναν οι Μαρξ και Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» απευθυνόμενοι στους αστούς: «Το Δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο»33.
Για να προσδιορίσουμε λοιπόν το πραγματικό περιεχόμενο που αποδίδουν στον όρο «διαφθορά» τα κόμματα και οι μηχανισμοί του συστήματος, πρέπει να εντοπίσουμε τη διαφορά μεταξύ των παραπάνω νομοθετικών πρωτοβουλιών και αυτών που χαρακτηρίζουν ως σκάνδαλα. Έτσι, μάλλον καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όταν αναφέρονται στη διαφθορά εννοούν τον προσωπικό ή συλλογικό πλουτισμό που προκύπτει από παράβαση του νόμου, ενώ στην κατηγορία αυτή δεν εντάσσουν τον (καπιταλιστικό) πλουτισμό που προκύπτει από την πιστή εφαρμογή του νόμου. Αυτή η παράβαση του νόμου συνδυάζεται συνήθως με το χρηματισμό, τη δωροδοκία, την κατάχρηση, τον εκβιασμό τμημάτων της αστικής εξουσίας (κυβερνητικοί αξιωματούχοι, αστυνομία, δικαστήρια κλπ.). Γι’ αυτό και το ζήτημα της διαφθοράς είναι κεντρικό στη συζήτηση για την «ανασυγκρότηση του κράτους».
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι μια πράξη που μπορεί σε μια χώρα –με βάση τους νόμους της– να εντάσσεται στην κατηγορία της διαφθοράς σε μια άλλη χώρα μπορεί να θεωρείται απόδειξη… υγιούς κι έξυπνης επιχειρηματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της χρηματοδότησης των αστικών κομμάτων από τους επιχειρηματικούς ομίλους. Στις ΗΠΑ το φαινόμενο αυτό είναι πολύ γενικευμένο και καθ’ όλα νόμιμο (και κατ’ επέκταση καθ’ όλα ηθικό). Αντίθετα, το ίδιο φαινόμενο στην Ευρώπη εντάσσεται στα φαινόμενα της διαφθοράς και προκαλεί θύελλες αντιδράσεων (και αντίστοιχα ηθικά κηρύγματα). Υπενθυμίζουμε, για παράδειγμα, το «σκάνδαλο» της δεκαετίας του 1990 στη Γερμανία, όπου ο μακροβιότερος καγκελάριος της χώρας, Χ. Κολ, μαζί με το σημερινό υπουργό Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, δέχτηκαν για λογαριασμό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος δύο εκατομμύρια μάρκα από το μεγαλέμπορο όπλων Χ. Σράιτερ.
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς τι χρειάζεται το κεφάλαιο τη διαφθορά, αφού έχει έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό να δουλεύει υπέρ του και να μετατρέπει σε νόμο οτιδήποτε επιτάσσει η κερδοφορία του; Το νομικό οπλοστάσιο και η συλλογική λειτουργία του αστικού κράτους λειτουργεί προς όφελος της αστικής τάξης ως συνόλου στην αντιπαράθεσή της με την εργατική τάξη, αλλά και άλλες αστικές τάξεις, λειτουργεί δηλαδή ως «συλλογικός καπιταλιστής» κατά τη γνωστή φράση του Ένγκελς. Το κεφάλαιο όμως ως σύνολο, το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, όσο ενιαίο προτάσσεται απέναντι στην εργατική τάξη τόσο σφαδάζεται από οξύτατες εσωτερικές έριδες που ακούνε στο όνομα κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό το επίδικο δεν είναι γενικά η κερδοφορία, αλλά η μεγαλύτερη κερδοφορία από τον ανταγωνιστή, η ανάληψη ενός έργου από μια εταιρία αντί μιας άλλης, η εξασφάλιση της συμμετοχής σε κάποια επιδότηση ή κάποιο πρόγραμμα αντί μιας άλλης, το κέρδισμα μεγαλύτερου μεριδίου της αγοράς του εμπορεύματος μιας εταιρίας έναντι των ανταγωνιστών της κ.ά. Και αυτός ο οξύτατος πόλεμος μεταξύ των καπιταλιστών επιτάσσει την αξιοποίηση όλων των όπλων, νόμιμων και παράνομων.
Στον «αγγελικά πλασμένο» καπιταλιστικό κόσμο, αυτό το σχετικό προβάδισμα επιδιώκεται μάλιστα πολλές φορές με το να αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές –ή στελέχη των επιχειρήσεών τους– τμήματα της αστικής κρατικής διοίκησης. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι αυτό του επί πολλά χρόνια Ιταλού πρωθυπουργού και μεγαλοκαπιταλιστή, Σ. Μπερλουσκόνι. Γνωστή είναι επίσης η άμεση διασύνδεση της κυβέρνησης Μπους με την Enron (και το σχετικό σκάνδαλο) στις ΗΠΑ, καθώς και οι σχέσεις του αντιπροέδρου Τσέινι με την πετρελαϊκή εταιρία Halliburton, όπως και του τότε υπουργού Οικονομικών Πόλσον με την Goldman Sachs. Και στην Ελλάδα άλλωστε έχουμε πολλά παραδείγματα καπιταλιστών (ή γνωστών αχυράνθρωπών τους) που συμμετέχουν άμεσα σε όλα τα επίπεδα του κρατικού μηχανισμού (από τα υπουργεία μέχρι την Τοπική Διοίκηση).
 Από τα παραπάνω απορρέει το συμπέρασμα ότι η λεγόμενη διαφθορά αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα της νόμιμης επιδίωξης του καπιταλιστικού κέρδους. Η παράβαση του αστικού δικαίου προς όφελος της κερδοφορίας φαίνεται ότι αποτελεί απλώς την άλλη όψη του νομίσματος της παραγωγής δικαίου προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το συμπέρασμα αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα φαινόμενα αυτά αγκαλιάζουν ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε κάποια παραδείγματα: Πριν λίγες βδομάδες «έσκασε» το λεγόμενο σκάνδαλο της Volkswagen, με το γερμανικό κολοσσό της αυτοκινητοβιομηχανίας και πρότυπη επιχείρηση της γερμανικής και παγκόσμιας βιομηχανίας να κατηγορείται ότι είχε ενσωματώσει σε τμήμα των αυτοκινήτων της παραγωγής της (ντιζελοκίνητα) ειδικό λογισμικό που απέκρυπτε το πραγματικό επίπεδο ρύπων το οποίο ήταν πολύ πάνω του νόμιμου. Στη Γερμανία επίσης ανήκει και η Siemens, που αποδέχτηκε ότι στο διάστημα μεταξύ 1999 και 2006 δαπάνησε 1,3 τρισ. ευρώ σε διάφορες χώρες (130 εκατομμύρια από αυτά στην Ελλάδα) για δωροδοκίες με στόχο την επίτευξη εμπορικών συμφωνιών. Πριν λίγους μήνες παραιτήθηκε ο Ιταλός υπουργός Μεταφορών και Υποδομών, Μαουρίτσιο Λούπι, λόγω των αποκαλύψεων και των κατηγοριών για διαφθορά στην ανάθεση εργολαβιών δημόσιων έργων σε συγκεκριμένες εταιρίες. Το 1999 είχαμε την παραίτηση ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όταν τα 10 από τα 19 μέλη της κατηγορήθηκαν για ατασθαλίες και σκάνδαλα συνδεόμενα με συμφέροντα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι μετά από την παραίτησή τους πολλοί από αυτούς ανέλαβαν στελεχικές θέσεις σε μεγάλες εταιρίες. Ο κατάλογος πραγματικά δεν έχει τέλος…
 Τα παραπάνω αποδεικνύουν περίτρανα την ισχύ του αποσπάσματος από ένα περιοδικό που ο Μαρξ θεώρησε δόκιμο για να παραθέσει στο «Κεφάλαιο»: «Όταν το κεφάλαιο έχει το ανάλογο κέρδος, γίνεται τολμηρό. Με δέκα τα εκατό κέρδος αισθάνεται τον εαυτό του σίγουρο και μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς παντού· με 20% γίνεται ζωηρό· με 50% γίνεται θετικά παράτολμο· με 100% τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους· με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνέψει να το διαπράξει…»34.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

 «Η έξοδος από την κρίση, η ανασυγκρότηση και ο δημοκρατικός μετασχηματισμός της χώρας μας είναι αδύνατο να επιτευχθούν αν το σύστημα διαπλοκής και διαφθοράς δεν ξεριζωθεί αποφασιστικά»35.
Διατυπώσεις σαν και αυτή μπορεί να βρει κανείς σε όλα τα αστικά κόμματα, από την Ιαπωνία μέχρι τις ΗΠΑ. Η επιχειρηματολογία τους κόβει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει τα φαινόμενα αυτά με το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους παρουσιάζοντάς τα ως ζητήματα ηθικής, η καταπολέμηση των οποίων εξαρτάται από τη σχετική πολιτική βούληση. Γι’ αυτό και όλοι τονίζουν την ανάγκη ενίσχυσης και βελτίωσης της λειτουργίας των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και της δικαιοσύνης, αφήνοντας άθικτο ή –ακόμα πιο σωστά– συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του θερμοκηπίου μέσα στο οποίο ευδοκιμούν αυτά τα φαινόμενα.
Φυσικά, το παραπάνω ενδιαφέρον του αστικού κράτους δεν είναι πάντα υποκριτικό. Στα καθήκοντά του άλλωστε ανήκει η εξασφάλιση τυπικά ίσων όρων ανταγωνισμού ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες. Η πρόσδεση άλλωστε των κρατικών μηχανισμών στα συμφέροντα ενός ή μιας ομάδας καπιταλιστών θα αναιρούσε τον ίδιο του το χαρακτήρα και θα προκαλούσε την ενεργητική αντίδραση των υπόλοιπων καπιταλιστών, αφού θέτει αντικειμενικά εμπόδια στις επιδιώξεις της αστικής τάξης ως συνόλου, αλλά και τμημάτων του ίδιου του κρατικού μηχανισμού. Το γεγονός ότι το αστικό κράτος δεν μπορεί να είναι γενικά και μακροχρόνια «τσιφλίκι» κανενός μεμονωμένου καπιταλιστή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κρύψει την ύπαρξη πιο στενής σύνδεσης τμημάτων του κρατικού μηχανισμού με συγκεκριμένους επιχειρηματικούς ομίλους, με σχετικές περιπτώσεις να έρχονται όλο και πιο συχνά στην επιφάνεια.
Αυτόν το χαρακτήρα της παρεμπόδισης της μακροχρόνιας υποταγής αστικών κρατικών μηχανισμών στα συμφέροντα συγκεκριμένων καπιταλιστών έχουν άλλωστε πολλές «αποκαλύψεις» για τη δραστηριότητα μιας σειράς κρατικών στελεχών ή επιχειρηματικών ομίλων που βγαίνουν στη φόρα από τα θιγμένα αστικά συμφέροντα. Με λίγα λόγια, ο ένας βγάζει τα «βρόμικα» του άλλου στη φόρα ως μέσο προώθησης των δικών του συμφερόντων. Χαρακτηριστικά είναι όσα ακούγονται για το ρόλο της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA) και της Apple στην αποκάλυψη του πρόσφατου σκανδάλου της VW.36 Εξυπακούεται ότι σε αυτές τις αντιπαραθέσεις δεν συγκρούονται μόνο συγκεκριμένοι επιχειρηματικοί όμιλοι, αλλά και ολόκληρα καπιταλιστικά κράτη και ιμπεριαλιστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της VW είναι φανερή η διαπάλη ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
Τον ίδιο σκοπό έχουν και οι περιστασιακές σχετικές αποφάσεις της αστικής δικαιοσύνης. Κάποιες φορές μάλιστα οι καταδίκες αυτές οδήγησαν σε εκτεταμένες ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σκηνικό, με χαρακτηριστική τη δικαστική επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» στην Ιταλία (τη δεκαετία του 1990) εναντίον μιας σειράς αστών πολιτικών, με κορυφαίους τον πρόεδρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργό, Μπ. Κράξι, και τον χριστιανοδημοκράτη και επίσης πρώην πρωθυπουργό, Τζ. Αντρεότι. Οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό και μεταξύ των αστικών κομμάτων, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν ξερίζωσαν τα φαινόμενα αυτά. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα καθαρό αν σκεφτούμε ότι στο λίπασμα αυτής της ανακατάταξης φύτρωσε η αυτοκρατορία του μεγιστάνα Σ. Μπερλουσκόνι…
Πίσω από τέτοιες δικαστικές παρεμβάσεις κρύβεται από τη μία η ανάγκη διατήρησης κάποιων προφάσεων δημοκρατίας για το αστικό πολιτικό σύστημα, καθώς και από την άλλη η αναγκαιότητα του αστικού κράτους να δρα ως συλλογικός καπιταλιστής, ως όργανο εξυπηρέτησης των γενικών συμφερόντων της αστικής τάξης και όχι ως επιτροπή εξυπηρέτησης συγκεκριμένων καπιταλιστικών επιχειρήσεων σε βάρος άλλων.
Ταυτόχρονα οι επιθέσεις εναντίον της διαφθοράς και η επίκληση της διαφάνειας αξιοποιούνται και ως δούρειος ίππος για την προώθηση μιας σειράς επιδιώξεων του αστικού κράτους. Για παράδειγμα, η συζήτηση για τα οικονομικά των κομμάτων αξιοποιείται στην κατεύθυνση ελέγχου των κομμάτων και άσκησης πολιτικής πίεσης μέσω των οικονομικών, ενώ συγκεκριμένα για το ΚΚΕ στοχοποιείται το απόρρητο για τα μέλη και τους οπαδούς του ως οικονομικούς ενισχυτές του. Επίσης, η όλη συζήτηση για τη φοροδιαφυγή επικεντρώνεται στις μικρές επιχειρήσεις και αξιοποιείται ως μέσο επιτάχυνσης της συγκεντροποίησης της παραγωγής σε μια σειρά κλάδους, αλλά και αύξησης των κρατικών εσόδων.
Στοιχείο εκσυγχρονισμού του αστικού κράτους αποτελεί και η προσπάθεια καταπολέμησης των διευρυμένων πελατειακών σχέσεων σε όλο το φάσμα του κρατικού και ιδιωτικού τομέα που αξιοποιήθηκαν μαζικά σε προηγούμενη φάση ως μέσο ενσωμάτωσης μερίδας εργαζομένων. Αυτή η ανάγκη μάλιστα –ενώ εκφράζεται από τις διακηρύξεις όλων των αστικών κομμάτων– μπορεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα να διατυπωθεί από κόμματα τα οποία δεν έχουν βρεθεί ακόμα σε θέσεις κυβερνητικής διαχείρισης, με πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά του ΠΟΤΑΜΙού και της Ένωσης Κεντρώων, που εστιάζουν την παρέμβασή τους σε ζητήματα διαφθοράς, αξιοκρατίας, φαυλοκρατίας, κομματοκρατίας κλπ.
Μια ακόμα πλευρά αυτού του πολέμου κατά της διαφθοράς είναι η ιδεολογική. Η ανάδειξη των φαινομένων διαφθοράς αξιοποιείται από την αστική τάξη για να προβληθούν ως βασικοί υπεύθυνοι όλων των δεινών του λαού, «βγάζοντας λάδι» τον καπιταλισμό. Χαρακτηριστική είναι εδώ η απόδοση της καπιταλιστικής κρίσης σε φαινόμενα διαφθοράς, στο γεγονός ότι «κάποιοι τα φάγανε». Στο κυβερνητικό πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει για την κατάσταση «διαπλοκής και διαφθοράς» ότι «είναι αυτή που οδήγησε την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού». Αυτή η επιχειρηματολογία εξυπηρετεί όχι μόνο την αθώωση της επιδίωξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας ως πηγής των λαϊκών δεινών, αλλά και την κάθαρσή της στα μάτια του λαού μέσω του διαχωρισμού σε υγιή και μη υγιή επιχειρηματικότητα, στην οποία καταλήγει κάθε συζήτηση περί διαφθοράς που σέβεται τον (αστικό) εαυτό της.
Η υποκρισία και το πραγματικό περιεχόμενο του αστικού πολέμου εναντίον της διαφθοράς αποτυπώνεται ίσως με τον πιο κρυστάλλινο τρόπο στην οργάνωση την οποία επικαλούνται συνήθως τα αστικά εγχειρήματα καταπολέμησης της διαφθοράς, τη λεγόμενη Διεθνή Διαφάνεια (ΔΔ). Η ΔΔ ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 1993 από τον Πίτερ Έιγκεν, που προηγουμένως ήταν διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Αφρική, και περιλαμβάνει ως μέλη και χρηματοδότες της όλα τα παγκόσμια καπιταλιστικά μεγαθήρια, πολλά από τα οποία έχουν κατά καιρούς εμπλακεί σε διάφορα σκάνδαλα: Siemens, Daimler, Deutsche Bank, Fraport κλπ. Παλιότερα, το γερμανικό περιοδικό «Spiegel» είχε αποκαλέσει τη ΔΔ «“φύλλο συκής” της μεγάλης βιομηχανίας»37. Όσον αφορά το ελληνικό τμήμα της, τη «Διεθνή Διαφάνεια - Ελλάς», ιδρύθηκε το 1996 από πολλά στελέχη επιχειρήσεων, ενώ το ΔΣ της έχει ως πρόεδρο τον Κ. Μπακουρή, πρόεδρο της «Σωληνουργίας Κορίνθου ΑΕ» (όπου το 2003 βρήκαν τραγικό θάνατο σε εργατικό «ατύχημα» 6 εργάτες) και ως μέλη της πολλά στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και τον πρώην πρόεδρο του ΣΕΒ, Θ. Παπαλεξόπουλο.
Από τα παραπάνω απορρέει το συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη δεν αμφισβητεί την κυριαρχία του κεφαλαίου στην οικονομία, οποιαδήποτε πολιτική δύναμη αποδέχεται ως αιώνιο τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας στηρίζει αντικειμενικά το πλαίσιο στο οποίο γιγαντώνονται αυτά τα φαινόμενα.

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΣΑΚΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 Κοινό στοιχείο όλων των παραπάνω ιδεολογημάτων για το αστικό κράτος αποτελεί η θέση ότι αυτό δεν αποτελεί εχθρό των λαϊκών συμφερόντων, αλλά εργαλείο που μπορεί ν’ αξιοποιηθεί από αυτά προς όφελός τους. Αυτή η άποψη αποτελεί πραγματικό δηλητήριο στις φλέβες του εργατικού κινήματος. Αν αυτό το δηλητήριο μάλιστα αγγίξει το πολιτικό εργατικό κίνημα, το κομμουνιστικό κόμμα, οδηγεί σε πλήρη παράλυση των επαναστατικών του αντανακλαστικών και στον κίνδυνο μετατροπής του σε στήριγμα του καπιταλιστικού συστήματος και της ταξικής ειρήνης, κάτι που έχει αποδειχτεί δυστυχώς πολλές φορές ιστορικά.
Η αντιπαράθεση για το χαρακτήρα του αστικού κράτους και η ανάγκη στοχοποίησής του πρέπει να διαπερνά την παρέμβαση των κομμουνιστών σε όλα τα επίπεδα, από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μέχρι την αυτοτελή ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση του ΚΚ. Αποτελεί προϋπόθεση του σωστού προσανατολισμού της πάλης. Το αστικό κράτος και η αστική δημοκρατία δε θέλουν διόρθωση, αλλά ανατροπή. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν απορρέει από κάποια παρεκτροπή του αστικού κράτους και της αστικής δημοκρατίας «από το σωστό δρόμο», αλλά από την ίδια τους τη φύση ως απαραίτητα συμπληρώματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Το πολιτικό εργατικό κίνημα δρα από σήμερα στην κατεύθυνση διάνοιξης ρωγμών στην κυριαρχία της αστικής τάξης, γνωρίζοντας ότι αυτή η προσπάθεια έχει αντικειμενικά διαφορετικά περιθώρια στις διάφορες συνθήκες. Σε μη επαναστατικές συνθήκες παίρνει τη μορφή της αγωνιστικής παρεμπόδισης των αστικών σχεδιασμών και της παράλληλης διεύρυνσης και εμβάθυνσης της πολιτικής αντίληψης της εργατικής, λαϊκής πρωτοπορίας. Σε επαναστατικές συνθήκες, σε συνθήκες δηλαδή αντικειμενικού κλονισμού της αστικής εξουσίας, το καθήκον της ανατροπής της αστικής τάξης και του κράτους της έρχεται αντικειμενικά στο προσκήνιο.
Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης με το τσάκισμα του αστικού κράτους συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα και τη βασικότερη προϋπόθεση για τη συγκρότηση του σοσιαλιστικού κράτους ως οργάνου της ταξικής πάλης σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η εργατική εξουσία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό και τον εργατικό-λαϊκό έλεγχο. Στόχος φυσικά της νέας εξουσίας είναι η κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων και η προοπτική κατάργησης κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Το σοσιαλιστικό κράτος αποτελεί ανώτερη μορφή δημοκρατίας, καθώς βασικό του χαρακτηριστικό αποτελεί η ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των κομμουνιστικών στοιχείων της νέας κοινωνίας. Θεμελιώδες στοιχείο αυτής της δημοκρατίας είναι το γεγονός της θεμελίωσης των θεσμών της άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας στο χώρο εργασίας, την παραγωγική μονάδα, την κοινωνική υπηρεσία, τον παραγωγικό συνεταιρισμό. Το ΚΚΕ έχει επεξεργαστεί –και συνεχίζει να το κάνει– την ιστορία της οργάνωσης του πολιτικού εποικοδομήματος της σοσιαλιστικής κοινωνίας και έχει ενσωματώσει τα συμπεράσματα στην προγραμματική του αντίληψη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Η διατήρηση του σοσιαλιστικού κράτους είναι αναπόφευκτη μέχρι την ολοκλήρωση του περάσματος στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, μέχρι δηλαδή την κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων τουλάχιστον στις πιο μεγάλες καπιταλιστικές χώρες. Στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία η οργάνωση της κοινωνίας χάνει τον πολιτικό της χαρακτήρα, δε θα απαιτεί την άσκηση βίας μιας τάξης απέναντι σε άλλες, ενώ θα έχει κυριαρχήσει η από τα κάτω προς τα πάνω εργατική συμμετοχή στη διαχείριση πραγμάτων και στον έλεγχο των παραγωγικών λειτουργιών. Αυτό αποτελεί άλλωστε και το περιεχόμενο της κομμουνιστικής αυτοδιεύθυνσης.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 * Ο Χρήστος Μπαλωμένος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, επικεφαλής της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ.
1. Αξίζει να αναφερθεί ότι η προσπάθεια αυτή συνεχίζεται και μετεκλογικά, με όχημα κυρίως το διαχωρισμό καθηκόντων μεταξύ του κόμματος το οποίο επιφορτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη συνεχή προσπάθεια ανανέωσης της ιδεολογικής διαφοροποίησης από τα άλλα αστικά κόμματα και της κυβέρνησης η οποία επιφορτίζεται με την άσκηση της «ρεαλιστικής κυβερνητικής πολιτικής σε συνθήκες αρνητικού συσχετισμού και εκβιασμών των δανειστών», επιδιώκοντας ταυτόχρονα και μικρές «πινελιές» διαφοροποίησης από προηγούμενες κυβερνήσεις σε δευτερεύοντα ζητήματα θεσμών. Αυτόν τον καταμερισμό εκφράζει και η ακόλουθη πρόταση από τη μετεκλογική απόφαση της ΚΕ (10-11 Οκτώβρη 2015) η οποία αναφέρει σχετικά: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως η άγρυπνη αριστερή συνείδηση της κυβέρνησης».
2. Από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
3. Χαρακτηριστική είναι η εξής διατύπωση από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ: «Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τη μετατροπή των σωμάτων ασφαλείας από κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους σε σώματα που διασφαλίζουν αποτελεσματικά την προστασία των πολιτών».
4. Ιδιαίτερα πονηρό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ: «Ιδιαίτερα στην Ελλάδα της κρίσης, το κράτος αποκαλύπτει καθημερινά τον παραδοσιακά ταξικό χαρακτήρα του και τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων που έχει ενσωματώσει για τον κόσμο της εργασίας». Ενώ φαινομενικά αυτή η άποψη αναδεικνύει την ταξικότητα του αστικού κράτους, στην ουσία αποδίδει τον ταξικό του χαρακτήρα όχι στην ίδια του τη φύση, αλλά στην κυριαρχία του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων σε αυτόν, υπονοώντας τη δυνατότητα φιλολαϊκής αλλαγής του (την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση). Επίσης οι αναφορές περί «καθημερινής αποκάλυψης του ταξικού χαρακτήρα του κράτους» αποκρύπτουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί σε ένα βασικό θεσμό αυτού του κράτους, την κυβέρνηση, και κατ’ επέκταση αποτελεί βασικό φορέα άσκησης αυτού του «ταξικού χαρακτήρα του κράτους».
5. Βλ. Κώστα Σκολαρίκου: «“Ευρωκομμουνισμός”: Θεωρία και στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2015.
6. Στο πρόσφατο ταξίδι του στις ΗΠΑ ο Α. Τσίπρας ξεκαθάρισε μάλιστα το περιεχόμενο που προσδίδει στον πατριωτισμό. Απευθυνόμενος σε ομογενείς επιχειρηματίες και στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων, δήλωσε: «Προχωρήστε άμεσα σε επενδύσεις. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι κάποιος αριστερός ή δεξιός, αλλά η πατρίδα, και τώρα είναι που μας χρειάζεται».
7. Από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
8. Φυσικά, έχουν υπάρξει ιστορικά περιπτώσεις αστικών κρατών στα οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά ή νομικά η τυπική ανισοτιμία κάποιων τμημάτων του πληθυσμού έναντι άλλων (π.χ., νομικές διακρίσεις παλιότερα στη βάση του χρώματος του δέρματος σε ΗΠΑ, Νότια Αφρική κλπ.). Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν αναιρεί το χαρακτήρα της συνταγματικής κατοχύρωσης της ισονομίας ως βασικού συστατικού στοιχείου του αστικού Δικαίου σε διάκριση με τα προκαπιταλιστικά Δίκαια. Αυτό άλλωστε εκφράζεται και στη διαχρονική εξάλειψη των όποιων εξαιρέσεων υπήρξαν ιστορικά και την όλο και πληρέστερη προσέγγισή τους στο ιδεότυπο του αστικού Δικαίου.
9. Η «Ελληνική Νομαρχία» γράφτηκε το 1806 από Έλληνα αμφισβητούμενης επωνυμίας και αποτέλεσε στην ουσία το μανιφέστο της Ελληνικής Επανάστασης.
10. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 229.
11. Σε αντιδιαστολή με τη σφαίρα της κυκλοφορίας, η σφαίρα της παραγωγής προσφέρει σε κάποιο βαθμό τη δυνατότητα κατανόησης του εκμεταλλευτικού της χαρακτήρα. Σημειώνει ο Μαρξ σχετικά: «Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που μέσα στα πλαίσιά της κινείται η αγορά και η πούληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία και ο Μπένθαμ… Αποχωρώντας από αυτή τη σφαίρα της απλής κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων […] μεταβάλλεται κιόλας κάπως η φυσιογνωμία των dramatis personae (δρώντων προσώπων) μας. Ο πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται σαν κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί σαν εργάτης του. Ο πρώτος μ’ ένα πολυσήμαντο μειδίαμα και πολυάσχολος, ο δεύτερος συνεσταλμένος, δισταχτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο» (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 188-189).
12. Ο Ένγκελς χαρακτηρίζει την αστική δημοκρατία ως την «ανώτατη μορφή του κράτους […] που στις σύγχρονές μας κοινωνικές συνθήκες γίνεται όλο και περισσότερο αναπόφευκτη ανάγκη» και συμπληρώνει ότι «σ’ αυτήν ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του, αλλά γι’ αυτό και πιο σίγουρα» (Φρίντριχ Ένγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 213).
13. Ο Λένιν σημείωνε για τον τυπικό χαρακτήρα αυτής της ισότητας: «Ο εκμεταλλευτής δεν μπορεί να είναι ίσος με αυτόν που υφίσταται την εκμετάλλευση […] πραγματική, ουσιαστική ισότητα δεν μπορεί να υπάρχει όσο δε θα έχει εξαλειφθεί εντελώς κάθε δυνατότητα εκμετάλλευσης μίας τάξης από μία άλλη», καθώς και ότι «η αστική δημοκρατία, που σε σύγκριση με το Μεσαίωνα αποτελεί μεγάλη ιστορική πρόοδο, μένει πάντα –και μέσα στον καπιταλισμό δεν μπορεί να μη μένει– στενή, κολοβωμένη, ψεύτικη, υποκριτική, παράδεισος για τους πλούσιους, παγίδα και απάτη γι’ αυτούς που υφίστανται την εκμετάλλευση, για τους φτωχούς» (Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 40 και 26).
14. Μπέρτολτ Μπρεχτ: «“Χαίρε Τεό Όττο”, Κείμενα για τον πόλεμο, το φασισμό, την επανάσταση», ΚΟΜΕΠ τ. 6/2012.
15. Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς: «Η γερμανική ιδεολογία», τ. Α΄, εκδ. «Gutenberg, σελ. 94.
16. Φρίντριχ Ένγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 214.
17. Καρλ Μαρξ: «Aus dem Parlamente», στο «Marx - Engels Werke» (γερμανική συλλογή Απάντων Μαρξ - Ένγκελς), τ. 11, σελ. 352. Αναφορά και στο Χούαρ-Φέχνερ: «Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1988, σελ. 173.
18. Καρλ Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 72.
19. Αυτό το «ανακάτεμα της τράπουλας» μπορεί να σημαίνει είτε τη μακρόχρονη αδιασάλευτη εναλλαγή των ίδιων αστικών κομμάτων στη διακυβέρνηση (όπως συνέβαινε τις προηγούμενες δεκαετίες με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ) είτε τις απότομες εναλλαγές στην επιρροή (ανάπτυξη ή φθορά) και τον αριθμό των αστικών κομμάτων (όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια κατά τη σχετικά μακρόχρονη αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος). Το γεγονός ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν μεταξύ τους διαφορές που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην παρέμβαση των κομμουνιστών δεν πρέπει να κρύβει ότι και στις δύο η εναλλαγή αστικών κομμάτων και αστών πολιτικών σε διαφορετικές θέσεις λειτουργεί σταθεροποιητικά για το αστικό πολιτικό σύστημα.
20. Ο Μαρξ αναφέρει γι’ αυτήν τη δημοκρατία στο εσωτερικό της αστικής τάξης: «Αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν, όπως έλεγε ο Θιέρσος, η “κρατική μορφή που διαιρούσε λιγότερο από κάθε άλλη μορφή τις διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης”, άνοιγε όμως αντίθετα μία άβυσσο ανάμεσα σ’ αυτήν την τάξη και ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό που ζούσε έξω από τις αραιές γραμμές της. Οι περιορισμοί που στις προηγούμενες κυβερνήσεις έβαζαν στην κρατική εξουσία οι διαιρέσεις μέσα σ’ αυτήν την τάξη εξαφανίστηκαν τώρα με τη συνένωσή τους» (Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 67). Ο Λένιν με τη σειρά του αναφέρει: «Το δημοκρατικό κράτος, όσο θα υπάρχουν εκμεταλλευτές που θα κυριαρχούν πάνω στην πλειοψηφία αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση, θα είναι αναπόφευκτα δημοκρατία για τους εκμεταλλευτές» (Ι. Β. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 40). Τα παραπάνω αποσπάσματα δεν αναιρούν φυσικά το διαφορετικό βαθμό πολιτικής και οικονομικής ισχύος τμημάτων της αστικής τάξης (όπως, π.χ., των καπιταλιστών των μονοπωλιακών ομίλων), αλλά αναδεικνύουν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ως τη μορφή άσκησης κρατικής εξουσίας που ενοποιεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα διάφορα τμήματα της ιδιοκτήτριας αστικής τάξης έναντι της εργατικής τάξης.
21. Επίσης, στη μετεκλογική απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ (10-11 Οκτώβρη 2015) σημειώνεται σχετικά με το ίδιο θέμα: «Η παραλειτουργία “κόμματος μέσα στο κόμμα” τέλειωσε –και μάλιστα με άδοξο τρόπο».
22. Από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
23. Με αφορμή τη συζήτηση αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση του βαθμού αναλογικότητας του αστικού εκλογικού συστήματος σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται βελτίωση των όρων διεξαγωγής της εκλογικής μάχης για το επαναστατικό κόμμα. Όπως άλλωστε έχει αποδειχτεί και σε πολλά καπιταλιστικά κράτη στα οποία έχουν υιοθετήσει πολύ πιο αναλογικά εκλογικά συστήματα (ακόμα και την απλή αναλογική), από τη στιγμή που ως κυρίαρχο κριτήριο στις αστικές εκλογές προβάλλεται ο σχηματισμός της επόμενης (μονοκομματικής ή πολυκομματικής) κυβέρνησης, η αύξηση της αναλογικότητας ενδέχεται να αξιοποιηθεί και προς όφελος της αύξησης των εκβιαστικών διλημμάτων προς τα λαϊκά στρώματα.
24. Για περισσότερα βλ. Λίνας Κροκίδη - Κύριλλου Παπασταύρου: «Ο ταξικός χαρακτήρας του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος. Η όξυνση της ταξικής πάλης», ΚΟΜΕΠ τ. 4/2010.
25. Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 28.
26. Από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
27. Για περισσότερα, βλ. Αποστόλη Χαρίση: «Παλιά ιδεολογήματα περί δημοκρατίας και σύγχρονες αστικές επιδιώξεις», τ. ΚΟΜΕΠ, 5/2011.
28. Στο 82% των αμερικανικών πόλεων και στις 27 από τις 50 Πολιτείες των ΗΠΑ προβλέπονται τόσο τα δημοψηφίσματα όσο και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (με συλλογή υπογραφών από τους πολίτες), ενώ σχεδόν σε όλες τις Πολιτείες οι συνταγματικές τροποποιήσεις προϋποθέτουν την υποχρεωτική διεξαγωγή σχετικού δημοψηφίσματος. Αντίστοιχα, στην Ελβετία προβλέπεται η αποδοχή ή απόρριψη μέσω δημοψηφίσματος κάποιου προτεινόμενου –από το κοινοβούλιο– νόμου, καθώς και η λαϊκή πρωτοβουλία για την εισαγωγή νέων άρθρων στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα.
29. Λήμμα «Άμεση δημοκρατία» στην ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.
30. Μετατρέποντάς τα σε κόμματα στα οποία όλες οι αποφάσεις εναποτίθενται στα ηγετικά στελέχη και τα επιτελεία τους (ή μόνο τον αρχηγό τους), ενώ τα μέλη τους μετατρέπονται σε απλούς αμεσοδημοκρατικούς επικυρωτές των από τα πριν ειλημμένων αποφάσεων.
31. Μνημείο αντιφατικότητας και συνειδητής κοροϊδίας για το φαινόμενο της διαφθοράς αποτελεί το ακόλουθο απόσπασμα στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ: «Είναι σαφές ότι η διαφθορά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου. Πλην όμως, οι παλιές πολιτικές δυνάμεις είναι αυτές που στη χώρα μας δημιούργησαν τις συνθήκες διαπλοκής και διαφθοράς». Έτσι, ενώ από τη μία προβάλλεται η διαφθορά ως συνώνυμο του καπιταλιστικού συστήματος, από την άλλη προβάλλεται ως απόρροια της κυβερνητικής διαχείρισης συγκεκριμένων αστικών κομμάτων, του λεγόμενου «παλιού κατεστημένου». Είναι σαφές ότι η όλη προσέγγιση του φαινομένου και η αντίστοιχη προσαρμογή των θέσεων και της προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην αποδοχή ότι η διαφθορά είναι αποτέλεσμα της «παλιάς» κυβερνητικής διαχείρισης και ότι μπορεί να καταπολεμηθεί μέσω της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό διαχειριστή του ελληνικού καπιταλισμού.
32. Πρόκειται για το νόμο «περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της εμπορικής ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». Ο νόμος αυτός έχει κατοχυρωθεί και συνταγματικά, αφού το Σύνταγμα (άρθρο 107, παρ. 1) κάνει ειδική αναφορά στην «αυξημένη τυπική ισχύ» αυτού του νόμου.
33. Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 45.
34. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι., εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 785 (υποσημ. 250).
35. Από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
36. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η Apple έβλεπε τα γερμανικά ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα ως εμπόδιο στην προώθηση των πρώτων ηλεκτρονικών αυτοκινήτων το επόμενο διάστημα και γι’ αυτό έπραξε αναλόγως.
37. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της ΔΔ από το Γάλλο δημοσιογράφο Christian de Brie στην εκπομπή του με τίτλο «Λευκά κοστούμια - Μαύρα ταμεία»: «Η Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) είναι μια οργάνωση η οποία ιδρύθηκε από τους παγκοσμίως μεγαλύτερους διεφθαρμένους, δηλαδή απ’ όλες τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις του κόσμου, οι οποίες είναι “βυθισμένες” σ’ αυτήν (στο “βούρκο” της). Πρόκειται ακριβώς για το ίδιο, σα ν’ αναθέτει κανείς σε μια αλεπού την εποπτεία της διαφύλαξης ενός “ορνιθοτροφείου”, παρακαλώντας την ταυτόχρονα να απολυμαίνει το χώρο μεθοδικά, θανατώνοντας τα ποντίκια (μυοκτονία) που τρέφονται με το –απαραίτητο για τις όρνιθες– καλαμπόκι».