ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΩΣ ΠΕΙΡΑ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Το φετινό καλοκαίρι συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1965, που καθιερώθηκαν ως «Ιουλιανά». Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αυτός αναφέρεται στα γεγονότα που ακολούθησαν μετά από την υποβολή της προφορικής παραίτησης του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στο βασιλιά της Ελλάδας, Κωνσταντίνο, τη 15η Ιούλη 1965 και διήρκεσαν περίπου 70 μέρες. Σχηματικά, η λήξη τους τοποθετείται στις 25 Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, μετά από την υπερψήφιση της κυβέρνησης του Στέφανου Στεφανόπουλου στη Βουλή. Τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1965 είχαν προηγηθεί οι προσπάθειες συγκρότησης κυβερνήσεων με «εντολή» των Ανακτόρων, με πρωθυπουργούς τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα αρχικά και τον Ηλία Τσιριμώκο στη συνέχεια. Τα συγκεκριμένα πολιτικά δρώμενα κρίνονται για το αστικό πολιτικό σύστημα ως τα σημαντικότερα της περιόδου 1950-1967.

Τα «Ιουλιανά» ξεδιπλώθηκαν στο έδαφος της όξυνσης των αντιθέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και των συνεχόμενων ανακατατάξεων στο εσωτερικό της εγχώριας αστικής τάξης, στις οποίες παρενέβαιναν ενεργά και οι ΗΠΑ. Η ενδοαστική διαπάλη εκφράστηκε τη συγκεκριμένη περίοδο στο ζήτημα ελέγχου του στρατού και στο Κυπριακό.
Αυτές οι ανακατατάξεις τροφοδότησαν μαζικές λαϊκές αντιδράσεις, που πήραν πρωτοφανείς –για τα μετεμφυλιακά χρόνια της Ελλάδας– διαστάσεις και ονομάστηκαν «Κίνημα των 70 ημερών». Σε αυτό το κίνημα πήραν μέρος τρεις γενιές: Η γενιά της Κατοχής και της ΕΑΜικής Αντίστασης, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα των μεταπολεμικών χρόνων, η φοιτητική και σπουδάζουσα νεολαία μαζί με τους μαθητές. Αυτές οι κινητοποιήσεις δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αλλά εξέφρασαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια δεκαετιών. Ως επακόλουθο αυτής της καταπίεσης και του αυταρχισμού ήρθε και η δολοφονία του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, στις 21 Ιούλη 1965.
Η ελληνική καπιταλιστική οικονομία εκείνη την περίοδο σημείωνε σημαντικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, μεγαλύτερους από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς. Βεβαίως ενισχυμένη έβγαινε η άρχουσα τάξη με τους συμμάχους της, ενώ σημαντικό τμήμα των εργαζομένων αντιμετώπιζε ακόμα σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Την ίδια στιγμή, παρέμεναν στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία σημαντικές καθυστερήσεις και αναχρονισμοί συγκριτικά με άλλα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης. Αυτές οι συνθήκες διαβίωσης ώθησαν πολύ κόσμο να πάρει το δρόμο της μετανάστευσης.
Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο βρίσκονταν σε ισχύ νομοθετικές και διοικητικές ρυθμίσεις που περιόριζαν σε έντονο βαθμό τη συνδικαλιστική δράση, καθώς το αστικό κράτος «περιόριζε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (στην περίπτωση των υπαίθριων συγκεντρώσεων) και το δικαίωμα της απεργίας»1. Μάλιστα, το τελευταίο το στερούνταν τελείως οι δημόσιοι υπάλληλοι και άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Όσον αφορά πιο συγκεκριμένα το νομικό οπλοστάσιο ενάντια στο εργατικό κίνημα, μαθαίνουμε από αγόρευση του βουλευτή της ΕΔΑ Ιωάννη Παπαδημητρίου το Νοέμβρη του 1963 ότι «βρισκόταν σε ισχύ ο νόμος 1985 σχετικά με την απόλυση συνδικαλιστών στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ο Α.Ν. 516/48 για τον έλεγχο νομιμοφροσύνης, με βάση τον οποίο απολύονταν συνδικαλιστικά στελέχη και μέλη σωματείων, ο νόμος 1024/49 σχετικά με την αφαίρεση άδειας άσκησης επαγγέλματος σε συνδικαλιζόμενους και, τέλος, το Γ΄ Ψήφισμα του 1946 που καταδίκαζε σε φυλάκιση τους υπεύθυνους για απροειδοποίητες στάσεις εργασίας»2. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες βρίσκονταν εκτός συνόρων κι εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι ήταν στις φυλακές. Βεβαίως σε ισχύ ήταν και ο νόμος Α.Ν. 509/1947 που κρατούσε το ΚΚΕ στην παρανομία. Παρόλ’ αυτά, στα «Ιουλιανά» ο λαϊκός παράγοντας βγήκε στο προσκήνιο. «Οι πάνω από 400 υπαίθριες συγκεντρώσεις» που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1965 «διέρρηξαν τις μετεμφυλιακές συμβάσεις των ασφυκτικά ελεγχόμενων συγκεντρώσεων σε κλειστό χώρο».3 Γι’ αυτό και το «Κίνημα των 70 ημερών» προσφέρει επίκαιρα διδάγματα και ως προς το ρόλο αυτού του παράγοντα, από την άποψη του βαθμού συνειδητοποίησης.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΠΥΡΟΔΟΤΗΣΕ Η ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ

 Από τις αρχές του 1965 είχε αρχίσει στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό να οξύνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), με αρχηγό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, και την Ένωση Κέντρου (ΕΚ), με πρόεδρο τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το Παλάτι, αν και είχε στηρίξει το 1963-1964 την ανάληψη της διακυβέρνησης από την ΕΚ, είχε αρχίσει να στρέφει και πάλι την προτίμησή του προς την ΕΡΕ, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση της ΕΚ δεχόταν πιέσεις από τις ΗΠΑ προκειμένου ν’ αποδεχτεί το δεύτερο σχέδιο Άτσεσον4 στο Κυπριακό. Ο έλεγχος του στρατού αναδείχτηκε σε κομβικό σημείο αντιπαράθεσης ανάμεσα στο βασιλιά και τον Γ. Παπανδρέου.
Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην πολιτική κρίση της 15ης Ιούλη του 1965 φαίνεται να ξεκινά από το Γενάρη του ίδιου έτους, όταν η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΚ, κατέθεσε στη Βουλή πρόταση ποινικής δίωξης εναντίον του Κωνσταντίνου Καραμανλή –πρώην αρχηγού της ΕΡΕ και πρωθυπουργού– και πρώην υπουργών των κυβερνήσεών του, για κακοδιαχείριση στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)5 την περίοδο 1955-1961. Η πρόταση της ΕΔΑ στηρίχτηκε στο πόρισμα ελέγχου επιτροπής ανώτατων δικαστικών που είχε συσταθεί το 1962 και τελείωσε την έρευνά της στο τέλος του 1964.6
Δύο στελέχη της ΕΚ, ο υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι ο βουλευτής Στέφανος Στεφανόπουλος, που αργότερα θα συμπεριλαμβάνονταν στους λεγόμενους «αποστάτες», διαφώνησαν με τον Γ. Παπανδρέου και τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για την εξέταση της υπόθεσης. Τασσόμενοι υπέρ της παραγραφής των αδικημάτων, απέδωσαν τη συγκεκριμένη ενέργεια σε παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του πρωθυπουργού και αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού.7 Η ΕΚ, προκειμένου ν’ αποφύγει τις ρωγμές στο αστικό πολιτικό σύστημα αλλά και πιεζόμενη από τις εσωκομματικές της διαφωνίες, απέσυρε τη στήριξή της στην πρόταση της ΕΔΑ.
Στις 19 Φλεβάρη, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος κήρυξε σε συγκέντρωση της ΕΡΕ στην πλατεία Κλαυθμώνος, ύστερα από μια σφοδρή επίθεση εναντίον της ΕΔΑ και έναν έντονο αντικομμουνιστικό λόγο,8 τον «υπέρτατο αγώνα» για την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου. Τέσσερις μέρες αργότερα ο Γ. Παπανδρέου «ανταποκρίθηκε» στην πρόκληση, επιδιώκοντας ν’ αναδειχτεί σε γνησιότερος εκφραστής του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Δημοσιοποίησε λοιπόν έγγραφα του ΓΕΕΘΑ σχετικά με την άσκηση «Περικλής», τα οποία λειτουργούσαν ως αποδεικτικό τεκμήριο εφαρμογής σχεδίου βίας και νοθείας στις εκλογές του 1961. Η ΕΔΑ, βέβαια, είχε καταθέσει στη Βουλή κείμενο προάγγελο του «Σχεδίου Περικλής» πριν τις συγκεκριμένες εκλογές και η ΕΚ αδιαφόρησε, ευελπιστώντας σε μια ενίσχυση του κόμματός της, εξαιτίας της τρομοκρατίας που επικρατούσε τότε. Όταν αμφισβητήθηκε η πρωτοκαθεδρία της ΕΚ στην αστική διακυβέρνηση, τότε ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να δημοσιεύσει τα σχετικά έγγραφα.
Οι συγκεκριμένες εκλογές, με την κήρυξη του «ανένδοτου αγώνα» που ξεκίνησε η ΕΚ και στον οποίο συστρατεύτηκε και η ΕΔΑ, διόγκωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, η οποία ωστόσο δε στόχευσε στο χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα, αλλά σε πτυχές της που είχαν να κάνουν με τον αυταρχισμό του κράτους. Οι προσδοκίες στο λαό για ένα αστικό κράτος «εκδημοκρατισμένο», που θα το έφερνε η ΕΚ, μεγάλωσαν. Σε αυτό άλλωστε στόχευε και η ΕΔΑ, που στο πρόγραμμά της ανέφερε πως «στις σημερινές συνθήκες το Δημοκρατικό Κέντρο μπορεί να επιτελέσει έναν ιστορικό ρόλο [...] Υπό αυτές τις προϋποθέσεις εμείς θα σας παράσχουμε όλη μας την υποστήριξιν, χωρίς να προβάλουμε απαράδεκτες κομματικές αξιώσεις»9. Έτσι, αντιμετώπιζε και την ΕΚ ως «εν δυνάμει» σύμμαχο, συμπαρατασσόμενη μαζί της στον «ανένδοτο αγώνα». Την ίδια στιγμή βέβαια, ο Γ. Παπανδρέου έκανε λόγο για «διμέτωπο αγώνα», θέλοντας να δείξει πως κρατάει ίσες αποστάσεις από ΕΡΕ και ΕΔΑ. Στην ουσία επρόκειτο για «μονομέτωπο» αγώνα ενάντια σε κάθε φωνή αμφισβήτησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και της εξουσίας του.
Στις εκλογές της 16ης Φλεβάρη 1964 η ΕΚ πριμοδοτήθηκε σε 24 εκλογικές περιφέρειες από την ΕΔΑ, προκειμένου ν’ αναδειχτεί πρώτο κόμμα, κάτι το οποίο επιτεύχθηκε. Η κυβέρνηση της ΕΚ που σχηματίστηκε έδρασε μέχρι τα «Ιουλιανά» ως ικανός «κυματοθραύστης» των λαϊκών κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων. Δεν είναι τυχαίο πως «η κοινωνική διαμαρτυρία της δεκαετίας του ’60, μετά από την κορύφωση που γνώρισε το 1963» με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη «υποχώρησε με την ανάληψη της κυβέρνησης από την ΕΚ».10 Οι αστικές εκσυγχρονιστικές προσπάθειες κι απόπειρες της ΕΚ στο αστικό πολιτικό σύστημα συνέκλιναν στη συνείδηση των εργαζομένων με το αίτημα του «εκδημοκρατισμού» της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου που πρόβαλλε η ΕΔΑ. Η κριτική χωρίς ταξικό αντικαπιταλιστικό πρόσημο που άσκησε η ΕΔΑ συνέβαλλε αντικειμενικά στη συνεχή τροφοδότηση του «Κέντρου» και στη ρυμούλκηση της λαϊκής διαμαρτυρίας κάτω από την «ξένη σημαία» των αστικών συμφερόντων.
Η αποκάλυψη της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ11 το Μάη του 1965 και η φερόμενη ανάμιξη του Ανδρέα Παπανδρέου και αξιωματικών του στρατού σ’ αυτήν τη στρατιωτική οργάνωση όξυνε τις ενδοαστικές αντιθέσεις. Η έκταση της οργάνωσης και η ακριβής σχέση της με πολιτικούς παράγοντες παραμένει μέχρι τις μέρες μας αδιευκρίνιστο ζήτημα.12 Η συγκεκριμένη οργάνωση εμφανίστηκε ως αντίποδας στη δράση των «ακροδεξιών» οργανώσεων ΙΔΕΑ και ΕΕΝΑ13 που συγκροτήθηκαν τη δεκαετία του 1950. Η ΕΕΝΑ, συγκεκριμένα, είχε άμεση σχέση με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήρθε στη δημοσιότητα στις 18 Μάη του 1965, από την εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυκας», εφημερίδα της Λάρισας, προσκείμενης στο βουλευτή της ΕΡΕ Κωνσταντίνο Ροδόπουλο.14 Οι προσκείμενες στο «Κέντρο» εφημερίδες, καθώς και η «Αυγή», η εφημερίδα της ΕΔΑ, υποστήριζαν πως η υπόθεση ήταν ασήμαντη και πως εξελισσόταν μια σκευωρία εκ μέρους της «Δεξιάς», με σκοπό την επιβολή ελέγχου στις Ένοπλες Δυνάμεις. Η ΕΡΕ άλλωστε «ήταν σε θέση να συνδιαλέγεται απευθείας με το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ), κάτι που δε διέφυγε της αρθρογραφίας του κεντρώου Τύπου στη συνέχεια της υπόθεσης»15.
Τονιζόταν μάλιστα συνεχώς πως η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου είχε αμελήσει να επιβάλει έλεγχο στις Ένοπλες Δυνάμεις. Σε αυτήν την «υποχωρητικότητα» και τη συμβιβαστική πολιτική της ΕΚ στεκόταν διαρκώς με την αρθρογραφία της και η «Αυγή». Η ίδια η ΕΔΑ άλλωστε ζητούσε την εθνικοποίηση και τον εκδημοκρατισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, έχοντας την αυταπάτη πως στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος θα μπορούσαν αυτές να παίξουν το ρόλο τους ως «όργανα του έθνους».16
Το πόρισμα Σίμου παραδόθηκε στην κυβέρνηση την 1η Ιούνη, επιβεβαιώνοντας την κυβερνητική εκδοχή. Η υπόθεση περιοριζόταν στην Κύπρο και την Αθήνα και αφορούσε λίγους κατώτερους αξιωματικούς, για τους οποίους ζητήθηκε πειθαρχική και όχι ποινική δίωξη.17
Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Anschuetz, στις 9 Ιούλη του 1965 ενημέρωνε με έκθεσή του το State Department πως τόσο η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, με την οποία είχε συζητήσεις, όσο και ο ίδιος ο βασιλιάς είχαν προχωρήσει σε ρήξη χωρίς να σταθμίσουν τις συνέπειες. Η ανταλλαγή επιστολών τις επόμενες μέρες ανάμεσα στο βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Γ. Παπανδρέου «σηματοδότησε την απόφαση του Παλατιού να απαλλαγεί από τον αρχηγό της ΕΚ»18. «Θα ήταν πολύ δύσκολο για το Παλάτι να προχωρήσει σε τέτοιας έκτασης ρήξη με την κυβέρνηση Παπανδρέου, έχοντας αντίθετη την αμερικανική πλευρά»19.
Ως αποτέλεσμα της ρήξης που είχε επέλθει εκείνη την περίοδο για τον έλεγχο του στρατού και τον περιορισμό του θεσμού της βασιλείας ως κέντρου εξουσίας, ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΕΚ και στο Παλάτι, ήρθε η υποβολή της παραίτησης του πρωθυπουργού στο βασιλιά Κωνσταντίνο.20 Η απόφαση αυτή πάρθηκε ύστερα από την άρνηση του βασιλιά να υπογράψει βασιλικό διάταγμα για την ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τον Γ. Παπανδρέου.
Το ίδιο το Παλάτι είχε στηρίξει την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από την ΕΚ, ενώ είχε εξασφαλιστεί η ανάθεση του υπουργείου Εθνικής Άμυνας στον Πέτρο Γαρουφαλιά, άνθρωπο με τον οποίο το Παλάτι διατηρούσε καλές σχέσεις. Μάλιστα, επί διακυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, διορίστηκε νέος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού ο αντιστράτηγος Ιωάννης Γεννηματάς, ο οποίος ήταν ένας από τους κύριους οργανωτές του σχεδίου «Περικλής» και υπεύθυνος για την ανάμιξη του στρατού στις βουλευτικές εκλογές του 1961. Αυτό άλλωστε αποδείκνυε το πόρισμα του αντιστράτηγου Λουκάκη, ύστερα από έρευνα που πραγματοποιήθηκε.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός Εθνικής Άμυνας ο Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του Κέντρου, όχι όμως ο πρωθυπουργός. Είχε προηγηθεί ένα χρόνο πριν η γνωστή προβοκάτσια στον Έβρο με πρωταγωνιστή τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχτεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούνταν από το ΚΚΕ! Ο δε Παπανδρέου έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο αρχείο! Μετά από την προβοκάτσια του Παπαδόπουλου, ο Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Π. Γαρουφαλιά. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Γ. Παπανδρέου, ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος –όπως ήδη έχουμε αναφέρει– επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Π. Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός. Το επιχείρημα που προβλήθηκε από το Παλάτι, ως αιτιολόγηση της άρνησης, ήταν πως ο πρωθυπουργός κινδύνευε να εκτεθεί από ηθική άποψη, επειδή θα αναλάμβανε προϊστάμενος ενός υπουργείου στη δικαιοδοσία του οποίου βρισκόταν η επόπτευση των ανακρίσεων για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Στην ουσία, από τη στιγμή που εμπλεκόταν στην υπόθεση το όνομα του Α. Παπανδρέου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος υπαινισσόταν ότι ο πατέρας Παπανδρέου θα κουκούλωνε την υπόθεση.21
Ο Γ. Παπανδρέου ωστόσο αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις του βασιλιά και στις 15 Ιούλη του 1965 του δήλωσε ότι προτίθεται να παραιτηθεί και πως την επομένη θα του απέστελλε γραπτώς την παραίτησή του. «Ο βασιλιάς απάντησε ότι θεωρούσε αρκετή την προφορική δήλωση της παραίτησής του»22. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, πριν ακόμα επισημοποιηθεί η παραίτηση του Γ. Παπανδρέου, λίγα μόλις λεπτά μετά από τη συνάντηση μαζί του, διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, στον οποίο έδωσε εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Μαζί του ορκίστηκαν ο Σταύρος Κωστόπουλος ως υπουργός Εθνικής Άμυνας και ο Ιωάννης Τούμπας ως υπουργός Εσωτερικών.
Η νέα κυβέρνηση, εν μέσω πρωτόγνωρων για τα μετεμφυλιακά χρόνια της Ελλάδας διαδηλώσεων, ορκίστηκε στις 15 Ιούλη. Το ίδιο βράδυ ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε σε διάγγελμα στο οποίο έκανε λόγο για φαιδρό πραξικόπημα, για εξαναγκασμό της κυβέρνησης σε παραίτηση και για παράβαση της κοινοβουλευτικής τάξης από μια ομάδα προδοτών της ΕΚ. Μετά από αυτήν την καταγγελία κήρυξε το «νέο ανένδοτο αγώνα» και κάλεσε το λαό σε «πάνδημη ειρηνική εκδήλωση».23 Βέβαια ο εξαναγκασμός του Γ. Παπανδρέου σε παραίτηση είναι σχετικός, αν λάβει κανείς υπόψη πως ο αρχηγός της ΕΚ δεν είχε σκοπό να τραβήξει μέχρι τέλους τη σύγκρουση με το Παλάτι.
Η κυβέρνηση Νόβα καταψηφίστηκε από τη Βουλή στις 5 Αυγούστου. Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 βουλευτές, οι 145 της ΕΚ και οι 22 της ΕΔΑ. Ύστερα από την καταψήφισή της, εντάθηκαν οι διαβουλεύσεις στο πολιτικό παρασκήνιο για να βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο που θα εξασφάλιζε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Στις 18 Αυγούστου ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε έναν πρώην ΕΑΜίτη, στον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος λίγες μέρες πριν διοριστεί κατάγγελλε δριμύτατα την «αποστασία» των στελεχών της ΕΚ. Στις 20 Αυγούστου ορκίστηκε η κυβέρνηση εν μέσω βίαιων διαδηλώσεων στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Ύστερα από οχτώ μέρες καταψηφίστηκε από τη Βουλή με 159 ψήφους. Οι 134 προέρχονταν από την ΕΚ, οι 22 από την ΕΔΑ και οι 3 από το Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη.
Στις 17 Σεπτέμβρη, ήταν η σειρά του Στέφανου Στεφανόπουλου να πάρει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, στον οποίο είχε γίνει σχετική κρούση από το Παλάτι πριν δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο. Οι επαφές ωστόσο του Στεφανόπουλου με το διευθυντή του πολιτικού γραφείου του βασιλιά είχαν ξεκινήσει πριν τη 15η Ιούλη.24 Στις 25 Σεπτέμβρη η κυβέρνησή του πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, καθώς υπερψηφίστηκε από 152 βουλευτές. Ήταν οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του Κόμματος Προοδευτικών, ο Γαρουφαλιάς και 45 «αποστάτες» της ΕΚ. Καταψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της ΕΚ και οι 22 της ΕΔΑ. Με τη στήριξη της ΕΡΕ, των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη και των «αποστατών» της ΕΚ, η «αυλική» κυβέρνηση κατάφερε να εξασφαλίσει τελικά, εν μέσω έντονων παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, την «πολυπόθητη» πλειοψηφία. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου διατηρήθηκε μέχρι τις 20.12.1966.25
Την αντικατέστησε, στις 22 του μήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία - μνημόνιο, έχοντας την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη και Ελένης Βλάχου. Στη συμφωνία του μυστικού «μνημονίου» προχώρησαν από κοινού τα Ανάκτορα με την ΕΚ και την ΕΡΕ, σε μια προσπάθεια να εξομαλυνθούν οι σχέσεις όλων των πλευρών, προκειμένου να βρεθεί μια αστική διέξοδος στην κοινοβουλευτική κρίση. Η αστική τάξη της Ελλάδας, εκείνη την περίοδο τουλάχιστον, δεν ήταν σύμφωνη με το ενδεχόμενο της απομάκρυνσης του βασιλιά.26 Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο από τη Βουλή στις 14 Γενάρη 1967. Την ψήφισε και η «ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου», παρότι διαφωνούσε με τις συγκεκριμένες επαφές και αποφάσεις του πατέρα του. Όπως είχε καταγγείλει τότε το ΚΚΕ, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου αποτελούσε προϊόν συναλλαγής της ΕΚ με το Παλάτι και την ΕΡΕ, έχοντας ως «μία από τις βασικές επιδιώξεις, που δεν την απέκρυψαν, να δώσουν ΝΑΤΟϊκή λύση στο Κυπριακό»27.
Στις 30 του Μάρτη η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχτηκαν για τις 28 Μάη 1967, αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, αφού στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967-1974).28

Ο «ΚΕΝΤΡΩΟΣ» ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ»

 Η «κεντρώα» εφημερίδα που κατά τη διάρκεια των «Ιουλιανών» ταυτίστηκε με την «αποστασία», ήταν η «Ελευθερία» του εκδότη και διευθυντή Πάνου Κόκκα. Η συγκεκριμένη εφημερίδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, είχε αναδειχτεί σε «μαχητικό» δημοσιογραφικό βήμα του «κεντρώου» χώρου. Ακόμα και «τη δεκαετία του 1950 –που το “Κέντρo” γνώριζε συνεχείς διασπάσεις, εναλλαγές σχημάτων κι αρχηγών– αποτελούσε σταθερό εκφραστή του, στοχεύοντας στη συνένωση των κατακερματισμένων δυνάμεών του»29 και κατ’ επέκταση στη θωράκιση του αστικού πολιτικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό πως ο όρος «Κέντρο», ως ονοματοδοσία μιας αστικής πολιτικής παράταξης, προήλθε μέσα από την αρθρογραφία της «Ελευθερίας»30. Μετά από τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 που ανέδειξαν κυβέρνηση την ΕΡΕ, η «Ελευθερία» χάραξε –στο πλαίσιο της αστικής αντιπαράθεσης– την πιο σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή. Δεν είναι τυχαίο πως η συγκεκριμένη εφημερίδα, μετά από την κήρυξη του «ανένδοτου αγώνα» από την ΕΚ, «πολιτογραφήθηκε ως η “Εφημερίδα του Ανένδοτου”».31
Ο πολιτικός προσανατολισμός της «Ελευθερίας» μέχρι το 1965 παρέμεινε ίδιος. Μεταξύ των πολιτικών προσώπων που εκφράστηκαν πολιτικά από αυτήν την εφημερίδα συγκαταλέγεται και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πρόσωπο που ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης της ΕΚ «πρωταγωνίστησε» στα γεγονότα της «αποστασίας». Η συμπόρευση μαζί του είχε γίνει έντονη από το Σεπτέμβρη του 1961, όταν και ιδρύθηκε το κόμμα της ΕΚ.
Ύστερα από τη δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, η «Ελευθερία» επέρριπτε ευθύνες στην ΕΡΕ, ενώ, αναφερόμενη στον Α. Παπανδρέου, έκανε λόγο για «οικογενειακό μικρομάγαζο που είχε παραμερίσει την κοινοβουλευτική ομάδα και το υπουργικό συμβούλιο, ενώ παράλληλα επιχειρούσε να εξουδετερώσει όσους είχαν πρωτοστατήσει στον Ανένδοτο»32. Πιθανότατα η εσωκομματική αντιπολίτευση στο κυβερνών κόμμα –ανησυχώντας για τις ηγετικές τάσεις του Ανδρέα Παπανßδρέου– να είχε ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τα Ανάκτορα, υποθάλποντας την «αποστασία».33
Η «Ελευθερία» αξιοποίησε τις «περγαμηνές» του «Ανένδοτου» για ν’ αναδειχτεί ως ο «γνησιότερος» εκφραστής του «Κέντρου». Συμπαρατασσόμενη με τον Κ. Μητσοτάκη, που ήταν κι ένας πιθανός διάδοχος της ηγεσίας της ΕΚ, θεώρησε πως εξασφάλιζε την ισορροπία και τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος. Στην προσπάθειά της μάλιστα να εξομαλυνθούν οι σχέσεις του πρωθυπουργού με το Παλάτι, η «Ελευθερία» άρχισε στα τέλη του Ιούνη του 1965 να ζητά έντονα την απομάκρυνση του Γεννηματά, του Γαρουφαλιά και του Α. Παπανδρέου που εμπλέκονταν στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, ώστε να μη θεωρούνται η κυβέρνηση και το κόμμα της ΕΚ «διαβλητοί ή ύποπτοι».34 Δύο μήνες αργότερα θα κατηγορούσε τον Α. Παπανδρέου ότι αναμίχτηκε «εις το στράτευμα και εις την ΚΥΠ»35.
Η εφημερίδα είχε φροντίσει ωστόσο ν’ αναδειχτεί κατά τα «Ιουλιανά» ως το κατεξοχήν δημοσιογραφικό όργανο των «αποστατών», στηρίζοντας τους σχηματισμούς των κυβερνήσεών τους, ύστερα από τις βασιλικές εντολές που λάμβαναν χώρα.36 Σύμφωνα άλλωστε και με το πρωτοσέλιδο της 16ης Ιούλη, χαρακτηριζόταν ως «βιαία» μόνο η αντίδραση του Γ. Παπανδρέου κι όχι συνολικά οι αντιδράσεις του αστικού πολιτικού πλέγματος εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο που η «Ελευθερία» απέκρυπτε τη βαναυσότητα των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους εκείνων των ημερών και των κυβερνήσεών του, αναδεικνύοντας κατά κύριο λόγο ως υπαίτιους των επεισοδίων τους διαδηλωτές.37
Είναι χαρακτηριστικό πως η συγκεκριμένη εφημερίδα δεν απέδωσε καν ευθύνες στην αστυνομία και την κυβέρνηση για τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα. Προκλητικά, μάλιστα, δήλωσε την επομένη της δολοφονίας πως «η ΕΔΑ είχε χύσει αίμα εν ονόματι του κ. Παπανδρέου»38. Το αντικομμουνιστικό της μένος έφτασε στο απόγειό του τη μέρα της ταφής του Πέτρουλα, όταν σε άρθρο της πρώτης σελίδας έκανε λόγο για πιθανότητα ασέβειας και καπηλείας του νεκρού από την ΕΔΑ. Κατά τη γνώμη της, κάτι τέτοιο αποτελούσε πάγια τακτική της Αριστεράς. Οι μνήμες, έγραφε, ήταν νωπές από τις «προδεκεμβριανές χήρες του ΕΑΜ». Η εφημερίδα χαρακτήρισε ως «πράξη βαριάς ασχήμιας» την προσθήκη του Γ. Παπανδρέου στην πένθιμη συνοδεία, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι, καπηλευόμενος το νεκρό εναντίον του κ. Νόβα, «ο Παπανδρέου θα αναμασούσε αυτά που του καταλόγιζαν πριν είκοσι χρόνια οι σημερινοί ζηλωτές του». Εκείνοι το Δεκέμβρη του 1944 τον αποκαλούσαν «αιματοβαμμένο παπατζή» κι αυτός σήμερα με τη σειρά του έκανε λόγο για «κυβέρνηση του αίματος».
Η εφημερίδα του Πάνου Κόκκα σ’ αυτό το σημείο οικειοποιήθηκε τις «αντικομμουνιστικές περγαμηνές» του Γ. Παπανδρέου –για τις οποίες και ο ίδιος περηφανευόταν– για να του καταλογίσει εμμέσως «συνοδοιπορία» με την ΕΔΑ. Έτσι, εξακολουθούσε εν μέσω «Ιουλιανών» ν’ αναδεικνύει αυτό που είχε υπερτονίσει και κατά τη διάρκεια του «Ανένδοτου Αγώνα», δηλαδή την ιδεολογική και πολιτική αυτάρκεια του Κέντρου έναντι της ΕΔΑ. Η συμπόρευση κεντρώων κι αριστερών δυνάμεων κατά τη διάρκεια των 70 ημερών υπονόμευε σύμφωνα με την «Ελευθερία» το διμέτωπο αγώνα, και σ’ αυτό κύρια ευθύνη είχε ο πρώην πρωθυπουργός.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του «Κινήματος των 70 ημερών» η εφημερίδα του Π. Κόκκα συκοφαντούσε και λοιδορούσε τις λαϊκές διαμαρτυρίες, αποκρύπτοντας τον όγκο των συλλαλητηρίων κι αναδεικνύοντας ως υποκινητή των επεισοδίων και υπαίτιο για τους τραυματισμούς διαδηλωτών κι αστυνομικών την ΕΔΑ και την «άκρα Αριστερά». Μάλιστα στις 25 Ιούλη, προσπαθώντας να υπονομεύσει την απεργία της 27ης Ιούλη, καλούσε τους οικοδόμους ανοιχτά σε απεργοσπασία κι έκανε έκκληση στην κυβέρνηση να «προστατεύσει» αυτούς που ήθελαν να εργαστούν.39 Η απεργία αποτελούσε για την εφημερίδα διπλή παράβαση, διότι «προκλητικά παραβίαζε τις αρχές του συνδικαλισμού και της δημοκρατίας». Στα δημοκρατικά πολιτεύματα, ανέφερε η «Ελευθερία», οι τύχες των κυβερνήσεων κρίνονταν στη Βουλή κι όχι στις απεργίες και διαδηλώσεις.
Οι διαδηλώσεις, σύμφωνα με την εφημερίδα, είχαν κρατήσει σε αναταραχή το κέντρο της Αθήνας για πέντε σχεδόν ώρες. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά τα εξής: «Ασέβειαν και ύβριν προς την Βουλήν και την Δημοκρατίαν απετέλεσαν οι φωνασκίες του κατευθυνόμενου πλήθους, που είχε συγκεντρωθεί χθες έξω του Κοινοβουλίου, διά ν’ ασκήση, με τας ρυθμικάς κραυγάς του, πίεσιν απαράδεκτον, η οποία συνιστά και ποινικόν αδίκημα, επί των εκπροσώπων του Έθνους. Αλλά δεν είναι μόνο καταπάτησις των θεμελιωδών αρχών της Δημοκρατίας και παραβίασις του ποινικού νόμου η απόπειρα ασκήσεως πιέσεως επί της Βουλής και η υποκατάστασίς της από φωνασκούντας αλητόπαιδας. Είναι πέραν αυτών, πράξις απολύτως ακατανόητος, εφ’ όσον ο κ. Παπανδρέου και η ΕΔΑ διαθέτουν, όπως βεβαιούν, τα “πρωτόκολλα”, την πλειοψηφίαν εις την Βουλήν και δύνανται, κατά συνέπεια, να ανατρέψουν την κυβέρνησιν με την ψήφον των»40.
Τα σενάρια περί «κόκκινης τρομοκρατίας» και «ανεξέλεγκτου χάους», η επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου και τα υποτιθέμενα σχέδια της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων για ανταρσία κι ανατροπή του καθεστώτος που κατέγραφε στα φύλλα της θυμίζουν έντονα τους «λόγους» της επιβολής της δικτατορίας που επικαλέστηκαν αργότερα οι απριλιανοί συνωμότες του ’67. Πρόκειται για σενάρια που απέδειξαν για άλλη μια φορά πως, όταν γίνεται λόγος για «κομμουνιστικό κίνδυνο», βγαίνει συνολικά ζημιωμένος ο λαός και το εργατικό κίνημα κι όχι μόνο οι κομμουνιστές.
Πολέμιοι της «Ελευθερίας» μέχρι και τις πρώτες μέρες των «Ιουλιανών» στάθηκαν μεταξύ άλλων κι άλλες δύο εφημερίδες που στήριζαν την κυβέρνηση της ΕΚ. Αυτές ήταν «Τα Νέα» και «Το Βήμα», που ανήκαν στο εκδοτικό συγκρότημα Λαμπράκη. Οι συγκεκριμένες εφημερίδες, μέχρι και την καταψήφιση της αυλικής κυβέρνησης Νόβα στη Βουλή, στήριζαν τον πρωθυπουργό και τη στάση που υιοθετούσε, ζητώντας την επιστροφή της πολιτικής ζωής του τόπου στη λαϊκή ετυμηγορία της 16ης Φλεβάρη. Τα πράγματα άλλαξαν από τη στιγμή που ο βασιλιάς ξεκίνησε την αναζήτηση νέου πρωθυπουργού που θα αναλάμβανε να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, προκειμένου να σχηματιστεί νέα αυλική κυβέρνηση.
Ο εκδότης Χρήστος Λαμπράκης άρχισε να υπονομεύει τον Γ. Παπανδρέου, τασσόμενος υπέρ μιας κυβέρνησης της ΕΚ χωρίς να ηγείται σε αυτήν ο Γ. Παπανδρέου. Φαίνεται πως οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις δεν ήταν οι επιθυμητές για τους συγκεκριμένους ιδεολογικούς εκπροσώπους της αστικής εξουσίας. Σε μια περίοδο που το Παλάτι παρέμενε ακόμα ένας ισχυρός «πόλος» του πολιτικού συστήματος, στους δρόμους της Αθήνας άρχισαν να ακούγονται στις διαδηλώσεις αντιμοναρχικά συνθήματα. Τα Ανάκτορα, για άλλη μία φορά μετά από το 1946, αναδεικνύονταν ο συνδετικός κρίκος όλων των φορέων της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και εγγυητής της εξασφάλισης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.
Στις 9 Αυγούστου 1965, λίγες μέρες πριν ο Τσιριμώκος πάρει το «χρίσμα» του βασιλιά Κωνσταντίνου για την πρωθυπουργία, αγανακτισμένοι διαδηλωτές έκαψαν σωρούς αντιτύπων των εφημερίδων «Τα Νέα» και «Το Βήμα», εκδηλώνοντας τον αποτροπιασμό τους για την αλλαγή της πολιτικής στάσης του συγκροτήματος Λαμπράκη. Το ίδιο συνέβη και με την «Ελευθερία» του Π. Κόκκα, η οποία ανέδειξε την καύση των παραπάνω εντύπων, σχολιάζοντας πως οι εκδότες των εφημερίδων που είχαν πρωταγωνιστήσει με τους «παπανδρεϊκούς τίτλους» αποκαλύπτονταν πλέον ως προωθητές της λύσης Στεφανόπουλου.41 Λαμπράκης και Κόκκας, μπροστά στον κίνδυνο αστικών κλυδωνισμών, παραμέρισαν τη διαμάχη τους και υιοθέτησαν κοινή στάση, αφήνοντας στην άκρη τη λαϊκή κατακραυγή και δυσαρέσκεια.
Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο πως τόσο οι εφημερίδες που προαναφέρθηκαν όσο και η «Αυγή» επιλέγουν να ενταχτούν σε αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα –«νόμιμη κυβέρνηση» και «κυβέρνηση αποστατών»– επικαλούμενες τους ίδιους λόγους: Την επιβολή της ομαλότητας και της συνταγματικής τάξης και την αποφυγή σχεδίων εκτροπής του πολιτεύματος.

Η ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ»

 Η πρώτη προσπάθεια ανάδειξης των πολιτικών αιτιών που οδήγησαν στην κρίση του Ιούλη του 1965 τοποθετείται μόλις ένα χρόνο αργότερα, με το έργο του Jean Meynaud, «Oι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα». Πρόκειται για έργο που εγκαινίασε τη συστηματική μελέτη του ελληνικού πολιτικού συστήματος, καθώς διερευνά τις σχέσεις πολιτικών κομμάτων, προσωπικοτήτων και θεσμών με οικονομικούς παράγοντες της εποχής και με διεθνή κέντρα εξουσίας. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια ερμηνείας των πολιτικών εξελίξεων σε σχέση με την οικονομική βάση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων δε συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια.42
Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας εκδόθηκαν στο εξωτερικό τα βιβλία «Η ελληνική τραγωδία» του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα» του Ανδρέα Παπανδρέου και «Η Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα», του δημοσιογράφου και πολιτικού συντάκτη κεντρώων αθηναϊκών εφημερίδων Γιάννη Κάτρη. Οι συγγραφείς των βιβλίων επιχείρησαν να αναδείξουν τα αίτια των «Ιουλιανών» και να ερμηνεύσουν την πολιτική διαδρομή της Ελλάδας από τα «Ιουλιανά» μέχρι τη Χούντα. Έκαναν λοιπόν λόγο για «παρακυβέρνηση» και «Κατεστημένο», στο οποίο εντάσσονταν οι ΗΠΑ, το Παλάτι, οι Ένοπλες Δυνάμεις, η ΕΡΕ, οι «αποστάτες» βουλευτές του «Κέντρου» και η οικονομική ολιγαρχία της Ελλάδας. Αντιμέτωπη με αυτό το «Κατεστημένο» βρέθηκε, κατά την κρίση των συγγραφέων, η ΕΚ από την αρχή της διακυβέρνησής της, το Φλεβάρη του 1964. Ως απόληξη αυτής της σύγκρουσης ήρθε το βασιλικό πραξικόπημα του Ιούλη του 1965, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τη στιγμή που οι Αμερικανοί έδωσαν «το πράσινο φως».43 Πίσω από τις ενέργειες μάλιστα των «αποστατών» κρύβονταν, σύμφωνα με τους συγγραφείς, χρηματικές εξαγορές και μοίρασμα υπουργικών θέσεων. Πρόκειται για συγγραφικές προσεγγίσεις που αποτύπωσαν στρεβλά το χαρακτήρα του κόμματος της ΕΚ και της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Ο πρωθυπουργός αποτυπώνεται ως «θύμα» του συστήματος, τη στιγμή που ο ίδιος αποτελούσε μέρος του κι ερχόταν σε αντιπαράθεση με τμήμα του, από τη σκοπιά των ενδοαστικών αντιθέσεων.
Το 1977 άρχισε να εκδίδεται το πεντάτομο έργο «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», του πολιτικού συντάκτη της «Αυγής» και μέλους της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ κατά τη διάρκεια των «Ιουλιανών», Σπύρου Λιναρδάτου. Αν και στο συγκεκριμένο έργο αποτυπώθηκαν λεπτομερώς οι αστικές διεργασίες, ο συγγραφέας παραγνωρίζει το γεγονός πως οι αστικοί εκσυγχρονισμοί της ΕΚ και οι όποιες παραχωρήσεις προς το λαό έγιναν με στόχο τη θωράκιση του πολιτικού συστήματος και την ενσωμάτωση του λαϊκού παράγοντα στις στοχεύσεις μερίδας της αστικής τάξης.
Οι παραπάνω μελέτες, όπως και επόμενες που ακολούθησαν τη δεκαετία του 1980,44 έκαναν λόγο για ένα πολλαπλό πλέγμα εξουσίας (συντηρητικοί - στρατός - Ανάκτορα και οι Αμερικανοί «επικυρίαρχοι») που ήρθε αντιμέτωπο με το αίτημα της αλλαγής45 που άρχισε να διατυπώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και κορυφώθηκε με τα γεγονότα των «Ιουλιανών». Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω μελετών είναι πως συγχέουν την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του αστικού κράτους από την κυβέρνηση Παπανδρέου με τα λαϊκά συμφέροντα που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν πλήρως στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος.
Ένα σημαντικό τμήμα της βιβλιογραφίας επικεντρώθηκε στο ζήτημα των χειρισμών των πολιτικών πρωταγωνιστών και των πολιτικών δυνάμεων, με έμφαση στις ευθύνες των αποστατών. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των Νίκου Παπαδημητρίου και Θανάση Διαμαντόπουλου. Ο πρώτος στο έργο του «Από την Ένωση Κέντρου στην Αποστασία» δικαιολογεί τόσο τη διαφοροποίηση της θέσης του τότε υπουργού Οικονομικών Κ. Μητσοτάκη από την πολιτική που ακολουθούσε ο Γ. Παπανδρέου όσο και την αντίθεσή του προς το ρόλο και τις επιδιώξεις του γιου του, Ανδρέα, που προετοιμαζόταν για τη διαδοχή της ηγεσίας της ΕΚ. Ο ίδιος έβλεπε σ’ αυτήν τη θέση τον Κ. Μητσοτάκη. Απορρίπτοντας την ύπαρξη συνωμοσίας για την εκδήλωση της «Αποστασίας», αποδοκιμάζει παράλληλα την υπουργοποίηση του Κ. Μητσοτάκη στην κυβέρνηση Νόβα, μετά από τη διάσπαση της ΕΚ. Η «μάχη», σύμφωνα με τον Νίκο Παπαδημητρίου, έπρεπε να δοθεί μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του.46
Στον «αρχηγοκεντρικό» χαρακτήρα του κόμματος της ΕΚ απέδωσε τις ευθύνες ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, που συνέγραψε την πολιτική βιογραφία του Κ. Μητσοτάκη η οποία εκδόθηκε το 1990. Κατά τη γνώμη του, είναι εξωφρενικό από ιστορικής πλευράς να γίνεται λόγος για «αποστασία».47 Οι κυβερνήσεις που προέκυψαν μετά από τη 15η Ιούλη «πάνω από οτιδήποτε άλλο ήταν ένα ξεκαθάρισμα εσωτερικών λογαριασμών»48. Οι παραπάνω συγγραφείς «τάχτηκαν» με το μέρος των «αποστατών», σε μια προσπάθεια να αναδείξουν, μέσα από το έργο τους, τους ικανότερους διαχειριστές του αστικού πολιτικού συστήματος.
Οι παραπάνω βιβλιογραφικές προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν, είτε «κατακεραυνώνοντας» τους «αποστάτες» είτε υποστηρίζοντάς τους, αποκρύπτουν το βασικό στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό είχε να κάνει με τη θωράκιση του αστικού πολιτικού πλέγματος εξουσίας και την προοπτική εκσυγχρονισμού του. Η εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων όμως βρισκόταν στον αντίποδα αυτής της αντιπαράθεσης. Περνούσε μέσα από τη γραμμή αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας και του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Όσον αφορά, τέλος, τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για το κίνημα των «Ιουλιανών», αυτές είναι περιορισμένες.49 Λίγες πληροφορίες αντλούμε από τη μελέτη της Κατερίνας Σαιν Μαρτέν για τους «Λαμπράκηδες» και το φωτογραφικό λεύκωμα του Φώντα Λάδη για τα «Ιουλιανά 1965 και τις 100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα», που κυκλοφόρησαν το 1984 και 1985 αντίστοιχα. Στη συνέχεια προστέθηκαν μελέτες που αφορούσαν γενικότερα τους κοινωνικούς αγώνες της μετεμφυλιακής Ελλάδας και της δεκαετίας του ’60 ειδικότερα, στις οποίες τα «Ιουλιανά» κατείχαν εξέχουσα θέση.50

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΔΑ ΣΤΑ «ΙΟΥΛΙΑΝΑ» ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΑΥΓΗ»

 Η πολιτική στάση της ΕΔΑ κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών απέρρεε από το πρόγραμμά της, που έθετε ως στρατηγικό στόχο την «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή». Η υλοποίηση αυτού του στόχου προϋπόθετε σταδιακές αλλαγές χωρίς να θίγονται οι καπιταλιστικές σχέσεις. Η κινητήρια δύναμη του προγράμματός της ήταν η συμμαχία μιας υποτιθέμενης «εθνικής αστικής τάξης» με τους διανοουμένους, τους αγρότες και την εργατική τάξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΔΑ επιδίωκε την πολιτική συμμαχία και συμπόρευση με το «Κέντρο», που υποτίθεται ότι εξέφραζε τα συμφέροντα αυτής της «εθνικής αστικής τάξης». Στην ουσία επρόκειτο για εφαρμογή του «μίνιμουμ» προγράμματος του ΚΚΕ με τις λαθεμένες επεξεργασίες σχετικά με τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό, την «ειρηνική συνύπαρξη» και τη δυνατότητα ύπαρξης ενδιάμεσου σταδίου ανάμεσα στο καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό σύστημα. Αυτές οι επεξεργασίες, που αντανακλούσαν αντιφάσεις και λάθη της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, εξελίχτηκαν και τελικά εδραιώθηκαν με τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ το 1956.
Το ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε με τη συγκεκριμένη αντίληψη στην 6η Ολομέλεια του 1956, ύστερα από ανακατατάξεις στις γραμμές του, που έφτασαν μέχρι και τη διαγραφή του Γραμματέα του Κόμματος, Νίκου Ζαχαριάδη. Από την 8η Ολομέλεια του ΚΚΕ του 1958, είχε παρθεί απόφαση για διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων και διάχυση των κομματικών μελών του στην ΕΔΑ. Έτσι, η ΕΔΑ δρούσε ως υποκατάστατο του ΚΚΕ. Τα ετερόκλητα ωστόσο πολιτικά στοιχεία που την αποτελούσαν δεν της επέτρεπαν να αναλάβει τέτοιο ρόλο.
Η γραμμή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, όπως εκφράστηκε και στη γραμμή του ΚΚΕ, ενίσχυσε τις σοσιαλδημοκρατικές θέσεις μέσα στην ΕΔΑ, που πήγαιναν τις συμμαχίες της πέρα κι από το «Κέντρο». Αυτές αποτυπώθηκαν στις θέσεις της ΕΔΑ, ήδη από την Α΄ Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη, που ανέφερε για τις σχέσεις ΕΔΑ με ΕΡΕ τα εξής: «Με προσοχή πρέπει να διευρύνουμε τις συμμαχίες μας ακόμα πιο δεξιά. Να παραμερίσουμε τις διακρίσεις “δεξιοί”, “αριστεροί”. Στην πατριωτική Δεξιά υπάρχουν άνθρωποι με αληθινό πόνο για τον τόπο...»51. Ήταν φυσικό λοιπόν, λίγες μέρες πριν τη βασιλική παρέμβαση της 15ης Ιούλη, να εμφανίζεται μέσω ανακοίνωσή της στην «Αυγή», ως υπέρμαχος του «1-1-4», τονίζοντας πως «η προάσπιση της συνταγματικής νομιμότητας και η ομαλότητα» αποτελούσε «ιερή υπόθεση» όλου του λαού και πως απαιτούνταν η συγκρότηση ενός «Εθνικού Μετώπου ανένδοτης δημοκρατικής πάλης».52
Στα τέλη του Φλεβάρη του 1965, η ΚΕ του ΚΚΕ πραγματοποίησε την 8η Ολομέλεια στην οποία αναφέρθηκε εισηγητικά πως η ΕΚ παρουσιαζόταν δέσμια των εσωτερικών της αντιφάσεων, με αποτέλεσμα «η πορεία εκδημοκρατισμού να γίνεται πιο επίπονη και βασανιστική»53. Η Απόφαση μεταξύ άλλων ανέφερε πως «ο τρόπος που η κυβέρνηση αντιμετώπισε βασικά προβλήματα του λαού και του τόπου και οι λύσεις που έδωσε σ’ αυτά, παρά τις ορισμένες θετικές πλευρές τους, δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της χώρας και τους πόθους του λαού, και βρίσκονται πολύ πίσω από τις προεκλογικές της επαγγελίες»54.  Οι αυταπάτες σε σχέση με το χαρακτήρα της ΕΚ ήταν έκδηλες. Υπήρχε η εκτίμηση πως «μεγάλο μέρος των στελεχών της, που επηρεάζονταν από τη δημοκρατική βάση της ΕΚ, σκέφτονταν προοδευτικά»55.
Η πολιτική «ουράς» απέναντι στο «Κέντρο», που υιοθέτησε η ΕΔΑ, γίνεται όλο και πιο καθαρή όσο πλησιάζουμε προς τη 15η Ιούλη του ’65. Έτσι, αν και η ΕΔΑ προέτρεπε τον Γ. Παπανδρέου να μην παραιτηθεί, μετά από τη βασιλική παρέμβαση δεν του άσκησε καμία κριτική για το γεγονός ότι ως πρωθυπουργός δεν αξιοποίησε το θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα που είχε να ζητήσει διάλυση της Βουλής και προσφυγή στις κάλπες. Συνεχές αίτημα της ΕΔΑ, μέχρι τα μέσα περίπου του Αυγούστου, ήταν κατά κύριο λόγο η επιστροφή στη «λαϊκή στροφή» της 16ης Φλεβάρη 1964, προκειμένου «να εφαρμοστεί το πρόγραμμα της Δημοκρατίας», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ίδια στις ανακοινώσεις της. Ως εναλλακτική διέξοδος αναδεικνυόταν η προκήρυξη εκλογών.
Παραμονές των «Ιουλιανών», το ΚΚΕ τόνιζε πως «η πάλη κι η ενότητα των δημοκρατικών δυνάμεων μπορούσε να επιβάλει στην κυβέρνηση να διώξει από τις γραμμές της τους τοποτηρητές του ΝΑΤΟ και της Αυλής, με πρώτο και κύριο τον Γαρουφαλιά, ακολουθώντας έστω και στοιχειωδώς ένα δρόμο σύμφωνο με την εντολή του λαού»56.  Η ΚΕ του ΚΚΕ, με ανακοίνωσή της στις 10 Ιούλη 1965, τόνιζε μεταξύ άλλων τα εξής: «Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, καλούμε την κυβέρνηση να συναισθανθεί τις ευθύνες της, να στηριχθεί στο λαό και χωρίς δισταγμούς [...] να πάρει σύντομα μέτρα...»57.
Από την άλλη, ο Γ. Παπανδρέου δε νομιμοποιούσε τη σύμπλευση «Κέντρου» και ΕΔΑ. Σε συνέντευξη μάλιστα που παραχώρησε στην εφημερίδα «Το Βήμα»58, λίγες μόλις μέρες μετά από την προφορική υποβολή της παραίτησής του, διευκρίνισε πως η «ψυχική συνεννόηση» των μαζών δεν ήταν αποτέλεσμα επαφών των ηγετικών κομματικών κλιμακίων. Στις 23 Ιούλη, σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ανταποκριτές κι απεσταλμένους του ξένου Τύπου, τόνισε πως η ιστορία είχε αποδείξει πως ο ίδιος είχε αποδειχτεί ο σκληρότερος αντίπαλος του κομμουνισμού. Μάλιστα, χρέωσε στη Δεξιά και την ΕΡΕ το ποσοστό του 24% που είχε συγκεντρώσει η ΕΔΑ το 1958 και περηφανεύτηκε πως ο ίδιος, με τον «Ανένδοτο Αγώνα», το έριξε στο 12%.59
Το ΚΚΕ συνέχιζε να εκτιμά λαθεμένα ότι η αιτία της σύγκρουσης ήταν ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Είναι χαρακτηριστική η συνέντευξη του Α΄ Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, Κώστα Κολιγιάννη, που φιλοξενήθηκε στην «Αυγή» της 30ής Ιούλη, για την πολιτική σύγκρουση που διεξαγόταν το καλοκαίρι του 1965 «ανάμεσα στις δυνάμεις της δημοκρατίας και της προόδου από τη μία και τις δυνάμεις της αντίδρασης, ντόπιας και ξένης, από την άλλη». Το ζήτημα ήταν «αν θα αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη και η δημοκρατική ομαλότητα ή θα κυβερνούν η παλατιανή καμαρίλα, η στρατοκρατική χούντα και οι ξένοι, στηριγμένοι στη βία και την αυθαιρεσία, στο παρασύνταγμα και στους έκτακτους νόμους της περιόδου της ανωμαλίας. Με άλλα λόγια, θα προχωρήσουμε στο δρόμο της δημοκρατίας και ομαλότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για την προκοπή της χώρας, ή θα ξαναγυρίσουμε στο καθεστώς του καραμανλισμού, το γνωστό δρόμο εκφασισμού της εσωτερικής ζωής της χώρας, που ο λαός με την πολύχρονη και τη γεμάτη θυσίες πάλη του ανέτρεψε το 1963»60.
Στις 19 Αυγούστου, εν μέσω «Ιουλιανών», δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» το πλήρες κείμενο της απόφασης της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, που ολοκλήρωσε τις εργασίες της στις 15 Αύγουστου 1965, στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Η λανθασμένη γραμμή ταξικής ενότητας αποτυπώθηκε και στην 9η Ολομέλεια, της οποίας η Απόφαση αδυνάτιζε ακόμη περισσότερο την κριτική προς την ΕΚ. Σε έκθεση μάλιστα του ΠΓ που συντάχτηκε στο πλαίσιο της διεξαγωγής της Ολομέλειας, τονιζόταν πως «η κοινή πάλη πρέπει να γίνεται με βάση ένα κοινό μίνιμουμ πρόγραμμα, που να [...] αποτελείται από επιδιώξεις που είναι κοινές, και της ΕΚ και δικές μας»61.
Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του Πάνου Δημητρίου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που υποστήριξε πως η ΕΔΑ μονοπωλούσε την αφοσίωση στη δημοκρατία, μην αναγνωρίζοντας την ηρωική συνεισφορά και δράση στελεχών και βουλευτών της ΕΚ την περίοδο των «Ιουλιανών»! Μια τέτοια τακτική όμως, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά ανέφερε, απέναντι σε μια πολιτική δύναμη που επιδίωκες να την καταστήσεις σύμμαχο, δε βοηθούσε, αλλά ζημίωνε την ΕΔΑ και το δημοκρατικό κίνημα. Σημείωνε μάλιστα πως, «αν δεν υπήρχε ορισμένη αντικειμενική βάση, αντικειμενική σύμπτωση επιδιώξεων, σκοπών και συμφερόντων με τις δυνάμεις του Κέντρου –η αντίθεσή τους με το Παλάτι, η αντίθεσή τους με τους ξένους, η διάθεσή τους να προχωρήσουν σε μια ορισμένη αλλαγή– μονάχα η δική μας πίεση δε θα ήταν αρκετή»62.
Η Απόφαση της Ολομέλειας χαρακτηριστικά ανέφερε: «Επικεφαλής της πολύμορφης και επιβλητικής αυτής κινητοποίησης του λαού είναι τα δημοκρατικά κόμματα, οι οργανώσεις της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, των επιστημόνων και διανοουμένων, των αγροτών και επαγγελματοβιοτεχνών. [...] Μέσα στα κρίσιμα γεγονότα του τελευταίου μήνα αναπτύχθηκε παραπέρα, πήρε πλατιά έκταση και ποικίλες μορφές και δέθηκε πιο πολύ η ενότητα. Η ενότητα αυτή έδωσε πρωτοφανές βάθος και έκταση στο μαζικό λαϊκό κίνημα, αποτελεί [...] σοβαρή εγγύηση για νέες μελλοντικές κατακτήσεις του και πρέπει να στερεωθεί και να αναπτυχθεί παραπέρα»63.
Σύμφωνα μάλιστα με την εισήγηση της Ολομέλειας, το ΚΚΕ και η ΕΔΑ είχαν εφαρμόσει από την αρχή των «Ιουλιανών» σωστή πολιτική και δεν αιφνιδιάστηκαν από τα γεγονότα. Στη συνέχεια της εισήγησης ο Λεωνίδας Στρίγκος, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, έκανε μια εκτενή αναφορά στο κόμμα της ΕΚ και στις συνέπειες της υποχωρητικότητας και των συμβιβασμών του με τους κύκλους της «ανωμαλίας». Οι εξελίξεις αυτές, όπως ο ίδιος ανέφερε, συνδέονταν με την επικράτηση της δεξιάς πτέρυγας στην ηγεσία της ΕΚ. Το συγκεκριμένο κόμμα, χάρη στην ανάπτυξη της μαζικής πάλης, «υιοθέτησε τελικά τη γραμμή της λαϊκής αντίστασης». Παράλληλα υπήρχε η εκτίμηση πως τα γεγονότα αποδείκνυαν ότι η εθνική αστική τάξη της Ελλάδας, μπορούσε να τραβηχτεί στην πάλη για τη δημοκρατία εναντίον του ιμπεριαλισμού.64
Στα τέλη του Αυγούστου, ύστερα από την καταψήφιση της κυβέρνησης Τσιριμώκου, το αίτημα για άμεση προσφυγή σε εκλογές έγινε κυρίαρχο και άρχισε να προβάλλεται ως μοναδική διέξοδος από την πολιτική κρίση, τόσο από το πλήθος που έπαιρνε μέρος στις διαδηλώσεις όσο κι από τα κόμματα της ΕΚ και της ΕΔΑ. Την κοινή αυτή πρόταση η «Αυγή» φρόντισε να την τονίσει μέσα από τη δημοσίευση ανακοίνωσης της ΕΔΑ, η οποία ανέφερε πως ο λαός αποδεχόταν την πρότασή της, που ήταν ίδια με την πρόταση του Γ. Παπανδρέου.65
Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και μετά από τη μεγάλη σε όγκο συγκέντρωση της ΕΚ στις 19 Σεπτέμβρη, στη Θεσσαλονίκη, όπου συμμετείχαν 250.000-300.000 λαού, στην οποία ο Γ. Παπανδρέου απέκλεισε στην ομιλία του το ενδεχόμενο συγκρότησης μετώπου με την Αριστερά –τη στιγμή μάλιστα που συμμετείχαν στη συγκέντρωση οι οργανωμένες δυνάμεις της ΕΔΑ– η ηγεσία της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς επέμενε να θεωρεί εφικτή την υλοποίησή του.
Οι παραπάνω θέσεις κι εκτιμήσεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ ήταν το αποτέλεσμα της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης που είχε σημειωθεί σε μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα, μετά από το 1956. Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Ζήσης Ζωγράφος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» της 19ης Σεπτέμβρη 1965, «πόθος του λαού» ήταν «η αλλαγή να γίνει ειρηνικά». Αναλυτικά ανέφερε πως «ο βαθύτατος πόθος των εργαζομένων, όλου του έθνους, ήταν όλες οι αλλαγές στη χώρα μας, ακόμα και οι πιο ριζικές, να πραγματοποιηθούν ειρηνικά χωρίς νέα εμφύλια σύγκρουση». Η δυνατότητα αυτή, κατά την εκτίμησή του, εδραιωνόταν σε αντικειμενικούς λόγους, όπως η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε διεθνή κλίμακα υπέρ του σοσιαλισμού, η οποία έκανε πιο δύσκολη την επέμβαση των ιμπεριαλιστών σε ξένη χώρα. «Κοινό συμφέρον όλων των τάξεων και στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, πλην της ελάχιστης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, ήταν να απαλλαγεί ο τόπος από την ξενική εξάρτηση. Η πείρα των λαϊκών στρωμάτων έδειχνε πως ο εθνικός διχασμός μείωνε τη δύναμη αντίστασης κατά των ξένων ιμπεριαλιστών».
Αναφερόμενος επίσης στην εκλογική νίκη της ΕΚ, στις 16 Φλεβάρη 1964, τόνιζε πως για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια «η αλλαγή κυβερνήσεων στη χώρα μας δεν είχε γίνει με την άμεση επέμβαση ή πρωτοβουλία των ξένων, αλλά είχε έρθει σα χειροπιαστό αποτέλεσμα της πάλης των λαϊκών μαζών, παρόλο που το κόμμα και οι παράγοντες του “Κέντρου” είχαν διαφορετικό και κάποιο αντιφατικό επίπεδο συνέπειας». Οι εξελίξεις του καλοκαιριού του 1965 επιβεβαίωναν, σύμφωνα με τον Ζ. Ζωγράφο, την ορθότητα των προγραμματικών θέσεων του 8ου Συνεδρίου του ΚΚΕ.66
Ως επιστέγασμα αυτής της πολιτικής ήρθαν λίγους μήνες μετά από το «Κίνημα των 70 ημερών», στις αρχές του 1966, τα περίφημα «5 σημεία»67 της ΕΔΑ. Μέσω των «5 σημείων» το κόμμα της ΕΔΑ δεσμευόταν να μη θέσει η ίδια «πολιτειακό ζήτημα», σε μια προσπάθεια «κοινοβουλευτικής» διεξόδου από την κρίση. Με αυτόν τον τρόπο, αποδεχόμενη το θεσμό της βασιλείας και επιθυμώντας τον περιορισμό των καθηκόντων της στο πλαίσιο του Συντάγματος, επιβεβαίωσε πως η γενική πολιτική γραμμή της ήταν να βοηθήσει τις επίσημες αστικές δυνάμεις για να σταθεροποιηθεί το αστικό πολιτικό σύστημα. Ουσιαστικά η ΕΔΑ, με τις συγκεκριμένες θέσεις, καλλιεργούσε στο λαό την προσμονή πως ύστερα από τις εκλογές και τη νίκη της ΕΚ σε αυτές θα συνεχιζόταν η φιλολαϊκή διέξοδος που ανακόπηκε. Η συντήρηση των αυταπατών καλά κρατούσε...

ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΔΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΝΛ

 Στους κόλπους της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του «Κινήματος των 70 ημερών», διεξαγόταν εσωοργανωτική αντιπαράθεση, που τροφοδοτούνταν σε ένα βαθμό από την αντιπαράθεση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (ΕΣΣΔ - Κίνα) και στο ΚΚΕ. Η ύπαρξη διαφωνιών στους κόλπους της καθοδήγησης του ΚΚΕ σχετιζόταν με το «κομματικό - οργανωτικό πρόβλημα» και την αναγκαιότητα ύπαρξης ή μη παράνομων κομματικών στηριγμάτων στην Ελλάδα68 και συμβάδιζε με τη διαπάλη πάνω στο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών και τον τρόπο αντιμετώπισης της ΕΚ.
Με τη βασιλική εκτροπή ωστόσο της 15ης Ιούλη, η λανθασμένη κριτική του ΚΚΕ προς την ΕΚ ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κάνοντας λόγο για μια ενδεχόμενη μετατόπιση της ΕΚ προς δημοκρατικότερες λύσεις, ως αποτέλεσμα της πίεσης από το μαζικό λαϊκό κίνημα. Οι διαφωνίες που εντοπίζονται στην 9η Ολομέλεια του 1965 μεταξύ των στελεχών σχετίζονται με τον «πρωτοπόρο» ρόλο της ΕΚ στα γεγονότα των «Ιουλιανών». Η πλειοψηφία του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σε αντίθεση με ορισμένα στελέχη, δεν αναγνώριζε τέτοιο ρόλο, παρά τη σημαντική συμβολή που του απέδιδε. Η Απόφαση, για παράδειγμα, της 9ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, ανέφερε: «Το ΚΚΕ και όλη η Αριστερά προετοίμαζαν χρόνια τώρα, επίμονα και κοπιαστικά, με την πολιτική και τη δράση τους την ενότητα αυτή. Μέσα σε μεγάλες δυσκολίες, οι κομμουνιστές, τα στελέχη και τα μέλη της Αριστεράς, [...] παλεύοντας ενάντια σε αντιδράσεις, καθώς και ενάντια σε αριστερές και δεξιές παρεκκλίσεις, καλλιεργούσαν το πνεύμα της ενότητας, δένονταν με τους δημοκράτες, με τα άλλα στελέχη των λαϊκών οργανώσεων, με όλο το λαό»69.
Απότοκο της δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής του ΚΚΕ ήταν και η δημιουργία νέων οργανώσεων που «αντιπολιτεύονταν» την ΕΔΑ και εμφανίζονταν είτε πιο «ενωτικές» είτε πιο «μαχητικές». Μία από αυτές ήταν η Ανανεωτική Ομάδα Δημοκρατικής Αριστεράς (ΑΟΔΑ), που δημιουργήθηκε στις 19 Απρίλη 1964 με επικεφαλής τον Λευτέρη Αποστόλου, πρώην μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και πρώτο γραμματέα του ΕΑΜ. Ο «πυρήνας» των αναλύσεων της συγκεκριμένης ομάδας πήγαινε ακόμη πιο «δεξιά», καθώς διέπονταν από το σκεπτικό ότι κύριος στρατηγικός στόχος της Αριστεράς έπρεπε να είναι η στενότερη συνεργασία της με τις δυνάμεις του «Κέντρου», προκειμένου να επιτευχθεί η «Δημοκρατική Αλλαγή».
Όπως έγραψε ο Αποστόλου, «μπορούν να συμφωνήσουν και να αγωνιστούν όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας, από την εθνική αστική τάξη ίσαμε την εργατική, και ν’ απομονωθεί οριστικά και τελειωτικά η αντιδραστική, αντεθνική και ξενόδουλη Δεξιά». Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει «η Αριστερά ν’ απελευθερωθεί από την σταλινική κληρονομιά και τους φορείς της και ν’ αποκτήσει πολιτική γραμμή που να πηγάζει από την ελληνική πραγματικότητα, κι όχι από δόγματα και τσιτάτα. Κι αυτό, γιατί τότε μοναχά θα μπορέσει να συνδεθεί με τον όγκο των δημοκρατικών δυνάμεων που βρίσκονται εκτός της Αριστεράς και να βοηθήσει ολοένα και πιο αποφασιστικά στη στερέωση της Δημοκρατίας στη χώρα που την γέννησε και στην προώθηση και ολοκλήρωση της αστικής Δημοκρατικής Αλλαγής».70
Από την άλλη μεριά, «εξ αριστερών» κριτική στην ΕΔΑ, σωστή σε ορισμένα σημεία της, αλλά με αντιφάσεις, έκανε ο «μάρτυρας» των «Ιουλιανών», Σωτήρης Πέτρουλας. Ο ίδιος θεωρούσε πως η ηγεσία της ΕΔΑ ήταν μετριοπαθής κι ενδοτική προς την ΕΚ. Ωστόσο, αν και ο Πέτρουλας «κόντραρε» την ΕΔΑ στα πιο συμβιβαστικά αιτήματά της, δεν τεκμηριώνεται ότι ο ίδιος είχε μια ριζικά διαφορετική στρατηγική αντίληψη από την ΕΔΑ. Γι’ αυτές τις απόψεις του Πέτρουλα μας πληροφορεί και ο θείος του, Αντώνης Πέτρουλας, που συνάντησε τελευταία φορά τον ανιψιό του λίγο πριν το Α΄ Συνέδριο της ΔΝΛ στα τέλη του Μάρτη του 1965.
Ο Σωτήρης Πέτρουλας, αφού πέρασε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή, εντάχτηκε στη Νεολαία της ΕΔΑ, έχοντας ορισμένες επιφυλάξεις για την ορθότητα της πολιτικής της: «Δε διαφωνούσε μόνο με τη συγχώνευση της Νεολαίας της ΕΔΑ με τη ΔΝΛ [...]. Είχε ουσιαστικές και βαθύτερες διαφωνίες με τη γενικότερη πολιτική της Αριστεράς. Είχε ασκήσει έντονη κριτική στις πολιτικές επιλογές της ΕΔΑ πριν από τη συνδιάσκεψη της Νεολαίας. Στη συνδιάσκεψη που έγινε λίγο πριν τη δολοφονία του, η σύγκρουση εντάθηκε και είχαν δρομολογηθεί πειθαρχικά (οργανωτικά) μέτρα σε βάρος του. [...] Από τις πιο βασικές διαφωνίες του ήταν η πριμοδότηση του Κέντρου (του Παπανδρέου) στις εκλογές του 1964 και η στήριξη της πολιτικής του. [...] Ο Σωτήρης ήθελε πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Ήθελε πιο επαναστατική την ΕΔΑ. Είχε ανατεθεί στην κεντρική καθοδήγηση της Νεολαίας η ευθύνη να τον μεταπείσει ή τουλάχιστον να χαμηλώσει τους τόνους»71.
Κάποιες από τις αρνητικές διαπιστώσεις του Σωτήρη Πέτρουλα για την ΕΔΑ και το κίνημα είχαν καταγραφεί σε ένα υπό διαμόρφωση κείμενο, λίγο πριν τη δολοφονία του, που δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στο περιοδικό Φίλοι Νέων Χωρών72, «αντιπολιτευτικό» στην ΕΔΑ και τη ΔΝΛ.73 Όπως αποκαλύπτουν τα γράμματα που είχε στείλει ο Πέτρουλας, λίγο πριν το θάνατό του, στο σύντροφό του Γιώργο Χατζόπουλο, φαίνεται καθαρά η προσπάθειά του να οργανώσει μια διαφορετική κατάσταση στο εσωτερικό των Λαμπράκηδων. Η προσπάθεια αυτή σχετιζόταν με τη συσπείρωση και το συντονισμό της δραστηριότητας όλων των «αντιρεφορμιστικών» στελεχών της ΔΝΛ. Ταυτόχρονα ο Πέτρουλας αρθρώνει κι έναν πιο πολιτικό λόγο, ειρωνευόμενος την ειρηνική συνύπαρξη ΕΣΣΔ - ΗΠΑ που ασπαζόταν η ΕΔΑ, ύστερα και από την πραγματοποίηση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, το 1956.74
Η σύγχρονη έρευνα έχει αποφανθεί πως, για τη δραστηριότητα αυτή του Πέτρουλα, το ΚΣ της ΔΝΛ είχε επιβάλει στο μέλος της την ποινή της «βαριάς μομφής», που πιθανότατα θα αντιστοιχούσε με «προσωρινή διαγραφή». Ο Πέτρουλας ωστόσο, παρά την κοινοποίηση της μομφής, διεκδίκησε το δικαίωμά του να παραμείνει στη ΔΝΛ και να συνεχίσει τις προσπάθειές του για αλλαγή προσανατολισμού του κινήματος, συμμετέχοντας μάλιστα και στο Α΄ Συνέδριό της, στα τέλη του Μάρτη του 1965.75
Τη μέρα της ταφής του Πέτρουλα, σύντροφοί του κυκλοφόρησαν προκήρυξη με την οποία ανήγγειλαν την ίδρυση της Πανσπουδαστικής Δημοκρατικής Κίνησης (ΠΑΝΔΗΚ) - «Σωτήρης Πέτρουλας». Η πολιτική ιδεολογία της συγκεκριμένης ομάδας αποτυπωνόταν στην προκήρυξη αρκετά ακαθόριστα, σε σύγκριση με τη ΔΝΛ και την ΕΔΑ τις οποίες αντιπολιτεύονταν «από τ’ αριστερά». Ως βασικά σημεία της προκήρυξης μπορούμε να διακρίνουμε το κάλεσμα σε δράση εναντίον της αποδυνάμωσης του φοιτητικού κινήματος και υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας.76 Ως λόγο ίδρυσής της η ΠΑΝΔΗΚ πρόβαλε την ανάγκη αποσόβησης της κρίσης του φοιτητικού κινήματος.77
Ακόμα μια οργάνωση που δημιούργησε μια βάση στη ΔΝΛ και το κίνημα της νεολαίας, κυρίως στους φοιτητές μεσαίων κι ανώτερων σχολών, ήταν η ομάδα που από τον Οκτώβρη του 1964 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «Αναγέννηση». Πίσω από αυτήν «κρυβόταν» μια ομάδα κομμουνιστών που υποστήριζε τις θέσεις του ΚΚ Κίνας, υπό την ηγεσία δύο πρώην μελών του ΚΚΕ, των Ισαάκ Ιορδανίδη και Γιάννη Χοτζέα, με μαοϊκές, αντισοβιετικές θέσεις. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού παρουσιάστηκαν οι θέσεις: «Για μια πραγματική αναγέννηση του κινήματος και της Ελλάδας». Στις θέσεις τονιζόταν πως η πάλη για την απαλλαγή της Ελλάδας από το «καθεστώς της υποτέλειας και της ξενοκρατίας» αποκτούσε πρωταρχική σημασία. Γι’ αυτό οι συνεπείς αριστερές δυνάμεις όφειλαν «να απορρίψουν τον προσανατολισμό της σημερινής ηγεσίας της Αριστεράς, που περιορίζεται στην επιδίωξη για μερικότερες βελτιώσεις στα πλαίσια του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας [...] και να αγωνιστούν [...] για την εκ βάθρων ανατροπή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και την κατάκτηση πλήρους εθνικής ανεξαρτησίας»78.
Σε τεύχος που κυκλοφόρησε μέσα στην «καρδιά» των «Ιουλιανών», μετά από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και την απεργία της 27ης Ιούλη, σε άρθρο με τίτλο «Οι “Προβοκάτορες” και οι Συνθηκολόγοι», ασκήθηκε «σκληρή» πολιτική κριτική στις θέσεις και στην τακτική της ΕΔΑ. Αναφερόταν πως «η πρόσφατη και παλιότερη πείρα είχε επιβεβαιώσει το ρόλο της ηγεσίας της ΕΔΑ στο έργο του ευνουχισμού των αγωνιστικών διαθέσεων του λαού». Τα γεγονότα μετά από τη 15η Ιούλη είχαν αποδείξει –σύμφωνα πάντα με το άρθρο– πως «οι οπορτουνιστές» της ΕΔΑ είχαν τρομάξει με τις διαστάσεις του λαϊκού ρεύματος και τις διαθέσεις των μαζών να βγούνε έξω από το πλαίσιο που καθόριζε η ηγεσία της ΕΚ, κάτι που αποδεικνυόταν ξεκάθαρα από την απεργία της 27ης Ιούλη, όπου η ΕΔΑ έκανε ό,τι μπορούσε για να ματαιώσει την εργατική διαδήλωση.
Στην ουσία όμως η «Αναγέννηση» υιοθετούσε την αντίληψη για την «εθνική αστική τάξη», που την ονόμαζε μεσαία. Όπως σημειώνεται και στο Β΄ τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ: «...Επρόκειτο για πιστή αντιγραφή της αντίστοιχης θέσης του ΚΚ Κίνας. Η θέση της “Αναγέννησης” κατά του “κοινοβουλευτικού δρόμου” δεν απάλλασσε τη γενική της πολιτική από προβλήματα παρέκκλισης, ενώ συνοδευόταν από έντονα αντιΚΚΕ στοιχεία. Ταυτόχρονα, είχε καθαρά φραξιονιστική δράση...»79.

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΠΑΛΗΣ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ 70 ΗΜΕΡΩΝ»

 Η λαθεμένη στρατηγική αντίληψη του ΚΚΕ επέδρασε στο περιεχόμενο δράσης των εργαζομένων και της νεολαίας κατά τη διάρκεια των «Ιουλιανών». Έτσι, δε δόθηκε στο περιεχόμενο πάλης του λαϊκού κινήματος ταξικός προσανατολισμός. Κυριάρχησαν συνθήματα των αστικών δυνάμεων που εξέφραζαν την αντίθεσή τους με τη «Δεξιά», το «Παλάτι» και τον ξένο παράγοντα. Επόμενο ήταν αυτή η εξέλιξη να είχε προεκτάσεις και στις μορφές πάλης που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια του «Κινήματος των 70 ημερών».
Η συνεχής επίκληση της συνταγματικής νομιμότητας και η υπεράσπιση του αστικού δικαίου με το «1-1-4» δεν αναδείκνυε το δρόμο της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίθετα, καλλιεργούσε αυταπάτες μέσω της προβολής φιλολαϊκής διεξόδου εντός των τειχών του. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που είχε δώσει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ, Ηλίας Ηλιού, στον αρχηγό της ΕΡΕ, Π. Κανελλόπουλο, που κατηγορούσε την ΕΔΑ για «δολοφονία της ομαλότητας» σε μια συνεδρίαση του κοινοβουλίου το 1964: «Δε σας σφάζω εγώ, αλλά η ομαλότητα, την οποία η ΕΔΑ υπερασπίζεται με πάθος. Δε θα μπορέσετε όμως να μας μετακινήσετε από αυτήν τη θέση. Θα σας ρέψουμε με την υπεράσπισή της»80. Επόμενο ήταν λοιπόν οι λογικές αυτές να είχαν αντανάκλαση στα κινηματικά δρώμενα και στις μορφές πάλης, που δε θα μπορούσαν να έχουν στοιχεία σύγκρουσης.
Είναι χαρακτηριστικό πως στην αρχή των «Ιουλιανών», με τη λήξη της πρώτης μεγάλης συγκέντρωσης της ΓΣΕΕ στις 17 Ιούλη στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στελέχη της ΕΔΑ προσπάθησαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση πορείας που αψηφούσε τη διαταγή του υπουργού Δημοσίας Τάξης, Ι. Τούμπα, και να περιορίσουν τα αντιμοναρχικά συνθήματα.81 Τα συνθήματα «Έξω η γκεσταπίτισσα!» και «Δημοψήφισμα!» που φώναζε μέρος του πλήθους έρχονταν σε αντιδιαστολή με το «Η Αυλή να μαντρωθεί!» της ΕΔΑ, που επιδίωκε να περιορίσει το βασιλιά στα συνταγματικά του όρια. Η ίδια προσήλωση στην προάσπιση της «ομαλότητας» αναδείχτηκε και μετά από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα82 και την περιπέτεια αναζήτησης του πτώματός του,83 τη μέρα της κηδείας του. Έτσι, στις 23 Ιούλη, η «Αυγή» ανέφερε στο πρωτοσέλιδό της τα εξής: «Η ΕΔΑ, ο κ. Παπανδρέου, η ΓΣΕΕ, η ΕΦΕΕ, η ΔΝΛ, η ΕΛΔΗΝ καλούν το λαό να παρακολουθήσει την κηδεία». Στο ίδιο φύλλο, με ανακοίνωσή της η ΕΔΑ τόνιζε: «Η Ε.Ε. της ΕΔΑ καλεί το λαό σε πάνδημη ειρηνική κηδεία του νέου ήρωα [...]. Καλεί τον ενωμένο λαό να συνεχίσει τον αγώνα, να οξύνει την επαγρύπνησή του, να αναπτύξει τις πιο πολύμορφες και γνώριμες μορφές λαϊκής πάλης».84 Η ανησυχία της ΕΔΑ για το ενδεχόμενο υιοθέτησης εκ μέρους των εργαζομένων πιο δυναμικών μορφών πάλης είναι φανερή.
Το περιεχόμενο δράσης της ΕΔΑ είχε αντανάκλαση στις μορφές πάλης που πρότεινε η ίδια και προέτρεπε το λαό ν’ ακολουθήσει. Στις 27 Ιούλη, για παράδειγμα, στην πρώτη γενική πολιτική απεργία που πραγματοποιούνταν στην Ελλάδα μετά από το 1946, στελέχη της ΕΔΑ, με τη λήξη της συγκέντρωσης στην οποία είχαν παραβρεθεί χιλιάδες λαού στην πλατεία Δημαρχίας, καλούσαν τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν χωρίς να πραγματοποιηθεί συλλαλητήριο. Κι όλα αυτά σε μια χρονική συγκυρία που το κίνημα είχε αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική, εξαιτίας και της οργής που είχε προκαλέσει στο λαό η δολοφονία του Πέτρουλα. Στις διαδηλώσεις του Αυγούστου που ακολούθησαν, αναγγέλλονταν από τα μεγάφωνα των συγκεντρώσεων τα δρομολόγια της πορείας, τα οποία πλέον δεν έφταναν στο Σύνταγμα, αλλά επέστρεφαν στα Προπύλαια μέσω της οδού Κοραή. Ήταν φανερό πως η ΕΔΑ προσπαθούσε να περιορίσει τη σύγκρουση.
Η στάση της ΕΔΑ παρέμεινε ίδια και μετά από την καταψήφιση της δεύτερης αυλικής κυβέρνησης Τσιριμώκου και τους πανηγυρισμούς του πλήθους που την συνόδευσαν έξω από τη Βουλή, στις 28 Αυγούστου. Η ΕΔΑ όφειλε σε εκείνη τη στιγμή να ενθαρρύνει τον αγώνα των διαδηλωτών και να εμπλουτίσει το περιεχόμενο του κινήματος, ώστε να διατηρηθεί και να διαρκέσει ακόμα περισσότερο. Αυτό ωστόσο προϋπέθετε ριζοσπαστικό πρόγραμμα δράσης. Τέτοιος ταξικός πολιτικός προσανατολισμός όμως, προς όφελος του λαού, δεν υπήρχε. Η ΕΔΑ ακολουθούσε τη γραμμή που είχε χαραχτεί στην 9η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, που ανέφερε: «Οι κομμουνιστές επιβάλλεται να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις στη συσπείρωση και κινητοποίηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων [...] για την επιβολή του σεβασμού της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατικής διεξόδου από τη σημερινή ανωμαλία»85. Γι’ αυτό και επέλεξε ν’ αναλωθεί σε διαμαρτυρίες για τη μη πρόσκλησή του στο Συμβούλιο του Στέμματος την 1η Σεπτέμβρη, την ίδια στιγμή που το κατήγγελλε μαζί με την «Αυγή» σαν αναχρονιστικό θεσμό.86
Το συμβούλιο των τέως πρωθυπουργών, σύμφωνα με μια μαρτυρία, ήταν μια «καθαρά γελοία ιστορία που την εφηύραν τα Ανάκτορα για να φάνε άλλη μια εβδομάδα σε συζητήσεις και να κουράσουν το λαό, ώστε οι εκδηλώσεις να σταματήσουν»87. Η ΕΔΑ, ωστόσο, προτίμησε να σχολιάσει σε ανακοίνωση πως η πρότασή της για προσφυγή σε εκλογές ήταν ίδια με αυτή που είχε εκθέσει ο Γ. Παπανδρέου στο ανακτοβούλιο,88 σε μια προσπάθειά της ν’ αναδειχτεί η «δημοκρατική» της προσήλωση. Και όλα αυτά, ενώ φημολογούνταν πως στο Συμβούλιο του Στέμματος είχε γίνει λόγος για διάλυση των Λαμπράκηδων.89 Η επιλογή κλειστών χώρων για συγκεντρώσεις στα τέλη Αυγούστου - αρχές Σεπτέμβρη εκ μέρους της ΕΔΑ αποτύπωσε έμπρακτα την προσήλωση του «κόμματος της Αριστεράς» στην ομαλότητα του αστικού πολιτικού συστήματος. Η μόνη «προοπτική» που απέμεινε στο λαό επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου.
Στις 17 Σεπτέμβρη ορκίστηκε η κυβέρνηση Στεφανόπουλου και στις 24 Σεπτέμβρη, με τη στήριξη της ΕΡΕ, των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη και των «αποστατών» της Ένωσης Κέντρου, εξασφάλισε την πλειοψηφία στη Βουλή. Τυπικά λοιπόν έκλεισε με νομιμοφάνεια η βασιλική παρέμβαση της 15ης Ιούλη. Τα αιτήματα που κυριάρχησαν με ευθύνη της ΕΔΑ και της ΕΚ, για επιστροφή στη λαϊκή ετυμηγορία της 16ης Φλεβάρη αρχικά και της άμεσης διεξαγωγής εκλογών στη συνέχεια, έμειναν ανεκπλήρωτα, παρά τον αστικό χαρακτήρα τους. Ο «πόθος» της ΕΔΑ να αποτυπωθεί η κοινή δράση αριστερών και κεντρώων δυνάμεων και στις «κορυφές» των κομμάτων τους έμεινε μετέωρος. Η δυναμική του κινήματος είχε αστική στόχευση. Το κίνημα υιοθέτησε τη ρεφορμιστική λογική του «μικρότερου κακού» και περιχαρακώθηκε στο αίτημα περί περιορισμού των βασιλικών παρεμβάσεων στα συνταγματικά όρια, θέτοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων το στόχο του αστικού εκσυγχρονισμού.90 Ο λαός δεν οργάνωσε την πάλη του για την αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος, αντίθετα, η πλειοψηφία του αγωνίστηκε για την τήρηση του Συντάγματος και την επιστροφή στην ομαλότητα της αστικής βασιλευόμενης δημοκρατίας.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

 Η λογική των «σταδίων» για το σοσιαλισμό και οι εντός του καπιταλισμού μεταρρυθμίσεις, που διακήρυτταν το ΚΚΕ και η ΕΔΑ ως στοιχεία συμβατά με τα λαϊκά συμφέροντα, δεν τροφοδότησαν με ριζοσπαστικό περιεχόμενο το «Κίνημα των 70 ημερών». Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ, Ηλίας Ηλιού, τον Αύγουστο του 1965 σε άρθρο του στην «Ελληνική Αριστερά» (περιοδικό της ΕΔΑ), «το κοινοβουλευτικό σύστημα παρείχε το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε να αναπτυχθεί η λαϊκή πάλη για να συντελεστεί το ειρηνικό πέρασμα σε κοινωνικά δικαιότερες μορφές κρατικής οργάνωσης»91.
Η προσήλωση στην αστική πολιτική ομαλότητα και η ανάγκη «περιφρούρησης» της συνταγματικής νομιμότητας που πρόβαλλε επί καθημερινής βάσης η «Αυγή» στα «Ιουλιανά» δεν ανέδειξε ως υπαίτιο το αστικό κράτος της Ελλάδας που δρούσε –και τότε, όπως και τώρα– ως συλλογικός εκφραστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Από το Μάη του 1964, με την απόφαση της ΣΤ΄ Συνόδου της Διοικούσας Επιτροπής, η ΕΔΑ είχε εγκαταλείψει τον πολιτικό στόχο της «δημοκρατικής στροφής» κι έκανε λόγο για «ουσιαστικό εκδημοκρατισμό» στον οποίο ήταν ανάγκη να προχωρήσει η χώρα, για ν’ ανοίξει ο δρόμος για την «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή». Αυτή η αλλαγή οφείλεται στο γεγονός ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΔΑ η «δημοκρατική στροφή» είχε πιθανότατα συντελεστεί με τη νίκη της ΕΚ στις βουλευτικές εκλογές της 16ης Φλεβάρη του 1964. Έτσι, στη νέα φάση της διακυβέρνησης της χώρας από την ΕΚ, ο «ουσιαστικός εκδημοκρατισμός» θεωρούνταν πλέον ώριμος για να υλοποιηθεί.92
Οι αυταπάτες του «εξανθρωπισμένου» καπιταλισμού, που θα άνοιγε τάχα δρόμους για φιλολαϊκές λύσεις κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα, αφόπλισαν σε ένα βαθμό το εργατικό κίνημα και το μετέτρεψαν σε χειροκροτητή της πολιτικής του Γ. Παπανδρέου, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις παρουσιάστηκαν σ’ αυτό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στο Β΄ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, «τα πιο προχωρημένα συνθήματα και οι διαθέσεις της περιόδου των Ιουλιανών εξέφραζαν ως προοπτική την αστική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε αργότερα με τη συμβολή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα. Τότε, με ευθύνη του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, πλατιές λαϊκές μάζες ακολούθησαν μια ρεφορμιστική λογική, εκείνη του “μικρότερου κακού”, πιστεύοντας στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το “Κέντρο” και κυρίως η “αριστερή” του πτέρυγα, με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου»93. Η «γενέθλια» πράξη της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και το «χτίσιμο» της «λαϊκής μνήμης» του «Γέρου της Δημοκρατίας», που αποτυπώθηκε έντονα στη «Μεταπολίτευση», έχουν τις καταβολές τους στο καλοκαίρι του 1965.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Γρηγόρης Δελημάρης είναι εκπαιδευτικός, μέλος του Γραφείου της ΤΕ Εκπαιδευτικών της ΚΟΑ του ΚΚΕ.
1. Ν. Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974: όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1983, σελ. 599.
2. Ν. Σερεντεδάκη: «Συλλογική δράση και φοιτητικό κίνημα την περίοδο 1959-1964: δομικές προϋποθέσεις, πολιτικές ευκαιρίες και ερμηνευτικά σχήματα», στο «Η Σύντομη Δεκαετία του ’60», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 246.
3. Σ. Σεφεριάδη: «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η “σύντομη” δεκαετία του ’60 ως “συγκρουσιακός κύκλος”», στο «Η Σύντομη Δεκαετία του ’60», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 67.
4. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, αν και είχε αρχικά αποδεχτεί το σχέδιο Άτσεσον, στη συνέχεια το απέρριψε υποχωρώντας στην έντονη αντίδραση του Μακάριου. Οι προτάσεις Άτσεσον έδιναν στους Τούρκους τον έλεγχο των τριών ή τεσσάρων δεκάτων της Κύπρου κι επιπλέον τον έλεγχο του κύριου λιμανιού της Αμμοχώστου. Οι Τούρκοι θα είχαν σχεδόν πλήρη αυτονομία στο νησί, ενώ στην Ελλάδα θα δινόταν σαν αντάλλαγμα η «ένωση». Στην πραγματικότητα, αυτό που πρότεινε ο Άτσεσον ήταν η «διπλή ένωση», με άλλα λόγια διχοτόμηση. (Γ. Κρανιδιώτη: «Το Κυπριακό πρόβλημα 1960-1974», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1984, σελ. 138).
5. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 334.
6. Σ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Δ΄, εκδ. «Το ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη», Αθήνα 2010, σελ. 435.
7. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 335.
8. Π. Πετρίδη: «Εξουσία και Παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967), Απόρρητα ντοκουμέντα», εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα 2000, σελ. 307.
9. «Εισήγηση στην Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ», τ. 1, έκδ. «Γραφείου Τύπου και Μελετών της ΕΔΑ», Αθήνα 1956, σελ. 12.
10. Ν. Σερεντεδάκη: «Συλλογική δράση και φοιτητικό κίνημα την περίοδο 1959-1964: δομικές προϋποθέσεις, πολιτικές ευκαιρίες και ερμηνευτικά σχήματα», στο «Η Σύντομη Δεκαετία του ’60», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 246.
11. Η οργάνωση «Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα - Ιδέας - Δημοκρατία - Αξιοκρατία» (ΑΣΠΙΔΑ) έχει τις ρίζες της στην περίοδο 1958-1960. Η ύπαρξη και η δράση της ΑΣΠΙΔΑ συνδέθηκε με την εξέλιξη του Κυπριακού. Φαίνεται πως η ΑΣΠΙΔΑ άρχισε να δραστηριοποιείται εντονότερα από τη στιγμή που βρέθηκε στη διακυβέρνηση της Ελλάδας η Ένωση Κέντρου. Την περίοδο 1963-1967 η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ χρησιμοποιήθηκε στις πολιτικές και στρατιωτικές διαμάχες της ΕΚ και της ΕΡΕ. Η δίκη της ΑΣΠΙΔΑ άρχισε το Νοέμβρη του 1966. Το σκέλος της δίκης που είχε για κατηγορούμενους πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν πραγματοποιήθηκε. Βλ. Μ. Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2014, σελ. 271.
12. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 336.
13. Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) και Εθνική Ένωσις Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ).
14. Σ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Δ΄, εκδ. «Το ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη», Αθήνα 2010, σελ. 487.
15. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 338.
16. Εφημερίδα «Η Αυγή», 1 Ιούνη 1965.
17. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 339.
18. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 344.
19. Γ. Ρουμπάτη: «Δούρειος Ίππος, Η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα 1947-1967», εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα 1987, σελ. 216-217.
20. Οι προσπάθειες για την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού συστήματος είχαν ξεκινήσει από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την ΕΡΕ. Το Φλεβάρη του 1963 το συγκεκριμένο κόμμα κατέθεσε στη Βουλή πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, στοχεύοντας στην αναμόρφωση των πολιτειακών θεσμών και στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτών των επιδιώξεων, ο ίδιος συγκρούστηκε με το Παλάτι και υπέβαλε την παραίτησή του τον Ιούνη του1963. Βλ. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968», Β΄ Τόμος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 466-469.
21. Εφημερίδα «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης», 12 Ιούλη 2015.
22. Μ. Παπακωνσταντίνου: «Η Ταραγμένη Εξαετία 1961-1967», τ. 2, εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα 1998, σελ. 205.
23. Π. Πετρίδη: «Εξουσία και Παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967), Απόρρητα ντοκουμέντα», εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα 2000, σελ. 402.
24. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 344.
25. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 344.
26. Μ. Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2014, σελ. 279-280.
27. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 378.
28. Εφημερίδα «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης», 12 Ιούλη 2015.
29. Χ. Χρηστίδη: «Ανένδοτος αγώνας: η αιχμή του δόρατος - Παρατηρήσεις για τη θεματολογία της Ελευθερίας, 1961-1963», στο «Η Σύντομη Δεκαετία του ’60», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 166.
30. Η. Νικολακόπουλου: «Η Ελευθερία στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974», τ. 2ος, Δρούλια Λουκία, Κουτσοπανάγου Γιούλα (επιμ.), εκδ. ΙΝΕ-ΕΙΕ, Αθήνα 2008, σελ. 95.
31. Γ. Παπαδημητρίου: «Η Αναλαμπή της Αριστεράς», εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα 2001, σελ. 114.
32. Εφημερίδα «Ελευθερία», 20 Ιούνη 1965.
33. Π. Πετρίδη: «Εξουσία και Παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967), Απόρρητα ντοκουμέντα», εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα 2000, σελ. 251.
34. Σ. Ριζά: «Η Ελληνική Πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 342.
35. Εφημερίδα «Ελευθερία», 28 Αυγούστου 1965.
36. Η. Νικολακόπουλου: «Η Ελευθερία στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974», τ. 2ος, Δρούλια Λουκία, Κουτσοπανάγου Γιούλα (επιμ.), εκδ. ΙΝΕ-ΕΙΕ, Αθήνα 2008, σελ. 95.
37. Εφημερίδα «Ελευθερία», 16 Ιούλη 1965.
38. Εφημερίδα «Ελευθερία», 22 Ιούλη 1965.
39. Εφημερίδα «Ελευθερία», 25 Ιούλη 1965.
40. Εφημερίδα «Ελευθερία», 31 Ιούλη 1965.
41. Εφημερίδα «Ελευθερία», 10 Αυγούστου 1965.
42. Α. Πανταζόπουλος, από το οπισθόφυλλο της επανέκδοσης του βιβλίου J. Meynaud: «Oι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Σαββάλας», Αθήνα 2002.
43. Σπ. Σακελλαρόπουλου: «Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος (1949-1967): Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία)» εκδ. «Λιβάνη», Αθήνα 1998, σελ. 34-36.
44. Βλ. ενδεικτικά Γ. Ρουμπάτη: «Δούρειος Ίππος, Η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα 1947-1967», εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα 1987.
45. Ε. Χατζηβασιλείου: «Αυταπάτες, Διλήμματα και η Αποτυχία της Πολιτικής: Ο Στρατός στην Πορεία προς τη Δικτατορία», στο «Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα 2009, σελ. 418.
46. Ν. Παπαδημητρίου: «Από την Ένωση Κέντρου στην Αποστασία», εκδ. «Ροές», Αθήνα 1986, σελ. 325.
47. Θ. Διαμαντόπουλου: «Κώστας Μητσοτάκης - Πολιτική Βιογραφία», τ. Β΄ (1961-1974, «Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία»), εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα 1990, σελ. 191-192.
48. Θ. Διαμαντόπουλου: «Η Ένωση Κέντρου και η πολιτική κρίση του ’65», στο «Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα 2009, σελ. 308-312.
49. Βλ. Δ. Λιβιεράτου - Γ. Καραμπελιά: «Ιούλης ’65: Η έκρηξη», εκδ. «Κομμούνα», Αθήνα 1985, Στ. Κατσαρού: «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης», εκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα 2008, Ι. Παπαθανασίου: «Η Νεολαία Λαμπράκη τη δεκαετία του 1960. Αρχειακές τεκμηριώσεις και αυτοβιογραφικές καταθέσεις», Ιστορικό αρχείο ελληνικής νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, Ινστιτούτο Νεοελληνικών ερευνών ΕΙΕ, Αθήνα 2008, Α. Πέτρουλα: «Η Οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή», εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 2012.
50. Βλ. Χ. Βερναρδάκη - Γ. Μαυρή: «Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα», διαδικτυακή ανατύπωση 2012, Σ. Σεφεριάδη: «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η “σύντομη” δεκαετία του ’60 ως “συγκρουσιακός κύκλος”», στο «Η Σύντομη Δεκαετία του ’60», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, Ν. Σερεντεδάκη: «Η διαδρομή του φοιτητικού κινήματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα», στο «Η ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα - Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 2010.
51. «Εισήγηση στην Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ», τ. 1, έκδ. «Γραφείου Τύπου και Μελετών της ΕΔΑ», Αθήνα 1956, σελ. 23.
52. Εφημερίδα «Η Αυγή», 10 Ιούλη 1965.
53. Ζ. Ζωγράφου: «Η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας και τα καθήκοντα του ΚΚΕ», περιοδικό «Νέος Κόσμος», τ. 3 /1970, σελ. 15.
54. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 496.
55. Μπ. Δρακόπουλου: «Η επίθεση της Χούντας και το καθήκον της Δημοκρατίας», «Ελληνική Αριστερά», τ. 23 (1965), σελ. 5-6.
56. Μπ. Δρακόπουλου: «Η επίθεση της Χούντας και το καθήκον της Δημοκρατίας», «Ελληνική Αριστερά», τ. 23 (1965), σελ. 9.
57. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 568.
58. Εφημερίδα «Το Βήμα», 22 Ιούλη 1965.
59. Σ. Σεφεριάδη: «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η “σύντομη” δεκαετία του ’60 ως “συγκρουσιακός κύκλος”», στο «Η Σύντομη Δεκαετία του ’60», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 63.
60. Εφημερίδα «Η Αυγή», 30 Ιούλη 1965.
61. Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 106, στα ΑΣΚΙ.
62. Π. Δημητρίου: «Η διάσπαση του ΚΚΕ», τ. Α΄, εκδ. «Πολιτικά Προβλήματα», Αθήνα 1975, σελ. 314.
63. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 588.
64. Εφημερίδα «Η Αυγή», 29 Αυγούστου 1965.
65. Εφημερίδα «Η Αυγή», 4 Σεπτέμβρη 1965.
66. Εφημερίδα «Η Αυγή», 19 Σεπτέμβρη 1965.
67. «Με την πρόταση των 5 σημείων η ΕΔΑ καλούσε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν α) ότι αντιτίθενται στην επιβολή ανοιχτής ή συγκαλυμμένης δικτατορίας, β) ότι θα σχηματιστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση κοινής εμπιστοσύνης που θα διενεργήσει εκλογές σε τρεις μήνες με το σύστημα της απλής αναλογικής, γ) ότι θα καταργηθούν τα έκτακτα μέτρα και θα αμνηστευτούν τα αδικήματα που συνδέονται με πολιτικούς λόγους, δ) ότι δε θα τεθεί από τα πολιτικά κόμματα “πολιτειακό ζήτημα” και ε) να εξουδετερωθούν η Χούντα και οι ξένες επεμβάσεις στο στρατό» (Χ. Βερναρδάκη: «ΕΔΑ και ΚΚΕ στη δεκαετία του ’60. Ο δυϊσμός της παραδοσιακής Αριστεράς», στο «Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα 2009, σελ. 376).
68. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των ΚΟ των οικοδόμων, οι οποίοι, παρά την απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ το 1958 για διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων, λειτουργούσαν συνωμοτικά, συνδυάζοντας τη νόμιμη με την παράνομη δουλειά. Βλ. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968», Β΄ Τόμος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 423.
69. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 587.
70. Λ. Αποστόλου: «Το θέμα της Δημοκρατικής Αλλαγής: Η ΕΚ, η ΕΔΑ και τα καθήκοντα των δημοκρατών», ΑΟΔΑ, τ. 2, Γενάρης 1965, σελ. 10.
71. Α. Πέτρουλα: «Η Οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή», εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 2012, σελ. 265-267.
72. Στα μέσα του 1964 οι Φ.Ν.Χ. άρχισαν να εκδίδουν το περιοδικό «Δελτίο Φίλων Νέων Χωρών - Κίνηση Αντιαποικιακής Αλληλεγγύης». Το συγκεκριμένο περιοδικό πρόβαλλε την αναγκαιότητα μελέτης των προβλημάτων εθνικής ανεξαρτησίας, την ενότητα της Ελλάδας με τους λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τη χρησιμοποίηση παραδειγμάτων άλλων χωρών για την εθνική απελευθέρωση και τη σύσταση ενός ευρωπαϊκού μετώπου για την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό (Βλ. Κ. Σαιν Μαρτέν: «Λαμπράκηδες, Ιστορία μιας γενιάς», εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1984, σελ. 196).
73. Αυτές αφορούσαν (α) την «αδυναμία του κινήματος να έλξει τους οπαδούς του», (β) το ότι «πολλοί αγωνιστές αποτραβιούνται από το κίνημα για διάφορους λόγους» και (γ) ότι οι οργανωμένοι αγωνιστές «έχουν ταυτίσει το κίνημα με το κόμμα, το έχουν κάνει “φετίχ” και όλη η διαλεκτική τους σκέψη αναλίσκεται στην επανάληψη, με άλλα λόγια, των αποφάσεων της ηγεσίας, στολισμένες με “τσιτάτα” και “ρετσέτες” από τους κλασικούς του μαρξισμού». «Η ανεξέλεγκτη εφαρμογή των αποφάσεων της ηγεσίας και η άκριτη παραδοχή σαν “α πριόρι” σωστών κάθε πράξης και θέσης της ηγεσίας είναι το κριτήριο της αριστερής μάζας, μαζί με την προσωπολατρία του κόμματος, που έντονα υπάρχει και αναπτύσσεται συνειδητά», βλ. περιοδικό «Φίλοι Νέων Χωρών» 6, 1965, 422-424.
74. «7 γράμματα του Σωτήρη», περιοδικό «Αντί», τ. 204, 9 Ιούλη 1982.
75. Α. Μπουτζουβή: «Μηχανισμοί και φορείς κατασκευής της επιλεκτικής μνήμης. Η περίπτωση του Σωτήρη Πέτρουλα», στο «Η ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα - Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 2010, σελ. 108-115.
76. Κ. Σαιν Μαρτέν: «Λαμπράκηδες, Ιστορία μιας γενιάς», εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1984, σελ. 197.
77. Το πρόγραμμα της ΠΑΝΔΗΚ, που έφερε τη σφραγίδα των φοιτητών της Ανωτάτης Εμπορικής, τόνιζε την ανάγκη να εμποδιστεί η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου στη χώρα και η πολιτική του επιρροή, να προστατευτεί δασμολογικά η εσωτερική αγορά, να ελεγχθεί από το κράτος το εισαγωγικό εμπόριο, να αποδεσμευτεί η χώρα από το ΝΑΤΟ και να καθιερωθεί μια πραγματικά ανεξάρτητη πολιτική. Η ΠΑΝΔΗΚ επιδίωκε την ένωση των φοιτητών γύρω από αυτό το πρόγραμμα, για να σωθεί η δημοκρατία και ν’ αποσοβηθεί η κρίση του φοιτητικού κινήματος, που αποτελούσε και το λόγο της ίδρυσής της (Βλ. Κ. Σαιν Μαρτέν: «Λαμπράκηδες, Ιστορία μιας γενιάς», εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1984, σελ. 200).
78. «Για μια πραγματική αναγέννηση του κινήματος και της Ελλάδας», «Αναγέννηση», τ. 1, Οκτώβρης 1964, εκδ. «Α/συνέχεια», Αθήνα 1994, σελ. 22.
79. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968», Β΄ Τόμος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 653.
80. Τ. Τρίκκα: «ΕΔΑ 1951-1967 (Το νέο πρόσωπο της Αριστεράς)», τ. Β΄, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 2009, σελ. 1081.
81. Ό.π., σελ. 1218.
82. «Μετά τη διάλυση της συγκέντρωσης οι συγκεντρωμένοι σχημάτισαν διαδήλωση στην οδό Πανεπιστημίου και προχώρησαν προς την πλατεία Ομονοίας […] Οι διαδηλωτές […] στη συνέχεια άρχισαν να ανεβαίνουν την οδό Σταδίου. Σε όλο το διάστημα αυτό, δεν είχε παρουσιασθεί καμιά αστυνομική δύναμη, εκτός από τους μεμονωμένους αστυφύλακες της Τροχαίας […] Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφθασε στην Αμερικανική Βιβλιοθήκη […] εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο μία ομάδα από 4 άτομα, τα οποία άρχισαν να ειρωνεύονται το πλήθος. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς άρχισε να μουντζώνει και να κάνει κινήσεις ότι θα πετάξει εναντίον των διαδηλωτών πέτρες και διάφορα αντικείμενα. Η πρωτοφανής αυτή πρόκληση προκάλεσε την οργή των διαδηλωτών […]. Παρόλ’ αυτά, οι διαδηλωτές δεν έκαναν καμιά επίθεση κατά του κτιρίου της Αμερικανικής Βιβλιοθήκης και προχώρησαν στην οδό Σταδίου. Έτσι έφθασαν στην παγίδα που τους είχε στήσει η αστυνομία στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά. Εκεί, επί της οδού Σταδίου, αμέσως μετά από τη διασταύρωση με την οδό Χρήστου Λαδά, είχαν παραταχθεί ισχυρότατες αστυνομικές δυνάμεις. Οι χιλιάδες διαδηλωτές, ξέροντας ότι η συγκέντρωση είχε επιτραπεί και ότι τις προηγούμενες ημέρες είχαν γίνει διαδηλώσεις χωρίς να επιχειρήσει η αστυνομία να τις διαλύσει, δεν φαντάσθηκαν ότι το κράτος με την τακτική του αυτή τους είχε στήσει φονική παγίδα.
Μπροστά από την παραταγμένη πρώτη αστυνομική ζώνη βρίσκονταν ο διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών κ. Αρχοντουλάκης, ο διοικητής της Ασφαλείας Αθηνών κ. Ταμιωλάκης, ο εισαγγελέας κ. Σπυρόπουλος και εκπρόσωποι της Νομαρχίας Αττικής. Πίσω από αυτούς βρισκότανε η πρώτη αστυνομική ζώνη και ανάμεσα σ’ αυτή δακρυγονοβόλα αυτοκίνητα και πυροσβεστικές αντλίες. Πίσω από την πρώτη αστυνομική ζώνη βρισκότανε δεύτερη και σε συνέχεια τρίτη. Οι διαδηλωτές πλησίασαν την πρώτη αστυνομική ζώνη και ήλθαν σε επαφή σχεδόν με τους αστυφύλακες, χωρίς όμως να κάνουν όχι επίθεση, αλλά ούτε καν απειλητική κίνηση […] Ξαφνικά […] όλοι οι αστυφύλακες με τα κλομπς κατέφεραν χτυπήματα στα κεφάλια και τα άνοιγαν. Οι διαδηλωτές έπεφταν λιπόθυμοι κάτω, ενώ τα αίματα πετιόντουσαν δεξιά κι αριστερά και κυλούσαν στην άσφαλτο. Τους πεσμένους στο έδαφος τραυματίες τους κλωτσούσαν στο κεφάλι και τους ποδοπατούσαν. Ταυτόχρονα οι αντλίες άρχισαν να εκτοξεύουν νερό και τα δακρυγονοβόλα να ρίχνουν εκατοντάδες δακρυγόνες βόμβες.
Οι διαδηλωτές υποχωρούν […] Η αστυνομία τους καταδιώκει […] Στην επίθεσή της η αστυνομία έσπασε με τα κλομπς και ολόκληρη τη βιτρίνα των μεγάλων καταστημάτων Αγαλιώτη, ενώ από τα καπνογόνα πυρπολήθηκαν στην οδό Σταδίου δύο περίπτερα. Ο χώρος είναι σωστό πεδίο μάχης. Κάτω βρίσκονται ξαπλωμένοι αρκετοί πολίτες πλημμυρισμένοι στο αίμα. Ένας νέος –πιθανώς ο νεκρός Σωτήρης Πέτρουλας– βρίσκεται με ανοιγμένο κεφάλι» (εφημερίδα «Η Αυγή», 22 Ιούλη 1965).
83. Ο θείος του Πέτρουλα περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο τα σχετικά γεγονότα και πώς αντιμετώπισε ο ίδιος τις επιδιώξεις του κράτους να τελειώνουν γρήγορα με την ταφή, για να αποφύγουν την πυροδότηση νέων λαϊκών κινητοποιήσεων. Αναφέρεται συγκεκριμένα στις δύο επισκέψεις του στο νεκροτομείο, όπου με διάφορες αφορμές ο ιατροδικαστής Καψάσκης αρνούνταν να του παραδώσει το πτώμα, καθώς και στην επίσκεψή του στην Αστυνομική Διεύθυνση όπου ο αξιωματικός υπηρεσίας τον ενημέρωσε ότι το πτώμα βρισκόταν στο Γ΄ Νεκροταφείο (Κοκκινιάς). Αναφέρεται επίσης στο αίτημά του για νέα νεκροψία από άλλους ιατροδικαστές. Στη συνέχεια σημειώνει:
«Κάποια στιγμή πήρε τέλος το μαρτύριο αυτό. Ολοκλήρωσαν οι ειδικοί το έργο τους. Τώρα εμείς έπρεπε να πάρουμε το νεκρό και να τον μεταφέρουμε σπίτι του για το τελετουργικό […] Αυτό μας το αρνούνταν προκλητικά και κατηγορηματικά οι δολοφόνοι. Όταν όμως η πειθώ δε γίνεται αποδεκτή, τότε αναγκαστικά παραμερίζεται και παίρνει τη θέση της το επαναστατικό δίκαιο.
Στο νεκροτομείο εκείνη την ώρα βρισκόμασταν πέντε-έξι άτομα, καθώς και ο τότε βουλευτής της ΕΔΑ Ηλιόπουλος και ο εκπρόσωπος του κράτους κύριος Καψάσκης, ο οποίος μου είχε δηλώσει με πολύ κυνικό τρόπο πως, χωρίς την εντολή του υπουργού Δημόσιας Τάξης, ήταν αδύνατο να μας παραδώσει το νεκρό. Τότε του δήλωσα κι εγώ με επίσημο και κατηγορηματικό τόνο: Είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω τους άγραφους νόμους της πατρίδας μου. Ταυτόχρονα έκλεισα όλες τις πόρτες του νεκροτομείου, τονίζοντάς του: Δίπλα στο φέρετρο του νεκρού μας θα προστεθεί το δικό σου και όσων άλλων βρισκόμασταν εκείνη την ώρα κοντά σου. Όπως φάνηκε, κατάλαβε πολύ καλά τα όσα του είπα. Κι ενώ μέχρι τότε του ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει με τον κύριο υπουργό, τον εντόπισε στο άψε σβήσε. Κοιμόταν το γαϊδούρι στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Τον ενημέρωσε για όλα όσα συνέβαιναν στο νεκροτομείο και τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που έτειναν να πάρουν τα γεγονότα. Χρειάστηκε να του μιλήσω κι εγώ στο τηλέφωνο, για να του τονίσω ότι πέρα από τους γραπτούς νόμους που περιλάμβανε το Σύνταγμα της χώρας και τους οποίους παραβίαζαν ασύστολα, υπήρχαν και οι άγραφοι νόμοι της Μάνης, που κανείς μέχρι τότε δεν είχε διανοηθεί να αγνοήσει κι ότι θα του ήταν πολύ χρήσιμο να τους γνωρίζει. Έκαναν τελικά την ανάγκη τους “φιλοτιμία”. Δέχτηκαν να μας παραδώσουν το νεκρό […] Από εδώ και πέρα τα πράγματα εξελίχθηκαν χωρίς […] παρακρατικές παρεμβάσεις». (Α. Πέτρουλα: «Η Οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή», εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 2012, σελ. 273-275).
84. Εφημερίδα «Η Αυγή», 23 Ιούλη 1965.
85. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 589.
86. Η σύγκληση του Συμβουλίου του Στέμματος αποτελούσε, σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΔΑ, μια προσπάθεια των κύκλων της ανωμαλίας να νομιμοποιήσουν το πραξικόπημα: «Ποιες αρμοδιότητες μπορεί να υποκαταστήσει, διερωτάται ο λαός, το ανακτοβούλιο, θεσμός αναχρονιστικός που δε συνάδει στο δημοκρατικό πολίτευμα, όταν υπάρχει η Βουλή και κυρίαρχη είναι η λαϊκή θέληση;». Η ανακοίνωση καταδίκαζε τόσο τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του Συμβουλίου όσο και τους σκοπούς του. Τη στιγμή που αποκλείονταν από τις εργασίες του ηγέτης κόμματος που εκπροσωπούσε σημαντικό τμήμα του λαού (βλ. Πασαλίδης), την ίδια στιγμή καλούνταν πρόσωπα που απλά ήταν διορισμένοι του παλατιανού πρωθυπουργού. Ήταν λοιπόν αυτονόητο πως οι αποφάσεις του δε θα μπορούσαν να δεσμεύσουν το λαό και τη χώρα. (Εφημερίδα «Η Αυγή», 1 Σεπτέμβρη 1965).
87. Δ. Λιβιεράτου: «Η Κίνηση των 115, Κοινωνικοί Αγώνες 1962-1967», εκδ. Προσκήνιο», Αθήνα 2003, σελ. 140.
88. Εφημερίδα «Η Αυγή», 4 Σεπτέμβρη 1965.
89. Τ. Τρίκκα: «ΕΔΑ 1951-1967 (Το νέο πρόσωπο της Αριστεράς)», τ. Β΄, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 2009, σελ. 1242.
90. Σ. Σεφεριάδη: «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η “σύντομη” δεκαετία του ’60 ως “συγκρουσιακός κύκλος”», στο «Η Σύντομη Δεκαετία του ’60», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2008, σελ. 73.
91. Η. Ηλιού: «Η Κρίση Εξουσίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1966, σελ. 305.
92. Τ. Τρίκκα: «ΕΔΑ 1951-1967 (Το νέο πρόσωπο της Αριστεράς)», τ. Β΄, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 2009, σελ. 1071.
93. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968», Β΄ Τόμος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011, σελ. 500.