Rate This

Ο Καρλ Μαρξ στο έργο του που φέρει τον τίτλο ‘Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη’ αναλύει την κοινωνική και πολιτική διαπάλη που οδήγησε στο πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στις 2 Δεκεμβρίου του 1851. Η βραχύβια Β’ Γαλλική Δημοκρατία ‘κυοφορούσε’ ουσιαστικά τις εξελίξεις που οδήγησαν στο πραξικόπημα του μέχρι τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Λουδοβίκου Βοναπάρτη, πραξικόπημα που οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Πραγματικά, ο Καρλ Μαρξ σκιαγραφεί με ιδιαίτερη ενάργεια τις αντιπαραθέσεις που σημάδεψαν τη Β΄ Γαλλική Δημοκρατία, την παρουσία και το ρόλο της κοινοβουλευτικής αστικής τάξης, τον δυϊσμό μεταξύ εκτελεστικής-νομοθετικής εξουσίας, έτσι όπως προσδιορίζεται ως ‘πεδίο’ εκδίπλωσης πολιτικών στρατηγικών.
Ο Μαρξ ουσιαστικά εστιάζει στην κίνηση των κοινωνικών τάξεων, στις ιδιαίτερες και λεπτές εκείνες ‘αποχρώσεις’ της δράσης τους, στην πολιτική διαμεσολάβηση συγκεκριμένων ταξικών-κοινωνικών συμφερόντων από τα πολιτικά κόμματα.
Κι είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρξ «διεισδύει» στον πυρήνα της αντιπροσώπευσης και της διαμόρφωσης του σε θεμέλιο λίθο της ιστορίας και της ‘κοινωνικότητας’ των πολιτικών κομμάτων: «Και όπως στην ιδιωτική ζωή κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε κείνο που ένας άνθρωπος λέει ή σκέφτεται για τον εαυτό του και σε κείνο που πραγματικά είναι και κάνει, έτσι ακόμα πιο πολύ πρέπει στους ιστορικούς αγώνες να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα λόγια και τις δοξασίες των κομμάτων και στον πραγματικό τους οργανισμό και τα πραγματικά τους συμφέροντα, ανάμεσα σε κείνο που φαντάζονται και σε κείνο που πραγματικά είναι».1
Ουσιαστικά, ο Μαρξ προβαίνει στη διάκριση μεταξύ του συμβολικού και ιδεολογικού φαντασιακού των πολιτικών κομμάτων και της πρακτικής πολιτικής δράσης και άρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων. Η καταστατική συγκρότηση ενός πολιτικού κόμματος, οι προγραμματικές-ιδεολογικές του αναφορές δύνανται να αποκλίνουν από την αντανάκλαση και την εκπροσώπηση κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων, ταξικά συμφέροντα τα οποία αναζητούν ‘πολιτικό υπερασπιστή’.
Ο Μαρξ θα μπορούσε να μας πει ‘καλώς ήλθατε στο πεδίο του πραγματικού’ (παραφράζοντας ελαφρώς τον τίτλο ενός γνωστού βιβλίου του Σλάβοι Ζίζεκ). Εδώ προκύπτει επακριβώς η όλη διάσταση της αντιπροσώπευσης, οι πολλαπλές της διαστάσεις, έτσι όπως προσλαμβάνονται ως απόκλιση μεταξύ ιδεολογικής αναφοράς και πολιτικής πρακτικής του κόμματος, μεταξύ συνάρθρωσης συμφερόντων και συμβολικής όσο και πραγματικής τους εκπροσώπησης. Και φυσικά ανακύπτει το ζήτημα της μη «αυτοφυούς» συσχέτισης πολιτικού κόμματος-κοινωνικής τάξης στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου (κεφαλαιοκρατικού) κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Ακριβώς μία τέτοια συσχέτιση δεν προκύπτει «μηχανικά» και «αυματοποιημένα», στο βαθμό που ένα πολιτικό κόμμα δεν ανακύπτει από τον ‘ουρανό’ ως το απόλυτο κόμμα μίας τάξης ή ακόμη και κοινωνικών τάξεων, αλλά, αντιθέτως, η ώσμωση του με μία κοινωνική τάξη ‘συναντά’ την ιστορικότητα της δράσης του ως μηχανισμού παραγωγής ιδεολογίας.
Τότε, η σύγκλιση (κομματικών-πολιτικών) στόχων-συμφερόντων δύναται να λάβει χώρα στο πεδίο της πάλης των τάξεων όχι ως απλή αντανάκλαση-διάθλαση τους αλλά ως ‘πραγματική’ συμπόρευση-στόχευση. Το πολιτικό ‘θέλω’ δεν ευθυγραμμίζεται με μία τάξη, με την καθεαυτό εργατική τάξη για παράδειγμα. Η συσχέτιση κόμματος-τάξης διαθλάται μέσω της ιστορικής πορείας του κόμματος, της κοινωνικής του δράσης, της ιδεολογικής του διαπάλης. Ο Μαρξισμός δεν συγκροτείται ως νομοτέλεια, ως καθορισμένη πορεία.
Το ζήτημα όμως της ανάλυσης μας αφορά τον τύπο κράτους που προκύπτει μετά την παλινόρθωση της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, ακόμη και υπό τη γκροτέσκα φιγούρα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, που, όντας το κατάλληλο πρόσωπο στην κατάλληλη στιγμή, «εισβάλλει» στην πολιτική σκηνή όχι ως τυχαιότητα αλλά ως αναγκαιότητα. Είναι ο «δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος», «προϊόν» της ιδιαίτερης και όχι ευθύγραμμης εξέλιξης της πάλης των τάξεων στη Γαλλία. Αλήθεια, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την πολιτική άνοδο του Βοναπάρτη, τότε ακριβώς είναι και ευνοϊκές για την άνοδο κάποιων δοσμένων στον γαλλικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό κοινωνικών τάξεων. Ο Βοναπάρτης ενσαρκώνει τον απόλυτο (δια της επίκλησης της παράδοσης) «γαλλισμό», την προσκόλληση στο κεκτημένο του εθνικού ‘πεπρωμένου’, τη σύνδεση με την κληρονομιά του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, όλες όψεις και πτυχές που ανάγουν και αποκρυσταλλώνουν, ‘εργαλειοποιούν’ και νομιμοποιούν τις τάξεις που δεν «κρύβονται» αλλά ορμούν με δύναμη στην πολιτική σκηνή, αποτελώντας τους ιδιότυπους όσο και ‘ξεχωριστούς’» φύλακες» του βοναπαρτικού κράτους.
Κι είναι γεγονός ότι ο Μαρξ δε φείδεται χαρακτηρισμών όταν χαρακτηρίζει τον Βοναπάρτη ως «παλιό παμπόνηρο γλεντζέ, που αντιλαμβάνεται την ιστορική ζωή των λαών και τις κεφαλαιώδες και κρατικές πράξεις του σαν μια κωμωδία με την πιο χυδαία έννοια της λέξης, σαν μια μασκαράτα, όπου τα μεγάλα κοστούμια, τα μεγάλα λόγια και οι μεγάλες πόζες χρησιμεύουν μονάχα σαν προσωπίδα στις πιο ταπεινές παλιανθρωπιές».2
Τι χαρακτηριστικό χωρίο διάχυτης ειρωνείας για τον (πλέον) Αυτοκράτορα των Γάλλων,3 πρόσωπο «ιερό», που ενσαρκώνει την ίδια την εξουσία και τις εκφάνσεις της. Όμως, σε τι συνίσταται αυτή ιδιαίτερη «ουσία» αυτού του τύπου κράτους, η βάση του που ωθεί τον Καρλ Μαρξ να προβεί στην ανάλυση του; Επρόκειτο για έναν ιδιαίτερο τύπο κράτους, ενταγμένο στην προβληματική της ταξικής του φύσης-σύνθεσης. Το Βοναπαρτικό κράτος αποτελεί απότοκο της συγκυρίας, «προϊόν» μίας περιόδου που «είδε» να λαμβάνει χώρα η μεγάλη εξέγερση του Παρισινού προλεταριάτου, τον Ιούνιο του 1848. Ως εκ τούτου, δεν είναι αποσυνδεδεμένο από τις εξελίξεις που «γέννησε» αυτό το μείζον γεγονός, στο οποίο ο Μαρξ αποδίδει ιδιαίτερη και ξεχωριστή σημασία. Η επείγουσα, για τη σταθερότητα του καθεστώτος, ανάγκη για μετεεξεγερσιακή σταθερότητα, θα λέγαμε ότι ωθεί στην κατασκευή «ηρώων», «ηρώων» που μπορεί να προκύπτουν και ως γκροτέσκοι, και ως εν δυνάμει ‘ηγέτες’.
Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης (που είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 1848), συνδύαζε-ενσάρκωνε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, τα τόσο δηλωτικά των προθέσεων και του χαρακτήρα του. Ικανός για τις πιο επιδέξιες πολιτικές πιρουέτες, ιδανικός «εκμεταλλευτής» της κοινωνικής-πολιτικής περιδίνησης του καιρού του, ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης συγκεντρώνει εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν κοινωνικά-ταξικά «αναγκαίο», «εργαλείο» μίας ιδιαίτερης πολιτικής συνειδητοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων-κατηγοριών.
Αυτό που θέτει μετ’ επιτάσεως ο Μαρξ είναι ακριβώς το γεγονός ότι εντός της ιστορικότητας της περιόδου και του προτσές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, της κατίσχυσης του, το Βοναπαρτικό κράτος συγκροτείται ως αντιδραστικό, ως «σκιά» μπροστά στις μεταβολές που επέρχονται στο πεδίο του κοινωνικού, μπροστά στην ίδια τη δυναμική που απελευθερώνει η εγκαθίδρυση και η εξέλιξη του καπιταλισμού. Κι ακριβώς ο Μαρξ εστιάζει στην κοινωνική του βάση, στη στήριξη που προσφέρεται από τάξεις-κατηγορίες, που, διαβλέπουν στο καθεστώς στοιχεία διασφάλισης της θέσης τους, στοιχεία προστασίας από τις ταξικές «θύελλες». Είναι η κατηγορία των μικροϊδιοκτητών αγροτών (όπως και το περιώνυμο ΄κουρελοπρολεταριάτο’4), που προσφέρουν τη στήριξη τους, αντιδρώντας στην προοπτική της ταξικής τους επισφαλειοποίησης.
Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης και οι «μικροί χωρικοί», αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, στο βαθμό που αυτή η κατηγορία, εκείνη την κρίσιμη στιγμή, «συγκροτείται» ως η ενσάρκωση της παραδοσιακής και «βαθιάς» Γαλλίας, «μάζα» που διαβλέπει συμφέροντα όσο και δοξασίες, εξουσία όσο και νοοτροπία, «μάζα» που περιφρονείται όπως ακριβώς ο νεαρός Κάρολος Γκραντέ από το Παρίσι περιφρονεί με το βλέμμα τους ξιπασμένους επαρχιώτες που συναντά για πρώτη φορά στο σπίτι του θείου του στην επαρχία, στο μυθιστόρημα του Ονορέ Μπαλζάκ, ‘Ευγενία Γκραντέ’.
Αναφέρει ο Καρλ Μαρξ: «Η δυναστεία του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει τον επαναστάτη αλλά το συντηρητικό αγρότη, δεν αντιπροσωπεύει τον αγρότη που θέλει να βγει έξω από τις κοινωνικές συνθήκες της ύπαρξης του, από το μικρό κλήρο, αλλά αντίθετα τον αγρότη που θέλει να σταθεροποιήσει αυτές τις συνθήκες κι αυτόν τον κλήρο, δεν αντιπροσωπεύει το λαό της υπαίθρου που ενωμένος με τις πόλεις θέλει να ανατρέψει με τη δική του δραστηριότητα το παλιό καθεστώς, αλλά αντίθετα, το λαό της υπαίθρου που, γερά κλεισμένος σ’ αυτό το παλιό καθεστώς, θέλει να δει τον εαυτό του μαζί με το μικρό κλήρο του να σώζεται και να ευνοείται από το φάντασμα της αυτοκρατορίας. Η δυναστεία του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει το διαφωτισμό, αλλά τη δεισιδαιμονία του αγρότη, δεν αντιπροσωπεύει την κρίση του, αλλά την υπόληψη του, δεν αντιπροσωπεύει το μέλλον του, αλλά το παρελθόν του, δεν αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη Σεβέν αλλά τη σύγχρονη Βανδέα του».5
Μία θεμελιώδης βάση υποστήριξης του βοναπαρτικού καθεστώτος είναι ακριβώς οι μικροί αγρότες, «μάζα» πολυπληθής που «αναφέρεται» στον ενσαρκωτή της εξουσίας, Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Η μικρή αγροτιά επικαθορίζεται ιδεολογικά αποτελώντας τον στυλοβάτη του κράτους και της ίδιας της χώρας, συγκροτεί την παράδοση και το μεγαλείο των ‘πατέρων’, ανάγεται απευθείας στην κληρονομιά του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Όμως, σε ένα εξαιρετικό απόσπασμα ο Μαρξ περιγράφει την ιδιαίτερη λειτουργία της μικρής αγροτιάς: «Εφόσον όμως ανάμεσα στους μικρούς αγρότες υπάρχει μόνο μια τοπική συνάφεια και η ομοιότητα των συμφερόντων τους δε δημιουργεί καμιά κοινότητα, κανένα εθνικό σύνδεσμό και καμιά πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη. Γι’αυτό είναι ανίκανοι να επιβάλουν εξ ονόματος τους τα ταξικά τους συμφέροντα, είτε με μια Βουλή είτε με μια συμβατική συνέλευση. Δεν μπορούν ν’ αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, πρέπει ν’ αντιπροσωπεύονται από άλλους. Ο αντιπρόσωπος τους πρέπει ταυτόχρονα να παρουσιάζεται σαν κύριος τους, σαν μια εξουσία πάνω απ’ αυτούς, σαν μια απεριόριστη κυβερνητική δύναμη, που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις και τους στέλνει από πάνω στη βροχή και τον ήλιο. Η πολιτική επιρροή των μικρών αγροτών βρίσκει, συνεπώς, την τελευταία της έκφραση στην υποταγή της ίδιας της κοινωνίας στην εκτελεστική εξουσία».6
Ουσιαστικά, ο Μαρξ περιγράφει τον ιδιαίτερη θέση που κατέχει η μικρή αγροτιά στο εσωτερικό ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού που κυριαρχείται από την εγκάρσια τομή-διαίρεση μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης. Η μικρή αγροτιά αδυνατεί να ‘αυτονομηθεί’ κοινωνικά, να ‘συγκροτηθεί’ πολιτικά και να αποκτήσει συνεκτική ιδεολογική σκευή. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, το βοναπαρτικό κράτος τους δίνει ακριβώς αυτό που τους λείπει: εκπροσώπηση πέρα και πάνω από τις τάξεις και την πάλη των τάξεων. «Που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις». Να η φράση-κλειδί του Καρλ Μαρξ. Έτσι ακριβώς οφείλουμε να αντιληφθούμε την φύση και τη λειτουργία του βοναπαρτικού κράτους: ως ένα κράτος που τείνει να ‘μπλοκάρει’ την εξέλιξη της πάλης των τάξεων στη Γαλλία. Η μικρή αγροτιά βρίσκει «προστασία» στην ‘ιερή’ και «θεόσταλτη» εξουσία του Βοναπάρτη, που γι’ αυτές, προκύπτει τόσο φυσικά, όπως ακριβώς η βροχή και ο ήλιος. Ενσωματώνεται στο πεδίο της κρατικής εξουσίας, αποκτά ρόλο θεμελιώδους τάξης-υποστυλώματος.
Όμως, η «νέα» ταξική της θέση προκύπτει και είναι φαινομενική: έχουμε να κάνουμε με ένα ιδεολογικό επιφαινόμενο, με έναν φαινομενικό υπερπροσδιορισμό που δεν παύει να είναι και να λειτουργεί ως πρακτικός-πολιτικός υποπροσδιορισμός στο βαθμό που αυτή η εκπροσώπηση δεν μετασχηματίζεται σε υλοποίηση πολιτικών υπέρ της μικρής αγροτιάς. Η εκπροσώπηση είναι μη ουσιαστική εκπροσώπηση-άρθρωση συμφερόντων, ο (ιδεολογικός) υπερπροσδιορισμός συγκροτείται στο επίπεδο της συμβολικής ‘ουσίας’ και όχι της πραγματικής πολιτικής πρακτικής-διάστασης, συγκροτείται ως φενάκη και ως φετιχισμός της «ιερής τάξης» που περικλείει τη συνέχεια και την παράδοση. Αυτή είναι η διττότητα του Βοναπαρτικού κράτους.
Ο Μαρξ περιγράφει το βοναπαρτικό κράτος7 ως χαρακτηριστικό «στοιχείο», «προϊόν» της κοινωνικής ιστορίας της χώρας, ως την μετάβαση από το καθεαυτό αστικό μπλοκ εξουσίας στο συνασπισμό της εξουσίας που περιλαμβάνει τάξεις-στηρίγματα (μικροί αγρότες & την «μεσαία» τάξη), τον κλήρο και τον στρατό. Το βοναπαρτικό κράτος είναι ταυτόχρονα αγροτικό και μικροαστικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό, και, στην κορυφή του, αστικό, ακριβώς διότι αυτή η τύποις πολλαπλότητα ‘συγκροτείται’ εντός του πλαισίου εξέλιξης των καπιταλιστικών-παραγωγικών σχέσεων, ενυπάρχει και εντός του πλαισίου δράσης της αστικής τάξης και μερίδων της. Ο Μαρξ τονίζει ακριβώς την κοινωνική πολλαπλότητα γύρω από την οποία συντίθεται.
Και στη συμβολική του κορυφή ορθώνεται το πρόσωπο του διαδόχου, του μεγάλου Αυτοκράτορα Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Κράτος ιδιαίτερο στη μορφή και στην «αποστολή» του, κράτος που συγκροτείται εντός του πλαισίου κατίσχυσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που στηρίζεται σε έναν ευρύ συνασπισμό εξουσίας, κράτος καπιταλιστικό (αστικό) που θέλει ταυτόχρονα να είναι (ή να προβάλλει πως είναι) αγροτικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό. Με την ίδια ευκολία που το βοναπαρτικό κράτος ‘αυτονομείται’ από τις κοινωνικές τάξεις-κατηγορίες που ‘εκπροσωπεί’, με την ίδια ευκολία προσκολλάται σε αυτές, φαντασιακή ή μη.
To βοναπαρτικό κράτος είναι το κράτος των πολλαπλών κοινωνικά προσώπων, απόλυτα ευθυγραμμισμένο με την «τιμή» και την υπόληψη της Γαλλίας. Ακόμη και οι ταξικές διαφορές των συνιστώντων μερίδων του συνασπισμού της εξουσίας, ‘εργαλειοποιούνται’ πολιτικά και «συνενώνονται» συμβολικά στο ένα συνασπισμό, σε μία εθνική τάξη, σε μία ενιαία Γαλλία, υπό την κυριαρχία της κοινής λογικής και του εθνικά «επιθυμητού». Όπως το θέτει επιγραμματικά ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ: «Ο Βοναπάρτης θα ήθελε να φαίνεται ο πατριαρχικός ευεργέτης όλων των τάξεων. Δεν μπορεί, όμως, να δώσει τίποτα στη μια, αν δεν πάρει από την άλλη».8 Το κράτος της υπερταξικής συγκρότησης είναι και το κράτος της αφαίρεσης.
Και σε αυτό το σημείο προκύπτει το ερώτημα: είναι το βοναπαρτικό κράτος αυτόνομο απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις όπως αναφέρει ο Νίκος Πουλαντζάς; Θα απαντήσουμε λέγοντας ότι είναι αυτόνομο στο βαθμό που αυτονομείται ακριβώς για να διευρύνει τα όρια της εξουσίας του, είναι αυτόνομο στο βαθμό που μετατοπίζει τα όρια δράσης συγκροτώντας έναν ευρύτερο συνασπισμό εξουσίας, είναι αυτόνομο στο βαθμό που συνέχει και αναπαράγει «πολιτικά» τη μικρή αγροτιά, είναι αυτόνομο στο βαθμό που χρειάζεται για να άρει την εξέλιξη (και την πρόοδο) της πάλης του γαλλικού προλεταριάτου, για να προσδιορίσει την εξέλιξη της ταξικής πάλης, είναι όσο αυτόνομο χρειάζεται για να ενοποιήσει τα κοινωνικά συνιστώντα μέρη του απέναντι στον δυνάμει εξεγερσιακό «εχθρό»: το γαλλικό προλεταριάτο. Επιδιώκουμε να εμπλουτίσουμε την έννοια της σχετικής ή μη αυτονομίας του βοναπαρτικού κράτους από τις κυρίαρχες τάξεις της κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης είναι ο «νέος» βασιλιάς «ήλιος», ένας γραφικός «ήρωας» του καιρού του που ισορροπεί μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας, μεταξύ γέλιου και κλάματος.
1 Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη’, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 52-53.
2 Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ….ό.π, σελ. 86.
3 Στην περιγραφή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, στο διαρκές ψυχόδραμα που συμβόλιζε η παρουσία του, ο Μαρξ θυμίζει πεπειραμένο λογοτέχνη, που μεταχειρίζεται την πένα του ως όπλο ενάντια στις «σκοτεινές» ωδίνες του καιρού του. Πραγματικά, από αυτή την άποψη, το έργο του αποκτά υπόγεια διακειμενικές αναφορές.
4 Ο Μαρξ παρουσιάζει τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη ως τον τυπικό ηγέτη του κουρελοπρολεταριάτου το οποίο υπακούει σε αυτόν. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης παρουσιάζεται ως ο ηγέτης της εταιρείας της 10 του Δεκέμβρη, της ‘οργάνωσης’ του κουρελοπρολεταριάτου. Θα πρέπει να αντιληφθούμε το κουρελοπρολεταριάτο στην αριθμητική του διάσταση, ως μία κυρίως αριθμητική-ποσοτική βάση υποστήριξης στο βοναπαρτικό καθεστώς καθώς θεωρούμε ότι δεν επιτελεί τις λειτουργίες τάξεως-στηρίγματος του καθεστώτος λόγω της διασποράς του και της κοινωνικής του σύνθεσης.
5 Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ…ό.π, σελ. 145.
6 Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ…ό.π, σελ. 144.
7 Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος που διαδραματίζει στο εσωτερικό του βοναπαρτικού κράτους η διοικητική γραφειοκρατία, είτε η ‘σταθερή’, είτε ανερχόμενη. Είναι αυτή η διοικητική γραφειοκρατία που ‘κινεί’ το κράτος, τον δύσκαμπτο κρατικό μηχανισμό, αναζητώντας όχι τη ρήξη αλλά το συνεχές της δράσης, εκείνο ακριβώς το τυπολογικό πλέγμα το οποίο συνίσταται στη σχέση πολιτικής (διοικητικών πολιτικών) και αποτελεσματικότητας, στη σχέση μεταξύ διοικητικής ιεραρχίας και άμεσης εκτελεστικής εξουσίας. Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό που ορίζει τη λειτουργία της σύγχρονης κλασικής ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας είναι η επιδίωξη του διαρκούς εκσυγχρονισμού-εξορθολογισμού των διοικητικών πρακτικών και σχέσεων.