Δεν ξέρω αν και πόση έκπληξη προκάλεσε σε σας η ειδησούλα που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα αλλά προσωπικά την προσπέρασα ως κάτι που δεν με άγγιξε. Ο ΟΟΣΑ, λέει, για τέταρτη φορά μέσα σε έναν χρόνο αναπροσάρμοσε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις του για την εξέλιξη της πολυθρύλητης και πολυαναμενόμενης σε ολόκληρο τον κόσμο ανάπτυξης.
Βέβαια, ο ΟΟΣΑ δεν μιλάει για ύφεση αλλά για επιβράδυνση της ανάπτυξης. Υποτίθεται, δηλαδή, ότι η παγκόσμια οικονομία έχει ξεμπερδέψει με την μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2008 κι έχει αρχίσει να παίρνει τα πάνω της, απλώς αυτή η βελτίωση θα γίνει με πιο αργούς ρυθμούς απ’ αυτούς που περιμέναμε.
Δυστυχώς, η ιστορικά τεκμηριωμένη αλήθεια είναι πως η οικονομία, όταν εξέρχεται από μια μακρά κρίση, το κάνει με γοργά βήματα ή, τουλάχιστον, με επιταχυνόμενο ρυθμό. Σχηματικά μιλώντας, οι πρώτοι κλάδοι που μπαίνουν σε κύκλο ανάπτυξης, “τραβούν” μαζί τους κάποιους άλλους, οι οποίοι με την σειρά τους κάνουν το ίδιο, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να επιταχύνεται. Αφού, λοιπόν, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ πιστοποιούν επιβράδυνση, η αλήθεια δεν μπορεί να είναι παρά το ότι ζούμε ήδη τα προεόρτια της επόμενης κρίσης, όσο κι αν κάποιοι επιμένουν για το αντίθετο.
Γιατί, όμως, είπα πρωτύτερα ότι η σχετική αναγγελία του ΟΟΣΑ δεν με εξέπληξε; Μα επειδή δεν νομίζω ότι λύθηκαν τα προβλήματα τα οποία οδήγησαν στην κρίση του 2008, συνεπώς εκτιμώ ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί οποιαδήποτε αισιόδοξη πρόβλεψη περί ανάπτυξης. Για παράδειγμα:
krisi2(1) Η διεθνής οικονομική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008 και ήδη έχει βγάλει ψεύτες όσους υποστήριζαν ότι θα άρχιζε να υποχωρεί πριν τα τέλη του 2009 ή του 2010 ή του 2011 ή…, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το οποίο την διαφοροποιεί απολύτως από όλες τις οικονομικές κρίσεις που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα (συμπεριλαμβανομένου και του κραχ του 1929). Ποιό είναι αυτό το χαρακτηριστικό; Μα το γεγονός ότι για πρώτη φορά το πρώτο και κύριο θύμα μιας κρίσης είναι το ίδιο το τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για πρώτη φορά το πλήγμα φέρεται κατ’ ευθείαν στην καρδιά του δυτικού οικονομικού συστήματος, κατ’ ευθείαν στην κολώνα του καπιταλισμού: τις τράπεζες και τα χρηματιστήρια. Παλιότερα, οι κρίσεις ξεσπούσαν στις επιχειρήσεις κι αυτές συμπαρέσυραν με την πτώση τους τις τράπεζες. Τούτη την φορά κατέρρευσαν οι τράπεζες και συμπαρέσυραν τις επιχειρήσεις. Και το πλήγμα ήταν τόσο καίριο ώστε η πρωτοφανής στήριξη των τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση να δείχνει ανεπαρκής. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού έχει φουντώσει η συζήτηση για τα “κόκκινα δάνεια” ούτε ότι πριν λίγες μόλις μέρες Γαλλία και Ιταλία ζήτησαν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) “δίχτυ προστασίας” για τις τράπεζές τους.
(2) Χρόνια και χρόνια δεχόμαστε πλύση εγκεφάλου για τα καλά της “ελεύθερης αγοράς”, της “ανοιχτής οικονομίας” και του απαλλαγμένου από κάθε κρατική εποπτεία “ελεύθερου ανταγωνισμού”. Παράλληλα, βαρεθήκαμε να ακούμε ότι ο συγκεντρωτισμός της κρατικής εξουσίας έφταιξε που οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ αντιμετώπισαν τόσο μεγάλα οικονομικά προβλήματα και αδιέξοδα. Δείτε, όμως, τι γίνεται σήμερα στον τόπο μας (σημ.: το ίδιο συμβαίνει παντού): έμποροι, βιομήχανοι, εφοπλιστές, πολιτικοί κλπ αγωνιούν για την υφέρπουσα ύφεση και καλούν την κυβέρνηση να ενεργοποιήσει ένα Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων το οποίο θα αναζωογονήσει την λιπόθυμη (έως πεθαμένη) αγορά και θα σηματοδοτήσει τα πρώτα βήματα ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, ο πολυδιαφημισμένος ιδιωτικός τομέας εκλιπαρεί το κράτος για στήριξη. Πάνε περίπατο τα τσιτάτα για “ελεύθερο ανταγωνισμό” (όπου όποιος δεν αντέχει, δεν στηρίζεται αλλά πεθαίνει) και “ανοιχτή οικονομία” (όπου, απλούστατα, το κράτος παίζει ρόλο απλού θεατή). Πίσω από τα λόγια του κάθε προέδρου ΣΕΒ κρύβεται η παραδοχή ότι η “ελεύθερη οικονομία” δεν μπορεί να υπάρξει δίχως κρατικές συμβάσεις, δίχως κρατικές προμήθειες, δίχως επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις. Ζούμε, δηλαδή, έναν πρωτοφανή παραλογισμό: κατηγορούμε το κράτος για όσα κακά μας έχουν βρει και, ταυτόχρονα, ζητάμε απ’ αυτό το κράτος να μας βοηθήσει να επενδύσουμε ώστε να φέρουμε την ανάπτυξη. Υποψιάζομαι ότι, αν ο Στάλιν έβλεπε όλα αυτά, θα γέλαγε κάτω από το παχύ του μουστάκι.
(3) Οι αβεβαιότητες που εκφράζονται για το μέλλον της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικώτερα (τύπου Grexit, Brexit κλπ), δεν αποτελούν απόρροια της κρίσης. Απλώς, η κρίση βόηθησε την ανάδειξη των οξύτατων ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων, οι οποίες κρύβονταν κάτω από το χαλί όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά. Ο φερετζές σηκώθηκε και είδαμε όλοι ότι η Ε.Ε. δεν είναι μια “μεγάλη οικογένεια αλληλεγγύης κι αλληλοβοήθειας”, αλλά ένα πεδίο οξύτατου ανταγωνισμού των μονοπωλιακών αγορών. Ενός ανταγωνισμού όπου συμμετέχουν και οι ίδιες οι κυβερνήσεις, προκειμένου να στηρίξουν τα δικά τους μονοπώλια. Ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η ανηλεής μάχη των βουβαλιών (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία) βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με συγκυριακά κι εναλλασσόμενα εκατέρωθεν κέρδη ή ζημιές. Φαίνεται ότι, προσωρινά, το γερμανικό βουβάλι αναδεικνύεται νικητής (έστω στα σημεία), αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει για τον φτωχό νότο. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, “όταν στον βάλτο τσακώνονται τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια”.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η συνταγή που ακολουθήθηκε για να βγει η παγκόσμια οικονομία από την κρίση, απέτυχε. Κι είναι εξ ίσου προφανές ότι δεν μπορεί να βρεθεί πετυχημένη συνταγή όσο επιμένουμε να χρησιμοποιούμε τα ίδια υλικά. Συνεπώς, το να εκτιμά κανείς ότι η επόμενη καπιταλιστική κρίση βρίσκεται προ των πυλών δεν συνιστά αποτέλεσμα θείας φώτισης αλλά απλής λογικής.