Αν λογαριάσουμε τις ημέρες που η Εκκλησία απαγόρευσε στους χριστιανούς να τρώνε κρέας, αυγά, λάδι, γάλα θα δούμε πως ξεπερνούνε τις 200. Κι όμως στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού δεν είχαν καθιερωθεί οι νηστείες. Το ζήτημα λοιπόν αυτό, νομίζω, πως έχει έχει ενδιαφέρον και πρέπει να εξετάσουμε όι από τη στενή θρησκευτική άποψη αλλά με άλλα κριτήρια.
Πρώτα πρώτα πρέπει να θυμίσω στους αναγνώστες μου πως στην εποχή του Ναζωραίου και των πρώτων Αποστόλων δεν είχαν καθιερωθεί κανενός είδους νηστείες. Αντίθετα ο Ναζωραίος κατηγορήθηκε από τους Γραμματείς και Φαρισαίους πως δεν τηρούσε την αρία και τη νηστεία του Σαββάτου, παράβαση που τιμωρούνταν με σοβαρές ποινές από το μωσαϊκό νόμο. Στα ευαγγέλια μάλιστα διαβάζουμε πως ο Ιησούς απαντώντας στους κατηγόρους του έλεγε:  Δεν βλάπτουν τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα».
Όσο λοιπόν οι χριστιανοί αποτελούσαν μικρές κοινότητες (Εκκλησίες) μπορούσαν να συντηρούνται με τα κοινά δείπνα και συσσίτια (Αγάπες). Στην περίοδο αυτή της κοινοβιακής ζωής οι νηστείες ήταν άγνωστε. Αργότερα, από τον β’ αιώνα και δώθε τα πράγματα άλλαξαν. Οι χριστιανοί πλήθυναν και οι κοινότητές τους (Εκκλησίες) αντίκριζαν σοβαρά προβλήματα διατροφής. Σαν πρώτο μέτρο για να λύσουν το πρόβλημα αυτό ήταν ο διορισμός ενός επόπτου (=επίσκοπος) που φρόντιζε για τη συλλογή εράνων και τη διατροφή των πιστών. Μα και πάλι το πρόβλημα αυτό δεν λύθηκε, γιατί οι χριστιανοί πλήθυναν, οι διωγμοί άρχισαν και τα τρόφιμα και οι πόροι ήτα λίγα.
Εξάλλου τα κοινόβια σιγά σιγά διαλύθηκαν και παράλληλα και τα κοινά συσσίτια (Αγάπες). Κι ακόμα με την προσχώρηση και πλουσίων στο χριστιανισμό, στις Εκκλησίες υπήρχαν τώρα πλούσιοι και φτωχοί, χορτάτοι και νηστικοί.
Ήταν φυσικό λοιπόν να δημιουργηθούν πολλά και μεγάλα παράπονα, όπως μας πληροφορούν τα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας εκείνου του καιρού.
Από την αιτία αυτή οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι από τη μια μεριά για να εξοικονομήσουν τρόφιμα και από την άλλη για να σταματήσουν τις διενέξεις και τις αντιθέσεις ανάμεσα φτωχών και πλουσίων μέσα στις Εκκλησίες, θέσπισαν τις διάφορες νηστείες, δηλαδή την αποχή από τα φαγητά, που έτρωγαν οι εύποροι ειδωλολάτρες. Το μέτρο αυτό απόβλεπε σε δύο σκοπούς. Πρώτον αναγκάζονταν οι πλούσιοι χριστιανοί ορισμένες ημέρες να μην τρώνε κρέας, αυγά, λάδι, γάλα, ψάρια. Έτσι  εξομοιώνονταν με τους φτωχούς χριστιανούς. Δεύτερον – κι αυτό ήταν το πιο σπουδαίο – εξοικονομούτανε πολλά τρόφιμα που οι πλούσιοι τα προσφέρανε στις Εκκλησίες και μ’ αυτά τρέφονταν τα μη νηστίσιμες ημέρες οι φτωχοί Χριστιανοί.
Γι’ αυτό στη Δύση προπαγανδίστηκε η ιδέα πως η νηστεία είναι έργο άξιο μισθού (meritum) και συνακόλουθα εκείνος που νηστεύει γλιτώνει από τις …αμαρτίες του.
Στοχάζομαι πως η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής από τι παραπάνω αιτίες καθιερώθηκε.
* * *
Όταν όμως στις αρχές του 4ουυ αιώνα ο Χριστιανισμός από παράνομη οργάνωση αναγνωρίστηκε σα νόμιμη και η Χριστιανική Εκκλησία έγινε ο κυριότερος συνεργάτης και στυλοβάτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συντρέχανε και άλλοι λόγοι να θεσπισθούν και επιβληθούν εξόν από ημερήσιες νηστείες και πολυήμερες. Στην περίοδο αυτή που η Εκκλησία ήταν παντοδύναμη, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία περνούσε μια χρονίζουσα οικονομική κρίση. Η φτώχεια ήταν απλωμένη παντού. Μόνο μέσα στην πρωτεύουσα τον 4ο αιώνα ο μισός πληθυσμός ήταν άστεγοι και πειναλέοι. Η γεωργία σε πολλές περιοχές βρίσκονταν σε πειρασμό. Η κτηνοτροφία πάλι από διάφορες αιτίες (επιδημίες, πολέμους, θεομηνίες, ληστείες κλπ.) δεν αναπτύσσεται, εξάλλου και οι ανταλλαγές δυσκολεύονταν πολύ γιατί δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα, η αισχροκέρδεια είχε αποχαλινωθεί και η ακρίβεια και η εκμετάλλευση απαθλίωναν μεγάλα στρώματα του πληθυσμού.
Με δυο λόγια το Βυζάντιο αντίκριζε άλυτα δημοσιονομικά και παραγωγικά προβλήματα. Μερικοί αυτοκράτορες έβγαλαν διατάγματα με τα οποία ήθελαν να λύσουν τα προβλήματα αυτά αλλά παρ’ όλες τις καταπιέσεις των οργάνων της εξουσίας, οι διαταγές τους δεν εφαρμόζονταν, ή πιο σωστά παρερμηνεύονταν και έτσι πλούτιζαν οι μαυραγορίτες.
* * *
Η κρίση όμως της αγροτικής οικονομίας  της κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας ενώ απαθλίωνε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Δημιουργούσε και για την άρχουσα τάξη κρίση εξαιτίας της ακρίβειας του κρέατος, του λαδιού, του κρασιού, του γάλατος, του τυριού και των πουλερικών. Μια που ήταν μεγάλη ζήτηση των ειδών αυτών και μικρή η προσφορά τους οι τιμές ανέβαιναν.
Γι’ αυτό η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να ζητήσει την υποστήριξη και συνεργασία της Εκκλησίας για να δημιουργήσει μεγάλη προσφορά κρεάτων, αυγών, γάλατος, τυριών και πουλερικών .
Ύστερα από πολλές συσκέψεις και από υποδείξεις οικονομολόγων και δημοσιολόγων εκείνου του καιρού αποφασίστηκε να παρθούν αποφάσεις από Οικουμενικές Συνόδους που να επιβάλουν πολυήμερες νηστείες (σαρακοστές). Οι αποφάσεις χαρακτηρίστηκαν σαν διδασκαλία των πρώτων Αποστόλων και έτσι έχουν ακατάλυτο κύρος.
Μια λοιπόν που η Εκκλησία ασκούσε μεγάλη ηθική επιβολή εκείνο τον καιρό και οι αποφάσεις των συνόδων θεωρούνταν θεόπνευστες, οι νηστείες επιβλήθηκαν χωρίς σχεδόν σοβαρή αντίδραση και τηρούντανε από τα λαϊκά στρώματα.
Δε θέλει ρώτημα πώς όταν 200 μέρες το χρόνο η μεγάλη πλειοψηφία των χριστιανών δεν έτρωγε κρέας, αυγά, τυριά, γάλα, λάδι δημιουργήθηκε μεγάλη προσφορά των ειδών αυτών και οι τιμές έπεσαν.
Επίσης, και για τα ψάρια που κι αυτά μπήκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων τροφών, οι ίδιοι σχεδόν λόγοι συντρέχανε. Επειδή στο εσωτερικό της Β. Αυτοκρατορίας τα νωπά ψάρια δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν περιορίστηκε η κατανάλωσή τους για να αναγκάζονται οι ψαράδες να τα παστώνουν. Έτσι όχι μόνο διατηρούντανε αλλά και ήταν εύκολη η μεταφορά τους στο εσωτερικό.
Επειδή όμως στη Δύση οι παραγωγικές συνθήκες ήταν λίγο πολύ διαφορετικές από την Ανατολή, η δυτική Εκκλησία δεν ακολούθησε την Ανατολική ούτε ως προς το χρόνο και τη διάρκεια των νηστειών, ούτε ως προς τα είδη των απαγορευμένων τροφών. Επίσης στην Αρμενία και αλλού δεν έγιναν απόλυτα αποδεχτά τα για της νηστείας θεσπίσματα της Ανατολικής Εκκλησίας, γιατί στις περιοχές αυτές η κτηνοτροφία ήταν πλούσια και δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να θεσπισθούν μεγάλοι περιορισμοί στην κατανάλωση του κρέατος και του τυριού.
Πρέπει να σημειώσουμε πως μερικές Εκκλησίες και πριν από τον 4ο αιώνα και ύστερα δεν παραδέχονταν το κύρος των τοπικών και Οικουμενικών Εκκλησιαστικών Συνόδων που θέσπιζαν τις διάφορες νηστείες. Οι κορποκρατιστές λ.χ. ερμηνεύανε διαφορετικά τις ευαγγελικές και αποστολικές παραδόσεις, ενώ οι Ευσταθιανοί αντιτάχθηκαν στην επίσημη Εκκλησία αναφορικά με την καθιέρωση της νηστείας και τη θέση τους απέναντι των πλουσίων.
Η Ανατολική Εκκλησία όμως όχι μόνο αναθεμάτισε και απεκήρυξε τις διδασκαλίες και θεωρίες εκείνων που αντιγνωμούσαν μαζί της αλλά και με την κρατική βία καταδίωξε όλους αυτούς χαρακτηρίζοντας τους νεωτεριστές, αποστάτες και αιρετικούς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η Ανατολική Εκκλησία επέβαλε τις μικρές στην αρχή και πολυήμερες αργότερα νηστείες όχι γιατί ακολούθησε την ευαγγελική παράδοση – αντίθετα την παραποίησε – αλλά για να εξυπηρετήσει την άρχουσα τάξη.