17 Δεκ 2016

Η Αλβανία σήμερα

 Η Αλβανία σήμερα

Όταν λέμε σήμερα, εννοούμε βασικά το 1980, που την επισκέφτηκε ο Βάσος Γεωργίου και μετέφερε τις ταξιδιωτικές του (κι όχι μόνο) εντυπώσεις από την παραμονή του στη χώρα για τρεις εβδομάδες.
Εννοούμε δηλ την Αλβανία του Χότζα, με την οποία το ελληνικό κράτος βρισκόταν ακόμα, τυπικά, σε εμπόλεμη κατάσταση -κατάλοιπο (;) της περιόδου του εμφυλίου. Ενώ και η Αλβανία, με τη σειρά της, βρισκόταν άτυπα σε πόλεμο με όλη σχεδόν την οικουμένη και τα κράτη της (όχι όμως και με τους λαούς τους) που ήταν είτε ρεβιζιονιστικά, είτε ιμπεριαλιστικά. Άντε να εξαιρούνταν Βιετνάμ και Κούβα (και πάλι όμως, δε νομίζω), μετά το διαζύγιο με την Κίνα.

Το οποίο πάντως δεν ήταν τόσο οδυνηρό, όσο η ρήξη με τους Σοβιετικούς, που παραμένουν, κατά κάποιον τρόπο, παρόντες, στα εργοστάσια (με τις σοβιετικές μηχανές) και διάφορα τοπωνύμια (που παραπέμπουν κυρίως στο Στάλιν). Όπως λέει κι ο Αλβανός συνοδός του Β.Γ (που ορίστηκε από το αλβανικό κράτος).
Το διαζύγιό μας με την Κίνα και την Εκκλησία δεν ήταν καθόλου δύσκολη υπόθεση. Νομίσαμε πως ήταν κακοτράχαλο βουνό η ρήξη αυτή, αλλά αποδείχτηκε πολύ ευκολότερη. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση.
Η κατάσταση αυτή τους υπαγόρευσε ως υποχρεωτική σχεδόν επιλογή μια λογική λιτής αυτάρκειας, που μοιάζει αρκετά με τo juche των ΛΔ-Κορεατών, και λέει πως "τα κάνουμε όλα μόνοι μας, με τις δικές μας δυνάμεις". Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος του Β.Γ. με το συνοδό του για το ωράριο των Αλβανών εργατών, που δουλεύουν μεν οκτάωρο, αλλά έξι μέρες τη βδομάδα.
-Σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες δουλεύουν πέντε μέρες τη βδομάδα. Σκεφτόμουν πόσο θα ελαφρυνόταν η δουλιά και σε σας, αν η Αλβανία έπαιρνε μέρος στο διεθνή καταμερισμό εργασίας της σοσιαλιστικής κοινότητας και βοηθιόταν από τις αδελφές χώρες.Τον είδα που πειράχτηκε.
-Εννοείτε την Τσεχοσλοβακία ή τη Λαοκρατική Γερμανία μου απάντησε. Ξεχνάτε πως όταν εμείς ξεκινήσαμε από το μηδέν, η Τσεχοσλοβακία είχε πολύ αναπτυγμένη βιομηχανία.
-Σωστή η παρατήρηση για την Τσεχοσλοβακία, απάντησα, μα δεν πρόκειται μόνο για αυτή. ορίστε η Βουλγαρία...-Εμείς χτίζουμε την καινούρια κοινωνία με τις δυνάμεις μας και προτιμούμε αυτό το δρόμο ανάπτυξης.
Σε εκείνη ακριβώς την περίοδο, αρχίζουν πιθανότατα να κάνουν κάποια δειλά "ανοίγματα" (για τα δικά τους μέτρα τουλάχιστον) και μάλλον σε αυτά τα πλαίσια υποδέχονται και το Β.Γ, χωρίς φυσικά να πάψουν να τον θεωρούν "ρεβιζιονιστή". Αυτός πάντως πηγαίνει με φιλικές διαθέσεις κι αποφεύγει την πολιτική αντιπαράθεση, όπως άλλωστε και οι οικοδεσπότες του, με εξαίρεση τους κομμουνιστές της ελληνικής μειονότητας (που οι Αλβανοί την έλεγαν απλά μειονότητα, χωρίς άλλο προσδιορισμό, γιατί δεν είχαν κι άλλη στην επικράτειά τους) που είναι πιο φανατικοί. Και ένας από αυτούς λέει πχ:
-Πώς κατάντησε έτσι η Πασιονάρια...
Με το Βάσο Γεωργίου να προσπαθεί να μαλακώσει κάπως την κρίση του, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Πλεχάνοφ, που παρά τα όσα (δεν) έκανε στα στερνά του, οι σοβιετικοί δεν έπαψαν να τον τιμούν και να τον θεωρούν μεγάλο μαρξιστή.
Λίγα είναι αυτά που δυσαρεστούν το Β.Γ. στην Αλβανία. Κάτι αγίνωτα ροδάκινα, το άνοστο γιαούρτι τους, κάποια αντίστοιχα μικροπράγματα. Αλλά και η πλήρης έλλειψη συνθημάτων για την ειρήνη, σε μια χώρα που βρισκόταν πάντως, επί ποδός πολέμου, με τριετή στρατιωτική θητεία, και υποχρεωτική ετήσια επιμόρφωση-γυμνάσια, για άνδρες και γυναίκες, που κρατούσαν δυο-τρεις βδομάδες.
Σύντροφοι, δεν αμφιβάλλω για αυτά που μου λέτε. Ξέρω ακόμα πως είστε ένα φιλειρηνικό κράτος. Πώς είστε κατά του πολέμου, κατά του φιλοπόλεμου ιμπεριαλισμού. Πως με την ύπαρξη της η ΛΣΔ της Αλβανίας προσφέρει υπηρεσίας στην υπόθεση της ειρήνης στη Βαλκανική. Πως ξεσκεπάζοντας τη συμμαχία ιμπεριαλισμού και ηγετικής κλίκας του Πεκίνου προσφέρετε υπηρεσία στη διεθνή ειρήνη. Ωστόσο, ο αγώνας για την ειρήνη είναι το κύριο καθήκον της εποχής μας. Κι αυτό δεν το λέει μόνο η σημερινή ηγεσία της ΕΣΣΔ. Το είπε κι ο Λένιν, που το πρώτο διάταγμα που υπόγραψε ήταν για την ειρήνη. Το είπε κι ο Στάλιν, που τόνισε πως οι λαοί θα πρέπει να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της ειρήνης και να παλέψουν ως το τέλος για αυτήν γιατί ο πόλεμος υπάρχει μες στη φύση του ιμπεριαλισμού.
Και σε ένα άλλο σημείο.
Τους παρακάλεσα να μου δείξουν ένα σύνθημα για την ειρήνη. Αντί για αυτό, μου ανάπτυξαν όλη την πολιτική του κόμματος και της λαϊκοδημοκρατικής κυβέρνησης, πως υποστηρίζουν όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.
Κι αν ο συγγραφέας προβάλλει το σύνθημα της ειρήνης ως τον αντίθετο πόλο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι Αλβανοί έχουν κάθε λόγο να βλέπουν καχύποπτα οτιδήποτε μπορεί να βάλει το ειρηνικό πέρασμα και την ειρηνική συνύπαρξη από το παράθυρο στη συζήτηση.
Αλλά αυτό δε δικαιώνει την κρίση τους για τα γεγονότα στο Αφγανιστάν, όπου επιμένουν να κάνουν λόγο για "εισβολή" των Σοβιετικών.
Κατά τα άλλα, η Αλβανία μεταμορφώνεται προς το καλύτερο, όπως κάθε άλλη ΛΔ - σοσιαλιστική χώρα, κι ο Γεωργίου βρίσκει άπειρα παραδείγματα (χωρίς πολλά στατιστικά, όπου θα ευημερούσαν οι αριθμοί χωρίς τους Αλβανούς) ήδη στην αρχή του ταξιδιού του και πριν φτάσει καν σε αλβανικό έδαφος.
Η κυρία που μιλούσε καθαρά ελληνικά ήταν συνταξιδιώτισσσα (...)
-Ξέρετε πώς ήταν τότε η Αλβανία; μου λέει απότομα. Ακούστε με: ήμουν τότε 15 χρονών και όταν έβγαινα στους δρόμους, τα γυμνασιόπαιδα που σπούδαζαν στα Τίρανα κι οι άλλοι νέοι της Πρεμετής πετάγονταν έξω από το καφενείο και με κοίταζαν αμίλητοι κι απορημένοι. Γιατί ήμουν η μόνη κοπέλα, η μόνη γυναίκα που περπατούσα στο δρόμο δίχως φερετζέ, δίχως καν μαντήλι στο κεφάλι. Οι Αλβανίδες δε βγαίνανε καθόλου από το σπίτι, κι όταν για λίγο κυκλοφορούσαν για δουλιές, ήταν σκεπασμένες από την κορφή ως τα νύχια. Μόνο τα μάτια τους φαίνονταν. Οι ίδιες συνήθειες υπήρχαν παντού. Και τα Τίρανα δεν ήταν να πεις καμιά πολιτεία. Ένα βρωμοχώρι ήταν, δίχως νερό, δίχως φως, δίχως μαγαζιά. Ηλεκτρικό είχε μόνο για τους Ιταλούς και τους λίγους μπέηδες. Οι άλλοι φωτιζόμαστε με λάμπες πετρελαίου. Θυμάμαι σαν παντρεύτηκα -ο άντρας μου ήταν Αλβανός, δημόσιος υπάλληλος- κι ήρθαμε στα Τίρανα, δεν μπορούσα να χωνέψω, νοσταλγώντας τότε την Αθήνα, όπου είχα γεννηθεί και ζήσει τα 15 χρόνια μου, πώς ήταν δυνατό να λέγεται πόλη αυτό το θλιβερό αλβανοχώρι. Δεν είχε ούτε νερό της προκοπής. Αγοράζαμε τότε ένα ζεστό γλυφονέρι και το πίναμε αναγκαστικά δίχως να ξεδιψάμε. Κι ο λαός πεινούσε, υπόφερε πολύ από χίλιες αρρώστιες, μα πιο πολύ τον τσάκιζε η φυματίωση κι η ελονοσία. Χτικιάρηδες και κιτρινιάρηδες, χλεμπονιάρηδες ήταν οι Αλβανοί. Και τεμπέληδες. Είχαν μια περιφρόνηση στη δουλιά, που δεν μπορούσα εγώ τότε να την εξηγήσω -κι ας μου μιλούσε συχνά γι' αυτό ο μεγάλος μου αδελφός, που δούλευε βιβλιοδέτης. Μόνο οι Αλβανίδες ήταν δουλευτάρες, προκομμένες.
-Και τώρα πως είναι; τη ρωτάω.
-Τώρα θα τα δείτε μόνος σας. Για μένα, η διαφορά από την παλιά κατάσταση με τη σημερινή δε μετριέται. Τα Τίρανα γίνανε πολιτεία, με όμορφα σπίτια, με δρόμους, με πλατείες, με πάρκα, με εργοστάσια, καταστήματα, θέατρα, με σπίτια πολιτισμού κι άλλα παλάτια, με ηλεκτρικό φως και καθαρή κατοικία για όλους, μ' ένα δροσερό, χωνευτικό νερό που το φέρανε από το βουνό Ντάιτι, και πρώτα απ' όλα με ψωμί και δουλιά για όλο τον κόσμο. Άλλαξε όλων των ανθρώπων η μοίρα. Θα σας πω για τη δική μου οικογένεια. Έχω μια κόρη και δυο γιους. Χήρεψα νέα. Και με τη δουλιά μου και τη βοήθεια του κράτους μπόρεσαν τα παιδιά μου να σπουδάσουν ή να μάθουν τέχνη. Η κόρη μου δουλεύει δασκάλα της μουσικής στην Κρούγια και παίρνει 720 λέκια το μήνα. Είναι αρραβωνιασμένη, τον άλλο μήνα θα παντρευτεί και για δαύτην κουβαλάω όλα τούτα τα δώρα από τους συγγενείς μας στην Αθήνα. Ο μεγαλύτερος γιος μου είναι μηχανικός στα Τίρανα και κερδίζει 810 λέκια. Ο μικρότερος γιος μου, που δεν ήθελε πολύ τα γράμματα, δουλεύει τεχνικός σ' επιχείρηση στα Τίρανα, κερδίζει κι αυτός αρκετά. Κι εγώ ως πέρσι δούλευα σε εργοστάσιο και έπαιρνα 430 λέκια το μήνα. Αρρώστησα, πήρα την αναρρωτική άδεια που έπρεπε, έγινα καλά και τώρα δε δουλεύω γιατί τα παιδιά μου μου έβαλαν τις φωνές: Κάθησε και λίγο, μάνα, να ξεκουραστείς, μπορούμε να σε βοηθήσουμε εμείς, γιατί παίρνουμε αρκετά. Κι έπειτα δε θα 'ναι για πολύ, γιατί εσύ τον άλλο χρόνο θα πάρεις τη σύνταξή σου.
Δεν είναι πως έχουν εξαλειφτεί οι δυσκολίες, οι ελλείψεις και η σχετική φτώχεια (πχ υπάρχουν πολύ λίγοι ανελκυστήρες, ακόμα και σε κεντρικά ξενοδοχεία), αλλά δεν είναι κανείς πλούσιος, εις βάρος των άλλων, και ο λόγος του ανώτερου με τον κατώτατο μισθό δεν υπερβαίνει, παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δύο προς ένα.

Οι πόλεις είναι ανθρώπινες, με ελάχιστα ΙΧ αυτοκίνητα (και κάκιστο εθνικό οδικό δίκτυο), αλλά με απόλυτη κυριαρχία των πεζών και των ποδηλάτων, χωρίς τους ενοχλητικούς θορύβους της μεγαλούπολης -ο συγγραφέας ξυπνάει ένα πρωί στα Τίρανα από το λάλημα ενός κούκου (που δε φέρνει μόνος του την Άνοιξη της Πράγας) και αναρωτιέται μήπως βρέθηκε σε κάνα δάσος. Κι αυτό δε γίνεται στη βάση της τεχνικής καθυστέρησης αλλά βάση σχεδίου.
-Αν αφήναμε απόλυτη ελευθερία εισόδου-εγκατάστασης στα Τίρανα, θα είχαμε πάθει τα δικά σας καλά, μου λέει ο συνοδός μου. Ο μισός πληθυσμός θα είχε συγκεντρωθεί στα Τίρανα, όπως έχει τώρα συγκεντρωθεί στην Αθήνα η μισή Ελλάδα.
Αλλά αυτή η χαοτική πλημμυρίδα εμποδίστηκε με δύο ριζικούς τρόπους: ο πρώτος είναι πως δουλιά, ανάπτυξη, πολιτισμός υπάρχουν παντού, το ίδιο στην επαρχία, όπως και στην πρωτεύουσα. Ο δεύτερος είναι πως δίχως να έχει κανένας εξασφαλίσει δουλιά και σπίτι, δεν μπορεί να μετακινηθεί και να εγκατασταθεί μόνιμα στην πρωτεύουσα.
Δεν υπάρχει κεντρική αγορά, κι εμπορικά καταστήματα, με την έννοια που τα έχουμε συνηθίσει στο δυτικό κόσμο. Όπως δεν υπάρχουν πουθενά βιτρίνες, καμιά πολυτέλεια, τίποτα το περιττό, κανένα ίχνος καταναλωτικής κοινωνίας (και εννοείται ούτε υποψία ναρκωτικών και πορνείας). Υπάρχουν απλώς μαγαζιά, από τα οποία προμηθεύονται οι πολίτες ό,τι χρειάζονται. Και μπόλικα λουλούδια, που είναι μια από τις αρβανίτικες λέξεις, που πέρασαν και στο δικό μας λεξιλόγιο αντί του άνθους.
Εντυπωσιακή είναι η περήφανη στάση των Αλβανών εργαζόμενων που αρνούνται να πάρουν δώρα και φιλοδωρήματα. "Τρόμαξα να την πείσω να δεχτεί έστω μερικά φυστίκια" λέει ο Β.Γ. για μια καθαρίστρια, που ανήκει στην ελληνική μειονότητα κι ήθελε να της προσφέρει κάτι ελληνικό. Ενώ παρακάτω, και αφού γίνει λόγος για την κρατική ιδιοκτησία της γης, η ίδια γυναίκα ρίχνει την εξής αφοπλιστική ατάκα.
-Όχι, μου αποκρίθηκε, δεν είναι δικό μας το σπίτι, είναι του Κράτους. Και σε λίγο πρόσθεσε. Κι εμείς του Κράτους είμαστε.
Και δεν εννοούσε πως το λαϊκό κράτος είχε κάνει την κοινοκτημοσύνη των γυναικών. Εννοούσε απλούστατα πως ήταν με το σοσιαλιστικό κράτος δούλευε σε επιχείρηση του κράτους των εργατών και των αγροτών.
Υπάρχει επίσης ειδικό κεφάλαιο για την κατάσταση της ελληνικής μειονότητας, το σεβασμό στις παραδόσεις της και την απόλυτη ελευθερία που έχει στην εκμάθηση-διδασκαλία της γλώσσας της.

Και η θρησκεία της; Στην Αλβανία είχαν καταργηθεί οι θρησκευτικοί-εκκλησιαστικοί θεσμοί και διατηρήθηκαν μόνο οι ναοί (εκκλησίες και τζαμιά) με ιστορική αξία, που λειτουργούν ως μουσεία. Και ο Γεωργίου παραθέτει τα λόγια μιας γυναίκας από τη μειονότητα:
-Ήταν καιρός. Γλιτώσαμε από ένα μπελά. Επιτέλους. τι μας χρειάζονταν οι παπάδες και οι εκκλησίες;
Αναγνωρίζει πως ο χαρακτήρας της θρησκείας είναι διαβατάρικος (δηλ προσωρινός), αναρωτιέται κι ο ίδιος όμως: μήπως βιάστηκαν να το κάνουν;
Η επίσημη άποψη εξηγεί από βασικούς κοινωνικοπολιτικούς λόγος την κατάργηση των εκκλησιών που ξεκίνησε από τα κάτω σαν ένα αίτημα της μαθητικής και φοιτητικής νεολαίας. Και συγκεκριμένα ότι η θρησκεία δεν είχε βαθιές ρίζες στο λαό, ότι η θρησκεία και η εκκλησία δεν έδρασαν ποτε σαν εθνικός ή ενωτικός παράγοντας, αλλά αντίθετα σαν πηγή διαίρεσης και διχασμού. 
Στην Αλβανία υπήρχαν τρεις θρησκείες και τρεις εκκλησίες, η ορθόδοξη χριστιανική, η καθολική και η μουσουλμανική, που χώριζαν και διασπούσαν το λαό και έστρεφαν το ένα κομμάτι του ενάντια στο άλλο. Απόδειξη άλλωστε ότι οι γάμοι δε γίνονταν ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, ακόμα κι ανάμεσα σε ορθόδοξους και καθολικούς. θάβονταν σε ξεχωριστά νεκροταφεία
Υπήρχαν κι ιστορικά παραδείγματα, που συνέτειναν στα παραπάνω, πχ ο χριστιανός επίσκοπος της Κορυτσάς, που είχε δώσει πρώτος το παράδειγμα στους πιστούς του για να τουρκέψουν, και πολύ πιο πρόσφατα, ο καθολικός επίσκοπος της Σκόδρας, που με παρακίνηση του Βατικανού, προσπάθησε να ξεσηκώσει τους πιστούς ενάντια στη νέα λαϊκή εξουσία που προέκυψε μετά την απελευθέρωση.
Κλείνουμε με μια νότα ιστορικής ειρωνείας, που απορρέει από τη σκοπιά του σημερινού αναγνώστη, με τη στερνή μας γνώση για τις αντεπαναστατικές ανατροπές που μεσολάβησαν και τη σύγκριση που επιχειρεί ο συγγραφέας μεταξύ της σοσιαλιστικής Αλβανίας και της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Αυτή είναι η δύναμη της σημερινής Αλβανίας. Κι όμως πριν από έναν αιώνα και ακόμα νωρίτερα, οι μεγάλοι αμφισβητούσαν κι αυτή την ύπαρξή της. Ένας μεγάλος πολιτικός της Ευρώπης, ο σιδερένιος καγκελάριος Βίσμαρκ, είχε ρωτηθεί για την εθνική υπόσταση της χώρα των Σκιπετάρηδων. Η Αλβανία; απάντησε. Δεν υπάρχει. Είναι απλώς μια γεωγραφική έννοια.
Συμβαίνει κάποτε, ακόμα και μεγάλοι πολιτικοί και σιδερένιοι καγκελάριοι να μη λένε πολύ στέρεα λόγια. και πραγματικά η απάντηση του Βίσμαρκ αποδείχτηκε πως ήταν πολύ κοντόφθαλμη, μακριά από την αλήθεια και τη ζωή.
Πριν ένα αιώνα η Αλβανία ήταν υπόδουλη, κάτω από τον άγριο φεουδαρχικό  ζυγό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, φαινόταν ανύπαρκτη για αυτό το λόγο, και έμενε πολύ πίσω από την προοδευμένη Γερμανία του Βίσμαρκ . Σήμερα η νέα Αλβανία είναι τελείως ελεύθερη και ένα ολόκληρο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό μπροστά από τη Δυτ. Γερμανία. Τι εκπλήξεις αλήθεια μας παρουσιάζει η ζωή.

Εκπλήξεις; Δε λες τίποτα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ