1 Δεκ 2015

V.I. Lenin-Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου

 V.I. Lenin-Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου

V.I. Lenin
Οικονομία και πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου
Πράβδα, αρ. 50, 7 Νοεμ. 1919
Άπαντα, Τόμος 39, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982, σελίδες 271–282
(Με ευχαριστίες στον Μη Απολιθωμένο)

Για τη δεύτερη επέτειο της Σοβιετικής εξουσίας είχα σκεφτεί να γράψω μια μικρή μπροσούρα πάνω στο θέμα που αναφέρεται στον τίτλο. Μέσα όμως στη φασαρία της καθημερινής δουλειάς δεν μπόρεσα ως τώρα να προχωρήσω πέρα από την προκαταρκτική προετοιμασία ορισμένων μερών της. Γι’ αυτό αποφάσισα να δοκιμάσω να εκθέσω σύντομα, περιληπτικά τις πιο ουσιώδεις, κατά τη γνώμη μου, σκέψεις πάνω στο ζήτημα αυτό. Είναι αλήθεια πως ο περιληπτικός χαρακτήρας της έκθεσης παρουσιάζει πολλές δυσχέρειες και μειονεκτήματα. Ωστόσο όμως, προκειμένου για ένα μικρό άρθρο περιοδικού μπορεί ίσως να αποδειχτεί κατορθωτός ο περιορισμένος τούτος σκοπός: να γίνει τοποθέτηση του ζητήματος και να δοθεί ο σκελετός για τη συζήτησή του από τους κομμουνιστές των διαφόρων χωρών.

1

Θεωρητικά δε χωράει αμφιβολία πως ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί παρά να συγκεντρώνει τα γνωρίσματα ή τις ιδιότητες και των δυο αυτών συστημάτων κοινωνικής οικονομίας. Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται, ή με άλλα λόγια: ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε, μα δεν εξοντώθηκε, και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε, μα που είναι ακόμη πολύ αδύνατος.

Όχι μόνο για ένα μαρξιστή, αλλά και για κάθε μορφωμένο άνθρωπο που ξέρει λίγο-πολύ τη θεωρία της εξέλιξης,δεν μπορεί παρά να είναι αυτονόητη η ανάγκη μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, που θα έχει τα διακριτικά αυτά γνωρίσματα της μεταβατικής περιόδου. Και όμως το χαρακτηριστικό όλων των συζητήσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, που ακούμε από τους σημερινούς εκπροσώπους της μικροαστικής δημοκρατίας (και τέτοιοι είναι, παρά την ψευτοσοσιαλιστική ταμπέλα τους, όλοι οι εκπρόσωποι της II Διεθνούς, μαζί και άνθρωποι σαν τον Μακντόναλντ και τον Ζαν Λονγκέ, τον Κάουτσκι και τον Φρίντριχ Άντλερ), είναι ότι ξεχνούν εντελώς αυτή την εξόφθαλμη αλήθεια. Εκείνο που χαρακτηρίζει τους μικροαστούς δημοκράτες είναι η αποστροφή προς την ταξική πάλη, τα ονειροπολήματα να την αποφύγουν, η προσπάθεια να εξομαλύνουν και να μετριάζουν, να αμβλύνουν τις οξύτητες. Γι’ αυτό οι δημοκράτες αυτοί είτε αρνούνται εντελώς να αναγνωρίσουν την ύπαρξη μιας ολόκληρης ιστορικής μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, είτε θεωρούν καθήκον τους να επινοήσουν σχέδια συμφιλίωσης των δυο αντιμαχόμενων δυνάμεων, αντί να καθοδηγήσουν τον αγώνα της μιας απ’ αυτές τις δυνάμεις.

2

Η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία δεν μπορεί παρά να έχει αναπόφευκτα ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιομορφίες σε σύγκριση με τις προηγμένες χώρες, λόγω της πολύ μεγάλης καθυστέρησης και του μικροαστικού χαρακτήρα της χώρας μας. Οι βασικές όμως δυνάμεις —και οι βασικές μορφές κοινωνικής οικονομίας— είναι στη Ρωσία οι ίδιες όπως και σ’ οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα, γι’ αυτό οι ιδιομορφίες αυτές δεν μπορούν να αφορούν το πιο βασικό.

Οι βασικές αυτές μορφές κοινωνικής οικονομίας είναι: ο καπιταλισμός, η μικρή εμπορευματική παραγωγή, ο κομμουνισμός. Και οι βασικές δυνάμεις είναι, η αστική τάξη, η μικροαστική τάξη (κυρίως η αγροτιά), το προλεταριάτο.

Η οικονομία της Ρωσίας στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου παρουσιάζεται με τη μορφή της πάλης που διεξάγει στα πρώτα της βήματα η κομμουνιστικά συνενωμένη —σε κλίμακα ενός τεράστιου κράτους— εργασία ενάντια στη μικρή εμπορευματική παραγωγή και ενάντια στον καπιταλισμό που διατηρείται ή που ξαναγεννιέται πάνω στη βάση αυτής της παραγωγής.

Στη Ρωσία η εργασία συνενώθηκε σε κομμουνιστική βάση, πρώτο, στο βαθμό που καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και δεύτερο, στο βαθμό που η προλεταριακή κρατική εξουσία οργανώνει σε πανεθνική κλίμακα τη μεγάλη παραγωγή στην κρατική γη και στις κρατικές επιχειρήσεις, κατανέμει την εργατική δύναμη ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας και τις επιχειρήσεις και διανέμει στους εργαζόμενους μεγάλες ποσότητες ειδών κατανάλωσης που ανήκουν στο κράτος.

Μιλάμε για «πρώτα βήματα» του κομμουνισμού στη Ρωσία (όπως το λέει και το Πρόγραμμα του Κόμματός μας, που ψηφίστηκε το Μάρτη του 1919), γιατί όλοι αυτοί οι όροι πραγματοποιήθηκαν σ’ εμάς μόνο ενμέρει ή με άλλα λόγια: η πραγματοποίηση αυτών των όρων βρίσκεται μόνο στο αρχικό της στάδιο. Μεμιάς, με ένα επαναστατικό χτύπημα, έγινε ό,τι γενικά είναι δυνατό να γίνει μεμιάς: λογουχάρη, την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, στις 26 του Οχτώβρη 1917 (8 του Νοέμβρη 1917), καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία της γης χωρίς αποζημίωση των μεγάλων ιδιοκτητών, απαλλοτριώθηκαν οι μεγάλοι γαιοκτήτες. Μέσα σε μερικούς μήνες απαλλοτριώθηκαν, επίσης χωρίς αποζημίωση, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι καπιταλιστές, οι ιδιοκτήτες εργοστασίων, μετοχικών επιχειρήσεων, τραπεζών, σιδηροδρόμων, κτλ. Η κρατική οργάνωση της μεγάλης παραγωγής στη βιομηχανία, το πέρασμα από τον «εργατικό έλεγχο» στην «εργατική διεύθυνση» των εργοστασίων, των σιδηροδρόμων — όλα αυτά στις βασικές και κύριες γραμμές τους έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Οσοναφορά όμως τη γεωργία, αυτή η δουλειά μόλις τώρα άρχισε («σοβιετικά νοικοκυριά», μεγάλα νοικοκυριά, οργανωμένα από το κράτος των εργατών σε κρατική γη). Επίσης μόλις τώρα άρχισαν να οργανώνονται οι διάφορες συντροφιές των μικρογεωργών, σαν μορφές περάσματος από τη μικρή εμπορευματική γεωργία στην κομμουνιστική*. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για την κρατική οργάνωση της κατανομής των προϊόντων σε αντικατάσταση του ιδιωτικού εμπορίου, δηλαδή για την κρατική συγκέντρωση και τον εφοδιασμό των πόλεων με σιτηρά και της υπαίθρου με βιομηχανικά προϊόντα. Θα παραθέσουμε πιο κάτω τα στατιστικά στοιχεία που έχουμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

Το αγροτικό νοικοκυριό εξακολουθεί να παραμένει μικρή εμπορευματική παραγωγή. Στο σημείο αυτό έχουμε μια εξαιρετικά πλατιά και με πολύ βαθιές, πολύ γερές ρίζες, βάση του καπιταλισμού. Πάνω στη βάση αυτή διατηρείται και ξαναγεννιέται ο καπιταλισμός σε σκληρότατη πάλη ενάντια στον κομμουνισμό. Μορφές αυτής της πάλης είναι: ο μαυραγοριτισμός και η κερδοσκοπία ενάντια στη συγκέντρωση από το κράτος σιτηρών (καθώς και άλλων προϊόντων) και γενικά ενάντια στην κατανομή προϊόντων από το κράτος.


3

Για να κάνουμε πιο κατανοητές τις αφηρημένες αυτές θεωρητικές θέσεις θα παραθέσουμε συγκεκριμένα στοιχεία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Λαϊκού Επιτροπάτου Επισιτισμού, από την 1 του Αυγούστου 1917 ως την 1 του Αυγούστου 1918, η κρατική συγκέντρωση σιτηρών στη Ρωσία έδοσε περίπου 30 εκατομμύρια πούτια. Τον επόμενο χρόνο έδοσε κάπου 110 εκατομμύρια πούτια. Στους τρεις πρώτους μήνες της επόμενης (1919–1920) καμπάνιας οι συγκεντρωμένες ποσότητες σιτηρών ανέρχονται, όπως φαίνεται, στα 45 περίπου εκατομμύρια πούτια έναντι 37 εκατομμυρίων πουτιών στους ίδιους μήνες (Αύγουστος–Οχτώβρης) του 1918.

Οι αριθμοί αυτοί μιλούν εύγλωττα για μια αργή, μα σταθερή βελτίωση της κατάστασης, με την έννοια της νίκης του κομμουνισμού κατά του καπιταλισμού. Η βελτίωση αυτή συντελείται παρά τις πρωτάκουστες στον κόσμο δυσκολίες που προκαλεί ο εμφύλιος πόλεμος, τον οποίο οργανώνουν οι Ρώσοι και ξένοι καπιταλιστές, εντείνοντας όλες τις δυνάμεις των πιο ισχυρών κρατών του κόσμου.

Γι’ αυτό, όσα ψέματα και αν λένε, όσο και αν συκοφαντούν οι αστοί όλων των χωρών και οι φανεροί και οι κρυφοί βοηθοί τους (οι «σοσιαλιστές» της II Διεθνούς), παραμένει αναμφισβήτητο πως στο βασικό οικονομικό πρόβλημα της δικτατορίας του προλεταριάτου έχουμε εξασφαλισμένη τη νίκη του κομμουνισμού ενάντια στον καπιταλισμό. Ακριβώς γι’ αυτό η αστική τάξη όλου του κόσμου αφρίζει από λύσσα ενάντια στον μπολσεβικισμό, οργανώνει στρατιωτικές εισβολές, συνωμοσίες κτλ. κατά των μπολσεβίκων, γιατί καταλαβαίνει περίφημα το αναπόφευκτο της νίκης μας στον τομέα της αναδιοργάνωσης της κοινωνικής οικονομίας, αν δε μας πνίξει με τη στρατιωτική βία. Δε θα τα καταφέρει όμως να μας πνίξει μ’ αυτό τον τρόπο.

Ως ποιο ακριβώς σημείο έχουμε ήδη νικήσει τον καπιταλισμό στο σύντομο χρονικό διάστημα που είχαμε στη διάθεσή μας και με τις πρωτοείδωτες στον κόσμο δυσκολίες, μέσα στις οποίες αναγκαστήκαμε να δράσουμε, φαίνεται από τα παρακάτω συνοπτικά στοιχεία. Η Κεντρική Διεύθυνση Στατιστικής μόλις τώρα ετοίμασε για δημοσίευση τα στοιχεία που δείχνουν την παραγωγή και την κατανάλωση σιτηρών όχι για όλη τη Σοβιετική Ρωσία, αλλά για 26 κυβερνεία:

Τα συνοπτικά στοιχεία είναι τα εξής:


26 κυβερνεία της Σοβιετικής Ρωσίας Πληθυσμός (σε εκατομ.) Παραγωγή σιτηρών (χωρίς να υπολογίζεται ο σπόρος και οι ζωοτροφές) (σε εκατομ. πούτια) Εφοδιάστηκαν με σιτηρά: Συνολική ποσότητα σιτηρών που διέθετε ο πληθυσμός (σε εκατομμύρια πούτια) Κατανάλωση σιτηρών κατά άτομο (σε πούτια)

από το Λαϊκό Επιτροπάτο Επισιτισμού (σε εκατ. πούτια) από τους μαυραγορίτες
Κυβερνεία παραγωγικά Πόλεις 4,4 —
20,9
20,6
41,5
9,5

Χωριά 28,6 625,4 — — 481,8 16,9
Κυβερνεία καταναλωτικά Πόλεις 5,9 —
20,0
20,0
40,0
6,8

Χωριά 13,8 114,0 12,1 27,8 151,4 11,0
Σύνολο (26 κυβερνεία) 52,7 739,4 53,0 68,4 714,7 13,6

Επομένως τα μισά σχεδόν σιτηρά τα προμηθεύει στις πόλεις το Λαϊκό Επιτροπάτο Επισιτισμού και τα άλλα μισά οι μαυραγορίτες. Μια λεπτομερειακή έρευνα για τη διατροφή των εργατών των πόλεων το 1918, έδωσε αυτή ακριβώς την αναλογία. Για τα σιτηρά που προμηθεύεται από το κράτος ο εργάτης πληρώνει δέκα φορές λιγότερα απ’ ό,τι πληρώνει στους μαυραγορίτες. Η κερδοσκοπική τιμή των σιτηρών είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από την κρατική τιμή. Αυτό δείχνει η προσεκτική μελέτη των προϋπολογισμών των εργατών.

4

Τα στοιχεία που παραθέσαμε, αν τα καλομελετήσουμε, μας δίνουν μια πιστή εικόνα όλων των βασικών χαρακτηριστικών της σημερινής οικονομίας της Ρωσίας.

Οι εργαζόμενοι απαλλάχτηκαν από τους προαιώνιους καταπιεστές και εκμεταλλευτές, τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές. Αυτό το βήμα προς τα μπρος μιας πραγματικής ελευθερίας, μιας πραγματικής ισότητας, βήμα πρωτοφανέρωτο στον κόσμο ως προς το μέγεθος, τις διαστάσεις και την ταχύτητά του, δεν το παίρνουν υπόψη τους οι οπαδοί της αστικής τάξης (μαζί και οι μικροαστοί δημοκράτες), που μιλούν για ελευθερία και ισότητα με την έννοια της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας, που ψευδόμενοι συνειδητά την ανακηρύσσουν «δημοκρατία» γενικά η «καθαρή δημοκρατία» (Κάουτσκι).

Οι εργαζόμενοι όμως παίρνουν υπόψη τους την πραγματική ακριβώς ισότητα, την πραγματική ελευθερία (απαλλαγή από τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές) και γι’ αυτό τάσσονται τόσο σταθερά στο πλευρό της Σοβιετικής εξουσίας.

Στην αγροτική αυτή χώρα οι πρώτοι που κέρδισαν, που κέρδισαν πιο πολύ απ’ όλους, που κέρδισαν αμέσως από τη δικτατορία του προλεταριάτου, είναι οι αγρότες γενικά. Στη Ρωσία, στο καθεστώς των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, ο αγρότης πεινούσε. Ο αγρότης ποτέ ως τώρα, στη διάρκεια πολλών αιώνων της ιστορίας μας, δεν είχε τη δυνατότητα να δουλεύει για τον εαυτό του: πεινούσε, ενώ παρέδινε εκατοντάδες εκατομμύρια πούτια σιτηρά στους καπιταλιστές, στις πόλεις και στο εξωτερικό. Για πρώτη φορά στο καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου ο αγρότης δούλεψε για τον εαυτό του και τράφηκε καλύτερα από τον κάτοικο της πόλης. Για πρώτη φορά ο αγρότης είδε έμπρακτα την ελευθερία: την ελευθερία να τρώει το ψωμί του, την ελευθερία από την πείνα. Κατά τη διανομή της γης, όπως είναι γνωστό, καθιερώθηκε η ανώτατη ισότητα: στην τεράστια πλειοψηφία των περιπτώσεων οι αγρότες μοιράζουν τη γη «ανάλογα με τα στόματα».

Σοσιαλισμός σημαίνει εξάλειψη των τάξεων.

Για να εξαλειφθούν οι τάξεις πρέπει, πρώτο, να ανατραπούν οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές. Αυτό το μέρος του καθήκοντος το εκπληρώσαμε, αλλά είναι μονάχα ένα μέρος και μάλιστα όχι το πιο δύσκολο. Για να εξαλειφθούν οι τάξεις πρέπει, δεύτερο, να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στον εργάτη και στον αγρότη, να γίνουν όλοι εργαζόμενοι. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μεμιάς. Αυτό είναι ένα καθήκον ασύγκριτα πιο δύσκολο και αναγκαστικά μακρόχρονο. Είναι ένα καθήκον που δεν μπορεί να εκπληρωθεί με την ανατροπή μιας οποιασδήποτε τάξης. Μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με την αναδιοργάνωση όλης της κοινωνικής οικονομίας, με το πέρασμα από το ατομικό, χωριστό, μικροεμπορευματικό νοικοκυριό στο κοινωνικό μεγάλο νοικοκυριό. Ένα τέτοιο πέρασμα είναι αναγκαστικά εξαιρετικά μακρόχρονο. Τα βιαστικά και απερίσκεπτα διοικητικά νομοθετικά μέτρα μπορούν μόνο να επιβραδύνουν και να δυσκολέψουν το πέρασμα αυτό. Μπορεί να επιταχυνθεί το πέρασμα αυτό μόνο αν βοηθηθεί ο αγρότης κατά τρόπο που να αποκτήσει τη δυνατότητα να καλυτερέψει σε τεράστιο βαθμό όλη την τεχνική της γεωργίας και να τη μετασχηματίσει ριζικά.

Για να εκπληρωθεί το δεύτερο και δυσκολότατο μέρος του καθήκοντος αυτού, το προλεταριάτο, που νίκησε την αστική τάξη, πρέπει να εφαρμόσει απαρέγκλιτα την παρακάτω βασική γραμμή στην πολιτική του απέναντι στην αγροτιά: το προλεταριάτο πρέπει να κάνει ξεχωρισμό, διαχωρισμό του εργαζόμενου αγρότη από τον αγρότη ιδιοκτήτη —του αγρότη μεροκαματιάρη από τον αγρότη έμπορο— του αγρότη δουλευτή από τον αγρότη κερδοσκόπο.

Στο διαχωρισμό αυτό βρίσκεται όλη η ουσία του σοσιαλισμού.

Και δεν είναι παράξενο που οι σοσιαλιστές στα λόγια και μικροαστοί δημοκράτες στα έργα (oι Μάρτοφ και oι Τσερνόφ, οι Κάουτσκι και Σία) δεν καταλαβαίνουν αυτή την ουσία του σοσιαλισμού.

Ο διαχωρισμός που αναφέραμε εδώ είναι πολύ δύσκολος, γιατί στη ζωντανή πραγματικότητα όλες oι ιδιότητες του «αγρότη», όσο και αν είναι διαφορετικές, όσο και αν είναι αντιφατικές, είναι συγχωνευμένες σε ένα σύνολο. Ωστόσο ο διαχωρισμός είναι εφικτός, και όχι μόνο είναι εφικτός, αλλά απορρέει αναπόφευκτα από τις συνθήκες του αγροτικού νοικοκυριού και της αγροτικής ζωής. Τον εργαζόμενο αγρότη τον καταπίεζαν αιώνες ολόκληρους oι τσιφλικάδες, οι καπιταλιστές, οι έμποροι, οι κερδοσκόποι και το κράτος τους, συμπεριλαμβανομένων και των πιο δημοκρατικών αστικών δημοκρατιών. Ο εργαζόμενος αγρότης επί αιώνες έτρεφε μέσα του το μίσος και την έχθρα απέναντι σ’ αυτούς τους καταπιεστές και εκμεταλλευτές. Και αυτή η «ανατροφή» που πήρε από τη ζωή, αναγκάζει τον αγρότη να αναζητά τη συμμαχία με τον εργάτη ενάντια στον καπιταλιστή, ενάντια στον κερδοσκόπο, ενάντια στον έμπορο. Ταυτόχρονα όμως οι οικονομικές συνθήκες, οι συνθήκες της εμπορευματικής οικονομίας, κάνουν αναπόφευκτα τον αγρότη (όχι πάντα, αλλά στην τεράστια πλειονότητα των περιπτώσεων) έμπορο και κερδοσκόπο.

Τα στατιστικά στοιχεία που παραθέσαμε πιο πάνω δείχνουν παραστατικά τη διαφορά ανάμεσα στον εργαζόμενο αγρότη και τον αγρότη κερδοσκόπο. Ο αγρότης, λογουχάρη, που πρόσφερε το 1918–1919 στους πεινασμένους εργάτες των πόλεων 40 εκατομμύρια πούτια σιτηρά με σταθερές, κρατικές τιμές, παραδίνοντάς τα στα κρατικά όργανα, παρόλες τις ελλείψεις αυτών των οργάνων, που τις νιώθει θαυμάσια η εργατική κυβέρνηση, αλλά δεν μπορεί να τις εξαλείψει στην πρώτη περίοδο του περάσματος στο σοσιαλισμό, αυτός λοιπόν ο αγρότης είναι αγρότης εργαζόμενος, ισότιμος σύντροφος του σοσιαλιστή-εργάτη, ο πιο σίγουρος σύμμαχός του, ο πραγματικός αδελφός του στον αγώνα ενάντια στο ζυγό του κεφαλαίου. Ενώ ο αγρότης που πούλησε στα κρυφά 40 εκατομμύρια πούτια σιτηρά σε τιμή δέκα φορές μεγαλύτερη από την κρατική, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη και την πείνα του εργάτη της πόλης, εξαπατώντας το κράτος, ενισχύοντας και προκαλώντας παντού την απάτη, τη ληστεία, τις κατεργαριές, ε, αυτός ο αγρότης είναι κερδοσκόπος, σύμμαχος του καπιταλιστή, είναι ταξικός εχθρός του εργάτη, είναι εκμεταλλευτής. Γιατί, το να έχεις πλεονάσματα σιτηρών, που τα μάζεψες από την κρατική γη με εργαλεία και που για την κατασκευή τους δούλεψε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όχι μόνο ο αγρότης, αλλά και ο εργάτης και τα λοιπά, το να έχεις πλεονάσματα σιτηρών και να κερδοσκοπείς μ’ αυτά, σημαίνει πως είσαι εκμεταλλευτής του πεινασμένου εργάτη.

Παραβιάζετε την ελευθερία, την ισότητα, τη δημοκρατία, μας φωνάζουν από όλες τις μεριές, αναφερόμενοι στην ανισότητα του εργάτη και του αγρότη στο Σύνταγμά μας, στη διάλυση της Συντακτικής, στην κατάσχεση των πλεονασμάτων σιτηρών και τα λοιπά. Εμείς απαντούμε: δεν υπήρξε στον κόσμο κράτος που να έχει κάνει τόσα πολλά για την εξάλειψη της πραγματικής ανισότητας, της πραγματικής σκλαβιάς, που εξαιτίας τους αιώνες ολόκληρους υπόφερε ο αγρότης δουλευτής. Ποτέ όμως δεν θα αναγνωρίσουμε ισότητα στον αγρότη κερδοσκόπο, όπως δεν θα αναγνωρίσουμε την «ισότητα» του εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο, του χορτάτου με τον πεινασμένο, την «ελευθερία» του πρώτου να ληστεύει τον δεύτερο. Και στους μορφωμένους εκείνους ανθρώπους που δε θέλουν να καταλάβουν αυτή τη διαφορά, θα φερόμαστε όπως φερόμαστε στους λευκοφρουρίτες, έστω και αν οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονται δημοκράτες, σοσιαλιστές, διεθνιστές, Κάουτσκι, Τσερνόφ, Μάρτοφ.

5

Σοσιαλισμός σημαίνει εξάλειψη των τάξεων. Η δικτατορία του προλεταριάτου έκανε για την εξάλειψη αυτή ό,τι μπορούσε. Οι τάξεις όμως δεν μπορούν να εξαλειφθούν μεμιάς.

Οι τάξεις έμειναν και θα μείνουν στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η δικτατορία θα είναι περιττή, όταν εξαλειφθούν οι τάξεις. Μα αυτές δε θα εξαλειφθούν χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Οι τάξεις έμειναν, αλλά η καθεμιά τους μεταβλήθηκε στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου· άλλαξαν και οι σχέσεις μεταξύ τους. Η ταξική πάλη δεν εξαφανίζεται στη δικτατορία του προλεταριάτου, μονάχα παίρνει διαφορετικές μορφές.

Στον καπιταλισμό το προλεταριάτο ήταν τάξη καταπιεζόμενη, στερημένη από κάθε ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η μόνη τάξη που ήταν άμεσα και ολοκληρωτικά αντιμέτωπη στην αστική τάξη και γι’ αυτό η μόνη που μπορούσε να είναι ως το τέλος επαναστατική. Το προλεταριάτο, αφού ανέτρεψε την αστική τάξη και κατάκτησε την πολιτική εξουσία, έγινε κυρίαρχη τάξη: κρατά στα χέρια του την κρατική εξουσία, διαθέτει τα κοινωνικοποιημένα πια μέσα παραγωγής, καθοδηγεί τα ταλαντευόμενα, ενδιάμεσα στοιχεία και τάξεις, καταπνίγει την αυξημένη δραστηριότητα της αντίστασης των εκμεταλλευτών. Όλα αυτά είναι ειδικά καθήκοντα της ταξικής πάλης, καθήκοντα που πρώτα το προλεταριάτο δεν τα έβαζε και δεν μπορούσε να τα βάλει.

Η τάξη των εκμεταλλευτών, των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, δεν εξαλείφθηκε και δεν μπορεί να εξαλειφθεί αμέσως στη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι εκμεταλλευτές τσακίστηκαν, αλλά δεν εξοντώθηκαν. Τους έμεινε η διεθνής βάση, το διεθνές κεφάλαιο, του οποίου αποτελούν τμήμα. Τους έμειναν ορισμένα μέσα παραγωγής, τους έμειναν χρήματα, τους έμειναν πολύ μεγάλες κοινωνικές σχέσεις. Μεγάλωσε εκατοντάδες και χιλιάδες φορές η δραστηριότητα της αντίστασής τους ακριβώς επειδή ηττήθηκαν. Η «τέχνη» να διοικούν το κράτος, το στρατό, να διευθύνουν την οικονομία τούς δίνει πολύ, πάρα πολύ μεγάλη υπεροχή, γι’ αυτό η σημασία τους σε σχέση με το ποσοστό τους στο σύνολο του πληθυσμού είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη. Η ταξική πάλη των εκμεταλλευτών που ανατράπηκαν ενάντια στην πρωτοπορία των εκμεταλλευομένων που νίκησε, δηλαδή ενάντια στο προλεταριάτο, έγινε αφάνταστα πιο σκληρή. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αν θέλουμε να μιλάμε για επανάσταση, αν δε θέλουμε να υποκαταστήσουμε αυτή την έννοια (όπως κάνουν όλοι oι ήρωες της II Διεθνούς) με ρεφορμιστικές αυταπάτες.

Τέλος, η αγροτιά, όπως και όλοι οι μικροαστοί γενικά, κατέχει και στη δικτατορία του προλεταριάτου μια μέση, ενδιάμεση θέση: από τη μια μεριά, είναι μια αρκετά σημαντική (και στην καθυστερημένη Ρωσία τεράστια) μάζα εργαζομένων, που τη συνενώνει το κοινό συμφέρον των εργαζομένων να λυτρωθούν από τον τσιφλικά και τον καπιταλιστή, από την άλλη μεριά είναι oι σκόρπιοι μικρονοικοκυραίοι, οι ιδιοκτήτες και οι έμποροι. Αυτή η οικονομική θέση της αγροτιάς την κάνει αναπόφευκτα να ταλαντεύεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη. Σε συνθήκες όμως όξυνσης της πάλης ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, σε συνθήκες μιας απίστευτα απότομης συντριβής των κοινωνικών σχέσεων, σε συνθήκες της πιο μεγάλης προσκόλλησης των αγροτών ακριβώς, και των μικροαστών γενικά, στο παλιό, το ρουτινιασμένο, το αμετάβλητο, είναι φυσικό και αναπόφευκτο να παρατηρούμε ανάμεσά τους περάσματα από τη μια πλευρά στην άλλη, ταλαντεύσεις, μεταστροφές, δισταγμούς κτλ.

Το καθήκον του προλεταριάτου απέναντι σ’ αυτή την τάξη —ή σ’ αυτά τα κοινωνικά στοιχεία— είναι να εξασφαλίσει την ηγεσία, να αγωνιστεί για να αποκτήσει επιρροή σ’ αυτήν. Να τραβήξει με το μέρος του τους ταλαντευόμενους, τους ασταθείς — να τι πρέπει να κάνει το προλεταριάτο.

Αν συγκρίνουμε όλες τις βασικές δυνάμεις ή τάξεις και τις σχέσεις μεταξύ τους, που έχουν υποστεί αλλαγές από τη δικτατορία του προλεταριάτου, θα δούμε τι κολοσσιαία θεωρητική ανοησία, τι στενοκεφαλιά αποτελεί η ξεφτισμένη, μικροαστική αντίληψη για το πέρασμα στο σοσιαλισμό «μέσω της δημοκρατίας» γενικά, αντίληψη που τη βλέπουμε σε όλους τους εκπροσώπους της II Διεθνούς. Στην πρόληψη που κληρονομήθηκε από την αστική τάξη για το απόλυτο, εξωταξικό περιεχόμενο της «δημοκρατίας», να πού βρίσκεται η βάση αυτού του λάθους. Ενώ στην πραγματικότητα και η δημοκρατία, στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου, περνά σε μια ολωσδιόλου νέα φάση, και η ταξική πάλη ανεβαίνει σε ψηλότερη βαθμίδα, υποτάσσοντας όλες και τις κάθε λογής μορφές.

Οι γενικολογίες για ελευθερία, ισότητα και δημοκρατία ισοδυναμούν στην πραγματικότητα με μια τυφλή επανάληψη εννοιών, που αποτελούν πιστή απεικόνιση των σχέσεων της εμπορευματικής παραγωγής. Να θέλει κανείς να εκπληρώσει με τις γενικολογίες αυτές τα συγκεκριμένα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου σημαίνει πως περνά σε όλη τη γραμμή στις θεωρητικές θέσεις, στις θέσεις αρχών της αστικής τάξης. Από την άποψη του προλεταριάτου το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: Απαλλαγή από την καταπίεση ποιας τάξης; Ισότητα ποιας τάξης με ποιαν; Δημοκρατία πάνω στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας ή πάνω στη βάση της πάλης για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας; κτλ.

Ο Ένγκελς από καιρό είχε εξηγήσει στο «Αντι-Ντύρινγκ» πως η έννοια της ισότητας, που είναι πιστή απεικόνιση των σχέσεων της εμπορευματικής παραγωγής, μετατρέπεται σε πρόληψη, όταν δεν κατανοηθεί η ισότητα με την έννοια της εξάλειψης των τάξεων. Αυτή τη στοιχειώδη αλήθεια για τη διαφορά της αστικοδημοκρατικής έννοιας της ισότητας από τη σοσιαλιστική την ξεχνούν διαρκώς. Όταν όμως δεν την ξεχνά κανείς, γίνεται ολοφάνερο ότι το προλεταριάτο που ανάτρεψε την αστική τάξη, κάνει με την πράξη αυτή το πιο αποφασιστικό βήμα προς την εξάλειψη των τάξεων και ότι για την ολοκλήρωση αυτού του έργου πρέπει να συνεχίσει την ταξική του πάλη, χρησιμοποιώντας το μηχανισμό της κρατικής εξουσίας και εφαρμόζοντας απέναντι στην αστική τάξη που ανατράπηκε και απέναντι στους ταλαντευόμενους μικροαστούς διάφορες μεθόδους πάλης, επηρεασμού και επίδρασης.

30. Χ. 1919

«Πράβντα», αρ. φύλ. 250 και «Ιζβέστιγια της ΠΚΕΕ», αρ. φύλ. 250, 7 του Νοέμβρη 1919
Υπογραφή: Ν . Λ έ ν ι ν

Δημοσιεύεται σύμφωνα με το χειρόγραφο


* Τα «σοβιετικά νοικοκυριά» και οι «γεωργικές κομμούνες» στη Σοβιετική Ρωσία υπολογίζονται σε 3536 και 1961 περίπου· τα γεωργικά αρτέλ σε 3696. Η Κεντρική Διεύθυνση Στατιστικής μας κάνει τώρα μια ακριβή απογραφή όλων των σοβιετικών νοικοκυριών και των κομμούνων. Τα αποτελέσματα θα αρχίσουν να μας έρχονται το Νοέμβρη του 1919.



ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΩΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟ.ΜΕ.

   ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΩΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟ.ΜΕ.

ΠΟΙΟΙ ΠΡΟΩΘΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ;

Σε περίοδο βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και δυσκολίας στη διαχείρισή της, σε συνθήκες κλεισίματος επιχειρήσεων, εργοστασίων, ραγδαίας αύξησης της ανεργίας και της απόλυτης εξαθλίωσης, προβάλλεται ως λύση από διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αστικά κράτη, αλλά και ξεχωριστές αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις, η αυτοδιαχείριση των παραγωγικών μονάδων από τους ίδιους τους εργαζομένους τους. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ίδρυση συνεταιριστικών επιχειρήσεων είτε μετατροπή επιχειρήσεων άλλης μορφής στη συνεταιριστική μορφή είτε επαναλειτουργία εγκαταλελειμμένων επιχειρήσεων από συνεταιρισμούς εργαζομένων. Στην τελευταία περίπτωση ανήκει και η περίπτωση της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής (ΒΙΟ.ΜΕ.)1 στη Θεσσαλονίκη, στην οποία θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη συνέχεια του άρθρου, ως το πιο προβεβλημένο παράδειγμα τέτοιας «αυτοδιαχειριζόμενης» επιχείρησης στην Ελλάδα.

Οι κατευθύνσεις προώθησης των συνεταιριστικών επιχειρήσεων εντάσσονται στο πλαίσιο της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας», η οποία προτάσσεται ως ένας τρίτος πυλώνας της οικονομικής-παραγωγικής δραστηριότητας δίπλα στον κρατικό και τον ιδιωτικό. Αν και ως συγκροτημένη πολιτική διαχείρισης του αστικού κράτους η «κοινωνική οικονομία» μετράει ήδη 15 χρόνια2 και αφορά όλες τις φάσεις του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου, ωστόσο τα σχετικά κελεύσματα από αυτούς τους οργανισμούς πολλαπλασιάζονται σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης όπως η σημερινή.
Ετσι, ο ΟΗΕ μετά από έκθεση του Γενικού Γραμματέα του που βασίστηκε σε άλλη σχετική έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας3 πρότεινε και η Γενική Συνέλευση αποφάσισε την ανακήρυξη του έτους 2012 σε Διεθνές Ετος των Συνεταιρισμών4. Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ), το επίσημο συμβουλευτικό όργανο της ΕΕ,5 εξέδωσε ειδική γνωμοδότηση με τίτλο «Συνεταιρισμοί και αναδιάρθρωση»6. Εκεί αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «Το συνεταιριστικό επιχειρηματικό μοντέλο είναι απολύτως σύμφωνο με τις αξίες της Συνθήκης της ΕΕ και τους στόχους της Στρατηγικής “Ευρώπη 2020”. Με την επιδίωξη τόσο οικονομικών όσο και κοινωνικών στόχων, οι συνεταιρισμοί αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της “κοινωνικής οικονομίας της αγοράς”», ενώ συστήνει στην ΕΕ «να ληφθούν μέτρα για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης επιχειρήσεων στους εργαζόμενους, σε συνέχεια της πρότασης της ΕΟΚΕ για τη θέσπιση πλαισίου που θα διευκολύνει την οικονομική συμμετοχή των εργαζομένων. Οι συνεταιρισμοί εργαζομένων / οι εξαγορές επιχειρήσεων από εργαζομένους ενδείκνυται να ενισχύονται από ειδικό κονδύλιο του προϋπολογισμού της ΕΕ το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει και χρηματοδοτικά μέσα». Το ίδιο έγγραφο αναφέρεται σε σχετικό ενημερωτικό σημείωμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο τονίζει τον καθοριστικό ρόλο των συνεταιριστικών τραπεζών.7
Ενδεικτικό της στάσης των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και των αστικών κρατών είναι και η θέσπιση αντίστοιχης νομοθεσίας. Σε κάθε κράτος υπάρχει σχετικό νομικό πλαίσιο για τις συνεταιριστικές εταιρίες, ενώ από το 2006 είναι σε ισχύ το Καταστατικό της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρίας8, το οποίο σύμφωνα με την αντίστοιχη ιστοσελίδα της ΕΕ «διασφαλίζει την ισότητα των όρων ανταγωνισμού μεταξύ συνεταιριστικών και κεφαλαιουχικών εταιριών. Συμβάλλει στην ανάπτυξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων των συνεταιριστικών εταιριών»9. Σε πολλά αστικά κράτη μάλιστα είναι μεγάλη η ανησυχία για προσαρμογές στη σχετική νομοθεσία και αυτό ισχύει ανεξαρτήτως των ιδεολογικών αναφορών των αστικών κομμάτων που βρίσκονται στις κυβερνήσεις.
Το ίδιο ισχύει και για το ελληνικό υπουργείο Εργασίας το οποίο, μετά από συνάντηση με εκπροσώπους του σωματείου της ΒΙΟ.ΜΕ. που έγινε παρουσία βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, τοποθετήθηκε αρχικά θετικά και δήλωσε ότι αναζητεί τρόπους να προσδώσει νόμιμη μορφή στο εγχείρημα.
Οσον αφορά τις οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις, φτάνουν από άλλο μονοπάτι στο ίδιο σημείο. Οι δυνάμεις αυτές υποστηρίζουν ότι το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα πρέπει ν’ αξιοποιήσει την υποτιθέμενη «θετική» εμπειρία της Αργεντινής με τη λειτουργία «αυτοδιαχειριζόμενων» συνεταιριστικών επιχειρήσεων, η οποία έλαβε χώρα με τη στήριξη της κυβέρνησης της Αργεντινής μετά από τα γεγονότα της περιόδου 1999-2002, της Ισπανίας με το πολυπροβεβλημένο παράδειγμα του Μοντραγκόν και άλλων εγχειρημάτων που στηρίζονται στις λεγόμενες αρχές του Ροτσντέιλ10. Στην ουσία προτείνουν στο λαϊκό κίνημα να υιοθετήσει στόχους αντίστοιχους με αυτούς ισχυρών ιμπεριαλιστικών οργανισμών και αστικών κρατών.
Η επιχειρηματολογία αυτών των δυνάμεων αναδεικνύεται με πολύ καθαρή μορφή στη στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη ΒΙΟ.ΜΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι το παράδειγμα της ΒΙΟ.ΜΕ. μπορεί ν’ αποτελέσει ένα «πιλοτικό εγχείρημα» για την αντιμετώπιση της αύξησης της ανεργίας μέσα από την υποστήριξη συνεργατικών «δικτύων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας». Σε επίσκεψή του στο εργοστάσιο, ο Αλ. Τσίπρας υποσχέθηκε να καταθέσει πρόταση νόμου με την οποία θα δίνονται «κίνητρα σε συνεταιρισμούς εργαζομένων, προκειμένου να μπορούν ν’ αναλάβουν τις επιχειρήσεις εκεί όπου η ιδιοκτησία είναι έτοιμη να φύγει ή φεύγει και τους εγκαταλείπει»11. Τα ίδια επανέλαβε σχεδόν κατά γράμμα και ο Γ. Μηλιός, υπεύθυνος του τμήματος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδεικτική είναι και η πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην Εύβοια: «Το μόνο που σας ζητάμε είναι να κρατήσετε ανοιχτά τα εργοστάσια σα να είναι δική σας περιουσία. Εμείς σχεδιάζουμε έναν αναπτυξιακό, παραγωγικό πυλώνα για τη χώρα και θ’ αλλάξουμε το θεσμικό πλαίσιο και θ’ απαιτήσουμε τα χρωστούμενα από το κράτος στους επιχειρηματίες και, αν δε γίνει, θα τα πάρουν στα χέρια τους οι εργαζόμενοι»12. Με απλά λόγια, πίσω από τις «αυτοδιαχειριστικές» κορώνες σοσιαλδημοκρατικής κοπής ξεπροβάλλει η πραγματική στόχευση της «κυβερνώσας Αριστεράς»: Στήριξη με κάθε τρόπο της «υγιούς» επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι εκπρόσωποι του σωματείου της ΒΙΟ.ΜΕ. χαιρέτισαν το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ κι έχουν συμμετάσχει σε εκδηλώσεις του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα για την αυτοδιαχείριση και την «αλληλέγγυα οικονομία».
Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζοντας το αδύνατο των εκτεταμένων κρατικοποιήσεων σε αυτήν τη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, προβάλλει ως νέο δήθεν φιλεργατικό εγχείρημα την ίδρυση συνεταιρισμών στο πλαίσιο της γενικότερης προώθησης της «κοινωνικής οικονομίας». Προχωρεί σε πραγματικά εμπόριο ελπίδας, καλλιεργώντας την αναμονή στους εργάτες για μια «αριστερή» κυβέρνηση που θα νομοθετήσει, θα κατοχυρώσει θεσμικά και θα στηρίξει οικονομικά αντίστοιχα εγχειρήματα. Βέβαια, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τέτοιου είδους νομοθετικές πρωτοβουλίες παίρνουν παγκοσμίως πολλές αστικές κυβερνήσεις, είτε αυτοαποκαλούνται «αριστερές» είτε «φιλελεύθερες» είτε όπως αλλιώς λέγονται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται μάλιστα ότι η κρατική στήριξη και η συμπληρωματική παραγωγή των συνεταιρισμών μπορεί να θεμελιώσει την «οικονομία των αναγκών» μέσα στον καπιταλισμό, να μην είναι τα εργοστάσια των συνεταιρισμών έκθετα στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Επενδύει πολιτικά στην πτώση των απαιτήσεων της εργατικής τάξης που έρχεται αναπόφευκτα με τη γενίκευση της ανεργίας, τη διεύρυνση της ζώνης της απόλυτης εξαθλίωσης. Επενδύει στο κομμάτι των εργαζόμενων -είτε των ανέργων- που ψάχνουν μια οποιαδήποτε διέξοδο και ταυτόχρονα με τις υποσχέσεις στήριξης στους μονοπωλιακούς ομίλους τάζει κρατική στήριξη στην «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» και στα δίκτυα διαχείρισης της φτώχιας από κοινού με την Εκκλησία, ΜΚΟ, την τοπική διοίκηση. Η μείωση των απαιτήσεων, η δυσκολία της κατάκτησης έστω και αμυντικών αιτημάτων μέσα από κινητοποιήσεις, η κυριαρχία της αντίληψης -ακόμα και σε τμήματα της εργατικής τάξης που μπαίνουν σε αγώνες- ότι είναι πιο πιθανό να βρούμε μια διέξοδο μέσα στον καπιταλισμό παρά να τον ανατρέψουμε, είναι το αντικειμενικό έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί ν’ αναπτυχθεί η ιδεολογική επιρροή αυτών των εγχειρημάτων.
Το εγχείρημα της «αυτοδιαχείρισης» στηρίζεται επίσης (πολιτικά και οικονομικά, μέσα από καμπάνιες, καραβάνια αλληλεγγύης, γλέντια, οικονομικές εξορμήσεις) από την «Ανοιχτή Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στον αγώνα των εργατών της ΒΙΟ.ΜΕ.», στην οποία συμμετέχουν δυνάμεις από τον ευρύτερο «αντιεξουσιαστικό χώρο», την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ. Αυτές οι δυνάμεις -που αυτοχαρακτηρίζονται μάλιστα ως «αντικαπιταλιστικές» και «αντιεξουσιαστικές»- πασχίζουν να χρεώσουν στο ΚΚΕ και στο ταξικό εργατικό κίνημα συμβιβασμό στην πράξη με τους εργοδότες, προδοσία της προσπάθειας των εργαζομένων στη ΒΙΟ.ΜΕ. και σε όποια άλλη επιχείρηση προσπαθήσει να λειτουργήσει σε αντίστοιχο πλαίσιο. Ισχυρίζονται ότι το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ δε θέλουν «νίκες», «ρήγματα» που μπορούν ν’ ανοίξουν το δρόμο για ριζικές-επαναστατικές αλλαγές στην εξουσία και στην οικονομία.
Ομως αυτά τα εγχειρήματα όχι μόνο δεν αποτελούν «ρήγματα» στην καπιταλιστική οικονομία, αλλά αντίθετα αποτελούν μπαλώματα στις δυσκολίες διαχείρισης κι ενσωμάτωσης που νομοτελειακά δημιουργεί η οικονομική κρίση. Αποτελούν μπαλώματα τα οποία εμποδίζουν τη δημιουργία πραγματικών ρηγμάτων στην αστική διαχείριση και στο αστικό πολιτικό σύστημα. Ακριβώς ως τέτοια προβάλλονται ιδιαίτερα σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης από την ΕΕ, το ΔΝΤ και τις κυβερνήσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2009 η Παγκόσμια Ημέρα Συνεταιρισμών γιορτάστηκε κάτω από το σύνθημα «καθοδηγώντας την παγκόσμια ανάκαμψη μέσω των συνεταιρισμών». Τα συνεταιριστικά εγχειρήματα προτείνονται ανοιχτά ως εναλλακτικές μορφές αναθέρμανσης της καπιταλιστικής οικονομίας, ως μέσο ενεργητικής ενσωμάτωσης πιθανών τριγμών που θα μπορούσαν προοπτικά ν’ απειλήσουν την οικονομική και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου.
Είναι βολικό για την εξουσία της αστικής τάξης οι εργάτες να μη στρατεύονται ενάντιά της, να μην παλεύουν με στόχο την κοινωνική ιδιοκτησία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, αλλά να εγκλωβίζονται σε απομονωμένες και απέλπιδες πολλές φορές προσπάθειες επαναλειτουργίας χρεοκοπημένων καπιταλιστικών επιχειρήσεων με στόχο να επιβιώσουν στη ζούγκλα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, να βρουν μια προσωρινή διέξοδο από την ακραία φτώχια, την ώρα που στους στρατηγικούς κλάδους της παραγωγής κυριαρχούν μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι και η εργατική τάξη εξακολουθεί να υφίσταται την πιο άγρια εκμετάλλευση. Είναι βολικό για το σύστημα της εκμετάλλευσης να μην αμφισβητείται ριζικά ως τέτοιο, αλλά να καλλιεργείται μαζικά η άποψη ότι ο εργάτης μπορεί να γίνει συλλογικός εργοδότης.
Εν ολίγοις, αυτές οι δυνάμεις βαφτίζουν «ρήγμα στον καπιταλισμό», «έμπρακτη αμφισβήτηση του καπιταλισμού», ακόμα και «απαρχή της υπέρβασής του», αυτό που τα αστικά κόμματα και οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί προωθούν ως αναγκαία και βιώσιμη μορφή επιχειρηματικής δραστηριότητας δίπλα στο καπιταλιστικό -κρατικό και ιδιωτικό- κεφάλαιο. Ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό μανδύα με τον οποίο εμφανίζονται αυτά τα εγχειρήματα, στην πραγματικότητα όχι μόνο δε θίγουν τα θεμέλια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του σημερινού του μονοπωλιακού σταδίου, αλλά, όπως θα γίνει πιο καθαρό στη συνέχεια, υπάγονται και υποτάσσονται στις νομοτέλειες αυτού του τρόπου παραγωγής.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε επίσης ότι τη δεκαετία του 1980 το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε επανειλημμένα αντίστοιχες αυταπάτες σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, καθώς αναδείχτηκε κυβέρνηση με τα συνθήματα της εργατικής αυτοδιαχείρισης και των συνεταιρισμών, δίπλα φυσικά στις «κοινωνικοποιήσεις» μέσα στον καπιταλισμό. Οι εργάτες έχουν πείρα από τέτοιες ποικιλόμορφες «σοσιαλιστικές» νησίδες μέσα στον καπιταλισμό, έχουν πείρα τόσο από «εθνικοποιήσεις» απαξιωμένων («προβληματικών») επιχειρήσεων προς εξυγίανση που στη συνέχεια οδήγησαν σε εκ νέου ιδιωτικοποίησή τους όσο και από τη λειτουργία των συνεταιρισμών εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής αγοράς.
Ολες οι παραπάνω προσπάθειες είτε ξεπεράστηκαν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης είτε χρεοκόπησαν είτε εξελίχτηκαν με την ένταξη ομίλων και ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων στη μετοχική τους σύνθεση σε μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Ο δήθεν «εργατικός έλεγχος» και συμμετοχή έγιναν φτερό στον άνεμο, καθώς τμήμα των εργαζομένων, η εργατική αριστοκρατία, έκανε καριέρα, επάνδρωσε ΔΣ, έβαλε το «δάχτυλο στο μέλι», την ίδια στιγμή που η πλειοψηφία των εργαζομένων είδε τους μισθούς να μειώνονται, δικαιώματα να τσακίζονται, αντιμετώπισε την ανεργία.
Συνεκτικό στοιχείο όλων των παραπάνω απόψεων είναι ο συμβιβασμός με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, με την εκμετάλλευση, η άρνηση της αναγκαιότητας της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης για την κατάληψη της εξουσίας, ο περιορισμός σε μια λογική αναδιανομής που τόσο στο παρελθόν όσο και πολύ περισσότερο σήμερα δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε καν την άμβλυνση του βαθμού εκμετάλλευσης. Την ίδια στιγμή που υπερασπίζονται συνεταιριστικά εγχειρήματα μέσα στον καπιταλισμό, αρνούνται επί της ουσίας τη δυνατότητα και αναγκαιότητα της οργάνωσης της παραγωγής σε επίπεδο κοινωνίας από τους συνεταιρισμένους εργάτες. Οι γενικές «αντικαπιταλιστικές» διακηρύξεις γίνονται φτερό στον άνεμο όταν συνδυάζονται με υποσχέσεις στήριξης της «υγιούς επιχειρηματικότητας» των καπιταλιστικών ομίλων (π.χ. ομιλία Αλ. Τσίπρα στο ΣΕΒ). Γίνονται φτερό στον άνεμο ακόμα και όταν αποτελούν συστατικό στοιχείο ενός «μεταβατικού προγράμματος» που, με τη βοήθεια ενός τμήματος του αστικού κρατικού μηχανισμού και συγκεκριμένα της κυβέρνησης, θα οδηγήσει δήθεν στο σοσιαλισμό.
Ενας από τους σκοπούς αυτού του κειμένου είναι ν’ αναδείξει για ποιους λόγους το συγκεκριμένο εγχείρημα ασκεί τόσο ακαταμάχητη γοητεία στους εκπροσώπους του κεφαλαίου και του οπορτουνισμού, στα αστικά κράτη και τους διακρατικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, στους μηχανισμούς δηλαδή εκείνους που, ταυτόχρονα με τον εκθειασμό τέτοιων εγχειρημάτων σε όλο τον κόσμο, τσακίζουν και καταστέλλουν με όλα τα μέσα οποιονδήποτε αμφισβητεί την εξουσία του κεφαλαίου και τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης.

Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ-ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Εχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται προσπάθειες από οπορτουνιστικές δυνάμεις να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα συνεταιριστικών, «αυτοδιαχειριζόμενων» επιχειρήσεων, με αναφορές στο έργο των κλασικών του μαρξισμού. Υποστηρίζεται μάλιστα συχνά ότι τα συνεταιριστικά εργοστάσια γνώρισαν την ένθερμη στήριξη των Μαρξ και Ενγκελς, παρακαταθήκη που δήθεν ξεχάστηκε στην πορεία λόγω της επικράτησης στο επαναστατικό κίνημα της αντίληψης για την αναγκαιότητα «κρατικοποίησης» - κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, ιδιαίτερα μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Σε αυτήν την κατεύθυνση ορισμένοι φτάνουν να θεωρούν τους συνεταιρισμούς εργαζομένων μέσα στον καπιταλισμό, την «αυτοδιαχείριση», βήμα μπροστά, ακόμα και σε σχέση με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής όπως την γνωρίσαμε τον αιώνα που πέρασε στη Σοβιετική Ενωση και άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ισχυρίζονται ότι στις «αυτοδιαχειριζόμενες» επιχειρήσεις η συνεργασία γίνεται «αδιαμεσολάβητα», δε διαμεσολαβεί δηλαδή το κράτος όπως στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, και ότι σε αυτές αίρεται, αντί να «αναπαράγεται», ο διαχωρισμός πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας και η καπιταλιστική ιεραρχία.
Συστατικό στοιχείο της συκοφάντησης της πρώτης απόπειρας οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού είναι και η απόκρυψη των πραγματικών αιτιών της αντεπαναστατικής ανατροπής που βρίσκονται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Το πρόβλημα στις χώρες του σοσιαλισμού δεν ήταν η κοινωνικοποιημένη παραγωγή, ο Κεντρικός Σχεδιασμός, ο εργατικός έλεγχος, αλλά οι παρεκκλίσεις, ιδιαίτερα μετά από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1960, από τις παραπάνω νομοτέλειες: Η ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, το αδυνάτισμα του Κεντρικού Σχεδιασμού, ο «σοσιαλισμός με αγορά». Στο πλαίσιο αυτό, η διεύρυνση του εμπορευματοχρηματικού χαρακτήρα του προϊόντος των αγροτικών συνεταιρισμών, η ενίσχυση της ιδιοσυντήρησης - αυτοτέλειας των οικονομικών μονάδων σε βάρος του Κεντρικού Σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας οδήγησε στη δυνατότητα ν’ αποσπάται μέρος του υπερπροϊόντος από τμήμα της κοινωνίας. Σε αυτήν τη βάση αποκόπηκε το «ομαδικό» από το κοινωνικό συμφέρον, υποχώρησε και η κοινωνική συνείδηση. Υποχώρησε η εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας, ο εργατικός έλεγχος από κάτω προς τα πάνω, κι ενισχύθηκε το ξεχωριστό συμφέρον της διεύθυνσης. Υπονομεύτηκε ο ρόλος της εργατικής τάξης ως τάξης εξουσίας.
Οι προσπάθειες για ιδεολογική-θεωρητική στήριξη των συνεταιριστικών εγχειρημάτων σε αντιπαράθεση με την επαναστατική γραμμή ανατροπής της αστικής εξουσίας και κοινωνικοποίησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας έχουν σαφή πολιτική στόχευση. Δεν πρόκειται για απλές ιδεολογικές ανησυχίες για τους τρόπους υπέρβασης του καπιταλισμού ή για αναζητήσεις μιας δήθεν πιο ρεαλιστικής πολιτικής. Γι’ αυτό και αυτές οι «ανησυχίες» βρίσκουν στέγη σε αστικά πανεπιστήμια, ινστιτούτα κλπ. Η πολιτική στόχευση, ειδικά τώρα στη χώρα μας, είναι: Εγκλωβισμός της εργατικής τάξης στη γραμμή της «απελευθέρωσης» μέσα στον καπιταλισμό, με τη λειτουργία συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Με ακλόνητα φυσικά στην εξουσία και στην οικονομία την αστική τάξη τα μονοπώλια.
Στις προθέσεις του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι μια πλήρης αντιπαράθεση με τους ιδεολογικούς απογόνους του ουτοπικού σοσιαλισμού των αρχών του 19ου αιώνα, του μικροαστικού σοσιαλισμού του Προυντόν, τους ιδεολογικοπολιτικούς συνεχιστές «αυτοδιαχειριστικών» πειραμάτων στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Γιουγκοσλαβίας. Χρειάζεται όμως ν’ αποκαλύψουμε τη λαθροχειρία όσων επικαλούνται τον Μαρξ για να στηρίξουν προτάσεις διαχείρισης του καπιταλισμού, όσων δίνουν μια ολότελα στρεβλή ερμηνεία αποκρύπτοντας το συνολικό ιστορικό πλαίσιο και το θεωρητικό και πρακτικό έργο των Μαρξ - Ενγκελς απέναντι στο μικροαστικό σοσιαλισμό σ’ όλες του τις εκφράσεις.
Το 1864 στην Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς των Εργατών ο Μαρξ αναφέρει: «Υπήρχε και μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη της πολιτικής οικονομίας της εργασίας ενάντια στην πολιτική οικονομία του κεφαλαίου.
Εννοούμε το συνεταιριστικό κίνημα, ιδιαίτερα τα συνεταιριστικά εργοστάσια που ιδρύθηκαν με τις προσπάθειες λίγων τολμηρών “χεριών” (εννοεί εργατών), χωρίς καμιά υποστήριξη. Η αξία των μεγάλων αυτών κοινωνικών πειραματισμών είναι αδύνατο να υπερεκτιμηθεί. Στην πράξη και όχι με επιχειρήματα, απόδειξαν ότι η παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα και σε αρμονία με τις επιταγές της σύγχρονης επιστήμης μπορεί να πάει μπροστά χωρίς την ύπαρξη μιας τάξης αφεντικών (masters) που χρησιμοποιεί μια τάξη εργατών, ότι τα μέσα εργασίας δε χρειάζεται να μονοπωληθούν σα μέσα κυριαρχίας πάνω στον εργάτη και σα μέσα εκμετάλλευσης απέναντι του ίδιου του εργάτη, και ότι, όπως η δουλειά του σκλάβου, όπως η δουλειά του δουλοπάροικου, έτσι και η μισθωτή εργασία δεν είναι παρά μια μεταβατική και κατώτερη κοινωνική μορφή, που είναι προορισμένη να εξαφανιστεί μπρος στη συνεταιρισμένη εργασία, που εκπληρώνει το έργο της θεληματικά, με ρωμαλέο πνεύμα και χαρούμενη καρδιά. Στην Αγγλία ο σπόρος του συνεταιριστικού συστήματος ρίχθηκε από τον Ρόμπερτ Οουεν. Οι πειραματισμοί των εργατών που έγιναν στην Ηπειρωτική Ευρώπη ήταν στην πραγματικότητα το άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα των θεωριών που δεν εφευρέθηκαν, αλλά διακηρύχτηκαν μεγαλόφωνα το 1848.
Ταυτόχρονα η πείρα της περιόδου 1848-1864 απόδειξε χωρίς αμφισβήτηση ότι η συνεταιριστική εργασία, όσο θαυμάσια και αν είναι στην αρχή και χρήσιμη στην πράξη, αν περιοριστεί μέσα στον περιορισμένο κύκλο των συμπτωματικών προσπαθειών των χωριστών εργατών, δε θα μπορέσει ποτέ να σταματήσει τη γεωμετρική ανάπτυξη του μονοπωλίου και να απελευθερώσει τις μάζες είτε ακόμα και να ελαφρύνει αισθητά το βάρος της αθλιότητάς τους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, καλοδιάθετοι ευγενείς, φιλάνθρωποι αστοί φαφλατάδες και μια χούφτα πονηροί πολιτικοί οικονομολόγοι μετατράπηκαν μονομιάς σε εκθειαστές του ίδιου εκείνου συστήματος συνεταιριστικής εργασίας που είχαν προσπαθήσει να το πνίξουν στη γέννησή του, που το είχαν χλευάσει σαν ουτοπία ονειροπόλου, σαν αίρεση σοσιαλιστή. Για να απελευθερώσει τις εργαζόμενες μάζες η συνεταιριστική εργασία πρέπει να αναπτυχθεί σε εθνικές διαστάσεις και να προαχθεί με εθνικά μέσα. Ομως οι αφέντες της γης και οι αφέντες του χρήματος θα χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για την υπεράσπιση και τη διαιώνιση των οικονομικών μονοπωλίων τους. Αντί να προωθούν τη χειραφέτηση της εργασίας, θα συνεχίζουν να βάζουν στο δρόμο της κάθε δυνατό εμπόδιο [...] Γι’ αυτό, το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης είναι σήμερα η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας»13.
Ο Μαρξ προβάλλει στην πρώτη γραμμή την αναγκαιότητα κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, προκειμένου αυτή ν’ απελευθερωθεί από την αθλιότητα και την εκμετάλλευση. Οι συνεταιρισμοί των «τολμηρών χεριών» έπαιξαν στα μέσα του 19ου αιώνα τον ιστορικό τους ρόλο: Ανέδειξαν την ιστορική δυνατότητα η παραγωγή να οργανώνεται χωρίς καπιταλιστές, χωρίς ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Ανέδειξαν όμως ταυτόχρονα και τα όρια τέτοιων εγχειρημάτων. Και αν ο Μαρξ αναδεικνύει ήδη από την εποχή εκείνη αυτά τα όρια, καταλαβαίνουμε πόσο ακόμα πιο στενά είναι αυτά σήμερα, στην εποχή της κυριαρχίας του μονοπωλίου στην οικονομική ζωή. Και τα συγκεκριμένα άλλωστε συνεταιριστικά πειράματα της περιόδου αυτής δεν άντεξαν ως οικονομική σχέση ανεξάρτητη από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Tα μονοπώλια αναπτύχθηκαν με γεωμετρική πρόοδο και κυριάρχησαν, ο καπιταλισμός πέρασε στο μονοπωλιακό του στάδιο.
Ο Μαρξ, στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, κάνει επίσης κριτική στη διακήρυξη των λασαλιστών που ζητούσαν «να ιδρυθούν παραγωγικοί συνεταιρισμοί, με κρατική βοήθεια, κάτω από το δημοκρατικό έλεγχο του εργαζόμενου λαού. Οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί πρέπει να δημιουργηθούν για τη βιομηχανία και τη γεωργία σε τέτοια έκταση, που από αυτούς να ξεπηδήσει η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας». Αναφέρει: «Στη θέση της ταξικής πάλης που υπάρχει μπαίνει μια δημοσιογραφική φράση: “το κοινωνικό ζήτημα” που “ανοίγει το δρόμο” προς τη λύση του. Η “σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας”, αντί να “ξεπηδά” από την επαναστατική διαδικασία μετατροπής της κοινωνίας, ”ξεπηδά” από την “κρατική βοήθεια” που δίνει το κράτος σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, που “τους δημιουργεί” αυτό και όχι ο εργάτης. Είναι αντάξιο της φαντασίας του Λασάλ ότι με κρατικά δάνεια μπορεί κανένας να χτίσει μια καινούρια κοινωνία ακριβώς όπως φτιάχνει έναν καινούριο σιδηρόδρομο! [...]
Το ότι οι εργάτες θέλουν να δημιουργήσουν τους όρους της συνεταιριστικής παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα και πρώτα στη χώρα τους, σε εθνική κλίμακα, σημαίνει μονάχα ότι δουλεύουν για την ανατροπή των τωρινών όρων παραγωγής και δεν έχει τίποτα το κοινό με την ίδρυση συνεταιριστικών επιχειρήσεων με κρατική βοήθεια! Οσο για τις τωρινές συνεταιριστικές οργανώσεις έχουν κάποια αξία μόνο εφόσον είναι ανεξάρτητα δημιουργήματα των εργατών και δεν τις προστατεύουν ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι αστοί».14
Ξεκάθαρη κι εδώ η τοποθέτηση του Μαρξ: Δεν μπορεί να νοηθεί, από τη σκοπιά του επαναστατικού κόμματος, στήριξη συνεταιρισμών που ιδρύονται με τη βοήθεια του αστικού κράτους. Στόχος πρέπει να είναι η οργάνωση της συνεταιριστικής (συλλογικής) παραγωγής στην κλίμακα ολόκληρης της κοινωνίας, με την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής («των τωρινών όρων παραγωγής»). Οι όποιες ανεξάρτητες (από το αστικό κράτος) συνεταιριστικές οργανώσεις μπορεί να υπάρξουν -και αυτό αφορά την περίοδο που γράφει ο Μαρξ και δεν μπορεί να μεταφέρεται στο σήμερα, έξω από τόπο και χρόνο- αποτελούν απλά έκφραση της δυνατότητας λειτουργίας της παραγωγικής διαδικασίας χωρίς αφεντικά (και με αυτήν την έννοια είχαν «κάποια αξία»). Οι μεμονωμένες συνεταιριστικές επιχειρήσεις στον καπιταλισμό δεν έχουν καμία σχέση με την προετοιμασία του εδάφους για τη συλλογική οργάνωση της παραγωγής σε πανκοινωνική κλίμακα.
Αποκαλυπτικός είναι ο Μαρξ αναπτύσσοντας στον Γ΄ τόμο του «Κεφαλαίου», στην ανάλυση του ρόλου της Πίστης στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, την προσαρμογή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στο κοινωνικό μέσο παραγωγής χωρίς να ανατρέπει τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας της: «Και επειδή η ιδιοκτησία υπάρχει εδώ με τη μορφή της μετοχής, η κίνησή της και η μεταβίβασή της γίνεται καθαρό αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού παιχνιδιού, όπου τα μικρά ψάρια καταβροχθίζονται από τους καρχαρίες και τα πρόβατα από τους λύκους του χρηματιστηρίου. Στο καθεστώς των μετοχών υπάρχει ήδη αντίθεση ενάντια στην παλιά μορφή, στην οποία το κοινωνικό μέσο παραγωγής εμφανίζεται σαν ατομική ιδιοκτησία. Ομως η ίδια η μετατροπή στη μορφή της μετοχής παραμένει κλεισμένη μέσα στα κεφαλαιοκρατικά της όρια. Γι’ αυτό, αντί να υπερνικήσει την αντίθεση ανάμεσα στο χαρακτήρα του πλούτου σαν κοινωνικού και ατομικού πλούτου, της δίνει απλώς νέα μορφή.
Τα εργοστάσια των συνεταιρισμών των ίδιων των εργατών είναι, μέσα στα πλαίσια της παλιάς μορφής, το πρώτο ρήγμα στην παλιά μορφή, παρόλο που φυσικά παντού, στην πραγματική τους οργάνωση, αναπαράγουν και είναι υποχρεωμένα να αναπαράγουν όλες τις ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος. Μέσα στα πλαίσιά τους όμως, έχει αρθεί η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, αν και στην αρχή μόνο στη μορφή, γιατί οι εργάτες σαν συνεταιρισμός είναι οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες του εαυτού τους, δηλαδή χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής για την αξιοποίηση της δικής τους εργασίας. Τα εργοστάσια των συνεταιρισμών δείχνουν πως σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και στις ανταποκρινόμενες σ’ αυτές κοινωνικές μορφές παραγωγής αναπτύσσεται και διαμορφώνεται με φυσική αναγκαιότητα από τον έναν τρόπο παραγωγής ένας νέος τρόπος παραγωγής. Χωρίς το εργοστασιακό σύστημα, που ξεπηδάει από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί το εργοστάσιο του συνεταιρισμού και, ακόμα λιγότερο, χωρίς το πιστωτικό σύστημα, καθώς αποτελεί την κύρια βάση για τη βαθμιαία μετατροπή των κεφαλαιοκρατικών ιδιωτικών επιχειρήσεων σε κεφαλαιοκρατικές μετοχικές εταιρίες, προσφέρει εξίσου τα μέσα για τη βαθμιαία επέκταση των επιχειρήσεων των συνεταιρισμών πάνω σε περισσότερο ή λιγότερο εθνική κλίμακα. Τις κεφαλαιοκρατικές μετοχικές επιχειρήσεις πρέπει να τις βλέπουμε εξίσου, όπως και τα εργοστάσια των συνεταιρισμών, σαν μεταβατικές μορφές από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στο συνεταιριστικό τρόπο, μόνο που στις πρώτες η αντίθεση έχει αρθεί αρνητικά και στα δεύτερα θετικά»15.
Ο Μαρξ γράφει τα παραπάνω την περίοδο που μόλις έχει εμφανιστεί η σύγχρονη μετοχική εταιρία στο ιστορικό προσκήνιο. Λίγο πριν την εμφάνιση αυτών των μετοχικών εταιριών, έχουμε και την εμφάνιση, σε περιορισμένη κλίμακα, συνεταιριστικών εγχειρημάτων επηρεασμένων από παλιότερους ουτοπικούς σοσιαλιστές (Οουεν, Φουριέ κ.ά.). Ο Μαρξ διαπιστώνει ότι τόσο στις μετοχικές εταιρίες όσο και στα συνεταιριστικά αυτά εργοστάσια που λειτουργούν στο έδαφος του καπιταλισμού εκφράζεται το ίδιο φαινόμενο: Η ατομική καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής έχει αντικατασταθεί από μια συλλογική ιδιοποίηση εκ μέρους είτε κάποιων μετόχων είτε των εργατών του κάθε εργοστασίου. Η τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, οδηγούν νομοτελειακά στη μετατροπή του κεφαλαίου σε κεφάλαιο άμεσα συνεταιρισμένων ατόμων (σε αντίθεση προς το ατομικό κεφάλαιο), είτε με τη μορφή εταιρικών-μετοχικών είτε με τη μορφή συνεταιριστικών επιχειρήσεων (αντί των μέχρι τότε ατομικών). Αναλύοντας τη μετοχική εταιρία, ο Μαρξ χαρακτήρισε αυτήν τη διαδικασία ως «κατάργηση του κεφαλαίου σαν ατομικής ιδιοκτησίας μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής». Αυτές οι μορφές συλλογικής ιδιοκτησίας αποτελούν «μεταβατικές μορφές» προς έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής, όχι με την έννοια ότι στέκονται πάνω από τον καπιταλισμό, αλλά με την έννοια ότι στη βασική αντίθεση του καπιταλισμού (κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής - ατομική καπιταλιστική ιδιοποίηση) το δεύτερο σκέλος έχει αντικατασταθεί από μια συλλογική (μετοχική ή συνεταιριστική) καπιταλιστική ιδιοποίηση.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι, μεταξύ 1860 και 1870, οι αναφορές του Μαρξ σε αντίστοιχα εγχειρήματα συνεταιριστικών εργοστασίων άρχισαν να μειώνονται διακριτά τόσο λόγω της πρακτικής αποτυχίας των περισσοτέρων από αυτά όσο και λόγω της πιο καθαρής αντίληψης της σκέψης του στο ζήτημα. Οπου παραμένουν τέτοιες αναφορές, όπως στο «Κεφάλαιο», τονίζεται όλο και πιο έντονα ότι αυτά τα εγχειρήματα αναπαράγουν αναγκαστικά τις νομοτέλειες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και δεν αποτελούν υπέρβασή του.
Ο Ενγκελς αποκαλύπτει σε γράμμα του προς τον Αύγουστο Μπέμπελ το 1886, με σταράτα λόγια, ότι στην αντίληψη των κλασικών η όποια θετική συμβολή των συνεταιρισμών συνδέεται αναπόσπαστα με την «ανατροπή της καπιταλιστικής παραγωγής» και με το ρόλο του προλεταριακού κράτους στο πεδίο της οικονομίας. Γράφει ο Ενγκελς: «Ο Μαρξ και εγώ ποτέ δεν αμφιβάλαμε ότι, κατά τη διάρκεια της μετάβασης σε μια πλήρως κομμουνιστική οικονομία, θα πρέπει να υπάρξει πλατιά χρήση της συνεταιριστικής διεύθυνσης ως ένα ενδιάμεσο στάδιο. Θα σημαίνει όμως μια τέτοια οργάνωση των πραγμάτων όπου η κοινωνία, δηλαδή αρχικά το κράτος, θα διατηρεί την ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής και έτσι θα αποτρέπει τα μερικά συμφέροντα των συνεταιρισμών από το να κυριαρχούν πάνω στα συνολικά κοινωνικά συμφέροντα»16. Ετσι, σύμφωνα με τους Μαρξ - Ενγκελς, ο συνεταιρισμός μπορεί να έχει προοδευτικό ρόλο μόνο στο πλαίσιο της εργατικής εξουσίας, μόνο κατά τη «μετάβαση στην πλήρως κομμουνιστική κοινωνία», μόνο ως βοηθητικό μέσο αυτής της μετάβασης. Μόνο τότε τα μερικά συμφέροντα των συνεταιρισμών δεν κυριαρχούν πάνω στα συνολικά κοινωνικά συμφέροντα.
Ο Λένιν, σε ένα από τα τελευταία έργα του, αναδεικνύει και αυτός τον κεντρικό ρόλο του ζητήματος της εργατικής εξουσίας προκειμένου η συνεταιριστική μορφή οργάνωσης της παραγωγής ν’ αποτελέσει εργαλείο του λαϊκού κινήματος. «Στα όνειρα των παλιών συνεταιριστών υπήρχε πολλή φαντασία. Προκαλούν συχνά το γέλιο με τη φαντασιοκοπία τους. Σε τι όμως συνίσταται η φαντασιοκοπία τους; Στο ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τη βασική, τη ζωτική σημασία της πολιτικής πάλης που κάνει η εργατική τάξη για την ανατροπή της κυριαρχίας των εκμεταλλευτών. Στη χώρα μας η ανατροπή αυτή έχει τώρα συντελεστεί, και πολλά από εκείνα που στα όνειρα των παλιών συνεταιριστών ήταν φανταστικά ή και ρομαντικά, ή ακόμα και φτηνά, γίνονται τώρα η πιο καθαρή πραγματικότητα»17.
Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες του σοσιαλισμού αποκάλυψε πως ο συνεταιρισμός μπορεί ν’ αξιοποιηθεί, κάτω από την καθοδήγηση του προλεταριακού κράτους, εκεί που δεν μπορεί να γίνει άμεσα πλήρης κοινωνικοποίηση για το προχώρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και το πώς μπορεί να λειτουργήσει ως φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην περίπτωση που δεν επιλύονται οι αντιφάσεις που είναι έμφυτες σε αυτήν τη μεταβατική παραγωγική μορφή. Οτι δηλαδή οι συνεταιρισμοί, ως μορφή ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, μπορεί να διαμορφώσουν συμφέρον αντίθετο με το συνολικό κοινωνικό συμφέρον. Αναδείχτηκε η αναγκαιότητα δημιουργίας των προϋποθέσεων προοπτικής κατάργησης των συνεταιρισμών και ένταξής τους στον κοινωνικοποιημένο τομέα.
Μέχρι την αταξική κοινωνία και την πλήρη κατάργηση της ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η διαμεσολάβηση μέσω του εργατικού κράτους είναι απαραίτητη. Ενώ στον καπιταλισμό και γενικά στην εμπορευματική παραγωγή το ρόλο του διαμεσολαβητή τον επιτελεί η αγορά, στο σοσιαλισμό, ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού, τον επιτελεί η εργατική εξουσία μέσω του Κεντρικού Σχεδιασμού. Το εργατικό κράτος «διαμεσολαβεί», μέσω του Κεντρικού Σχεδιασμού, μόνο τους όρους παραγωγής και κατανομής του προϊόντος στη βάση του επιστημονικού καθορισμού των κοινωνικών αναγκαιοτήτων. Στη σοσιαλιστική παραγωγή το προϊόν ανήκει άμεσα στην κοινωνία.
Στο σημείο αυτό έχει μία αξία να σημειώσουμε ότι δεν είναι πρωτόγνωρο να σηκώνεται η σημαία ενάντια σε κάθε διαμεσολάβηση από τους υποστηρικτές του μικροαστικού ιδανικού που αντιλαμβάνονται το σοσιαλισμό ως κατοχύρωση της ελευθερίας της μικρής ατομικής ή ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ

Ας εξετάσουμε όμως λίγο καλύτερα τι εννοεί ο Μαρξ όταν ισχυρίζεται ότι τα εργοστάσια των συνεταιρισμών «αναπαράγουν και είναι υποχρεωμένα να αναπαράγουν όλες τις ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος». Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι ως μέρος του συνόλου, ως τμήμα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή παραγωγικής-οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορούν παρά να υπόκεινται στις νομοτέλειες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, με πρώτη την επιδίωξη της μεγαλύτερης δυνατής υπεραξίας, του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους.
Το μόνο που αλλάζει στην περίπτωση των συνεταιριστικών επιχειρήσεων είναι το πώς «βαφτίζεται» αυτό το κέρδος. Στις περιπτώσεις αυτές το κέρδος συνήθως βαφτίζεται «κάλυψη των οικονομικών αναγκών των μελών». Ας δούμε πώς θέτει το ζήτημα η έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου: «Συχνά, ένας από τους επιχειρηματικούς στόχους των συνεταιρισμών είναι ότι θα καλύψουν τις ανάγκες αυτής της ευρύτερης κοινότητας. Αυτό δε σημαίνει ότι οι συνεταιρισμοί έχουν “κοινωνική” (φιλανθρωπική) και όχι οικονομική μορφή, και ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως εργαλείο ανάπτυξης. Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των βασικών στόχων του συνεταιρισμού, οι οποίοι είναι η κάλυψη των οικονομικών αναγκών των μελών με άλλους στόχους που ακολουθούν, όπως η βελτίωση της διατροφής, η αύξηση των ικανοτήτων, αλλά και η συνολική επίδραση στην ευρύτερη κοινωνία, όπως η επίτευξη χαμηλότερων ποσοστών θνησιμότητας ή τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης»18. Αν προσπεράσουμε τις φραστικές προσαρμογές, το παραπάνω απόσπασμα δηλώνει ανοιχτά ότι όλα υποτάσσονται στο «βασικό στόχο του συνεταιρισμού», που δεν είναι άλλος από το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής οικονομίας. Μια ματιά στις ιστοσελίδες των πιο γνωστών αντίστοιχων συνεταιριστικών εγχειρημάτων θα πείσει για του λόγου το αληθές.19
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητες κάποιες διευκρινίσεις. Οταν κάνουμε λόγο για παραγωγή υπεραξίας, για κέρδος, δεν εννοούμε μόνο το τμήμα αυτό του κέρδους που μετατρέπεται σε εισόδημα του κεφαλαιοκράτη (ενός ή περισσοτέρων). Κέρδος είναι ολόκληρο το ποσό το οποίο επανεπενδύεται στην επιχείρηση (συνεταιριστική ή μη) και μετατρέπεται σε κεφάλαιο μέσω της συσσώρευσής του, κέρδος είναι και μέρος του εισοδήματος του συνεταιρισμένου εργάτη, κέρδος είναι και το τμήμα της υπεραξίας που μετατρέπεται σε τόκο στο πλαίσιο του τραπεζικού δανεισμού, κέρδος είναι και το τμήμα εκείνο που μετατρέπεται σε εμπορικό κέρδος των εμπόρων που διαθέτουν το εμπόρευμα του συνεταιρισμού. Το γεγονός αυτό δεν αλλάζει αν η χρηματοδότηση και η εμπορική διάθεση των εμπορευμάτων πραγματοποιούνται από αντίστοιχες συνεταιριστικές, πιστωτικές και εμπορικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ευρύτερων συνεταιριστικών δικτύων που υπάρχουν. Ετσι στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις έχουμε παραγωγή αξίας και υπεραξίας, έχουμε εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των εργαζομένων. Η ιδιαιτερότητα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων είναι ότι σε κάποιο βαθμό οι εργαζόμενοι είναι ταυτόχρονα και εργοδότες του εαυτού τους. Με αυτήν την έννοια ο Μαρξ αναφέρει ότι οι εργάτες του συνεταιρισμού αποτελούν οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες του εαυτού τους, «εκμεταλλεύονται τους εαυτούς τους». Ισχύει δηλαδή ό,τι ισχύει και για τον αυτοαπασχολούμενο ατομικό ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής.
Το κεφάλαιο άλλωστε είναι κοινωνική σχέση, η δράση και ο έλεγχός του αφορούν όχι μόνο την ξεχωριστή επιχείρηση, αλλά το σύνολο της καπιταλιστικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα κάθε επιχείρηση που δρα μέσα στον καπιταλισμό εξυπηρετεί την κερδοφορία του κεφαλαίου. Ολες οι οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού είναι ενταγμένες στο συνολικό προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου και δεν αναιρούν τη συλλογική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών. Ετσι, η λειτουργία μιας οποιασδήποτε ξεχωριστής επιχείρησης στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος προδικάζει τη συμμετοχή της στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνολικά, ανεξάρτητα από τη θέληση των λιγότερων ή περισσότερων ιδιοκτητών της, ανεξάρτητα από την ειδική μορφή που έχει η κάθε επιχείρηση. Οι εργάτες δεν «απελευθερώνονται» από την καπιταλιστική εκμετάλλευση μέσω της αυτοδιαχείρισης χρεοκοπημένων επιχειρήσεων. Επίσης, το εργοστάσιο του συνεταιρισμού δεν απαλλάσσεται από την έκθεσή του στον ανταγωνισμό, από την αναγκαιότητα να είναι κερδοφόρο, να είναι ανταγωνιστικό στον ενδοκλαδικό ανταγωνισμό και μάλιστα σε συνθήκες εργασιακής ζούγκλας, με μεροκάματα πείνας. Η πορεία μιας συνεταιριστικής επιχείρησης, ακριβώς όπως και κάθε άλλης επιχείρησης στο έδαφος του καπιταλισμού, εξαρτάται από τη συνολική λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Δεν μπορεί να αρθεί πάνω από το αντικειμενικό έδαφος, πάνω από τις σχέσεις παραγωγής που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής.
Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις προσπαθούν να βελτιώνουν τις παραγωγικές τους μεθόδους, προσπαθούν τα εμπορεύματα που παράγουν να έχουν χαμηλότερη ατομική αξία από την κοινωνική αξία των εμπορευμάτων του συγκεκριμένου κλάδου, με λίγα λόγια κυνηγάνε και την πρόσθετη υπεραξία. Αυτό επιτάσσει τη συνεχή ανάγκη επενδύσεων και επανεπένδυσης των κερδών. Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις μάλιστα καμαρώνουν γιατί το ποσοστό επανεπένδυσης των κερδών στην επιχείρηση είναι μεγαλύτερο από τις λεγόμενες «συμβατικές εταιρίες» και προσεγγίζει το 100%. Με τη δράση της η συνεταιριστική επιχείρηση συμβάλλει και υπόκειται στην τάση διαμόρφωσης του μέσου ποσοστού κέρδους της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία δραστηριοποιείται.
Ας δούμε όμως και κάποια άλλα παραδείγματα για τον τρόπο που τα συνεταιριστικά εργοστάσια ενσωματώνουν νομοτελειακά στη λειτουργία τους τις αναγκαιότητες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, οι οποίες επιβάλλονται σε αυτά μέσω του ανταγωνισμού. Θα επιχειρήσουμε να το κάνουμε αυτό με την αξιοποίηση του πιο προβεβλημένου και «επιτυχημένου» συνεταιριστικού εγχειρήματος παγκοσμίως, του παραδείγματος της Μοντραγκόν20 στη Χώρα των Βάσκων στην Ισπανία. Ενώ η αρχική αναλογία του υψηλότερα με τον χαμηλότερα αμειβόμενο ορίστηκε σε 3 προς 1, αυτή αυξήθηκε σταδιακά για να φτάσει σήμερα σε κάποιες συνεταιριστικές επιχειρήσεις του ομίλου στο 9 προς 1. Αυτή η αύξηση έγινε με την επίκληση από τη μία της πολυπλοκότητας της διοίκησης ενός τόσο μεγάλου και πολυπλόκαμου οργανισμού, και από την άλλη των πολύ υψηλών μισθών που χορηγούσαν στα διοικητικά στελέχη οι ανταγωνίστριες ιδιωτικές εταιρίες. Φανερώνει ότι αντικειμενικά διαμορφώνονται διαφοροποιήσεις μέσα από τις οποίες ξεχωρίζει ένα στρώμα συνεταιρισμένων με μεγαλύτερη μερίδα στην υπεραξία που παράγεται συνολικά από την επιχείρηση.
Η συνολική μισθολογική πολιτική είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική κατάσταση του συνεταιρισμού. Ετσι π.χ. στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε πολλές περιπτώσεις οι συνεταιρισμένοι εργάτες προχώρησαν μόνοι τους σε μείωση των αμοιβών τους. Επίσης ως μέσο εξάπλωσης του δικτύου της Μοντραγκόν αξιοποιήθηκαν ειδικά σύμφωνα με ιδιωτικές επιχειρήσεις μέσω των οποίων η Μοντραγκόν επωφελούνταν στην ουσία από αυτές και ξεπερνούσε μέρος των υποχρεώσεων που τυπικά έχει (π.χ. οι εργαζόμενοι των ιδιωτικών επιχειρήσεων οι οποίοι συνεργάζονται με τη Μοντραγκόν μπορούν κάλλιστα να έχουν πολύ χαμηλότερους μισθούς).
Τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για τη Μοντραγκόν. Γενικά, οι συνεταιριστικές (όπως και οι μη συνεταιριστικές) επιχειρήσεις δρουν σ’ ένα καθεστώς όπου η τάση είναι η εξίσωση των μισθών προς τα κάτω. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, ο οξυμένος διεθνής ανταγωνισμός και η είσοδος σε αυτόν κρατών με μαζική και «φθηνή» εργατική δύναμη πιέζει ταχύτατα τους μισθούς προς το επίπεδο των βαλκανικών κρατών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ ερωτήσεις προς Αργεντινούς εργάτες από κατειλημμένα εργοστάσια, που έγιναν σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης στη ΒΙΟ.ΜΕ. (συνέντευξη left.gr), πώς θ’ ανταποκριθούν στο καπιταλιστικό πλαίσιο με τους μισθούς πείνας κλπ., οι απαντήσεις είναι πάντα θολές, χρησιμοποιούν την τακτική «φυγή προς τα μπρος». Αναφέρουν ότι αυτοί λειτουργούν ή θέλουν να λειτουργήσουν δημοκρατικά, χωρίς ιεραρχία, ν’ ανοίξουν έναν άλλο δρόμο, ότι είναι η απάντηση σ’ έναν καπιταλισμό που παραπαίει, που παρατάει την παραγωγή, που στέλνει εργοστάσια π.χ. στην Κίνα. Οι Αργεντινοί εργάτες στ’ «αυτοδιαχειριζόμενα» εργοστάσια δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να προσεγγίσουν έστω και αμυδρά τους μισθούς που έπαιρναν πριν το 2001.21
Ας επιστρέψουμε όμως στο συνεταιριστικό δίκτυο της Μοντραγκόν. Εκεί είναι σε ισχύ η λεγόμενη «ημερολογιακή ευελιξία», σύμφωνα με την οποία οι ώρες εργασίας προσαρμόζονται στο διαφοροποιούμενο κατά καιρούς φόρτο εργασίας που υπάρχει ανάλογα με την ανταπόκριση που βρίσκουν στην αγορά τα εμπορεύματα του συνεταιρισμού. Ετσι, η σταθερή εργάσιμη ημέρα θυσιάζεται μπροστά στο «καλό» της Μοντραγκόν.
Το «κερασάκι στην αυτοδιαχειριστική τούρτα» της Μοντραγκόν ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης από το συνεταιρισμό της μεγάλης απεργίας του 1974, στην οποία συμμετείχαν 400 περίπου εργάτες αντιδρώντας στην εισαγωγή ενός συστήματος αξιολόγησης. Υπήρξε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ διευθυντών και εργαζομένων, με αποτέλεσμα την απόλυση 17 πρωτοπόρων εργαζομένων και την υποβολή προστίμων στους υπόλοιπους 397 εργαζομένους που συμμετείχαν στην απεργία.
Επίσης, όπως ήδη έχει αναφερθεί, οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, για να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό, έχουν δημιουργήσει ολόκληρους γιγαντιαίους ομίλους, όπως ακριβώς και οι «συμβατικές» ιδιωτικές εταιρίες. Μέσω αυτών των ομίλων πραγματοποιείται και η αναδιανομή των αποτελεσμάτων από τη μία συνεταιριστική επιχείρηση του ομίλου στην άλλη, με στόχο την πιο σταθερή πορεία ολόκληρου του ομίλου. Πρόκειται για μια πρακτική που ακολουθείται απ’ όλες τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και ανταποκρίνεται στον πολύ υψηλό βαθμό κοινωνικοποίησης της εργασίας και της παραγωγής στο σημερινό καπιταλισμό.
Ας δούμε όμως τι ισχύει με την υποτιθέμενη εξάλειψη του διαχωρισμού πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, διευθυντικού-εκτελεστικού ρόλου, που δήθεν συντελείται στις επιχειρήσεις αυτές. Αυτό το επιχείρημα μάλιστα διατυπώνεται από τους οπορτουνιστές σε αντιδιαστολή με αυτό που συνέβαινε κατά τη γνώμη τους στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όπου η δομή δήθεν «έμεινε η ίδια». Η συμμετοχή και η λήψη αποφάσεων σε μια γενική συνέλευση δε σημαίνει ότι ασκεί κανείς επιτελική-διευθυντική εργασία στη διαδικασία της παραγωγής με ουσιαστικό τρόπο. Η τυπική ισότητα της μορφής «ένας συνεταιρισμένος εργάτης - μία μετοχή - μία ψήφος» αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλεται η ουσιαστική ανισότητα που απορρέει από τον καταμερισμό εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης. Οπως διαβάζουμε και στην αγγλική έκδοση της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας Wikipedia στο λήμμα «Worker Cooperative»22, στις συνεταιριστικές εταιρίες δημιουργείται «ιεραρχική δομή παρόμοια με εκείνη της συμβατικής επιχείρησης, με διοικητικό συμβούλιο και διάφορων βαθμών διαχειριστές, με τη διαφορά ότι το διοικητικό συμβούλιο εκλέγεται».23
Τα παραπάνω αποδεικνύονται και από το γεγονός που ήδη έχουμε αναφέρει, ότι, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν ικανά διοικητικά στελέχη από την αγορά ή να κρατήσουν τα διευθυντικά στελέχη που προήλθαν από τις γραμμές του συνεταιρισμού, οι συνεταιρισμοί πιέζονται συνεχώς ν’ αυξάνουν τις αμοιβές που προσφέρουν σε τέτοια στελέχη. Αν ίσχυε αυτή η άρση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας και διευθυντικού-εκτελεστικού ρόλου, προς τι άραγε αυτή η πίεση; Γιατί δεν παίρνουν έναν εργάτη να τον κάνουν διευθυντικό στέλεχος; Επίσης, αν μέσω της συνεταιριστικής μορφής πραγματοποιείται αυτή η άρση, πώς αιτιολογείται η οξύτατη σύγκρουση μεταξύ των διοικητικών στελεχών και της Μοντραγκόν στην απεργία στην οποία αναφερθήκαμε;
Καταρχάς, κάθε διαδικασία παραγωγής σε μια σχετικά μεγάλη κλίμακα απαιτεί την ύπαρξη μιας εποπτικής λειτουργίας που θα εξασφαλίζει την ενότητα της διαδικασίας, τη συνολική λειτουργία του εργοστασίου με οργανωμένο τρόπο. Σε μια συνεταιριστική επιχείρηση στο έδαφος του καπιταλισμού η λειτουργία αυτή ασκείται σε σχετικά μόνιμη βάση είτε από τμήμα των εργατών-μετόχων είτε από ομάδα μισθωτών διευθυντών που πληρώνεται από τους εργάτες-μετόχους. Η ιδιοκτησία των εργατών μιας επιχείρησης πάνω στα μέσα παραγωγής, ακόμα και με τις πιο τακτικές «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες, δεν μπορεί ν’ αναιρέσει την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τέτοιου «μαέστρου» της παραγωγής, του οποίου οι αποφάσεις δεν μπορεί παρά να υποτάσσονται στους νόμους κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ο διαχωρισμός χειρωνακτικής-πνευματικής, εκτελεστικής-επιτελικής εργασίας μπορεί να εξαλειφτεί μόνο μέσα στη μακρόχρονη πορεία οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας, με τη διεύρυνση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την άνοδο της παραγωγικότητας, την απορρόφηση βαριών και επαναλαμβανόμενων εργασιών από τις μηχανές, την απελευθέρωση χρόνου για ν’ ασχοληθεί ο εργάτης με την εκμάθηση σύνθετων επιστημονικών γνώσεων. Απαιτείται, σε τελική ανάλυση, η συλλογική ανάπτυξη του επιπέδου της εργατικής τάξης και της κομμουνιστικής συνείδησης. Στο «βασίλειο της ελευθερίας» η κατάργηση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, η δυνατότητα για πολυειδίκευση, η διεύθυνση πραγμάτων και όχι προσώπων, θα είναι πραγματικότητα. Μόνο σ’ αυτές τις συνθήκες η αναγκαιότητα του «μαέστρου» της συλλογικής παραγωγικής διαδικασίας δε συνεπάγεται την ταξική και κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του ενιαίου παραγωγικού οργανισμού. Μέχρι εκεί η πορεία είναι δύσκολη και ξεκινάει με την ανατροπή της εξουσίας των αστών, με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και όχι βέβαια σε συνθήκες καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.

Η «ΛΥΣΗ» ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ «ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ», ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΩΝ ΜΕΣΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων η αναζήτηση της διεξόδου από την καπιταλιστική οικονομική κρίση, τις απολύσεις και τα κλεισίματα εργοστασίων στην ατομική επιχείρηση, την αυτοαπασχόληση, τη μικρή εταιρία ως κατεύθυνση του εργατικού κινήματος είναι λύση που «κοιτάει» προς το παρελθόν, προς τη συντεχνία των μαστόρων του Μεσαίωνα, προς τα «φύτρα» του καπιταλισμού της εποχής της μανιφακτούρας. Αντί λοιπόν το εργατικό κίνημα να προσανατολίζεται σε οπισθοδρομικές, ουτοπικές και πλήρως ενσωματώσιμες κατευθύνσεις, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το καθήκον της εποχής του είναι η αντιστοίχηση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής με την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Και αυτό όχι μόνο γιατί η επιστροφή είναι ουτοπική, αλλά πολύ περισσότερο γιατί στο βαθμό που τέτοιες μορφές διατηρούνται ή αναπαράγονται, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, είναι πλήρως ενταγμένες κι εξυπηρετούν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Καθήκον σήμερα της εργατικής τάξης είναι να πάρει στα χέρια της όλο τον κοινωνικό πλούτο, όλα τα μέσα παραγωγής και να ικανοποιήσει τις σύγχρονες, διευρυμένες ανάγκες της. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει με τη δημιουργία «αυτοδιαχειριζόμενων» επιχειρήσεων και τον πολλαπλασιασμό τους με την ανάπτυξη «δικτύων». Ο ρόλος των πολυκλαδικών μονοπωλιακών ομίλων είναι βαθιά εδραιωμένος σε όλους τους βασικούς κλάδους της οικονομίας και προστατεύεται από την εξουσία και τους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Η κατάκτηση λοιπόν των «κορυφών» της οικονομίας από την εργατική τάξη δεν μπορεί να γίνει μέσα από νησίδες αυτοδιαχείρισης, μέσα από μια προνομιακή νομοθεσία που θα υιοθετήσει μια αστική κυβέρνηση, όπως κι αν αυτοαποκαλείται, αλλά απαιτεί τη σύγκρουση με την αστική εξουσία και την ανατροπή της.
Εχουν ωριμάσει πλήρως οι υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα σ’ έναν ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, όπου ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας και της παραγωγής θ’ αντιστοιχηθεί με την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Το μέλλον που προβάλλει μέσα από τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό δεν είναι η επιστροφή στην ατομική επιχείρηση και το συνεταιρισμό, αλλά η αντιστοίχιση των σχέσεων παραγωγής, της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, με το χαρακτήρα της παραγωγής, που είναι κοινωνικός και όχι απλά ομαδικός-συνεργατικός.
Από την εποχή που οι Μαρξ κι Ενγκελς έγραψαν για τη μετοχική εταιρία και τα συνεταιριστικά εργοστάσια κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός κυριάρχησε απ’ άκρη σ’ άκρη στη γήινη σφαίρα. Αναπτύχθηκε ραγδαία ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής. Στην παραγωγή ενός εμπορεύματος ενσωματώνεται η εργασία πολλών παραγωγών, διάφορων κλάδων και ειδικοτήτων. Γιγάντιοι επιχειρηματικοί όμιλοι με ταυτόχρονη διείσδυση σε διάφορους κλάδους καθορίζουν (μέσα στο πλαίσιο φυσικά των νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής) τις εξελίξεις, την κατεύθυνση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, τις τιμές, το ποσοστό κέρδους για τις μικρότερες επιχειρήσεις μέσω της μονοπωλιακής τους θέσης και της δύναμής τους στην αγορά. Το αστικό κράτος με τις παρεμβάσεις του καθορίζει το νομοθετικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της οικονομίας προς όφελος του κεφαλαίου κι εξασφαλίζει τους γενικούς όρους αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.
Η κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή αποτελεί νομοτελειακή εξέλιξη (κι όχι στρέβλωση) της ανάπτυξης του καπιταλισμού, εξέλιξη της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε συλλογική καπιταλιστική ιδιοκτησία, κατά κύριο λόγο μετοχική καπιταλιστική και δευτερευόντως σε άλλες μορφές συλλογικής ιδιοκτησίας, όπως η συνεταιριστική. Η εμφάνιση των μονοπωλίων αποτελεί απόρροια του ενδοκλαδικού και διακλαδικού ανταγωνισμού, ενώ με τη σειρά τους τροφοδοτούν κι οξύνουν αυτόν τον ανταγωνισμό, ανεβάζοντάς τον σε ανώτερο επίπεδο και δίνοντάς του πιο ποικίλες μορφές. Ο ανταγωνισμός στο μονοπωλιακό καπιταλισμό βρίσκει πεδίο δράσης μεταξύ των επιχειρηματικών μεγαθηρίων, μεταξύ αυτών των μεγαθηρίων και των μικρότερων επιχειρήσεων, αλλά και μεταξύ των διάφορων ομάδων που παλεύουν για την κυριαρχία στη μετοχική σύνθεση στο εσωτερικό του κάθε επιχειρηματικού ομίλου.
Ανάλογη γοργή εξέλιξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού παρατηρείται και στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες σε κλάδους υψηλής συγκέντρωσης (μεταποίηση, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, κατασκευές, εμπόριο, τουρισμός, υγεία). Στη χώρα μας βέβαια επιβιώνει διευρυμένη αυτοαπασχόληση και μικροϊδιοκτησία σε μέσα παραγωγής σε μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Η μακρόχρονη τάση βέβαια και στους κλάδους με ύπαρξη αυτοαπασχόλησης-μικροϊδιοκτησίας (εμπόριο, επισιτισμός-τουρισμός, κατασκευές) είναι η ίδια: Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των μικροϊδιοκτητών, μετατροπή της πλειοψηφίας τους σε σύγχρονους μισθωτούς σκλάβους που ψάχνουν να πουλήσουν στην αγορά το μόνο εμπόρευμα που πλέον κατέχουν: Την εργατική τους δύναμη.
Ακόμα και στους κλάδους που υπάρχουν ατομικές, μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, το μονοπώλιο κυριαρχεί, επιβάλλεται στον ανταγωνισμό με την οικονομική του ισχύ και την παραγωγικότητά του, καθορίζει τους όρους του παιχνιδιού. Το αστικό κράτος διευκολύνει σε γενικές γραμμές τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί κεφαλαιοκρατική αναγκαιότητα σε συνθήκες οξυμένου ανταγωνισμού και βαθέματος του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της εργασίας. Αυτό βέβαια δεν το εμποδίζει και για λόγους κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης σε ορισμένες φάσεις και περιόδους να ευνοεί τη διατήρηση ή αναπαραγωγή της μικρής ιδιοκτησίας.
Σε αυτές τις συνθήκες η τάση είναι το μονοπώλιο να επιβάλλει στη μικρή και μεσαία επιχείρηση το κόστος των πρώτων υλών, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφοράς προϊόντων, διάθεσής τους μέσω εμπορικού δικτύου, όρους δανειοδότησης. Η τάση είναι ο ανταγωνιστής-μονοπώλιο να καταφέρνει λόγω αυξημένης παραγωγικότητας να πουλάει πιο φθηνά και να κυριαρχεί τελικά στον ανταγωνισμό. Φυσικά αυτή η τάση έχει και αντεπιδρώντες παράγοντες, οι οποίοι «τραβάνε» προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την κατεύθυνση της αναζωογόνησης τέτοιων μικρών επιχειρήσεων σε μια σειρά κλάδους, παλιούς ή καινούργιους (δεδομένου και του όλο και πιο γρήγορου βαθέματος του κοινωνικού και τεχνικού καταμερισμού της εργασίας στον καπιταλισμό).
Τα παραπάνω πρέπει να τα πάρουν υπόψη τους οι εργάτες έτσι ώστε να μην παρασύρονται από τα κούφια κι ανιστόρητα λόγια που υποστηρίζουν ότι τέτοια «αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα» ξαναβρίσκουν το νήμα με λαμπρές στιγμές του παρελθόντος (π.χ. συνεταιρισμός Αμπελακίων) που χάθηκε στην πορεία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Να βγάλουν συμπεράσματα για τις πολιτικές δυνάμεις που προτείνουν στο κίνημα να υιοθετήσει το στόχο της επιστροφής στο παρελθόν, να διεκδικεί έναν καπιταλισμό «προς τα πίσω».

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΤΗΣ ΒΙΟ.ΜΕ. ΑΠΟ ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ

Η ΒΙΟ.ΜΕ. ήταν θυγατρική της πτωχευμένης πλέον Φίλκεραμ-Johnson. Παρήγαγε κόλλες πλακιδίων, αρμούς, άλλα δομικά υλικά, λειτουργούσε συμπληρωματικά σ’ ένα βαθμό προς τη μητρική. Η μητρική Φίλκεραμ από τη δεκαετία του ’60 κατείχε μεγάλο μερίδιο στην αγορά του πλακιδίου, είχε εξαγωγική δραστηριότητα και παρουσία σε όλες τις ηπείρους, ανανέωνε σταθερά τον τεχνολογικό της εξοπλισμό, ανέβαζε την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Πριν το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα, την περίοδο 2003-2008, έκανε πάλι επενδύσεις και ανανέωση, και μάλιστα τα εγκαίνια του νέου μηχανολογικού εξοπλισμού το 2009 έγιναν παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Η κρίση στις κατασκευές από το 2005, η καπιταλιστική οικονομική κρίση από το 2008, η συνέχιση της πτώσης της ανταγωνιστικότητας στην ελληνική μεταποίηση (στο πλακάκι, εργοστάσια και φίρμες από την Ευρώπη μεταφέρθηκαν στην Κίνα, γίνονται εισαγωγές με παραγγελίες), η απότομη άνοδος στο ενεργειακό κόστος, άλλαξαν τους όρους της καπιταλιστικής αγοράς, οδήγησαν στη χρεοκοπία και στο κλείσιμο του εργοστασίου της Φίλκεραμ-Johnson. Μετά από τη χρεοκοπία της μητρικής και μπαίνοντας σε διαδικασία ρευστοποίησης-πλειστηριασμού του πάγιου εξοπλισμού στο πλαίσιο του πτωχευτικού δικαίου, για να πληρωθούν τόσο οι πιστωτές όσο και οι 300 περίπου εργάτες, η εργοδοσία της Φίλκεραμ «εγκατέλειψε» τη ΒΙΟ.ΜΕ. και μάλιστα με τμήμα παραγγελιών να είναι σε φάση παραγωγής, αλλά να μην έχει παραδοθεί ακόμα. Στη ΒΙΟ.ΜΕ. τότε δούλευαν 70 περίπου εργαζόμενοι.
Μετά από έναν και πλέον χρόνο προσπάθειας για πληρωμή των δεδουλευμένων (οι εργαζόμενοι είναι απλήρωτοι από το Μάη του 2011), πάρθηκε η απόφαση από 38 εργαζομένους για επαναλειτουργία του εργοστασίου, υπό τη μορφή του εργατικού συνεταιρισμού, ως τη μόνη λύση απέναντι στην ανεργία, στην απόλυτη εξαθλίωση αυτών και των οικογενειών τους. Το Φλεβάρη του 2012 οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ., χωρίς να περιμένουν αποφάσεις υπουργών ή πότε θα ψηφιστεί θεσμικό πλαίσιο για τέτοιου είδους επαναλειτουργία, ανακοίνωσαν ότι έθεσαν το εργοστάσιο σε λειτουργία, ότι ξεκίνησαν να παράγουν.
Στην πράξη η παραγωγή δεν έχει ξεκινήσει, εκτός από την παραγωγή ορισμένων βιολογικών καθαριστικών (έχουν μικρό αρχικό κόστος παραγωγής που το χρηματοδοτούν από το ταμείο του σωματείου) που διακινούνται μέσα από παζάρια αλληλεγγύης. Ετσι, δύο χρόνια μετά από την εγκατάλειψη της ΒΙΟ.ΜΕ. από την πρώην εργοδοσία και έξι μήνες μετά από την «επαναλειτουργία κάτω από εργατικό έλεγχο», το εργοστάσιο πρακτικά δε λειτουργεί, δεν αξιοποιείται το παραγωγικό δυναμικό, παρά μόνο γίνεται προσπάθεια να παραχθούν φθηνά προϊόντα που θα διατεθούν «κινηματικά». Αυτό που βαφτίζεται επαναλειτουργία είναι στην ουσία η παραγωγή κάποιων βιολογικών καθαριστικών, η παρουσία και περιφρούρηση των εγκαταστάσεων από τους εργάτες.
Με όποια φωτεινά χρώματα κι αν προσπαθούν ορισμένοι να περιγράψουν το εγχείρημα, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι εργάτες σε αυτήν τη φάση προσπαθούν να διαχειριστούν τη φτώχια τους, να βρουν προσωρινή διέξοδο από την πείνα, τη φυσική εξόντωση αυτών και των οικογενειών τους. Θα ήταν πραγματικά μεγάλη ανάσα να πληρώνονταν τώρα δεδουλευμένα, αποζημιώσεις, να δινόταν έκτακτη βοήθεια, να υπήρχε πλαίσιο ανακούφισης των ανέργων. Θα μπορούσαν να δώσουν μια πραγματική, έστω προσωρινή διέξοδο από την απόλυτη εξαθλίωση. Ωστόσο ένα μέρος των εργαζομένων σήμερα έχει επικεντρωθεί στη διάθεση ακόμα και του επιδόματος ανεργίας για την επαναλειτουργία με όποιον τρόπο του εργοστασίου.
Οι θέσεις των ίδιων των εργαζόμενων για τη λειτουργία του εργοστασίου, όπως έχουν αποτυπωθεί σε αποφάσεις του σωματείου, σε συνεντεύξεις, ντοκιμαντέρ, συναντήσεις με πολιτικές δυνάμεις, είναι συνοπτικά οι παρακάτω:
- Αμεση επαναλειτουργία του εργοστασίου.
- Διεκδίκηση για νομοθετική κατοχύρωση αντίστοιχων εγχειρημάτων στο πλαίσιο «θετικών» αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τεκμηρίωση της νομιμότητας του εγχειρήματος με το επιχείρημα ότι το εργοστάσιο τους ανήκει, καθότι η συντριπτική πλειοψηφία των μετοχών ανήκε στην πτωχευμένη πλέον Φίλκεραμ που τους χρωστάει μισθούς, ενώ υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις κι ασφαλιστικά μέτρα που κατοχυρώνουν προϊόντα και μηχανές στους εργάτες έναντι των απλήρωτων μισθών από το 2011. «Απαλλοτρίωση» του εργοστασίου ανεξάρτητα από κυβερνητικές αποφάσεις.
- Να περάσει η ιδιοκτησία του εργοστασίου στους εργάτες χωρίς να επιβαρυνθούν με τα χρέη της πρώην ιδιοκτησίας.
- Να δοθούν πίσω τα 1,8 εκατομμύρια ευρώ που είχε πάρει δάνειο η μητρική Φίλκεραμ στο όνομα της θυγατρικής ΒΙΟ.ΜΕ.
- Να δοθεί μαζεμένο το επίδομα ανεργίας για τους μήνες που είναι άνεργοι, για ν’ αξιοποιηθεί στην επαναλειτουργία του εργοστασίου.
- Εκτακτη οικονομική ενίσχυση.
- Επιδότηση από τον ΟΑΕΔ 23.000 ευρώ για κάθε άνεργο απολυμένο της ΒΙΟ.ΜΕ. από ευρωπαϊκά και κονδύλια του ΕΣΠΑ, στο πλαίσιο της επιδότησης έναρξης επιχειρήσεων για ανέργους.
- Αναζήτηση χρηματοδότησης από ΜΚΟ χρηματοδότησης αντίστοιχων εγχειρημάτων, τύπου «Working World».
Οσον αφορά τη συνέχεια, το αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα της ΒΙΟ.ΜΕ. αντιμετωπίζει δύο βασικά ενδεχόμενα:
Το πρώτο είναι να μην καταφέρει τελικά ν’ αντέξει στον ανταγωνισμό και ν’ αναγκαστεί αργά ή γρήγορα να διακόψει οριστικά ακόμα και αυτήν την πολύ περιορισμένη παραγωγική δραστηριότητα που έχει σήμερα. Σε αυτήν την περίπτωση οι εργαζόμενοι θα χάσουν και τα τυχόν χρήματα (κυρίως από τα επιδόματα ανεργίας) που έχουν βάλει για την επαναλειτουργία του εργοστασίου.
Ιδιαίτερα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η επιβίωση θα είναι πολύ δύσκολη. Αυτό ισχύει για κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, πόσο μάλλον για μια επιχείρηση σαν τη ΒΙΟ.ΜΕ., η οποία από τη μία δραστηριοποιείται σ’ έναν κλάδο που αντιμετωπίζει οξύτατο ανταγωνισμό από χώρες με μαζική και «φθηνή» εργατική δύναμη, αλλά και παράγει πρώτες ύλες για τον κλάδο των κατασκευών που στην Ελλάδα βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση», ενώ από την άλλη δεν έχει εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της παραγωγικής της δραστηριότητας24, ούτε ξέρει τι θα γίνει με τα χρέη που πιθανώς κληρονομήσει από τους πρώην ιδιοκτήτες25.
Η ύπαρξη αυτού του ενδεχομένου αποδεικνύεται πρακτικά από την ίδια την εγκατάλειψη της ΒΙΟ.ΜΕ. από τους πρώην ιδιοκτήτες της. Η ΒΙΟ.ΜΕ. και η «μητέρα» επιχείρηση Φίλκεραμ-Johnson δεν ήταν «μικρομάγαζα». Πρόκειται για μεγάλες μετοχικές επιχειρήσεις, για μονοπώλια. Κι όμως, δεν άντεξαν στην τρέχουσα οικονομική κρίση. Κάποιες δυνάμεις προσπαθούν να διαστρεβλώσουν την αιτία αυτού του κλεισίματος, αποδίδοντάς το στην αναλγησία και στην κακοδιαχείριση των ιδιοκτητών τους. Λες και οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων θέλουν να χρεοκοπούν, λες και δεν κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για την οικονομική ευημερία των επιχειρήσεών τους, δηλαδή των κερδών τους. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, ακριβώς επειδή θέλουν να πάρουν τη σκυτάλη της διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, προσπαθούν να το «βγάλουν λάδι» αποκρύπτοντας το νομοτελειακό φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της αντίστοιχης απαξίωσης κεφαλαίου που αυτή συνεπάγεται (το κλείσιμο επιχειρήσεων αποτελεί μορφή απαξίωσης κεφαλαίου).
Τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις τα κλείνει ο ίδιος ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός και οι νομοτέλειές του (καπιταλιστική κρίση, επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους κλπ.). Ιδιαίτερα σε συνθήκες παρατεταμένης και βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, σε συνθήκες οξύτατου ενδοκλαδικού και διακλαδικού ανταγωνισμού, είναι λογικό και εργοστάσια να κλείνουν και να χρεοκοπούν. Οσοι καπιταλιστές μεγαλομέτοχοι επιχειρήσεων μπορούν, αλλάζουν κλάδο τοποθέτησης των κεφαλαίων τους ή μεταφέρουν την παραγωγή σε χώρες του εξωτερικού (Βαλκάνια, Κίνα).
Αυτή η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, ως απαραίτητο μέσο εξόδου από την κρίση εντός του καπιταλισμού, αποτελεί ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα για τον παρασιτικό χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ετσι και η ΒΙΟ.ΜΕ. δεν έκλεισε από την ανικανότητα και την αναλγησία της πρώην εργοδοσίας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί πράγματι να «έπεσαν έξω» κάποιες επενδυτικές επιλογές των πρώην ιδιοκτητών (π.χ. επένδυση σταθερού κεφαλαίου το 2008 στη μητρική). Αυτά όμως είναι «μέσα στο παιχνίδι» του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού. Αποτελούν έκφραση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού όπου, παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, οι (περισσότεροι ή λιγότεροι) ιδιοκτήτες είναι αυτοί που αποφασίζουν για το τι και πώς θα παραχθεί και όχι η κοινωνία ως ενιαίο σύνολο. Ετσι σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό ή οποιοδήποτε άλλο εργοστάσιο έκλεισε λόγω αυτών των λαθεμένων επιλογών. Το εργοστάσιο έκλεισε βασικά γιατί δεν άντεξε στις νέες συνθήκες της κρίσης, του οξυμένου καπιταλιστικού ανταγωνισμού, της παρατεταμένης κρίσης στον κλάδο των κατασκευών, της πτώσης της ανταγωνιστικότητας σε τμήματα της ελληνικής μεταποίησης.
Υπάρχει βέβαια και το δεύτερο ενδεχόμενο, αυτό της «επιτυχίας» αντίστοιχων εγχειρημάτων στο πλαίσιο μιας κρατικής προστατευτικής πολιτικής απέναντι σε συγκεκριμένους συνεταιρισμούς, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας». Υπάρχει το ενδεχόμενο της εξασφάλισης κάποιας χρηματοδότησης, της εξασφάλισης προμήθειας πρώτων υλών26, κάποιας παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων. Και σ’ αυτήν την περίπτωση βέβαια η εταιρία θα υπόκειται στις καπιταλιστικές νομοτέλειες (πίεση για μισθούς επιπέδου Βαλκανίων, πιθανότητα να «χτυπηθεί» από την κρίση αργότερα, πιθανότητα να μην αντέξει στον ανταγωνισμό των άλλων επιχειρήσεων του κλάδου κλπ.).
Ετσι, αν και στις συγκεκριμένες συνθήκες της ΒΙΟ.ΜΕ., αλλά και της οικονομικής συγκυρίας, το ενδεχόμενο της επιτυχίας καθίσταται ακόμα πιο δύσκολο, ωστόσο δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί. Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδεικνύει τόσο η διεθνής όσο και η ελληνική πείρα, η συνεταιριστική επιχείρηση μπορεί να πετύχει μόνο στο βαθμό που προσαρμόζεται όλο και πιο επαρκώς στις αναγκαιότητες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και όχι φυσικά όταν «ξεπερνάει την κεφαλαιοκρατική παραγωγή» όπως ισχυρίζονται οι οπορτουνιστές.
Αυτή η προσαρμογή μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Ο πιο καθαρός τρόπος είναι οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις να εξελιχτούν αργά ή γρήγορα σε καθαρόαιμες μετοχικές επιχειρήσεις στις οποίες παύει να ισχύει η αρχή «ένας συνεταιρισμένος εργάτης - μία μετοχή - μία ψήφος». Ενα άλλο ενδεχόμενο είναι η συνεταιριστική επιχείρηση να διατηρήσει τη συνεταιριστική της μορφή, αλλά να λειτουργεί όλο και περισσότερο ως καθαρόαιμη μετοχική επιχείρηση. Αρκετές συνεταιριστικές επιχειρήσεις διατηρούν κατά βάση τη συνεταιριστική μορφή, νοθεύοντάς την όμως ποικιλοτρόπως σε μια σειρά τομείς (π.χ. πρόσληψη μη ιδιοκτητών-εργαζομένων, συμπράξεις με συμβατικές εταιρίες, εργολαβίες κλπ.). Ετσι, το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρίας δίνει τη δυνατότητα και σε μέλη-μετόχους που δεν είναι εργάτες της επιχείρησης να έχουν ένα μικρό ποσοστό μετοχών. Ταυτόχρονα ακόμα και το καθαρά συνεταιριστικό της τμήμα λειτουργεί όλο και περισσότερο σαν μια συμβατική μετοχική εταιρία. Τέτοιο παράδειγμα είναι το παράδειγμα της Μοντραγκόν στο οποίο αναφερθήκαμε. Αυτό που διαφαίνεται μάλιστα με βάση τις κατευθύνσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών είναι η θέληση και η προσπάθεια ν’ αυξηθεί το μερίδιο τέτοιου είδους συνεταιριστικών επιχειρήσεων στο σύνολο της οικονομίας στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης για το κοινωνικό κεφάλαιο.
Σε κάθε περίπτωση, η λεγόμενη επιτυχία αυτών των αυτοδιαχειριστικών εγχειρημάτων, η βιωσιμότητά τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο βαθμό που ανταποκρίνονται στους νόμους και τους κανόνες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΥΝΘΗΜΑΤΟΣ «ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ ΓΡΑΝΑΖΙ ΔΕΝ ΓΥΡΝΑ, ΕΡΓΑΤΗ ΜΠΟΡΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΑΦΕΝΤΙΚΑ»

Μια σειρά δυνάμεις, αλλά και εκπρόσωποι των εργαζομένων της ΒΙΟ.ΜΕ., εγκαλούν το ΚΚΕ για μη στήριξη του «αυτοδιαχειριστικού εγχειρήματος». Καταλογίζεται άμεσα ή έμμεσα στο ΚΚΕ παραπομπή της λύσης των προβλημάτων της εργατικής τάξης στο άγνωστο μέλλον της εργατικής εξουσίας, στη «δευτέρα παρουσία» του σοσιαλισμού. Υποστηρίζεται ότι το ΚΚΕ είναι επαναστατικό στα λόγια, αλλά συμβιβασμένο στην πράξη, ότι δε στηρίζει την εφαρμογή στην πράξη του συνθήματος «εργάτη, μπορείς χωρίς αφεντικά» (γι’ αυτό, ισχυρίζονται, δεν το πρότεινε και στους χαλυβουργούς). Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία τους, ένα «πείραμα αυτοδιαχείρισης» μπορεί να δείξει στην πράξη την ουσία του συνθήματος «εργάτη, μπορείς χωρίς αφεντικά», να δώσει κουράγιο, να λειτουργήσει ως φυτίλι για να πιστέψει η εργατική τάξη στη δύναμή της και στη δυνατότητα να οργανώσει την παραγωγή. Αντίθετα, λένε, το ΚΚΕ δε θέλει τον πραγματικό εργατικό έλεγχο, αλλά μια γραφειοκρατική, «από τα πάνω» κρατικοποίηση κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο του κεντρικού σχεδιασμού και του Κόμματος.
Το σύνθημα το οποίο ακούγεται στις συγκεντρώσεις του ταξικού εργατικού κινήματος και σηματοδότησε την ηρωική απεργία των χαλυβουργών της «Ελληνικής Χαλυβουργίας» είναι, όπως και όλα τα συνθήματα, αφαιρετικό. Η μεγάλη του σημασία έγκειται στο ότι δίνει την ουσία του καπιταλισμού και ιδιαίτερα του μονοπωλιακού: Την εμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο της εργατικής τάξης και το ρόλο της στην παραγωγή του πλούτου, τον παρασιτισμό της αστικής τάξης, των μεγαλομετόχων των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, του χρηματιστικού κεφαλαίου, που κερδίζουν το εισόδημά τους χωρίς να έχουν καμία σχέση με την παραγωγή, ούτε καν πλέον με τη διεύθυνσή της.
Το σύνθημα δε στρέφεται λοιπόν απλά ενάντια σε κάποιους εργοδότες-καπιταλιστές, αλλά σε ολόκληρη την αστική τάξη ως εκμεταλλεύτρια κοινωνική τάξη. Δεν καλεί σε κατάργηση του ενός αφεντικού για να μπουν στη θέση του πολλά μικρότερα αφεντικά. Δε διατυπώθηκε για να δημιουργήσει ελπίδες ή αυταπάτες στους εργάτες να γίνουν μικροαφεντικά, αλλά για να τους εμπνεύσει να καταργήσουν συνολικά την τάξη των αφεντικών.
Το σύνθημα λοιπόν δείχνει προς την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και όχι προς ένα συνεταιρισμό πολλών μικροϊδιοκτητών μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Δείχνει την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα η εργατική τάξη, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια της, μέσω του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού, να λειτουργήσει την οικονομία προς όφελός της για την κάλυψη των ολοένα διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Αν αντικαταστήσουμε την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, την προοπτική του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, με την ουτοπία μιας «απελευθέρωσης» μέσα στον καπιταλισμό, με την αστική τάξη στο τιμόνι της κρατικής εξουσίας, το σύνθημα χάνει το ριζοσπαστικό του περιεχόμενο, μετατρέπεται στο αντίθετό του: «Εργάτη, μπορείς να γίνεις συνεταιρισμένος ελεύθερος επαγγελματίας», δηλαδή «μικροκαπιταλιστής» που θ’ αγωνίζεται για την επιβίωσή του στην αγορά, στη ζούγκλα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Εργατικό έλεγχο, και όχι διαχείριση «αυτοδιαχειριζόμενων» εγκαταλελειμμένων εργοστασίων, μπορεί ν’ ασκήσει η εργατική τάξη ως τάξη όταν έχει πάρει την εξουσία στα χέρια της κι έχοντας κοινωνικοποιήσει τα μέσα παραγωγής, έχοντας ιδιοποιηθεί όλο τον πλούτο που η ίδια παράγει. Και ιδιοποίηση του πλούτου από την εργατική τάξη δε σημαίνει ότι το κάθε εργοστάσιο και το προϊόν που παράγει ανήκει στους δικούς του εργάτες. Η ομαδική ιδιοκτησία αποτελεί μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας και όχι κατάργησή της. Κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τα προϊόντα της σημαίνει ότι η κοινωνία στο σύνολό της αποφασίζει τι και πώς θα παραχθεί με βάση τις συνολικές της ανάγκες. Ετσι π.χ. ένα ψυγείο που παράγει ένας εργάτης στη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών δεν ανήκει στο συγκεκριμένο εργάτη, αλλά σε ολόκληρη την κοινωνία, η οποία θ’ αποφασίσει με βάση τις ανάγκες της πόσα και τι είδους ψυγεία χρειάζεται.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία η οικονομία είναι σχεδιασμένη στο σύνολό της και όχι μόνο στο πλαίσιο μιας μεμονωμένης επιχείρησης. Σκοπός της παραγωγής είναι η κάλυψη των αναγκών και όχι η επιβίωση στην αγορά, στον ανταγωνισμό. Η επιμέρους κοινωνικοποιημένη μονάδα-εργοστάσιο είναι οργανικό τμήμα του κλαδικού και περιφερειακού σχεδιασμού, δε λειτουργεί αυτόνομα με όρους αγοράς, δεν ανταγωνίζεται, αλλά συνδέεται μέσω του κεντρικού σχεδιασμού με τις ανάγκες όλης της κοινωνίας. Ο εργατικός έλεγχος ασκείται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας με βάση την παραγωγική μονάδα και ολοκληρώνεται στα ανώτερα όργανα της εργατικής εξουσίας. Η συμμετοχή, η κινητοποίηση της εργατικής τάξης είναι απαραίτητο στοιχείο αυτής της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, συμμετοχή και κινητοποίηση που ξεκινάει από τον αγώνα για την οργάνωση της ανατροπής του καπιταλισμού.
Αντικείμενο του εργατικού ελέγχου είναι η προσφορά του εργοστασίου με βάση τον καταμερισμό και το σχέδιο, η υλοποίηση των στόχων, η στάση των εργατών απέναντι στην εργασία και στα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής, η παραγωγικότητα και η εξασφάλιση ελεύθερου χρόνου, η ανάπτυξη νέων τεχνικών, η βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας και υγιεινής, ευρύτερα ζητήματα που απασχολούν την οικογένεια του εργάτη. Ακόμα η προσφορά της κολεκτίβας στη συλλογική υπεράσπιση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ζητήματα μόρφωσης, πολιτισμού, επιβράβευσης πρωτοπόρων εργατών, επανειδίκευσης και αλλαγής τεχνικού καταμερισμού, έλεγχος για την πορεία εξάλειψης των διαφορών πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας.
Τι σχέση έχουν άραγε τα παραπάνω με τη συνεταιριστική διαχείριση του εργοστασίου μέσα στον καπιταλισμό που έχει σαν άξονα την επιβίωση του μεμονωμένου εργοστασίου στον ανταγωνισμό, τη βιωσιμότητα της επιχείρησης μέσα στο καπιταλιστικό περιβάλλον; Στην πρώτη περίπτωση έχει ξεκινήσει η πορεία «προς το βασίλειο της ελευθερίας», προς την πλήρη κατάργηση των τάξεων και του κράτους, κάθε μορφής καταπίεσης. Στη δεύτερη ο εργάτης αγωνίζεται όπως-όπως να επιβιώσει (με ορισμένες εξαιρέσεις επιχειρήσεων), να διαχειριστεί τη φτώχια ή την ανεργία του.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Το ΚΚΕ, το ταξικό εργατικό κίνημα από την πρώτη στιγμή, όπως κάνει άλλωστε σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, βρέθηκε στο πλάι των απλήρωτων πρακτικά άνεργων και απολυμένων εργατών της ΒΙΟ.ΜΕ. Η έκφραση αλληλεγγύης, η διεκδίκηση των δεδουλευμένων, αποζημίωσης, έκτακτης οικονομικής βοήθειας, η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το συνολικό αγωνιστικό πλαίσιο για τους ανέργους είναι μορφές κι αιτήματα πάλης που βοηθούν, πέρα από την ανακούφιση και προστασία των απολυμένων και των οικογενειών τους, και στο να μην επικρατήσει η μοιρολατρία, ο φόβος.
Το ΚΚΕ ήταν και θα είναι σταθερός συμπαραστάτης και συναγωνιστής κάθε κομματιού της εργατικής τάξης που αγωνίζεται, ακόμα και τότε που οι κούφιες υποσχέσεις ανερχόμενων σωτήρων τύπου ΣΥΡΙΖΑ και οι ψευτοεπαναστατικές κορόνες θα έχουν αποσυρθεί στα παρασκήνια. Γι’ αυτό κι έχει το ιστορικό καθήκον και την υποχρέωση να μιλάει σταράτα στους εργαζομένους της ΒΙΟ.ΜΕ., συνολικά στην εργατική τάξη της πατρίδας μας, να προειδοποιεί για το πού οδηγεί η μια ή η άλλη μορφή αγώνα, ν’ ατσαλώνει το κίνημα με την πείρα του που έχει κατακτηθεί με αιματηρούς αγώνες.
Αυταπάτες, όπως αυτές που μετέφερε ο εκπρόσωπος των εργαζομένων της ΒΙΟ.ΜΕ. στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ότι μπορεί δήθεν η συγκεκριμένη πολιτική δύναμη «να γίνει κομμάτι ενός ονείρου για μια σύγχρονη αριστερή, εργατική εξουσία»27, θα στοιχίσουν ακριβά αργά ή γρήγορα. Το σύνθημα των εργαζομένων της ΒΙΟ.ΜΕ. «Δεν μπορείτε εσείς; Μπορούμε εμείς!», μπορεί να γίνει πράξη μόνο με την ανατροπή της αστικής εξουσίας, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τη σχεδιασμένη οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής, όχι στο επίπεδο της ξεχωριστής επιχείρησης, αλλά στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας.
Η κριτική του ΚΚΕ δεν επιδιώκει να βάλει στη γωνία τους εργάτες που προσπαθούν να λύσουν το ζήτημα επιβίωσής τους με ό,τι μέσα θεωρούν αυτοί -σωστά ή λαθεμένα- πιο πρόσφορα, αν και διατυπώνει ανοιχτά τη γνώμη του σε αυτούς, ακόμα κι αν διαφωνεί με τις επιλογές τους. Επιδιώκει να τους στηρίξει διαφωτίζοντάς τους, βοηθώντας τους να ξεπεράσουν ψευδαισθήσεις, αυταπάτες, να δουν το δάσος και όχι το δέντρο. Κυρίως να συνειδητοποιήσουν ότι το πρόβλημα δεν είναι στενά επιχειρησιακό, αλλά αφορά το σύνολο της εργατικής τάξης, γι’ αυτό διατυπώνει ανοιχτά τη γνώμη του, ακόμα και κριτικάρει επιλογές τους. Η κριτική του ΚΚΕ αποκαλύπτει τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες προσπαθούν να ντύσουν με κενή επαναστατική φρασεολογία και να προβάλουν ως επαναστατική κίνηση τις απέλπιδες προσπάθειες των εργατών για επιβίωση εντός του καπιταλισμού. Στρέφεται ενάντια σε όλους αυτούς τους οπαδούς της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και της «ελεύθερης αγοράς με κανόνες» που προσπαθούν -μέσω του εκθειασμού τέτοιων εγχειρημάτων- να κρατήσουν εντός του καπιταλιστικού πλαισίου το μυαλό και την καρδιά των θυμάτων της εκμετάλλευσης, να εμποδίσουν τη ριζοσπαστικοποίησή τους, να τους εντάξουν στα σενάρια αλλαγής της διαχείρισης του ίδιου απάνθρωπου συστήματος.
Με αφορμή και την περίπτωση της ΒΙΟ.ΜΕ., το ερώτημα που τίθεται είναι ανατροπή ή διαχείριση της εκμετάλλευσης και της βαρβαρότητας που αναπαράγει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής; Ανατροπή της εξουσίας των αστών, εργατική εξουσία και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ή απλά κυβερνητική εναλλαγή για την εφαρμογή ενός άλλου μίγματος διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Πρόκειται για εταιρία παραγωγής δομικών υλικών, θυγατρική της χρεοκοπημένης πλέον Φίλκεραμ - Johnson.
2. Ο πυρήνας της πολιτικής προώθησης της «κοινωνικής οικονομίας» αποσαφηνίστηκε στη διάσκεψη των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ τον Ιούνη του 1998. Περισσότερα για την «κοινωνική οικονομία» βλ. άρθρο Στέφανου Λουκά: «“Kοινωνική οικονομία”: Πολιτική καπιταλιστικής διαχείρισης με πολλαπλές επιδιώξεις», ΚΟΜΕΠ τ. 2/2004 και άρθρο Γρηγόρη Λιονή: «Για τις εξελίξεις στην “κοινωνική οικονομία”», ΚΟΜΕΠ τ. 5/2011.
3. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας αποτελεί το κυριότερο όργανο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (International Labour Organisation) η οποία με τη σειρά της αποτελεί εξειδικευμένη διακρατική οργάνωση που λειτουργεί στo πλαίσιo του ΟΗΕ.
4. Ψήφισμα 64/136 της 64ης Συνόδου της ΓΣ του ΟΗΕ, 18 Δεκέμβρη 2009.
5. Οργανο που σύμφωνα με την ιστοσελίδα του είναι θεσμικά επιφορτισμένο με την παροχή εμπειρογνωμοσύνης σε όλα τα μεγάλα θεσμικά όργανα της ΕΕ (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), εκδίδοντας επίσημες γνωμοδοτήσεις σχετικά με την προτεινόμενη κοινοτική νομοθεσία.
6. Γνωμοδότηση CCMI/093, Βρυξέλλες, 25 Απρίλη 2012.
7. Ενημερωτικό σημείωμα ΔΝΤ, 16 Αυγούστου 2010, SPN/10/10 με τίτλο «Επανασχεδιάζοντας το πλαίσιο του μελλοντικού χρηματοδοτικού συστήματος». Εκεί αναφέρεται: «Μπορεί επίσης να ευημερούν οι μικρότερες συνεταιριστικές εταιρίες ή οι οργανισμοί αμοιβαίας ασφάλισης. Οι τράπεζες αυτές, βασιζόμενες λιγότερο στις προσδοκίες των μετόχων, μπόρεσαν γενικά να αποφύγουν πολλά από τα λάθη που διέπραξαν τα μεγαλύτερα ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα. Μολονότι δε θεωρούνται πάντοτε τα πιο αποδοτικά, δυναμικά ή καινοτόμα ιδρύματα, σε πολλές χώρες καλύπτουν αξιόπιστα και με ασφάλεια πιστωτικές ανάγκες πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και πολλών νοικοκυριών».
8. Η Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρία αποτελεί νομική εταιρική μορφή που τέθηκε σε ισχύ από το 2006. Αυτός ο νομικός τίτλος αντιστοιχεί σε συνεταιριστικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (δηλαδή τα μέλη της ΕΕ, με εξαίρεση την Κροατία, συν την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία).
9. http://europa.eu/legislation_summaries/employment_and_social_policy/social_ dialogue/l26018_el.htm
10. Οι λεγόμενες Αρχές του Ροτσντέιλ αποτελούν ένα σύνολο βασικών αρχών για τη λειτουργία των συνεταιρισμών μέχρι τις μέρες μας. Ορίστηκαν για πρώτη φορά από την Rochdale Society of Equitable Pioneers στο Rochdale της Αγγλίας το 1844.
11. http://left.gr/news/al-tsipras-stoys-ergazomenoys-tis-eyvoias-kratiste-ta-ergostasia-anoihta
12. http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63789252
13. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 449-450.
14. Καρλ Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 31-32.
15. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Γ΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 555.
16. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «MECW», τ. 47, σελ. 389.
17. Β. Ι. Λένιν: «Για το συνεταιρισμό», «Απαντα», τ. 45, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 369.
18. Διεθνές Γραφείο Εργασίας, «Η Ανθεκτικότητα του Συνεταιριστικού Επιχειρηματικού Μοντέλου σε Περιόδους Κρίσης», σελ. 13.
19. Για τη Μόντραγκον π.χ. βλ. http://www.mondragon-corporation.com/language/en-US/ENG/Economic-Data/Most-relevant-data.aspx
20. Η Συνεργατική Εταιρία του Μοντραγκόν (Monndragon Cooperative Corporation) είναι ένα δίκτυο συνεταιριστικών επιχειρήσεων (βιομηχανικών, αγροτικών, λιανικής πώλησης, πιστωτικών) που ιδρύθηκε στην πόλη Μοντραγκόν το 1956. Σήμερα αποτελεί την 7η σε μέγεθος ισπανική εταιρία με κριτήριο την ταχύτητα κυκλοφορίας ενεργητικού, ενώ είναι η ηγετική επιχείρηση στη Χώρα των Βάσκων. Στα τέλη του 2012 απασχολούσε 83.321 εργαζόμενους σε 256 εταιρίες, από τις οποίες οι μισές σχεδόν είναι συνεταιριστικές. Σύμφωνα με τη Μοντραγκόν, περίπου το 1/3 του συνόλου των εργαζομένων (και το 85% των βιομηχανικών εργατών της αντίστοιχα) είναι σήμερα ταυτόχρονα και μέλη της (η μείωση του ποσοστού των εργαζόμενων μελών οφείλεται σύμφωνα με την εταιρία στην απότομη αύξηση -τετραπλασιασμό- των εργαζομένων την τελευταία 15ετία, ενώ προβλέπεται ότι μετά από την έλευση της επόμενης τριετίας το 75% περίπου των εργαζομένων θα είναι ταυτόχρονα και μέλη). Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις του δικτύου της Μοντραγκόν δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία, την πίστη, τη λιανική και την εκπαίδευση. Περισσότερα για τη Μοντραγκόν βλ. στο άρθρο των Παναγιώτας Νάκου και Γεώργιου Σταμπουλή: «Η ανάπτυξη των συνεταιρισμών ως χωρικά ενσωματωμένη επιχειρηματική καινοτομία: Το παράδειγμα του Modragon Cooperative Corporation (MCC)» από το οποίο έχουν αντληθεί και κάποια από τα στοιχεία.
21. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταλλεργάτης-τορναδόρος έπαιρνε μισθό 1.200 δολάρια προ κρίσης το 2001 (ντοκιμαντέρ «The Take» των Naomi Klein και Avi Lewis), ενώ μετά από μια μακριά περίοδο ανεργίας με ομάδα συναδέλφων του επαναλειτούργησαν το κλειστό εργοστάσιο με τη σύμφωνη γνώμη του περιφερειακού κοινοβουλίου του Μπουένος Αϊρες και την εκδίκαση της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο, αρχικά χωρίς μισθό και κλείνοντας συμβόλαια για φασόν παραγωγή (ο πελάτης τους έδινε την πρώτη ύλη και τους προπλήρωνε). Το 2011 σε κατειλημμένο εργοστάσιο παραγωγής συσκευασιών αλουμινίου, σύμφωνα με εκπρόσωπο των εργαζομένων, οι εργάτες πληρώνονται 500-600 δολάρια, όχι απλά τα μισά από αυτά που έπαιρνε ο τορναδόρος προ κρίσης αλλά, σε επίπεδο πραγματικού και όχι ονομαστικού μισθού, πολύ λιγότερα λόγω πληθωρισμού (ντοκιμαντέρ Εξάντας: Το πείραμα της Αργεντινής 2011).
22. Βλ. http://en.wikipedia.org/wiki/Worker_cooperative
23. Ετσι στη Μοντραγκόν «Ο Διευθύνων Σύμβουλος και οι Διευθυντές Μονάδων αποτελούν το Διοικητικό Συμβούλιο (Management Council), αρμόδιο για την τρέχουσα και καθημερινή διαχείριση της επιχείρησης» (βλ. Παναγιώτας Νάκου και Γεώργιου Σταμπούλη: «Η ανάπτυξη των συνεταιρισμών ως χωρικά ενσωματωμένη επιχειρηματική καινοτομία: Το παράδειγμα του Modragon Cooperative Corporation (MCC)».
24. Παρά τις σχετικές επαφές με το fund «The Working World» (το οποίο έχει ιδρυθεί από πρώην στέλεχος της Wall Street που «είδε το φως του»).
25. Σε πολλά αντίστοιχα εγχειρήματα οι πρώην εργαζόμενοι φορτώθηκαν και τα αντίστοιχα χρέη με καταστρεπτικά αποτελέσματα γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους (τέτοιο είναι και εργοστάσιο στη Σερβία με το οποίο έχει σχέση το σωματείο της ΒΙΟ.ΜΕ.).
26. Ηδη οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ. έχουν βολιδοσκοπήσει τον προηγούμενο βασικό προμηθευτή πρώτων υλών της ΒΙΟ.ΜΕ., τον ΤΙΤΑΝΑ, διευθυντικό στέλεχος του οποίου δήλωσε ότι ο ΤΙΤΑΝΑΣ δεν έχει πρόβλημα να συνεχίσει τη συνεργασία με τη ΒΙΟ.ΜΕ.

27. http://www.avgi.gr/article/608858/ergati-mporeis-xorias-afentika-

TOP READ