24 Νοε 2015

Ξαφνικά η Ευρώπη σε πόλεμο

Ξαφνικά η Ευρώπη σε πόλεμο

Και ξαφνικά η Ευρώπη βρέθηκε σε πόλεμο. Σε αντίθεση με προηγούμενους πολέμους που γνώρισε η πλέον πολεμοχαρής ήπειρος στην απώτερη ή την πρόσφατη ιστορία της, τα εξωτερικά γνωρίσματα αυτού του πολέμου δεν ήσαν αυτονόητα διακριτά.
Δεν υπήρξαν ουρές σε στρατολογικά γραφεία, δεν έσπευσαν οι άνθρωποι να κάνουν προμήθειες για τις δύσκολες ημέρες που θα έρχονταν, δεν επιβλήθηκε συσκότιση στις πόλεις, δεν έσπευσαν χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι προς τα απειλούμενα σύνορα. Και όμως, μας διαβεβαίωσε σύμπασα η πολιτική ελίτ της Γαλλίας, ο κύριος Ολάντ φυσικά, ότι η χώρα τους βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και θα παραμείνει σε αυτή ώς το τέλος του ερχόμενου Φεβρουαρίου τουλάχιστον.
Οι πρώτες μάχες του νέου αυτού πολέμου υπήρξαν καταιγιστικές. Ολόκληρη η Γαλλία «έζησε» -μέσα από τις οθόνες- την επική αναμέτρηση 800 πάνοπλων πολεμιστών της ενάντια σε δύο ή τρία παιδιά εθισμένα στην ιδέα του θανάτου: του δικού τους μαρτυρικού θανάτου πρώτιστα, εκείνου των θεωρούμενων «απίστων» ακολούθως.
Ο δικός τους εφηβικός πόλεμος, εκτός από τις «σέλφι», εμπεριέχει πάντοτε το στοιχείο της αυτοκτονίας. Εναντίον τους πάντως εκστράτευσε το άνθος του γαλλικού στρατού. Οχι φυσικά οι 7.000 επίλεκτοι των γαλλικών ειδικών δυνάμεων -και της Λεγεώνας- που είναι αφοσιωμένοι στο έργο της εκθεμελίωσης κοινωνιών και ανθρώπων στην υποσαχάρια Αφρική.
Από τους εναπομείναντες εκστράτευσαν μονάδες αλεξιπτωτιστών του ναυτικού, τα τεθωρακισμένα του 12ου συντάγματος θωρακοφόρων του «ιππικού», το 40ό σύνταγμα πυροβολικού και 15 άλλες μονάδες εξίσου εκλεκτές και ετοιμοπόλεμες.
Το άνθος του γαλλικού στρατού κατευθύνθηκε στο Παρίσι όπου μαινόταν η μάχη του Σεν Ντενί... Στο μεταξύ η γαλλική αεροπορία ζήτησε και πήρε και αυτή σειρά στους βομβαρδισμούς της Ντάκα στη Συρία όπου εναλλάσσονται Ρώσοι και Αμερικανοί στο κοινό έργο της ισοπέδωσης μιας από καιρό ισοπεδωμένης πόλης.
Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές πνευματικές ελίτ στρατεύτηκαν -όπως σε κάθε πόλεμο αρμόζει- στην ιδεολογική κάλυψη του νέου πολέμου. Μέρος των απόψεών τους είχε την ευγενή καλοσύνη να μας μεταφέρει στην ελληνική μας γλώσσα ο ασήμαντος μεν πολιτικός, αλλά δεινός (μετα)φορέας των κυρίαρχων στις δυτικές μητροπόλεις απόψεων, κ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος.
Σε άρθρο του στο Capital.gr που φέρει τον δυσοίωνο τίτλο «Από μια τριχιά [εννοεί προφανώς τρίχα] κρέμεται η επιβίωση της Δύσης», «συνομιλεί» με «σοφό μουσουλμάνο» στο πλαίσιο της ενασχόλησης του Ελληνα δημοσιολόγου με το Αζερμπαϊτζάν – όπου λόγω πετρελαίων και αερίων σχεδιάζονται μπίζνες.
Ο σοφός λοιπόν αυτός μουσουλμάνος αποκαλύπτει στον δυτικό συνομιλητή του την έκταση της μουσουλμανικής συνωμοσίας που εκτυλίσσεται ενάντια στη χριστιανική (ίσως και καπιταλιστική – δεν το προσδιορίζει αυτό ο κ. Ανδριανόπουλος) Ευρώπη. Η συνωμοσία αυτή μάλιστα δεν φαίνεται καθόλου μυστική, καθώς αναλύεται λεπτομερώς σε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του κόσμου μας: στο Κοράνι.
Οπωσδήποτε οι σχέσεις του κ. Ανδριανόπουλου με το ιερό βιβλίο δεν φαίνεται να είναι οι καλύτερες και ως εκ τούτου ο μυθιστορηματικός συνομιλητής του -«σοφός Αζέρος»- υποπίπτει σε μύρια όσα πραγματολογικά λάθη και λογικά ολισθήματα.
Ο καπιταλισμός, στην εποχή της πτώσης του, παράγει φανατισμό και μίσος, υλικά απόλυτα ακατάλληλα για την παιδεία, τη γνώση και συνακόλουθα την προσέγγιση και την κατανόηση του διαφορετικού. Ετσι λοιπόν, η εμβληματική πορεία του Μωάμεθ από τη Μέκκα προς τη Μεδίνα το 622, η Εγίρα, που σηματοδοτεί την έναρξη του ισλαμικού θρησκευτικού χρόνου, θεωρείται από τον κ. Ανδριανόπουλο απαρχή συνωμοσίας. Την ορίζει μάλιστα με το ξενικό Al Hijra -αντί του πολύ γνωστού «Εγίρα»- ώστε ο αναγνώστης του να υποθέσει ότι κρύβεται κάτι το μυστηριώδες πίσω από τις -κατά τα άλλα γνωστές- λέξεις.
Να σημειώσουμε εδώ ότι όλες οι θρησκείες και, ιδιαίτερα, οι πλέον «πολιτικές» από αυτές, οι μονοθεϊστικές, θεμελιώνουν τον χρόνο τους πάνω σε ένα ταξίδι, σε μια «μετακίνηση». Αυτό συμβολίζει την έναρξη της πολιτικής λειτουργίας του θρησκευτικού λόγου, την έναρξη δηλαδή του προσηλυτισμού, την αρχή της δημιουργίας της κοινωνίας των πιστών, του επίγειου βασιλείου που θα έλεγαν οι χριστιανοί, εκείνου που αποτελεί πύλη εισόδου στο Βασίλειο των Ουρανών.
Το να ερμηνεύεται λοιπόν η Εγίρα ως απαρχή συνωμοσίας για την άλωση εκ των έσω του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου αυτό μόνο ένας φανατικός θα μπορούσε να το σκεφτεί. Φανατικός του οποίου οι γνώσεις φτάνουν ώς εκεί που φτάνουν τα τρέχοντα συμφέροντα του καπιταλισμού: στην ένταση της εκμετάλλευσης των ανθρώπων, στον προσδιορισμό των «κατώτερων», άρα εκμεταλλεύσιμων, στο συνακόλουθο μίσος, τον πόλεμο, τον θάνατο. Τον κ. Ανδριανόπουλο και τους ομοίους του εννοώ.
Εχουν περάσει περισσότερα από εκατό χρόνια από την εμφάνιση των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών. Επρόκειτο για έναν αχταρμά ιδεοληψιών αλιευμένων από λαϊκά μυθιστορήματα της εποχής και συναρμολογημένων άτεχνα από τη μυστική αστυνομία του τσάρου.
Επρόκειτο για ένα κακό παραμύθι που στόχευε στην καλλιέργεια μίσους για τους Εβραίους της τότε Ευρώπης και για το σοσιαλιστικό, το εργατικό κίνημα. Εκαναν λάθος όσοι το θεώρησαν τότε κακόγουστο αστείο. Το κείμενο αυτό έγινε λάβαρο μίσους και έντυσε τις τερατογενέσεις που ακολούθησαν: τον ναζισμό, τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, τους 90.000.000 νεκρούς των παγκόσμιων πολέμων, το Ολοκαύτωμα.
Τα Πρωτόκολλα ήταν ευρωπαϊκό προϊόν και το χρησιμοποίησε ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός ώς τις έσχατες συνέπειές του. Προφανώς η δική μας εποχή έχει ανάγκη από παρόμοια λάβαρα μίσους. Ο κ. Ολάντ «σε πόλεμο» δίνει τον τόνο, οι αυλοκόλακες αμαθείς σπεύδουν να ντύσουν τις πολιτικές προθέσεις με ιδεολογήματα μίσους και θανάτου.
*καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

Η υπουργός των βιομηχάνων δε θέλει πορείες
«...για να 'ρθει η ανάπτυξη, δεν έρχεται ούτε με πορείες, ούτε με επαναστατικές ιδέες ... αυτές οι πορείες οδηγούν εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου, σε περαιτέρω συρρίκνωση του ΑΕΠ...»! Τάδε έφη Θεοδώρα Τζάκρη, υφυπουργός Βιομηχανίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, προχτές στον τηλεοπτικό σταθμό ΜΕΓΚΑ.
Οπως αντιλαμβάνεται ο καθένας, η κυβέρνηση πάει απ' το ...καλό στο καλύτερο στις εξετάσεις που δίνει στους καπιταλιστές και με στόχο να ξεπεράσει όλους τους προκατόχους της στην αστική διαχείριση. Παρότι η Τζάκρη δεν ...ολοκλήρωσε, είναι προφανές ότι υπέδειξε «αυτές τις πορείες», που έχουν, δηλαδή, ...επαναστατικές ιδέες, για να τις διαχωρίσει απ' τις «άλλες πορείες», αυτές στις οποίες καλεί η κυβέρνηση, πασχίζοντας να κάνει το λαό κλακαδόρο των δημίων του.

Η «κοινωνική πολιτική» της κυβέρνησης
Μια ματιά στον προϋπολογισμό για το 2016 που κατέθεσε η κυβέρνηση, είναι αποκαλυπτική για τα μέτρα που θα φορτωθούν στο λαό. Ο τρόπος που αποτυπώνεται το κόστος των αιματηρών μέτρων σε βάρος των εργαζομένων, των συνταξιούχων, γενικά των λαϊκών οικογενειών, είναι αποκαλυπτικός. Αλιεύσαμε, όμως, ένα ενδιαφέρον στοιχείο που δείχνει τι συμβαίνει με την πολυδιαφημιζόμενη «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης». Στην ενότητα «Δημοσιονομικές Παρεμβάσεις της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης για τα έτη 2015 - 2016» υπάρχει ένας πίνακας με τίτλο «Εισφορές και λοιπές παροχές Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης», που δείχνει ότι για το 2016 θα δώσουν συνολικά 62 εκατ. ευρώ ως «επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης προς ανασφάλιστους υπερήλικες».
Ομως, στον ίδιο πίνακα δείχνει και από πού θα τα βρουν. Τα 62 εκατ. ευρώ, λοιπόν, θα τα πάρουν από: την αύξηση εισφοράς υγείας στις κύριες συντάξεις ύψους 352,5 εκατ. ευρώ, την επιβολή εισφοράς υγείας 6% στις επικουρικές 178 εκατ. ευρώ, μείωση των εφάπαξ από την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης 77,9 εκατ. ευρώ, αύξηση των εισφορών ασφαλισμένων στον ΟΓΑ 102 εκατ. ευρώ, μείωση δικαιούχων παροχής ΕΚΑΣ 223 εκατ. ευρώ. Το άθροισμα, βέβαια, απ' όσα θα πάρουν από ασφαλισμένους και συνταξιούχους από τα παραπάνω ξεπερνά το 1,1 δισ. ευρώ! Αυτή είναι η πολιτική τους. Παίρνουν από τον ένα φτωχό δέκα για να δώσουν στον πιο φτωχό ένα...

Χτύπημα στο Ασφαλιστικό
Στη μοίρα της εγκαταλείπει χρόνο με το χρόνο την Κοινωνική Ασφάλιση το αστικό κράτος. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά η υποχρηματοδότηση των Ταμείων παραμένει διαχρονική αξία. Ετσι, ο κρατικός προϋπολογισμός του 2016 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει και επιδεινώνει παραπέρα την κρατική χρηματοδότηση στην Ασφάλιση. Συγκεκριμένα, σε σχέση με φέτος είναι μειωμένος κατά 458 εκατομμύρια ευρώ και διαμορφώνεται στα 9,496 δισ. ευρώ από 9,954 δισ. φέτος. Η λεγόμενη τριμερής χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης αποδεικνύεται μύθος, αφού η συμμετοχή του κράτους στα συνολικά έσοδα των Ταμείων έχει περιοριστεί στο 26,92%! Δηλαδή, μόνο 1 στα 4 ευρώ προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και όταν ακόμα και αυτά που δίνει το Δημόσιο τα μαζεύει από τα λαϊκά στρώματα με φόρους και χαρτόσημα υπέρ της Κοινωνικής Ασφάλισης. Ακόμα χειρότερη είναι η συμβολή του κράτους στη στήριξη του ΕΟΠΥΥ - του ασφαλιστικού οργανισμού που αφορά στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ασφαλισμένων - όπου η συμμετοχή του περιορίζεται στο 10% των εσόδων του, μόλις σε 526 εκατομμύρια ευρώ στα 5,517 δισ. ευρώ έσοδα του Οργανισμού. Την ίδια ώρα, οι ασφαλιστικές εισφορές εργαζόμενων και συνταξιούχων θα ανέλθουν στα 4,37 δισ. ευρώ! Αυτή είναι η πραγματική στήριξη του αστικού κράτους στην Κοινωνική Ασφάλιση, καταρρίπτοντας τους μύθους περί υπέρμετρης επιβάρυνσης ασφαλισμένων και συνταξιούχων στα δημοσιονομικά της χώρας. Αντίθετα, αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι ο κρατικός προϋπολογισμός είναι όπλο στα χέρια του αστικού κράτους για αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου υπέρ του κεφαλαίου.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

   Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

ΗΤΑΝ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ;

Οι οπαδοί της «θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού» ισχυρίζονται ότι το κράτος ήταν ενιαίος καπιταλιστής και η εργατική δύναμη εμπόρευμα. Την εργατική δύναμη την αγοράζουν με ένα στόχο - να εξάγουν από αυτήν υπεραξία. Ομως πώς είναι δυνατόν να εξαχθεί υπεραξία, εάν μοναδικός αγοραστής για το κράτος είναι οι ίδιοι οι εργάτες και υπάλληλοί του; Φανταστείτε ότι ο καπιταλιστής πουλάει την παραγωγή του μόνο στους εργαζόμενους της επιχείρησής του. Θα πάρει πολλά από αυτούς; Μόνο αυτά που ο ίδιος τους πλήρωσε. Φανταστείτε ότι το σοβιετικό κράτος πλήρωσε μισθούς σε όλους τους εργάτες και υπαλλήλους του, μέχρι και τον Γενικό Γραμματέα, ας πούμε 100 ρούβλια. Και μετά το κράτος προσπαθεί να πουλήσει στους ίδιους εργάτες και υπάλληλους αντικείμενα κατανάλωσης. Λοιπόν θα βγάλει πολλά το κράτος με αυτόν τον τρόπο; Ούτε τα 100 ρούβλια δε θα πάρει.
Για να γίνει κατανοητό το τι συνέβαινε εδώ στην πραγματικότητα, είναι ενδιαφέρον να δούμε από πού παιρνόταν γενικά ο μισθός στη σοβιετική κοινωνία. Το κονδύλι μισθοδοσίας διαμορφωνόταν συγκεντρωτικά από τα όργανα σχεδιοποίησης, με αφετηρία τη συνολική τιμή των προϊόντων που προορίζονταν για ατομική κατανάλωση. Μετά κατέβαζαν το ντοκουμέντο για τους μισθούς στα κλαδικά υπουργεία, εκείνα με τη σειρά τους στις επιχειρήσεις και έτσι μέχρι την παραγωγική ομάδα και τον ξεχωριστό εργάτη. Η «κερδοφορία» ή «μη κερδοφορία» της επιχείρησης δεν επηρέαζε με κανέναν τρόπο το μισθό. Τα «λογιστικά χρήματα» που υπήρχαν στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων δεν επιτρεπόταν να μεταφερθούν στο κονδύλι μισθοδοσίας. Υπήρχε ένα σύστημα άμεσα κοινωνικής κατανομής των προϊόντων. Οπου τα χρήματα ήδη δεν ήταν χρήματα, αλλά εργασιακές αποδείξεις του δικαιώματος απολαβής ενός μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Στη δεδομένη περίπτωση ο μισθός είναι μια μορφή κατανομής σύμφωνα με την εργασία και δεν έχει τίποτα κοινό με το μισθό ως χρηματική μορφή της αξίας της εργατικής δύναμης. Δυστυχώς, αυτές οι αποδείξεις ήταν πολλών χρήσεων, πράγμα που σε ορισμένες πράξεις, τέτιες όπως η συσσώρευση, η αγορά συναλλάγματος στη μαύρη αγορά, μπορούσε να τις μετατρέψει σε χρήμα. Στην εποχή μας θα άξιζε να τις αλλάξουμε με πλαστικές κάρτες, στις οποίες θα αναγραφόταν το δικαίωμα απολαβής μέρους του κοινωνικού προϊόντος.
«Τα χρηματικά έσοδα του πληθυσμού, όπως αυτό φαίνεται από τις πηγές δημιουργίας τους που απαριθμήθηκαν, στο συντριπτικό τους μέρος δημιουργούνται ως αποτέλεσμα σχεδιοποιημένων ενεργειών της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τα όργανα σχεδιοποίησης καθορίζουν το γενικό κονδύλι μισθοδοσίας, που πληρώνεται στους εργάτες και υπαλλήλους στους παραγωγικούς και μη παραγωγικούς οργανισμούς. Με τη σχεδιοποίηση των αποθεμάτων αγροτικών προϊόντων και των τιμών τους προκαθορίζεται το ύψος των εσόδων των κολχόζνικων, που καταβάλλονται από τα κολχόζ… Η σοσιαλιστική κοινωνία παίρνει μέτρα στην κατεύθυνση, ώστε η δημιουργία και η πραγματοποίηση των εσόδων του πληθυσμού να μην προκαλέσουν γενική εξύψωση της ενεργού ζήτησης πάνω από την προσφορά»[1].
Με παρόμοιο τρόπο περιγράφει το σύστημα κατανομής στην ΕΣΣΔ και ο Α. Ζηνόβιεφ:
«Εστω ότι υπάρχει κάποια κατηγορία αντικειμένων κατανάλωσης, που μπορεί να θεωρείται βασική (ψωμί, γάλα, βούτυρο, αλάτι, σαπούνι, σχολικά τετράδια κλπ.). Εστω ότι ο μηνιαίος μισθός της βασικής κατηγορίας των πολιτών ανέρχεται στα 200 ρούβλια (ο «μέσος» μισθός). Οι τιμές στα προϊόντα που αναφέρθηκαν καθορίζονται από το κράτος ανεξάρτητα από τον ανταγωνισμό (ο οποίος δεν υπάρχει) των εταιριών παραγωγής και από τη γενική κατάσταση στην «αγορά», η οποία επίσης δεν υπάρχει, αλλά σε εξάρτηση από τη δυνατότητα των πολιτών να τα αποκτούν στα πλαίσια του μισθού που αναφέρθηκε… Ως αποτέλεσμα είναι πιθανή και στην πραγματικότητα έχει θέση μια τέτια κατάσταση πραγμάτων, που για την παραγωγή αυτών των αντικειμένων κατανάλωσης ξοδεύονται περισσότερα μέσα, από όσα εισπράττονται ως αποτέλεσμα της πώλησής τους»[2].
Τα όργανα σχεδιοποίησης έλεγχαν την ποσότητα των «χρημάτων», που βρισκόταν στα χέρια του πληθυσμού και, ξεκινώντας από αυτό, καθόριζαν τις τιμές. Στόχος ήταν να εξισορροπηθεί το προϊόν και η απόδειξη για την απόκτησή του, ώστε στην κοινωνία να μην υπάρχουν αποδείξεις που δεν καλύπτονται από προϊόν. Ενα τέτιο σύστημα κατ’ αρχήν απέκλειε τις κρίσεις υπερπαραγωγής και εγγυόταν την κατανάλωση όλου του προϊόντος που είχε παραχθεί. Η τιμή εδώ δεν ήταν χρηματική έκφραση της αξίας, αλλά ήταν το όργανο με τη βοήθεια του οποίου κατένεμαν το κοινωνικό προϊόν.
«Στη Ρωσία, το συνολικό ποσό του πραγματικού μισθού και των αποδοχών καθοριζόταν ενωρίτερα αντίστοιχα με την ποσότητα των καταναλωτικών εμπορευμάτων, που είχε σχεδιαστεί να παραχθούν»[3]. Προσέξτε ότι ο μισθός του εργάτη δεν εξαρτιόταν από την κατάσταση της αγοράς ή από το αποτέλεσμα της δουλιάς της επιχείρησης, όπως αυτό συμβαίνει σε κάθε καπιταλισμό, αλλά από «την ποσότητα των καταναλωτικών εμπορευμάτων που είχε σχεδιαστεί να παραχθούν». (Τη λέξη «εμπορευμάτων» στη δεδομένη περίπτωση θα άξιζε να την βάλουμε σε εισαγωγικά, επειδή τα εμπορεύματα δεν κατανέμονται με τέτιον τρόπο). Τι είναι αυτό, εάν όχι μια προσπάθεια άμεσα κοινωνικής κατανομής των προϊόντων; Μέσω του κονδυλίου μισθοδοσίας κατένεμαν το συνολικό κοινωνικό προϊόν.
Στη σοβιετική οικονομία υπήρχαν δυο παραλλαγές «χρημάτων», τα μετρητά και τα «λογιστικά». Τα πρώτα προωθούνταν στον πληθυσμό για την απόκτηση προϊόντων ατομικής κατανάλωσης, με τη βοήθεια των δεύτερων οι επιχειρήσεις έκαναν τον τυπικό λογαριασμό μεταξύ τους. Αυτές οι δυο παραλλαγές «χρημάτων» δεν αναμιγνύονταν (μέχρι έναν ορισμένο χρόνο, τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να επιτρέπουν να μεταφέρεται μέρος των χρημάτων από το λογαριασμό της επιχείρησης στο κονδύλι ενθάρρυνσης, κινήτρων, πριμοδότησης των εργαζομένων, πράγμα που αμέσως σε συνθήκες ελέγχου των τιμών άρχισε να οδηγεί σε ακάλυπτη ζήτηση) και με κανέναν τρόπο δεν επηρέαζαν η μια την άλλη. Και η μια, και η άλλη δεν ήταν πια χρήματα. Το «οικονομικό» αποτέλεσμα της δουλιάς της επιχείρησης, δηλαδή η ύπαρξη σε αυτήν κέρδους («λογιστικού χρήματος»), όπως ειπώθηκε ήδη, δεν επηρέαζε με κανέναν τρόπο στην πληρωμή μετρητού «χρήματος» στους εργάτες αυτής της επιχείρησης. Το μετρητό «χρήμα» για τους εργάτες και τους υπαλλήλους δεν προερχόταν από την επιχείρηση, αλλά από τα κρατικά όργανα σχεδιοποίησης, μέσω του ενιαίου για όλη τη χώρα κονδυλίου μισθοδοσίας, που ήταν συνδεδεμένο με τη συνολική ποσότητα των προϊόντων, που προορίζονταν για ατομική κατανάλωση. Τα «λογιστικά χρήματα», που βρίσκονταν στο λογαριασμό της επιχείρησης, εξυπηρετούσαν μόνο τον τυπικό λογαριασμό μεταξύ των επιχειρήσεων και δεν είχαν καμία σχέση με το μισθό των εργατών. Πρακτικά υπήρχαν δύο ανεξάρτητα «χρηματικά» συστήματα: τα «λογιστικά χρήματα» και τα μετρητά.
Η σοβιετική επιχείρηση δεν μπορούσε να διαθέτει τα «λογιστικά χρήματα», όπως διαθέτει τα χρήματά της μια κανονική καπιταλιστική επιχείρηση. Με αυτά τα «χρήματα» δεν μπορούσε ούτε να αγοράζει ούτε να πουλάει ούτε να πληρώνει μισθούς: μπορούσε μόνο να τα μεταβιβάζει σύμφωνα με το κρατικό πλάνο. Η κίνηση αυτών των «χρημάτων» ελεγχόταν αυστηρά από την κρατική τράπεζα.
Σε ό,τι αφορά τα μετρητά «χρήματα», αυτά μπορούσαν να αντικατασταθούν πλήρως από αποδείξεις μιας χρήσης του δικαιώματος λήψης προϊόντος. Αυτά, κυριολεκτικά, και έπαιζαν το ρόλο τέτοιων αποδείξεων. Εκλαμβάνοντας τα μετρητά, που κυκλοφορούσαν στον πληθυσμό, για πραγματικά χρήματα, οι «κρατικοκαπιταλιστές» επαναλαμβάνουν το λάθος του κυρίου Ντύρινγκ με μια λίγο παραλλαγμένη μορφή. Ο κ. Ντύρινγκ θεωρούσε ότι στην «κομμούνα» διατηρούνται τα χρήματα, μη αντιλαμβανόμενος, ότι από αυτά παραμένει μόνο η εξωτερική εμφάνιση, ότι στην πραγματικότητα, μιλώντας με τα λόγια του Ενγκελς, «λειτουργούν όχι ως χρήματα, αλλά ως παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα». Οι «κρατικοκαπιταλιστές» επίσης δε δυσκολεύτηκαν να παρατηρήσουν πίσω από την εξωτερική εμφάνιση των χρημάτων, ότι τα τελευταία πρακτικά μετατράπηκαν σε «παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα». Ομως, σε διάκριση από τον Ντύρινγκ που θεώρησε ότι τα χρήματα παραμένουν και στην «κομμούνα», οι «κρατικοκαπιταλιστές» έφτασαν στο συμπέρασμα, ότι αφού υπήρχαν χρήματα, τότε καμιά «κομμούνα» δεν υπήρξε. Και οι «κρατικοκαπιταλιστές» και ο Ντύρινγκ δεν πρόσεξαν ότι τα χρήματα μπορούν, διατηρώντας την εξωτερική τους όψη, να εκπληρώνουν ήδη εντελώς διαφορετικές λειτουργίες, μπορούν να μετατραπούν σε «παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα». Ακριβώς τέτια «παραλλαγμένα εργασιακά σύμβολα» ήταν τα σοβιετικά μετρητά «χρήματα» τα οποία, θα θυμίσουμε ακόμα μια φορά, δεν είχαν καμία σχέση με τα χρήματα που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις επιχειρήσεις.
Το ότι τα «χρήματα» στην ΕΣΣΔ εκτελούσαν άλλη λειτουργία από ό,τι τα χρήματα στην καπιταλιστική οικονομία, το ανέφερε και ο Α. Ζηνόβιεφ: «Εδώ η βασική λειτουργία των χρημάτων είναι να αποτελούν μέτρο υπολογισμού της εργασίας, μέτρο επιβράβευσης για την εργασία, μέσο κατανομής των αγαθών, μέσο υπολογισμού και σχεδιοποίησης της δραστηριότητας των ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων. Σε αυτήν τη λειτουργία τα χρήματα είναι σήματα (σ.μ.: σύμβολα), που δεν προϋποθέτουν καμιά εξασφάλιση σε χρυσό, όπως αυτό ισχύει περίπου για το χρήμα στις λειτουργίες του, του μέτρου και του εκφραστή της αξίας. Ταυτόχρονα τα χρήματα σε σημαντικό βαθμό μπορούν να παραμείνουν κάτι το συμβολικό (για παράδειγμα στην περίπτωση των λογαριασμών, που γίνονται χωρίς μετρητά)»[4].
Στους «κρατικοκαπιταλιστές» αρέσει να συγκρίνουν τους σοβιετικούς εργάτες με τους εργάτες των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων (σ.μ.: ομίλων). Και απευθύνουν για αυτό το θέμα διάφορες πολύπλοκες, όπως τους φαίνεται, ερωτήσεις. Για παράδειγμα: «Τι είναι οι εργάτες των ομίλων επιχειρήσεων - ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής ή μισθωτοί εργαζόμενοι;». Εννοείται, ότι εάν στη σοβιετική επιχείρηση οι εργάτες δεν ήταν μισθωτοί εργαζόμενοι, τότε, μπορεί να τους πούμε, ότι και στην καπιταλιστική επιχείρηση το θέμα έχει επίσης έτσι. Να εδώ μας έπιασαν. Δε θα προλάβετε (σ.μ.: να το δείτε αυτό)!
Στην καπιταλιστική επιχείρηση ο εργάτης είναι μισθωτός εργαζόμενος, επειδή η εργατική του δύναμη ενώνεται με τα μέσα παραγωγής μέσω της αγοράς, όπου λειτουργούν άλλες επιχειρήσεις, φίρμες, εταιρίες κλπ. Ο εργάτης, πουλώντας την εργατική του δύναμη, εισέρχεται στις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Το προϊόν, που καταναλώνει για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης ο εργάτης της καπιταλιστικής επιχείρησης, είναι εμπόρευμα, επειδή το αγοράζει στην αγορά, όπου δρουν διάφοροι μεμονωμένοι παραγωγοί. Το προϊόν, που έχει παραχθεί από τον εργάτη, αποτελεί ιδιοκτησία της επιχείρησης, η οποία σύμφωνα με την προϋπόθεση ύπαρξής της πρέπει να το πουλάει στην αγορά. Εδώ συνεχώς λαμβάνει χώρα η διαδικασία αποξένωσης του προϊόντος, δηλαδή το πέρασμα από τον ένα ιδιοκτήτη στον άλλο.
Η ΕΣΣΔ όμως ήταν, στη ουσία, μια μεγάλη «φυσική οικονομία», όπου υπήρχε ένα συγκεντρωτικό σύστημα κατανομής των προϊόντων. Στην ΕΣΣΔ το προϊόν δεν αλλοτριωνόταν, επειδή δεν άλλαζε ιδιοκτήτη, δε μετέβαινε σε δεδομένη μορφή ιδιοκτησίας, μιλώντας χοντρικά, όλοι δούλευαν για το ένα μεγάλο καλάθι. «… Με τη μετατροπή της δραστηριότητας των ατόμων σε άμεσα καθολική ή κοινωνική, από τις εμπράγματες στιγμές της παραγωγής αίρεται αυτή η μορφή αποξένωσης»[5]. Η κάθε εργασία στην ΕΣΣΔ ήταν άμεσα κοινωνική εργασία, επειδή το κάθε προϊόν που είχε παραχθεί ήταν ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας. Κανείς υπάλληλος, διευθυντής ή άλλος εκπρόσωπος της σοβιετικής κομματικοοοικονομικής ελίτ δεν μπορούσε να ανακηρύξει τα προϊόντα που παράγονταν ή τα μέσα παραγωγής ιδιοκτησία του. Αυτοί μπορούσαν μόνο να εγγυηθούν κάποιο πλεονέκτημα κατά την κατανομή των αντικειμένων ατομικής κατανάλωσης.
Και ακόμα μια κάποια θεία Λιούσια από κάποιο μαγαζί τροφίμων, κρύβοντας παράνομα κάποιο σπάνιο προϊόν, ως προς το επίπεδο κατανάλωσης μπορούσε να ξεπεράσει και το μεγάλο κομματικό προϊστάμενο και το διευθυντή. Η ευημερία της θείας Λιούσιας στηριζόταν στο ότι μπορούσε να παρασιτεί με επιτυχία στο κοινωνικό σύστημα κατανομής. Σε κανέναν καπιταλισμό δε θα μπορούσε να εμφανιστεί μια παρόμοια θεία Λιούσια από το μαγαζί των τροφίμων, ακριβώς όπως και δε θα μπορούσαν να εμφανιστούν ελλείψεις που θα έβαζαν τη θεία Λιούσια σε προνομιακή θέση. Η θεία Λιούσια είναι αρρώστια της μεταβατικής περιόδου, όταν το σύστημα της άμεσα κοινωνικής κατανομής δεν έχει ακόμα ρυθμιστεί, όταν (σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ) τεράστια ποσότητα εργασίας δαπανάται στην άμυνα, στα κοινωνικά κονδύλια κατανάλωσης, πράγμα που στο συνολικό κοινωνικό προϊόν μειώνει το ποσοστό που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση.
Ακόμα και αν η «σχιζοφρένεια» στο ΚΚΣΕ έφτανε εκείνο το επίπεδο, που δίπλα στον «καθοδηγητικό και κατευθυντήριο ρόλο» του κόμματος γραφόταν ότι όλα τα μέσα παραγωγής αποτελούν ιδιοκτησία των αποσπασμένων (σ.μ.: από την παραγωγή) κομματικών υπαλλήλων, τότε και αυτό δε θα άλλαζε τίποτα. Τα μέσα παραγωγής εξίσου θα παρέμεναν στη άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία, επειδή κατά την απουσία της αγοράς στόχος της λειτουργίας τους μπορούσε να είναι μόνο η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Η συνένωση της εργατικής δύναμης με τα μέσα παραγωγής θα παρέμενε ευθεία (σ.μ.: άμεση), η κατανομή των προϊόντων θα μπορούσε επίσης να έχει μόνο άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα. Η παραγωγή χάριν του κέρδους είναι δυνατή μόνο κατά την παρουσία πλήθους ιδιοκτητών, που συναλλάσσονται ο ένας με τον άλλο στην αγορά.
Τα εισαγόμενα προϊόντα που καταναλώνονταν στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, επίσης δε μετατρέπονταν σε εμπορεύματα, μια και περνούσαν μέσα από το συγκεντροποιημένο σύστημα κατανομής. Το κράτος δεν μπορούσε να πουλήσει στο εσωτερικό της χώρας τα αγορασμένα στο εξωτερικό εμπορεύματα, μπορούσε μόνο να τα κατανείμει. Γιατί; Επειδή στο εσωτερικό της χώρας δεν υπήρχε πραγματικό χρήμα. Σημειώσαμε, ήδη, ότι το χρήμα στην πραγματικότητα μετατράπηκε σε εργασιακές αποδείξεις. Το κράτος αγόραζε εμπόρευμα στο εξωτερικό με πλήρες χρήμα - δολάρια ή άλλο συνάλλαγμα. Ενώ στο εσωτερικό το προϊόν κατανεμόταν με τα συνηθισμένα ρούβλια, τα οποία κανείς και πουθενά στο εξωτερικό δε θα δεχόταν για πληρωμή. Το κλασικό σχήμα Χ - Ε - Χ δε λειτουργούσε. Προέκυπτε Χ - Ε … Ηταν αδύνατον να μετατραπούν τα ρούβλια σε δολάρια, επειδή δεν ήταν χρήμα, αλλά ήταν εργασιακές αποδείξεις. Με αυτά τα ρούβλια δεν ήταν δυνατόν να αγοραστεί ούτε γη ούτε ένα αεροπλάνο ούτε ένα εργοστάσιο. Δεν υπήρχε ούτε αγορά συναλλάγματος ούτε χρηματιστήριο, όπου το ρούβλι θα μπορούσε να ανταλλαγεί με άλλο συνάλλαγμα. Στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ δεν υπήρχε χρήμα. Και οι «κρατικοκαπιταλιστές» όλο οραματίζονται εμπορευματοχρηματικές σχέσεις.
Το ίδιο αφορά και το εξωτερικό εμπόριο. Ούτε εδώ ήταν δυνατό να ληφθεί υπεραξία. Επειδή στο εξωτερικό πουλιόταν άμεσα κοινωνικό προϊόν, που δεν είχε παραχθεί από μισθωτό εργαζόμενο, αλλά από όλη την κοινωνία. Από το σχήμα Χ - Ε - Χ αυτή τη φορά χανόταν το πρώτο Χ. Προέκυπτε … - Ε - Χ. Για την παραγωγή προϊόντος στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ δεν χρησιμοποιούνταν αξίες, γι’ αυτό και το προϊόν της σοβιετικής κοινωνίας δεν αποτελούσε αξία. Η ΕΣΣΔ μπορούσε να δίνει εντελώς δωρεάν το μη καταναλωμένο στο εσωτερικό προϊόν, πράγμα που και έκανε συχνά. Σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ, αυτό πια δεν ήταν ανταλλαγή ανταλλακτικών αξιών, αλλά ανταλλαγή δραστηριοτήτων. Ομως αυτό μόνο σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ. Το εξαγόμενο από την ΕΣΣΔ προϊόν εμφανιζόταν ως εμπόρευμα μόνο σχετικά με την εξωτερική αγορά. Σχετικά με την ΕΣΣΔ δεν ήταν εμπόρευμα, αλλά εμφανιζόταν ως δραστηριότητα μεταβιβασμένη στο εξωτερικό.
Θα φέρουμε ένα κάπως ασυνήθιστο παράδειγμα. Θα φανταστούμε ότι στον πλανήτη γη νίκησε ο πλήρης κομμουνισμός. Ομως υπάρχει διαπλανητική αγορά, καπιταλιστικοί πλανήτες, γαλαξιακός χρυσός κλπ. Εάν οι γήινοι ασχοληθούν με την ανταλλαγή σε αυτήν την αγορά, αυτό δε σημαίνει ότι στη γη η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα. Για μας αυτή θα είναι ανταλλαγή δραστηριοτήτων, αν και σε σχέση με τη γαλαξιακή αγορά το προϊόν μας θα εμφανίζεται σαν εμπόρευμα.
Ακόμα στους «κρατικοκαπιταλιστές» αρέσει να μιλούν για τον καταμερισμό εργασίας στην ΕΣΣΔ, εξάγοντας από αυτό την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Συνάμα συγχέουν τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας με τον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας. Ο πρώτος είναι απαραίτητη προϋπόθεση της εμπορευματικής παραγωγής. Ο δεύτερος είναι φυσική κατάσταση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δεν οδηγεί στις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις κάθε καταμερισμός εργασίας, αλλά μόνο ο καταμερισμός εργασίας που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία. Στην «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» ο Μαρξ γράφει: «Ομως εάν δούλευαν σαν συλλογικοί ιδιοκτήτες, τότε δε θα είχε θέση η ανταλλαγή, αλλά η συλλογική κατανάλωση. Γι’ αυτό οι δαπάνες ανταλλαγής θα εξαλείφονταν. Θα εξαφανιζόταν όχι ο καταμερισμός εργασίας (γενικά), αλλά ο καταμερισμός εργασίας, που βασίζεται στην ανταλλαγή. Γι’ αυτό δεν είναι σωστή η θεώρηση του Τ. Σ. Μιλλ των εξόδων κυκλοφορίας σαν της απαραίτητης τιμής του καταμερισμού της εργασίας. Αυτά είναι έξοδα μόνο του αυθόρμητου καταμερισμού εργασίας, που δε βασίζεται στην κοινότητα της ιδιοκτησίας, αλλά στην ατομική ιδιοκτησία»[6]. Κατά τη σχεδιοποιημένη διαχείριση της οικονομίας (της παραγωγής και της κατανομής) η κάθε εργασία, συμπεριλαμβανομένου και του σκαψίματος χαντακιών, μετατρέπεται σε άμεσα κοινωνική, επειδή γίνεται σύμφωνα με το κοινωνικό πλάνο και για το κοινωνικό όφελος.
Το να εξαλειφθεί πλήρως ο καταμερισμός της εργασίας, ιδιαίτερα της πνευματικής και της χειρωνακτικής, είναι δυνατό μόνο στην πιο πλήρη ανάπτυξη του κομμουνισμού.
«Η οικονομική βάση για την ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους είναι μια τόσο υψηλή ανάπτυξη του κομμουνισμού, που εξαφανίζει την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία και συνεπώς εξαφανίζει μια από τις σπουδαιότερες πηγές της σύγχρονης κοινωνικής ανισότητας, και μάλιστα μια τέτια πηγή, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξαλειφθεί μεμιάς, με μόνο το πέρασμα των μέσων παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία, με μόνη την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών»[7].
Μιλώντας για το ρόλο των ειδικών στην εργασία, στο έργο: «Για το ρόλο και τα καθήκοντα των συνδικάτων», ο Λένιν σημείωνε ότι οι ειδικοί θα παραμείνουν ιδιαίτερο στρώμα «στο μέλλον μέχρι την επίτευξη του υψηλότερου σταδίου ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας». Η ΕΣΣΔ εκινείτο στην κατεύθυνση της κατάργησης του καταμερισμού εργασίας. Εκστρατείες στις βάσεις (σ.μ.: παραγωγής) λαχανικών και ταξίδια «για την πατάτα» για τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους εργαζόμενους της επιστήμης. Ποιοτική και ίση για όλα τα στρώματα της κοινωνίας σχολική εκπαίδευση. Προσπελασιμότητα των ΑΕΙ. Αναπτυγμένο σύστημα κινηματογράφων, θεάτρων, λεσχών κλπ. Η ΕΣΣΔ ήταν η χώρα που διάβαζε περισσότερο. Θυμηθείτε, το γραμματοκιβώτιο του κάθε εργάτη ξεχείλιζε από τα περιοδικά, στα οποία ήταν συνδρομητής.
Στην ΕΣΣΔ οι άνθρωποι απολάμβαναν ίσες προϋποθέσεις ανάπτυξης. Και αυτό είναι εκείνη η βάση, στην οποία στο μέλλον θα γίνει δυνατή η εξάλειψη της διαφοράς μεταξύ της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΛΧΟΖ

Θα εξετάσουμε λεπτομερέστερα πώς εκτυλίσσονταν οι σχέσεις μεταξύ του κράτους και των κολχόζ. Πιο πάνω δείχτηκε, ήδη, ότι τα κολχόζ λειτουργούσαν σύμφωνα με το κρατικό πλάνο. Πόσο και τι θα σπείρουν, με τι τιμή θα δώσουν την παραγωγή, το καθόριζε το κράτος.
Αλλωστε για μεγάλο διάστημα δε γινόταν καθόλου συζήτηση για τις τιμές αγοράς (σ.μ.: από το κράτος). Μεταξύ του κράτους και των κολχόζ πρακτικά απουσίαζαν οι «χρηματικές» σχέσεις (ακόμα και εκείνες οι τυπικές, που υπήρχαν μεταξύ των επιχειρήσεων της βιομηχανίας). Το κράτος μέσω των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών του (ΜΤΣ) παρείχε υπηρεσία στα κολχόζ, δηλαδή έσπερνε, όργωνε, μάζευε τη σοδειά. Για αυτά το κράτος έπαιρνε σημαντικό μέρος της παραγωγής. Αυτό ονομαζόταν φυσική πληρωμή. Ο,τι έμενε μετά τη φυσική πληρωμή μοιραζόταν στους κολχόζνικους σύμφωνα με τις εργατοημέρες. Τότε δεν πλήρωναν μισθό στους κολχόζνικους. Είναι γνωστό το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο στα κολχόζ ούτε που μετριόταν το κόστος παραγωγής. Το καθήκον ήταν μόνο να γίνει έγκαιρα η σπορά, η συλλογή και να παραδοθεί στο κράτος η προβλεπόμενη από το πλάνο παραγωγή.
Ουσιαστικά, στην αγορά μπορούσε να κατευθυνθεί μόνο ό,τι έμεινε στο κολχόζ και τους κολχόζνικους μετά τη φυσική πληρωμή. Αυτό ονομαζόταν περισσεύματα. Ακριβώς με την παρουσία αυτών των περισσευμάτων ο Ι. Στάλιν εξηγούσε την ύπαρξη στην ΕΣΣΔ «εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ιδιαίτερου είδους». «Για να εξυψώσουμε τη κολχόζνικη ιδιοκτησία μέχρι το επίπεδο της παλλαϊκής ιδιοκτησίας, πρέπει να αποσυνδέσουμε τα περισσεύματα της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και να τα εντάξουμε στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ της κρατικής βιομηχανίας και των κολχόζ. Εδώ βρίσκεται η ουσία»[8].
Η αγορά αυτών των περισσευμάτων ήταν πολύ μικρή. Τα κολχόζ μπορούσαν να πάρουν κάτι το ένα από το άλλο, ας πούμε, για τη συμπλήρωση του αποθέματος των σπόρων ή να πουλήσουν προϊόντα σε ιδιώτες. Δεν υπήρχαν άλλοι στους οποίους να πουλήσουν τα «περισσεύματα», λόγω του ότι η μεταποιητική βιομηχανία, τα καταστήματα έπαιρναν την αγροτική παραγωγή μέσω του κρατικού συστήματος κατανομής. Η αγορά (με λιανικό εμπόριο, ανταγωνισμό) αγροτικών προϊόντων στην ΕΣΣΔ απουσίαζε, σωστότερα, ήταν περιορισμένη στις αγορές των κολχόζ (σ.μ. λαϊκές αγορές, παζάρια) που ο τζίρος τους τις καλύτερες εποχές δεν ξεπερνούσε το 6% της αγροτικής παραγωγής. Το βασικό προϊόν της κολχόζνικης παραγωγής γινόταν παλλαϊκή ιδιοκτησία και κατανεμόταν συγκεντροποιημένα από τα όργανα σχεδιασμού.
Πρακτικά την αγροτική οικονομία την ασκούσε το κράτος. Οι κρατικοί ΜΤΣ έσπερναν, όργωναν, μάζευαν. Οι κρατικές επιχειρήσεις μεταποιούσαν. Το κράτος ασχολιόταν με την κατανομή του βασικού όγκου της αγροτικής παραγωγής. Το κράτος ακόμα διεύθυνε άμεσα τα κολχόζ. «Τα προβλήματα αύξησης της αγροτικής παραγωγής και η μεγέθυνση των καθηκόντων του πλάνου απαιτούσαν ώστε οι αγρότες να εργάζονται όσο το δυνατόν περισσότερο στα χωράφια των κολχόζ… Το Μάη του 1939 ψηφίστηκε απόφαση για την υποχρεωτική εκτέλεση ενός ελάχιστου εργατοημερών στα κολχόζ»[9].
Είναι γνωστό ότι η κολεκτιβοποίηση που τρόμαξε τους αγρότες οδήγησε στην πείνα των ετών 1932-1933. Ομως ήδη μέχρι το 1936 το μη εμπορευματικό σύστημα κατανομής των αγροτικών προϊόντων που δημιουργήθηκε έδειξε τη δυνατότητά του, ακόμα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, να τρέφει όλον τον πληθυσμό της χώρας. «Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι το 1936, λόγω των κλιματικών συνθηκών, τη χώρα την έπληξε κακή σοδειά… Η σοδειά δημητριακών που μαζεύτηκε (56 εκ. τόνοι) ήταν κατά μια τάξη μεγέθους μικρότερη ακόμα και από το «πεινασμένο» 1932 (67 εκ. τόνοι)… Ομως στη χώρα δεν υπήρξε μαζική πείνα. Η επίσημη προπαγάνδα το εξηγούσε με τη «θαυμάσια δουλειά των δουλευτών των κολχόζνικων χωραφιών, που προκάλεσε τη φύση». Ομως εδώ μπορούμε μάλλον να διακρίνουμε μια κάποια υπεροχή της σχεδιοποιημένης - κατανεμητικής οικονομίας που είχε δημιουργηθεί, που επέτρεψε να δημιουργηθούν αποθέματα σιτηρών, να κατανεμηθούν πιο συγκεντρωτικά και ισομερώς»[10].
Το 1958 οι ΜΤΣ παραδόθηκαν στα κολχόζ. Ομως και αυτό το εξαιρετικά αμφίβολο μέτρο δε μετέτρεψε τα κολχόζ σε ανταλλακτικά νοικοκυριά. Παρέμεναν, όπως και πριν, κρίκοι του ενιαίου συμπλέγματος της λαϊκής οικονομίας.
Η προσπάθεια σύγκρισης του σοβιετικού κολχόζ με ένα νοικοκυριό, που λειτουργεί σε συνθήκες καπιταλισμού, δεν αντέχει καμιά κριτική. Εκεί - ανταγωνισμός, αναρχία, κρίσεις υπερπαραγωγής, ανάγκη λήψης κέρδους, απειλή καταστροφής. Στην ΕΣΣΔ - αυστηρή σχεδιοποίηση, εγγύηση της «πώλησης» της παραγωγής και λήψης της απαραίτητης τεχνικής για την παραγωγή, αδύνατο των κρίσεων και της καταστροφής. Στην έκδοση «Ο αγροτικός τομέας των ΗΠΑ στο τέλος του 20ού αιώνα», που ετοιμάστηκε από το Ινστιτούτο ΗΠΑ και Καναδά, αναφέρονται οι εξής αριθμοί: στις ΗΠΑ από το 1950 έως το 1995 ο αριθμός των φαρμών μειώθηκε από 5.648 χιλιάδες στις 2.073 χιλιάδες. Στην ΕΣΣΔ από το 1929 έως το 1991 δε διαλύθηκε σύμφωνα με την αρχή της «μη κερδοφορίας» κανένα κολχόζ, όπως και δεν έκλεισε καμιά βιομηχανική επιχείρηση. Στην ΕΣΣΔ ακόμα δεν υπήρχε ο αναπόφευκτος κατά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής νόμος για τη χρεοκοπία, επειδή εθεωρείτο απολύτως τεκμηριωμένα ότι στην κοινωνική οικονομία δεν μπορούν να υπάρχουν χρεοκοπίες.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

...Ομως το να οργανωθεί σχεδιοποιημένη παραγωγή και κατανομή δεν είναι ακόμα αρκετό. Είναι απαραίτητο να γίνει έτσι, ώστε όλη αυτή η οικονομία να λειτουργεί αποτελεσματικά, ώστε οι άνθρωποι να έχουν κίνητρο για δουλιά. Η σχεδιοποιημένη οικονομία είναι ένα σύνθετο ιεραρχικό παραγωγικό σύστημα. Τα λάθη κατά την οικοδόμηση αυτού του συστήματος μπορεί να στοιχίσουν ακριβά στην κοινωνία. Για να μην ξαναπέσουμε στην ίδια παγίδα δεύτερη φορά, είναι σημαντικό να μελετήσουμε τη σοβιετική εμπειρία οικοδόμησης της ενιαίας σχεδιοποιημένης οικονομίας.
Ενα από τα σημαντικά ζητήματα για τη μελλοντική κοινωνία θα γίνει το ζήτημα των κινήτρων για την εργασία (επειδή οι άνθρωποι θα είναι αναγκασμένοι να εργάζονται στην υλική παραγωγή για πολύ καιρό ακόμα). Αυτό το πρόβλημα απασχολούσε ακόμα τους πρώτους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Στην «Ουτοπία» του ο Τόμας Μορ γράφει: «Με ποιο τρόπο μπορεί να προκύψει πληθώρα προϊόντων, εάν ο καθένας αποφεύγει τη δουλιά, επειδή δεν τον σπρώχνει σε αυτήν ο υπολογισμός του ατομικού κέρδους, και, από την άλλη πλευρά, η ελπίδα για την ξένη εργασία δίνει τη δυνατότητα να τεμπελιάζει;»
Το ίδιο βασανίζει και τον Εμίλ Ζολά. Με τα χείλη του νέου σοσιαλιστή στο διήγημα «Το χρήμα» ρωτάει: «Φυσικά, ο υπάρχων κοινωνικός σχηματισμός οφείλει την επί πολλούς αιώνες άνθισή του στην αρχή του ατομισμού, που χάρις στον ανταγωνισμό και το προσωπικό ενδιαφέρον προκαλεί όλο και περισσότερη παραγωγικότητα. Θα είναι άραγε τόσο γόνιμος ο κολλεκτιβισμός; Και με ποια μέσα μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας εάν χαθεί το κίνητρο του κέρδους; Να αυτό για μένα δεν είναι καθαρό, αυτό με απασχολεί, εδώ είναι το αδύνατο σημείο μας και θα πρέπει για πολύ καιρό να παλέψουμε, ώστε κάποτε να θριαμβεύσει ο σοσιαλισμός».
Στον καπιταλισμό κίνητρο δεν είναι μόνο το κέρδος, αλλά και η πείνα, η ανεργία, ο φόβος να βρεθείς στη θέση του αποδιωγμένου. Τι κίνητρα θα έχουν οι άνθρωποι στη νέα κοινωνία; Στην ΕΣΣΔ το ζήτημα της παρότρυνσης στην εργασία παρέμεινε άλυτο. Η χαρούμενη παροιμία - όπου να ‘ναι δουλεύουμε, φτάνει να μη δουλεύουμε - μπορούσε να εμφανιστεί μόνο στη χώρα μας της περιόδου της προσπάθειας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε κατάλληλο έδαφος για παρόμοια αστεία. Να τι γράφει για τη σχέση με την εργασία στην ΕΣΣΔ στο βιβλίο «Ο κομμουνισμός ως πραγματικότητα» ο Α. Ζινόβιεφ: «Η κομμουνιστική κοινωνία, επαναλαμβάνω, είναι η κοινωνία των κακά εργαζομένων ανθρώπων. Αυτό δεν είναι εθνικό ρώσικο χαρακτηριστικό. Η εμπειρία των άλλων κομμουνιστικών χωρών επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό». Σχετικά με την ΕΣΣΔ η παρατήρηση του Ζηνόβιεφ μπορεί να γίνει αποδεκτή ως πλήρως θεμελιωμένη.
Η απουσία κινήτρων για την εργασία συμβάλλει στην εμφάνιση νέας μορφής εκμετάλλευσης. Η καταστροφή των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, δηλαδή του καπιταλισμού, δεν εγγυάται ακόμα την εξάλειψη κάθε εκμετάλλευσης. Εάν δεν μάθουμε να κατανέμουμε σωστά το συνολικό κοινωνικό προϊόν, τότε μπορεί να μας προκύψει εκμετάλλευση μόνο σε αλλαγμένη μορφή.
Φανταστείτε μια κοινωνία όπου έχουν εξαλειφτεί οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις κάθε είδους. Φυσικά, δεν υπάρχει κανενός είδους χρήμα. Στη θέση τους δίνουν στους ανθρώπους αποδείξεις για το δικαίωμά τους στη λήψη ενός μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Το μέρος αυτό καθορίζεται μόνο από την ποσότητα του εργάσιμου χρόνου που έχει παραδοθεί στην κοινωνία όπως, στην ουσία, αυτό και προϋπέθεταν ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Σαν αποτέλεσμα και ο δουλευταράς και ο τεμπέλης θα πάρουν τα ίδια. Σε ένα τέτιο σύστημα γεννιέται αναπόφευκτα ένας ολόκληρος στρατός τεμπέληδων, ατζαμήδων, χαραμοφάηδων, επαγγελματιών αρρώστων και άλλου παρόμοιου κοινού. Θα βρεθούν πολλοί άνθρωποι, που θα προσαρμοστούν να παίρνουν από την κοινωνία πολύ περισσότερο από όσο της δίνουν, δηλαδή θα ζουν με ξένο λογαριασμό (σ.μ.: σε βάρος άλλων) - θα γίνουν εκμεταλλευτές. Τους ενθουσιώδεις, που θα καλούν τους άλλους στη συνειδητότητα και την τίμια δουλιά, θα τους βλέπουν σαν χαζούληδες. «Εσύ τι θες, σου χρειάζονται περισσότερα από όλους;» - θα ακούει ο κάθε τέτιος ενθουσιώδης σε κάθε βήμα. «Οποιος δε δουλεύει, αυτός τρώει» - αυτό το σύνθημα του μαύρου τεμπέλη από την ταινία «Επιχείρηση «Υ» και άλλες περιπέτειες του Σούρικ» θα γίνει το σύνθημα πάρα πολλών. Μόνο που να τους αναγκάσεις να δουλέψουν, όπως έκανε ο Σούρικ, δε γίνεται. Είναι δυνατό κανείς να δουλέψει οκτώ ώρες και μπορεί απλά να την κοπανήσει. Και γιατί να δουλέψει, εάν και για τη δουλιά, και για την κοπάνα θα πάρει τα ίδια. Οι συζητήσεις σχετικά με το ότι οι άνθρωποι θα δουλεύουν για το κοινό καλό είναι πολύ αφηρημένες. Ενώ το ότι τεμπελιάζοντας μπορείς να πάρεις όσα και δουλεύοντας - αυτό είναι ήδη συγκεκριμένο. Ο βολεψάκιας θα μπορέσει να προσαρμοστεί να ζει με ξένο λογαριασμό σε βάρος άλλων. Ταυτόχρονα, δε θα υπάρχουν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις κανενός είδους, κανενός είδους καπιταλισμός. Θα εμφανιστεί ένας νέος τύπος εκμεταλλευτών. Σε εκμεταλλευτές δε θα τους μετατρέψει ούτε το κεφάλαιο, ούτε η ατομική ιδιοκτησία, αλλά οι αδυναμίες στο σύστημα κατανομής του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Παραδείγματα παρόμοιας εκμετάλλευσης στην ΕΣΣΔ υπήρχαν με περίσσευμα.
Την εμφάνιση παρόμοιων εκμεταλλευτών παρατηρούσαν την αυγή ακόμα της Σοβιετικής εξουσίας. Να ένα απόσπασμα από γράμμα κολχόζνικου, γραμμένο το 1935: «Στο Σύνταγμα πρέπει να μπει ιδιαίτερη παράγραφος για το ότι οι ικανοί για εργασία άνδρες και γυναίκες, που όμως δε δουλεύουν καθόλου ή δεν ασχολούνται με κάποια χρήσιμη δουλιά για την κοινωνία, στερούνται τα πολιτικά δικαιώματα. Αλλιώς γεννιέται μια νέα σοβιετική αστική τάξη - οι τεμπέληδες χαραμοφάηδες»[11].
Και πού βρίσκεται η διέξοδος; Η διέξοδος, κατά την άποψή μας, βρίσκεται στη σωστή οργάνωση της άμιλλας. Στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε πραγματική άμιλλα. Ο εργαζόμενος, κατά κανόνα, αναλάμβανε κάποιες υποχρεώσεις για την εκπλήρωση του πλάνου πριν από την προθεσμία και αυτό ονομαζόταν άμιλλα. Ποιος με ποιον αμιλλάται δεν είναι κατανοητό. Εκτός αυτού, μια τέτοια «άμιλλα» παρακινούσε τους εργαζόμενους και ολόκληρες επιχειρήσεις στη μείωση του πλάνου. Το πενταετές πλάνο σε δυο χρόνια. Αυτό μπορεί να σημάνει μόνο ότι το πλάνο ήταν μειωμένο. Ως αποτέλεσμα μιας τέτιας «σοσιαλιστικής άμιλλας» ο ατζαμής γινόταν ηγέτης και αυτός που δούλευε πραγματικά γινόταν καθυστερημένος.
Ο Λένιν επίσης καταλάβαινε την αναγκαιότητα οργάνωσης της άμιλλας. Στην εργασία «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής εξουσίας» απαιτούσε να επιτευχθεί «ώστε η σύγκριση των αποτελεσμάτων της οικονομικής δουλιάς του νοικοκυριού των ξεχωριστών κομμουνών να γίνει αντικείμενο κοινού ενδιαφέροντος και μελέτης, ώστε οι πρωτοπόρες κομμούνες να επιβραβεύονται γρήγορα (με μείωση για ορισμένη περίοδο της εργάσιμης ημέρας, με αύξηση του μισθού, με την παροχή μεγαλύτερης ποσότητας πολιτιστικών ή αισθητικών αγαθών και αξιών κλπ.)». Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η «σύγκριση». Χωρίς σύγκριση των αποτελεσμάτων της εργασίας δεν μπορεί να υπάρξει άμιλλα.
Η επιστήμη στην ΕΣΣΔ δεν έστεκε αμετακίνητη. Με στόχο την αύξηση του ενδιαφέροντος για την εργασία έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας διάφορα συστήματα οργάνωσης της άμιλλας. Ενα από αυτά τα συστήματα είναι το «Πουλσάρ» (σ.μ.: «προωθητής»). Σε τι συνίσταται η ουσία αυτού του συστήματος;
Οπως είναι γνωστό το συνολικό κοινωνικό προϊόν χωρίζεται σε δυο μέρη: το ένα πηγαίνει για τη διεύρυνση της παραγωγής και τη συσσώρευση, το άλλο στην ατομική κατανάλωση των μελών της κοινωνίας. Αυτό το δεύτερο μέρος, με τη σειρά του, πρέπει να διαιρεθεί και πάλι στα δυο. Από αυτό παρέχεται στο κάθε μέλος της κοινωνίας το ελάχιστο απαραίτητο, για μια πλήρη ανάπτυξη, επίπεδο κατανάλωσης και δημιουργείται το κονδύλι επιβράβευσης το οποίο κατανέμεται μέσω της άμιλλας. Η ίδια η άμιλλα οργανώνεται με τον εξής τρόπο: «Να αλλαχτεί η αρχή, βάσει της οποίας αξιολογείται η δραστηριότητα του εργαζόμενου και της κολεκτίβας, ο εργαζόμενος και η κολεκτίβα να μην κρίνονται στη βάση του εάν αυτός εκτελεί τις νόρμες, τα πλάνα ή όχι, επειδή αυτό δημιουργεί το συμφέρον της μείωσης των τελευταίων, αλλά στη βάση του ελέγχου του μέτρου της εργασίας, δηλαδή του ελέγχου ποιος κάνει καλύτερα και περισσότερα - ανεξάρτητα από την τυπική εκπλήρωση της νόρμας και του πλάνου. Στη βάση ενός τέτιου ελέγχου να καθορίζονται οι καλύτεροι και οι εργαζόμενοι που καθυστερούν. Εκείνοι που, από τα ετήσια αποτελέσματα της δουλιάς, μπήκαν στο 10% των καλύτερων να αμείβονται με προαγωγή ή αύξηση του μισθού, ενώ εκείνοι που έμειναν στο 10% των καθυστερούντων να υποβιβάζονται ή να μειώνεται ο μισθός τους»[12].
Κατά την άποψή μας, με την οργάνωση άμιλλας, που να βασίζεται στη σύγκριση, είναι δυνατόν να λυθεί το ζήτημα της παρότρυνσης στην εργασία. Βασικό κριτήριο της άμιλλας θα έπρεπε να γίνει η μείωση των δαπανών εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, με αναγκαία εκπλήρωση του πλάνου. Στην ουσία το πλάνο γενικά δεν μπορεί να είναι αντικείμενο άμιλλας. Απλά πρέπει να εκτελείται υποχρεωτικά απαρέγκλιτα σε πλήρη όγκο.
Οι αντιρρήσεις εναντίον της οργάνωσης πραγματικής άμιλλας είναι γνωστές. Θα αναγεννήσει, δήθεν, τον ανταγωνισμό, θα οδηγήσει στην εμφάνιση του εμπορικού απορρήτου και τα παρόμοια. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σύντομα σε αυτές τις αντιρρήσεις.
Τι ξεχωρίζει τον ανταγωνισμό από την άμιλλα; Στόχος του ανταγωνισμού είναι το κέρδος, στόχος της άμιλλας - το προϊόν. Εάν μια επιχείρηση παράγει περισσότερα, καλύτερα και με λιγότερες δαπάνες, τότε κερδίζει όλη η κοινωνία, επειδή όλο το προϊόν της επιχείρησης είναι κοινωνικό.
Επίσης, ούτε μπορεί να γίνει λόγος για κανένα «εμπορικό» απόρρητο. Η γνωστοποίηση στην κοινωνία, με στόχο τη γενική εφαρμογή, όλων των πρωτοπόρων επεξεργασιών πρέπει να είναι απαραίτητη προϋπόθεση της άμιλλας. Οι κολεκτίβες πρέπει να επιβραβεύονται για τους νεωτερισμούς που διευκολύνουν τη διαδικασία παραγωγής. Αυτοί οι νεωτερισμοί πρέπει να είναι ένας από τους δείκτες που καθορίζουν τη θέση της κολεκτίβας στην άμιλλα.
Η οργάνωση καθολικής άμιλλας είναι ο συντομότατος (και, μπορεί, ο μόνος) δρόμος εξόδου του ανθρώπου από τη διαδικασία της υλικής παραγωγής. Η άμιλλα μετατρέπει σε δημιουργική την κάθε εργασία. Υποχρεώνει τον ίδιο τον άνθρωπο, όχι κάτω από τη μαγκούρα, να εργάζεται περισσότερο εντατικά, να ψάχνει συνέχεια κάτι καινούργιο. Η έξοδος του ανθρώπου από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής γίνεται με την πληρέστερη βύθισή του σε αυτήν τη σφαίρα. Η υλική παραγωγή πρέπει να μετατραπεί σε άμιλλα, σε αντικείμενο μόνιμου ενδιαφέροντος και φροντίδας των ανθρώπων. Η οργάνωση άμιλλας για τη μείωση των δαπανών εργασίας θα εξαναγκάζει τις επιχειρήσεις να αναζητούν δυνατότητες μείωσης της χειρωνακτικής εργασίας, στο βαθμό που, όπου υπάρχει περισσότερη χειρωνακτική εργασία, υπάρχουν περισσότερες δαπάνες εργασίας, και σημαίνει, η επιχείρηση θα καταλαμβάνει χαμηλή θέση στην άμιλλα και οι εργαζόμενοί της θα απολαμβάνουν λιγότερα προϊόντα από την κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο, η άμιλλα πρέπει να γίνει εκείνη η ατμομηχανή, που θα αποκόψει τον άνθρωπο από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής και θα του αφήσει μόνο τη λειτουργία της διεύθυνσης των διαδικασιών.
Αλλο κίνητρο για παραγωγική εργασία εκτός από την άμιλλα, που βασίζεται στην υλική παρότρυνση, στο δικαίωμα απολαβής μεγαλύτερου μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος, από τον ηττημένο, απλά δεν υπάρχει.
Και εάν γυρίσουμε τις πλάτες στην πείρα της μοναδικής στην ιστορία της ανθρωπότητας προσπάθειας οικοδόμησης του σοσιαλισμού ή εάν υποκαταστήσουμε την ανάλυσή της με το μύθο περί κρατικού καπιταλισμού, αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει στο μέλλον στην επανάληψη λαθών, τα οποία θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Εάν δεν καταλάβουμε το παρελθόν, θα προχωρήσουμε με κλειστά τα μάτια. Και τα κλειστά μάτια στους κομμουνιστές είναι, πρώτα από όλα, προς συμφέρον των καπιταλιστών.


Συνέχεια του άρθρου (εκτενή αποσπάσματα) που αναδημοσιεύεται από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας «Μαρξισμός και σύγχρονη εποχή», τεύχος 2-3 (16-17) του 2000.
[1] Β. Α. Σόμπολ: «Δοκίμια για τα ζητήματα του ισοζυγίου της λαϊκής οικονομίας», 1960, σελ. 191, 193.
[2] Α. Ζινόβιεφ: «Ο κομμουνισμός ως πραγματικότητα», σελ.348.
[3] Τ. Κλιφ: «Ο κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία», σελ. 170.
[4] Α. Ζινόβιεφ: «Ο κομμουνισμός ως πραγματικότητα», σελ. 346.
[5] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η έκδοση, τ. 46, μέρος ΙΙ, σελ. 347.
[6] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η έκδοση, τ. 46, μέρος ΙΙ, σελ. 134.
[7] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 33, σελ. 95-96, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή».
[8] Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Μόσχα 1952, ελλ. έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1998.
[9] «Κοινωνία και εξουσία δεκαετία του ’30», σελ. 256-257.
[10] «Κοινωνία και εξουσία δεκαετία του ’30», σελ. 43.
[11] «Κοινωνία και εξουσία στη δεκαετία του ’30».



[12] «Πουλσάρ»: «Η πείρα ενός κοινωνικού πειράματος», Κοινωνιολογικές Ερευνες, 1977, Νο 3.

Παλινόρθωση ή επανόρθωση

 Παλινόρθωση ή επανόρθωση

Τις προάλλες, στο βιβλιοκαφέ Έναστρο, έγινε η παρουσίαση ενός πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου του Κάρλος Ταμπλάδα για την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού και τις θέσεις του Τσε Γκεβάρα, του μεγάλου συμβόλου της επανάστασης, που συνέδεσε το όνομά του με τη Λατινική Αμερική και την Κούβα ειδικότερα.

Αν γκογκλάρεις το «έναστρο», το πρώτο αποτέλεσμα που θα εμφανίσει η αναζήτηση δεν είναι το βιβλιοκαφέ στη Σόλωνος, αλλά μια σκυλάδικη μουσική σκηνή (πολιτιστικό κέντρο, όπως τα είχαν βαφτίσει στα χρόνια του ΠαΣοΚ). Η τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί (στο βιβλιοκαφέ, όχι στο σκυλάδικο) η κε του μπλοκ ήταν προ τριετίας περίπου, και πάλι για τον Τσε, συμπτωματικά πάλι Καλτσώνη παρόντος (τότε ήταν ο συγγραφέας, ενώ τώρα εκ των εισηγητών και διοργανωτών εκ μέρους του Κορδάτου), αλλά με πολύ περισσότερο κόσμο, που είχε γεμίσει το χώρο ασφυκτικά και με τον Κουβανό πρέσβη (τώρα ήταν μόνο ο γραμματέας της βενεζουελάνικης πρεσβείας). Μια διαφορά που μπορεί να οφείλεται μεταξύ άλλων στο πιο βαρύ θέμα του βιβλίου (πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού) και το μη εκπαιδευμένο κοινό (που μάλλον κουράστηκε κι άρχισε να διαρρέει προς την έξοδο πριν το τέλος της εκδήλωσης), στην έλλειψη κάποιας μεγάλης «φίρμας» στο πάνελ, όπως του Πι-Πι τότε, ή πολύ απλά στο κλίμα και τη γενική απαισιοδοξία της εποχής, που έχει χάσει την όρεξή της, ακόμα και για αυταπάτες (κι αν τις έχει ακόμα, το κάνει ανόρεχτα).

Ακολουθεί μια συνοπτική παρουσίαση των εισηγητικών τοποθετήσεων και της συζήτησης στο τέλος, με κάποια, σύντομα δικά μου σχόλια, και τις όποιες ανακρίβειες-αστοχίες κατά τη μεταφορά να βαραίνουν αυτονόητα εμένα.


Η Νατάσα Τερλεξή, εκ μέρους των εκδόσεων Διεθνές Βήμα, παρουσίασε ουσιαστικά τη θέση του εκδοτικού, που έχει σαφώς φιλοκυβερνητικό στίγμα, αλλά παραδόξως (;) και φιλοκουβανικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό κι αντιπαρέθεσε τις απόψεις του Τσε στο σοβιετικό μοντέλο, που κατέστησε τους εργάτες μια βουβή παράμετρο της παραγωγής και δεν τους έφερε πιο κοντά στο σοσιαλισμό· ενώ εξήρε την κατοπινή στάση της Κούβας (γιατί αρχικά ηττήθηκαν οι απόψεις του Τσε) και τη διαφοροποίησή της από τη Σοβιετική Περεστρόικα, με την πολιτική της επανόρθωσης των λαθών, που της επέτρεψε να μην έχει το τέλος (της ιστορίας) των άλλων μελών του «ανατολικού μπλοκ». Κατά κάποιον τρόπο, η βασική αντίθεση της εποχής ήταν «επανόρθωση ή παλινόρθωση», όπως σχολίασε εύστοχα δίπλα ένας Ναρίτης, δίνοντας τον τίτλο της ανάρτησης. Αν και αυτή την τελευταία (την παλινόρθωση) επέμεναν όλοι οι πανελίστες να την αναφέρουν ως «κατάρρευση».

Δεν ήταν πάντως αυτό το βασικό πρόβλημα της τοποθέτησης της Τερλεξή, ούτε απαραίτητα η τροτσκιστική της αφετηρία, αλλά οι σχηματικές – απλοϊκές διαπιστώσεις της. Η γραφειοκρατία πήρε το πάνω χέρι από τα τέλη της δεκαετίας του 20’, οι εργάτες έγιναν βουβή παράμετρος της παραγωγής, ο Τσε διαφωνούσε με το σοβιετικό μοντέλο, έχοντας προβλέψει μάλιστα και το τέλος του, κι οι απόψεις του ηττήθηκαν αρχικά, το 63-64, για να επανέλθουν στο προσκήνιο με την πολιτική της επανόρθωσης περί το 87’ και να συνεχίσουν σε γενικές γραμμές να υλοποιούνται και να τηρούνται μέχρι σήμερα.
Το πιο εντυπωσιακό στα παραπάνω είναι πως ενώ ασκεί σφοδρή κριτική στο σοβιετικό μοντέλο και την περίοδο που το ακολούθησε η Κούβα, δεν εκφράζει καμία ανησυχία ή προβληματισμό για τις νεότερες εξελίξεις και την αναδίπλωση μετά το 2009, που ξέρει να τη δικαιολογεί με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής μας και τα προβλήματα που καλείται να λύσει.

Ο Καλτσώνης έκανε μια αρκετά… χλιαρή τοποθέτηση, όπου διάβασε μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το βιβλίο –συγκράτησα ένα τσιτάτο του Φιντέλ για την κατάχρηση εξουσίας, που μπορεί να εμφανιστεί ως το πιο εύκολο και πιο συχνό πράγμα, και για τον κουβανικό λαό, που αρχίζει να αναπτύσσει αλλεργία σε τέτοια φαινόμενα.

Ο Καλτσώνης μίλησε γενικά για τα επιτεύγματα και τις αδυναμίες του υπαρκτού, για το κομβικό ζήτημα της ανάπτυξης σοσιαλιστικής συνείδησης και της διαμόρφωσής της μέσα από το προσωπικό παράδειγμα των στελεχών της πρωτοπορίας, για την αξία της συμμετοχής στη λήψη κι εκτέλεση των αποφάσεων του σχεδίου· ενώ σημείωσε ενδεικτικά μια δική του ένσταση ως προς την ιστορική εκτίμηση του Τσε για το ρόλο της ΝΕΠ –με το Μαυρουδέα να διευκρινίζει σε δεύτερο χρόνο πως δε διαφωνούσε με τη συγκεκριμένη εφαρμογή της ΝΕΠ εκείνη την περίοδο, αλλά με την επέκτασή της, πέρα από τα ιστορικά της όρια, πχ στις συνθήκες της Κούβας.

Ήταν φανερό πάντως πως δεν κατείχε ιδιαίτερα τα ζητήματα που αφορούν την οικονομική βάση (και το αντικείμενο του βιβλίου), γι’ αυτό κι έκλεισε με μια φράση του Τσε, πέρα από τα «στενά, οικονομικά στοιχεία», δίνοντας παράλληλα πάσα στο Μαυρουδέα, για να αντικρούσει το στερεότυπο του «ιδεαλιστή-βολουνταριστή» Γκεβάρα, και να σχολιάσει πως οι περισσότεροι δεν είναι εξοικειωμένοι με το οικονομικό-θεωρητικό έργο του, προτάσσοντας κυρίως άλλες πτυχές της δράσης του Τσε (που είχε περάσει από μια σειρά κομβικά πόστα της σοσιαλιστικής οικονομίας, από υπουργός βιομηχανίας, μέχρι διευθυντής της κεντρικής κουβανικής τράπεζας).

Η εισηγητική παρέμβαση του Μαυρουδέα –που στον προφορικό του λόγο είναι ένα κράμα Βίκυς Μοσχολιού και Στιβ Γιατζόγλου- μαγνητοφωνήθηκε και δημοσιεύτηκε στο προσωπικό ιστολόγιό του, οπότε δεν κρίνω σκόπιμο να προχωρήσω σε εκτενή παρουσίασή της. Ο βασικός της στόχος ήταν να περιγράψει τις δύο πλευρές που αντιπαρατέθηκαν στη θεωρητική-πρακτική διαπάλη της δεκαετίας του 60’ στην Κούβα (μια συζήτηση που ξανανοίγει με το βιβλίο του Ταμπλάδα κι άλλες μελέτες, όπως τα «οικονομικά της επανάστασης» της Γιάφε):

Απ’ τη μια, η αντίληψη που επηρεαζόταν από το σοβιετικό πρότυπο του λεγόμενου «οικονομικού λογισμού», όπου το σχέδιο προσομοιώνει την αγορά κι αφήνει αυτοτέλεια στις επιχειρήσεις, ένας «σοσιαλισμός της αγοράς», όπου τα επιμέρους παραγωγικά κύτταρα είναι ημιανταγωνιστικά και μια ολοκλήρωση στα πλαίσια της ΚΟΜΕΚΟΝ, χωρίς ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας στην Κούβα.
Κι απ’ την άλλη, η λογική που συγκεντρώνει τους σχετικά περιορισμένους πόρους σε ένα κορβανά, χωρίς να αφήνει οικονομική αυτοτέλεια στις επιχειρήσεις, κι έχοντας τα δικά της βασικά χαρακτηριστικά σε μια σειρά τομείς: το ρόλο του χρήματος, τη λειτουργία του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό, τους μισθούς και τα ηθικά κίνητρα, κτλ.

Η αξίας της τοποθέτησης του Μαυρουδέα δεν έγκειται στη (μη) αμεροληψία του απέναντι στους σοβιετικούς, αλλά στο ότι αναγνώρισε πχ ότι το σχέδιο του Γκεβάρα, στο σύντομο διάστημα της εφαρμογής του, κατάφερε μεν να σώσει την παρτίδα, αλλά είχε και σοβαρές αποτυχίες. Και στο ότι επισήμανε τους κινδύνους για τη σύγχρονη Κούβα και τις προοπτικές της, καθώς φαινόταν να γοητεύονται υπερβολικά (μέχρι πρότινος, οπότε και παρακολουθούσε τις εξελίξεις) από το παράδειγμα της Κίνας.

Μένω σε αυτά, ως μια πρώτη βάση συζήτησης, για να παρουσιαστούν σε δεύτερο χρόνο κάποιες πιο ειδικές σκέψεις και προβληματισμοί, πάνω σε αυτά τα σημεία. Κλείνω το σημερινό σημείωμα με την παρότρυνση προς το σφο αναγνώστη να αγοράσει και να μελετήσει αυτό το βιβλίο. Και με την ανακοίνωση μιας άλλης εκδήλωσης του εκδοτικού, σε πιο οικείο περιβάλλον, το θέατρο Αλκυονίς, στις 6 Δεκέμβρη, για ένα βιβλίο σχετικά με τις Γυναίκες της Κούβας.

Γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;

   Γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος; 

Γράφει ο Cogito ergo sum // Ατέχνος

Έχετε παρατηρήσει ποια είναι η κυριώτερη αποστροφή των συνομιλητών σας όταν η κουβέντα στρέφεται γύρω από τα κυβερνητικά μέτρα και την εξαθλίωση στην οποία αυτά τα μέτρα οδηγούν τις λαϊκές μάζες; Διορθώστε με αν κάνω λάθος αλλά, προσωπικά, παρατηρώ ένα κοινό μοτίβο απορίας: «γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;»
«Γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος», λοιπόν; Το καλοκαίρι του 2011 είχαν βουλιάξει οι πλατείες με απλούς πολίτες που φώναζαν, μούντζωναν, πετούσαν ντομάτες κι αβγά, απειλούσαν θεούς και δαίμονες, ενώ με στεντόρεια φωνή διατείνονταν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Το περίφημο «κίνημα των αγαναχτισμένων» είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό νότο και οι έντρομοι -και καλά!- αναλυτές προειδοποιούσαν την εξουσία πως θα κινδύνευε η υπόστασή της αν δεν έδινε την πρέπουσα προσοχή σ’ αυτές τις φωνές. Παράλληλα, εκείνο το «κίνημα» έδειχνε πως είχε συνενώσει τις λαϊκές μάζες σε μια ενιαία αντικαπιταλιστική διαμαρτυρία, πέρα και πάνω από κάθε επί μέρους κομματική τοποθέτηση. Ακόμη κι εκείνοι που δεν τόλμησαν (ή δεν θέλησαν) εκείνη την εποχή να κατεβούν στις πλατείες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αντιμετώπισαν το φαινόμενο ως ένδειξη πως κάτι ουσιαστικό θα αλλάξει.


Κι όμως, δεν χρειάστηκε να περάσουν παρά λίγοι μονάχα μήνες για να αποδειχτεί πώς είχαμε δίκιο όσοι αντιμετωπίζαμε εκείνο το φαινόμενο με σκεπτικισμό. Σ’ ένα κείμενο με τίτλο Πάμε πλατεία (ακομμάτιστα), έγραφα τότε στο ιστολόγιό μου:
«Τι παναπεί ότι είναι καλό που το “κίνημα των αγανακτισμένων” είναι ακομμάτιστο; Γιατί αυτό είναι απαραιτήτως καλό, δηλαδή; Αν εννοούμε ότι αρκεί μια διαμαρτυρία να γίνεται έτσι, για την διαμαρτυρία, πάει καλά. Αν βλέπουμε την “αγανάκτηση της πλατείας” ως αυτοσκοπό, ας μη συνεχίσουμε. Όμως, αν θέλουμε να μιλήσουμε για το απλό “και μετά, τί;”, μάλλον πρέπει να προβληματιστούμε. Πώς θα εκφραστεί αυτό το “μετά”; Με εναλλαγή προσώπων στην εξουσία, σε στυλ Μανωλιού που αλλάζει βρακί; Ή με ανατροπή του σάπιου συστήματος, πράξη βαθειά πολιτική η οποία απαιτεί και θεωρητικό υπόβαθρο και εκφραστή;»

Τώρα πια, την παρωδιακή κατάληξη εκείνου του φαινομένου την ξέρουμε. Η ουρανομήκης κραυγή «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η βουλή» ξεφούσκωσε σαν ανακουφιστική κλανιά και, λίγους μήνες αργότερα, νομιμοποίησε εκλογικά την παρά φύση (;) τρικομματική «κυβέρνηση του μαύρου μετώπου» ΠαΣοΚ-ΝΔ-ΛαΟΣ σε νόμιμη τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠαΣοΚ-ΔημΑρ, ενισχύοντας παράλληλα το ζοφερό φασιστικό χρυσαυγήτικο μόρφωμα. Ο «αγαναχτισμένος» πλην απαίδευτος (άρα, ανερμάτιστος) λαός κατάφερε το ακατόρθωτο: να διευκολύνει εκείνους εναντίον των οποίων αγανάχτησε, να σφίξουν περισσότερο την θηλειά στον λαιμό του.
Τον περασμένο Γενάρη φάνηκε ότι ο λαός έκανε την υπέρβαση ψηφίζοντας «πρώτη φορά αριστερά». 
Οι ελπίδες αναζωπυρώθηκαν και, λίγους μήνες μετά, φούντωσαν χάρη σ’ εκείνο το επιβλητικό Όχι του δημοψηφίσματος. Σύντομα, όμως, οι φλόγες ξαναθάφτηκαν στην χόβολη και η ελπίδα για την αλλαγή έγινε πικρή σιγουριά πως τίποτε δεν αλλάζει και είμαστε καταδικασμένοι. Αντί να καταργηθούν τα παλιά μνημόνια «με έναν νόμο, με ένα άρθρο», υποδεχτήκαμε ένα καινούργιο, σκληρότερο από τα προηγούμενα μιας και τα δικά του «προαπαιτούμενα» φορτώνονται στα μέτρα των προηγουμένων. Κι όμως, ο κόσμος όχι απλώς δεν ξεσηκώθηκε αλλά στις πρόσφατες εκλογές επικρότησε τους δημίους του, είτε διά της ψήφου του είτε διά της αποχής του. Και το ερώτημα επανήλθε, ακόμη πιο έντονο: «γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;»

Ας παραβλέψουμε το γεγονός ότι η πλειοψηφία όσων διατυπώνουν αυτό το ερώτημα περιμένουν από κάποιους άλλους (ποιούς, αλήθεια;) να ξεσηκωθούν (λες κι αυτοί δεν είναι «κόσμος») κι ας δούμε ένα απόσπασμα από την Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού (25. Η Αργεντινή ξεπουλιέται):
«Παράλληλα, το ξεπούλημα της δημόσιας υπηρεσίας από τον Καβάγιο πήρε τέτοια έκταση ώστε ξεπέρασε και όσα είχε διαπράξει ο Πινοτσέτ στην Χιλή. Μέχρι το 1994, οι 9 στις 10 δημόσιες επιχειρήσεις είχαν παραδοθεί στα μεγάλα μονοπώλια (Citibank, Vivendi, Repsol, Telefonica κλπ). Βέβαια, η κυβέρνηση Μένεμ είχε φροντίσει να μην επιβαρύνει τους νέους ιδιοκτήτες, απολύοντας πάνω από 700.000 εργαζόμενους πριν προχωρήσει στο ξεπούλημα.
 

Ο Καβάγιο εφάρμοζε μια πολιτική “αλα Σακς” και ο Μένεμ χειροκροτούσε. Το “Time” χαρακτήρισε την πολιτική αυτή ως “το θαύμα του Μένεμ”. Όμως, το πραγματικό θαύμα ήταν άλλο: η κυβέρνηση ξεπουλούσε τον τόπο κι οι εργαζόμενοι βυθίζονταν στην φτώχεια αλλά δεν σημειώθηκε καμμία λαϊκή εξέγερση! Περίεργο φαινόμενο μεν, εξηγήσιμο δε. Ας δούμε πώς:
 

Σε περιόδους έκρηξης του πληθωρισμού, οι χαμηλόμισθοι πολίτες τρέμουν καθώς βλέπουν να εξανεμίζεται ταχύτατα η αξία των λιγοστών χρημάτων που διαθέτουν. Όταν αυτός ο φόβος φωλιάσει στις λαϊκές μάζες, τότε όποια μέτρα κι αν πάρει η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό αλλά με μια κρυφή ελπίδα πως τα πράγματα θα καλυτερεύσουν. Έτσι, από την στιγμή που η σύνδεση του πέσο με το δολλάριο έρριξε τον πληθωρισμό, οι λαϊκές μάζες είναι έτοιμες πλέον να δεχτούν ορυμαγδό νέων μέτρων, με την σκέψη ότι και αυτά θα βγουν σε καλό.»

Τότε, στην Αργεντινή, το «λουκουμάκι» ήταν η συγκράτηση του πληθωρισμού. Τώρα, στην Ελλάδα, είναι η αποφυγή του Grexit, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών για να μη χαθούν οι καταθέσεις, η εκταμίευση της δόσης, οι ξένες επενδύσεις κλπ. Κοινός παρονομαστής είναι ένας λαός σε κατάσταση σοκ, ο οποίος έχει βουλιάξει στον φόβο και ζει με την ελπίδα πως η κάθε κατακεφαλιά που δέχεται θα είναι η τελευταία. Κι επειδή η κάθε εξουσία γνωρίζει ότι ένας φοβισμένος λαός δεν ξεσηκώνεται ποτέ, κάνει ό,τι μπορεί για να τον εκφοβίζει όλο και περισσότερο.

cogito24b

Νομίζω ότι, τώρα πια, η απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;» είναι σαφής: επειδή αυτός ο κόσμος είναι φοβισμένος. Έτσι, λοιπόν, είναι σαφής και η απάντηση στο εύλογο ερώτημα «τί πρέπει να γίνει για να ξεσηκωθεί ο κόσμος, τελικά;» που ακολουθεί: να πάψει αυτός ο κόσμος να φοβάται και να πιστέψει στην δύναμή του!

Αναλύσεις που συγκαλύπτουν...

Αναλύσεις που συγκαλύπτουν...

Πολύ ...μελάνι και πολλές ώρες «ενημέρωσης», με αναλύσεις επί αναλύσεων, αξιοποιούνται από τα αστικά επιτελεία και ΜΜΕ, όπου Γης και στη χώρα μας, μετά τις πολύνεκρες επιθέσεις στο Παρίσι και την τρομοϋστερία που εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς σε πολλές χώρες. Στις περισσότερες αυτές αναλύσεις εμφανίζεται η λεγόμενη «ισλαμική τρομοκρατία» ως ένα φαινόμενο αυθύπαρκτο, ως μια «εγκληματική παρανοϊκή δράση κάποιων φανατικών θρησκευόμενων», ως η «άμυνα των αδικημένων, των απόκληρων, των φτωχών». Γίνεται πολύς λόγος με όρους ψυχανάλυσης για το πώς φτάνει ένας άνθρωπος κάτω των 30 να γίνεται βομβιστής αυτοκτονίας και να σκοτώνει ανεξέλεγκτα και τυχαία άλλους ανθρώπους, αλλόθρησκους και με άλλο πολιτισμό. Το όλο σκεπτικό επιχειρεί να στρέψει τη σκέψη των ανθρώπων σε κάποιες πλευρές πιθανόν υπαρκτές, αλλά σε καμία περίπτωση βασικές και ουσιαστικές. Ετσι, υπάρχει ένας «καταιγισμός» πληροφοριών για την προηγούμενη ζωή των τρομοκρατών εκτελεστικών οργάνων, που εμφανίζονται να «ριζοσπαστικοποιούνται» και να εντάσσονται σε μια «κοινότητα που τους δίνει περιεχόμενο», ή ακόμα γίνονται «κάτι» και με το θάνατό τους, που γίνεται κατά τους ίδιους «για έναν ιερό σκοπό».
***

Οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, απόκληροι στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης, είναι μια πιθανή δεξαμενή στρατολόγησης, την ίδια ώρα που τα «κεφάλια» τέτοιων οργανώσεων είναι συχνά γόνοι μεγαλοαστικών οικογενειών (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Σαουδάραβα Οσάμα Μπιν Λάντεν, ηγέτη της «Αλ Κάιντα»). Ωστόσο, όλα αυτά δεν αγγίζουν την ουσία. Δημιούργημα τίνος είναι τέτοια μορφώματα και για ποιον σκοπό αξιοποιούνται; Αυτή την ουσία επιχειρούν να κρύψουν και όλες οι προαναφερόμενες αναλύσεις και οι διάφορες θεωρίες περί «πολέμου θρησκειών», «πολέμου πολιτισμών». Η πραγματικότητα είναι ότι τέτοιες οργανώσεις και «κινήματα» δημιουργούνται, φουντώνουν, χρηματοδοτούνται και εξοπλίζονται από αστικά επιτελεία και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για τους σχεδιασμούς τους. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική. Ηδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η «Μουσουλμανική Αδελφότητα» στηνόταν στην Αίγυπτο με τη συμβολή του γαλλικού ιμπεριαλισμού, στον ανταγωνισμό του με το βρετανικό για τον έλεγχο μιας πλούσιας σε πόρους περιοχής και σημαντικού γεωστρατηγικού περάσματος.
***

Οι Μουτζαχεντίν στήθηκαν τη δεκαετία του '80 του 20ού αιώνα για να ξανακερδηθεί από τους ιμπεριαλιστές το Αφγανιστάν, όταν ο λαός του, με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ενώσης, επιχείρησε να ξεφύγει από το σκοταδισμό και την καθυστέρηση. Για τη δημιουργία του μορφώματος αυτού, που εξελίχτηκε σε «Ταλιμπάν», συνέβαλαν από την αμερικανική CIA και το αντιδραστικό καθεστώς του Πακιστάν, έως τις μυστικές υπηρεσίες άλλων καπιταλιστικών χωρών. Στη συνέχεια, η «Αλ Κάιντα» του Λάντεν αξιοποιήθηκε μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, ως το καλύτερο εργαλείο για να δικαιολογούνται οι επεμβάσεις και οι πόλεμοι στο όνομα της «δημοκρατίας και της ελευθερίας», στην πραγματικότητα η εφόρμηση στο φυσικό πλούτο, τους εμπορικούς δρόμους και τις σφαίρες επιρροής στην Κεντρική Ασία. Είναι, επίσης, γνωστό ότι τέτοια θρησκευτικο-πολιτικά κινήματα αξιοποιήθηκαν από αστικές τάξεις των αραβικών και γενικότερα μουσουλμανικών κρατών για το χτύπημα του κομμουνιστικού κινήματος σε αυτά τα κράτη.
***

Οι επεμβάσεις στο Ιράκ, τη Λιβύη, με το στήσιμο της λεγόμενης «Αραβικής Ανοιξης» και μετέπειτα στη Συρία «ενάντια στην αυταρχική κυβέρνηση Ασαντ», έγιναν από τους ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και των συμμάχων τους στη Μέση Ανατολή, Τουρκία, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία και άλλες πετρελαιομοναρχίες του Περσικού Κόλπου που ενίσχυσαν, φούντωσαν και εξόπλισαν τους εγκληματίες τζιχαντιστές και του «Ισλαμικού Κράτους», για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να βγουν με πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό τους με άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις με συμφέροντα στην περιοχή, όπως η Ρωσία ή το Ιράν. Η ίδια κατάσταση υπάρχει στην Αφρική με διάφορους εγκληματίες τύπου «Μπόκο Χαράμ», που αποδεδειγμένα δουλεύουν για συγκεκριμένα τμήματα κεφαλαιοκρατών, εγχώριων και ξένων. Είναι αδιάφορο σε ποιο βαθμό τα δικά τους κατασκευάσματα αυτονομούνται ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, αξιοποιούνται και σήμερα για να διευρυνθεί η επέμβαση στην περιοχή, για τους ίδιους στόχους, τον έλεγχο του φυσικού πλούτου, των δρόμων μεταφοράς του, τις αγορές που θα φέρουν κέρδη στο κεφάλαιο.
***

Επομένως, είναι κρίσιμο οι εργάτες, τα λαϊκά στρώματα σε κάθε χώρα, να μην «τσιμπάνε» ούτε στα κελεύσματα του «ενωμένου αντιτρομοκρατικού αγώνα», της «εθνικής ομοψυχίας», που προβάλλουν όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τις ΗΠΑ ως τη Ρωσία, ούτε και στο δηλητήριο του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του φασισμού. Σήμερα έχουν την πείρα να μην πέσουν στην παγίδα που και πάλι στήνουν οι αστοί και οι διάφοροι οπορτουνιστές που συμπορεύονται μαζί τους. Το κριτήριό τους μπορεί να στηριχτεί στην ταξική ανάλυση που εξηγεί τα φαινόμενα με βάση το ποια συμφέροντα εξυπηρετούν και σε ποιο πλαίσιο εντάσσονται. Σήμερα, σε περίοδο δυσκολιών της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας να ανακάμψει, να ανακτήσει και πετύχει υψηλότερη κερδοφορία, εντείνεται και ο ανταγωνισμός των μονοπωλιακών ομίλων. «Λάδι» σε αυτόν τον ανταγωνισμό ρίχνει και η αξιοποίηση της νέας επιχείρησης «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» και ταυτόχρονα της εμπέδωσης κλίματος τρομοφοβίας στο όνομα της «ασφάλειας». Για να μπορέσουν οι λαοί να σηκώσουν τις δικές τους σημαίες ικανοποίησης των δικών τους σύγχρονων αναγκών, χωρίς κρίσεις, επεμβάσεις, πολέμους, διαχωρισμούς με εθνοτικά, θρησκευτικά και άλλα κριτήρια, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να οργανώσουν την πάλη τους ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική ένωση, ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε χώρα, με όποια «μάσκα» και αν εμφανίζεται.

Ξαναζέσταμα...

Ξαναζέσταμα...


Καθώς κλιμακώνεται η προώθηση και υλοποίηση των αντιλαϊκών μέτρων που λαμβάνει η συγκυβέρνηση για λογαριασμό του κεφαλαίου, «στον αφρό» βγήκαν ξανά τα γνωστά καλέσματα «συναίνεσης». Αυτήν τη φορά τα απηύθυνε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μιλώντας για «εθνικό διάλογο» και «συνεννόηση όλων των δημοκρατικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων», στα θέματα του Ασφαλιστικού, της Παιδείας και της συνταγματικής αναθεώρησης.
Δύο μήνες πριν, αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές, μας βομβάρδιζαν με αναλύσεις ότι τάχα ο λαός συναίνεσε με την ψήφο του στην υλοποίηση της πολιτικής που βαθαίνει τη χρεοκοπία του, αθροίζοντας μάλιστα στις αναλύσεις τους όχι μόνο τις ψήφους των κομμάτων της συγκυβέρνησης, αλλά και όλων των κομμάτων που ψήφισαν το μνημόνιο και στηρίζουν τον καπιταλιστικό δρόμο, ακόμα και την αποχή...
Από αυτήν την άποψη, το γεγονός ότι κυβέρνηση και αστικά επιτελεία τραβάνε ξανά το χαρτί της συναίνεσης σηματοδοτεί κάτι ακόμα. Οτι παρ' όλες τις αδυναμίες, καθυστερήσεις και αναντιστοιχίες σε σχέση με το μέγεθος της αντιλαϊκής επίθεσης, η πανεργατική απεργία της 12ης Νοέμβρη, οι εστίες αγώνα σε μια σειρά χώρους δουλειάς, οι κινητοποιήσεις για την Παιδεία, η δουλειά που αναπτύσσουν οι ταξικές δυνάμεις για τη συνέχεια, χαλάνε σε κάποιο βαθμό τη σούπα της «συναίνεσης» στην αντιλαϊκή πολιτική. Ετσι, τα αστικά επιτελεία επιχειρούν το ξαναζέσταμά της...
Ανεξάρτητα από το πώς θα ανταποκριθούν τα υπόλοιπα κόμματα της αστικής διαχείρισης στο κάλεσμα της κυβέρνησης και το πώς θα εξελιχθούν τα παζάρια και οι διεργασίες στο αστικό πολιτικό σκηνικό, το σίγουρο είναι ότι η σύμπλευσή τους στην υπηρέτηση της στρατηγικής του κεφαλαίου διαμορφώνει την αντικειμενική βάση για τη «συνεννόησή» τους.
Η αντικειμενική αυτή βάση αποκαλύπτεται ανάγλυφα σε μια σειρά κρίσιμες καμπές για τα ζητούμενα του κεφαλαίου, όταν οι διάφορες κάλπικες για το λαό διαχωριστικές γραμμές σβήνονται μονοκοντυλιά: «Μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» κόμματα, του «ναι» και του «όχι», τα βρήκαν μια χαρά και ψήφισαν παρέα το τρίτο βάρβαρο μνημόνιο, όταν φάνηκε ότι πολλά περιθώρια ελιγμών δεν υπήρχαν για την αλλαγή του μείγματος διαχείρισης εντός ΕΕ και Ευρωζώνης. Αντίστοιχα, στην προηγούμενη φάση, από τους «δεξιούς» και τους «αντιδεξιούς», από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που επί δεκαετίες σφάζονταν, πήγαμε στη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ που υλοποίησε τα προηγούμενα μνημόνια, γιατί αυτό υπαγόρευαν οι ανάγκες του κεφαλαίου τότε.
Την ύπαρξη αυτής της αντικειμενικής βάσης για «συνεννόηση» των αστικών κομμάτων τη γνωρίζει βέβαια πολύ καλά το εγχώριο κεφάλαιο. Την υπενθύμισε με χαρακτηριστικό τρόπο ο πρόεδρος του ΣΕΒ την περασμένη Παρασκευή, τονίζοντας ότι «η πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση διαθέτει την πολιτική βούληση», αλλά και την «αντιπολιτευτική ανοχή», για «να εφαρμόσει τις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις»...
Το κάλεσμα «συναίνεσης» της συγκυβέρνησης, βέβαια, απευθύνεται και στο λαό, στο όνομα των «κρίσιμων κάβων» που πρέπει να ξεπεραστούν, για «να γυρίσουμε το παιχνίδι και η οικονομία να ανακάμψει», όπως λέει ο Αλ. Τσίπρας. Στην πραγματικότητα, καλούν το λαό να δεχτεί να γίνει θυσία σε ένα «παιχνίδι» που δεν είναι δικό του: Ισα - ίσα, ο «εθνικός στόχος» της καπιταλιστικής ανάκαμψης περνά μέσα από την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Απέναντι στη συμμαχία που συγκροτούν αντικειμενικά απέναντί του η αστική τάξη, οι κυβερνήσεις, τα κόμματά της και οι λυκοσυμμαχίες της, ο λαός έχει να αντιπαρατάξει το χτίσιμο της δικιάς του συμμαχίας, των εργαζομένων, των ανέργων, των αυτοαπασχολούμενων, της φτωχής αγροτιάς, την οργάνωση της πάλης του για τους δικούς του στόχους, ενάντια στην αντιλαϊκή επίθεση, ενάντια στα μονοπώλια, την εξουσία τους και τις λυκοσυμμαχίες τους.

TOP READ