23 Νοε 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ (1920-1991)

   Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ (1920-1991)

Μετά την ολοκλήρωση της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, τα πιο σημαντικά προβλήματα στην οικονομική ζωή της νέας κοινωνίας ήταν τα προβλήματα της αγοράς και του σχεδίου (σ.μ.: πλάνου). Αυτό εξηγείται με το ότι τα βασικά μέσα παραγωγής από αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοκτησίας (ως αποτέλεσμα της εθνικοποίησης) μετατράπηκαν σε αντικείμενα κοινωνικής-κρατικής ιδιοκτησίας, πράγμα που απαιτούσε ενιαία συγκεντροποιημένη διεύθυνση της οικονομίας και, επομένως, τη σχεδιοποίησή της. Από την άλλη πλευρά και μέσα στα όρια της κρατικής ιδιοκτησίας (για να μην αναφέρουμε τους ιδιωτικοκαπιταλιστικούς τομείς που είχαν διατηρηθεί) συνέχιζαν να λειτουργούν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, πράγμα που υπεδείκνυε την ανάγκη κατά τη μεταβατική περίοδο του σοσιαλισμού να υπολογίζεται και ο ρόλος των σχέσεων της αγοράς. Απολύτως φυσικά, και για το ζήτημα της αγοράς, και για το ζήτημα του σχεδίου, τόσο στη θεωρία, όσο και στην πρακτική, ξέσπασαν οξείες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, που δεν κόπασαν στη διάρκεια όλης της ιστορίας της σοβιετικής εξουσίας, δηλαδή χρονολογικά το διάστημα 1917-1991. Ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι στην πραγματική οικονομική ζωή τέτια οικονομικά φαινόμενα όπως η αγορά και το σχέδιο είναι στενά αλληλοσυνδεόμενα και το ένα προϋποθέτει το άλλο, από τη σκοπιά της θεωρητικής τους αποσαφήνισης και ανάλυσης, πρέπει, όπως νομίζουμε, η συζήτηση για τα δεδομένα προβλήματα να εξετάζεται ξεχωριστά, σε συνάρτηση με τις φάσεις ανάπτυξης της σοβιετικής σοσιαλιστικής οικονομίας, δηλαδή ξεκινώντας από την εποχή του λεγόμενου πολεμικού κομμουνισμού και καταλήγοντας με την εποχή του λεγόμενου αναπτυγμένου σοσιαλισμού.
Είναι γνωστό ότι οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού, υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα απονέκρωσης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στον κομμουνισμό, δεν αρνούνταν παρ’ όλα αυτά την αναγκαιότητα διατήρησης και αξιοποίησής τους την περίοδο περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ετσι, στην εργασία του «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» ο Β. Ι. Λένιν υπεδείκνυε ευθέως ότι «Κατά το πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία στη σοσιαλιστική, είναι απολύτως αδύνατο να κάνουμε χωρίς νόμισμα είτε να το αντικαταστήσουμε με νέο σε σύντομο χρονικό διάστημα»[1]. Ομως οι προαναφερθείσες θεωρητικές αντιλήψεις ανατράπηκαν από την πραγματική οικονομική ζωή ακόμα από τα πρώτα χρόνια του σοβιετικού κράτους - την περίοδο της πολιτικής του πολεμικού κομμουνισμού (την περίοδο της κατανομής των προϊόντων), όταν ως βασική μορφή οικονομικών δεσμών εμφανίζονταν οι φυσικές σχέσεις, που χαρακτηρίζονταν από την ευθεία ανταλλαγή προϊόντων. Η εποχή του πολεμικού κομμουνισμού καταλάμβανε την περίοδο από το Γενάρη του 1919 έως το Μάρτη του 1921. Εκείνη την περίοδο τέθηκε στην ουσία το καθήκον της βεβιασμένης χρονικά κατάργησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στη νέα κοινωνία, του περάσματος, σύμφωνα με τα λόγια του Β. Ι. Λένιν στο άμεσο πέρασμα στην κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή[2]. Αναπτύσσοντας τη δεδομένη ιδέα γνωστοί σοβιετικοί οικονομολόγοι, όπως ο Σ. Γ. Στρουμίλιν, ο Ε. Σ. Βάργκα, θεωρούσαν ότι ο υπολογισμός των κοινωνικά αναγκαίων δαπανών εργασίας ήδη μπορεί να γίνεται όχι σε χρηματική (αξιακή) μορφή, αλλά σε μονάδες εργάσιμου χρόνου ως φυσικού μέτρου μέτρησης των εργασιακών λειτουργιών της εργατικής δύναμης. Οι δεδομένες ιδέες βρήκαν ακριβώς την αντανάκλασή τους στη «φυσικοποίηση» της οικονομικής ζωής εκείνου του καιρού, πράγμα που επαληθεύεται και από μερικά στατιστικά δεδομένα. Ετσι, εάν το 1917 για την πληρωμή σε φυσική μορφή αντιστοιχούσε το 5% του μισθού, το 1918 το 48%, το 1919 το 80% και το 1920 το 93%[3].
Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η οικονομία της σοβιετικής Ρωσίας βρέθηκε σε εξαιρετική κακή κατάσταση. Για να ενεργοποιηθεί η οικονομική ζωή της χώρας έπρεπε να γίνει ένα πέρασμα από τις καθαρά διοικητικές μεθόδους διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας σε οικονομικές μεθόδους και από τη σκοπιά των οικονομικών μεθόδων να γίνει πέρασμα από τις φυσικές σχέσεις στις αξιακές - εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Ολα αυτά βρήκαν την ενσάρκωσή τους στη λεγόμενη νέα οικονομική πολιτική (τη φημισμένη ΝΕΠ). Αφετηρία της ΝΕΠ θεωρείται το 1921. Συγκεκριμένα η νέα οικονομική πολιτική εμφανίστηκε σε αντικατάσταση της κατανομής προϊόντων (που ήταν χαρακτηριστική για την εποχή του πολεμικού κομμουνισμού) με το φόρο σε είδος - φόρο σε στάρι.
Στο πολιτικό επίπεδο η ιδέα της νέας οικονομικής πολιτικής επικυρώθηκε στα ντοκουμέντα του 10ου Συνεδρίου του ΡΚΚ(μπ), που έγινε την 15 Μάρτη του 1921. Να τι έγραφε για αυτό ο Β. Ι. Λένιν: «Η κρίση άρχισε, μου φαίνεται, το Φλεβάρη του 1921. Ηδη την άνοιξη του ίδιου χρόνου αποφασίσαμε ομόφωνα - δεν είδα να έχουμε μεγάλες διαφωνίες σ’ αυτό το ζήτημα - αποφασίσαμε να περάσουμε στη νέα οικονομική πολιτική»[4].
Το πέρασμα στη ΝΕΠ, η αναβίωση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων μαζί με το ξεπέρασμα κρισιακών οικονομικών φαινομένων σήμαινε και ενός είδους ενεργοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πράγμα το οποίο ευθέως υπεδείκνυε και ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν. Ετσι, στην εργασία του «Για το φόρο σε είδος» έγραφε: «Η ανταλλαγή είναι ελευθερία του εμπορίου, είναι καπιταλισμός. Μας είναι ωφέλιμη εφόσον θα μας βοηθήσει να πολεμήσουμε τη διασπορά του μικροπαραγωγού και, σε ορισμένο βαθμό, τη γραφειοκρατία. Το μέτρο θα το καθορίσει η πράξη, η πείρα»[5].
Η ενεργοποίηση και διεύρυνση των ορίων των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στη Σοβιετική Ρωσία και μετέπειτα και στην ΕΣΣΔ προχωρούσε όχι μόνο από το γνωστό κλασικό δρόμο της ενεργοποίησης της σφαίρας του εμπορίου, αλλά και από το δρόμο της εισαγωγής νέων μορφών διαχείρισης, ιδιαίτερα από το δρόμο της εισαγωγής στις παραγωγικές επιχειρήσεις (τραστ) της ιδιοσυντήρησης, πράγμα στο οποίο έδινε μεγάλη προσοχή ο Β. Ι. Λένιν. Αυτός είναι που αποκάλυψε την ουσία και έδωσε την κοινωνικοοικονομική εκτίμηση της σοσιαλιστικής μορφής του συνεταιρισμού, αναγνωρίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, στην οικονομική δομή του σοσιαλισμού δυο τομείς της οικονομίας: τον κρατικό και τον συνεταιριστικό και, επομένως, και δυο μορφές ιδιοκτησίας: την κρατική και τη συνεταιριστική. Αντικειμενικά, ο οικονομικός δεσμός μεταξύ των μορφών ιδιοκτησίας που αναφέρθηκαν μπορούσε να πραγματοποιείται μόνο στα όρια εμπορευματικών σχέσεων αγοράς.
Παίρνοντας υπόψη το σοσιαλιστικό προσανατολισμό της ανάπτυξης της οικονομίας και στις συνθήκες της ΝΕΠ, το σοβιετικό κράτος έδινε μεγάλη σημασία εκείνη την περίοδο στη ρύθμιση των σχέσεων της αγοράς, και ακόμα στη διατήρηση στα χέρια του κράτους της μεγάλης βιομηχανίας και των μεταφορών, πράγμα που σε τελική ανάλυση επαληθεύτηκε πλήρως. Ανεξάρτητα από την κραιπάλη των εμπορευματοχρηματικών (αγοραίων) σχέσεων στις συνθήκες της ΝΕΠ, το σοβιετικό κράτος παρ’ όλα αυτά παρέμενε σοσιαλιστικό και ως προς το οικονομικό και ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο.
Η ανάπτυξη των σχέσεων της αγοράς την περίοδο της ΝΕΠ συνδεόταν άμεσα και με το πρόβλημα της εκτίμησης του ρόλου του χρήματος, με το πρόβλημα της αποκατάστασης του πιστωτικού συστήματος, που, κατά την περίοδο του λεγόμενου πολεμικού κομμουνισμού, είχε ουσιαστικά παραλύσει. Η επίλυση του καθήκοντος που είχε προκύψει, δυσκολευόταν ακόμα και από το ότι κατά τα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ είχε θέση τόσο μια εν μέρει, όσο και μια πλήρης άρνηση του ρόλου του χρυσού ως γενικού ισοδυνάμου και ως μέτρου της αξίας. Και για αυτό το ζήτημα είπε το βαρύνοντα λόγο του ο Β. Ι. Λένιν, πρώτα από όλα στο έργο του (1921) με την ονομασία «Για τη σημασία του χρυσού τώρα και μετά την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού», όπου υποστήριζε, ότι και στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου (αφού και εδώ λειτουργούν εμπορευματικές σχέσεις) ο χρυσός επιτελεί το ρόλο του χρήματος. Ομως για το δεδομένο πρόβλημα υπήρχαν και άλλες απόψεις. Ετσι, ο ήδη γνωστός εκείνη την εποχή επιστήμονας - οικονομολόγος Σ. Γ. Στρουμίλιν πρότεινε να δημιουργηθεί ένα ελεύθερο από το χρυσό «εμπορικό συνάλλαγμα», θεωρώντας, ότι τη λειτουργία του μέτρου της αξίας μπορεί να την επιτελεί με επιτυχία το χάρτινο χρήμα. Ο Ε. Πρεομπραζένσκι, προπαγανδίζοντας τη λεγόμενη «Θεωρία των απομνημονευμάτων», θεωρούσε ότι το ρόλο του χρήματος δεν τον επιτελεί ο πραγματικός, αλλά ο ιδεατός (αφηρημένος) χρυσός. Ενώ οι εκπρόσωποι της παλιάς αστικής σχολής (Σ. Κισελιώφ, Ν. Ντερεβένκο, Λ. Βόλιν, Σ. Περβούσιν) αντίθετα υπεδείκνυαν την άμεση σχέση, την περίοδο της ΝΕΠ, μεταξύ του χάρτινου χρήματος και του χρυσού, ταυτίζοντας στην ουσία τη μεταβατική οικονομία του σοσιαλισμού με την καπιταλιστική οικονομία, πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τις οικονομικές πραγματικότητες.
Σοβιετικοί οικονομολόγοι όπως ο Α. Λεόντιεφ, ο Β. Ε. Μότιλεφ, ο Ι. Α. Τράχτενμπεργκ και άλλοι θεωρούσαν απολύτως ορθά, ότι βάση του σοβιετικού χρήματος πρέπει να είναι ο χρυσός. Ολα αυτά πάρθηκαν υπόψη στη νομισματική μεταρρύθμιση του 1922-1924. Εκείνη ακριβώς την περίοδο εισήχθη από το σοβιετικό κράτος στην κυκλοφορία μια σταθερή νομισματική μονάδα - το τσερβόνετς (σ.μ.: χαρτονόμισμα των 10 ρουβλιών), που στηριζόταν κατά το 1/4 σε πολύτιμα μέταλλα, σε σταθερό ξένο συνάλλαγμα σύμφωνα με τη χρυσή ισοτιμία και επίσης σε εμπορεύματα που ήταν εύκολο να πουληθούν. Η εισαγωγή και η κυκλοφορία του τσερβόνετς ήταν μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στη σφαίρα της χρηματικής κυκλοφορίας, αλλά και από τη σκοπιά της ανάπτυξης όλης της μεταβατικής οικονομίας του σοσιαλισμού.
Αρχίζοντας από τη δεκαετία του ’20 και μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ στην οικονομική βιβλιογραφία δεν σταματούσε η συζήτηση για το ρόλο του νόμου της αξίας, ως ρυθμιστή των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Και όλα άρχισαν από το πρόβλημα της συσχέτισης του «αντικειμενικού» και του «υποκειμενικού» στη σοσιαλιστική οικονομία. Για πολλούς σοβιετικούς οικονομολόγους ο νόμος της αξίας παρέμενε αυθόρμητος ρυθμιστής των σχέσεων της αγοράς. Το δεδομένο πρόβλημα, από τη μια μεριά, ήταν συνδεδεμένο με τη λεγόμενη αντικειμενικότητα των οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού, από την άλλη με το πρόβλημα της συνειδητής τους αξιοποίησης με τη βοήθεια, κυρίως, της σχεδιοποίησης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Μια ορισμένη σαφήνεια για τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού, συμπεριλαμβανομένου του νόμου της αξίας, προέκυψε μετά από συζητήσεις όπως η εισήγηση του Ι. Ι. Στεπάνωφ - Σκβορτσώφ «Τι είναι πολιτική οικονομία» το 1925, και επίσης η εισήγηση του εκπροσώπου της τροτσκιστικής αντιπολίτευσης Ε. Πρεομπραζένσκι «Ο νόμος της πολυτιμότητας* στη σοβιετική οικονομία» το 1926, η συζήτηση που οργανώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΣΕ το Νοέμβρη του 1951 για το νέο σχέδιο του εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα των συζητήσεων που προαναφέρθηκαν, πολλοί σοβιετικοί οικονομολόγοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι στο σοσιαλισμό η δράση των οικονομικών νόμων έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, πράγμα που δεν έρχεται σε αντίθεση με τον υποκειμενικό παράγοντα, τη στοχοθετημένη αξιοποίησή τους με τη βοήθεια της συγκεντροποιημένης διεύθυνσης και σχεδιοποίησης της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Οι συζητήσεις για τη σχεδιοποίηση τη σοσιαλιστικής παραγωγής, όπως και για τις εμπορευματοχρηματικές (αγοραίες) σχέσεις, άρχισαν αμέσως μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Σε αυτό συντέλεσαν η εθνικοποίηση από τη σοβιετική εξουσία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η εισαγωγή του λεγόμενου εργατικού ελέγχου. Αρνούμενοι το ίδιο το γεγονός της εθνικοποίησης και της εισαγωγής του εργατικού ελέγχου, οι αστοί οικονομολόγοι (Α. Ν. Ντολγκώφ, Σ. Ν. Προκόποβιτς, Β. Ι. Γκρινεβέτσκι, Λ. Μ. Κάφενγκαουζ) αρνούνταν κατηγορηματικά τη σχεδιοποίηση ως κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο, θεωρώντας, ότι η σοβιετική οικονομία πρέπει να αναπτυχθεί στα όρια της αυθόρμητης ιδιωτικοκαπιταλιστικής οικονομίας.
Σε διάκριση από τους αστούς οικονομολόγους οι εκπρόσωποι του κόμματος των μπολσεβίκων με επικεφαλής τον Β. Ι. Λένιν αναγνώρισαν αμέσως την αναγκαιότητα σχεδιοποίησης της εθνικοποιημένης οικονομίας, πράγμα για το οποίο μαρτυρεί το οικονομικό πρόγραμμα του 1ου Συνεδρίου του Συμβουλίου Λαϊκής Οικονομίας, που συνήλθε το Μάη του 1918.
Παρά τους αστούς οικονομολόγους την ιδέα της σχεδιοποίησης της σοβιετικής οικονομίας υποστήριξαν σθεναρά οικονομολόγοι όπως ο Σ. Γκούσεφ, ο Ι. Σκβορτσώφ - Στεπάνωφ, ο Β. Μιλιούτιν. Μεγάλη σημασία σε αυτή την κατεύθυνση είχε η εργασία του Σ. Γκούσεφ «Αμεσα ζητήματα της οικονομικής οικοδόμησης». Αυτή ακριβώς η εργασία και τέθηκε στη βάση της απόφασης για το ενιαίο οικονομικό πλάνο, που πάρθηκε στο 9ο Συνέδριο του ΡΚΚ(μπ). Μάλιστα, τόσο ο Β. Ι. Λένιν, όσο και οι οικονομολόγοι που αναφέρθηκαν θεωρούσαν, ότι τα πλάνα της λαϊκής οικονομίας πρέπει να βασίζονται σε νέα τεχνική βάση, πράγμα που βρήκε την αντανάκλασή του στο λεγόμενο πλάνο ΓΚΟΕΛΡΟ (σ.μ.: σχέδιο εξηλεκτρισμού) - το πρώτο ενιαίο πλάνο της λαϊκής οικονομίας του σοβιετικού κράτους.
Εξέχοντα ρόλο στην επεξεργασία της αντίληψης της σχεδιοποίησης της λαϊκής οικονομίας στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας έπαιξε ο Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι. Σε αυτήν την ιδέα ο Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι έμεινε πιστός και την εποχή της ΝΕΠ, την εποχή της αναβίωσης των αυθόρμητων αγοραίων σχέσεων. Σε αυτόν ακριβώς ανέθεσε ο Β. Ι. Λένιν να κάνει συμπληρώσεις στον απολογισμό της επιτροπής σχεδιασμού προς το 9ο πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ σχετικά με το ότι «η νέα οικονομική πολιτική δεν αλλάζει το ενιαίο κρατικό οικονομικό σχέδιο και δεν βγαίνει έξω από τα πλαίσιά του, αλλά αλλάζει τον τρόπο της πραγματοποίησής του»[6].
Υποστηρικτές της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης τη δεκαετία του ’20 ήταν οι γνωστοί κομματικοί και κρατικοί παράγοντες: Φ. Ε. Ντζερζίνσκι, Λ. Μ. Κράσιν, Β. Β. Κούιμπισεφ, Γ. Κ. Ορζονικίτζε, Α. Ν. Τσιουρούπα, Β. Γ. Τσούμπαρ και άλλοι.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι το πρόβλημα του άριστου συνδυασμού του πλάνου και της αγοράς εμφανίστηκε από τη δεκαετία του ’20 του περασμένου αιώνα. Αυτό το πρόβλημα παρέμενε επίκαιρο σε όλα τα στάδια ύπαρξης της σοβιετικής εξουσίας. Οσο συνέβαινε αυτό, μερικοί οικονομολόγοι αντιπαρέθεταν το πλάνο στην αγορά, ενώ άλλοι θεωρούσαν απολύτως αποδεκτή τη συνύπαρξή τους στα όρια της σοσιαλιστικής οικονομίας. Το σύνθημα «όχι πλάνο», αλλά «αγορά» το υποστήριζαν ανοιχτά, πρώτα από όλα, αστοί οικονομολόγοι. Και αντίθετα, οι καθοδηγητές του κόμματος και του κράτους, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι απολύτως λογικά έβλεπαν το πλάνο της λαϊκής οικονομίας ως εργαλείο, με τη βοήθεια του οποίου είναι δυνατό να ξεπεραστεί το αυθόρμητο των εμπορευματοχρηματικών (αγοραίων) σχέσεων. Μια τέτοια θέση υποστήριζαν ενεργητικά οι Γ. Α. Αλεξάντρωφ, Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι, Β. Β. Κούιμπισεφ, Λ. Μ. Κράσιν, Σ. Γ. Στρουμίλιν. Σε σχέση με αυτό είναι ενδεικτική η θέση του Σ. Γ. Στρουμίλιν, κατά τη γνώμη του οποίου είναι απαραίτητο να περιορίζονται οι αυθόρμητες καπιταλιστικές (εμπορευματοχρηματικές) σχέσεις και τις σοσιαλιστικές εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, που υπόκεινται σε σχεδιοποιημένη ανάπτυξη[7]. Ομως και ανάμεσα στους σοβιετικούς οικονομολόγους υπήρχαν οικονομολόγοι που θεωρούσαν, ότι σε κάθε περίπτωση οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μπορούν να εμφανίζονται μόνο με αυθόρμητη μορφή. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη τους, στο σοσιαλισμό μπορούν να υπάρχουν μόνο μη εμπορευματικοί δεσμοί (σχέσεις).
Κάνοντας λόγο για την ανάπτυξη της διαδικασίας σχεδιοποίησης στην ΕΣΣΔ, μας φαίνεται απολύτως τεκμηριωμένη η προσέγγιση του Β. Ι. Μεζλάουκ, που ξεχώριζε δυο φάσεις στη σοβιετική σχεδιοποίηση: μέχρι το 1928, όταν ετοιμάζονταν ετήσια πλάνα της λαϊκής οικονομίας και μετά το 1928, όταν άρχισαν να επεξεργάζονται και να υλοποιούν στη ζωή τα πεντάχρονα πλάνα ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας[8].
Τη δεκαετία του ’30, η συζήτηση για τις προϋποθέσεις και τις ιδιαιτερότητες της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης οξύνθηκε και σε σχέση με την εμφάνιση στη Δύση της θεωρίας του «σχεδιοποιούμενου καπιταλισμού». Και εδώ ένα ορισμένο ξεκαθάρισμα έκανε ο Β. Β. Κούιμπισεφ, κατά τη γνώμη του οποίου αντικειμενικά η σχεδιοποίηση μπορεί να εμφανιστεί μόνο στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και με την ύπαρξη της δικτατορίας του προλεταριάτου. Γι’ αυτό, σχεδιοποίηση στον καπιταλισμό δεν μπορεί αντικειμενικά να υπάρξει[9].
Η επιτυχής εκπλήρωση των πρώτων δυο πεντάχρονων πλάνων έφερε στην ημερήσια διάταξη το θέμα σχετικά με τα πλεονεκτήματα της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης, για το οποίο έγραψαν κρατικοί παράγοντες (Κ. Ε. Βοροσίλωφ, Σ. Μ. Κίρωφ, Γ. Κ. Ορζονικίτζε) και σοβιετικοί οικονομολόγοι (Ι. Α. Γκλαντκώφ, Α. Λεόντιεφ, Γ. Μ. Κρζιζανόφσκι)[10].
Οπως ήδη ειπώθηκε, συζητήσεις για τα προβλήματα της αγοράς και του πλάνου, τις διασυνδέσεις και τις σχέσεις τους εμφανίζονταν σε όλα τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας. Τα πιο σημαντικά, με αυτήν την έννοια, στάδια ήταν: Η νίκη του σοσιαλισμού στη χώρα μας ως αποτέλεσμα της επιτυχούς εκτέλεσης του δεύτερου πεντάχρονου πλάνου το 1938 η εισδοχή της ΕΣΣΔ στα μέσα της δεκαετίας του ’60 του περασμένου αιώνα στην περίοδο του αναπτυγμένου σοσιαλισμού. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ γίνονταν δραστήριες συζητήσεις για τον νόμο της σχεδιοποιημένης ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας, για τη σχέση τέτιων εννοιών όπως σχεδιοποίηση και αναλογικότητα, για τη θέση και το ρόλο της πρόγνωσης, των ισολογισμών της λαϊκής οικονομίας στο σύστημα της σχεδιοποίησης. Σε σχέση με αυτό είναι ενδιαφέρουσα η άποψη για το ρόλο του προϋπολογισμού της λαϊκής οικονομίας του γνωστού κρατικού παράγοντα και όχι λιγότερο γνωστού επιστήμονα οικονομολόγου Ν. Α. Βοζνεσένσκι, κατά τη γνώμη του οποίου «Ο προϋπολογισμός της λαϊκής οικονομίας ως έκφραση της διαδικασίας της διευρυμένης σοσιαλιστικής αναπαραγωγής εμπεριέχει: πρώτον, την παραγωγή και την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, δεύτερον, την παραγωγή και την κατανομή των βασικών κονδυλίων (σ.μ.: αυτό που σε παλιότερες ελληνικές εκδόσεις αποδιδόταν ως «φόντα» σε αντίθεση με το «κεφάλαια»), τρίτον το ισοζύγιο και την κατανομή της εργατικής δύναμης, τέταρτον, την παραγωγή και την κατανομή του λαϊκού εισοδήματος, πέμπτον, το ισοζύγιο των χρηματικών εσόδων και εξόδων του πληθυσμού, έκτον, το ισοζύγιο και την κατανομή των υλικών πόρων»[11].
Η μελέτη της ιστορίας των συζητήσεων στην ΕΣΣΔ για το πρόβλημα της αγοράς και του σχεδίου (1920 - 1991) έδειξε, ότι και τα δυο αυτά προβλήματα κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου ύπαρξης της ΕΣΣΔ βρίσκονταν στο κέντρο της προσοχής τόσο της θεωρίας, όσο και της πρακτικής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Δυστυχώς, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ νίκησε στη Ρωσία η άποψη ότι για τις εμπορευματοχρηματικές (αγοραίες) σχέσεις είναι χαρακτηριστική μόνο η αυθόρμητη (καπιταλιστική) μορφή ανάπτυξης. Το λεγόμενο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας, που επιβλήθηκε στη σημερινή Ρωσία στηρίζεται πλήρως στην αυθόρμητη αντίληψη της ανάπτυξης των σχέσεων της αγοράς. Παράλληλα, αγνοείται η θετική εμπειρία ανάπτυξης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων τόσο στην πρώην ΕΣΣΔ, όσο και στη σημερινή Κίνα και το Βιετνάμ. Ακριβώς η ανάπτυξη της οικονομίας στις χώρες που αναφέρθηκαν επιβεβαίωσε το γεγονός, ότι οι σχέσεις της αγοράς μπορούν να ρυθμίζονται αποτελεσματικά από το κράτος. Και με αυτήν την έννοια το πλάνο και η αγορά όχι μόνο δεν αντιπαρατίθενται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται οργανικά.


Ο Β. Ν. Βολόβιτς είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών, καθηγητής στο Χρηματιστικο-Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ (Αγ. Πετρούπολης).
Το κείμενο είναι εισήγηση στη διημερίδα του ΚΜΕ, 28-29 Νοεμβρίου 2002, με θέμα: «Ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής στο σοσιαλισμό και οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις».
[1] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τ. 36, σελ. 134.
[2] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τ. 44, σελ. 157.
[3] Ιστορία της Πολιτικής Οικονομίας του σοσιαλισμού. Επιμέλεια διδάκτορος Οικονομικών Επιστημών, καθηγητή Ν. Κ. Τρίφονωφ, διδάκτορος οικονομικών επιστημών, καθηγητή Λ. Ν. Σιροκοράντ, Λένινγκραντ, Κρατικό πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ, 1983, σελ. 260
[4] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τ. 45, σελ. 282.
[5] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τ. 43, σελ. 244.
* (σ.μ.: συμβατική μετάφραση της ρώσικης λέξης αξία που κυρίως εννοεί όχι την οικονομική, αλλά την υποκειμενική αξιολόγηση του πράγματος στο οποίο αναφέρεται).
[6] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τ. 54, σελ. 101.
[7] Σ. Γ. Στρουμίλιν, Στο μέτωπο του πλάνου, Μόσχα, 1958, σελ. 252.
[8] Β. Ι. Μεζλάουκ, Το μπολσεβίκικο πλάνο, Το Πλάνο, 1936, Νο 4, σελ. 5 - 9.
[9] Β. Β. Κούιμπισεφ, Ο Λένιν και ο Στάλιν για τη σοσιαλιστική σχεδιοποίηση, Μπολσεβίκ, 1934, Νο 1, σελ. 13 - 22.
[10] Κ. Ε. Βοροσίλωφ, Για τα συμπεράσματα του πρώτου πεντάχρονου, Μόσχα, 1933. Σ. Μ. Κίρωφ, Στο ιστορικό κατώφλι ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο πεντάχρονο πλάνο, Μόσχα, Λένινγκραντ, 1932. Α. Λεόντιεφ, Βασικές αρχές του πεντάχρονου, Μόσχα, Λένινγκραντ, 1930.



[11] Ν. Α. Βοζνεσένσκι, Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ την περίοδο του πατριωτικού πολέμου, Μόσχα, 1948, σελ. 64 - 65.

Οι τζιχαντιστές των γηπέδων

   Οι τζιχαντιστές των γηπέδων


Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Στην ποδοσφαιρική Ευρώπη το Σαββατοκύριακο κύλησε υπό το φόβο ενός νέου χτυπήματος των Τζιχαντιστών, ενώ στις Βρυξέλες αναβλήθηκε προληπτικά, για λόγους ασφαλείας, ένα παιχνίδι του Βελγικού πρωταθλήματος. Στην Ελλάδα ο εχθρός βρισκόταν εντός των τειχών, στις κερκίδες της Λεωφόρου, αφήνοντας πίσω του ένα γήπεδο Γης Μαδιάμ, και το ελληνικό ποδόσφαιρο σε κώμα ή μάλλον στο αντίθετο της νεκροφάνειας: από μέσα πεθαμένο και απόξω ζωντανό.
Στο ισπανικό κλάσικο, Ρεάλ-Μπαρτσελόνα, οι οπαδοί της γηπεδούχου έβλεπαν την ομάδα τους να ταπεινώνεται με 0-4 απ’ τη μεγάλη της αντίπαλο, αλλά δεν είχαν κανένα κόμπλεξ να χειροκροτήσουν τον καλύτερο παίκτη των Καταλανών, τον Αντρές Ινιέστα, καθώς γινόταν αλλαγή και αποχωρούσε από τον αγωνιστικό χώρο. Στην Ελλάδα, το ντέρμπι των αιωνίων δεν έφτασε καν στο ζέσταμα των παικτών και αρκετά πρωτοσέλιδα το βάφτισαν πολύ εύστοχα «ελ κάφρικο».
Τα παραπάνω πυροδότησαν ένα νέο κύκλο αφόρητων κλισέ: ανεγκέφαλοι, αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται, Ουγκάντα, η Θάτσερ στην Αγγλία, και δε συμμαζεύεται.
Η αλήθεια είναι πως στην Ουγκάντα και σε άλλες χώρες του τρίτου κόσμου δεν υπάρχουν οργανωμένοι κανίβαλοι-χούλιγκαν, γιατί δεν είναι τόσο ανεπτυγμένες οικονομικά και δε χρειάζεται, κατά κανόνα, να αφιονίζουν με τέτοιο τρόπο τη νεολαία και τα λαϊκά στρώματα, για να διοχετεύουν την ενέργειά τους σε ακίνδυνα (για την εξουσία) ρυάκια.
Ότι η Θάτσερ το μόνο που κατάφερε ήταν να φτιάξει μια ωραία βιτρίνα εντός γηπέδων, μετατοπίζοντας αυτούσιο το πρόβλημα έξω από αυτά. Ενώ οι Άγγλοι φίλαθλοι παραμένουν ακόμα και σήμερα δημόσιος κίνδυνος στις μαζικές μετακινήσεις τους εκτός νησιού.
Κι ότι αυτό το περιβόητο «μόνο στην Ελλάδα γίνονται» είναι ένας αστικός μύθος, όπως αποδεικνύουν πχ τα σοβαρά επεισόδια στο Σάλκε-Μπάγερν, την ίδια ακριβώς μέρα, με τη διοίκηση των Βαυαρών να εκδίδει ανακοίνωση, για να ζητήσει συγνώμη.

Αλλά το πιο βασικό είναι άλλο. Όποιος μιλάει για τζιχαντιστές χούλιγκαν, αφήνοντας έξω από το κάδρο της ευθύνης τις ΠΑΕ, την Ομοσπονδία και την Πολιτεία, «ξεχνάει» επιμελώς να αναφέρει ποιος δημιούργησε κι εξόπλισε αυτούς τους τζιχαντιστές. Κι όποιος κατασκευάζει πλαστά δίπολα, χούλιγκαν vs αξιότιμοι παράγοντες του ποδοσφαίρου, θυμίζει πολύ τα εύκολα σχήματα περί «σύγκρουσης των πολιτισμών», μεταξύ Ισλάμ και πολιτισμένης Ευρώπης. Λες και ο κάφρος με τον πρόεδρο δε μοιράζονται τις ίδιες «ευρωπαϊκές αξίες» της νίκης με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, δεν αλληλοτροφοδοτούνται και δεν προϋποθέτουν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, ο «προεδράρας» τον «υπέροχο λαό».
Στο ποδόσφαιρο, όπως και στην πραγματική ζωή, που καθρεφτίζεται στα γήπεδα, ο εχθρός είναι εντός των τειχών και δεν είναι άλλος από τα μεγάλα συμφέροντα που το λυμαίνονται και φανατίζουν τον κόσμο.
Να σκοτώνονται οι οπαδοί για τ’ αφέντη το φαΐ

Συμβολαιακή γεωργία: πεδίον τραπεζικής δόξης λαμπρόν

 Συμβολαιακή γεωργία: πεδίον τραπεζικής δόξης λαμπρόν


Πολύς λόγος γίνεται εδώ και δυο χρόνια περίπου για την τραπεζική συμβολαιακή γεωργία (και κτηνοτροφία). Πρωταγωνιστής σ' αυτό το καινούργιο χρηματοπιστωτικό παιχνίδι αναδεικνύεται η τράπεζα Πειραιώς. Ήταν ένα αναμενόμενο βήμα για τον Μιχάλη Σάλλα, αφού πρώτα καρπώθηκε το κερδοφόρο κομμάτι της πρώην Αγροτικής Τράπεζας. Ήδη, σ' αυτό το παιχνίδι συμμετέχουν καμμιά δεκαπενταριά χιλιάδες αγροτοκτηνοτρόφοι και καμμιά εκατονπενηνταριά συνεταιρισμοί κι επιχειρήσεις εμπορίας και μεταποίησης αγροτικών προϊόντων σε ολόκληρη την χώρα ενώ τα συνολικά κονδύλια πίστωσης που έχουν χορηγηθεί αγγίζουν το μισό δισ. ευρώ.

Πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι, με απλά λόγια; Η τράπεζα κάνει ένα "προξενιό" παραγωγού και εμπόρου, ένα συμβόλαιο δηλαδή, την καλή εκτέλεση του οποίου εγγυάται υπό όρους. Μ' αυτό το συμβόλαιο, η τράπεζα εξασφαλίζει στους παραγωγούς "την απαιτούμενη ρευστότητα τη στιγμή που τη χρειάζονται" αλλά και "εγγυημένη πληρωμή της παραγωγής", η οποία θα διατεθεί στον συμβαλλόμενο έμπορο σε προκαθορισμένη ημερομηνία και προκαθορισμένη τιμή.

Ενδιαφέρον: η στήριξη της ελληνικής κτηνοτροφίας αποτελεί προτεραιότητα για την Τράπεζα Πειραιώς (!)

Με την πρώτη ματιά, δεν φαίνεται κάτι κακό σε όλα τούτα. Ο παραγωγός πάει με την σιγουριά ότι έχει εξασφαλισμένη την πώληση των προϊόντων του σε συγκεκριμένη τιμή και ο έμπορος μπορεί να προγραμματίσει την δουλειά του με την βεβαιότητα ότι θα έχει ό,τι χρειάζεται την κατάλληλη στιγμή και με δεδομένη τιμή. Άλλωστε, η προσυμφωνία παραγωγού-αγοραστή είναι κάτι που γίνεται πολλά χρόνια τώρα. Η τραπεζική συμβολαιακή προσφέρει επί πλέον, τόσο στον παραγωγό όσο και στον έμπορο, την σιγουριά ότι θα έχουν αρωγό τους την τράπεζα αν πάει κάτι στραβά. Μόνο που όλα τούτα μάλλον ακούγονται πολύ "αγγελικά φτιαγμένα" για έναν καπιταλιστικό κόσμο. Κι ας γίνουμε σαφέστεροι, παίρνοντας τα πράγματα με την σειρά.

Πρώτα-πρώτα, το μόνο σίγουρο είναι πως ο παραγωγός που προστρέχει στην τραπεζική συμβολαιακή γεωργία ή κτηνοτροφία, το κάνει όχι επειδή εξασφαλίζει αγοραστή αλλά επειδή έχει ανάγκη για χρηματοδότηση (για να παραφράσουμε το γνωστό ανέκδοτο: αγοραστές υπάρχουν, λεφτά πού θα βρούμε;). Ο μόνος τρόπος πλέον να βρει λεφτά, είναι να υπογράψει τέτοιο συμβόλαιο. Αλλά, επειδή οι τράπεζες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, θα πρέπει όχι απλώς να επιβαρυνθεί με ένα αρκετά τσουχτερό επιτόκιο (από 4% μέχρι 8%, ανάλογα με το είδος τής παραγωγής) αλλά να βάλει και κάποιες εγγυήσεις. Κι αφού η παραγωγή δεν γίνεται να αποτελέσει εγγύηση μιας και δεν είναι σίγουρη (π.χ. μια χαλαζόπτωση ή μια ξηρασία αρκούν για να την καταστρέψουν), πρέπει να προσημειώσει το χωράφι του ή το σπίτι του και να εκχωρήσει στην τράπεζα τις επιδοτήσεις του. Λεπτομέρεια: οι αγροτοκτηνοτροφικές επιδοτήσεις αναμένεται να φτάσουν μέχρι το 2020 τα είκοσι δισ. ευρώ.

Συνεχίζουμε. Είπαμε ήδη ότι το επιτόκιο της χρηματοδότησης εξαρτάται από το είδος τής παραγωγής. Έμμεσα, δηλαδή, η τράπεζα υποδεικνύει στον αγρότη τι να φυτέψει στο μποστάνι του ή τι ζωντανά να θρέψει στο μαντρί του, αφού π.χ. του δίνει δανεικά με 4% αν βάλει μπρόκολα και με 8% αν βάλει κουνουπίδια ενώ δεν του δίνει καν δανεικά αν βάλει παντζάρια. Με ποιό κριτήριο κάνει αυτές τις επιλογές η τράπεζα; Μα, με κριτήριο το τι ζητούν οι έμποροι με τους οποίους συμβάλλεται!

Σε μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, η παραγωγή γίνεται με τρόπο που να ικανοποιεί τις ανάγκες τού κοινωνικού συνόλου. Θεωρητικά, με βάση τα οικονομικά μοντέλα, το ίδιο γίνεται και σε μια ελεύθερη οικονομία όπου λειτουργεί ο πλήρης ανταγωνισμός και ο περίφημος νόμος προσφοράς και ζήτησης. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή, παράγονται τόσα μπρόκολα και τόσα κουνουπίδια όσα έχει ανάγκη η κοινωνία. Όμως, όταν μπαίνουν στο παιχνίδι τα μονοπώλια, οι μεγαλέμποροι κλπ, τα πράγματα αλλάζουν. Δεν είναι τυχαίο το ότι η τράπεζα, όπως λέει η ίδια στον ιστοτόπο της, δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε "ανταγωνιστικά" προϊόντα, δηλαδή σε προϊόντα τα οποία εξἀγονται. Με την τραπεζική συμβολαιακή γεωργία, το τι θα παραχθεί δεν εξαρτάται από κανέναν οικονομικό νόμο και από καμμιά κοινωνική ανάγκη αλλά από τις συμφωνίες, τα κοντράτα και τις ανάγκες που έχουν τα μονοπώλια κι οι μεγαλέμποροι.

Κλασσικό παράδειγμα όσων μόλις είπαμε, αποτελεί αυτή η προστυχιά που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ κι έχει αρχίσει να εξαπλώνεται σ' όλον τον κόσμο με τα βιοκαύσιμα: απέραντες εκτάσεις, από τις οποίες θα μπορούσαν να τραφούν εκατομμύρια ανθρώπων, καλλιεργούνται πλέον με φυτά κατάλληλα για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Η Βραζιλία, λόγου χάρη, έχει εκατομμύρια πεινασμένων αλλά η ζούγκλα τού Αμαζονίου ξηλώνεται για να φυτευτεί σόγια, η οποία χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοντήζελ. Άλλο παράδειγμα, όχι λιγώτερο πρόστυχης πρακτικής, είναι η καλλιέργεια τεράστιων εκτάσεων των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ με κριθάρι και βρώμη που χρησιμοποιούνται ως τροφή για τα βοοειδή, δηλαδή την "πρώτη ύλη" των πάσης φύσεως χαμπουργκεράδικων τύπου ΜακΝτόναλντς.

Πάμε παρακάτω. Καθώς μιλάμε για γεωργική παραγωγή, η σύναψη συμβολαίου δεν είναι κάτι απλό. Δεν μπορείς να πεις απλώς ότι θα βγάλω στάρι και θα το πουλήσω προς τόσο το κιλό, διότι δεν ξέρεις ούτε πόσο θα βγάλεις ούτε τι ποιότητα θα έχει αυτό που θα βγάλεις. Κλείνεις, ας πούμε, συμφωνία για πέντε τόννους αλλά λόγω καιρικών συνθηκών βγάζεις μόνο τρεις. Ή βγάζεις πέντε αλλά η ποιότητα είναι χαμηλότερη της συμφωνημένης. Τί να σου κάνει κι ο έμπορος που τον κρέμασες; Να σου πληρώσει το πίτουρο για στάρι ή να φορτωθεί το κόστος να ψάξει αλλού τους δυο τόννους που λείπουν; Ο άνθρωπος έχει κάνει τα κουμάντα του κι εσύ δεν είσαι εν τάξει, άρα ποιός πρέπει να πληρώσει την ζημιά;

Για να αποφευχθούν όσο το δυνατόν περισσότερα στραβοπατήματα, η τραπεζική συμβολαιακή γεωργία προβλέπει έλεγχο της παραγωγής σε όλα τα στάδια από την τράπεζα (κυρίως) κι από τον αντισυμβαλλόμενο. Σε τελική ανάλυση, ο παραγωγός δεν αποφασίζει ούτε πότε θα σπείρει ούτε τι σπόρο θα χρησιμοποιήσει ούτε τι λιπάσματα θα ρίξει ούτε πότε θα θειαφίσει ούτε πότε θα κλαδέψει. Άλλοι θα του υποδείξουν τα πάντα, από το πού θα αγοράσει σπόρους ή λιπάσματα και τι είδους μέχρι το πώς θα μεταφερθούν τα προϊόντα του μετά την συγκομιδή. Με άλλα λόγια, ο πρώην ανεξάρτητος παραγωγός μετατρέπεται σε ενεργούμενο της τράπεζας και των μεγαλεμπόρων και καταντάει απλός εργάτης στο δικό του χωράφι, με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ψωμί, που κι αυτό είναι αμφίβολο αν θα του μείνει στο τέλος.

Από τον ιστοτόπο τής Τράπεζας Πειραιώς: "Επιτυχημένη διεθνής εμπειρία" με παράδειγμα το Βιετνάμ (!)
Προσέξτε πώς η τράπεζα χτυπάει δυο τρυγόνια (αγοραστής-παραγωγός) με ένα συμβόλαιο-σμπάρο.

Δεν είναι τυχαίο το ότι η τραπεζική συμβολαιακή γεωργία-κτηνοτροφία προωθείται σε μια περίοδο που η συντριπτική πλειοψηφία των παραγωγών αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και ενώ κάθε νέα καλλιεργητική περίοδος ξεκινάει με μεγαλύτερα προβλήματα από την προηγούμενη. Ούτε είναι τυχαίο το ότι, παράλληλα με όλα αυτά, διπλασιάζεται η φορολογία των αγροτών και τριπλασιάζεται η ασφάλισή τους, πολλαπλασιάζοντας τα οικονομικά προβλήματά τους. Είναι πολύ λογικό, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι να βλέπουν την συμβολαιακή γεωργία ως σανίδα σωτηρίας.

Επειδή τα όρια ενός ιστολογικού σημειώματος είναι περιορισμένα, σταματάμε εδώ και θα ολοκληρώσουμε αύριο με μερικά αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία.

ΚΕΡΚΥΡΑ-ΛΑ.ΣΥ.ΙΟΝΙΟΥ προς πρωτοδευτερη φορα ΄΄ΑΡΙΣΤΕΡΑ΄΄



Επερώτηση 1η
Το Αγροτικό οδικό δίκτυο σε όλα τα νησιά του Ιονίου είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Σε πολλά σημεία
του είναι αδιάβατο ακόμα και από βαριά οχήματα (τρακτέρ). Έχει κυριολεκτικά εγκαταλειφθεί εδώ
και 6 χρόνια από όλες τις τοπικές διοικήσεις (νομαρχίες, δήμους, περιφέρεια). Η κατάσταση έχει
χειροτερέψει ραγδαία μετά τις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου του 2015 στην Κεφαλονιά και τον
πρόσφατο σεισμό της Λευκάδας.
Αυτό έγινε σκόπιμα με στόχο να υπάρχει ένα ακόμα «κίνητρο» στην εγκατάλειψη της Αγροτικής και
κτηνοτροφικής παραγωγής. Όταν επίσης είναι γνωστό ότι το αγροτικό οδικό δίκτυο διευκολύνει την
πυροπροστασία και παράλληλα αξιοποιείται για οδοιπορικούς περιπάτους από τουρίστες.
Είναι γνωστό ότι από τον Καλλικράτη υπεύθυνοι για την συντήρηση της αγροτικής οδοποιίας είναι οι
δήμοι. Όμως η περιφέρεια μπορεί να συμβάλλει με χρηματοδότηση στους αντίστοιχους δήμους.
Παρότι το θέμα έχει τεθεί επανειλημμένα από την Λαϊκή Συσπείρωση στην προηγούμενη
περιφερειακή αρχή (ΝΔ) και στην τωρινή (Σύριζα-ΑΝΑΣΑ), επιδείχθηκε και από τους δύο παροιμιώδης
αναλγησία και πολιτική αναισθησία. Μάλιστα στις αρχές του 2015 μετά από πρόταση της Λαϊκής
Συσπείρωσης το Περιφερειακό Συμβούλιο ομόφωνα αποφάσισε να απαιτήσει από την κυβέρνηση
κονδύλι 500.000 ευρώ για άμεσες παρεμβάσεις στην αγροτική οδοποιία σε όλα τα Ιόνια Νησιά μέσω
των αντίστοιχων δήμων. Τίποτα δεν έγινε από την περιφερειακή πλειοψηφία ούτε βέβαια από τις
δημοτικές πλειοψηφίες των Δήμων. Ο αρμόδιος Αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Οικονομίας κ.
Φοντάνας περί άλλων τυρβάζει (προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τον Σύριζα Νο 2 και να προωθήσει
τους στόχους της ΕΕ για διασυνοριακή συνεργασία…). Δεν του καίγεται καρφί για το χάλι των
αγροτικών δρόμων.
Η ελαιοσυλλογή ήδη άρχισε σε όλα τα Ιόνια Νησιά. Υπάρχει γενικευμένη κατακραυγή από τους
αγρότες για την αδιαφορία των Δήμων και της Περιφέρειας.
Επερωτάσθε:
1) ποιες ενέργειες άμεσης παρέμβασης προτίθεστε να κάνετε σε συνεργασία με τους δήμους για την
επιδιόρθωση του Αγροτικού οδικού δικτύου;
2) τι ενέργειες κάνατε για τη διεκδίκηση των 500.000 ευρώ από την κυβέρνηση;
23/11/2015 Για τη Λαϊκή Συσπείρωση
Θεόδωρος Γουλής
Ιωάννης Κορφιάτης
Επερώτηση 2η
Μετά τον πρόσφατο σεισμό της Λευκάδας παρουσιάστηκαν ρωγμές κα έπεσαν σοβάδες στο κτιριακό
συγκρότημα του 1ου ΕΠΑΛ της Κέρκυρας, το οποίο και έκλεισε για αρκετές ημέρες.
Η τουλάχιστον προβληματική στατική επάρκεια του συγκεκριμένου σχολικού συγκροτήματος είναι
γνωστή στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και στο Δήμο και στη Περιφέρεια εδώ και χρόνια. Παρότι
έχουμε ζητήσει επίσημη ενημέρωση του Περιφερειακού Συμβουλίου (και της Λαϊκής Συσπείρωσης)
αυτή δεν δίνεται.
Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν έχει γίνει, ούτε προγραμματίζεται καμία παρέμβαση από την
Περιφέρεια και τον Δήμο Κέρκυρας, μετά και από την κατάργηση του ΟΣΚ. Υπάρχουν προτάσεις από
τους Συλλόγους των καθηγητών που έχουν ριχτεί στο κάλαθο των αχρήστων.
Επερωτάσθε:
· Αν έχει γίνει τώρα έλεγχος της στατικής επάρκειας του κτιριακού συγκροτήματος και ποια είναι
τα συμπεράσματα αυτού του ελέγχου;
· Σε τι ενέργειες προτίθεστε να προβείτε ώστε να ξεκινήσουν ουσιαστικοί και ενδελεχείς έλεγχοι
(κι όχι μόνο εποπτικοί) όλων των σχολικών μονάδων (ακόμη και των γυμναστηρίων και των
πολιτιστικών κέντρων στα οποία τα παιδιά μας περνούν αρκετές ώρες εβδομαδιαία), δηλαδή
έλεγχοι για τη στατική επάρκεια των κτιρίων, εάν υπάρχουν έξοδοι διαφυγής, πυρασφάλεια,
επάρκεια σε προαύλια, χώροι συγκέντρωσης, όχι πολυώροφα, αντοχή σε μεγαλύτερες
επιταχύνσεις κλπ, σύμφωνα με τους τελευταίους αντισεισμικούς κανονισμούς του 2003 (Γενικό
Σχέδιο Πολιτικής Προστασίας). Για όσα κτίρια δεν προκύπτει αντισεισμική επάρκεια να
αντικατασταθούν με σύγχρονα αντισεισμικά κτίρια. Να συνταχθεί επικαιροποιημένο μητρώο
ελέγχων.
· Ανέγερση σύγχρονων και ασφαλών σχολικών συγκροτημάτων 100% δημόσιου χαρακτήρα,
χωρίς εμπλοκή των ΣΔΙΤ (Σύμπραξη Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα) και λογής επιχειρηματιών,
καθώς ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός τους θα έχει σαν αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση
των κερδών τους κι όχι το κοινωνικό συμφέρον. 
· Τακτική και ουσιαστική ενημέρωση και προετοιμασία των πολιτών και ειδικότερα των μικρών
μαθητών με Προγράμματα Αντισεισμικής Αγωγής, για γρήγορη εκκένωση και διαφυγή.
· Δημιουργία ενιαίου κρατικού φορέα Αντισεισμικής Θωράκισης, με διάθεση πόρων για την
ουσιαστική κάλυψη των λαϊκών μας αναγκών».
23/11/2015 Για τη Λαϊκή Συσπείρωση
Θεόδωρος Γουλής

Ιωάννης Κορφιάτης 

Ελ Ντάμπα, στρατόπεδο συγκέντρωσης κομμουνιστών και αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης

   Ελ Ντάμπα, στρατόπεδο συγκέντρωσης κομμουνιστών και αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης


Γράφει ο Αρης Καρρέρ //
Η Ελ Ντάμπα είχε συνδέσει την ύπαρξή της με την περίοδο της μάχης του EL ALAMEIN  κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου.  Εκεί πρωτο-οδηγήθηκαν οι αιχμάλωτοι Γερμανοί (και όχι μόνο) που πιάστηκαν κατά την περίφημη αυτή μάχη. Αργότερα, με πρόσχημα τα λεγόμενα «Δεκεμβριανά» η κυβέρνηση Παπανδρέου σε συνεννόηση με τους Αγγλους βρήκε τρόπο να ξαποστείλει από τα πόδια της τους ΕΑΜίτες-ΕΛΑΣίτες.
Συγκεκριμένα:
Στις 3 του Δεκέμβρη του 1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια που είχε δώσει για το συλλαλητήριο του ΕΑΜ και παράλληλα δίνει εντολή επίθεσης της αστυνομίας και του παρακράτους εναντίον του άοπλου πλήθους, με τη συγκατάβαση φυσικά του Σκόμπυ. Αποτέλεσμα 24 νεκροί και 160 τραυματίες. Τις μέρες που ακολούθησαν οι Αγγλοι άρχισαν ένα άγριο κι εκτεταμένο πογκρόμ συλλήψεων. Από παιδιά μέχρι γέρους, ανεξαρτήτου μόρφωσης και πολιτικών πεποιθήσεων, συλλαμβάνονται και οδηγούνται αρχικά στο Γουδί και στη συνέχεια στο Χασάνι το οποίο είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Για την Ελ Ντάμπα έφυγαν τρεις αποστολές από το Χασάνι με τα πλοία «Μανίλγα», «Καμερόνια» και «Φρίντα». Δυστυχώς όμως, δεν έχει εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των ομήρων που «φιλοξενήθηκαν» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπολογίζεται από τα διάφορα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από τους ελνταμπίτες, πως αυτός μόνον για το στρατόπεδό τους έφθανε τους 8-10.000 ομήρους.
Από την Ελ Ντάμπα πέρασαν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που αργότερα χάρισαν το γέλιο στον ελληνικό λαό ή τον έκαναν να δακρύσει. Ενας από τους χαρισματικούς αυτούς ανθρώπους που πολλοί τον πρόλαβαν στο θέατρο και άλλοι στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, είταν ο αείμνηστος ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Μόλις γύρισε πίσω, έκατσε κι έγραψε τις εμπειρίες του από τα «σύρματα» και το 1980 το χρονικό εκδίδεται από την «Σύγχρονη Εποχή».
Αξίζει όμως ν’ αφιερώσουμε μερικές αράδες στον ελνταμπίτη ηθοποιό και ζωγράφο.
karer4
«Νάμαστε λοιπόν στην Αίγυπτο. Βρισκόμασταν μήπως στο τέρμα του ταξιδιού μας; Αμ’ αυτό δε το μάθαμε στην Ελλάδα και θα το μαθαίναμε εδώ που βλέπουμε μόνο Εγγλέζους; Από το Πορτ-Σάιντ δεν είδαμε τίποτε εκτός από έναν παράξενο κίτρινο ήλιο, γιατί αμέσως από το καράβι μας φορτώσανε σε κάτι βαγόνια («Ιπποι οκτώ») και ξεκινήσαμε ξανά προς το άγνωστο. Μας είχαν φορτώσει όπως οι Γερμανοί φόρτωναν τους Εβραίους, μόνο που δεν είμαστε τόσο στριμωγμένοι και η πόρτα του βαγονιού είταν ανοιχτή. Ετσι μπορούσαμε να βλέπουμε κατά τη διαδρομή την Αίγυπτο. Σε κάθε σταθμό που σταματούσαμε για λίγο, μερικοί Αιγύπτιοι ξεφεύγανε από την επιτήρηση της Αγγλικής Στρατιωτικής Αστυνομίας , πλησιάζανε την πόρτα του βαγονιού και μας προσφέρανε τσιγάρα «ανταλλαγή». Και βάζανε οι όμηροι πουκάμισα, πουλόβερ, κασκόλ, και τα δίνανε για ένα πακέτο θλιβερά τσιγάρα… Εδωσα κι εγώ ένα κασκόλ που είχα και πήρα τσιγάρα. Σε κάθε σταθμό γινότανε και μια περίεργη μάχη. Την τελευταία στιγμή, καθώς έφευγε το τρένο, οι… αντίπαλοι προσπαθούσαν ν’ αρπάξουν το «είδος» χωρίς να δώσουν το δικό τους ή δίνανε την τελευταία στιγμή οι Αιγύπτιοι το πακέτο και πολλές φορές αντί για τσιγάρα ήτανε γεμάτο με χαρτιά. Νάχεις δώσει το πουλόβερ σου για ένα πακέτο τσιγάρα και να παίρνεις ένα κουτί χαρτιά! Καλά το πουλόβερ, μα να σου μένει η λαχτάρα του τσιγάρου… Και η Α.Σ.Α της Αγγλικής Αυτοκρατορίας να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Περάσαμε τη μέρα μας διασχίζοντας την Αίγυπτο, αλληλοκλεβόμενοι με τους Αιγυπτίους, θαυμάζοντας τους παραποτάμους του Νείλου και πότε-πότε στενάζοντας την μοίρα μας,
Δακρύζοντας για τους δικούς μας που όλο και τους αφήναμε πιο μακριά μας.
Νύχτωνε για τα καλά. Τη Γεναριάτικη μέρα που στην Αίγυπτο ήτανε σαν Ανοιξη, την διαδέχθηκε καθώς έπεσε το βράδυ, μια φοβερή παγωνιά. Κλείσαμε την πόρτα του βαγονιού και όλοι μαζί ζαρώσαμε σε μια γωνιά. Το κρύο ήταν ανυπόφορο και δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι. Ρίξαμε τις κουβέρτες μας πάνω στα κεφάλια μας, μα τίποτα δεν μας έσωζε από την παγωνιά. Μπήκε πάλι σ’ ενέργεια το κόλπο της φωτιάς. Ανάψαμε χαρτιά μέσα στο βαγόνι. Και πάλι δε θυσίασα τα γράμματα για μισό λεπτό ζεστασιάς.
Κατά τις τρεις τη νύχτα σταμάτησε το τρένο στη μέση της ερημιάς. Μας κατεβάσανε, βαγόνι-βαγόνι και μας πήγανε εκεί κοντά σε μια παράγκα και μας έδωσαν μια κούπα τσάι και λίγα μουχλιασμένα μπισκότα. Καθώς ήμαστε στην ουρά, λέει ένας του βαγονιού μου στον Αράπη που μας έκανε διανομή:
— Βάλε μπόλικο βρε σκατά.
— Σκατά να φας, του απάντησε ο Αράπης.
Μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό. Τρεις η ώρα, νύχτα μέσα στην έρημο, και ν’ ακούς  μια τόσο πολυμεταχειρισμένη λέξη, κι όχι καν στη γλώσσα του Καμπρόν μα ελληνικότατα! Αυτό μας έδωσε κουράγιο. Βρισκόμασταν κάπου που ακόμα και οι Αράπηδες μιλάνε ελληνικά. Ξανακλειστήκαμε στις σιδηροδρομικές φυλακές μας και ξεκινήσαμε πάλι τουρτουρίζοντας και μασώντας τα μουχλιασμένα μπισκότα της Αγγλικής Αυτοκρατορίας. Δεν κλείσαμε μάτι. Είχε βγει ο ήλιος για καλά, όταν αράξαμε στην…Ιθάκη. Και για να πάρω θάρρος ξανάφερα στη σκέψη μου τους στίχους του ποιητή:
Σα βγης στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο «Εσατζή» μη φοβάσαι.
Τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρης.
Αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον άγριο «Εσατζή» δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανής μεσ’ στην ψυχή σου,
κι αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
karer3
Και η Ιθάκη για μένα ήτανε η ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ. Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχανε οι Εγγλέζοι μέσα στα αφρικανικά χώματα. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια».
Με τον Μίμη Φωτόπουλο στο Camp 380 ήταν και ο πατέρας του γράφοντος, δημοσιογράφος Αλέξης Καρρέρ. Το 2004 βάζοντας σε κάποια τάξη τα αρχεία του πατέρα μου, έπεσε στα χέρια μου ένα ντοσιέ που μου τράβηξε την προσοχή. Εγραφε: Ελ-Ντάμπα, Αθήνα 1946. Μέσα υπήρχαν κιτρινισμένα από την πολυκαιρία χειρόγραφα με γράμματα που μόλις φαίνονταν.
Το περιεχόμενό τους είχε πρωτοδημοσιευτεί σε συνέχειες (σε πρώτη μορφή), στην απογευματινή εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» αρχής γενομένης την 21η Μαρτίου του 1945. Είναι ένα μέρος της ιστορίας του πατέρα μου που άξιζε να βγει στην επιφάνεια γιατί πρόσφερε ένα ντοκουμέντο στη μεγάλη εποποιία του λαού μας που λέγεται ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.
Τις αράδες αυτές τις αφιερώνω πρωτίστως στον πατέρα μου αλλά και σε κάθε σύντροφο ή συναγωνιστή που πολέμησε ή έδωσε και τη ζωή του για τη λευτεριά της πατρίδας μας από την ξένη ακρίδα κι έμεινε πάντα ένα με το λαό για το λαό. Και κυρίως στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Ετσι θα κλείσουμε μ’ ένα πρωτόλειο κείμενο του Αλέξη Καρρέρ η Αλέξη Ακύλα στο βουνό.
«Μέσα στη φούρια για το στήσιμο της μεγάλης σκηνής, το μάτι του πήρε στα πεταχτά κάτι που τον γέμισε χαρά και αισιοδοξία. Ενιωσε ένα φτερούγισμα μέσα του, κάτι σα χάδι, σα γυναικείο αγκάλιασμα. Τίποτα δεν χάνεται, όλα σβήνουν, μα κάπου πάντα ένα φωτάκι, μια ηλιαχτίδα, ένα δένδρο, ένα αγριολούλουδο, ένας βράχος που είναι δεμένος μαζί τους, σε στεριώνουν πάλι στη ζωή.
Πέρα από τους αμμόλοφους, ανάμεσα σε δύο υψώματα, το μάτι του πήρε μια μικρή γαλάζια πινελιά, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση. Ηταν η θάλασσα, η θάλασσα της Μεσόγειος, η θάλασσα που σ’ ενώνει με την πατρίδα με ό,τι αγάπησες πιο πολύ, με ότι θυμήθηκες για να μεγαλώσεις, να γίνεις άντρας. Δεν είσαι χαμένος στην έρημο. Υπάρχει εκεί η θάλασσα που θα σε ξαναφέρει κάποτε στις ρίζες σου.
Φτάνοντας εκεί τα ξημερώματα με το τρένο, ο Γιάννης Αχτύπης, είδε καρφωμένη πάνω σ’ ένα στύλο μια επιγραφή: “EL-DABA” κι ύστερα πιο κάτω μια θάλασσα από σκηνές, από συρματοπλέγματα από στύλους , με δυνατά φώτα που έριχναν προβολείς κι έξω από το στρατόπεδο.
Πριν φτάσουμε στην Ελ-Ντάμπα, από τη μισάνοιχτη πόρτα του βαγονιού, όπου στεκόταν ένας στρατιώτης του αγγλικού στρατού με το αυτόματο στο χέρι, είδαμε φευγαλέα μια άλλη επιγραφή που έγραφε “EL ALAMEIN”.
Τότε κατάλαβα που βρισκόμασταν γιατί προηγούμενα μας είχαν φορτώσει σ’ ένα τρένο κατεβάζοντάς μας πάντα υπό την απειλή των όπλων, από το επιταγμένο φορτηγό ποστάλε που μας είχε φέρει από το Φάληρο στο Πορτ-Σάιντ Και το ταξίδι κράτησε όλη νύχτα, με το τρένο να μουγκρίζει, να ταρακουνιέται με απότομα τινάγματα. Και σαν είδαμε την επιγραφή    “EL ALAMEIN”, το σκονισμένο μυαλό μας από την αγρύπνια και τη κούραση, σα να καθάρισε για λίγο και τα μάτια προσεχτικά αναζήτησαν το τοπίο το ξακουστό. Ηταν σπαρμένο. Όσο έτρεχε το τρένο, με λογιών-λογιών σιδερικά, κατεβασμένα αεροπλάνα, αυτοκίνητα, μηχανοκίνητα, σαμπρέλες, χαρτοκιβώτια. Όλα θυμήματα σαραβαλιασμένα κι άχρηστα τώρα, στη μεγάλη μάχη που είχαμε παρακολουθήσει από τα κρυφά ραδιόφωνα στην Αθήνα με αγωνία, με λαχτάρα θα φώτιζε άραγε κι από τούτη τη μεριά; Και η Αλεξάνδρεια δεν έπεσε και η Μόσχα δεν έπεσε.
Μα μείς τώρα, πως βρισκόμαστε εδώ, κατάμεσα στην άμμο; Κείται ένα δεντρί στον ορίζοντα , μόνο κολώνες ηλεκτρικές και συρματοπλέγματα και θάλασσα και σκηνές.
Διαδεχόμαστε εδώ Γερμανούς αιχμαλώτους του “EL ALAMEIN” . Που να τους πήγαιναν άραγε τώρα; Αυτό το στρατόπεδο χωράει ίσαμε 8.000 και πάνω άτομα. Δέκα άνθρωποι σε κάθε σκηνή. Και πάνω στο καραβόπανο, στη μέσα μεριά, θυμήματα των Γερμανών αιχμαλώτων. Μπα, δεν ήταν πατριωτικά ή πολεμικά. Συναισθηματικά, ερωτικά, οικογενειακά, όπως όλοι οι φαντάροι του κόσμου, πριν γίνουν φαντάροι.
Ο   Γιάννης Αχτύπης, καθώς κοιτάζει και διαβάζει τα γραμμένα στο καραβόπανο με λογιών-λογιών χαρακτήρες    (Maria ich liebe dich fur immer, Johannes), αναθυμάται μερικά γράμματα που είχαν στείλει στους αρραβωνιαστικούς τους, στους άντρες τους, στα παιδιά τους, κοπέλες και γυναίκες της Γερμανίας, ταλαιπωρημένα γράμματα, μα φυλαγμένα με προσοχή σε κάποιο πορτοφόλι που ο ιδιοκτήτης του είχε πέσει σε μάχη με τους αντάρτες ή είχε αιχμαλωτιστεί. Και φωτογραφία με αφιερώσεις  στον Πέτερ με αγάπη και προσμονή και από δίπλα παιδικά σχεδιάσματα με χρωματιστά μολύβια Meinem Lieben Vater. Ηταν και μερικά γράμματα που επέμεναν «περιμένουμε όλοι να γυρίσεις νικητής», μα αυτός ήταν τώρα κάτω από το χώμα.
Ο Γιάννης Αχτύπης δεν κατάλαβε πως χώρισε η ομάδα που θα έμενε στη σκηνή μ’ αυτόν.  Είχαν γνωριστεί στο καράβι, είχαν γνωριστεί στο τρένο; Πάντως δεν ήταν καμιά επιλογή. Μάλλον έτσι στην τύχη. Ηταν ένας νέος εργάτης οικοδόμος, ήταν δύο τραπεζικοί υπάλληλοι, ένας λουστραδόρος, ένας εμποροϋπάλληλος,, ένας φυσικός, ένας φοιτητής της φιλολογίας κι ένα παιδί σχεδόν που δεν προφτάσει ακόμα να ξεκινήσει τη ζωή του, ήταν δεν ήταν 15 χρόνων.
Αυτοί θα μένανε μαζί μερικούς μήνες, μια ολάκερη ζωή. Ποιος ξέρει πότε μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος. Γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος εναντίον των Γερμανών. Ηταν και η συνέχεια. Ηταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που τον όριζαν».
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ
— Από τους δρόμους και τα σπίτια
Βάρκα γιαλό
Απ’ τους δρόμους και τα σπίτια
Μας μαζεύουν σαν κατσίκια
Οχ, τριαλαρί,λαρό
Βάρκα γιαλό
— Μας επήγανε στο τμήμα
Κι ύστερα σε κάποιο σύρμα
Μα οι άγγλοι καθώς πρέπει
Μας αδειάσανε την τσέπη
— Δηλαδή με άλλα λόγια
μας επήραν τα ρολόγια
και   με ξύλο και φοβέρες
επερνούσανε οι μέρες
Και μια μέρα μάνι-μάνι
μας επήγαν στο λιμάνι
— Στις μαούνες μας εβάλαν
σε καράβι μας μπαρκάραν
— Μες στ’ αμπάρια μας εκλείσαν
Κι απ’ την πείνα μας ψοφήσαν.
— Τρεις μέρες μες στο πλοίο
επεθάναμε απ’ το κρύο.
Στο Πορτ-Σάιν μας εβγάλαν
Και στο τρένο μας εβάλαν
Μας επήγαν στην Ελ Ντάμπα
Και μας βάλανε μια στάμπα.
— Μας εκλείσανε στο σύρμα
Και μας βάλανε μια φίρμα.
Δέκα-δέκα στα τσαντίρια
Και άρχισαν τα μαρτύρια
—αραπάδες μας φυλάγαν
Και οι Αγγλοι μας μετράγαν.
— Ολοι μέσα ξαπλωμένοι
Κάτω απ’ την πείνα λιγωμένοι.
— Μας εδίναν τη βδομάδα
Ένα σύκο τη δεκάδα.
Μας ταΐζουν και μπιζέλια
Που δίνουν στα κουνέλια.
— Μας εδίναν και φιστίκια
Που τα τρώγαν τα κατσίκια.
— Με σκουλήκια το ψωμί μας
Και με άμμο το φαί μας.
— Μέσ’ την ψείρα και την ψώρα
Ζούσαμε μέχρι τώρα.
— Κάναμε απεργία πείνας
Για να πάμε στην Αθήνα.
— Τανκς εφέραν είκοσι τρία
Για να λύσει η απεργία.
— Μας εβάλανε νηστεία
Μέρες είκοσι και μία.
Μα εμείς καλά κρατάμε
Και τα τρόφιμα πετάμε.
— Τότε αλλαξιές μας δίνουνε
Και τα τρόφιμα πληθύναν.
— Τότε δίνουν και παπούτσια
Ξυραφάκια και μια βούρτσα.
— Κι’ ύστερα από μια βδομάδα
Το χακί για την Ελλάδα.
— Δεν φοβόμαστε τη βία
Θέλουμε Λαοκρατία.
— Ψήφος στη Δημοκρατία
Μαύρο στη Βασιλεία.

Είναι ο Σοσιαλισμός, ΗΛΙΘΙΕ! ...

 Είναι ο Σοσιαλισμός, ΗΛΙΘΙΕ! ...

...  τη λέξη, ηλίθιε, που υπάρχει στον τίτλο,τη γράφω, απευθυνόμενος σε μια μεγ'αλη μάζα συμπολιτών μου, με την κυριολεκτική της σημασία, οι οποίοι συμπολίτες μου αναφερόμενοι στο πρόσφατο ή και μακρινό παρελθόν στην Κούβα, χρησιμοποιούσαν τουλάχιστο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, σε άψογο στυλ Άδωνι, λέγοντας "Βόρεια Κορέα και Κούβα  θα καταντήσουμε". Βέβαια οι "δημοκρατικές ελευθερίες"  που απολαμβάνει το 94% του εκλογικού σώματος είναι πρωτοφανείς. Ανάμεσα στα άλλα, τα παιδιά τους, έχουν δικαίωμα να πεινάνε ελεύθερα, να εξαθλιώνονται δημοκρατικά,χωρίς δασκάλους και καθηγητές, να μην έχουν καμιά θέση στα ΑΕΙ τα παιδιά της φτωχολογιάς, απολαμβάνοντας αέρα ελευθερίας και δημοκρατίας.
Από την άλλη τα παιδιά στα καθεστώτα του "ανελεύθερου σιδηρού παραπετάσματος" και της Κούβας βεβαίως, μορφώνονταν και χαίρονταν τη ζωή , την παιδική τους ηλικία  και την εφηβία, χαρούμενα , αισιόδοξα, όπως ταιριάζει στην ηλικία τους. Αλλά είπαμε πάνω από όλα οι "δημοκρατικές ελεύθερίες"...
Και μην ξεχνάτε , συμπολίτες. Πάση  θυσία  στο Ευρώ και την Ε.Ε.
Στο συμπέρασμα για την ποιότητα τη εκπαίδευσης στην Κούβα, καταλήγει  έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Δεν πιστεύω να νομλιζει κανένας ότι αυτές οι ύαινες θα χαρίζονταν έτσι εύκολα. Αν λοιπόν αυτά είναι τα συμπεράσματά τους, η πραγματικότητα είναι πολλές φορές καλύτερη. Όπως και το γεγονός ότι στις χώρες που άνθισε ο Σοσιαλισμό,ς τα παιδιά απολάμβαναν παιδεία που ούτε καν τολμούν να ονειρεύονται τα παιδιά στις  "δυτικές δημοκρατίες".


Κορυφαία η παιδεία στην Κούβα  Το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στη Λατινική Αμερική, συναγωνίζεται αυτά της Φινλανδίας και της Ελβετίας
Η Κούβα είναι η μόνη χώρα στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική που προσφέρει ένα εκπαιδευτικό σύστημα υψηλής ποιότητας, αντάξιο με αυτά της Φινλανδίας και της Ελβετίας. 
Σε αυτό το πόρισμα καταλήγει η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας που κυκλοφόρησε πρόσφατα και εξετάζει τα δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών της ηπείρου και τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Η εκπαίδευση στην Κούβα είναι κορυφαία προτεραιότητα από το 1959 αφού είναι το μόνο έθνος παγκοσμίως που διαθέτει το 13% του εθνικού προϋπολογισμού του στην εκπαίδευση. «Κανένα εκπαιδευτικό σύστημα της Λατινικής Αμερικής δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλής ποιότητας, όταν μιλάμε με παγκόσμιους όρους.
Εκτός από αυτό της Κούβας», επισημαίνει η έκθεση. Το σχολικό της σύστημα παρουσιάζει αυξημένες ή τουλάχιστον κατάλληλες παραμέτρους: ισχυρό ακαδημαϊκό ταλέντο, υψηλούς μισθούς και υψηλή επαγγελματική αυτονομία. «Έτσι χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο, όπως αυτά της Φινλανδίας, της Σιγκαπούρης, της Σαγκάης, της Δημοκρατίας της Κορέας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας και του Καναδά»,γράφει η έκθεση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Παγκόσμια Τράπεζα επαινεί την Κούβα. Σε προηγούμενη έκθεσή της, η οργάνωση υπενθύμιζε την υπεροχή του κοινωνικού συστήματος του νησιού, αφού η Κούβα έχει καταφέρει να εξασφαλίσει τη δωρεάν πρόσβαση όλων των πολιτών της στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη. 
Ανάμεσα στα επιτεύγματά της βρίσκονται επίσης η πρόσβαση από όλους σε ασφαλές νερό, η εξάλειψη ορισμένων ασθενειών και το γεγονός πως διαθέτει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες σε ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας και έναν από τους μεγαλύτερους σε προσδόκιμο ζωής.
Τα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος της Κούβας αντανακλούν την πολιτική βούληση της  ηγεσίας της, που τοποθετεί τους νέους, δηλαδή το μέλλον της, στο επίκεντρο του κοινωνικού συνόλου και διαθέτει τα απαραίτητα χρήματα για την εκπαίδευσή τους. 
Παρά τους περιορισμένους πόρους και την κατάσταση οικονομικής πολιορκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κούβα θέτει το παράδειγμα, βαδίζοντας σύμφωνα με τον λόγο του εθνικού της ήρωα, José Martí: «Το να είσαι καλλιεργημένος, σημαίνει να είσαι ελεύθερος».
Πηγή: www.doctv.gr] - ΑΘΗΝΑ ΛΕΒΕΝΤΗ μέσω e-mesara.gr .
Το άρθρο το είδα αναρτημένο στο facebook  από τον ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΨΑΛΆΚΗ



Πού να σε βρω

 Πού να σε βρω

Η διημερίδα της κετουκε για την εργατική τάξη ήταν ίσως από τους πιο σημαντικούς σταθμούς του τελευταίου διαστήματος. Βρήκε όμως την κε του μπλοκ εμπύρετη και πρακτικά ανήμπορη να την παρακολουθήσει, για να προχωρήσει σε μια ασφαλή και ολοκληρωμένη αποτίμηση –που επιφυλάσσομαι να την επιχειρήσω μελλοντικά. Την πρώτη μέρα πχ κράτησα από το άνοιγμα του Πρωτούλη τη φράση για την τομή στην κομματική οικοδόμηση και έφτασα ως το σημείο που η Αλέκα ανέφερε την ταξική σύνθεση του πρώτου συνεδρίου του ΣΕΚΕ, 28 εργάτες και 7 φοιτητές, αναλογιζόμενος πως αυτό το 80% παραμένει άπιαστο όνειρο για κάθε μικροαστική γκρούπα. Αντί κάποιας ανταπόκρισης λοιπόν, περιορίζομαι στο να καταθέσω κάποιες δικές μου σκόρπιες σκέψεις σχετικά με το γενικό θέμα της διημερίδας: την εργατική τάξη και τη συνείδησή της.

Εκφράζω αρχικά μια απαισιοδοξία για τον τρόπο που διαμορφώνεται στις μέρες μας αυτή η τελευταία, παίρνοντας υπόψη μερικά εμπειρικά δεδομένα. Την τρομερή επίδραση που ασκεί το διαδίκτυο, την επανάληψη ενός ψέματος, μέχρι να καταστεί πειστικό, από πολλά μέσα-προφίλ που αναπαράγουν το ένα το άλλο ή ανήκουν πολλές φορές στο ίδιο άτομο, τα εύκολα, απλοϊκά σχήματα και την τρομερή τους απήχηση-διάδοση, το ότι μια συκοφαντία, πχ για τις μετοχές του κόμματος στο Γερμανό, πολύ εύκολα διαδίδεται, σαν πυρκαγιά που εξαπλώνεται, αλλά πολύ πιο δύσκολα σβήνεται κι αναιρείται. Ή τον υφέρποντα αντι-λαϊκισμό που υπάρχει στο να βαφτίζεται απ’ τα γνωστά, συστημικά παπαγαλάκια λαϊκισμός οποιαδήποτε εργατική διεκδίκηση υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.

Αυτό αποτυπώνει την πολύπλευρη και πολύ πιο συστηματική επίδραση-πίεση που ασκεί το σύστημα κι οι ιδεολογικοί του μηχανισμοί στη μέση λαϊκή συνείδηση. Ενώ πρέπει να σημειωθεί η βασική δυσκολία που καλείται εξαρχής να αντιμετωπίσει ένα κομμουνιστικό κόμμα, καθώς η επανάσταση προϋποθέτει συνειδητή δράση, αλλά η διαμόρφωση ολοκληρωμένης επαναστατικής συνείδησης φαντάζει αδύνατη στα πλαίσια ενός εκμεταλλευτικού συστήματος, που αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία (και τη δική του ύπαρξη) με πολύ υλικούς όρους, από κάθε κύτταρο της παραγωγικής δραστηριότητας και της κοινωνικής πραγματικότητας εν γένει, που υπαγορεύει την «ακατανίκητη» δύναμη της συνήθειας.

Σημειώνω συμπληρωματικά πως κερδισμένη συνείδηση για εμάς είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από μια απλή θετική ψήφο πχ, κάτι που δε συμπεριλαμβάνει τους ευμενώς ουδέτερους, ούτε καν τους συμπαθούντες ή πολλούς ψηφοφόρους μας, εφόσον η στάση αυτή δε συνοδεύεται κι από συνειδητή δράση (η ουδετερότητα εντός αυτού του πλαισίου δεν μπορεί παρά να είναι ευμενής για την υπάρχουσα κατάσταση και τη διαιώνισή της). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν αρκεί πχ η ευρεία αναγνώριση ότι κάποιος δικός μας δημοσιολόγος τα λέει καλά –που συνήθως καταλήγει στο αήττητο επιχείρημα «γιατί δεν τον/τη βάζετε γενικό γραμματέα;»-, αν το κοινό δε συγκρατεί/αφομοιώνει τι λέει ο δικός μας και όχι το πόσο ωραία το διατυπώνει. Ούτε μπορούν να βασιστούν γενικά οι κομμουνιστές σε ωφέλιμες πλάνες (που ίσως να φέρουν προσωρινά ένα αποτέλεσμα), παρά μόνο σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες, με κριτική ικανότητα και σφαιρική αντίληψη, που αφοσιώνονται ολόψυχα σε ένα σκοπό και δεν το στηρίζουν νοερά και παθητικά.

Υπάρχει η κλασική προσέγγιση για τα τρία βάθρα της δικής μας παρέμβασης που περιλαμβάνει την ιδεολογική ζύμωση, τους αγώνες για τις άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις και την πολιτική πείρα ως πηγή συνειδητοποίησης των μαζών. Προφανώς όμως δεν αρκεί κάποια μηχανιστική σύνδεση των παραπάνω, με συγκεκριμένη σειρά και δοσολογία (ξεκινάμε από αυτό, με μία τζούρα μόνο από το άλλο, για να μην τρομάξει ο κόσμος), αλλά ένας δυναμικός συνδυασμός, με βάση τις δοσμένες συνθήκες. Για παράδειγμα, δεν είναι η πείρα που λείπει από τον ελληνικό λαό τα τελευταία χρόνια, με τις συμπυκνωμένες πολιτικές εξελίξεις, αλλά δεν αρκεί από μόνη της για την εξαγωγή σωστών πολιτικών συμπερασμάτων, που είναι κι η δική μας μόνιμη –στα όρια της μονοτονίας- επωδός, μετά από κάθε σημαντική εξέλιξη, κάθε μεγάλο, αποκαλυπτικό γεγονός. Ο λαός να βγάλει τα συμπεράσματά του, να αξιοποιήσει την πείρα του, κτλ…

Το βασικό είναι να βλέπουμε συγκεκριμένα το επίπεδο συνειδητοποίησης του λαού, όχι για να προσαρμόσουμε στα ρηχά τα συνθήματά μας και τους στόχους πάλης μας, αλλά για να το τραβήξουμε στην ανηφόρα και να φροντίσουμε για τη σταθερά ανοδική του πορεία μετά από κάθε σημαντικό σταθμό, από κάθε αγωνιστική κινητοποίηση, που θα διαπαιδαγωγεί όσους συμμετέχουν, θα οξύνει και θα καθιστά ολοένα και πιο φανερή τη βασική αντίθεση, την ουσία πίσω από τα φαινόμενα, και τα πρακτικά καθήκοντα που καθορίζει.

Κι αν η επαναστατική κρίση εμφανίζεται αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τη δική μας θέληση, κι η δυναμική της επαναστατικής γραμμής καθίσταται πλειοψηφική ακριβώς κατά τη διάρκειά της, κι όχι πριν από αυτή, ως προϋπόθεση, αυτό κάθε άλλο μας απαλλάσσει από μια σειρά ευθύνες. Όσο σωστό είναι πχ πως η οικονομική κρίση δε ριζοσπαστικοποιεί αυτομάτως και μαζικά τις λαϊκές συνειδήσεις (παρά την πλάνη περί του αντιθέτου), άλλο τόσο προβάλλει η αναγκαιότητα να δούμε κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να συμβεί αυτό, και ποιες προϋποθέσεις συμβάλλουν στην εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης, στη συγκέντρωση δυνάμεων, κτλ.

Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η κρίση μας προσφέρει ως κατάρα κι ευλογία ταυτόχρονα την αντικειμενική σύγκλιση του τακτικού στόχου στη συγκυρία, που είναι η έξοδος από την κρίση, με το στρατηγικό στόχο της εξόδου (ας το πούμε έτσι αδόκιμα) από το σύστημα που την παράγει, και με τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Εν κατακλείδι, χρειάζονται πολύ περισσότερες αντίστοιχες προσπάθειες, σαν αυτή τη διημερίδα, (και όχι μόνο σε «καμπανιακή βάση», με αφορμή κάποια επέτειο), πολλές σύγχρονες θεωρητικές μελέτες, πάνω και σε επιμέρους πτυχές, που δε θα συνοψίζουν απλώς όσα ήδη γνωρίζουμε, αλλά θα διερευνούν, θα φωτίζουν καινούριες πλευρές, θα προτείνουν νέες ιδέες, θέτοντάς τες προς συζήτηση και πυροδοτώντας ένα γόνιμο, συλλογικό προβληματισμό πάνω σε τέτοια, κομβικά κι ακανθώδη ζητήματα.

Υγ: δεν συγκαταλέγεται ακριβώς στα μουσικά μου γούστα, αλλά κολλάει με την αναζήτηση της χαμένης ταξικής συνείδησης και κάποιους συνειρμούς των ημερών...


Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα ― 2. ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ

   Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα ― 2. ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ


Από τη μονάδα Υγειονομικού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Φωτογραφία: Φωτοκινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ Πηγή: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ
Από τη μονάδα Υγειονομικού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Φωτογραφία: Φωτοκινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ
Πηγή φωτογραφίας: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ
Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη της λογοτεχνίας, αν και στο ευρύ κοινό είναι, ακόμα, περισσότερο γνωστός ως ποιητής. Στο μεγάλο σε όγκο και αξία έργο του περιλαμβάνονται και κείμενά του (χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, κριτικές κ.α.) που δημοσιεύτηκαν σε έναν μεγάλο –επίσης- αριθμό εντύπων που κυκλοφορούσαν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, άλλοτε με την υπογραφή του και άλλοτε με ψευδώνυμο που, συχνά και αυτό, από έντυπο σε έντυπο, ήταν διαφορετικό.
Τα κείμενά του που παρουσιάζουμε από το ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενικό τίτλο «Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα» γράφτηκαν την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και μετά την συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφέρει στο χαρτί εικόνες μιας σκληρής εποχής, περιγράφει στιγμές ηρωισμού, αλλά και σκηνές τραγικές, από αυτές που ακολούθησαν την παράδοση των τιμημένων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμμετείχε στην Αντίσταση ενάντια στους ιταλούς-γερμανούς καταχτητές, βγήκε στο βουνό και έμεινε για πολύ καιρό δίπλα στον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ενώ ήταν ο δημιουργός και η «ψυχή» της Λαϊκής Σκηνής (θέατρο στα βουνά) της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Το -δεύτερο στη σειρά- κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα έχει τίτλο ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ και είναι ανέκδοτο.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας καταπιάνεται με ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε προπολεμικά ο πληθυσμός της ελληνικής υπαίθρου, που φάνηκε να γίνεται παρελθόν στις περιοχές που λευτέρωνε η ΕΑΜική Αντίσταση, για να επανέλθει στη συνέχεια μαζί με την ταξική σκλαβιά, που ακολούθησε και αυτή δριμύτερη την απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας. Η έλλειψη ιατρικής περίθαλψης (για πρόληψη ούτε λόγος) οδηγούσε τους φτωχούς κατοίκους των χωριών ακόμα και στον θάνατο. Αναγκάζονταν να καταφεύγουν σε αυτοσχέδιες «θεραπείες» πριν εναποθέσουν την τύχη τους, μέσω του παπά του χωριού, στο θέλημα του θεού… Η εξαθλίωση που τσάκιζε την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο των ανθρώπων που οφειλόταν στην έλλειψη έστω στοιχειώδους μόρφωσης, συντηρούσε και ενίσχυε το σύστημα της εκμετάλλευσης που γινόταν αποδεκτό από τους καταπιεσμένους χωρικούς περίπου ως φυσικό φαινόμενο.  Στο κείμενό του ο Γ. Κοτζιούλας μάλλον αναφέρεται στα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων που απλώνονται «πέρα και δώθε απ’ το ποτάμι»-Άραχθο.
Τα ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα, από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα, μας παραχώρησε ευγενικά ο γιος του Κώστας Κοτζιούλας, που έχει και την επιμέλεια του αρχείου.
ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ
Από καιρό σε καιρό μας έρχεται κανένας πατριώτης που συνοδεύει άλλον, και πιο συχνά γυναίκα, με προορισμό για το νοσοκομείο. Καταλαβαίνεις έτσι πως πρόκειται για εγχείρηση, για επείγουσα επέμβαση, επειδή αλλιώς ο χωριάτης δεν είχε σκοπό να το κουνήσει απ’ το σπίτι του. Μονάχα τότε παίρνει το δρόμο για το «σοκομείο» και χτυπάει πόρτες ισχυρών και περιμένει ώρες ορθός.
– Έχει σκουληκουειδίτ’ ! σου λέει για τον άνθρωπό του.
Είναι τυχερός ο άρρωστός του που, είτε με χρήματα δικά του είτε μ’ ενίσχυση χωριανών, μπόρεσε να ταξιδέψει ως την Αθήμα για να ιδεί την υγειά του. Αλλά συλλογίστηκε κανένας τη μοίρα εκεινών που αρρωσταίνουν και μένουν στα χωριά;
Περνούν οι μήνες, τα χρόνια κι αυτοί σέρνονται, παράλλαμα του εαυτού τους, άχρηστοι για δουλιά, βάρος των άλλων. Μονάχα όταν τους ζορίσουν οι πόνοι ή παρανέβει ο πυρετός, μονάχα τότε πέφτουν στο στρώμα ή φωνάζουν το γιατρό. Τις περισσότερες φορές γιατρολογιόνται μεταξύ τους, με ζεστά κεραμίδια στο πλευρό, για να «παγαδιάσει» το «σφάξιμο» ή δένοντας τη μπάλα με μαντήλι βουτηγμένο σε ξείδι. Στις πιο βαρειές περιπτώσεις φωνάζουν και τον παπά για να τους διαβάσει κάτι απ’ τα χαρτιά της εκκλησίας, να ξορκιστεί ο δαίμονας, να φύγει το κακό.
Για τους πολλούς χωριάτες ο γιατρός είναι καινούργια εφεύρεση. των τελευταίων 10-15 ετών. Πρωτύτερα έπρεπε να παν στην πολιτεία για να τον εύρουν. Μονάχα όταν άρχισαν να σπουδάζουν χωριατόπουλα και κάμποσα απ’ αυτά γύρισαν στην πατρίδα τους, είδαν κι οι βασανισμένοι αγρότες αυτό το φρούτο της επιστήμης που λέγεται γιατρός.
Στην αρχή τον απόφευγαν, θέλεις από πρόληψη, θέλεις από ανέχεια. Αλλά σιγά σιγά τον συνήθισαν, τους έγινε απαραίτητος. Έκοβαν απ’ αλλού για να πληρώσουν το γιατρό. Έκαμαν και συμφωνίες να τον έχει ακέριο το χωριό και να δίνει ο καθένας το ανάλογό του. Ξεθαρρεύτηκαν κι οι γυναίκες, οι σκλάβες της υπαίθρου, που δεν άφηναν να τους αγγίξει ξένος το κορμί κι ας τις σαράκωναν από μέσα χρόνιες παθήσεις. Έβλεπαν τώρα ανακούφιση απ’ τις οδηγίες κι απ’ τα φάρμακά του.
Σ’ αυτό το σημείο βρίσκονταν η κατάσταση, όταν ήρθε ο πόλεμος, η Κατοχή και τα παρακάτω. Πολλά μέρη που ευτύχησαν να λευτερωθούν από νωρίς, πολύ πριν διωχτεί απ’ την πρωτεύουσα ο καταχτητής, μαζί με την αυτοδιοίκηση γνώρισαν και το σωτήριο θεσμό των λαϊκών ιατρείων. Χωρίς να πληρώσουν τίποτα, εξετάζονταν από τον ειδικό κι έπαιρναν ό,τι μπορούσε τότε να διατεθεί. Ο γιατρός είχε γίνει είδος υπάλληλος, ευχαριστημένος που πρόσφερνε σε όλους τα επιστημονικά του φώτα απέναντι μιας μέτριας –σε είδος– παροχής.
Και η ωραία αρχή φαινόταν πως θάχε συνέχεια, δε θα σταματούσε ποτές.
Αλλά οι Κατοχές δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Ήρθε η Αγγλοκρατία, κατάφτασε κι η Αμερικανοκρατία του θείου Τρούμαν. Τα λαϊκά ιατρεία διαλύθηκαν απ’ τα πρώτα, σαν εστίες «προπαγάνδας», απ’ τους ακραιφνείς «πατριώτες». Έστελναν αποσπάσματα στα χωριά, για να τους σωφρονίσουν με το ξύλο. Τί να τον κάμουν το γιατρό;
Και κάτι λίγους απ’ αυτούς, που βρίσκονταν εκεί έξω, σαν οάσεις στην έρημο, φρόντισαν από νωρίς να τους προγκήξουν, αν δεν τους έκαναν κάτι χειρότερο. Όποιος είχε λάβει μέρος στον ένδοξο αγώνα κατά των επιδρομέων, αυτός κηρύσσονταν από τους ήρωες του πλιάτσικου αποδιοπομπαίος. Απ’ το γενικό κατάλογο δεν έλειπαν φυσικά και οι γιατροί.
Ήταν μια ολόκληρη περιοχή, πέρα και δώθε απ’ το ποτάμι, που είχαν όλον όλον ένα γιατρό. Δεν τους πολυπρόφταινε αλλά ήταν μια παρηγοριά. Ρωτάς, με καιρό, κοντά στ’ άλλα, τι απόγινε.
– Ού! σου απαντάν. Τώρα γιατρός! Έχουμε ένα χρόνο να τον δούμε…
Τον έπιασαν μια νύχτα οι κακοποιοί που παριστάνουν το φύλακα του νόμου και λίγο έλειψε, στα καλά καθούμενα, να τον σκοτώσουν. Την άλλη μέρα πήρε τα πολλά και τα λίγα του και κατηφόρισε προς την πολιτεία. Αργότερα, τον ξανάπιασαν, οι νόμιμες αρχές πια, τον έχουν μέσα με τους άλλους.
Κι έτσι οι φουκαράδες οι χωριάτες, τα αιώνια θύματα, έμειναν πάλι χωρίς γιατρό. Αβοήθητοι θ’ αντιμετωπίσουν την ελονοσία, τη μάστιγα του τόπου, και τόσες άλλες αρρώστιες. Με τα χορτάρια και τα ξόρκια, με τις αγουρίδες και τα κλήματα θα πολεμήσουν τις συνέπειες του υποσιτισμού, της χρόνιας εξάντλησής τους. Το κράτος, αντί να τους δώσει ένα σπειρί βοήθεια, έρχεται με την ταχτική του διωγμού και τους αποτελειώνει. Έπειτ’ απ’ το δάσκαλο τους αποστερεί και το γιατρό, για να πεθάνουν πνευματικά, να θανατωθούν και στο σώμα.
Μα ο λαός μας έχει, καθώς λέει ο ίδιος, βαθιά την ψυχή. Δεν πεθαίνει εύκολα, δεν παραδίνεται στους εξοντωτές του. Αυτό θα το ιδούν και θα τρίβουν τα μάτια τους, όσοι δεν έχασαν από πάνω τους κάθε ίχνος ανθρωπιάς.
                                                                                              Γ. Κοτζιούλας
Ακόμα και σήμερα, μισό σχεδόν αιώνα μετά το θάνατό του, το μεγαλύτερο μέρος του σημαντικού και πολυδιάστατου έργου του Γ. Κοτζιούλα παραμένει ανέκδοτο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, με την ακάματη προσπάθεια και συμβολή της οικογένειας του γιου του Κώστα, επανακυκλοφορούν παλαιότερα έργα, άλλα βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, ενώ στα σχέδια βρίσκονται νέες εκδόσεις. Έτσι, αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο το πλούσιο αρχείο του Γ. Κοτζιούλα: το έργο του δημιουργού φτάνει στο λαό, απ’ τον οποίο προέρχεται και για τον οποίο αγωνίστηκε και έγραψε ο Γιώργος Κοτζιούλας.
Ευχαριστούμε θερμά τον Κώστα Κοτζιούλα για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου.
Για την εργοβιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα πα

TOP READ