Γράφει ο Cogito ergo sum //
Έλεγα να μη γκρινιάξω τέτοιες μέρες αλλά… θέλει ο παπάς ν” αγιάσει, δεν αφήνουν οι διαόλοι. Κι όπου διαόλοι, διάβαζε δημοσιογράφοι, δηλαδή τα γνωστά παπαγαλάκια τού συστήματος, τα οποία δεν καταλαβαίνουν ούτε από γιορτές ούτε από αργίες. Ενώ εσύ, λοιπόν, έχεις όλη την καλή διάθεση να ραχατέψεις, έρχονται τα παπαγαλάκια με τα κρωξίματά τους και σου ανεβάζουν τα γράδα. Να ήσαν αηδόνια, να πεις πάει καλά. Αλλά έχετε ακούσει πώς σκούζουν οι παπαγάλοι; Δεν υποφέρονται, π” ανάθεμά τους…
Εκείνο το κρώξιμο, λοιπόν, που με αλάλιασε περισσότερο τις τελευταίες μέρες, λέγεται «μη μισθολογικό κόστος». Φάγανε τα λυσσακά τους όλοι με το «μη μισθολογικό κόστος», που ανεβάζει -λένε- το κόστος των επιχειρήσεων και δημιουργεί πρόβλημα στην ανταγωνιστικότητά τους. Φυσικά, οι καλοί μας μουμουέδες δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να αναπαράγουν τις θέσεις των επιχειρηματιών, όπως έχουν διατυπωθεί από τον ΣΕΒ, την ΕΣΕΕ ή, πιο πρόσφατα, τη διοίκηση του επιχειρηματικού πάρκου Σχιστού: «Τα υπό κατάρρευση ναυπηγεία, η απουσία, τόσον πολιτικής προσέλκυσης πλοίων, όσον και Eνιαίου Φορέα Ναυπηγικής Βιομηχανίας και Nαυπηγοεπισκευής μαζί με την γραφειοκρατία, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και τον άνισο ανταγωνισμό (sic) από τις όμορες χώρες, αποτελούν τα κύρια εμπόδια επανεκκίνησης της οικονομίας στο ναυπηγοεπισκευαστικό χώρο» (η υπογράμμιση δική μου).
Για να βάζουμε τα πράγματα στην σωστή τους διάσταση, πρέπει να πούμε ότι περί «μη μισθολογικού κόστους» άρχισε να μιλάει και η αριστερή μας κυβέρνηση, όπως π.χ. ο Γιάνης Βαρουφάκης, κατά την επίσκεψη του στον ΣΕΒ στις 23 Μαρτίου ή ο Γιώργος Ρωμανιάς, στις προτάσεις του για την χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων.
Θα προσπαθήσω να διατηρήσω την ψυχραιμία μου για να δούμε τι πράμα είναι τούτος ο νεολογισμός. Διότι, όντως αυτή η μπούρδα συνιστά νεολογισμό. Τι σημαίνει «μη μισθολογικό κόστος»; Απ” ό,τι καταλαβαίνω, ο όρος εννοεί τις εργοδοτικές εισφορές τις οποίες καταβάλλουν οι επιχειρήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία για λογαριασμό των εργαζομένων τους και κάθε άλλη εισφορά που προβλέπεται από επί μέρους συμβάσεις. Συνεπώς, πώς είναι δυνατόν αυτές οι εισφορές να συνιστούν μη μισθολογικό κόστος; Μισθολογικώτατο κόστος είναι!
Η δημοσιογραφική καραγκιοζαρία, όμως, δίνει και παραδείγματα για να καταλάβει ο κόσμος. Π.χ.: σε εργαζόμενο με μικτές αποδοχές 1.000 ευρώ, γίνονται κρατήσεις για το ΙΚΑ 165 ευρώ και του αποδίδονται 835, ενώ η επιχείρηση προσθέτει άλλα 285,60 ευρώ και καταβάλλει συνολικά στο ΙΚΑ 450,60. Αυτά τα 285,60 θεωρούνται «μη μισθολογικό κόστος», το οποίο επιβαρύνει την… ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Και τα καραγκιοζοπαπαγαλάκια δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι ο εργαζόμενος κοστίζει στην επιχείρηση 1.285,60 ευρώ αλλά βάζει στην τσέπη του μόλις 835. Το καταλάβαμε το παράδειγμα; Πάμε παρακάτω.
Cogito
Πρώτα-πρώτα, μπορεί ο εργαζόμενος να βάζει στην τσέπη του «μόλις» 835 ευρώ αλλά είναι η δική του δουλειά που συνεισφέρει στο ασφαλιστικό μας σύστημα 450,60 και όχι η… καλή καρδιά των εργοδοτών. Αν δεν δουλέψει ο εργαζόμενος του παραδείγματός μας, δεν πρόκειται ο εργοδότης να πληρώσει δεκάρα στο ΙΚΑ. Οι εργοδοτικές εισφορές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον μισθό τού εργαζόμενου, οπότε συνιστούν καραμπινάτο μισθολογικό κόστος.
Δεύτερον: Στην υποθετική περίπτωση που ο μισθός τού παραπάνω εργαζόμενου διπλασιαστεί, θα διπλασιαστούν και οι δικές του κρατήσεις και η εργοδοτική εισφορά. Άρα, πάλι μισθολογικό κόστος.
Τρίτον: Οι εργοδοτικές εισφορές συνιστούν μεν κόστος για τον εργοδότη αλλά αυτό το κόστος εκπίπτει από τα φορολογητέα κέρδη του, ακριβώς όπως και οι μισθοί που πληρώνει. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, γιατί αυτές οι εισφορές πρέπει να χαρακτηρισθούν «μη μισθολογικό κόστος».
Τέταρτον: Αφού ο εργαζόμενος βάζει στην τσέπη (σύμφωνα με το δημοσιογραφικό παράδειγμα) μόνο 835 ευρώ από τα 1000 του μισθού του, γιατί δεν προτείνεται η κατάργηση και της δικής του κράτησης ως «μη μισθολογικής»; Αλλά, ξέχασα: ο εργαζόμενος οφείλει να πληρώνει! Όταν έκλεισαν οι οργανισμοί Εργατικής Κατοικίας και Εργατικής Εστίας, το ΙΚΑ έσπευσε να καταργήσει την σχετική εργοδοτική εισφορά αλλά διατήρησε κανονικά την αντίστοιχη εισφορά των εργαζομένων. Παράλογο; Δεν απαντάει, άρα λογικό.
Πέμπτον: Αν οι εργοδοτικές εισφορές συνιστούν «μη μισθολογικό κόστος» και πρέπει να καταργηθούν, νομίζω ότι με την ίδια λογική πρέπει να καταργηθούν και άλλα «μη μισθολογικά κόστη» των εργαζομένων, όπως π.χ. τα μέτρα ασφάλειας (κράνη, γάντια, φόρμες, ειδικές εγκαταστάσεις κλπ), οι τουαλέτες που χρησιμοποιούν, το νερό που πίνουν ή αυτό με το οποίο πλένονται κλπ.
Έκτον: Αν δεχτούμε την αναγκαιότητα της κατάργησης του «μη μισθολογικού κόστους» των επιχειρήσεων, πρέπει να δεχτούμε την ίδια αναγκαιότητα και για όλα τα άλλα κόστη, τα οποία δημιουργούν προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Για παράδειγμα, το κόστος επεξεργασίας των λυμάτων των επιχειρήσεων. Σίγουρα θα βοηθούσε την ανταγωνιστικότητα αν επιτρεπόταν στις επιχειρήσεις να πετάνε τα λύματά τους στην θάλασσα, απαλλαγμένες από το υψηλό κόστος επεξεργασίας τους. Επίσης, θα βοηθούσαμε τις ακτοπλοϊκές εταιρείες αν καταργούσαμε τις διατάξεις για έλεγχο του αξιόπλοου των πλοίων τους ή για την υποχρέωση να διαθέτουν ναυαγοσωστικά μέσα. Ακόμη, θα μπορούσαμε να απαλλάξουμε τις επιχειρήσεις από την υποχρέωση να περνούν τα αυτοκίνητά τους από ΚΤΕΟ. Για να μη πω ότι θα βοηθούσαμε πολύ τις επιχειρήσεις εστίασης αν τις απαλλάσσαμε από τα δημοτικά τέλη προκειμένου να βγάζουν «τραπεζάκια έξω». Τόσα πράγματα θα μπορούσαμε να κάνουμε, διάολε! Γιατί κολλήσαμε στο «μη μισθολογικό κόστος»;
Για να μην αρχίσω να τρελαίνομαι, ας σταματήσω εδώ. Αν ήμουν αιθεροβάμων, θα περίμενα ότι σύντομα θα εμφανιζόταν κάποιος δημοσιογράφος ο οποίος θα μας θύμιζε τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκαν οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές. Κι αν ήμουν αισιόδοξος, θα περίμενα κάποιον από τους υποστηρικτές τής κατάργησης αυτών των εισφορών να προτείνει εναλλακτικό τρόπο ιατροφαρμακευτικής και συνταξιοδοτικής ασφάλισης, που να μη φορτώνει το βάρος στις πλάτες των εργαζομένων. Όμως, δεν είμαι ούτε αιθεροβάμων ούτε αισιόδοξος, οπότε δεν περιμένω τίποτε απ” αυτούς. Έτσι κι αλλιώς, είναι καταδικασμένοι στην λαϊκή συνείδηση.