ΤΙ ΘΕΛΟΥΜΕ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ;…

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στον καπιταλισμό, το παιδί θεωρείται οικογενειακή ευθύνη. Οι σχετικές με αυτό κοινωνικές παροχές, χωρίς να ξεπερνούν ένα στοιχειώδες επίπεδο, δίνονται μόνο όταν οι οικονομικές συγκυρίες το επιτρέπουν. Σ’ αυτήν την περίπτωση, τα ενήλικα μέλη της οικογένειας, απαλλαγμένα από μέρος των υποχρεώσεων που προκύπτουν λόγω της φροντίδας των παιδιών, μπαίνουν πιο άνετα στην παραγωγή για ν’ αβγατίσουν το καπιταλιστικό κέρδος. Στον καπιταλισμό, η εργατική-λαϊκή οικογένεια δεν είναι παρά ένα βολικό λάστιχο που τεντώνεται και μαζεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου. Ειδικά σε περιόδους κρίσης, όταν μικραίνουν τα περιθώρια του κέρδους, ο σκληρότατος ανταγωνισμός αναπόδραστα οδηγεί στη μέχρι στραγγίσματος εκμετάλλευση των εργαζομένων, ενώ κάθε εργατική-λαϊκή κατάκτηση πετιέται από το σύστημα και τους κυβερνητικούς εκφραστές του στα σκουπίδια. Οι κατακτήσεις που έχουν σχέση με τη φροντίδα του παιδιού είναι από τις πρώτες που απαξιώνονται. Στοιχειώδεις υποδομές (παιδικοί σταθμοί, πρόνοια και περίθαλψη, ακόμα και τα σχολεία) καταρρέουν μπροστά στα μάτια των λαϊκών οικογενειών, οι οποίες βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα, αφού δεν έχουν ούτε βαθιές τσέπες, ούτε γεμάτα πορτοφόλια.
Σ’ ένα άλλο σύστημα, που δε θα είχε στο κέντρο του το κέρδος, σ’ ένα σύστημα όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα όδευε προς την πλήρη εξάλειψή της, το περιεχόμενο του ρόλου της οικογένειας θα ήταν πολύ διαφορετικό. Η ανθρωπότητα, έστω και για ένα μικρό σχετικά διάστημα, πρόφτασε να γνωρίσει αυτό το εκ διαμέτρου αντίθετο σύστημα (αν και όχι στο πλήρες μέγεθος των δυνατοτήτων του). Ήταν ο σοσιαλισμός, στον οποίο η ικανοποίηση των εργατικών-λαϊκών αναγκών έμπαινε πάνω απ’ όλα!
Τα παιδιά βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής του σοσιαλιστικού συστήματος από την αρχή. Ξεχωριστή θέση στο διάταγμα με το οποίο ιδρύθηκε η Κρατική Επιτροπή Παιδείας, ένα μήνα μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, κατείχε το τμήμα Προσχολικής Αγωγής και Βοήθειας προς τα Παιδιά. Η διάταξη αυτή είχε διπλή αφετηρία. Την ανάγκη της άμεσης κοινωνικής διαπαιδαγώγησης και μόρφωσης των παιδιών, αλλά και τη διασφάλιση της ισοτιμίας των γυναικών. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός που γνωρίσαμε έκανε ταχύτατα και σπουδαία βήματα στην κατεύθυνση της ολοκληρωμένης φροντίδας και του παιδιού και της μητέρας του. Η ολόπλευρη φροντίδα που επιφυλάχτηκε στην παιδική ηλικία ανέβηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, αφού στο σοσιαλισμό η προστασία και διαπαιδαγώγηση του νέου ανθρώπου θεωρείται υποχρέωση του κράτους. Μετά από τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες, ένα ολόκληρο σύστημα μέριμνας γκρεμίστηκε συθέμελα και η παιδική ηλικία ξαναγύρισε στο έλεος της εκμετάλλευσης, όπως γινόταν πάντα στον καπιταλισμό και σ’ όλες τις προηγούμενες εκμεταλλευτικές κοινωνίες.
Σήμερα τα παιδιά, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα, ζουν δύσκολα. Ούτως ή άλλως, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά, έχουν την «εκνευριστική» συνήθεια να ρωτούν. Θέλουν να ξέρουν, αντίθετα μερικές φορές από τους μεγάλους, όχι μόνο τι γίνεται γύρω τους, αλλά και για ποιο λόγο συμβαίνουν στη ζωή τους όλ’ αυτά. Μήπως τους οφείλουμε κάτι περισσότερο από απαντήσεις;
Τελικά, τι θέλουμε αλήθεια για τα παιδιά μας;
Πώς στεκόμαστε απέναντί τους και τι πρέπει να κάνουμε για να οδηγήσουμε τη νέα γενιά στον καινούργιο κόσμο που χρειάζεται να οικοδομήσει;
Το παρόν άρθρο δε θα δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις.
Μπορεί όμως να θέσει ορισμένους προβληματισμούς ξεκινώντας από μια πολύ συγκεκριμένη αφετηρία: Το καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, αλλά και των μαζικών κινημάτων, να βοηθήσουν τις μικρές ηλικίες στην απόκτηση ταξικών κριτηρίων για την κοινωνία, ειδικά κατά την περίοδο που τείνουν να εδραιωθούν συνειδητά και σταθερά βασικές αρχές, αξίες, στάση ζωής.

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ1

Ακόμα και οι πιο κακόβουλοι επικριτές του σοσιαλισμού είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν ότι υπήρχε μια κατηγορία προσώπων τα οποία τύγχαναν της αμέριστης προσοχής και φροντίδας του σοσιαλιστικού κράτους κι απολάμβαναν ένα πλήθος προνομίων, με πρωτοποριακές και πρωτόγνωρες παροχές σε κάθε πεδίο και σε κάθε περίοδο της ζωής τους. Αυτή η κατηγορία ήταν τα παιδιά. Η κρατική μέριμνα αγκάλιαζε κάθε πλευρά της καθημερινότητάς τους, από τη σύλληψη (πριν δηλαδή τη γέννησή τους) ως την ουσιαστική ενηλικίωση.
Αλλά και ο καπιταλισμός δεν άφησε τα παιδιά έξω από τη σφαίρα της προσοχής του, για πολύ συγκεκριμένους λόγους που εξυπηρετούσαν την ανάπτυξη και, στη συνέχεια, τη συντήρηση του συστήματος.
Οπωσδήποτε, στις αρχές του 21ου αιώνα, η παιδική ηλικία είναι πλέον μια τόσο διακριτή περίοδος στη ζωή του ανθρώπου, που είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι δεν ήταν πάντα έτσι.
Στην αρχαία Κίνα δεν υπάρχει καν διάκριση για την παιδική ηλικία (υπάρχει απλώς η νεότητα από τη γέννηση ως τα 20 έτη). Στην αρχαία Σπάρτη, που είναι μια κοινωνία βασισμένη στο στρατό, τ’ αδύναμα παιδιά πετιούνται στον Καιάδα. Στην Αθήνα είναι κιόλας σαφής η διαφοροποίηση ανάμεσα στα παιδιά των δουλοκτητών και των δούλων. Τα παιδιά των δουλοκτητών προετοιμάζονται να εκπληρώσουν το ρόλο επιδέξιων, τολμηρών κυβερνητών και στρατιωτικών. Διδάσκονται όλες τις τότε γνωστές επιστήμες κι έρχονται από νωρίς σε επαφή με την τέχνη, μαθαίνοντας, εξίσου νωρίς, να περιφρονούν τη χειρωνακτική εργασία. Αντίθετα, τα παιδιά των δούλων διαπαιδαγωγούνται στο πνεύμα της υπακοής (δηλαδή της υποταγής) και της ταπεινοφροσύνης. Η ταξική κατηγοριοποίηση της παιδικής ηλικίας γίνεται πιο ευδιάκριτη στην αρχαία Ρώμη. Εκφράζεται κύρια με το γεγονός ότι τα παιδιά των σκλάβων δεν πάνε σχολείο γιατί δουλεύουν σε κάθε είδος δουλειάς, ακόμα και σαν «παιδιά-παιχνίδια» για τους συνομήλικους κυρίους τους!
Κατά την ιστορική περίοδο του Μεσαίωνα, η ταξικότητα στον τρόπο ζωής των παιδιών αποκτά εμφανέστερα χαρακτηριστικά. Τα παιδιά των ιπποτών εκπαιδεύονται για να γίνουν ιππότες, ενώ τα κορίτσια της αριστοκρατίας του πρώιμου Μεσαίωνα παντρεύονται πολύ νέα. Η γέννηση ενός παιδιού παραμορφωμένου ή ελαττωματικού θεωρούνταν συνέπεια επέμβασης του διαβόλου ή θεϊκής τιμωρίας. Τα πρώτα κλαψουρίσματα, ακόμα κι ενός μωρού φυσιολογικού, συχνά ερμηνεύονταν από τους κληρικούς ως σημάδια αμαρτίας του ανθρώπου ή ως εκδήλωση διαβολική. Ως εκ τούτου, υπήρχαν συνταγές για να κάνουν τα μωρά να σωπαίνουν, ενώ οι γιάτρισσες της Σχολής του Σαλέρνο πρότειναν να τους δίνουν παπαρούνα.
Στις αγροτικές κοινωνίες, μόλις το παιδί μπορούσε να τα καταφέρει από φυσική άποψη, άρχιζε να συναναστρέφεται τους ενήλικες και μοιραζόταν τις εργασίες τους. Από μικρό παιδί μεταμορφωνόταν «σε μικρό ενήλικα». Έχει υποστηριχτεί ότι στη διάρκεια του δυτικού Μεσαίωνα και ως το 13ο αιώνα το παιδί ήταν μια απαξία λόγω της αδύναμης οικονομικής του θέσης στο πλαίσιο του φεουδαρχικού συστήματος. Οι φτωχές αποδόσεις της γεωργικής παραγωγής, εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου της τεχνολογικής ανάπτυξης, έβαζαν όρια στην αύξηση του πληθυσμού, αφού η γεωργία ήταν τότε ο σημαντικότερος οικονομικός τομέας. Την ισορροπία ανάμεσα στον πληθυσμό και στις δυνατότητες της οικονομίας αποκαθιστούσαν συνήθως οι σιτοδείες και οι επιδημίες. Η ζωή στο φεουδαρχικό σύστημα είχε μικρότερη αξία, ωστόσο η παραμέληση των παιδιών σωστότερο είναι ν’ αποδοθεί κυρίως στη φτώχεια. Υπάρχουν πολλά ντοκουμέντα που μας επιτρέπουν να δούμε ίχνη αφοσίωσης και τρυφερότητας και να διαπιστώσουμε και σ’ εκείνες τις κοινωνίες εκδηλώσεις μητρικής και οικογενειακής στοργής, όπως την εννοούμε σήμερα.
Η εμφάνιση του παιδιού στο ιστορικό προσκήνιο πρέπει να συνδυαστεί με τη σταδιακή επικράτηση της αστικής τάξης -που τότε συνιστούσε προοδευτικό γεγονός- και του συστήματος των αξιών που την συνόδευσε, καθώς επίσης και με την ανάδειξη της στενότερης οικογένειας. Στο τέλος του 18ου αιώνα το παιδί απέκτησε μια αξία στο πλαίσιο της αστικής οικογένειας. Ωστόσο θα χρειαζόταν αρκετός χρόνος μέχρι την αποδοχή της έννοιας της παιδικότητας από το σύνολο της κοινωνίας. Για μεγάλο διάστημα η παιδική ηλικία, με τη σύγχρονή της έννοια, παρέμενε αποκλειστικό προνόμιο της αστικής τάξης και των ανώτερων στρωμάτων. Αντίθετα, τα φτωχότερα στρώματα εξακολουθούσαν ν’ αγνοούν την εξέλιξη αυτή. Τα παιδιά «υπήρχαν» εκεί που το επέτρεπαν οι υλικές συνθήκες διαβίωσης.
Ταυτόχρονα με την αναβάθμιση της παιδικής ηλικίας και την καθιέρωσή της ως ιδιαίτερης βιολογικής και κοινωνικής κατηγορίας, η αστική τάξη δημιούργησε και τις ιστορικές προϋποθέσεις για ένα νέο ρόλο της εργασίας των παιδιών. Μαζί με το παιδί η αστική τάξη ανακάλυψε και την παιδική εργασία, με την έννοια της εργατικής δύναμης νέου τύπου, η οποία θα υποτασσόταν στους εντατικούς ρυθμούς και την αυστηρή πειθαρχία που απαιτούσε η οργάνωση του εργοστασιακού χώρου, για να παραχθεί κέρδος.
Με την ένωση κεφαλαίου κι επιστήμης, ο ρόλος των τεχνιτών στην παραγωγή άλλαξε σημαντικά. Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας περιορίστηκε στην απλή επίβλεψη και τροφοδοσία του παραγωγικού μέσου με την πρώτη ύλη. Τέτοιου είδους εργασία μπορούσε να εκτελεστεί στην εντέλεια από παιδιά, αφού η δύναμη των χεριών αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη δύναμη των μηχανών. Επιπλέον, η απλοποίηση της εργασιακής διαδικασίας καταργούσε τη μακρόχρονη παραδοσιακή μαθητεία. Οι εργάτες γίνονταν παραγωγικοί με την είσοδό τους στο εργοστάσιο. Περίοδος μόλις λίγων εβδομάδων ή και ημερών ήταν αρκετή για να γίνει άμεσα αξιοποιήσιμη η εργατική τους δύναμη. Μπορούσαν πια ν’ απασχοληθούν άτομα με μικρότερη διαπραγματευτική ικανότητα και γι’ αυτό εκτεθειμένα σε σκληρότερη οικονομική εκμετάλλευση, όπως ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ήταν εργατικό δυναμικό υπάκουο και πειθαρχημένο, πολύ κατάλληλο για το εργοστάσιο το οποίο χρειαζόταν τους ρυθμούς που επέβαλλαν οι μηχανές, αντί για τους φυσικούς ρυθμούς που ίσχυαν μέχρι τότε στο εργαστήριο.
Η μισθωτή εργασία γυναικών και παιδιών έδωσε στον καπιταλισμό τη δυνατότητα να ρίξει συνολικά τους μισθούς, δηλαδή την τιμή της εργατικής δύναμης. Γι’ αυτό, μ’ εξαίρεση τους πολύ πεινασμένους, οι εργάτες προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν το εργοστάσιο.
Το φαινόμενο της παιδικής εργασίας έλαβε σημαντικές διαστάσεις στην Αγγλία κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ειδικότερα στον κλάδο της βαμβακουργίας. Αρχικά, οι Άγγλοι βιομήχανοι στρατολογούσαν παιδιά, ορφανά κυρίως, που βρίσκονταν υπό την προστασία των κοινοτήτων και των ενοριών. Η συμφωνία για την πρόσληψη γινόταν ανάμεσα στο βιομήχανο και την κοινότητα ή την ενορία. Όταν τα παιδιά των ενοριών δεν επαρκούσαν πλέον για τις ανάγκες των εργοστασίων, οι βιομήχανοι απευθύνονταν στους ίδιους τους γονείς, οι οποίοι συνειδητοποίησαν, ξεπερνώντας τους αρχικούς ενδοιασμούς τους, ότι τα παιδιά μπορούσαν ν’ αποτελέσουν σημαντική πηγή εισοδήματος. Έτσι επικράτησε η συνήθεια να προσλαμβάνονται παιδιά από την ηλικία των 4 και των 5, όταν δηλαδή κρίνονταν ικανά να εκτελέσουν μια εργασία «σωστά».
Η οικονομική ανέχεια της οικογένειας ήταν ο πρώτος λόγος που ανάγκαζε το παιδί ν’ αναζητήσει εργασία. Ο φτωχός βιοπαλαιστής, που δεν μπορούσε να συντηρήσει τα παιδιά του ώστε να τελειώσουν το σχολείο, έπρεπε παρά τη θέλησή του ν’ αναζητήσει οποιοδήποτε επάγγελμα για να τ’ απασχολήσει. Οι οικονομικές ανάγκες τον υποχρέωναν να προτιμήσει το επικερδέστερο, παραβλέποντας πόσο κοπιώδες ή ανθυγιεινό ήταν. Ειδικά τα κορίτσια, προορισμένα κυρίως να παντρευτούν και να γίνουν σύζυγοι, μητέρες και νοικοκυρές, έπρεπε να καταστούν άμεσα και πλήρως «εκμεταλλεύσιμα» κατά τη διάρκεια της κατά βάση μικρής επαγγελματικής τους ζωής -που τελείωνε με το γάμο- άρα το βιομηχανικό εργοστάσιο αποτελούσε την πρώτη επιλογή στην αναζήτηση απασχόλησης. Το κορίτσι άρχιζε να εργάζεται σε μικρότερη ηλικία από το αγόρι, σε βάρος της φοίτησής του στο δημοτικό σχολείο.
Ειδικά ο 19ος αιώνας συνδέεται στενά και άμεσα με την παιδική εργασία, αγοριών και κοριτσιών, αδιάκριτα. Σ’ Ευρώπη και Αμερική, οι ανήλικοι που απασχολούνταν όχι μόνο σε εργοστάσια, αλλά και σε ορυχεία, όπως επίσης και σε κάθε δουλειά που μπορούσε να βγάλει σε πέρας η ιδιομορφία της μικρής ακόμα ανάπτυξής τους, (η οποία συχνά ήταν προτέρημα), δε διαχωρίζονταν από τους ενήλικους «συναδέλφους» τους παρά μόνο στο μεροκάματο.
Το 1831, η ερευνητική επιτροπή Σάντλερ2 κατήγγειλε δριμύτατα την εκμετάλλευση του χρόνου εργασίας των μικρών παιδιών. Η επιτροπή αυτή, αναγκαστικά, έβγαλε στην επιφάνεια και τις συνθήκες εργασίας κάτω από τις οποίες δούλευαν τα παιδιά, που ήταν πράγματι τρομακτικές.
Ο Τζον Άλετ δηλώνει στον Μάικλ Σάντλερ πως θα προτιμούσε να βλέπει τα παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα, παρά να τους συμπεριφέρονται με το συγκεκριμένο τρόπο. Ο Στέφεν Μπίνις αναφέρει πως στα υφαντουργεία η θερμοκρασία του αέρα έφτανε στους 80οC! Τα παράθυρα έμεναν κλειστά και τα παιδιά κινδύνευαν να πεθάνουν από την αλλαγή της θερμοκρασίας όταν έβγαιναν στο κρύο. Η δουλειά που έκαναν τα μικρότερα, 6-7 χρονών, ήταν αυτή των «σκουπιδιάρηδων». Έπρεπε δηλαδή να μαζεύουν το μαλλί που είχε πέσει στο πάτωμα του εργοστασίου. Αυτό το είδος εργασίας περιελάμβανε και το σύρσιμο κάτω από τις μηχανές που δούλευαν, με αποτέλεσμα τα πολύ συχνά ατυχήματα. Φυσικά, απαγορευόταν στα παιδιά να ξεκουραστούν, παρότι οι εργοστασιάρχες ισχυρίζονταν ότι η δουλειά που είχαν να κάνουν ήταν πανεύκολη, αφού απλά περπατάνε και, όποτε θέλουν, μπορούν να καθίσουν… Ωστόσο οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι σ’ όλες αυτές τις ώρες δουλειάς δεν υπήρχε καμιά ευκαιρία ξεκούρασης. Όποιος τολμούσε να καθίσει το πλήρωνε στην κυριολεξία με αίμα. Δεν ήταν μικρός και ο τρόμος που ένιωθαν τα παιδιά, ακούγοντας και μόνο το μηχάνημα πάνω από τα κεφάλια τους! Η σκόνη που υπήρχε μέσα στα εργοστάσια τα έπνιγε, ενώ υπέφεραν από δυνατούς πόνους στη μέση εξαιτίας της σκυφτής στάσης που έπρεπε να έχουν διαρκώς.
Όπως ήταν αναμενόμενο, προς το τέλος της μέρας τα παιδιά ήταν κουρασμένα και πολύ λιγότερο προσεκτικά, κάτι που είχε τραγικές συνέπειες για τη σωματική τους ακεραιότητα ή και για τη ζωή τους. Σκληρή δουλειά, κακή τροφή, τιμωρίες, ατυχήματα, αναπηρίες, αρρώστιες, θάνατος… αυτά ήταν όσα περιελάμβανε η ζωή των παιδιών που δούλευαν στα εργοστάσια. Ο Σάμουελ Φίλντεν, που σε ηλικία 8 χρονών δούλευε σ’ εργοστάσιο βαμβακιού, έγραψε στην αυτοβιογραφία του:
«Αν ο διάβολος είχε ένα συγκεκριμένο εχθρό κι ήθελε να τον βασανίσει ανελέητα, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει είναι να πάρει την ψυχή του και να την βάλει μέσα σ’ ένα εργαζόμενο παιδί στα εργοστάσια. Και να τον κρατήσει εκεί μέχρι το τέλος του!».
Ο Φρίντριχ Ένγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, και τα εξής:
«Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πιο ανθυγιεινή εργασία είναι αυτή των παιδιών που αφαιρούν τις κλωστές από τις έτοιμες δαντέλες, τα περισσότερα από τα οποία είναι 7, 5 και 4 χρονών. Ο κομισάριος Γκρέιντζερ βρήκε μάλιστα κι ένα παιδάκι δύο χρόνων να κάνει αυτήν τη δουλειά. Η αδιάκοπη παρακολούθηση πάνω στο πολύπλοκο δαντελωτό κέντημα μιας μόνο κλωστής, η οποία πρέπει να μετατοπίζεται με τη βοήθεια βελόνας, επιδρά πολύ βλαβερά στα μάτια, ιδιαίτερα όταν η δουλειά, όπως συμβαίνει συνήθως, συνεχίζεται για 14 -16 ώρες. Στην καλύτερη περίπτωση, προκαλείται οξύτατη μυωπία, ενώ στη χειρότερη, που συναντιέται πολύ συχνά, αθεράπευτη τύφλωση, σα συνέπεια καταρράκτη. Εκτός από αυτό, τα παιδιά που εργάζονται συνέχεια σκυφτά φαίνονται καχεκτικά, στενοθώρακα και, εξαιτίας της κακής χώνευσης της τροφής, πάσχουν από χοιράδες» (φυματίωση λεμφαδένων).
Στην Ελλάδα, κατά τη δεκαετία του 1870, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων ανήλικων παιδιών και των δύο φύλων, ηλικίας κάτω των 12 ετών, ήταν ορφανά από πατέρα ή μητέρα ή και από τους δύο γονείς. Τα υπόλοιπα ανήκαν σε οικογένειες όπου ο πατέρας ήταν ασθενής ή ανίκανος για συνεχή εργασία.
«Οι παίδες δεν επλάσθησαν απλώς προς το παίζειν, αλλ’ ενωρίς πρέπει να κερδίσωσιν τον επιούσιον αυτών άρτον»3.
Οπωσδήποτε, η ευαισθητοποίηση της αστικής κοινής γνώμης ως προς το χρόνο απασχόλησης και τις εργασιακές συνθήκες των παιδιών (με αποτέλεσμα τη νομοθετική παρέμβαση του αστικού κράτους) δεν είχε αφετηρία ανθρωπιστική. Προήλθε κυρίως από το γεγονός ότι οι νέες συνθήκες εργασίας των παιδιών είχαν επιπτώσεις στην ηθική και σωματική διαμόρφωση των μελλοντικών ενηλίκων, όπως δηλώνεται διά των πλέον επισήμων χειλιών: «Είναι βεβαιωμένο ότι πολλή και ακανόνιστη σωματική εργασία, κατά τη νεαρή ηλικία, παρεμποδίζει την ανάπτυξη και κανονική διάπλαση του σώματος κι εξαντλεί έτσι τις εργατικές δυνάμεις πρόωρα, πριν αυτές αναπτυχθούν εντελώς, ώστε οι γενιές γίνονται ασθενικές, με πολίτες και στρατιώτες ανίκανους»4.
Παρ’ όλα αυτά, μετά από το 1922, η παρουσία μεταξύ των προσφύγων της Μικράς Ασίας μεγάλου αριθμού παιδιών ορφανών από τον ένα ή και από τους δύο γονείς συνέβαλε στην όξυνση του φαινομένου της εργασίας των παιδιών. Υπήρχαν χήρες που η οικονομική τους κατάσταση τις ανάγκαζε να παίρνουν τ’ ανήλικα παιδιά τους στο εργοστάσιο, αφού δεν ήταν δυνατό να τα στείλουν στο σχολείο και είχαν ανάγκη ακόμα και από το μικρό τους μεροκάματο…
Η διαδρομή της παιδικής ηλικίας στον καπιταλισμό αριθμεί κάμποσα κεφάλαια, όχι όλα τόσο εφιαλτικά. Η ανάγκη αντικατάστασης της προηγούμενης βάρδιας της εργατικής τάξης από μια επόμενη με όρους που θα εξυπηρετούσαν το κεφάλαιο, χωρίς όμως να προκαλείται η πρόωρη καταστροφή της, καθώς και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, συνέβαλαν τόσο στη μείωση του χρόνου όσο και στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Σχεδόν μισό αιώνα μετά από το θρυλικό Μάρτη του 1857, οι εργάτριες στις κλωστοϋφαντουργίες της Νέας Υόρκης ξεσηκώνονται και πάλι. Το Μάρτη του 1912, έχοντας ήδη στο ενεργητικό τους μία ακόμα μεγάλη απεργία 13 εβδομάδων (1910), 23.000 γυναίκες διαδηλώνουν απαιτώντας 10ωρη βάρδια, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, ίσο μισθό με τους άντρες, δικαίωμα ψήφου, αλλά και την κατάργηση της παιδικής εργασίας.
Εξάλλου, από τις αρχές του 1900, η προσχολική αγωγή αποτελεί στην Αμερική μέρος του τρόπου ζωής, τουλάχιστον για τους απογόνους της αστικής τάξης. Αλλά και στην Ιταλία, το 1907, οι αντιλήψεις της Μοντεσόρι οδηγούν παιδιά από τις φτωχογειτονιές του Σαν Λορέντζο στην «Casa dei Bambini» όπου διδάσκονται τρόπους συμπεριφοράς, ανάγνωση, γραφή και μαθηματικά πριν την ηλικία των 5 χρόνων. Το σκηνικό σταδιακά αλλάζει. Στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, υπό την επίδραση νέων παιδαγωγικών μεθόδων (Helen Parkhurst), αλλά και καινούργιων οικονομικών συνθηκών (Work’s Progress Administration), τα παιδιά αρχίζουν να μετακινούνται στο επίκεντρο της προσοχής. Το 1928, «Το Μονοπάτι της Ζωής», έργο του παιδαγωγού Αντόν Σεμιόνοβιτς Μακάρενκο, αποκαλύπτει τη δύναμη της εργασίας και της ομαδικής συνεργασίας, χαράζοντας νέους δρόμους για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μέσα στη νεαρή τότε Σοβιετική Δημοκρατία.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα οδηγήσει 300.000 παιδιά ξανά στα εργοστάσια, για τις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας. Όμως αυτό θα κρατήσει λίγο. Το 1961, η UNESCO διοργανώνει στη Γενεύη το Παγκόσμιο Συνέδριο Δημόσιας Εκπαίδευσης. Στα πορίσματά της αναφέρεται στην αδυναμία της οικογένειας να καλύψει επαρκώς τις ψυχοπνευματικές ανάγκες των νηπίων. Αναγνωρίζεται η κοινωνική αποστολή του νηπιαγωγείου, αλλά και η ανάγκη για εκπαίδευση εξειδικευμένου προσωπικού.
Η πολύ μικρή αυτή αναδρομή στο παρελθόν, σε συνδυασμό με την παρούσα ζοφερή πραγματικότητα, όπου τα νούμερα δείχνουν τη στενή κι άμεση σχέση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με την αύξηση, εκτός των άλλων, και της παιδικής εργασίας (ή με τη συστηματική καταπάτηση της σχετικής νομοθεσίας), αποδεικνύει, χωρίς καμιά δυνατότητα εύλογων αντιρρήσεων, ότι και σήμερα το παιδί «υπάρχει» όπου το επιτρέπουν οι υλικές συνθήκες διαβίωσης που συνδέονται με τα περιθώρια του κέρδους στον καπιταλισμό. Η παιδική εργασία έχει αυξηθεί και στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές οικονομίες. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι η αύξησή της σημειώνει υψηλότερα ποσοστά σε χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Βραζιλία, οι Ινδίες και άλλα «θαυμαστά» παραδείγματα καπιταλιστικής «ανάπτυξης», από το είδος που έχει διαφημιστεί ως ευημερία «για όλους»...
Η ουσιαστική αναγνώριση της παιδικής ηλικίας για όλα τα παιδιά εξακολουθεί να είναι ζητούμενο, αφού και σήμερα το παιδί παραμένει αντικείμενο εκμετάλλευσης όπως ο ενήλικος γονιός του, με την προϋπόθεση ότι προέρχεται από την κατάλληλη τάξη. Την τάξη δηλαδή που παράγει τον πλούτο, όμως για λογαριασμό εκείνων στους οποίους ανήκουν -για την ώρα- τα μέσα παραγωγής.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΑΙΔΙ

Για ένα νέο ζευγάρι σήμερα, η απόκτηση παιδιών είναι μια μεγάλη περιπέτεια, πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο υπήρξε για κάποιες προηγούμενες γενιές. Όλα όσα σχετίζονται με τη γέννηση (ζητήματα γονιμότητας, προγεννητικός έλεγχος, ιατρική παρακολούθηση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ασφαλής τοκετός σε νοσοκομειακό περιβάλλον, κατάλληλη επιστημονική φροντίδα των νεογνών) και θα μπορούσαν να είναι αυτονόητα με την πρόοδο επιστήμης και τεχνολογίας, για τις νέες οικογένειες από τα λαϊκά στρώματα είναι πλέον ένας Γολγοθάς που τον ανεβαίνουν κουβαλώντας το σταυρό μιας μόνιμης ανασφάλειας, αφού οι εντελώς απαραίτητες αυτές προδιαγραφές, με το πέρασμα του χρόνου, αποδεικνύεται ότι απευθύνονται μόνο στους έχοντες.
Ακόμα κι αν ξεπεραστούν με κάποιο τρόπο οι αρχικοί σκόπελοι, η συνέχεια της περιπέτειας προμηνύεται δραματική. Η μητρότητα τιμωρείται ως έγκλημα κατά του εργοδότη, η απόκτηση παιδιού φορολογείται ως «τεκμήριο οικονομικής ευρωστίας», ενώ το κυνηγητό της λαϊκής οικογένειας εντείνεται καθημερινά, με την πρόσθεση όλο και πιο ευφάνταστων «διωγμών» που τοποθετούν διαρκώς νέα εμπόδια στην προσπάθεια να πραγματοποιηθεί ο άθλος (δυσκολότερος κι από τους δώδεκα του μυθικού Ηρακλή) του μεγαλώματος των παιδιών…
«Σε τι κόσμο το έφερα να ζήσει», «τι θα του πω», «πώς θα του εξασφαλίσω τ’ απαραίτητα και ποια είναι αυτά», «πώς θα το προφυλάξω και θα το προστατέψω», «πώς θα το αναθρέψω και θα το διαπαιδαγωγήσω» είναι μερικοί από τους προβληματισμούς που στοιχειώνουν και τη μέρα και τη νύχτα του νέου γονιού και πιο πολύ της νέας μητέρας, που έχει επιφορτιστεί με παραπάνω υποχρεώσεις εξαιτίας της ανισοτιμίας της.
Όσο το παιδί μεγαλώνει, αποκαλύπτοντας την όλο και πιο ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του, μαζί με τη γοητεία που προκύπτει από τη διαδικασία, έρχεται και η ανησυχία για το αποτέλεσμα! Έκπληκτοι ανακαλύπτουμε ότι το παιδί μας είναι ένας άγνωστος. Με αγωνία αναρωτιόμαστε σε τι βαθμό και σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να το επηρεάσουμε. Έχουμε άραγε αυτήν τη δυνατότητα ή μήπως την χάσαμε κάπου στο δρόμο; Κι αν τελικά την χάσαμε, γίνεται να την ξαναβρούμε; Εν κατακλείδι, πώς διαμορφώνεται η προσωπικότητα και ειδικότερα η συνείδηση του σημερινού παιδιού; Πότε και από τι επηρεάζεται περισσότερο; Ποια είναι τα σκαλοπάτια της εξέλιξής του;
Η αναγκαστική παραμονή του παιδιού στους κόλπους της οικογένειας κατά τις πολύ μικρές ηλικίες μπολιάζει την εξέλιξή του με ουσιαστικά στοιχεία διαπαιδαγώγησης, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό και από τα πρώτα παιχνίδια του. Σ’ αυτά είναι ενσωματωμένες οι συνήθειες του περιβάλλοντος χώρου ο οποίος, λίγο ή πολύ, ταυτίζεται με το περιβάλλον της οικογένειας. Η «ταυτότητα» κάθε οικογένειας, όχι άσχετη με την ταξική της θέση ή την ταξική της καταγωγή και με το μορφωτικό επίπεδο που οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες επέτρεψαν στα ενήλικα μέλη της ν’ αποκτήσουν, διαμορφώνει σε κάποιο βαθμό μια οικογενειακή «γλώσσα» που καθορίζει την κοινή στάση των μελών της εντός των ορίων της, αλλά και στο κοινωνικό περιβάλλον. Όπως γίνεται και με τη γλώσσα του προφορικού λόγου, η γλώσσα αυτή μαθαίνεται γρήγορα από το παιδί, που νιώθει οικεία χρησιμοποιώντας την και ανοίκεια όταν αναγκάζεται να την διαφοροποιήσει. Εννοείται ότι, μέσα από την οικογένεια, οι επιδράσεις της κοινωνίας περνούν αναπόφευκτα και στο παιδί.
Όσο μεγαλώνει η ηλικία και περιορίζεται ο χρόνος παραμονής του παιδιού μέσα στο «σπιτικό» πλαίσιο, ο ρόλος της οικογένειας, χωρίς να μηδενίζεται, αποδυναμώνεται αισθητά. Ο παιδικός σταθμός και αργότερα το σχολείο, οι συμμαθητές, οι φίλοι, οι δάσκαλοι, οι εξωσχολικές δραστηριότητες, οι πολιτιστικές προτάσεις που το κατακλύζουν, το καινούργιο κι ολοένα πιο ευκίνητο περιβάλλον όπου εξελίσσονται οι σύγχρονες σχέσεις ανοίγουν στο παιδί νέους ορίζοντες για ολόφρεσκες εμπειρίες. Θα τις βιώσει όλες, ρουφώντας σαν σφουγγάρι ό,τι έχει τη σφραγίδα της γοητείας του πρωτοφανέρωτου. Στη φάση αυτή, γίνεται ξεκάθαρο ότι η διαπαιδαγώγηση του παιδιού ασκείται λιγότερο πλέον εντός του πλαισίου της οικογένειας.
Σήμερα, έχουμε το θλιβερό «προνόμιο» να ζούμε μέσα στην εκμεταλλευτική κοινωνία ενός στυγνού καπιταλισμού ο οποίος τόσο πιο βάρβαρα εκδηλώνεται σε βάρος των εργατικών-λαϊκών οικογενειών όσο πιο πολύ βαθαίνει η οικονομική κρίση που τραντάζει τη δομή του. Ωστόσο ο καπιταλισμός, από τις φάσεις κιόλας της ανάπτυξής του, έχει φροντίσει να θωρακιστεί ποντάροντας στην κατάλληλη διαπαιδαγώγηση κάθε νέας γενιάς του εργατόκοσμου, ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ανοχή στην καταπίεση του συστήματος προκειμένου ν’ αντέξει το καράβι του κλυδωνισμούς και σκαμπανεβάσματα σε δύσκολους καιρούς. Οι παντοειδείς μηχανισμοί που λειτουργούν στο πλαίσιό του, ενορχηστρωμένοι έτσι ώστε να παίζουν ταυτόχρονα την ίδια αντιδραστική συμφωνία, κάνουν θαυμάσια τη δουλειά τους μεταγγίζοντας αδιαλείπτως τις αστικές αξίες στα παιδιά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και για τις επιδιώξεις του συστήματος και για εμάς που θέλουμε να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από τις όλο και πιο έντεχνες επιθέσεις του, παρουσιάζουν οι ηλικίες κατά τις οποίες αρχίζουν ν’ αποκτώνται κριτήρια για την κοινωνία. Έχουν υπάρξει έρευνες που έγιναν σε ΗΠΑ, Γερμανία και Βρετανία, με βάση τις οποίες παρατηρούνται πολλές διαφορές και ιδιομορφίες στη διαμόρφωση της συνείδησης στις επιλεγμένες ηλικίες. Φάνηκε όμως πως η πιο εντατική περίοδος διαμόρφωσης των πολιτικών αντιλήψεων περιλαμβάνεται ανάμεσα στα 11 και τα 13. Ωστόσο τ’ αποτελέσματα διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία, αφού οι ιστορικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες που βιώνονται έντονα από το λαό και τη νέα γενιά (π.χ. οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό, ιμπεριαλιστικός ή εμφύλιος πόλεμος, στρατιωτικό πραξικόπημα) ασφαλώς τα επηρεάζουν. Οπωσδήποτε η πολιτική αντίληψη αρχίζει να διαμορφώνεται σε μικρές σχετικά ηλικίες.
Με βάση ορισμένες παρατηρήσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ηλικίες ανάμεσα στα 9 και τα 13 χρόνια, οι οποίες αντιστοιχούν στις σχολικές βαθμίδες μεταξύ Δ΄ Δημοτικού και Α΄ Γυμνασίου. Στη συνέχεια θα εκτεθούν μερικές από αυτές. Είναι στηριγμένες σε πολύχρονη και διασταυρωμένη εμπειρία, αλλά δε βασίζονται σε συμπεράσματα επιστημονικών μελετών, άρα η σχετικότητά τους είναι αναπόφευκτη. Πρόκειται για μια πρώτη προσέγγιση που ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει στην αρχική γνωριμία με τις ηλικίες αυτές.

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ

Μια εμπειρική παρατήρηση της συλλογικής έκφρασης των παιδιών μέσα σε σχολικές τάξεις τοποθετεί μάλλον τους μαθητές της Δ΄ Δημοτικού, δηλαδή τα παιδιά των 9 περίπου ετών, στην ηλικία με τη σχετικά πιο ανεπηρέαστη σκέψη. Στην πλειονότητά τους εμφανίζονται περισσότερο ανοιχτά σε καινούργιες ιδέες και λιγότερο προσκολλημένα σε κανόνες, αξίες και πρότυπα, όπως διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση του συστήματος που έχει αρχίσει από τη νηπιακή κιόλας ηλικία.
Πριν δύο περίπου δεκαετίες, παρόμοια ποιοτικά χαρακτηριστικά γίνονταν έκδηλα στους μαθητές της Ε΄ Τάξης ενώ, αντίθετα, τα παιδιά της Έκτης βρίσκονταν σ’ ένα μεταίχμιο, έτοιμα σχεδόν να περάσουν τον κάβο που οδηγεί στον κόσμο των ενηλίκων, διαμορφωμένο όπως τον βρήκαν, χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, παρατηρείται ότι ειδικά στην Στ΄ Τάξη -σ’ ένα βαθμό πλέον και στην Πέμπτη- το άγχος των παιδιών έχει αρχίσει να μοιάζει μ’ εκείνο των ενηλίκων! Η πηγή του βρίσκεται ίσως στο γεγονός ότι τα παιδιά σ’ αυτήν τη φάση, αν και ανυπομονούν να μπουν σ’ έναν κόσμο με λιγότερες απαγορεύσεις, ταυτόχρονα φοβούνται το πλέγμα των ευθυνών που πάει χέρι-χέρι με τα βάσανα της ενηλικίωσης, όπως αυτά εκφράζονται ανάγλυφα στις τεράστιες δυσκολίες, ακόμα και στ’ αδιέξοδα των γονιών τους, όταν πρόκειται για παιδιά λαϊκών οικογενειών.
Οι ηλικίες αυτές, λίγο ή πολύ, εμφανίζουν χαρακτηριστικά προεφηβείας ή εφηβείας, ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες κάθε παιδιού.

ΤΟ ΦΥΛΟ ΤΟΥ

Με βάση τη σχετική πάλι εμπειρία που διαθέτουμε, παρατηρείται οπισθοχώρηση στα βήματα που είχαν γίνει από τα κορίτσια των ηλικιών αυτών σε προηγούμενες περιόδους, γεγονός που δεν είναι βέβαια άσχετο από τη γενικότερη κατάσταση του εργατικού-λαϊκού κινήματος με το οποίο συνδέεται και το ριζοσπαστικό γυναικείο.
Χρειάζεται να εξηγηθεί τι εννοούμε εκθέτοντας την άποψη αυτή.
Είναι μάλλον κοινή η διαπίστωση ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, τα κορίτσια αυτών των ηλικιών εμφανίζονται πιο ώριμα από τα συνομήλικά τους αγόρια. Η σκέψη τους είναι πιο προχωρημένη, μερικές φορές υποστηρίζουν με σθένος την άποψή τους κι εκφράζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι’ αρκετά θέματα. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι οι απόψεις τους (ανεξάρτητα από το πόσο σθεναρά τις υποστηρίζουν) είναι πιο συντηρητικές από εκείνες τις οποίες υιοθετούσαν στο παρελθόν. Παρά το εύρος της, η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της σκέψης τους δε συνιστούν στοιχείο που συνηγορεί στην εκτίμηση πως υπάρχει άμβλυνση της ανισοτιμίας.
Τα κορίτσια δείχνουν τάσεις υποχώρησης ως προς το θάρρος και την πρωτοβουλία σε σχέση με το παρελθόν. Έχει παρατηρηθεί ότι, όταν έρχεται η ώρα για πρωτοβουλίες κι αποφάσεις που χρειάζεται να παρθούν μέσα στην ομάδα (π.χ. μέσα στην τάξη), τα κορίτσια μάλλον διστάζουν περισσότερο από πριν. Υπάρχει άλλωστε διαφορά ανάμεσα στα κορίτσια των μικροαστικών στρωμάτων και σ’ εκείνα των εργατικών-λαϊκών. Η οικονομική κρίση του καπιταλισμού, που έκανε αισθητά τα πρώτα σημάδια της το 2008 βυθίζοντας τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων στην ανεργία, τη φτώχεια, την ανασφάλεια και, σταδιακά, στον ατομισμό, την παραίτηση, την υποταγή, σπρώχνει κυρίως τις μητέρες να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους, κορίτσια κι αγόρια, στην κατεύθυνση των επιλογών του βολέματος, του μικρότερου κακού, των ανισότιμων οικονομικών, κοινωνικών, οικογενειακών σχέσεων, της αποδοχής (ως αναγκαίου κακού) της επιστροφής της γυναίκας στο σπίτι με φανερά δυσμενέστερους όρους.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Τη στιγμή που ο άνθρωπος κάνει το ντεμπούτο του ως ξεχωριστή ύπαρξη στη ζωή, όταν δηλαδή αφήνει το προστατευτικό σκοτάδι και την ασφάλεια της μήτρας που τον μεγάλωσε, ο κόσμος του συνταράζεται από μια τεράστια έκρηξη χρωμάτων και εικόνων. Το έμβρυο έχει ήδη κάνει τη γνωριμία του με τους ήχους από την κοιλιά, συνεπώς το εντελώς καινούργιο, η αποκάλυψη στην ολοκαίνουργια ύπαρξή του είναι οι εικόνες. Στην αρχή όλα είναι τρομακτικά. Μα πολύ γρήγορα το βρέφος, στη συνέχεια το νήπιο κι αργότερα το παιδί, ανακαλύπτει ότι έχουν μια αφάνταστη γοητεία. Αποκτά εμπειρίες. Μαθαίνει. Δύο είναι οι τρόποι με τους οποίους το παιδί μαθαίνει τον κόσμο. Το παιχνίδι και το παραμύθι. Στο παιχνίδι, μέσα από τη μίμηση του περιβάλλοντος κόσμου, των ανθρώπων και των καταστάσεων, το παιδί εξασκεί τη φαντασία του, φτιάχνει τις δικές του εικόνες και τις εντάσσει στη συνέχεια μέσα στον κόσμο του. Χτίζει έτσι τη ζωή του ανακαλύπτοντας τους άλλους ανθρώπους, διακρίνοντας ομοιότητες και διαφορές, δοκιμάζοντας συνεχώς, πετυχαίνοντας κι αποτυγχάνοντας, άλλοτε μ’ ενθουσιασμό κι άλλοτε με απογοήτευση, χαράζοντας έτσι τους δικούς του δρόμους προς την ενηλικίωση. Ο άλλος τρόπος είναι το παραμύθι. Το παραμύθι (κυρίως το λαϊκό, αλλά και το έντεχνο, όταν σέβεται την αντιστοιχία των κωδίκων) δεν είναι ψέμα. Είναι η πραγματικότητα, όπως συμβολικά αντανακλάται στο μικρόκοσμο του παιδιού. Ο πραγματικός κόσμος, μέσ’ από το παραμύθι, αλλάζει χαρακτηριστικά, όχι ουσία, ενώ οι καταστάσεις μεταμφιέζονται έτσι που να κάνουν πιο κατανοητά τα πράγματα στον ακόμη ασχημάτιστο κι ατελή παιδικό κόσμο. Με οδηγό και βοηθό το παιχνίδι και το παραμύθι, το κάθε παιδί περνάει το πρωτοφανέρωτο στο άγραφο ακόμα βιβλίο του μυαλού του με το δικό του γραφικό χαρακτήρα.

1. Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας
Η τηλεθέαση είναι πλέον από τις πρώτες εμπειρίες που αποκτάει ένα νήπιο, σε ακραίες περιπτώσεις ακόμα και πριν συμπληρώσει τον πρώτο του χρόνο…
Κατά συνέπεια, η τηλεόραση πιάνει δουλειά εισβάλλοντας στην καθημερινότητα του σημερινού παιδιού της λαϊκής οικογένειας από την προσχολική κιόλας ηλικία, χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια στη φαντασία. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ο νεαρός τηλεθεατής βομβαρδίζεται μ’ έτοιμες λύσεις για το τι πρέπει να του αρέσει, με τι να παίξει, πώς να μιλήσει, πώς να μοιάζει και πάει λέγοντας. Η εικόνα που διαμορφώνεται στο μυαλό του είναι κατευθυνόμενη. Κάποιος ενήλικος την σκέφτηκε πριν το μικρό τηλεθεατή. Φυσικά, οι προθέσεις του κατασκευαστή της εικόνας ταυτίζονται με τις επιδιώξεις του ιδιοκτήτη του Μέσου. Όσο για τα παραμύθια, την αφήγησή τους έχει αναλάβει η «γιαγιά TV». Πολύ γρήγορα, το παιδί εθίζεται στο προκάτ παραμύθι. Όλα είναι έτοιμα και για όλους το ίδιο. Οι φάτσες, τα χρώματα, οι χαρακτήρες. Οι εικόνες προβάλλουν στο μυαλό των παιδιών ολόιδιες, απαράλλαχτες κι αναλλοίωτες, σα να βγήκαν από τους χειρότερους εφιάλτες της λαϊκής μούσας που γέννησε το παραμύθι κοιλοπονώντας τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Η τηλεοπτική κλωνοποίηση του παραμυθιού γίνεται η ταφόπλακα του μυστικού κώδικα που χρησιμοποιούσε η αφήγηση για να περάσει τα μηνύματα της κάθε περασμένης γενιάς στην επόμενη καινούργια.
Φτάνοντας στην ηλικία των 9, ο μικρός τηλεθεατής (ή η μικρή τηλεθεάτρια) βρίσκεται ήδη υπό το καθεστώς μιας σχετικής εξάρτησης από τη μικρή οθόνη της τηλεόρασης και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, έχοντας αρχίσει ν’ αποκτά και τον εθισμό του υπολογιστή. Τα ΜΜΕ, χωρίς καθόλου να επισκιάζουν κάποιους άλλους εξίσου εύστοχους θεσμούς (όπως για παράδειγμα την εκπαίδευση ή την Εκκλησία), κρατούν έναν ιδιαίτερο ρόλο, τουλάχιστον ως προς την προπαγάνδα. Έχουν κιόλας καλύψει με μεγάλη επιτυχία ένα μέρος της διαπαιδαγώγησης των μικρών ηλικιών από τα πολύ τρυφερά χρόνια, στην κατεύθυνση της αποδοχής του συστήματος, με σαφή στόχο την ελαχιστοποίηση της αμφισβήτησής του.
Η είσοδος των «ριάλιτι» στο τηλεοπτικό τοπίο σηματοδότησε μια καινούργια εποχή στο τηλεοπτικό τοπίο. Έγιναν απολύτως αποδεκτά ως διασκέδαση, χωρίς να συσχετιστεί η ενοχή τους με την ύπουλη επιβολή της τρομακτικής πραγματικότητας που ακολούθησε. Μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι τηλεθεατές (ιδιαίτερα τα παιδιά) έμαθαν να παρακολουθούν και να παρακολουθούνται! Έτσι, οι κάμερες στους χώρους δουλειάς, τα ηλεκτρονικά «μάτια» των δρόμων και το κάθε είδους φακέλωμα που επιτρέπει σε αφεντικά να εκβιάζουν και ν’ απολύουν, και σε μηχανισμούς άσκησης εξουσίας να καταστέλλουν και να ποινικοποιούν, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά μιας απλής συνήθειας.
Έχουμε ωστόσο ήδη ξεπεράσει τη φάση του τεχνικά εξελιγμένου -πάντως απλού- φακελώματος και βρισκόμαστε στη φάση του «οικειοθελούς» αυτοφακελώματος, με την καταιγιστική διοχέτευση ακόμα κι αυστηρά προσωπικών δεδομένων στους λεγόμενους χώρους κοινωνικής δικτύωσης.

2. Το διαδίκτυο
Όσο μικρότερη ηλικία έχουν οι χρήστες του διαδικτύου τόσο δυσκολότερα αντιλαμβάνονται την απάτη της τάχα ελεύθερης έκφρασης μέσα από τον καινούργιο τρόπο επικοινωνίας.
Αρκετά πριν αγγίξει τα media η οικονομική καπιταλιστική κρίση, προτού δηλαδή αρχίσουν να κλείνουν έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και πριν τα εναπομείναντα αποφασίσουν ν’ αντικαταστήσουν το ακριβό σκουπιδαριό τους με φτηνότερο, παιδιά, έφηβοι και γενικά η νεολαία ήδη μετακόμιζαν σταδιακά τα ενδιαφέροντά τους από το ένα μέσο στο άλλο.
Οι παλιές αγάπες ασφαλώς δεν ξεχνιούνται… Απλά μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους από τη μικρή οθόνη στον υπολογιστή, και πιο συγκεκριμένα στο διαδίκτυο και στα social media, αφού η τηλεόραση έπαιζε πια το ρόλο που είχαν παίξει γι’ αυτήν παλιότερα τα υπόλοιπα μέσα: Τροφοδοτούσε με πάσης φύσεως υλικό τους πολυπληθείς χρήστες του διαδικτύου, βρίσκοντας χιλιάδες πρόθυμους να το σχολιάσουν και να το διαδώσουν.
Ταυτόχρονα, το διαδίκτυο επηρέασε τις σχέσεις, ακόμα κι 9χρονων παιδιών, μ’ έναν τρόπο που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαβλέψει σε όλες τις διαστάσεις του. Μπορούσες πια να δεις συμμαθητές, που με το ζόρι αντάλλασσαν κάνα δυο προφορικές κουβέντες καθημερινά στο σχολείο, να μιλούν ακατάπαυστα μέσ’ από το διαδίκτυο, καθώς επίσης αγόρια και κορίτσια να φλερτάρουν ηλεκτρονικά, αφού η άμεση, ανθρώπινη επαφή έχει, όσο να ’ναι, ένα ρίσκο και μια δυσκολία.
Ο «τηλεοπτικός άνθρωπος», συμπύκνωμα όλων των ιδεών, των προτύπων και των αξιών τις οποίες έπρεπε να ενστερνιστεί το παιδί της λαϊκής οικογένειας για να γίνει μεγαλώνοντας ένας εργαζόμενος εκμεταλλεύσιμος αλλά και πειθήνιος -άρα άχρηστος στον εαυτό του και στην τάξη του και χρήσιμος στην κυρίαρχη τάξη (που γι’ αυτόν το λόγο τον διαφήμιζε με τους μηχανισμούς της)- υπήρξε για δεκαετίες μια καρικατούρα προς μίμηση για την πλειονότητα των παιδιών, όχι μόνο από τα μικροαστικά στρώματα, αλλά και από την εργατική τάξη.
Ο «διαδικτυακός άνθρωπος» συχνά νομίζει ότι επιλέγει τα χαρακτηριστικά του: Την ανωνυμία ή το ψευδώνυμο, τη μια ή την άλλη ταυτότητα και ιδιότητα που μπορεί ν’ αλλάζουν, τη μια ή την άλλη εικόνα και ηλικία που επίσης μπορούν ν’ αλλάζουν. Αν, για παράδειγμα, το παιδί ή ο έφηβος -παρακολουθώντας τον «τηλεοπτικό άνθρωπο» και πασχίζοντας να του μοιάσει- επιζητούσε τη δημοφιλία, ως «διαδικτυακός άνθρωπος» και με βάση ορισμένες προδιαγραφές του κυβερνοχώρου (ανεξάρτητα αν δεν έχουν καμιά σχέση με την ουσία του πράγματος) θεωρεί ότι την έχει ήδη αποκτήσει!
Οι σχετικές με το διαδίκτυο πλάνες δεν αργούν να γίνουν αυταπάτες, ειδικά για τις μικρότερες ηλικίες χρηστών οι οποίες -σε ορισμένες περιπτώσεις- πέφτουν και κάτω των 9 ετών! Είναι ο χρήστης του διαδικτύου (όπως υποστηρίζεται) πράγματι ενεργητικός ή παραμένει δέκτης «παθητικός», παρά την υπερδραστήρια και πολύωρη κάποτε «συμμετοχή» του; Πώς εξασφαλίζεται η εγκυρότητα των πληροφοριών και ποιος εγγυάται για την προστασία των ατομικών δεδομένων (ειδικά των πολύ νεαρών ατόμων) μέσα στο πολυδιαφημισμένο διαδικτυακό περιβάλλον της «ελεύθερης έκφρασης»;
Το διαδίκτυο, αναντίρρητα χρήσιμο, στις σημερινές συνθήκες ενέχει κινδύνους που προσδιορίζονται κύρια από τις επιδιώξεις εκείνων που μπορούν να διαμορφώνουν το περιεχόμενο και να δρομολογούν την κατεύθυνση της λειτουργίας του μονοπωλιακοί όμιλοι και ιμπεριαλιστικά κέντρα.

3. Το Βιβλίο
«Κλείσε επιτέλους την τηλεόραση κι άνοιξε κανένα βιβλίο!». Η συνηθισμένη φράση των γονιών, που συνήθως απευθυνόταν στα μεγαλύτερα παιδιά τους (και που μάλλον έχει αντικατασταθεί τελευταία με το: «Βγες επιτέλους από το διαδίκτυο!»), αντιπαραβάλλοντας την επιβλαβή διαδικασία της τηλεθέασης με την επωφελή της ανάγνωσης, έχει σήμερα προεκτάσεις που, κατά πάσα πιθανότητα, διαφεύγουν από τους περισσότερους ενηλίκους.
Είναι γεγονός πως οι θετικές επιδράσεις της αναγνωστικής διαδικασίας στα παιδιά είναι εξακριβωμένες λόγω του παιδαγωγικού της χαρακτήρα. Με την ανάγνωση εξασκούμαστε στην πειθαρχία, στην υπομονή, την περισυλλογή, το στοχασμό. Είναι επίσης γεγονός ότι τα σημερινά παιδιά βρίσκονται δυστυχώς αρκετά μακριά από τα βιβλία, χωρίς αυτό να οφείλεται αποκλειστικά στις νέες εξαρτήσεις που έχουν αποκτήσει με την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Αλλά πόσο ακίνδυνο είναι το ταξίδι που συνιστούμε στα παιδιά μας; Είναι τόσο ασφαλής ο κόσμος του γραπτού λόγου ώστε να τον προτείνουμε χωρίς κανέναν ενδοιασμό στους ανήλικους αναγνώστες;…
Αν κάνουμε τον κόπο να σκεφτούμε ότι πίσω από κάθε βιβλίο για παιδιά και νέους βρίσκεται κατά πρώτο λόγο ο εκδότης και κατά δεύτερο ο συγγραφέας, η εικόνα του τοπίου που ίσως υπάρχει στο μυαλό μας διαφοροποιείται αρκετά. Σήμερα, οι εκδοτικοί οίκοι -πλην ελαχίστων, που σε καιρό κρίσης γίνονται όλο και λιγότεροι αφού ο χώρος αναγκαστικά συρρικνώνεται- είναι μεγάλες κι ανθηρές επιχειρήσεις. Ως τέτοιες, δε μελετούν μόνο τι απήχηση έχουν τα προϊόντα τους στο αγοραστικό κοινό, αλλά φροντίζουν επιπλέον να διαμορφώσουν το κοινό αυτό σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις ζήτησης των προϊόντων-βιβλίων, προκειμένου να το ελέγξουν και να το τροφοδοτήσουν με μια τυποποιημένη παραγωγή που θα μπορεί ν’ απορροφηθεί και ν’ αναπαραχθεί. Το αγοραστικό κοινό, δηλαδή οι πελάτες των εταιριών αυτών, είναι τις τελευταίες δεκαετίες τα παιδιά και όχι οι γονείς. Το γεγονός ότι άλλος διαλέγει κι άλλος πληρώνει δεν αλλάζει την ουσία του ζητήματος.
Η «ευκολία» του αναγνώστη είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που διαμορφώνει -με ανησυχητικά αυξανόμενους ρυθμούς- το περιεχόμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Αλλά και η συνταγή της «μόδας», που θα καταστήσει «ευπώλητη» την εκδοτική παραγωγή της σχετικής επιχείρησης, είναι μια ιδιαίτερα επιθυμητή κατεύθυνση την οποία φροντίζουν ν’ ακολουθούν οι συγγραφείς αν θέλουν να εκδίδονται, να προωθούνται και να κυκλοφορούν τα βιβλία τους ανελλιπώς. Για παράδειγμα, αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια η τάση της κατηγοριοποίησης της λογοτεχνίας για παιδιά σε «βιβλία για κορίτσια» και «βιβλία γι’ αγόρια», με βάση τους διαφορετικούς «ρόλους» και τα διαφορετικά -σύμφωνα με τις επιταγές του συστήματος- ενδιαφέροντα που οδηγούν ταχύτατα στην αποδοχή της γυναικείας ανισοτιμίας, πασπαλισμένης με τη χρυσόσκονη της μόδας και της δήθεν επιλογής. Αυτή η «μόδα», που καμία υπηρεσία δεν προσφέρει στην αποσαφήνιση του γυναικείου ζητήματος, έχει προκύψει από την επιρροή των ιδεολογημάτων που βοηθούν στο να παγιωθούν τα φυλετικά στερεότυπα εφόσον εξυπηρετούν τις ανάγκες του κεφαλαίου. Τα συγκεκριμένα αναγνώσματα έχουν μεγάλη διάδοση και στα δύο φύλα των ηλικιών 9 - 13 και κατατάσσονται στα μπεστ σέλερ.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί για ποιο λόγο δίνεται τόσο μεγάλη σημασία στην κατεύθυνση του περιεχομένου ενός βιβλίου για παιδιά και νέους. Υπάρχει ανάγκη για μια πραγματικά και κυριολεκτικά «έντεχνη» διαμόρφωση της συνείδησης των μικρών αναγνωστών, προκειμένου να δημιουργηθούν οι επιθυμητοί πειθήνιοι εργαζόμενοι του μέλλοντος, οι αδηφάγοι ενήλικοι καταναλωτές. Οι μεγάλες εκδοτικές εταιρίες, ως επιχειρήσεις, έχουν απόλυτη ανάγκη να συμβάλουν και με τα προϊόντα τους (ή καλύτερα με τα εμπορεύματά τους) στη διαμόρφωση τέτοιων ενηλίκων, με τους οποίους θα έχουν άμεση στο μέλλον συνδιαλλαγή, είτε με τη σχέση του εργαζομένου είτε με τη σχέση του πελάτη. Εξάλλου, οι προσπάθειες για την καθιέρωση κάθε αναχρονιστικού ή αντιδραστικού ιδεολογήματος ξεκινάει από την παιδική ηλικία, με τη χρήση οποιουδήποτε μέσου θα μπορούσε να προσεγγίσει και να επηρεάσει τα παιδιά. Το λογοτεχνικό βιβλίο είναι ένα τέτοιο μέσο. Όχι μόνο δεν κρατάει προσχήματα (για ποιο λόγο άλλωστε;…), αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις, έχει αποδειχτεί άμεσος και μάλιστα κραυγαλέος σύμμαχος του συστήματος.
Οι συγγραφείς που έχουν αναλάβει τη δουλειά του «συμμάχου» δεν είναι καθόλου ανίκανοι ή ατάλαντοι λογοτέχνες. Η λογοτεχνική τους δεινότητα είναι που καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνο το αντιδραστικό περιεχόμενο των βιβλίων τους. Υπάρχει βιβλίο που με πολύ χαριτωμένο τρόπο διαστρεβλώνει την έννοια της απεργίας, εξευτελίζοντας τελείως κάθε παρόμοια διαδικασία συλλογικής δράσης… Υπάρχει ο ύμνος του καπιταλισμού κλεισμένος στις 375 σελίδες ενός βιβλίου για αναγνώστες από 12 ετών και πάνω, που πραγματικά παρασύρει τις ηλικίες στις οποίες απευθύνεται με την αμεσότητα, το χιούμορ του και τη συναρπαστική αστυνομική πλοκή του! Υπάρχει το παραμύθι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γραμμένο από γνωστή συγγραφέα (πολλά χρόνια διευθύντρια Δημιουργικού σε πολυεθνικές διαφημιστικές εταιρίες) που «μεταφέρει μερικές από τις αρχές που οραματίστηκαν και σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό υλοποίησαν οι πρωτεργάτες της Ευρωπαϊκής Ιδέας»… Υπάρχει βιβλίο (από επίσης γνωστή και πολυβραβευμένη συγγραφέα βιβλίων για παιδιά και νέους) που αναφέρεται στο λεγόμενο «παιδομάζωμα», με σαφή αντικομμουνιστικό προσανατολισμό! Εκείνο που δεν υπάρχει, κι ούτε μπορεί να υπάρξει, είναι βιβλίο ουδέτερο, ακόμα κι αν ο συγγραφέας του το επιθυμεί ή το νομίζει.
Υποστηρίζεται, ωστόσο, ευρύτατα η εντελώς υποκριτική άποψη ότι είναι απαράδεκτος ο συγγραφέας αν «παρασύρει τα παιδιά με οποιονδήποτε τρόπο σε φυλετικό ή ταξικό μίσος, στο όνομα κάποιας θρησκείας ή ιδεολογίας, για πολιτικούς ή άλλους “ανώτερους” υποτίθεται λόγους, και μάλιστα εναντίον των γονέων τους»! Οι θιασώτες των κανόνων της παραπάνω δεοντολογίας καμώνονται ότι αγνοούν πως το «ταξικό μίσος» δεν έχει καμιά σχέση με τα υπόλοιπα τσουβαλιασμένα «μίση» γιατί δεν είναι προσωπικό, αλλά ταυτίζεται με το ανώτερο επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και με τη σταθερή κι αμετακίνητη θέση της να επιβληθεί στους αστούς καταπιεστές της για να κατακτήσει την εξουσία. Δε γνωρίζουν τάχα ότι και οι αστοί το ίδιο επίμονα και το ίδιο συνειδητά μάχονται (χρησιμοποιώντας μάλιστα κάθε όπλο εναντίον των ταξικών αντιπάλων τους), προκειμένου να κρατήσουν την εξουσία την οποία, για την ώρα, κατέχουν; Θα ήταν αφελές μάλλον να το πιστέψουμε. Ούτε η ταξική πάλη, ούτε το «ταξικό μίσος» πρόκειται να καταργηθούν επειδή κάποιοι δήθεν «υπεύθυνοι» συγγραφείς θα παραλείψουν να ενοχλήσουν τη δήθεν αμόλυντη σκέψη του ανήλικου κοινού τους με «απαράδεκτα» βιβλία…
Ακόμα και το λογοτεχνικό βιβλίο για παιδιά μπορεί λοιπόν να μετατραπεί σε Δούρειο Ίππο του καπιταλισμού, φέρνοντας τα θανάσιμα δώρα της αστικής προπαγάνδας σαν ένας οποιοσδήποτε υπηρέτης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Στόχος είναι από τη μια η απαξίωση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τη διοχέτευση του δηλητηρίου της παραίτησης από κάθε δικαίωμα και διεκδίκηση, και από την άλλη η καταξίωση του καπιταλισμού στη συνείδηση των ίδιων της των παιδιών, με την καλλιέργεια κάθε μικρής ή μεγάλης αυταπάτης.

4. Η θρησκεία και η μεταφυσική
Η μεταφυσική, εννοιολογικά προσεγγίζοντάς την ως πεδίο που αναφέρεται σε ζητήματα έξω της εμπειρίας, σχετίζεται με τη θρησκεία. Ενταγμένη επίσημα (πιο επίσημα δε γίνεται!) στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, η θρησκεία έχει ζυμωθεί με την καθημερινότητα των παιδιών ως κανονική κατήχηση. Δε θ’ απασχολήσει όμως ιδιαίτερα το παρόν άρθρο.
Το μεταφυσικό μέρος που δε σχετίζεται άμεσα με τη θρησκεία παίζει για τις νεότερες ηλικίες ένα ρόλο διαφορετικό απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η αγορά (ή καλύτερα η βιομηχανία) «πολιτιστικών» εμπορευμάτων είναι κυριολεκτικά κατακλυσμένη από τέτοιας κατεύθυνσης προϊόντα. Αυτό δείχνει ότι η στροφή σε μεταφυσικής μορφής ενδιαφέροντα βολεύει εξαιρετικά τον αντίπαλο, όχι μόνο γιατί απομακρύνονται οι ηλικίες αυτές από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και γιατί, όσον αφορά το εμπορικό κομμάτι, η μεταφυσική είναι ένας πολύ προσοδοφόρος τομέας! Ταινίες (κινηματογραφικές και τηλεοπτικές), βιβλία, παιχνίδια ηλεκτρονικά -κυρίως για εφήβους- και πλήθος διαδικτυακοί τόποι ασχολούνται όλο και πιο συστηματικά με το αντικείμενο, ποτίζοντας το μυαλό των παιδιών μ’ ένα δηλητήριο που δεν είναι εύκολο στη συνέχεια ν’ αποβληθεί. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά είναι προετοιμασμένα από πολύ νωρίτερα γι’ αυτόν το μεταφυσικό κόσμο, από τα κόμικς και τα καρτούν. Τέρατα, λυκάνθρωποι, βρικόλακες, άβαταρ, νεράιδες και μάγοι, άγγελοι και δαίμονες, παραφυσικές δραστηριότητες και προφητείες καταστροφής του κόσμου, εξωγήινοι και σούπερ ήρωες, παιδιά ίντιγκο κι ένα σωρό άλλες ανοησίες μπαινοβγαίνουν ανεξέλεγκτα στο μυαλό τους, επηρεάζοντας τη σκέψη και τη στάση τους στη ζωή και μολύνοντας τη λογική τους. Μερικά παιδιά νομίζουν ότι πρόκειται για «επιστημονική φαντασία»! Εξάλλου, αρκετές φορές δυσκολεύονται να διαχωρίσουν φαντασία από πραγματικότητα, ακόμα και σε προχωρημένη εφηβεία.
Χρειάζεται προσοχή για να μην μπερδεύουμε τα προϊόντα μεταφυσικής υποκουλτούρας με το παραμύθι. Το παραμύθι, τέχνη κυρίως λαϊκή, είναι το καθρέφτισμα της ζωής. Έχει ήδη αναφερθεί ότι συμπληρώνει -μαζί με το παιχνίδι- το δίπτυχο της ομαλής μετάβασης του παιδιού στην ενηλικίωση. Στην ουσία του ίδιο, αλλά και κάπως αλλαγμένο κάθε φορά, περπάτησε μέσα στο χρόνο με τα χαρακτηριστικά που κάθε φορά έπαιρνε από τη ζωή όσων το διηγήθηκαν και μεταμορφωνόταν σύμφωνα με τους αγώνες και τις αγωνίες των καθημερινών ανθρώπων που συναντούσε στο διάβα του. Κι επειδή οι ιστορίες των λαών και, κυρίως, των ανθρώπων του μόχθου στην πάλη τους με τους ισχυρούς δεν είναι πολύ διαφορετικές από τότε που δημιουργήθηκαν οι ταξικά διαχωρισμένες ανθρώπινες κοινωνίες, αρκετά στοιχεία κοινά βρίσκονται σε παραμύθια από πολλά μέρη του κόσμου, παρόλο που κάθε πολιτισμός προσαρμόζει το ίδιο στοιχείο σε ό,τι του ταιριάζει περισσότερο. Το παραμύθι λοιπόν ήρθε στο σήμερα με τα εκατομμύρια ζευγάρια πόδια όλων εκείνων των ανθρώπων που, έστω κι αν δεν ξέρουμε τ’ όνομά τους, διηγήθηκαν τη ζωή τους μ’ ένα μυστικό κώδικα που πρέπει να ψάξεις για να τον βρεις, όπως θα έκανες για έναν κρυμμένο θησαυρό. Είναι ένας φίλος που ξέρει πολλά για τη ζωή και τα χαρίζει σ’ ένα φίλο που θέλει να μάθει πολλά για τη ζωή. Μας προσφέρει τον κόσμο του χτες για να μας βοηθήσει να δημιουργήσουμε τον καλύτερο κόσμο του αύριο…
Σε αντιδιαστολή με το λαϊκό παραμύθι, η έντεχνη παραποίηση της πραγματικότητας εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους. Υπάρχουν παιδιά των ηλικιών στις οποίες αναφερόμαστε τα οποία, όταν ερωτώνται, απαντούν ότι θα προτιμούσαν να ζουν μια ζωή που να μην έχει σχέση με την πραγματικότητα. Μερικά από αυτά αποκαλύπτουν ότι έχουν επηρεαστεί από αναγνώσματα, θεάματα κι ακροάματα μεταφυσικής προσέγγισης (τα οποία ούτως ή άλλως τους προσφέρονται αφειδώς από τις πολύ μικρές ηλικίες). Πρόκειται συνήθως για παιδιά (όχι σπάνια από τα λαϊκά στρώματα) τα οποία θεωρούν ότι η καθημερινότητά τους είναι ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον, και η ζωή τους χωρίς μέλλον. Έχουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση.

5. Ο φασισμός και ο ρατσισμός
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το φασισμό, πρέπει προηγουμένως να μιλήσουμε για τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός δεν είναι καινούργιος, ούτε βέβαια ο φασισμός, αν και κυοφορήθηκε αρκετά αργότερα από το εκμεταλλευτικό σύστημα που τον γέννησε. Όποιο όνομα κι αν έχει, είναι το εκτρωματικό παιδί του καπιταλισμού, σπλάχνο από τα σπλάχνα του, τόσο δύσμορφο και αποκρουστικό, ώστε να γεννάει το φόβο μερικές φορές ακόμα και στην ίδια του τη μάνα.
Αποκαλυπτικό ανάγνωσμα που μπορεί να εισάγει ένα νέο ή μια νέα στον κόσμο του φασισμού είναι «Ο αγών μου», διά χειρός του αρχιναζιστή Αδόλφου Χίτλερ. Κυκλοφορεί ως βιβλίο, ενώ έχει στο σύνολό του αναρτηθεί διαδικτυακά. Βρέθηκε μάλιστα πολλές φορές στην προμετωπίδα διάφορων δημοσιευμάτων της «Χρυσής Αυγής». Φυσικά, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ένας συνηθισμένος έφηβος, που βαριέται ακόμα και την ανάγνωση ενός ολιγοσέλιδου μυθιστορήματος, μπορεί να φτάσει ως το τέλος αυτού του βιβλίου των 782 σελίδων, με το πλαδαρό και φορτωμένο στιλ το οποίο -κατά τον ιστορικό Άλαν Μπούλοκ- οφείλεται στη μανία του συγγραφέα του να περνά για διανοούμενος. Το πολύ-πολύ να διαβάσει, κατόπιν υποδείξεως, ορισμένα επιλεγμένα αποσπάσματα.
Ο ναζισμός, όπως γράφει ο Χίτλερ, χρησιμοποίησε την πανουργία, λογαριάζοντας όλα τα μέσα για νόμιμα («από τους κρυφούς εκβιασμούς ως τις πραγματικές απάτες»). Ακόμα, υπολόγισε με ακρίβεια -όπως επίσης γράφει- τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις υπολόγισε μάλιστα, αρχίζοντας από την πιο μικρή ηλικία, δημιουργώντας μια συγκροτημένη νεολαία, θρεμμένη με το μίσος και τη βία, αποκτηνωμένη από αιματόβρεχτα τραγούδια. «Θα κάνουμε κομμάτια τον κόσμο! Σήμερα μας ανήκει η Γερμανία, αύριο θα κατακτήσουμε τη Γη ολόκληρη»5.
Η καθημερινότητα των αγοριών από τα λαϊκά στρώματα ευνοεί αρκετά τη γνωριμία τους με το φασισμό.
Ο κοινωνικός μικρόκοσμός τους αναπτύσσεται γύρω από το τρίπτυχο χρήμα - φήμη - εξουσία. Όνειρό τους είναι η αστυνομία, ο στρατός, η πυροσβεστική και ακόμα η μπάλα, η οθόνη, το μικρόφωνο. Αλλά το μεγαλύτερο όνειρό τους είναι να βγάλουν λεφτά, με όποιο τρόπο… Όσο τα όνειρα της οικονομικής ευημερίας και της φήμης που την συνοδεύει απομακρύνονται, στρέφονται όλο και περισσότερο σ’ εκείνο που απομένει. Εξαιτίας της καταπίεσης των μεροκαματιάρηδων ή άνεργων γονιών τους, της αδιάκοπης οικονομικής εκμετάλλευσης και της συστηματικής κοινωνικής υποβάθμισης που επιφυλάσσει η κυρίαρχη τάξη στις οικογένειές τους επιθυμούν διακαώς να ξεχωρίσουν, αποκτώντας εξουσία πάνω στους άλλους, με βάση τα πρότυπα που πλασάρονται από διάφορους μηχανισμούς. Η προσωπικότητά τους αρχίζει να χτίζεται πάνω στη φήμη των μπράτσων και του τσαμπουκά, που έχει αποδειχτεί βολικό μονοπάτι για να προσεγγιστούν από τις φασιστικές συμμορίες.
Παρά τις εντελώς προσωρινές «δυσκολίες» της (οι οποίες, εξάλλου, τείνουν να ξεπεραστούν), η «Χρυσή Αυγή» έχει ανοίξει με την προπαγάνδα της μια θανάσιμη «αγκαλιά» γι’ αυτά τα παιδιά. Το προφίλ του Χρυσαυγίτη τούς φαίνεται οικείο επειδή μοιάζει στις φιγούρες των καρτούν και των ηρώων της κονσόλας των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Μπαίνει στα Δημοτικά μέσω των συμβόλων, των ΜΜΕ και του οικογενειακού περιβάλλοντος, ενώ στα Γυμνάσια κάνει είσοδο πανηγυρική, από την κανονική πόρτα του σχολείου. Τα κορίτσια, ειδικά στο Δημοτικό, δε φαίνεται για την ώρα να συγκινούνται ιδιαίτερα, ωστόσο ο φασισμός λανθάνει, ψάχνοντας κερκόπορτα για να εισχωρήσει στις συνειδήσεις, αφού έχει κιόλας ισχυρή παρουσία στα θεάματα, ακροάματα κι αναγνώσματα που είναι διαδεδομένα και σε μικρότερες ακόμα ηλικίες. Σ’ αυτά κυριαρχεί η ανόητη κι αναιτιολόγητη ατομική βία ως μέσο εξουσίας και τσακίσματος του αντιπάλου. Ταυτόχρονα απορρίπτεται κάθε συλλογική, σε κατεύθυνση μαζικών αγώνων, διεκδίκηση του δικαίου. Ασφαλώς ο φασισμός δεν είναι μονοσήμαντο φαινόμενο και δεν ταυτίζεται με τη βία. Ο εκφασισμός ωστόσο της κοινωνίας (ανεξαρτήτως σχημάτων και ονομάτων που τον εκφράζουν ιδεολογικά κι έμπρακτα) συντελείται αργά κι αθόρυβα από τις πιο μικρές ηλικίες. Λειτουργεί όπως ένας ιός με μεγάλο χρόνο επώασης. Φτιαγμένος στα πιο εξελιγμένα εργαστήρια των επιστημόνων του καπιταλισμού, ο συγκεκριμένος ιός μπολιάζεται από νωρίς, δουλεύοντας ύπουλα στον κοινωνικό μικρόκοσμο των παιδιών, «ανεπαισθήτως» συνοδεύοντάς τα ως την ενηλικίωση, οπότε στο κατάλληλο περιβάλλον επωάζεται κι εκδηλώνεται.
Είναι θέμα χρόνου η εμφάνιση ακόμα και βιβλίων για παιδιά και νέους με ύμνους στο φασισμό και το ναζισμό που θα βοηθήσουν την επέλαση της «Χρυσής Αυγής» στα σχολεία, στα οποία είναι ήδη όχι μόνο γνωστή, αλλά και αποδεκτή από τις κρίσιμες ηλικίες.
Η απέχθεια για τον διαφορετικού χρώματος, γλώσσας ή θρησκείας άνθρωπο έχει ρίζες σε πρωτόγονους φόβους για το άγνωστο, που ανέκαθεν μεταφράζονταν σε ξενοφοβία. Σ’ ένα αρχικό στάδιο η αντίληψη αυτή οφείλεται στην άγνοια που είναι αρκετά πρόσφορη δίοδος για το ρατσιστικό δηλητήριο, διχάζοντας τους ανθρώπους με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά και κρύβοντας έντεχνα τις ταξικές διαφορές οι οποίες στ’ αλήθεια τους χωρίζουν, μόνο και μόνο γιατί ο ταξικός αντίπαλος έχει όψη ανθρώπου ίδιου εξωτερικά με τους υπόλοιπους και όχι σαρκοβόρου θηρίου. Ο φασισμός έχει τον τρόπο του να μεταφέρει ειδικά στους ανηλίκους την επιδίωξη του συστήματος να διαιρεί την εργατική τάξη, τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα με βάση ό,τι επιλεγεί την κάθε φορά, ως προφύλαξη από τον κίνδυνο μιας κοινής και προσανατολισμένης αμφισβήτησης και διεκδίκησης, στη συνέχεια, της εξουσίας. Οι ηλικίες 9-13 είναι αρκετά πρόσφορες για μια επιφανειακή, αρχικά, επαφή των παιδιών με το ρατσισμό, που δε θ’ αργήσει, αν αφεθούν στην τύχη τους, να μεταβληθεί σε διαστρεβλωμένη διέξοδο της φυσιολογικής οργής που θα προκύπτει στην πορεία από την ολοένα κι αυξανόμενη επιδείνωση των συνθηκών της ζωής των οικογενειών τους.

6. Η απόρριψη της συλλογικότητας
Η σημασία του ρόλου της ομάδας -στο παιχνίδι, στη δραστηριότητα, στην ψυχαγωγία- έχει μάλλον υποβιβαστεί σ’ αυτές τις ηλικίες σε σχέση με το παρελθόν, ενώ βαθμιαία αντικαθίσταται από σχήματα μικρότερα. Τ’ αγόρια εξακολουθούν να διατηρούν κάπως μεγαλύτερες παρέες, ενώ τα κορίτσια φαίνεται ότι περιορίζουν όλο και πιο πολύ τον αριθμό των μελών της συντροφιάς τους. Η έννοια της συλλογικότητας φθίνει ως αξία, ίσως περισσότερο για τα κορίτσια, σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις.
Επισημαίνεται ότι με τον όρο «συλλογικότητα» εννοούμε την ανάπτυξη συλλογικής συνείδησης σ’ επίπεδο αποφάσεων και δράσης προκειμένου να επιτευχθεί ένας κοινός σκοπός, σε συνδυασμό με την κατανόηση του μέτρου της ευθύνης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Οι ηλικίες ανάμεσα στα 9 και τα 13 απομακρύνονται σταδιακά από τη συλλογικότητα, αλλά όχι και από ένα παραδοσιακό είδος ομαδικότητας, ευρύτατα διαδεδομένης. Ο προσκοπισμός και ο οδηγισμός συγκεντρώνουν αρκετά παιδιά των κρίσιμων αυτών ηλικιών και από τα δύο φύλα, αναπτύσσοντας μια ομαδικότητα με αντιδραστικό περιεχόμενο, ενώ και τα τμήματα των κατηχητικών είναι πολυπληθή. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα προγράμματά του κατηχητικού, μετά από τη Δ΄ Δημοτικού χωρίζονται και κατά φύλο!

ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΥΣΕΙΣ

Η καθημερινότητα του σημερινού παιδιού, και ειδικότερα ενός παιδιού από τη λαϊκή οικογένεια ανάμεσα στις ηλικίες των 9 και των 13, δεν παρουσιάζεται από την παραπάνω εκτενή (αλλά όχι ασφαλώς πλήρη και διεξοδική) περιγραφή κάποιων πλευρών της ως ένα πεδίο βατό όπου θα μπορούσε να γίνει από εμάς μ’ ευκολία η προσπάθεια ν’ αποκτήσει αυτό το παιδί ταξικά κριτήρια για την κοινωνία. Ούτε ο δρόμος για την ένταξη σε ανάλογης κατεύθυνσης μορφές συλλογικότητας είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα σ’ αυτές τις ηλικίες.
Οι δύσκολες καταστάσεις μέσα στις οποίες ζουν άντρες και γυναίκες από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα (συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που ήδη έχουν επιλέξει το συλλογικό τρόπο ζωής και δράσης μέσ’ από τα εργατικά-επαγγελματικά σωματεία και τους άλλους μαζικούς φορείς, από το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, ακόμα και των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος) δυσχεραίνουν την προσέγγιση του ζητήματος. Για να είμαστε ακριβείς, θα έπρεπε να πούμε ότι δυσχερής είναι ούτως ή άλλως η προσέγγιση των ίδιων των παιδιών μας για τους λόγους που, έστω και ακροθιγώς, εκτέθηκαν. Χωρίς καμιά διάθεση εξωραϊσμού, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι, σ’ αυτήν τη φάση, ο καπιταλισμός με την υπεροπλία του σε μηχανισμούς και με την ποικιλομορφία του σε παρεμβάσεις, μέσω των οποίων «διαχέει» την ιδεολογία του, έχει προσωρινά το πάνω χέρι στη διαμόρφωση της συνείδησης των παιδιών από την εργατική τάξη και από τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα.
Σφήνα ανάμεσα σε μας και στα παιδιά μας μπαίνουν και τα ιδεολογήματα που κυκλοφορεί ο αντίπαλος. Υποκύπτοντας σ’ αυτά, είτε γιατί ιδεολογικά έχουμε επιτρέψει τη διείσδυσή τους στη συνείδησή μας είτε γιατί πρακτικά τα υιοθετούμε, αφήνοντας να μας διαφύγει η ουσία τους, γινόμαστε σύμμαχοι και συνένοχοι του ίδιου μας του εχθρού, εκόντες άκοντες.
Η έστω και ακούσια, μη συνειδητή, αποδοχή ενός ιδεολογήματος έχει ως συνέπεια και ορισμένες συγχύσεις.

ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ

Η παιδική αθωότητα δεν είναι καινούργια ιδέα. Ο άγιος Ιερώνυμος, παρουσιάζει το παιδί ως υποδειγματικό ον που ο Θεός έστειλε στη Γη. Συγχαίρει το μωρό που δε δοκιμάζει καμιά ευχαρίστηση κοιτάζοντας μια γυναίκα, που δεν κρύβει τη σκέψη του, που δε λέει ψέματα, που δεν επιμένει στο θυμό και δε θυμάται τις προσβολές που δέχτηκε. Και ο Πάπας Λέων ο Μέγας: «Ο Χριστός αγαπά την παιδικότητα, δασκάλα ταπεινοφροσύνης, κανόνα αθωότητας, πρότυπο γλύκας… Την δίνει για παράδειγμα σε όλους όσους υψώνει στην αιώνια βασιλεία». Στα μοναστηριακά γραφτά τρεις ιδιότητες του παιδιού επαινούνται πάντα, που ο μοναχός πρέπει ν’ αποκτήσει: Αθωότητα, ταπεινοφροσύνη κι αγνότητα. Ωστόσο ο άγιος Αυγουστίνος (αρχές του 5ου αιώνα) στις «Εξομολογήσεις» του λέει: «…ό,τι αθώο υπάρχει στο παιδί είναι η ανημποριά των οργάνων, αλλά όχι η ψυχή»!
Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν και τους δύο όρους («αθωότητα» και «παιδικότητα») για λόγους που αφορούσαν τα εσωτερικά τους. Δεν πρέπει όμως να συγχέονται μεταξύ τους εννοιολογικά. Η αθωότητα σχετίζεται με την παιδικότητα, αλλά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν. Για την ακρίβεια, η παιδικότητα περιλαμβάνει την αθωότητα, αφού αφορά σ’ ένα σύνολο ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα παιδιά. Η αθωότητα, δηλαδή, είναι υποσύνολο κατά κάποιο τρόπο της παιδικότητας, και σημαίνει την αφέλεια -δηλαδή την ευπιστία- και την έλλειψη πονηρίας.
Το ιδεολόγημα της παιδικής αθωότητας είναι λοιπόν ένα παμπάλαιο ζιζάνιο, μεταφυτεμένο στο παρόν. Φορτωμένη με ιδεολογικά στρώματα ποικίλου περιεχομένου, η «παιδική αθωότητα» βρέθηκε κάμποσες φορές στη διάθεση εκείνων που επιθυμούσαν να εξουσιάζουν, ελαχιστοποιώντας την αντίδραση όσων εξουσιάζονταν. Σήμερα, εξυπηρετεί την αστική τάξη η οποία, κατέχοντας την εξουσία κι επιφυλάσσοντας στα παιδιά του εργατόκοσμου ένα ζοφερό παρόν κι ένα ακόμα ζοφερότερο μέλλον, έχει κάθε συμφέρον να συσκοτίσει τις επιδιώξεις της. Την επικαλείται ως δεοντολογικά «απαραβίαστη» για να κρύψει τις βρομοδουλειές της και όχι, όπως διατείνεται, για να προστατέψει τον αγνό μικρόκοσμό τους. Η διατήρηση της αφέλειας -δηλαδή της ευπιστίας- και της ταπεινοφροσύνης -δηλαδή της δουλοπρέπειας- για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ένα παιδί που, έτσι κι αλλιώς, οι συνθήκες της ζωής δεν του επιτρέπουν να μείνει «αθώο», είναι βολική προοπτική για τον αντίπαλο. Πραγματικά «αθώος» μπορεί να είναι μόνο όποιος αγνοεί ή όποιος δεν έχει υποφέρει. Ακόμη και ο Αυγουστίνος παραδέχεται την απλή αυτή αλήθεια, έστω και μέσ’ από τα θρησκευτικά του τερτίπια, γιατί άλλο ανήμπορος σωματικά κι άλλο άσχετος! Παρ’ όλα αυτά, η σύγχρονη αστική τάξη δοκιμάζει (κι -ως ένα βαθμό- το έχει πετύχει) να κάνει συνένοχους και συνεργούς τους ίδιους τους γονείς των παιδιών, ακόμα κι αν αυτοί αντιπαλεύουν το σύστημα που τους καταδυναστεύει, πείθοντάς τους, κυρίως στο όνομα αυτής της αθωότητας, να κρατήσουν τα παιδιά τους όσο γίνεται πιο μακριά από τη δυσοίωνη προοπτική της ζωής τους κι ακόμη μακρύτερα από τις αληθινές αιτίες της.
Τα παιδιά έχουν αναφαίρετο δικαίωμα στην παιδικότητα, αν την εκλάβουμε ως σύνολο χαρακτηριστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένες ηλικίες. Ωστόσο δεν πρέπει να βλέπουμε την παιδικότητα αποσπασμένη από τις ιστορικές συνθήκες. Η επίδραση -για παράδειγμα- της ταξικής πάλης, η οποία σε συνθήκες αντεπανάστασης μπορεί να επισπεύσει την ωρίμανση ορισμένων ηλικιών με αποτέλεσμα τη μερική απώλεια κάποιων χαρακτηριστικών, δε διαφοροποιεί ριζικά την έννοια της παιδικότητας. Δε χάνεται το σύνολο των χαρακτηριστικών της. Εκείνο που κατά κύριο λόγο χάνεται είναι η αθωότητα, η οποία ωστόσο ορίστηκε ως υποσύνολο της παιδικότητας. Ας θυμηθούμε ότι στον πόλεμο, αν και τα παιδιά συμμετέχουν όχι λίγες φορές σε αντιστασιακές και άλλου είδους πολεμικές δραστηριότητες, εξακολουθούν στο βαθμό που τους επιτρέπουν οι συνθήκες να έχουν ως κυρίαρχη δραστηριότητα το παιχνίδι! Αντίθετα, στην καπιταλιστική ειρήνη, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, χάνεται η παιδικότητα. Αρκετά κοινό είναι το παράδειγμα των μικρών κοριτσιών, τα οποία από πολύ νωρίς μαθαίνουν ν’ απαιτούν όχι με βάση τις ανάγκες παιδιού, αλλά πολύ μεγαλύτερης σε ηλικία γυναίκας. Αιχμάλωτα της τηλεοπτικής ή άλλης στερεοτυπικής εικόνας, σύντομα αποκτούν τα πιο γελοία μικρομέγαλα χαρακτηριστικά, χωρίς να γνωρίζουν τι χάνουν με την πρόωρη και βεβιασμένη εγκατάλειψη της παιδικότητάς τους και χωρίς βέβαια να έχουν την ευθύνη γι’ αυτό.

ΤΟ «ΧΑΣΜΑ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ»

Είναι ένα από τα πιο γνωστά κι ανθεκτικά ιδεολογήματα, με στόχο απλό και ιδιαίτερα επικίνδυνο. Επιδιώκει να χτυπήσει θανάσιμα (μέχρι εξόντωσης!) την οποιαδήποτε δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ των εργατών και των νεαρών βλαστών τους, ανάμεσα στη μάνα από τη λαϊκή οικογένεια και στα παιδιά της.
Αλλά τι ακριβώς είναι το περίφημο χάσμα των γενεών;
Ένας από τους ορισμούς το αναφέρει ως «συναισθηματική και πνευματική αποξένωση των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές».
«Οι νέοι κατέχονται από το πνεύμα της αλλαγής, αρνούνται τα καθιερωμένα σύμβολα και τις τυποποιημένες ιδέες, ελέγχουν, κρίνουν, είναι προοδευτικοί, ενώ οι μεγάλοι είναι συντηρητικοί, καχύποπτοι κι έχουν πείρα και σύνεση. Οι διαφορές αυτές προκαλούν κάθε είδους συγκρούσεις κι εντείνουν το χάσμα των γενεών»!
Η αταξική αυτή προσέγγιση που χωρίζει τους ανθρώπους σύμφωνα με την ηλικία και όχι με τη θέση και τα συμφέροντά τους μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα μπορεί να πολώσει τελείως έναν έφηβο, λόγω της φυσιολογικής δυσκολίας που ίσως προκύψει στη συνεννόηση με τους γονείς του. Αλλά μπορεί να αιτιολογήσει και την απομάκρυνση του γονιού αν, εξαιτίας του «χάσματος» που διατυμπανίζει αυτό το ιδεολόγημα, βιαστεί να παραιτηθεί από την προσπάθεια για βαθύτερη επικοινωνία με το παιδί του. Η πολύ βολική για το σύστημα άποψη, που ρίχνει τις γέφυρες μεταξύ του εργάτη και του φύσει και θέσει συνεχιστή του, ισοπεδώνει κάθε έννοια κοινού συμφέροντος, καταργώντας οποιαδήποτε προοπτική συνοδοιπορίας στην ταξική πάλη, κατάσταση που φαντάζει απολύτως «φυσιολογική» αν κάνουμε το λάθος να συμφωνήσουμε ότι οι «μεγάλοι» είναι εξ ορισμού «συντηρητικοί», ακόμα κι αν έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο γκρέμισμα του παλιού κόσμου, ενώ οι «νέοι» είναι πάντα «προοδευτικοί», μόνο και μόνο επειδή μπορεί να είναι ξεσκολισμένοι στις σύγχρονες τεχνολογίες, τις οποίες ο γονιός δυσκολεύεται να παρακολουθήσει…
Τα πράγματα είναι φυσικά πιο απλά, αν και μερικές φορές η συνεννόηση γονιών και παιδιών από την ίδια τάξη μέσα στον καπιταλισμό (ο οποίος έχει κάθε συμφέρον να μη συμβεί ποτέ ένα τέτοιο ενδεχόμενο μεταξύ των μελών του προλεταριάτου που διεκδικεί την εξουσία για λογαριασμό του) είναι το απλό που είναι δύσκολο να γίνει…
Με την είσοδο των παιδιών στο Γυμνάσιο (δηλαδή στην εφηβεία), η οικογένεια έχει ήδη αρχίσει ν’ απομακρύνεται από τον ορίζοντά του ως πρότυπο στάσης και ζωής, δίνοντας τη θέση της σ’ άλλα πρότυπα που μπορεί να διαφοροποιήσουν την «οικογενειακή γλώσσα». Στην τάση αυτή πατάει το ιδεολόγημα του «χάσματος των γενεών». Η δική μας παρέμβαση στα παιδιά, η οποία δεν μπορεί να εξαντλείται μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο, αλλά είναι απαραίτητο να πάρει πιο συλλογικό χαρακτήρα, οφείλει να έχει ως στόχο την αποκωδικοποίηση της φυσιολογικής τους ανάγκης για διαφοροποίηση, με το ξεκαθάρισμα παράλληλα της ουσίας του ζητήματος, ότι δηλαδή δε νοείται διαφορετική στάση στη ζωή γονιών και παιδιών από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, εφόσον η πορεία τους είναι κοινή, όπως κοινοί είναι και οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοί τους.

ΤΟ ΤΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Ακόμα και άνθρωποι προοδευτικοί, άνθρωποι του αγώνα και της δράσης, συνδικαλιστές και οργανωμένοι κομμουνιστές, έχουν έναν ορισμένο βαθμό δισταγμού όταν πρόκειται να έρθει στο τραπέζι το ζήτημα της πολιτικής.
«Δεν είναι μικρό το παιδί μου για τέτοιου είδους συζητήσεις;».
«Μπορεί να καταλάβει τόσο δύσκολες έννοιες και πώς θα τις εξηγήσω;».
Όταν ο δισταγμός αφορά το γνωστικό κομμάτι του θέματος, είναι εν μέρει κατανοητός. Αλλά, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, η πολιτική αποτελεί ταμπού λόγω μιας συγκεκριμένης αντίληψης που αφορά αποκλειστικά το περιεχόμενό της, το οποίο κυρίως τα μικροαστικά στρώματα θεωρούν «ακατάλληλο δι’ ανηλίκους». Και ο λόγος είναι ότι έχει παγιωθεί στη συνείδησή τους η πολιτική ως ρυπαρή ενασχόληση, η δε συμμετοχή τους σε αυτή γίνεται, σε έσχατη ανάγκη, μόνον δι’ αντιπροσώπου! Στα άμεσα κι έμμεσα αποτελέσματα αυτής της αντίληψης συγκαταλέγεται και η άρνηση των εφήβων (γιατί οι μικρότερες ηλικίες έχουν ζωηρότερη διάθεση για συμμετοχή) να πάρουν μέρος σε συλλογικές διαδικασίες. Σε συνδυασμό και με άλλες παραμέτρους, η τάση αυτή δεν αργεί να μετατραπεί στη γνωστή, βολική και πολύ διαδεδομένη θέση: «Έξω τα κόμματα… (από τα σχολεία, από τα συνδικάτα, από τις πλατείες κλπ.)»! Η αποκρυσταλλωμένη αυτή άποψη προέρχεται από μία και μοναδική αφετηρία: Την επιδίωξη της κυρίαρχης τάξης ν’ απομακρύνει χρονικά όσο γίνεται περισσότερο την εισαγωγή των νεότερων ηλικιών στις βαθύτερες αιτίες της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζουν, αλλά και στη δράση, αποτρέποντας έτσι τη συμμετοχή τους σε συλλογικούς, οργανωμένους κι αποτελεσματικά προσανατολισμένους αγώνες για να την αλλάξουν.
Οι πολιτικές έννοιες είναι δύσκολες, όχι όμως ακατανόητες για τα παιδιά ακόμα και μικρότερης ηλικίας των 9 ετών. Δεν τους είναι αδύνατο να κατανοήσουν πως ό,τι συμβαίνει γύρω μας αλλά και σε μας τους ίδιους έχει σχέση με την πολιτική, ειδικά αν γίνει προσπάθεια να εξηγηθεί με τη χρήση μιας μεταφοράς, μιας μικρής συμβολικής ιστορίας ή κι ενός παιχνιδιού.
Η οικολογία -για παράδειγμα- είναι ένα ζήτημα σχετικά με το οποίο το σύστημα έχει μεγάλες προσδοκίες, προκειμένου να προωθήσει τις «αξίες» του εθελοντισμού και του «κοινού συμφέροντος», βρίσκει δε μεγάλη απήχηση κυρίως στα παιδιά των δημοτικών σχολείων με τα διάφορα προγράμματα. Γενικά τα παιδιά αγωνιούν ιδιαίτερα για το περιβάλλον και, με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος και των ενδιαφερόμενων εταιριών, έχουν διαμορφώσει την αντίληψη -για να μην πούμε την πεποίθηση- ότι «όλοι μαζί» θα καταφέρουμε να εμποδίσουμε την καταστροφή του πλανήτη. Χρειάζεται να βρεθούν τρόποι (όσο γίνεται πιο κατάλληλοι την κάθε φορά) ώστε να εξηγηθεί στα παιδιά ότι το «όλοι μαζί» είναι ουτοπία, αφού δεν κρατάνε όλοι την ίδια στάση απέναντι στο ίδιο πρόβλημα γιατί δεν τους πλήττει όλους το ίδιο. Πολλές φορές μάλιστα ένα πρόβλημα μπορεί να προκληθεί ή να γίνει εντονότερο εξαιτίας της δράσης μιας ομάδας ανθρώπων που φροντίζει για τα συμφέροντά της, ενάντια στα συμφέροντα μιας άλλης ομάδας ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, τα μεγάλα οικολογικά προβλήματα που προκαλούνται από ανθρώπινη δράση έχουν, όπως και οι πόλεμοι, αιτίες πολιτικές άρα, στην πραγματικότητα, η πολιτική εκφράζει μόνο ένα πράγμα: Την πάλη μεταξύ μεγάλων ομάδων ανθρώπων με αντίθετα συμφέροντα! (Που θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε και με το παιχνίδι της διελκυστίνδας).

ΕΜΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

Στη μάχη που θα δώσουμε εντός συστήματος, για να δημιουργήσουμε από νωρίς τις προϋποθέσεις ώστε να γίνουν τα παιδιά μας συνεχιστές των αγώνων μας, παίρνοντας στα χέρια τους την τύχη τους και βαδίζοντας με βήματα σίγουρα στο δρόμο ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος, τα εμπόδια είναι βέβαια πολλά. Ορισμένα βρίσκονται «εντός των τειχών».

ΜΕΡΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ

Οικογένεια - η συνενοχή του γονιού
Τα σχέδια που εξυφαίνει η αστική τάξη προκειμένου να διαμορφωθούν στρεβλά οι συνειδήσεις των παιδιών μας, ώστε ν’ απομακρυνθούν από μας και από τους αγώνες μας, ευοδώνονται αρκετές φορές μέσα στην ίδια την εργατική-λαϊκή οικογένεια. Πώς γίνονται άραγε συνένοχοι οι γονείς με τους ταξικούς αντιπάλους τους, ακόμα και όταν δεν το θέλουν;
Η κυβερνητική πολιτική, στην κατεύθυνση των αναγκών του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου και των μονοπωλίων, σπρώχνει τις λαϊκές οικογένειες στον εργασιακό μεσαίωνα και τον κοινωνικό καιάδα. Παράλληλα, φροντίζει ν’ αποκοπούν και ν’ αποξενωθούν από εκείνο το τμήμα των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα μπορούσε να τους δείξει ένα δρόμο αισιοδοξίας, να τους καλλιεργήσει τη διάθεση γι’ αγώνα, αλλά και τη βεβαιότητα ότι οι αλλαγές στη ζωή τους είναι υπόθεση δική τους και όχι κάποιων αντιπροσώπων, ξεσκολισμένων στην υφαρπαγή της λαϊκής συναίνεσης μ’ ένα σωρό τερτίπια και μ’ άλλα τόσα ψέματα. Ταυτόχρονα, επιστρατεύοντας κάθε μηχανισμό του συστήματος, σπέρνει μέσα τους το φόβο και τη μοιρολατρία ή το βόλεμα και τον εφησυχασμό.
Οι κίνδυνοι από τους οποίους είχε μάθει ως τώρα η εργατική-λαϊκή οικογένεια να προφυλάσσει τα παιδιά της ήταν διαφορετικοί (ή τουλάχιστον νόμιζε ότι ήταν διαφορετικοί). Η φτώχεια, η ανεργία, η ανέχεια είχαν άλλο πρόσωπο, ακόμα και η πορνεία ή τα ναρκωτικά φαίνονταν σαν πιο εξατομικευμένα φαινόμενα, συνεπώς η ατομική λύση, προωθημένη κατά κόρον από κάθε μηχανισμό του συστήματος ως μονόδρομος για όλα τα προβλήματα της οικογένειας, ήταν απολύτως αποδεκτή. Η αντίληψη: «Το παιδί μου δε θα ζήσει όπως εγώ!» υπήρξε αποκρυσταλλωμένη κι εδραιωμένη στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων για πάρα πολύ καιρό. Επιπλέον, η αρκετά μακρόχρονη φάση ανάπτυξης που διένυσε ο καπιταλισμός επέτρεψε στο σύστημα, μέσ’ από συντονισμένες και στοχευμένες ιδεολογικές παρεμβάσεις, να διαβρώσει σε μεγάλο βαθμό τις εργατικές συνειδήσεις, διοχετεύοντας το δηλητήριο της αταξικής προσέγγισης σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής των λαϊκών οικογενειών. Η σοσιαλδημοκρατία συνέβαλε τα μέγιστα στην κατεύθυνση αυτή.
Ζώντας καλύτερα από την προηγούμενη γενιά, αρκετοί θεώρησαν ότι και οι ίδιοι (οπωσδήποτε όμως τα παιδιά τους!) μπορούσαν ν’ αλλάξουν τάξη κυνηγώντας κάποια πρότυπα βγαλμένα κατευθείαν από το αξιακό σύστημα των αστών. Εξάλλου δεν πίστευαν ότι «αλλάζουν τάξη» (αφού οι αστοί είχαν κάνει το παν για να πειστούν οι αντίπαλοί τους, δηλαδή οι εργάτες, ότι «η ταξική πάλη έχει πεθάνει!»), αλλά ότι «ανεβαίνουν κοινωνική κατηγορία». Η δυνατότητα μεγαλύτερης για κάποιο διάστημα πρόσβασης στην αστική «μόρφωση», σε συνδυασμό με την «ευκαιρία» για «κατάλληλες συναναστροφές» που οδήγησαν και σε ανάλογες «συνήθειες», βοήθησαν κάποια παιδιά από τα λαϊκά στρώματα ν’ ακολουθήσουν έναν τρόπο ζωής άγνωστο για τα έως τότε δεδομένα της τάξης στην οποία ανήκαν οι γονείς τους. Παράλληλα, το «παραμύθι» της όσμωσης των τάξεων ξεγέλασε ένα μέρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ότι στο χέρι τους ήταν «να γίνουν βασιλιάδες ή να μείνουν πληβείοι» και, κυρίως, ότι η σχετική ευημερία την οποία απολάμβαναν θα κρατούσε για πάντα!
Είναι γεγονός ότι πολλοί αποδιώχνουν τη σκέψη πως το παιδί τους πρόκειται να ζήσει χειρότερα από τους ίδιους. Ακόμα και ασυνείδητα, υπάρχει μέσα τους η -έστω και ισχνή- ελπίδα ότι, τουλάχιστον για τους απογόνους τους, η κατάσταση θα είναι «ομαλά» αναστρέψιμη. Ως αποτέλεσμα, εμφανίζεται το φαινόμενο ακόμα και αγωνιστές να κρατούν τα παιδιά τους μακριά από τη δράση τους, ενώ μερικές φορές εμφανίζονται αντίθετοι σε οποιαδήποτε ανάμιξή τους στην υπόθεση που οι ίδιοι υπηρετούν, πιστεύοντας ότι τα περιφρουρούν από τις λεπτομέρειες της οδυνηρής πραγματικότητας, το ξεσκέπασμα της οποίας αναβάλλουν όσο περισσότερο μπορούν.
Καμιά ψευδαίσθηση δεν είναι πιο επικίνδυνη και πιο απατηλή από αυτήν και ποτέ η ανάγκη για την αποκάλυψη στα παιδιά μας κάθε πλευράς της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε, αλλά και των αιτιών της, δεν ήταν πιο επιτακτική! Αντίθετα, χρειάζεται να τους εμφυσήσουμε τη βεβαιότητα ότι οι αλλαγές στη ζωή τους είναι υπόθεση δική τους, από τώρα κιόλας.
Πότε είναι αυτό το «τώρα»; Οπωσδήποτε πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι φαντάζονται οι γονείς, όπως -ελπίζουμε- έχει γίνει φανερό από τη μέχρι τώρα έκθεση κάποιων παραμέτρων της καθημερινότητάς τους.
Οι εκφραστές του καπιταλισμού γνωρίζουν καλά ότι, όταν φτάσει στα χείλη του παιδιού της εργατικής οικογένειας η ερώτηση «γιατί πεινάω» και, κυρίως, όταν ακολουθήσει η προφανής επόμενη «γιατί κάποιοι δεν πεινούν», έχει χτυπήσει το κουδούνι του συναγερμού. Διανύουμε άλλωστε περίοδο όπου οι παραπάνω ερωτήσεις δεν ανήκουν σε λογοτεχνικές σελίδες του χτες, αντίθετα, βρίσκονται στο μυαλό και στα χείλη περισσότερων παιδιών απ’ όσα ίσως νομίζουμε. Το παιδί αντιλαμβάνεται με ιδιαίτερη ευαισθησία τις αντιθέσεις του δικού του κοινωνικού μικρόκοσμου ο οποίος είναι ουσιαστικά μια αναπαράσταση εκείνου των ενηλίκων. Χρησιμοποιώντας οικείους στο παιδί όρους (στην ουσία δηλαδή κώδικες παιχνιδιού και παραμυθιού), ένας γονιός μπορεί να δείξει σ’ ένα 9χρονο παιδί μια απλή εικόνα του κόσμου που μας περιβάλλει και των αντιθέσεων που τον ορίζουν. Για τις μεγαλύτερες ηλικίες, οι δυνατότητες είναι φυσικά μεγαλύτερες.
Διαρκής πρέπει να είναι και η φροντίδα του γονιού ώστε να μην απομακρυνθεί το παιδί από τη δική του καθημερινότητα, όταν αυτή μπορεί να γίνει ορόσημο της πρώτης γνωριμίας των μικρών ηλικιών με τους οργανωμένους λαϊκούς αγώνες, χωρίς βέβαια να ταυτίζονται οι ανάγκες και τα προγράμματα ενηλίκων και ανηλίκων.

Εκπαίδευση - η σιωπή του δασκάλου
Η προσπάθεια του συστήματος να ελαχιστοποιήσει τους πολιτικούς -κοινωνικούς αγώνες και να χτίσει για το περιβάλλον των μονοπωλίων ένα ευνοϊκότερο μέλλον, από πλευράς εργασιακών δικαιωμάτων κι εργατικών-λαϊκών διεκδικήσεων, έφερε αναπόφευκτα και τις ανάλογες αλλαγές στην εκπαίδευση. Το ταξικό σχολείο αναπροσαρμόζεται σε αντιδραστική κατεύθυνση μήνα με το μήνα, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα…
Σ’ ένα αρκετά μεγάλο μέρος τους, οι δάσκαλοι (όλων των βαθμίδων), οι οποίοι σε προηγούμενες φάσεις του καπιταλισμού είχαν επίσης ως ένα βαθμό βολευτεί μέσα στο κουκούλι μιας σχετικής «εύνοιας», απομένουν για την ώρα εμβρόντητοι. Η απλή αλήθεια ότι ένα ταξικό σχολείο που χρειάζεται και τους αντίστοιχους, ταξικά τοποθετημένους, δασκάλους στέκεται μπροστά τους. Αργά ή γρήγορα, θα χτυπήσει και τη δική τους πόρτα, απειλώντας τους και ως εργαζομένους, αλλά και ως γονείς.
Μπροστά στους δασκάλους στέκονται και οι μαθητές. Από το Νηπιαγωγείο ως τα μεταπτυχιακά τμήματα και τους διδακτορικούς τίτλους. Απέναντι από τους μαθητές στέκονται τα προγράμματα του υπουργείου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των επιχειρηματιών, των μονοπωλίων και των πολυεθνικών.
Στο μεταξύ, μερικοί μαθητές λιποθυμάνε από την πείνα, άλλοι διαβάζουν με κομμένο ρεύμα, κάποιοι αναγκάζονται να παρατήσουν το σχολείο για να γίνουν ένας ακόμη αριθμός στις στατιστικές που αναφέρονται στην παιδική εργασία. Σπάει όλο και περισσότερο ο ενιαίος χαρακτήρας της εκπαίδευσης, γιγαντώνεται η μαθητεία-σκλαβιά, αλλά τα προγράμματα, προγράμματα… Είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μιας κοινωνίας που χωρίζει τους ανθρώπους σ’ αυτούς που μόνο παράγουν και σ’ εκείνους που μόνο νέμονται.
Η εκπαιδευτική κοινότητα, όσον αφορά την πλειονότητα -δυστυχώς- των δασκάλων, είναι βυθισμένη σε βαθιά σιωπή. Μόνο που τώρα ακριβώς χρειάζεται να κραυγάσουν! Όχι να ψελλίσουν τα «ήξεις αφήξεις» κάποιων κινητοποιήσεων που εναλλάσσουν τα μουγκά σε προοπτική αιτήματα του δάσκαλου με την ηχηρή σιωπή του μέσα στην τάξη.
Για να σμιλέψει ο δάσκαλος τις ψυχές των μαθητών του, χρειάζεται να σμιλέψει πρώτα τη δική του με το κατάλληλο εργαλείο, που δεν είναι στατικό, δεν είναι ατομικό και δεν τον εγκαταλείπει ούτε όταν ανοίγει, ούτε όταν κλείνει την πόρτα της τάξης. Ένα τέτοιο εργαλείο δε βρίσκεται απλώς στους δρόμους, αλλά στην οργάνωση σωστά προσανατολισμένων και με διάρκεια αγώνων. Δεν αφήνει τη συνείδηση να κοιμάται, αλλά την κρατάει πάντα άγρυπνη. Δε σμιλεύει μόνο το δάσκαλο, αλλά και τον άνθρωπο. Αυτό το εργαλείο δε δουλεύει μόνο για το παρόν, αλλά και για το μέλλον. Είναι η σμίλη που θα τον βοηθήσει να σταθεί στο ύψος του δασκάλου του Παλαμά6 και να πάρει μια ξεκάθαρη θέση, παραμερίζοντας με σθένος και γενναιότητα σχολικά προγράμματα, εκπαιδευτικές αξιολογήσεις, απειλές του διευθυντή-μάνατζερ, προτάσεις του επιχειρηματία-χορηγού. Ο δάσκαλος που βάζει θέμελα βαθιά είναι αυτός που δε μένει σιωπηλός μπροστά στα «παιδιά του». Είναι ο σοφός δάσκαλος που χτίζει το παλάτι της μελλοντικής κοινωνίας. Εκείνος που, παρά τις καθημερινές δυσκολίες, παρά τους κινδύνους που εγκυμονούνται για τη θέση του, σκάβει βαθιά και δείχνει στους τωρινούς μαθητές και μελλοντικούς αγωνιστές το δρόμο για την έφοδο στον ουρανό…

Τέχνη - η «αμηχανία» του δημιουργού
Οι νέες ηλικίες κατακλύζονται καθημερινά από προτάσεις πολιτισμού. Ως αγοραστικό στην ουσία κοινό, έχουν μπει στο στόχαστρο της διαφήμισης για ένα σωρό πολιτιστικά προϊόντα, στην αγορά των οποίων έχουν αποκτήσει αποφασιστικό ρόλο. Η παγκόσμια βιομηχανία διαφήμισης-πώλησης εκτυλίσσεται κι εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, όμως ουσιαστικά μέσα στο ίδιο πάντα τοπίο. Ταινίες, cd, βιβλία έχουν ενταχτεί στον τρελό χορό της συγκεκριμένης βιομηχανίας με στόχο ν’ αγοραστούν ξεχωριστά, αλλά και συνδυασμένα με διάφορα άλλα, λιγότερο ή περισσότερο, ετερόκλητα προϊόντα, όπως υπολογιστές, τρόφιμα, ρούχα, σχολικά ή αθλητικά είδη, σε όσο περισσότερη ποσότητα και απ’ όσο μεγαλύτερο αριθμό παιδιών γίνεται. Στις ΗΠΑ, ολόκληρες εκδοτικές εταιρίες πουλήθηκαν σε πολυεθνικούς ομίλους (κάτι που είχε ως συνέπεια την απόλυση του συνόλου σχεδόν του πρώην προσωπικού!) με ξεκάθαρο στόχο τη στροφή του περιεχομένου των βιβλίων τους στη διαφήμιση των προϊόντων των διάφορων κλάδων της ιδιοκτήτριας πολυεθνικής. Τα προϊόντα έγιναν οι νέοι ήρωες των παιδικών βιβλίων, των τηλεοπτικών καρτούν, των κινηματογραφικών ταινιών. Οι συγγραφείς αποπέμφθηκαν και οι επιμελητές απολύθηκαν για ν’ αντικατασταθούν από κειμενογράφους οι πρώτοι και από διαφημιστές οι δεύτεροι.
Στην Ελλάδα, στην κατεύθυνση αυτή, έχει ως τώρα δραστηριοποιηθεί τουλάχιστον ένα δίκτυο παραγωγής και πώλησης παρόμοια συνδεδεμένων προϊόντων που απευθύνονταν σε παιδιά, διαθέτοντας τηλεοπτικό σταθμό, εκδοτική εταιρία κι εταιρία παραγωγής δίσκων. Οι επιπτώσεις της κρίσης σ’ αρκετές από αυτές τις επιχειρήσεις δεν αναιρούν ούτε την τάση, ούτε τη γενική κατεύθυνση ως προς τον αντιδραστικό τους στόχο.
Αλλά ποια είναι η στάση των δημιουργών απέναντι στις νέες ηλικίες που τις τροφοδοτούν με τα έργα τέχνης τους; Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζουν την ταξική πραγματικότητα ως πηγή ιδεών; Πώς αντανακλάται αυτή η πραγματικότητα στη συνείδησή τους και πώς την διοχετεύουν στα δημιουργήματά τους των οποίων αποδέκτες είναι οι μικρές ηλικίες; Εκτός των άλλων, πώς αντιστέκονται -αν αντιστέκονται- στον επιχειρηματία που βρίσκεται ανάμεσα στην τέχνη τους και στο τελικό προϊόν;…
Δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου να μιλήσει για τη στρατευμένη τέχνη, παρά μόνο να επαναλάβει τη θέση (η οποία ελαφρά παραλλαγμένα αναφέρθηκε και σ’ άλλο σημείο) ότι δεν υπάρχει ανόθευτη, μη στρατευμένη τέχνη. Η «αμηχανία», ωστόσο, του δημιουργού απέναντι σε αυτό το ζήτημα είναι ένα από τα εμπόδια που σηκώνονται «εντός των τειχών», όσον αφορά την κοινωνικοποίηση των παιδιών με ταξικά κριτήρια, γιατί πολλοί από τους καλλιτέχνες προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα. Δυστυχώς, μέσ’ από τις προτάσεις πολιτιστικών προϊόντων κι έργων τέχνης για τις μικρές ηλικίες σε πολύ μεγάλο βαθμό αναπαράγεται η κυρίαρχη ιδεολογία, αφού «ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά» (Μπέρτολτ Μπρεχτ).
Δεν υπάρχουν όμως και αυτοί που αντιστέκονται; Που προσπαθούν; Που δίνουν τις μάχες τους σε κάθε χώρο και σε κάθε επίπεδο; Που παλεύουν, εργάτες κατά κάποιο τρόπο κι αυτοί, με τα εργαλεία της τέχνης τους, ενώ ταυτόχρονα ορθώνουν ανάστημα απέναντι στο σύστημα όπως οφείλει να κάνει και κάθε άλλος εργαζόμενος που τον σφίγγουν καθημερινά τα πλοκάμια του καπιταλισμού; Ασφαλώς. Υπάρχουν και οι δημιουργοί που αγωνίζονται να ξεπεράσουν αυτήν την «αμηχανία». Υπάρχουν όσοι δε βρίσκονται ακόμα παραταγμένοι μ’ επίγνωση στο πλάι της εργατικής τάξης, ωστόσο η ταξικότητα εισάγεται στην τέχνη τους επειδή δέχονται τις επιρροές από την πραγματικότητα. Υπάρχουν ακόμα και οι συνειδητοί, που πασχίζουν να θωρακίσουν τα παιδιά της εργατικής τάξης απέναντι στις πλείστες όσες επιθέσεις του ταξικού αντίπαλου ενάντια στις οικογένειές τους. Που δε θέλουν να προδώσουν ούτε την τέχνη τους, ούτε την τάξη τους. Γιατί στην τάξη του, σε τελευταία ανάλυση, οφείλει να λογοδοτεί η συνείδηση του κάθε σημερινού αγωνιστή.
Οι κομμουνιστές καλλιτέχνες, έχοντας ως καθήκον την καθημερινή δράση σε δύο μετερίζια, αγωνίζονται και με το έργο τους και με το παράδειγμά τους να κρατήσουν ψηλά τη σημαία της ταξικής πάλης ώστε να γίνει πράξη το όραμα για το οποίο τόσοι πάλεψαν και τόσοι ακόμα θα παλέψουν. Στόχος τους είναι, στο μέρος που τους αναλογεί, να οδηγήσουν τα παιδιά στο φως. Να τα βοηθήσουν να «δουν» μέσ’ από την ομίχλη που έχει πνίξει τη ζωή τους. Πασχίζουν για την τέχνη που προτείνει την αναζήτηση του σοσιαλιστικού οράματος και το δρόμο του ταξικού αγώνα. Κι επιλέγουν ως άνθρωποι κι ως δημιουργοί την περιπέτεια του δυσκολοκερδισμένου στόχου και της ασύγκριτης ομορφιάς που αποκομίζεται ως αποτέλεσμα προσπάθειας ατομικής και συλλογικής.

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ

Το γιατί πρέπει ν’ ασχοληθούμε με την εκπόνηση μιας σφαιρικής και ολοκληρωμένης παρέμβασης που θα στοχεύει στη γνωριμία των παιδιών, κυρίως από τις εργατικές-λαϊκές οικογένειες, με την αντίθετη από εκείνη που τους διοχετεύεται μέσω των μηχανισμών του καπιταλισμού ιδεολογία, έχει ως τώρα εκτεθεί με όλα τα παραπάνω. Η αποκάλυψη αυτών των πλευρών δε μας επιτρέπει ν’ αφήνουμε ανενόχλητη την αστική τάξη, όταν αυτή παρεμβαίνει με κάθε δυνατό τρόπο, υπόγειο ή απροκάλυπτο, στις συνειδήσεις των δικών μας παιδιών.
Ως τώρα, η παρέμβασή μας στη διαπαιδαγώγησή τους λίγο-πολύ περιοριζόταν μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας που, αρκετές φορές, κατέρρεαν από τις ισχυρότατες ιδεολογικές επιρροές των αντιπάλων μας. Όμως η ταξική περηφάνια, η συλλογική δράση ως τρόπος ζωής, η αταλάντευτη πεποίθηση στα ιδανικά του ανυποχώρητου αγώνα και στη νομοτέλεια του καινούργιου κόσμου αναμφισβήτητα ξεφεύγουν από αυτούς τους τοίχους.
Σε αυτήν την προσπάθεια το βαρύ πυροβολικό μας είναι ο οργανωμένος, συλλογικός και μαζικός αγώνας. Εκεί είναι το αληθινό πεδίο όπου πραγματικά θα διαπαιδαγωγηθούν τα παιδιά μας με άλλες αξίες κι άλλα ιδανικά, εκεί θα βοηθηθούν να δουν τον εαυτό τους και τη ζωή τους, αλλά και το ίδιο το μέλλον τους, με άλλο μάτι και από διαφορετική οπτική γωνία. Μέσα σ’ αυτό το πεδίο, πραγματικός φάρος για την αποφυγή κάθε αντιδραστικού σκοπέλου πρέπει ν’ αποδεικνύεται το δικό μας καθημερινό παράδειγμα που θ’ αντιστρατεύεται οποιαδήποτε μορφή μαλθακότητας, ρουτίνας, απαισιοδοξίας, συναίνεσης και μοιρολατρίας.

Το ΚΚΕ
Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου! Είναι το νέο που θα συντρίψει με τη δύναμή του το παλιό. Το όραμά του είναι συνέχεια επίκαιρο, οι ιδέες του έχουν το άρωμα ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος. Όσες καθυστερήσεις, όσες προσωρινές ήττες κι αν συναντήσει στο δρόμο του, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την οριστική νίκη του. Τίποτε δε σταματά την πορεία του προς τα μπρος, γιατί έχει στο κέντρο του τον άνθρωπο, αυτόν το γίγαντα της δουλειάς!
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, με την Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου του, τόνισε την ανάγκη να δυναμώσει η ευθύνη του απέναντι στη νεολαία, με την επέκταση της δράσης του και σε μικρότερες ηλικίες. Που σημαίνει ότι η οποιαδήποτε παρέμβασή του δεν μπορεί να είναι στατική, αλλά θα συμπεριλάβει και δυναμικά χαρακτηριστικά, βασισμένη στους άξονες γνώση - δράση - συναίσθημα, ως συλλογική πλέον ευθύνη των Οργανώσεων.
Παίρνοντας μέρος στο πρόγραμμα μιας τέτοιας παρέμβασης, τα παιδιά των ηλικιών αυτών είναι αναγκαίο να μπολιαστούν με την υλιστική αντίληψη και ν’ αντιληφθούν στην πράξη τις έννοιες της ταξικότητας και της συλλογικότητας, ώστε ν’ αρχίσουν ν’ απομακρύνονται από τις σειρήνες του συστήματος που βομβαρδίζει τη νέα γενιά με τις «επιστημονικές» του ψευτιές, παρασέρνοντάς την στην απάτη ενός ψευδεπίγραφου «κοινού συμφέροντος», ενώ πνίγει τον ενθουσιασμό και τη ζωντάνια της στο βάλτο του ατομισμού και του ανταγωνισμού.
Τα παιδιά, κυρίως όσα προέρχονται από τις εργατικές-λαϊκές οικογένειες, χρειάζεται ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται από πού έρχονται και πού πηγαίνουν. Να γνωριστούν με την ιστορία της τάξης τους που προχωράει πιασμένη χέρι-χέρι με την ιστορία του Κόμματός της, του ΚΚΕ. Είναι η ιστορία που έγραψαν οι μπαμπάδες και οι μαμάδες τους, οι γιαγιάδες και οι παππούδες τους κι όλοι εκείνοι που έζησαν και δούλεψαν και πάλεψαν πριν από αυτούς. Δεν είναι η ιστορία των λίγων ή του ενός. Καμιά σχέση δεν έχει με τον αχταρμά των «ιστορικών πληροφοριών» που μαθαίνουν τα παιδιά μας από την αλυσοδεμένη στο σύστημα εκπαίδευση κι από τις ιδιόκτητες τηλεοράσεις των καπιταλιστών. Δεν απομνημονεύει μ’ εκζήτηση τις ζωές των βασιλιάδων και τα κατορθώματα των στρατηγών. Ερευνά, ανακαλύπτει κι αποτυπώνει τα χνάρια της δράσης των λαϊκών μαζών, όλων εκείνων των ανθρώπων που δεν έπαψαν ποτέ να είναι άνθρωποι. Και είναι χιλιάδες οι κομμουνιστές και οι αγωνιστές που άφησαν πίσω τους βαριά την κληρονομιά των αγώνων τους και των θυσιών τους. Η ιστορία των λαών, ακόμα κι αν δε διαφύλαξε τα ονόματά τους, θα τους κρατήσει για πάντα ζωντανούς στις συνειδήσεις και τις καρδιές όσων επιθυμούν να πάρουν τη σκυτάλη που τους παραδόθηκε για ν’ αλλάξουν τον κόσμο.
Οι ιδέες και οι αξίες των αστών μυρίζουν μούχλα και λιβάνι. Η κυρίαρχη τάξη έχει τα μέσα για να τους φοράει μάσκες «μοντέρνες», αλλά δεν μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη του εκφυλισμού που κρύβεται πίσω από αυτές. Ούτε πίστη, ούτε αισιοδοξία έχουν μέσα τους, γι’ αυτό και είναι ο ορίζοντάς τους μικρός, φτωχός και μίζερος πίσω από τα φανταχτερά του ρούχα. Έχουμε τη δυνατότητα ν’ αποκαλύψουμε την απάτη τους ξεσκίζοντας αυτές τις μάσκες. Μέσ’ από το παιχνίδι και το παραμύθι στην αρχή, μπορεί και πρέπει η παρέμβασή μας να γίνει εγκώμιο στη μάθηση. Χρέος μας είναι να προτρέπουμε τα παιδιά «να μαθαίνουν και τ’ απλούστερα»7, απλώνοντας μπροστά στα μάτια τους το τεράστιο τοπίο της ανθρώπινης γνώσης. Περνώντας παράλληλα στη δράση και τη διεκδίκηση, χρειάζεται να τους δείχνουμε την αναγκαιότητα και την ομορφιά του συλλογικού αγώνα για έναν κοινό σκοπό, αφού, «σαν δεν μπορείς να παλέψεις άλλο, θα πεθάνεις»8. Και, με το παράδειγμά μας, ν’ αποκαλύπτουμε το πραγματικό νόημα της έννοιας της αγάπης για τον άνθρωπο και τη ζωή, αποψιλώνοντας το περιεχόμενό του από κάθε είδος θρησκευτικής - «φιλανθρωπικής» προσέγγισης.
Γιατί «αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ». «Αγάπη θα πει να χύνεις τ’ ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο». Γιατί ο κομμουνιστής είναι «αγάπη από την κορφή ως τα νύχια»...9

Τα εργατικά σωματεία - η Λαϊκή Συμμαχία
Η ζωή έχει αποδείξει ότι χρειάζεται ν’ αρχίσουν ν’ αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες και από τα ταξικά προσανατολισμένα σωματεία, από τις Λαϊκές Επιτροπές στις γειτονιές, από τους μαζικούς φορείς και τις δυνάμεις της Λαϊκής Συμμαχίας. Η εξαιρετική και πρωτόγνωρη απήχηση που είχε ο αγώνας των απεργών χαλυβουργών στους μαθητές και τις μαθήτριες ολόκληρων τάξεων, ακόμα και Δημοτικών Σχολείων, είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για να ξεκινήσει μια τέτοιου είδους παρέμβαση με τους καλύτερους οιωνούς.
Η ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα έχει μακριά κι ενδιαφέρουσα διαδρομή. Είναι δικαίωμα των παιδιών και των εγγονιών των εργατών να την γνωρίζουν. Και είναι υποχρέωση δική μας να τους ανοίξουμε τον ορίζοντα αυτής της γνώσης. Εμείς έχουμε την ευθύνη να τα βοηθήσουμε ν’ αντιληφθούν το δέσιμο της πραγματικότητας με την παραγωγική διαδικασία και να νιώσουν περήφανα για την καταγωγή τους. Να έρθουν σ’ επαφή με τον κόσμο της δουλειάς από τον οποίο κατάγονται, για να συνειδητοποιήσουν ότι ο άνθρωπος που δουλεύει είναι πανίσχυρος επειδή παράγει τον πλούτο. Να προετοιμαστούν για την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης (της τάξης τους!) να κατακτήσει την εξουσία.
Το μπόλιασμα των παιδιών από τις εργατικές-λαϊκές οικογένειες με τη διεκδικητική δράση, με το συλλογικό κι οργανωμένο αγώνα είναι φυσικό να γίνει αρχικά μέσ’ από τη γνωριμία τους, αλλά -με το δικό τους τρόπο και στο βαθμό που τους αναλογεί- και με τη συμμετοχή τους, στην πάλη των γονιών τους για τα εργασιακά τους δικαιώματα μέσ’ από τα σωματεία.
Οι Λαϊκές Επιτροπές έχουν να επιτελέσουν έργο επίσης σημαντικό. Δεν μπορεί να υπάρχει μικρό ή μεγάλο πρόβλημα, πρωτεύουσα ή δευτερεύουσα διεκδίκηση στη γειτονιά ή στο σχολείο, αλλά και οποιαδήποτε υπόθεση απασχολεί την εδαφική περιοχή στην οποία ζουν, που ν’ αφήνει απ’ έξω τα παιδιά των μικρών ηλικιών. Η επιδίωξη του κοινού σκοπού με την ανάπτυξη της συλλογικότητας σ’ επίπεδο αποφάσεων και δράσης θ’ ανοίξει στη στριμωγμένη ζωή τους μια φωτεινή χαραμάδα που μπορεί και πρέπει, στη συνέχεια, να γίνει ένα διάπλατα ανοιγμένο στο μέλλον παράθυρο.

Το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα (ΟΓΕ)
Ο προσανατολισμός της ΟΓΕ στις μικρές ηλικίες, μέσω των μητέρων, είχε ξεκινήσει ως ένα λίγο-πολύ πειραματικό στάδιο πριν ακόμα το 11ο Συνέδριό της. Ύστερ’ από το στάδιο αυτό, το Συνέδριο της Ομοσπονδίας ασχολήθηκε όσο το δυνατόν πιο διεξοδικά γινόταν με το θέμα, στηριγμένο στη μικρή εμπειρία που υπήρχε μέχρι τότε.
«Η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας οφείλει να παρέμβει στα σχέδια που εξυφαίνει η αστική τάξη προκειμένου να διαμορφωθούν στρεβλά οι συνειδήσεις των παιδιών μας, ώστε ν’ απομακρυνθούν στη συνέχεια από μας και από τους αγώνες μας. Δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς ή απλώς ανήσυχες μπροστά στο φαινόμενο αυτό» αναφερόταν σε σχετική εισήγηση του Συνεδρίου της, με την επισήμανση ότι «το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα είναι ανάγκη ν’ αποκτήσει και λόγο και ρόλο» για να μην περάσουν τα σχέδια της άρχουσας τάξης.
Ούτως ή άλλως, οι πολλαπλές υποχρεώσεις των γυναικών στον καπιταλισμό προκειμένου να διατηρηθεί η ανισότιμη θέση τους, ώστε να διευκολυνθεί το μεγάλο κεφάλαιο ν’ αποκομίσει πρόσθετα κέρδη με την ταξική εκμετάλλευση και τη διπλή καταπίεσή τους, εξ αντικειμένου τις τοποθετούν πλησιέστερα από κάθε άλλον στα παιδιά όλων των ηλικιών.
Είτε ως μητέρες είτε λόγω των «παραδοσιακών» για το φύλο τους επαγγελμάτων τα οποία βρίσκονται σε άμεση σχέση και σύνδεση με την καθημερινότητα των παιδιών (π.χ. παιδαγωγοί, εκπαιδευτικοί, τομέας υγείας κλπ.), οι γυναίκες έχουν προνομιακά το «δικαίωμα» και ασυζητητί την «υποχρέωση» να βρίσκονται στο πλάι των παιδιών, δικών τους ή όχι, από τη στιγμή της γέννησης ως τη χρονική περίοδο της ενηλικίωσής τους. Όταν ο δημόσιος τομέας συρρικνώνεται, η μητέρα που δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει τις πανάκριβες ιδιωτικές υπηρεσίες είναι υποχρεωμένη να εντρυφήσει, αναγκαστικά κι ερασιτεχνικά, σε αντικείμενα με τα οποία θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί η αντίστοιχη εργαζομένη, επιστημονικά κι επαγγελματικά! Έτσι έχουμε στριμωγμένους σ’ ένα μόνο πρόσωπο (όλους αυτοσχέδιους κι άμισθους!) τους ρόλους της μητέρας-βρεφονηπιοκόμου, της μητέρας-παιδαγωγού, της μητέρας-δασκάλας, της μητέρας-νοσοκόμας. Σ’ αυτούς προστίθενται και οι -γενικότερων καθηκόντων- ρόλοι της μητέρας-καθαρίστριας, της μητέρας-μαγείρισσας, αλλά και της μητέρας-οδηγού και συνοδού, της μητέρας-διασκεδάστριας, ακόμα και της μητέρας-υποκατάστατου, όταν χρειάζεται, προκειμένου ν’ αναπληρωθεί η έλλειψη συνομήλικης παρέας για τα παιδιά της!
Το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα μπορεί και πρέπει ν’ αξιοποιήσει τη μέχρι τώρα εμπειρία επεκτείνοντας την παρέμβασή του και σ’ αυτές τις μεγαλύτερες σχολικές ηλικίες, από τη Δ΄ Δημοτικού ως την Α΄ Γυμνασίου.
Η παρέμβαση της ΟΓΕ οφείλει να σταθεί ιδιαίτερα στο γυναικείο ζήτημα, απλοποιώντας το για τις μικρές ηλικίες, εξηγώντας γιατί υπάρχει και τι είναι το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, αντιμετωπίζοντας τις αντιδραστικές νεοφεμινιστικές θεωρίες (για τον «εχθρό άντρα», για το «κοινωνικό φύλο», για το «σεξισμό» στη γλώσσα) που ύπουλα έχουν αρχίσει να εισχωρούν σε βιβλία και πρακτικές. Στην προσπάθεια αυτή θα χρησιμοποιηθεί κάθε μέσον που μπορεί ν’ ανοίξει στα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, τους ορίζοντες της κριτικής διαλεκτικής σκέψης, τις πόρτες της επιστημονικής γνώσης, τους δρόμους της μαζικής δράσης και της καθημερινής συμμετοχής.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τι θέλουμε, αλήθεια, για τα παιδιά μας;…
Η απολύτως ανησυχητική κατάσταση που περιγράφηκε (μάλιστα, όχι σ’ όλες τις πλευρές της) στο παρόν άρθρο βασίζεται δυστυχώς στην πραγματικότητα. Το αντικειμενικό έδαφος πάνω στο οποίο συγκροτείται η κοινωνική συνείδηση γενικά, και των παιδιών μας ειδικότερα, έχει τη σφραγίδα των ιδεών που κυριαρχούν στον καπιταλισμό. Είναι οι ιδέες της κυρίαρχης οικονομικά τάξης, της αστικής τάξης.
Εξαπολύοντας σαν πανούκλα τις ιδέες αυτές, ο καπιταλισμός απλώνει τα πλοκάμια του στις ζωές των παιδιών μας φροντίζοντας να καταστρέψει από νωρίς οτιδήποτε μπορεί να τον απειλήσει στο μέλλον. Η δαμόκλειος σπάθη του ταλαντεύεται πάνω από την κάθε νέα γενιά που έρχεται ν’ αντικαταστήσει -σε μια φυσική, αρχικά, διαδοχή- την παλιά φρουρά της εργατικής τάξης, η οποία, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία από τον αντίπαλο φτάνοντας νομοτελειακά στη νίκη. Ο κίνδυνος από την παρέμβαση του εχθρού μας είναι διαρκής και μόνιμος. Στοχεύει στην πνευματική και ηθική εξόντωση κυρίως των παιδιών της εργατικής οικογένειας, των λαϊκών στρωμάτων, δηλητηριάζοντας το παρόν κι απλώνοντας τη σκιά του στο μέλλον τους …
Η κυρίαρχη τάξη θέλει για τα παιδιά μας ένα μέλλον όχι διαφορετικό από το δικό μας παρόν. Είναι όμως άραγε ό,τι εμείς θέλουμε γι’ αυτά;
Στο βιβλίο-αποκάλυψη «Παιδαγωγικό Ποίημα», ο Σοβιετικός παιδαγωγός Αντόν Μακάρενκο καταθέτει τη γεμάτη ρεαλισμό εμπειρία του για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε η πρώτη «αποικία» εγκαταλελειμμένων παιδιών μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ενώ ακόμα μαινόταν ο πόλεμος μεταξύ επαναστατών κι αντεπαναστατών. Εκεί έμπαινε ένα και μοναδικό καθήκον: Από αυτά τα παιδιά να δημιουργηθεί ο νέος άνθρωπος που θα πίστευε στα κομμουνιστικά ιδανικά, γιατί με αυτά τα ιδανικά θα υψωνόταν το οικοδόμημα της νέας κοινωνίας, της οποίας οι δρόμοι είχαν κιόλας ανοιχτεί.
Τα παιδιά μας, βέβαια, δεν είναι καθόλου εγκαταλελειμμένα. Αντίθετα, βρίσκονται συνεχώς κάτω από το μικροσκόπιο ενός συστήματος που στόχο έχει την τωρινή και μελλοντική διατήρησή του. Ο καπιταλισμός τα «παραστέκει» με άγρυπνο βλέμμα «μητριάς» από τη στιγμή που γεννιούνται, φροντίζοντας να προκαταλάβει τις σκέψεις τους και να προκαθορίσει τα βήματά τους.
Γνωρίζουμε ότι δεν είναι απλό να τον εμποδίσουμε. Για την ώρα φαίνεται πάνοπλος και, ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα παρεμβάσεων, μετρά αποτελέσματα που μοιάζουν μόνιμα, αλλά δεν είναι. Ας γίνουμε κυματοθραύστης στις επιδιώξεις του! Είναι μέτρο αναγκαίο κι εφικτό. Η αμηχανία του «πρωτάρη» μπορεί να τρομάζει μπροστά στα πολλά και σύνθετα που πρέπει να γίνουν, θα εξαφανιστεί όμως σύντομα μέσα στην έξαψη και την ομορφιά της καλής κι αποτελεσματικής, συλλογικής και με στόχο δουλειάς.
Έτσι κι αλλιώς, η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της έχουν στα χέρια τους πολλά πυρομαχικά. Πρώτα απ’ όλα, έχουμε μαζί μας το μέλλον! Αλλά το μέλλον, αυτό το φωτεινό μέλλον που θα έρθει οπωσδήποτε, χρειάζεται τα χέρια και τα μυαλά των παιδιών μας. Ας φροντίσουμε να θωρακίσουμε αυτά τα παιδιά. Ας τα εξοπλίσουμε από τώρα. Ας τους εμφυσήσουμε, και με το προσωπικό παράδειγμα του συλλογικού και οργανωμένου αγώνα μας, και με την ομορφιά του οράματος που θα ξεδιπλώσουμε μπροστά τους, ότι οι άνθρωποι της δουλειάς γεννιούνται για να γίνουν γίγαντες και όχι σκουλήκια. Ο στόχος μας, πρώτα και κύρια, είναι να πιστέψουν σ’ ένα τέτοιον άνθρωπο, μαθαίνοντας ότι υπήρξε, και αποκτώντας τη βεβαιότητα ότι θα υπάρξει και στο μέλλον. Ας αρχίσουμε να τον διαμορφώνουμε από τώρα, ώστε να καταφέρει στον κατάλληλο χρόνο μαζί με τους ομοίους του την αλλαγή του κόσμου που τόσο πολύ την έχει ανάγκη.
Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος (ο γίγας!) θα προκύψει από το παιδί που είναι σήμερα…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Η Εύη Κοντόρα είναι λογοτέχνης παιδικού βιβλίου, συνεργάτρια του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την Ισοτιμία των Γυναικών, μέλος του Προεδρείου της ΟΓΕ.
1. Βασική βιβλιογραφία, Μιχάλη Ρηγίνου: «Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, 1870-1940», εκδ. «Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε.», Αθήνα, 1995 και Danièle Alexandre-Bidon και Didier Lett: «Η καθημερινή ζωή των παιδιών στο Μεσαίωνα», εκδ. «Παπαδήμας».
2. Η ερευνητική Επιτροπή Σάντλερ συστάθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας για την καθιέρωση κάποιων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι μαρτυρίες του Τζον Άλετ και του Στέφεν Μπίνις εντάσσονται στο πλαίσιο της έρευνας αυτής.
3. «Εργατικοί παίδες», Οικονομική Επιθεώρηση, 1874.
4. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, τμήμα Εργασίας, Αθήνα, 1919.
5. Απόσπασμα από τον Ύμνο της Hitlerjugend (της Χιτλερικής Νεολαίας).
6. Η φράση αναφέρεται στο ποίημα του Κωστή Παλαμά «Στον Δάσκαλο». Ορισμένες από τις εκφράσεις του κειμένου έχουν αλιευτεί από το ποίημα αυτό.
7. Στίχος από το ποίημα του Μπ. Μπρεχτ «Εγκώμιο στη Μάθηση».
8. Στίχος από το ποίημα του Μπ. Μπρεχτ «Μαθαίνουμε ότι άλλο δε θέλεις να δουλέψεις μαζί μας».
9. Στίχοι από ποίημα που περιέχεται στο μυθιστόρημα του Ναζίμ Χικμέτ «Οι Ρομαντικοί».