6 Νοε 2013

Για να μη τρως κουτόχορτο…

Για να μη τρως κουτόχορτο…






Για την ιστοσελίδα «νευροσπάστης» και το χυδαίο αντικομμουνισμό της, έχουμε γράψει αρκετές φορές. Η ιστοσελίδα αυτή εμφανίζεται με το σύνθημα «απολυμένοι όλου του ντουνιά ενωθείτε»… Μόνο που ο «ντουνιάς» για τους διαχειριστές της ιστοσελίδας είναι πολύ μικρός… συγκεκριμένα είναι μόνο ο Περισσός!
Δε χρειάζεται να είναι κανείς καμιά διάνοια για να το καταλάβει. Κοντεύουν δύο μήνες που ο ΔΟΛ απολύει εργαζόμενους σωρηδόν και οι κύριοι αυτοί δεν έχουν γράψει ούτε μισή λέξη!!
Για να μη τρως κουτόχορτο δηλαδή…. Ότι δήθεν νοιάζονται για τους εργαζόμενους και τους απολυμένους. Το ΚΚΕ θέλουν να χτυπήσουν, αυτός είναι ο μοναδικός τους στόχος. Όλα τα άλλα είναι απλά προπέτασμα, φύλο συκής για να μη φανεί η γύμνια και η μπόχα τους.
Αναρτήθηκε από Kokkini Epithes





Η Ιστορία του Υμνου της Διεθνούς

Η Ιστορία του Υμνου της Διεθνούς




Εμπρός της Γης οι κολασμένοι

της πείνας σκλάβοι εμπρός - εμπρός

Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει

σα βροντή σαν κεραυνός.

Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια

όλοι εμείς οι ταπεινοί της Γης

που ζούσαμε στην καταφρόνια

θα γίνουμε το παν εμείς.

* * *

Στον αγώνα ενωμένοι

κι ας μη λείψει κανείς

Ω! Νάτη, μας προσμένει

στον κόσμο η Διεθνής.

* * *

Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες

με πλάνα λόγια μας γελούν

της Γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες

μοναχοί τους, θα σωθούν...

Για να λείψουν τα δεσμά μας

για να πάψει πια η σκλαβιά

να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας

και της ψυχής μας τη φωτιά.

* * *

Τα λόγια αυτά έχουν τραγουδηθεί απ' όλους τους εργάτες του κόσμου. Ο Υμνος της Διεθνούς έγινε σύμβολο για τους «κολασμένους της Γης». Ξεσήκωσε καρδιές. Υψωσε τις γροθιές των προλετάριων. Ομως, όσο γνωστό είναι αυτό το ποίημα, άλλο τόσο άγνωστη είναι η ιστορία του, πώς γεννήθηκε, ποιος το έγραψε και ποιος το μελοποίησε. Και, αν αυτό αποκτά μιαν ιδιαίτερη αξία, είναι διότι γράφτηκε και μελοποιήθηκε από εργάτες. Ο Ευγένιος Ποτιέ είναι ο ποιητής, που συμπύκνωσε το όραμα για ένα νέο κόσμο - το σοσιαλιστικό κόσμο - σε αυτούς τους στίχους. Και ο Πιερ Ντεζετέ, ο συνθέτης που έκανε αυτές τις λέξεις να «χορέψουν». Ενα επαναστατικό ποίημα, σε μια επαναστατική μουσική.

Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι δύο εργάτες - καλλιτέχνες; Κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες επιρροές γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι; Πότε και πώς έζησαν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε τούτο το κείμενο. Η ιστορία, άλλωστε, του Υμνου της Διεθνούς των εργατών έχει ένα ξεχωριστό δικό της ενδιαφέρον, που δείχνει τα επίπεδα που μπορεί να φτάσει η προλεταριακή Τέχνη, όταν στοχεύει στην αφύπνιση των λαών, στην εξέγερση των εργαζομένων, με στόχο την εγκαθίδρυση της δικής τους εξουσίας.
Ο Ευγένιος Ποτιέ

Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1816 στο Παρίσι. Ηταν εργάτης από πολύ μικρή ηλικία, ζώντας έτσι και ο ίδιος τα βάσανα μιας ζωής που καθορίζεται από τις συνθήκες της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από το κεφάλαιο. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλά στη συνείδησή του την αναγκαιότητα της πάλης των εργατών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, ενώ ταυτόχρονα γίνεται η πηγή της έμπνευσης της ποίησής του, η οποία επίσης υπηρετεί τους σκοπούς του αγώνα, όπως τους αντιλαμβανόταν τότε ο Ευγένιος Ποττιέ. Αυθόρμητα στην αρχή και μάλιστα κάτω από τις ιδέες των ουτοπικών σοσιαλιστών. Παίρνει μέρος στην επανάσταση του Ιούλη του 1830 στο Παρίσι. Τότε γράφει και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1830 εκδόθηκε η συλλογή τραγουδιών του με τίτλο «Η νέα μούσα» και γίνεται γνωστός ως ποιητής της εργατιάς.
Στα οδοφράγματα του 1848

Συμμετέχει στους εργατικούς αγώνες στη Γαλλία, βρίσκεται στα οδοφράγματα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1848 και πολεμάει μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου του Φίλιππου. Μαχητής από τους πρωτοπόρους της εργατικής τάξης συνδυάζει τη δουλειά, τον αγώνα, με την ποίηση.

Στην επανάσταση του Φλεβάρη, για πρώτη φορά η εργατική τάξη, παίρνοντας μέρος με τους δικούς της ηγέτες Λουί Μπλαν, Αλμπέρ, Μπλανκί, Καμπέ, Ρασπάιγ και άλλους, αλλά από κοινού με τη βιομηχανική αστική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα για την ανατροπή της αυτοκρατορίας και τη Δημοκρατία, ξεχωρίζει θέτοντας δικά της αιτήματα. Εξασφάλισε μάλιστα τη συμμετοχή με τους δικούς της εκπροσώπους (Λουί Μπλαν και Αλμπέρ), στην προσωρινή κυβέρνηση που προήλθε από την επανάσταση. «Το προλεταριάτο, επιβάλλοντας τη δημοκρατία στην προσωρινή κυβέρνηση και μέσω της προσωρινής κυβέρνησης σ' ολόκληρη τη Γαλλία, εμφανίστηκε μεμιάς στο προσκήνιο σαν ανεξάρτητο κόμμα, ταυτόχρονα όμως προκαλούσε σε αγώνα ενάντιά του ολόκληρη την αστική Γαλλία. Εκείνο που το προλεταριάτο κατάχτησε ήταν το έδαφος του αγώνα για την επαναστατική του χειραφέτηση. Σε καμιά περίπτωση όμως την ίδια τη χειραφέτηση. Αντίθετα, η δημοκρατία του Φλεβάρη έπρεπε πριν απ' όλα να ολοκληρώσει την κυριαρχία της αστικής τάξης μπάζοντας πλάι στην αριστοκρατία του χρήματος, όλες τις ιδιοκτήτριες τάξεις στη σφαίρα της πολιτικής εξουσίας»1(Μαρξ). Η επανάσταση ήταν, λοιπόν, αστική και επιδίωκε την εξασφάλιση της εξουσίας κυρίως από τη βιομηχανική αστική τάξη, που πολιτικά, έως τότε ήταν στην αντιπολίτευση, ενώ την κυβερνητική εξουσία κατείχαν οι τραπεζίτες και οι Χρηματιστές. «Η δημοκρατία του Φλεβάρη έκανε, τέλος, να προβάλλει καθαρά η αστική κυριαρχία, παραμερίζοντας το στέμμα που πίσω του έμενε κρυμμένο το κεφάλαιο»2 (Μαρξ). Αντικειμενικά, στις τότε συνθήκες η επανάσταση δεν μπορούσε να πάει πιο μπροστά. Το προλεταριάτο, εκτός από την επιβολή του γενικού εκλογικού δικαιώματος και των αστικών θεσμών, απέσπασε και την υπόσχεση για την εξασφάλιση της ζωής των εργατών δίνοντάς τους δουλειά, ως υποχρέωση της προσωρινής κυβέρνησης. Μάλιστα, το σχετικό διάταγμα το υπαγόρευσε ένας εργάτης, ο Μαρς.3

Και όταν η κυβέρνηση ξέχασε την υπόσχεση, οι εργάτες πρόβαλαν το σύνθημα: «Οργάνωση της εργασίας! Υπουργείο εργασίας»4(Μαρξ). Εως εδώ μπορούσε να φτάσει η εργατική τάξη και όχι πιο μπροστά. Δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει ότι το μοίρασμα της εξουσίας με τους αστούς ήταν αδύνατο και ας είχε καταχτήσει τη δημοκρατία, όπως επίσης και η λύση των δικών της αιτημάτων ήταν απραγματοποίητη στο σύνολό τους από μια τέτοια εξουσία. Απόδειξη ότι η προσωρινή κυβέρνηση όρισε μια επιτροπή να εξετάσει τα αιτήματα των εργατών, ενώ την ίδια ώρα όλη η εξουσία περνούσε στην αστική τάξη. Αλλωστε, ο Λαμαρτίνος ένας από τους ηγέτες της επανάστασης και της αστικής τάξης αμφισβήτησε στους μαχητές των οδοφραγμάτων, στους εργάτες δηλαδή, την ανακήρυξη της δημοκρατίας. Αυτή έπρεπε να ανακηρυχτεί με εκλογές απ' όλους τους Γάλλους. Και «το παρισινό προλεταριάτο δεν έπρεπε να λερώσει τη νίκη του με ένα σφετερισμό». Ηταν ένα βήμα να απαλλαγούν οι αστοί από την επαναστατημένη εργατική τάξη, αφού αυτός τώρα ήταν ο πραγματικός τους αντίπαλος. Και ολοκληρώθηκε όταν έσπρωξαν την εργατική τάξη σε νέα εξέγερση τον Ιούνη του 1848, δηλαδή όταν αρνήθηκαν την υλοποίηση του αιτήματος για υπουργείο εργασίας.

«Στη θέση των διεκδικήσεων που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο, και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία του Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: Ανατροπή της αστικής τάξης! Δικτατορία της εργατικής τάξης!».5 Αλλά μόνο οι δυνάμεις της εργατικής τάξης δεν έφταναν γι' αυτό το σκοπό της εξέγερσής τους. Ετσι ηττήθηκαν. Αλλωστε, η αστική τάξη προετοίμαζε αυτή την εξέλιξη πιο νωρίς, τον Απρίλη, όταν η προσωρινή κυβέρνηση διέδωσε ψευδώς ότι οι εργάτες που είχαν συγκεντρωθεί στο Πεδίο του Αρεως στις 16 Απρίλη του 1848, ήταν οπλισμένοι και ετοιμάζονταν «κάτω από την ηγεσία του Λουί Μπλαν, του Μπλανκί, του Καμπέ και του Ρασπάιγ, για να βαδίσουν από κει προς το δημαρχείο, να ρίξουν την προσωρινή κυβέρνηση και να ανακηρύξουν μια κομμουνιστική κυβέρνηση»6(Μαρξ). Ετσι ανακλήθηκε ο στρατός στο Παρίσι και ενώ έως εκείνη τη στιγμή οπλισμένοι μαχητές ήταν οι εργάτες, τώρα ο συσχετισμός άλλαξε υπέρ της αστικής τάξης. Ουσιαστικά, το ζήτημα της εξουσίας είχε λήξει. Το σπρώξιμο στην εξέγερση του Ιούνη χρειαζόταν, για να ολοκληρωθεί η εδραίωση της αστικής εξουσίας με τη σφαγή των εξεγερμένων εργατών.

Ο Ευγένιος Ποτιέ ζει και την επανάσταση και την ήττα της εργατικής τάξης. Σ' αυτές τις συνθήκες συνεχίσει να γράφει ποιήματα για το δίκιο του αγώνα των εργατών, κάνοντας ταυτόχρονα βήματα μπροστά ως προς την ωρίμανση της συνείδησής του για τον τελικό σκοπό της ταξικής πάλης. Βεβαίως είναι και η εποχή που εμφανίζονται τα έργα των Μαρξ, Ενγκελς, η εποχή που αρχίζει να μπολιάζεται το εργατικό κίνημα με τη δική του θεωρία.
Από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης του Παρισιού στα 1871

Η πιο σημαντική περίοδος στη ζωή και στο έργο του Ποτιέ άρχισε την εποχή της Παρισινής Κομμούνας το 1871. Υπερασπίστηκε το Παρίσι, όταν το πολιορκούσαν τα γερμανικά στρατεύματα και ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της εθνοφρουράς. Εχει ήδη προσχωρήσει στην Α΄ Διεθνή, έχοντας περάσει από τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού στην επαναστατική υλιστική κοσμοαντίληψη. Από ποιητής των καταπιεζόμενων και των φτωχών έγινε ποιητής του επαναστατημένου προλεταριάτου. Ηταν από τους οργανωτές της Κομμούνας, εκλεγμένο μέλος της και πολέμησε στα οδοφράγματα.

Ετσι, ο Ευγένιος Ποτιέ ζει όλες τις εξελίξεις από την ήττα των Γάλλων στο γαλλογερμανικό πόλεμο και τη συνθηκολόγηση της αστικής κυβέρνησης της Γαλλίας έως την ήττα της Κομμούνας. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης ανέδειξαν για πρώτη φορά την εργατική τάξη στην εξουσία, έστω και για 72 μέρες, και απέδειξαν, για πρώτη φορά, στην ιστορία της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων ότι η εργατική τάξη βρίσκεται στο προσκήνιο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων «ως τάξη για τον εαυτό της», χειραφετημένη πολιτικά από την αστική τάξη. Οπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Μαρξ, «ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία».7

Ο γαλλογερμανικός πόλεμος τον Αύγουστο του 1870, τον οποίο ξεκίνησε η Γαλλία υπό τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ τον επονομαζόμενο και «μικρό» οδηγούσε σε ήττα και, στις 2 Σεπτέμβρη 1870, ο γαλλικός στρατός συνθηκολογεί με διαταγή του Αυτοκράτορα. Οι Γερμανοί έφτασαν μπροστά στο Παρίσι στις 19 Σεπτέμβρη και το πολιορκούν.

«Η είδηση της συνθηκολόγησης του Sedan γίνεται γνωστή στο Παρίσι την ίδια μέρα (2 Σεπτέμβρη) και προκαλεί μεγάλο αναβρασμό. Η αντιπολίτευση ενάντια στον Ναπολέοντα τον 3ο, έντονη από καιρό, ξεσπά. Το νομοθετικό σώμα του Παρισιού συνέρχεται επειγόντως και παίρνει πολλές ριζικές αποφάσεις. Οι πιο σημαντικές είναι οι εξής:

α) Κατάργηση της μοναρχίας και εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (4 Σεπτέμβρη).

β) Δημιουργία κυβέρνησης «Εθνικής Αμυνας».

γ) Δημιουργία Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση της πόλης από τον κίνδυνο άμεσης κατάληψης που φαίνεται πια καθαρά.

Η κυβέρνηση βρίσκεται βασικά κάτω από την καθοδήγηση αστών οπαδών του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος (L. Gambetta, Jules Ferry, J. Favre κλπ.). Η Εθνοφρουρά αποτελείται βασικά από ένοπλους εργάτες και μικροαστούς.

Με την εμφάνιση των Πρώσων (19 Σεπτέμβρη) αρχίζει η πολιορκία της πόλης. Καθώς ο καιρός περνά και οι στερήσεις δυναμώνουν, στις γραμμές των υπερασπιστών της πόλης εμφανίζονται σοβαρές διαμάχες. Η αστική τάξη, στο Παρίσι και όλη τη Γαλλία, ζητά μια άμεση ειρήνη με τους Πρώσους, όποιοι και αν είναι οι όροι. Αντίθετα, οι εργάτες και οι «αριστεροί» μικροαστοί του Παρισιού ζητούν συνέχιση της αντίστασης, δηλαδή για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της εποχής μας, τάσσονται υπέρ του λαϊκού πολέμου μέχρις εσχάτων. Σε όλη τη Γαλλία, όπου οι Γερμανοί αποφεύγουν να επεκταθούν, παρουσιάζεται μια γενική κινητοποίηση των αντιδραστικών δυνάμεων, εμφανίζεται, μάλιστα, ένα πλατύτατο μοναρχικό ρεύμα. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, την παράλυση σε μεγάλο βαθμό των αμυντικών προσπαθειών.

Στις 28 Γενάρη 1871, η κυβέρνηση Εθνικής Αμυνας υπογράφει ανακωχή με τους Γερμανούς. Η ανακωχή αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από πλήρης συνθηκολόγηση. Η συνθήκη προβλέπει παράδοση των οχυρών και διάλυση του τακτικού στρατού.
Η Κομμούνα στο προσκήνιο

Η αναγγελία της ανακωχής προκαλεί την ανοιχτή εκδήλωση των αντιθέσεων στους κόλπους των υπερασπιστών της πόλης. Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδοθεί και συγκεντρώνει τα κανόνια της (που είχαν κατασκευαστεί με έρανο των κατοίκων και όχι με κρατικά κονδύλια) στο λόφο της Μονμάρτης. Σε πολλές περιοχές του Παρισιού δημιουργείται επαναστατικός αναβρασμός.

Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, με τις εκλογές που γίνονται στις 7 του Φλεβάρη για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης που θα επικύρωνε την ανακωχή, αλλά και τους όρους της συνθήκης ειρήνης που θα υπογραφόταν. Στην Εθνοσυνέλευση κυριαρχούν συντριπτικά οι αντιδραστικές δυνάμεις των άκρων. Από τους 700 αντιπροσώπους, οι 375 είναι ανοιχτά μοναρχικοί, ενώ όλοι οι άλλοι - με ελάχιστες εξαιρέσεις - ανήκουν στην άκρα Δεξιά των μεγαλοαστικών κομμάτων. Η Εθνοσυνέλευση συνέρχεται στο Μπορντό. Σχηματίζεται κυβέρνηση με επικεφαλής τον Adolfe Thiers (πιο γνωστό με το εξελληνισμένο όνομα Θιέρσος), που εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για την άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης.

Στις 26 Φλεβάρη, γίνονται γνωστοί οι προκαταρκτικοί όροι της συνθήκης ειρήνης. Οι όροι επικυρώνονται από την Εθνοσυνέλευση του Μπορντό την 1η Μάρτη. Την ίδια ημέρα ο γερμανικός στρατός εισέρχεται στο Παρίσι και καταλαμβάνει τα φρούρια της βόρειας και ανατολικής πλευράς της πόλης.

Στο Παρίσι, η κατάσταση έχει πια φτάσει σε εκρηκτικό σημείο. Η Εθνοφρουρά και τα επαναστατικά στοιχεία έχουν εξοργιστεί με τη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης και με την πολιτική της. Απορρίπτουν την ανακωχή και τη συνθήκη ειρήνης και γίνεται μάλιστα και λόγος για ένοπλη αντίσταση.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις. Στις 18 Μάρτη κυβερνητικά στρατεύματα εισβάλλουν στις εργατικές συνοικίες και περικυκλώνουν τη Μονμάρτη, απαιτώντας την παράδοση των όπλων της Εθνοφρουράς. Οταν συναντούν άρνηση, διατάσσεται γενική επίθεση. Οι στρατιώτες, όμως, αρνούνται να υπακούσουν.

Αυτή είναι η αρχή της εξέγερσης. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν το Δημαρχείο, ενώ η εξουσία περνά στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνοφρουράς. Στις 20 Μάρτη γίνονται προσπάθειες εξέγερσης και σε άλλες πόλεις. Οι προσπάθειες αποτυχαίνουν.

Η κυβέρνηση της Γαλλίας μεταφέρεται στις Βερσαλλίες (17χλμ. δυτικά του Παρισιού) που οι Γερμανοί έχουν, στο μεταξύ, εκκενώσει.

Στις 26 Μάρτη, εκλέγεται η Παρισινή Κομμούνα και στις 28 ανακηρύσσεται πανηγυρικά και επίσημα σε κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, μόλις βεβαιώνεται για την υπεροχή της, αρνείται κάθε σχέση με την Κομμούνα και αποκλείει το Παρίσι. Ετσι, σχηματίζονται δύο κυβερνήσεις. Η Κομμούνα, που εδρεύει στο Παρίσι και αντιτίθεται στη συνθηκολόγηση και οι Βερσαλλίες, που είναι υπέρ της άμεσης συνθηκολόγησης.

Οι κομμουνάροι αντιπαραβάλανε στο αστικό κράτος την κοινωνία της Κομμούνας.
«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό».
«Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή».
«Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ' όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς».
«Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία... Ολα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Ετσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη λευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία».
«Το μεγάλο κοινωνικό έργο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν μόνο να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλειάς των αρτεργατών, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να ελαττώνουν τα μεροκάματα επιβάλλοντας πρόστιμα στους εργάτες τους... η παράδοση όλων των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών...».

Σημείωση: Τα «πρώτα διατάγματα» παρουσιάζονται όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».

Στις 21 Μάη τα στρατεύματα του στρατηγού Μακ - Μαόν - του νικημένου του Sedan - αρχίζουν γενική επίθεση ενάντια στο Παρίσι. Πρόκειται για στρατιωτική επίθεση καλά προετοιμασμένη. Στηρίζεται στην κινητοποίηση 130.000 καλά οπλισμένων και εκπαιδευμένων στρατιωτών που υποστηρίζονται από μεγάλες μονάδες βαρέος πυροβολικού. Απέναντί τους βρίσκονται 10.000 Εθνοφρουροί και γύρω στις 20.000 «Ομόσπονδοι», άσχημα οπλισμένοι και εφοδιασμένοι.

Η επίθεση προχωρά γρήγορα διασχίζοντας τις εύπορες συνοικίες του Δ. Παρισιού. Προσκρούει, όμως, σε σκληρή αντίσταση όσο προχωρεί στο κέντρο της πόλης. Οι μάχες για την κατάληψη της πόλης κράτησαν συνολικά μία εβδομάδα, από τις 21 έως τις 28 Μάη, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Ματωμένη Εβδομάδα». Η σύγκρουση πήρε γρήγορα αγριότατο και αιματηρότατο χαρακτήρα. Τελικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέτριψαν την Κομμούνα, με την κατάληψη των τελευταίων οδοφραγμάτων της στην οδό Ραμπονό στις 28 Μάη».8
Ενας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι

Σ' αυτή την τελευταία βδομάδα, κατ' άλλους τον Ιούνη του 1871, ο Ευγένιος Ποτιέ, όντας παράνομος στο Παρίσι, μετουσιώνει σε ποίημα την εργατική εξέγερση και την Κομμούνα που καθοδήγησε η Α΄Διεθνής με τον Μαρξ, γράφει τους στίχους της Διεθνούς που έμελλε να γίνει ο Υμνος της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Μετά την ήττα της Κομμούνας και τη σφαγή του επαναστατημένου προλεταριάτου του Παρισιού, μετουσιώνει καλλιτεχνικά την ήττα συνεχίζοντας να γράφει ποίηση, που εκφράζει το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, και καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα του προλεταριάτου, την κομμουνιστική κοινωνία, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για τη συνέχιση και ένταση της ταξικής πάλης για την επιβολή της ιστορικής ανάγκης ανατροπής της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.

Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Ευγένιος Ποτιέ έφυγε από τη Γαλλία, αρχικά για τη Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Εζησε εξόριστος έως το 1880 οπότε επέστρεψε στη Γαλλία, σε ηλικία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό - καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Συνέχισε τον ταξικό αγώνα και με την επιστροφή του στη Γαλλία εντάσσεται στο Εργατικό Κόμμα. Το 1884 δημοσίευσε τις συλλογές «Κοινωνικο-οικονομικοί στίχοι και σοσιαλιστικά επαναστατικά τραγούδια», «Ποιος είναι τρελός;». Το 1887 δημοσιεύει τη συλλογή «Επαναστατικά τραγούδια». Σε αυτές τις εκδόσεις συμπεριλαμβάνονται τα καλύτερα τραγούδια και ποιήματα.

Πέθανε μέσα στην αγάπη της εργατικής τάξης, του λαού, σε αναγνώριση της δράσης του στις 8 Νοέμβρη του 1887.
Ο Λένιν για τον Ποτιέ

Για τα 25 χρόνια από το θάνατο του Ευγένιου Ποτιέ, ο Λένιν γράφει για τον ποιητή της εργατιάς άρθρο στην «Πράβντα», το 1913. Παρακάτω το δημοσιεύουμε ολόκληρο:

«Το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου, του 1912, έκλεισαν 25 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Γάλλου ποιητή - εργάτη Ευγένιου Ποτιέ, που έγραψε τον περίφημο προλεταριακό Υμνο της Διεθνούς ("Εμπρός της Γης οι κολασμένοι" κ.τ.λ.).

Ο Υμνος αυτός μεταφράστηκε σ' όλες τις ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, γλώσσες. Σ' όποια χώρα κι αν βρεθεί ένας συνειδητός εργάτης, όπου κι αν τον ρίξει η μοίρα, όσο κι αν νιώθει τον εαυτό του ξένο, χωρίς γλώσσα, χωρίς γνωστούς, μακριά από την πατρίδα του, μπορεί να βρει συντρόφους και φίλους με το γνωστό σκοπό του Υμνου της Διεθνούς.

Οι εργάτες όλων των χωρών άρπαξαν τον Υμνο του πρωτοπόρου τους μαχητή, του προλετάριου - ποιητή, και τον έκαναν παγκόσμιο προλεταριακό ύμνο.

Και οι εργάτες όλων των χωρών τιμούν τώρα τον Ευγένιο Ποτιέ. Η γυναίκα και η κόρη του ζουν ακόμη και ζουν μέσα στη φτώχεια, όπως ζούσε σ' όλη του τη ζωή ο ποιητής του Υμνου της Διεθνούς. Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 του Οχτώβρη 1816. Ηταν μόλις 14 χρόνων, όταν σύνθεσε το πρώτο του τραγούδι και το τραγούδι αυτό τιτλοφορούνταν "Ζήτω η ελευθερία!". Το 1848 πήρε μέρος σαν μαχητής των οδοφραγμάτων στη μεγάλη μάχη των εργατών ενάντια στην αστική τάξη.

Ο Ποτιέ γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και σ' όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός, προλετάριος. Εβγαζε το ψωμί του συσκευάζοντας κιβώτια και αργότερα κάνοντας ζωγραφιές πάνω σε υφάσματα.

Από το 1840 ο Ευγένιος Ποτιέ απαντούσε σε όλα τα σπουδαία γεγονότα της ζωής της Γαλλίας με το μαχητικό του τραγούδι, αφυπνίζοντας τη συνείδηση των καθυστερημένων, καλώντας τους εργάτες να ενωθούν, μαστιγώνοντας την αστική τάξη και τις αστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας.

Στην περίοδο της Μεγάλης Κομμούνας του Παρισιού (1871) ο Ποτιέ εκλέχτηκε μέλος της. Από τις 3.600 ψήφους, αυτός πήρε τις 3.352. Συμμετείχε σ' όλα τα μέτρα της Κομμούνας, της πρώτης αυτής προλεταριακής κυβέρνησης.

Η πτώση της Κομμούνας ανάγκασε τον Ποτιέ να καταφύγει στην Αγγλία και στην Αμερική. Τον περίφημο Υμνο της Διεθνούς τον έγραψε τον Ιούνη του 1871, την άλλη μέρα, μπορούμε να πούμε, μετά την αιματηρή ήττα του Μάη.

Η Κομμούνα καταπνίγηκε... αλλά η "Διεθνής" του Ποτιέ διακήρυξε τις ιδέες της σ' όλο τον κόσμο, κι αυτή ζει τώρα όσο ποτέ άλλοτε.

Το 1876, στην εξορία, ο Ποτιέ έγραψε το ποίημα: "Οι εργάτες της Αμερικής στους εργάτες της Γαλλίας". Στο ποίημα αυτό απεικόνιζε τη ζωή των εργατών κάτω από το ζυγό του καπιταλισμού, την εξαθλίωσή τους, τη βασανιστική εργασία τους, την εκμετάλλευσή τους, τη σταθερή πεποίθησή τους για την επικείμενη νίκη της υπόθεσής τους.

Μόνο ύστερα από εννιά χρόνια μετά την Κομμούνα, ο Ποτιέ γύρισε στη Γαλλία κι αμέσως μπήκε στο "Εργατικό Κόμμα". Το 1884 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των ποιημάτων του. Το 1887 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος με τον τίτλο: "Επαναστατικά τραγούδια".

Πολλά άλλα τραγούδια του ποιητή - εργάτη εκδόθηκαν πια μετά το θάνατό του.

Στις 8 του Νοέμβρη 1887 οι Παρισινοί εργάτες συνόδευσαν στο νεκροταφείο Pare Lachaise, όπου είναι θαμμένοι οι εκτελεσθέντες κομμουνάροι, τη σορό του Ευγένιου Ποτιέ. Η Αστυνομία ματοκύλισε τους εργάτες, για να αποσπάσει από τα χέρια τους την κόκκινη σημαία. Τεράστιες μάζες πήραν μέρος στην κηδεία. Από παντού αντηχούσαν οι ιαχές: "Ζήτω ο Ποτιέ!".

Ο Ποτιέ πέθανε μέσα στη φτώχεια. Αφησε όμως πίσω του ένα αληθινά αθάνατο πνευματικό μνημείο. Ηταν ένας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι. Οταν έγραψε το πρώτο τραγούδι του, οι σοσιαλιστές εργάτες μετριούνταν το πολύ πολύ σε δεκάδες. Τώρα το ιστορικό τραγούδι του Ευγένιου Ποτιέ το ξέρουν δεκάδες εκατομμύρια προλετάριοι...».
Ο Ντεζετέ και η μελοποίηση της «Διεθνούς»

Το ποίημά του, ο Ποτιέ, ποτέ δεν το άκουσε να τραγουδιέται. Κι αυτό γιατί μελοποιήθηκε στη γαλλική πόλη Λίλλη (Lille), ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Συνθέτης - όπως είδαμε - ήταν ο Πιερ Ντεζετέ.

Πρώτη φορά τραγουδήθηκε σε ένα καφενείο στην οδό Βινιέτ 21, από τη χορωδία των εργατών της Λίλλης με την ονομασία «Λύρα των εργαζομένων» στις 23 Ιούνη 1888, στη γιορτή των εφημεριδοπωλών. Η Λίλλη εκείνον τον καιρό ήταν το κέντρο των βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας και ορυχείων και ακόμη η έδρα του Κόμματος των Γάλλων Εργατών, που ίδρυσε ο Ζιλ Γκεστ. Ετσι, ήταν ο πλέον κατάλληλος τόπος, για να ακουστεί για πρώτη φορά ο Υμνος της «Διεθνούς».

Ο Ντεζετέ γεννήθηκε στη βελγική Γάνδη το 1848 και πέθανε το 1932 στο Σεν Ντενί στο Παρίσι. Καταγόταν από εργατική οικογένεια, που αργότερα μετανάστευσε στη Γαλλία και κέρδιζε τη ζωή του κατασκευάζοντας έπιπλα. Από παιδί εργαζόταν σε διάφορες επιχειρήσεις στη Λίλλη, τραγουδούσε σε χορωδία, μελετούσε θεωρία της μουσικής και μάθαινε μουσικά όργανα.

Αργότερα, προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα και έγινε αρχηγός της «Λύρας των εργαζομένων». Η μουσική της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε μόνο με το επώνυμό του, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του. Αργότερα, οι σοσιαλιστές της δεξιάς, που αντιμάχονταν τον Ντεζετέ, εκμεταλλεύτηκαν την παράλειψη αυτή και πίεσαν τον αδελφό του Αντολφ (επίσης συνθέτη) να αμφισβητήσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο τραγούδι. Το 1922, έπειτα από μακρά διαδικασία, το εφετείο επικύρωσε τα δικαιώματα του Πιερ.

Η εργασία μελοποίησης της «Διεθνούς» ανατέθηκε στο Ντεζετέ από ένα στέλεχος του Κόμματος των Γάλλων Εργαζομένων, τον Γουσταύο Ντελορί, που αργότερα έγινε και δήμαρχος της πόλης. Στον Ντελορί άρεσε το άγνωστο αυτό ποίημα του Ποτιέ και ήθελε να το κάνει ύμνο του κόμματος με την ευκαιρία των εργασιών της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία τελικά έγινε στις 21 Ιουλίου του 1889.

Αλλα τραγούδια του, από τα οποία μερικά παρέμειναν αδημοσίευτα είναι «Ο κομμουνιστής» (στίχοι Ποτιέ), «Εμπρός», «Εργάτες», «Δρεπάνι και σφυρί» και «Ο θρίαμβος της Ρωσικής Επανάστασης» (στίχοι του ίδιου). Από το 1902, ο Ντεζετέ ζούσε στο Σεν Ντενί. Το 1920, έγινε μέλος του ΚΚ Γαλλίας και το 1928 επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ. Το 1962 δημοσιεύτηκε στη Μόσχα συλλογή διασκευασμένων τραγουδιών του από τον Β. Α. Μπέλυι.

Ο Ντεζετέ πήρε πολύ λίγους επαίνους για τη συνεισφορά του στη μουσική και ιστορική κληρονομιά της Γαλλίας. Μάλιστα, απολύθηκε από τη δουλειά του και μπήκε στο «μαυροπίνακα» της Ενωσης Εργοδοτών της χώρας του. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποτιμήσει την επίδραση που είχε η μουσική του.
Η «ζωή» του Υμνου

Οπως συμβαίνει με όλα τα καλλιτεχνικά έργα, έτσι και με τον Υμνο της «Διεθνούς», ο ύμνος, όταν έφυγε απ' τα χέρια των δημιουργών του, απέκτησε δική του «ζωή». Κι αυτή τη ζωή θα δούμε εδώ.

Το 1888, την ίδια χρονιά που μελοποιείται, ο ύμνος εκδίδεται σε ξεχωριστό φυλλάδιο σε 6.000 αντίτυπα και εκδότη τον Boldoduc. Από τις αρχές του 1890, η «Διεθνής» διαδόθηκε στους κύκλους των εργαζομένων στη Βόρεια Γαλλία και το Βέλγιο, ενώ μετά το 1ο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Παρίσι, κυκλοφόρησε και πέρα από τα σύνορα Γαλλίας - Βελγίου και άρχισε να τραγουδιέται σαν διεθνής ύμνος του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου.

Στα 1894, ο Γάλλος σοσιαλιστής Γκοσελέν, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τη δεύτερη έκδοση της μουσικής της «Διεθνούς». Αιτία ήταν η 5η στροφή που απηχούσε την αντιμιλιταριστική εκστρατεία της Α΄ Διεθνούς. Οι πρώτες μεταφράσεις του κειμένου του ποιήματος εμφανίστηκαν στα 1890 - 1900. Στην παγκόσμια, όμως, διάδοση της «Διεθνούς» και στη μετάφραση των στίχων της στις γλώσσες όλων των λαών του κόσμου, συνέβαλε και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Η μουσική της «Διεθνούς» απέκτησε δεύτερη ιστορική ζωή σε νέα χορωδιακή έκδοση και με μελωδία ελαφρά αλλαγμένη στη Ρωσία, τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας.
Η συμβολή της Οχτωβριανής Επανάστασης στον Υμνο

Το κείμενο της μουσικής της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε στη ρωσική γλώσσα στο 1ο φύλλο της λενινιστικής «Ισκρα», το Δεκέμβρη του 1900. Στα 1902 ο Κοτς, έγραψε και δημοσίευσε τους στίχους της «Διεθνούς», στα ρώσικα και η γραφή αυτή έγινε δεκτή απ' όλους. Την ίδια χρονιά, οι στίχοι τυπώθηκαν στο περιοδικό «Ζιζν» που εκδιδόταν στο Λονδίνο και τη Γενεύη. Το ρώσικο κείμενο, που είναι μετάφραση της 1ης, 2ης και 3ης στροφής, με την επίδραση των ιδεών του Λένιν απέκτησε πρωτότυπη μορφή, που ανταποκρινόταν στα αγωνιστικά προβλήματα του νέου σταδίου του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Στροφές της «Διεθνούς», εκτός από τις εφημερίδες και τα περιοδικά των μπολσεβίκων και τις συλλογές των επαναστατικών τραγουδιών, δημοσιεύτηκαν και σε περισσότερες από μισό εκατομμύριο προκηρύξεις και διακηρύξεις πριν από την Επανάσταση του Οκτωβρίου.

Με βάση τους ρωσικούς στίχους, η «Διεθνής» μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες των λαών της ΕΣΣΔ και σε πολλές γλώσσες άλλων χωρών. Αρχίζοντας από το 4ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας (1906), η «Διεθνής» έγινε κομματικός ύμνος της ρωσικής επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην έναρξη του 3ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, στις 10 Ιανουαρίου 1918, η «Διεθνής» εκτελέστηκε σαν κρατικός ύμνος του νεαρού Σοβιετικού Κράτους.

Παρέμεινε εθνικός ύμνος της ΕΣΣΔ, μέχρι το 1944, όταν και καθιερώθηκε ο νέος κρατικός ύμνος της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε η «Διεθνής» - σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) - καθιερώθηκε ως ύμνος του Κόμματος. Παράλληλα, ήταν ύμνος και της Γ΄ Διεθνούς.

Σημειώσεις:

1. Καρλ Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», σελ. 44-45 εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

2. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 45

3. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 45

4. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 46

5. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 67

6. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 60

7. Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», «Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Διαλεχτά Εργα», εκδόσεις «Γνώσεις» τ. 1ος, σελ. 627.

ΠΗΓΕΣ:
«Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια». Λήμματα «Διεθνής», «Πιέρ Ντεζετέ», «Ευγένιος Ποτιέ».
Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», 5η έκδοση, τόμος 22, σελ. 283 - 285, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
«The Guardian» (εφημερίδα του ΚΚ Αυστραλίας), 3 Ιούνη 1998, «Η "Διεθνής" - ο ύμνος της εργατικής τάξης».

Τέχνη και Παρισινή Κομμούνα

Στο σύντομο χρονικό διάστημα των 72 ημερών ύπαρξης της Κομμούνας, οι κομμουνάροι συνειδητοποίησαν ακόμα και σ' αυτά τα πρώτα βήματα ότι δεν μπορεί να έρθει το καινούριο, χωρίς οι επιστήμες, οι τέχνες και η λογοτεχνία να συνδεθούν με το λαό, εκφράζοντάς τον, χωρίς να εξυπηρετούν τις ιστορικές και κοινωνικές του ανάγκες, τους πραγματικούς στόχους του. Κατανοούσαν την επίδραση που έχει το πολιτιστικό εποικοδόμημα στη συνείδηση του ανθρώπου αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγονται με τη λειτουργία αυτού του εποικοδομήματος προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Και μπορεί το διάστημα αυτό να μην ήταν αρκετό, για να εκφραστεί ολόκληρος ο πολιτισμός της, καθώς και τα περιθώρια να δοθεί ένα αποφασιστικό χτύπημα σε παραδοσιακές ξεπερασμένες αντιλήψεις για το ρόλο της τέχνης στην κοινωνία, ωστόσο το διάστημα αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει να αναδύεται η νέα αντίληψη για την τέχνη και αυτή η νέα αντίληψη πρακτικά εκφράστηκε με ειδικά άρθρα του Διατάγματος, με τη δημιουργία θεσμών και τη λήψη πρωτοβουλιών. Η Κομμούνα:
Παρέδωσε στην Ενωση ζωγράφων, γλυπτών, αρχιτεκτόνων και άλλων εικαστικών καλλιτεχνών τον τεράστιο πλούτο των μουσείων και των γκαλερί του Παρισιού. Στη Διοίκηση της Ενωσης εκλέχτηκαν 47 άτομα, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της Γαλλίας, όπως ο Κουρμπέ, που ήταν και ο αντιπρόσωπός της, οι Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ, Μπαλί (γιος), ο Ευγένιος Ποτιέ και άλλοι.
Κατάργησε την ανισοτιμία των κρατικών επιχορηγήσεων στα θέατρα και την εκμετάλλευση μέχρι εξευτελισμού των ηθοποιών από τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές, επιβάλλοντας διά νόμου το σύστημα των «ίσων δυνατοτήτων» για όλους, με λαϊκό έλεγχο.
Απελευθέρωσε από την οικονομική και κυβερνητική επιβολή του γούστου και των ενδιαφερόντων των κυρίαρχων τάξεων τους μουσικούς και τα τραγούδια τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους, στις πλατείες, στις λέσχες και στα οδοφράγματα, ακόμα και σε κάποιες εκκλησίες, βάζοντας ωράριο εναλλακτικής λειτουργίας τους.
Ταυτόχρονα ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες, σαν Λαϊκά Πανεπιστήμια, σ' όλο το Παρίσι, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Το περιβάλλον τους διαμορφώνεται λαμπρό, διακοσμητικό, κόντρα στο καταθλιπτικό και αυστηρό κλίμα των κρατικών ιδρυμάτων. Το κόκκινο χρώμα επικρατεί παντού, αντιπροσωπεύοντας την αισθητική έννοια της ομορφιάς της Κομμούνας.

Ολα αυτά, έστω κι αν «χάθηκαν» στη ματωμένη βδομάδα, μας άφησαν κληρονομιά, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί η τέχνη να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον αληθινό δημιουργό της, το λαό, σπάζοντας όλα τα φράγματα που την κρατάνε μακριά του.

Είναι όμως πολύτιμα και γιατί απέδειξαν ότι ο καλλιτέχνης γνωρίζει την αληθινή καταξίωση όταν συμμετέχει ολόπλευρα στο ιστορικό γίγνεσθαι, παίρνοντας ενεργό μέρος στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και μέσω του έργου του, και μέσω της συμμετοχής του σε επαναστατικούς θεσμούς και μέσα από τα οδοφράγματα, δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό.

Ωστόσο, πέρα από την ανάδειξη αυτής της ριζοσπαστικής στάσης που κράτησε η Κομμούνα απέναντι στην Τέχνη και του ρόλου που έπαιξαν οι επαναστάτες καλλιτέχνες σ' αυτήν, αναδεικνύεται και η ανάγκη να δοθεί απάντηση στην εκστρατεία αποσιώπησης, διαστρέβλωσης και αλλοτρίωσης του ρόλου που έπαιξαν γνωστές προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης στα γεγονότα της Κομμούνας. Ρόλου που αντιμετωπίστηκε από πολλούς ιστορικούς σαν μαύρη κηλίδα στην προσωπική τους ιστορία.

Ετσι, τον Αρθούρο Ρεμπό τον παρουσιάζουν σαν τον «ρομαντικό και καταραμένο» ποιητή, το «παρακμιακό» ίνδαλμα της νεολαίας που οφείλει τη γοητεία του στο μελαγχολικό των στίχων του και στην αινιγματική και τρικυμιώδη ζωή του.

Ο Πολ Βερλέν, ποιητής και μέντορας του Ρεμπό, που παίρνει και αυτός τη θέση του ανάμεσα στους «καταραμένους ποιητές», είναι ο κυκλοθυμικός, όλο συναισθηματικές εξάρσεις ποιητής που καταστράφηκε από έναν ανέλπιδο έρωτά του.

Οσο για την ιστορική αλήθεια, φαίνεται ότι γεγονότα που φωτίζουν βασικές πτυχές της ζωής και του έργου καλλιτεχνών αλλά και της ίδιας της πάλης των τάξεων παραλείπονται ή διαστρεβλώνονται, ώστε αφ' ενός η προσωπικότητα να «εξωραΐζεται» και να μην προκαλεί επικίνδυνους ιδεολογικούς τριγμούς για την αστική τάξη και αφ' ετέρου η εργατική τάξη να παρουσιάζεται ότι δε μετέχει στην πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Ο αριθμός των ποιητών, ζωγράφων, δασκάλων και επιστημόνων που συμμετείχαν ενεργά στη ζωή και στον αγώνα της Παρισινής Κομμούνας τόσο με το ίδιο το έργο τους, όσο και με την προσωπική τους ένταξη στον αγώνα, είτε αυθόρμητα, ή συνειδητά, είναι πολύ μεγάλος, και θα 'πρεπε να αφιερωθεί πολύς χρόνος, μελέτη και χώρος για να αποτυπωθεί σωστά και σε όλη του την έκταση αυτό το φαινόμενο. Θεωρούμε ότι χρειάζεται μια εκτενής, πλήρης και τεκμηριωμένη εργασία, για να γίνει η ιδεολογική, πολιτική και καλλιτεχνική εκτίμηση και να βγουν τα συμπεράσματα για τον διακριτό, ιδιαίτερο και αναντικατάστατο ρόλο της επιστήμης, της τέχνης και της λογοτεχνίας πριν, κατά και μετά την Κομμούνα, αλλά και γενικότερα σε όλες τις φάσεις των εξελίξεων.

Παραθέτουμε ενδεικτικά παραδείγματα που θεωρούμε ως τα πιο αντιπροσωπευτικά του χαρακτήρα και της ουσίας της όλης κατάστασης. Παραδείγματα όχι μόνο από το στρατόπεδο των «στρατευμένων» στην Κομμούνα καλλιτεχνών, αλλά και από εκείνους που κράτησαν μια αμφιλεγόμενη στάση απέναντί της, όπως και από αυτούς που υπήρξαν τελείως εχθρικοί και λειτούργησαν ως όχημα για την προπαγάνδα δυσφήμισης της Κομμούνας και των κομμουνάρων, κατά τη διάρκεια και μετά την κατάληψη του Παρισιού.
Ευγένιος Ποτιέ (1816-1887)

Εργάτης, αγωνιστής και τροβαδούρος των δίκιων της εργατικής τάξης, της τάξης του, της οποίας βίωσε με όλο του το είναι τις νίκες και τις ήττες.

Απ' το Φλεβάρη του '48 πολεμάει μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας, οπότε ολοκληρώνεται η ταξική του συνείδηση και εντάσσεται στη «Διεθνή κοινωνία των εργατών». Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι δεμένη με τη διεθνιστική εργατική αλληλεγγύη. Εκλέγεται βουλευτής στο συμβούλιο της Κομμούνας στο 2ο Διαμέρισμα του Παρισιού.

Παρ' όλ' αυτά, κυρίως ασχολείται πρακτικά στα οδοφράγματα.

Μετά την ήττα του '71 μετουσιώνει καλλιτεχνικά την καταστροφή σε δυνατή και επιβλητική ποίηση, εκφράζοντας το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για την ιστορική ανάγκη μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.

Θα ήταν δίκαιο λοιπόν να πούμε ότι ήταν ίσως ο πρώτος λαμπρός ποιητής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, από τη ζωή, τη σκέψη και το καλλιτεχνικό του έργο. Εγραψε τη «Διεθνή» τις πρώτες μέρες της «Ματωμένης εβδομάδας».

Και μετά τη μελοποίησή της από τον εργάτη Πιερ Ντεζεντιέρ, εμπνέει τους αγώνες εκατομμυρίων εργατών και μένει κειμήλιο αγώνα μέχρι σήμερα.

Επιστρέφει από την εξορία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό-καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Πεθαίνει μέσα στην αγάπη του λαού, σ' αναγνώριση της στάσης του.
Γκιστάβ Κουρμπέ (1819-1877)

Ο Κουρμπέ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές ζωγράφους του 19ου αιώνα. Αν και ο μεγαλύτερος όγκος των έργων του ήταν τοπιογραφίες, ωστόσο έδωσε το στίγμα του κυρίως με τις μνημειακές αναπαραστάσεις της αγροτικής ζωής. Τα έργα αυτά, σε μια περίοδο που οι φόβοι για εξέγερση του αγροτικού πληθυσμού διέτρεχαν το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, αντιμετωπίστηκαν σαν κίνδυνος που έπρεπε να εξαλειφθεί, καθώς για πρώτη φορά πίνακες μνημειώδους κλίμακας σε μέγεθος και σοβαρότητα απεικόνιζαν με ρεαλισμό, χωρίς εξιδανίκευση, ανθρώπους της υπαίθρου και συμβολικά ύψωναν αυτές τις παραστάσεις στα κανονικά μεγέθη της ιστορικής ζωγραφικής.

Στα 1855 ίδρυσε το δικό του «Οίκο του Ρεαλισμού» εκφράζοντας την πίστη του ότι η ελεγχόμενη από τους ακαδημαϊκούς κύκλους αίθουσα του «Σαλονιού» δε θα έπρεπε να είναι η μόνη δίοδος για να συναντηθεί το έργο ενός καλλιτέχνη με το κοινό.

Η ριζοσπαστικότητα του Κουρμπέ εκφραζόταν όχι μόνο στο πεδίο της τέχνης αλλά και στο πεδίο της πολιτικής. Πήρε επίσημη έκφραση το 1870 όταν εκλέχτηκε αντιπρόσωπος του 6ου Διαμερίσματος του Παρισιού, και αργότερα, όταν με την εξέγερση του λαού της πόλης ανακηρύχτηκε μέλος της επιτροπής της Κομμούνας.

Κατά τη διάρκεια της διοίκησης της Κομμούνας ήταν δραστήριος στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων στο καλλιτεχνικό εκπαιδευτικό σύστημα και στην ανάθεση των παραγγελιών από μέρους του δημοσίου. Πρωτοστάτησε στην κατεδάφιση της στήλης Βαντόμ, που θεωρούνταν σύμβολο του μιλιταρισμού. Τόσο για τη συμμετοχή του στην Κομμούνα, αλλά και για την κατεδάφιση του μνημείου Βαντόμ, υπέστη κράτηση, ανακρίσεις, δίκη και ποινή φυλάκισης που μετριάστηκε μόνο μετά από μια περίοδο διαμονής με φύλαξη σε μια κλινική. Ωστόσο, δεχόταν κυβερνητική πίεση να πληρώσει το υπέρογκο ποσό της αποκατάστασης της στήλης Βαντόμ, πράγμα που αν δεν έκανε θα ξαναφυλακιζόταν. Αυτό τον εξανάγκασε σε εξορία στην Ελβετία, όπου και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. Μόλις ένα μήνα πριν το θάνατό του πληροφορήθηκε ότι το καθεστώς κατέσχεσε έργα του από το εργαστήριό του στο Παρίσι.
Πολ Βερλέν

Ο Βερλέν ήταν από τους ποιητές εκείνους που οι στιλιστικές του καινοτομίες έδωσαν μια νέα μουσικότητα στη γαλλική ποίηση και έθεσαν τα θεμέλια για τον ελεύθερο στίχο και άλλες πειραματικές ποιητικές τεχνικές του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, είναι αδύνατο να τον κατανοήσουμε βαθιά αν προσπεράσουμε το όραμά του για μια κοινωνία όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι κοινωνικά, όραμα που ζωντανεύουν τα πρώτα του κιόλας ποιήματα.

Γύρω στα 1860, πριν από τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την Κομμούνα, ο Βερλέν συνεργάζεται με αντιπολιτευτικές εφημερίδες και περιοδικά.

Με μεγάλη χαρά δέχεται την πτώση της δεύτερης αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το Σεπτέμβρη του 1870 και λίγο αργότερα κατατάσσεται στον 160ό λόχο της Εθνοφυλακής.

Η εξέγερση της Κομμούνας τον βρίσκει σε εμπιστευτική θέση στο Παρισινό Δημαρχείο και όταν ο Θιέρσος καλεί όλους τους υπαλλήλους να παραιτηθούν, για να σαμποτάρουν το έργο των κομμουνάρων, ο Βερλέν παραμένει στο πόστο του και μάλιστα αναλαμβάνει διευθυντικά καθήκοντα στον Τύπο της Κομμούνας.
Αρθούρος Ρεμπό

Λίγο είναι γνωστό ότι ο Ρεμπό εκτός από «καταραμένος» ποιητής, υπήρξε και ποιητής της Κομμούνας.

Την εξέγερση του Ρεμπό απέναντι στο καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, απέναντι στον υποκριτικό κοινωνικό περίγυρο και τη θρησκεία συνόδευσε η εξέγερσή του ενάντια στις καταπιεστικές, εξευτελιστικές για τον άνθρωπο κοινωνικές δομές, φανερή από γραπτά του των μαθητικών του κιόλας χρόνων. Οι διάφοροι μελετητές του διαφοροποιούνται για το αν τις μέρες της Κομμούνας ο ποιητής βρισκόταν στο Παρίσι. Επικρατεί η άποψη ότι αυτή την περίοδο δε βρισκόταν εκεί.

Υπάρχουν όμως ντοκουμέντα που μαρτυρούν ότι από τις 25 του Φλεβάρη έως τις 10 του Μάρτη, δέκα μέρες δηλαδή πριν από την ανακήρυξη της Κομμούνας, ο Ρεμπό βρίσκεται στο Παρίσι. Οι παραμονές της Παρισινής Κομμούνας τον βρίσκουν περιπλανώμενο στους δρόμους της πόλης, να έχει δραπετεύσει από ένα αποπνικτικό οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο αναζητώντας απεγνωσμένα την ελευθερία του. Αυτές τις μέρες «ρουφάει κυριολεκτικά τις γραμμές των δημοκρατικών εφημερίδων», μα κυρίως γίνεται μάρτυρας συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων, όπως της συναδέλφωσης λαού και Εθνικής Φρουράς στην πλατεία της Βαστίλλης, της υπογραφής της στρατιωτικής συνθηκολόγησης από μέρους της κυβέρνησης και ενός όλο και πιο δυναμικού κύματος διαδηλώσεων.

Οι λόγοι που αφήνει το Παρίσι και επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Σαρλεβίλ, δεν είναι γνωστοί, ωστόσο τα γεγονότα που έζησε τις δύο αυτές βδομάδες και που αποτέλεσαν το πρελούδιο της Κομμούνας χαράχτηκαν βαθιά μέσα στον 16χρονο μόλις Ρεμπό και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα ποιητική του δημιουργία. Μέσα από τους στίχους του βγαίνει η κραυγή των εξεγερμένων, η μάχη του δίκιου απέναντι στο άδικο και κάτω από την επίδραση της ήττας της Κομμούνας εφορμά με ένα συνονθύλευμα καταιγιστικών συναισθημάτων μίσους, οργής, περιφρόνησης και από την άλλη θαυμασμού, έκστασης και ελπίδας.

Οργή και περιφρόνηση για τις Βερσαλλίες - θαυμασμός και έκσταση απέναντι στο έργο των κομμουνάρων. Ο Ρεμπό έγινε κοινωνός των ιδανικών της Κομμούνας, ένιωσε τους πόθους των κομμουνάρων να τον διαπερνούν, έζησε την ήττα τους σαν συναγωνιστής. Είχε λοιπόν μια άκρως βιωματική σχέση με τα γεγονότα της Κομμούνας και όταν στους στίχους του χαράσσει τα δικά του συναισθηματικά βιώματα, εμείς διαβάζουμε τον αγώνα, τη συντριβή, τις ελπίδες, όλων των καταπιεσμένων.
Βίκτορ Ουγκό

Συγγραφέας που σημάδεψε την ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, κοινά αναγνωρισμένος για το ανθρωπιστικό πνεύμα που διέπει όλο του το έργο.

Με αριστοκρατικές καταβολές, δεν υπήρξε κομμουνάρος, αλλά με τη ζωή και το έργο του απέδειξε το μέγεθος του ουμανισμού του και της πολιτικής του γενναιότητας, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση ανθρώπων που δε συμφωνούσε με τις κοινωνικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις και ρισκάροντας το να γίνεται και ο ίδιος συχνά στόχος της αντίδρασης.

Μέσα από μια διάθεση ίσων αποστάσεων και κριτικού ρεαλισμού, έκανε σκληρή κριτική στην ανάλγητη εξουσία των Βερσαλλιών, στην προδοτική μπουρζουαζία και στη χρεοκοπημένη μοναρχία και, ταυτόχρονα, χωρίς μίσος και κακή θέληση, αλλά από λάθος κατανόηση της ιστορικής αναγκαιότητας και της σημασίας της Κομμούνας, κατέκρινε τους κομμουνάρους για τη βίαιη πρακτική τους, που όπως πίστευε προερχόταν από την αγραμματοσύνη τους... «Κατ' αρχάς είμαι υπέρ της Κομμούνας, και κατά της πρακτικής της», είχε πει χαρακτηριστικά.

Δημιούργησε πολλά και μεγάλα έργα, εμπνευσμένα από την Κομμούνα και τη ζωή των κομμουνάρων, έργα γεμάτα αγάπη, περηφάνια, θαυμασμό και σεβασμό γι' αυτούς.

Μετά από τη «Ματωμένη εβδομάδα» αγκαλιάζει μέσα από μια ηθικο-αισθητική άποψη το δράμα και τον ηρωισμό των κομμουνάρων και δε σταματά να αγωνίζεται για την αμνηστία όσων βρίσκονται στην εξορία, στην προσφυγιά και στα κάτεργα.
Θεόφιλος Γκοτιέ

Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους μεγαλύτερους του 2ου μισού του 19ου αιώνα, ο Θεόφιλος Γκοτιέ, πιο γνωστός από τις φανταστικές του πρόζες, ήταν από εκείνους που βρίσκονταν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, όχι ωστόσο στο πλευρό των κομμουνάρων, κάθε άλλο μάλιστα, βρισκόταν εκεί παρά τη θέλησή του, αφού όταν η εξέγερση ξέσπασε αυτός είχε την «ατυχία» να βρίσκεται στο Παρίσι, οπότε υπέστη καθ' όλη τη διάρκεια της Κομμούνας έναν «συρφετό από ύαινες και γορίλες», όπως ο ίδιος έλεγε.

Η αλληλογραφία του «εγκλωβισμένου» στο Παρίσι Γκοτιέ είναι αποκαλυπτική των αισθημάτων που έτρεφε για την Κομμούνα και τους κομμουνάρους. Σε ένα γράμμα που απευθύνει στο γιο του αναφέρει: «Οι Βερσαλλίες που τώρα είναι το πραγματικό κέντρο των αποφάσεων, καθώς κατασκευάζεται ένα διαφορετικό στο Παρίσι, όπου οι κύριοι δολοφόνοι βασιλεύουν χωρίς αντίσταση. Θα ενημερώθηκες από τις εφημερίδες για τις λεπτομέρειες αυτής της ανεξήγητης κατάληψης, που ήταν τόσο εύκολο να σταματηθεί όταν ξεκίνησε και στην οποία άφησαν το χρόνο να αναπτυχθεί, να οργανωθεί και να εξαπλωθεί σ' όλη την πόλη. Το Εθνικό Συμβούλιο χάνει τον καιρό του σε μάταιες συνομιλίες αντί να πάρει δραστικά μέτρα και δε δίνει καμία βοήθεια στην υγιή μερίδα του Παρισιού που τρομοκρατείται από κάποιους κατάδικους».

Δε χρειάζονται περισσότερα για να φανεί ότι ο Γκοτιέ στάθηκε απέναντι στην Κομμούνα σαν ένας σκληροπυρηνικός αστός διανοούμενος, που όχι μόνο δεν κάνει τον κόπο να μπει στη θέση των επαναστατημένων και να κατανοήσει τι τους οδήγησε στην εξέγερση, αλλά αντίθετα βιάζεται να τους κατατάξει στην κατηγορία των κοινών ποινικών εγκληματιών, επιδεικνύοντας περισσότερο ζήλο και από αυτές ακόμη τις Βερσαλλίες.

Δυστυχώς, δεν ήταν λίγες οι «λαμπρές προσωπικότητες», όπως ο Θεόφιλος Γκοτιέ, του γαλλικού αλλά και του παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος, που μόλις κατάλαβαν τον κίνδυνο που διέτρεχε το αστικό καθεστώς έλαμψε η πικρόχολη ταξική ιδεολογική τους στενότητα και καταφέρθηκαν ενάντια στην Κομμούνα με τα λόγια και τα έργα τους. Ανάμεσά τους οι Φλομπέρ, Αλφόνς, Αλέξανδρος Ντουμάς (γιος) κ.ά.

Οπως μας λέει όμως ο κομμουνάρος Ζαν Μπατίστ Κλεμάν, το μέλλον ανήκει σ' αυτούς που δημιουργούν τις υλικές και πνευματικές αξίες του έθνους τους, αλλά και όλης της ανθρωπότητας, και τους δίνουν την αναγκαία ιστορική, ιδεολογική, αισθητική, κοινωνικά χρήσιμη κάθε φορά διάσταση. Και αυτοί δεν είναι άλλοι, παρά οι αληθινοί επαναστάτες, εργάτες, καλλιτέχνες και επιστήμονες μαζί.

Η πρώτη αυτή έφοδος της εργατικής τάξης προς το μέλλον κατέδειξε, εκτός από την ανεξίτηλη ομορφιά της, και την ανάγκη να ξεπεραστούν οι σκληρές αντιθέσεις επιθυμητού-δυνατού, ιδανικού-πραγματικότητας και έθεσε από δω και μπρος το κοινωνικό ερώτημα:

Ποιος, με ποιον και γιατί;

Ετσι και αλλιώς.

Εφόσον θα φύγουν αυτές

Οι μέρες οι βαριές,

Οταν όλοι οι φτωχοί ξεσηκωθούν,

Εσύ, ξανά απ' την αρχή

Μαζί τους ξεσηκώσου!!!

Η Ιστορία του Υμνου της Διεθνούς

Η Ιστορία του Υμνου της Διεθνούς




Εμπρός της Γης οι κολασμένοι

της πείνας σκλάβοι εμπρός - εμπρός

Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει

σα βροντή σαν κεραυνός.

Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια

όλοι εμείς οι ταπεινοί της Γης

που ζούσαμε στην καταφρόνια

θα γίνουμε το παν εμείς.

* * *

Στον αγώνα ενωμένοι

κι ας μη λείψει κανείς

Ω! Νάτη, μας προσμένει

στον κόσμο η Διεθνής.

* * *

Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες

με πλάνα λόγια μας γελούν

της Γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες

μοναχοί τους, θα σωθούν...

Για να λείψουν τα δεσμά μας

για να πάψει πια η σκλαβιά

να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας

και της ψυχής μας τη φωτιά.

* * *

Τα λόγια αυτά έχουν τραγουδηθεί απ' όλους τους εργάτες του κόσμου. Ο Υμνος της Διεθνούς έγινε σύμβολο για τους «κολασμένους της Γης». Ξεσήκωσε καρδιές. Υψωσε τις γροθιές των προλετάριων. Ομως, όσο γνωστό είναι αυτό το ποίημα, άλλο τόσο άγνωστη είναι η ιστορία του, πώς γεννήθηκε, ποιος το έγραψε και ποιος το μελοποίησε. Και, αν αυτό αποκτά μιαν ιδιαίτερη αξία, είναι διότι γράφτηκε και μελοποιήθηκε από εργάτες. Ο Ευγένιος Ποτιέ είναι ο ποιητής, που συμπύκνωσε το όραμα για ένα νέο κόσμο - το σοσιαλιστικό κόσμο - σε αυτούς τους στίχους. Και ο Πιερ Ντεζετέ, ο συνθέτης που έκανε αυτές τις λέξεις να «χορέψουν». Ενα επαναστατικό ποίημα, σε μια επαναστατική μουσική.

Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι δύο εργάτες - καλλιτέχνες; Κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες επιρροές γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι; Πότε και πώς έζησαν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε τούτο το κείμενο. Η ιστορία, άλλωστε, του Υμνου της Διεθνούς των εργατών έχει ένα ξεχωριστό δικό της ενδιαφέρον, που δείχνει τα επίπεδα που μπορεί να φτάσει η προλεταριακή Τέχνη, όταν στοχεύει στην αφύπνιση των λαών, στην εξέγερση των εργαζομένων, με στόχο την εγκαθίδρυση της δικής τους εξουσίας.
Ο Ευγένιος Ποτιέ

Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1816 στο Παρίσι. Ηταν εργάτης από πολύ μικρή ηλικία, ζώντας έτσι και ο ίδιος τα βάσανα μιας ζωής που καθορίζεται από τις συνθήκες της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από το κεφάλαιο. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλά στη συνείδησή του την αναγκαιότητα της πάλης των εργατών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, ενώ ταυτόχρονα γίνεται η πηγή της έμπνευσης της ποίησής του, η οποία επίσης υπηρετεί τους σκοπούς του αγώνα, όπως τους αντιλαμβανόταν τότε ο Ευγένιος Ποττιέ. Αυθόρμητα στην αρχή και μάλιστα κάτω από τις ιδέες των ουτοπικών σοσιαλιστών. Παίρνει μέρος στην επανάσταση του Ιούλη του 1830 στο Παρίσι. Τότε γράφει και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1830 εκδόθηκε η συλλογή τραγουδιών του με τίτλο «Η νέα μούσα» και γίνεται γνωστός ως ποιητής της εργατιάς.
Στα οδοφράγματα του 1848

Συμμετέχει στους εργατικούς αγώνες στη Γαλλία, βρίσκεται στα οδοφράγματα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1848 και πολεμάει μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου του Φίλιππου. Μαχητής από τους πρωτοπόρους της εργατικής τάξης συνδυάζει τη δουλειά, τον αγώνα, με την ποίηση.

Στην επανάσταση του Φλεβάρη, για πρώτη φορά η εργατική τάξη, παίρνοντας μέρος με τους δικούς της ηγέτες Λουί Μπλαν, Αλμπέρ, Μπλανκί, Καμπέ, Ρασπάιγ και άλλους, αλλά από κοινού με τη βιομηχανική αστική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα για την ανατροπή της αυτοκρατορίας και τη Δημοκρατία, ξεχωρίζει θέτοντας δικά της αιτήματα. Εξασφάλισε μάλιστα τη συμμετοχή με τους δικούς της εκπροσώπους (Λουί Μπλαν και Αλμπέρ), στην προσωρινή κυβέρνηση που προήλθε από την επανάσταση. «Το προλεταριάτο, επιβάλλοντας τη δημοκρατία στην προσωρινή κυβέρνηση και μέσω της προσωρινής κυβέρνησης σ' ολόκληρη τη Γαλλία, εμφανίστηκε μεμιάς στο προσκήνιο σαν ανεξάρτητο κόμμα, ταυτόχρονα όμως προκαλούσε σε αγώνα ενάντιά του ολόκληρη την αστική Γαλλία. Εκείνο που το προλεταριάτο κατάχτησε ήταν το έδαφος του αγώνα για την επαναστατική του χειραφέτηση. Σε καμιά περίπτωση όμως την ίδια τη χειραφέτηση. Αντίθετα, η δημοκρατία του Φλεβάρη έπρεπε πριν απ' όλα να ολοκληρώσει την κυριαρχία της αστικής τάξης μπάζοντας πλάι στην αριστοκρατία του χρήματος, όλες τις ιδιοκτήτριες τάξεις στη σφαίρα της πολιτικής εξουσίας»1(Μαρξ). Η επανάσταση ήταν, λοιπόν, αστική και επιδίωκε την εξασφάλιση της εξουσίας κυρίως από τη βιομηχανική αστική τάξη, που πολιτικά, έως τότε ήταν στην αντιπολίτευση, ενώ την κυβερνητική εξουσία κατείχαν οι τραπεζίτες και οι Χρηματιστές. «Η δημοκρατία του Φλεβάρη έκανε, τέλος, να προβάλλει καθαρά η αστική κυριαρχία, παραμερίζοντας το στέμμα που πίσω του έμενε κρυμμένο το κεφάλαιο»2 (Μαρξ). Αντικειμενικά, στις τότε συνθήκες η επανάσταση δεν μπορούσε να πάει πιο μπροστά. Το προλεταριάτο, εκτός από την επιβολή του γενικού εκλογικού δικαιώματος και των αστικών θεσμών, απέσπασε και την υπόσχεση για την εξασφάλιση της ζωής των εργατών δίνοντάς τους δουλειά, ως υποχρέωση της προσωρινής κυβέρνησης. Μάλιστα, το σχετικό διάταγμα το υπαγόρευσε ένας εργάτης, ο Μαρς.3

Και όταν η κυβέρνηση ξέχασε την υπόσχεση, οι εργάτες πρόβαλαν το σύνθημα: «Οργάνωση της εργασίας! Υπουργείο εργασίας»4(Μαρξ). Εως εδώ μπορούσε να φτάσει η εργατική τάξη και όχι πιο μπροστά. Δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει ότι το μοίρασμα της εξουσίας με τους αστούς ήταν αδύνατο και ας είχε καταχτήσει τη δημοκρατία, όπως επίσης και η λύση των δικών της αιτημάτων ήταν απραγματοποίητη στο σύνολό τους από μια τέτοια εξουσία. Απόδειξη ότι η προσωρινή κυβέρνηση όρισε μια επιτροπή να εξετάσει τα αιτήματα των εργατών, ενώ την ίδια ώρα όλη η εξουσία περνούσε στην αστική τάξη. Αλλωστε, ο Λαμαρτίνος ένας από τους ηγέτες της επανάστασης και της αστικής τάξης αμφισβήτησε στους μαχητές των οδοφραγμάτων, στους εργάτες δηλαδή, την ανακήρυξη της δημοκρατίας. Αυτή έπρεπε να ανακηρυχτεί με εκλογές απ' όλους τους Γάλλους. Και «το παρισινό προλεταριάτο δεν έπρεπε να λερώσει τη νίκη του με ένα σφετερισμό». Ηταν ένα βήμα να απαλλαγούν οι αστοί από την επαναστατημένη εργατική τάξη, αφού αυτός τώρα ήταν ο πραγματικός τους αντίπαλος. Και ολοκληρώθηκε όταν έσπρωξαν την εργατική τάξη σε νέα εξέγερση τον Ιούνη του 1848, δηλαδή όταν αρνήθηκαν την υλοποίηση του αιτήματος για υπουργείο εργασίας.

«Στη θέση των διεκδικήσεων που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο, και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία του Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: Ανατροπή της αστικής τάξης! Δικτατορία της εργατικής τάξης!».5 Αλλά μόνο οι δυνάμεις της εργατικής τάξης δεν έφταναν γι' αυτό το σκοπό της εξέγερσής τους. Ετσι ηττήθηκαν. Αλλωστε, η αστική τάξη προετοίμαζε αυτή την εξέλιξη πιο νωρίς, τον Απρίλη, όταν η προσωρινή κυβέρνηση διέδωσε ψευδώς ότι οι εργάτες που είχαν συγκεντρωθεί στο Πεδίο του Αρεως στις 16 Απρίλη του 1848, ήταν οπλισμένοι και ετοιμάζονταν «κάτω από την ηγεσία του Λουί Μπλαν, του Μπλανκί, του Καμπέ και του Ρασπάιγ, για να βαδίσουν από κει προς το δημαρχείο, να ρίξουν την προσωρινή κυβέρνηση και να ανακηρύξουν μια κομμουνιστική κυβέρνηση»6(Μαρξ). Ετσι ανακλήθηκε ο στρατός στο Παρίσι και ενώ έως εκείνη τη στιγμή οπλισμένοι μαχητές ήταν οι εργάτες, τώρα ο συσχετισμός άλλαξε υπέρ της αστικής τάξης. Ουσιαστικά, το ζήτημα της εξουσίας είχε λήξει. Το σπρώξιμο στην εξέγερση του Ιούνη χρειαζόταν, για να ολοκληρωθεί η εδραίωση της αστικής εξουσίας με τη σφαγή των εξεγερμένων εργατών.

Ο Ευγένιος Ποτιέ ζει και την επανάσταση και την ήττα της εργατικής τάξης. Σ' αυτές τις συνθήκες συνεχίσει να γράφει ποιήματα για το δίκιο του αγώνα των εργατών, κάνοντας ταυτόχρονα βήματα μπροστά ως προς την ωρίμανση της συνείδησής του για τον τελικό σκοπό της ταξικής πάλης. Βεβαίως είναι και η εποχή που εμφανίζονται τα έργα των Μαρξ, Ενγκελς, η εποχή που αρχίζει να μπολιάζεται το εργατικό κίνημα με τη δική του θεωρία.
Από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης του Παρισιού στα 1871

Η πιο σημαντική περίοδος στη ζωή και στο έργο του Ποτιέ άρχισε την εποχή της Παρισινής Κομμούνας το 1871. Υπερασπίστηκε το Παρίσι, όταν το πολιορκούσαν τα γερμανικά στρατεύματα και ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της εθνοφρουράς. Εχει ήδη προσχωρήσει στην Α΄ Διεθνή, έχοντας περάσει από τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού στην επαναστατική υλιστική κοσμοαντίληψη. Από ποιητής των καταπιεζόμενων και των φτωχών έγινε ποιητής του επαναστατημένου προλεταριάτου. Ηταν από τους οργανωτές της Κομμούνας, εκλεγμένο μέλος της και πολέμησε στα οδοφράγματα.

Ετσι, ο Ευγένιος Ποτιέ ζει όλες τις εξελίξεις από την ήττα των Γάλλων στο γαλλογερμανικό πόλεμο και τη συνθηκολόγηση της αστικής κυβέρνησης της Γαλλίας έως την ήττα της Κομμούνας. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης ανέδειξαν για πρώτη φορά την εργατική τάξη στην εξουσία, έστω και για 72 μέρες, και απέδειξαν, για πρώτη φορά, στην ιστορία της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων ότι η εργατική τάξη βρίσκεται στο προσκήνιο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων «ως τάξη για τον εαυτό της», χειραφετημένη πολιτικά από την αστική τάξη. Οπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Μαρξ, «ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία».7

Ο γαλλογερμανικός πόλεμος τον Αύγουστο του 1870, τον οποίο ξεκίνησε η Γαλλία υπό τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ τον επονομαζόμενο και «μικρό» οδηγούσε σε ήττα και, στις 2 Σεπτέμβρη 1870, ο γαλλικός στρατός συνθηκολογεί με διαταγή του Αυτοκράτορα. Οι Γερμανοί έφτασαν μπροστά στο Παρίσι στις 19 Σεπτέμβρη και το πολιορκούν.

«Η είδηση της συνθηκολόγησης του Sedan γίνεται γνωστή στο Παρίσι την ίδια μέρα (2 Σεπτέμβρη) και προκαλεί μεγάλο αναβρασμό. Η αντιπολίτευση ενάντια στον Ναπολέοντα τον 3ο, έντονη από καιρό, ξεσπά. Το νομοθετικό σώμα του Παρισιού συνέρχεται επειγόντως και παίρνει πολλές ριζικές αποφάσεις. Οι πιο σημαντικές είναι οι εξής:

α) Κατάργηση της μοναρχίας και εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (4 Σεπτέμβρη).

β) Δημιουργία κυβέρνησης «Εθνικής Αμυνας».

γ) Δημιουργία Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση της πόλης από τον κίνδυνο άμεσης κατάληψης που φαίνεται πια καθαρά.

Η κυβέρνηση βρίσκεται βασικά κάτω από την καθοδήγηση αστών οπαδών του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος (L. Gambetta, Jules Ferry, J. Favre κλπ.). Η Εθνοφρουρά αποτελείται βασικά από ένοπλους εργάτες και μικροαστούς.

Με την εμφάνιση των Πρώσων (19 Σεπτέμβρη) αρχίζει η πολιορκία της πόλης. Καθώς ο καιρός περνά και οι στερήσεις δυναμώνουν, στις γραμμές των υπερασπιστών της πόλης εμφανίζονται σοβαρές διαμάχες. Η αστική τάξη, στο Παρίσι και όλη τη Γαλλία, ζητά μια άμεση ειρήνη με τους Πρώσους, όποιοι και αν είναι οι όροι. Αντίθετα, οι εργάτες και οι «αριστεροί» μικροαστοί του Παρισιού ζητούν συνέχιση της αντίστασης, δηλαδή για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της εποχής μας, τάσσονται υπέρ του λαϊκού πολέμου μέχρις εσχάτων. Σε όλη τη Γαλλία, όπου οι Γερμανοί αποφεύγουν να επεκταθούν, παρουσιάζεται μια γενική κινητοποίηση των αντιδραστικών δυνάμεων, εμφανίζεται, μάλιστα, ένα πλατύτατο μοναρχικό ρεύμα. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, την παράλυση σε μεγάλο βαθμό των αμυντικών προσπαθειών.

Στις 28 Γενάρη 1871, η κυβέρνηση Εθνικής Αμυνας υπογράφει ανακωχή με τους Γερμανούς. Η ανακωχή αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από πλήρης συνθηκολόγηση. Η συνθήκη προβλέπει παράδοση των οχυρών και διάλυση του τακτικού στρατού.
Η Κομμούνα στο προσκήνιο

Η αναγγελία της ανακωχής προκαλεί την ανοιχτή εκδήλωση των αντιθέσεων στους κόλπους των υπερασπιστών της πόλης. Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδοθεί και συγκεντρώνει τα κανόνια της (που είχαν κατασκευαστεί με έρανο των κατοίκων και όχι με κρατικά κονδύλια) στο λόφο της Μονμάρτης. Σε πολλές περιοχές του Παρισιού δημιουργείται επαναστατικός αναβρασμός.

Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, με τις εκλογές που γίνονται στις 7 του Φλεβάρη για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης που θα επικύρωνε την ανακωχή, αλλά και τους όρους της συνθήκης ειρήνης που θα υπογραφόταν. Στην Εθνοσυνέλευση κυριαρχούν συντριπτικά οι αντιδραστικές δυνάμεις των άκρων. Από τους 700 αντιπροσώπους, οι 375 είναι ανοιχτά μοναρχικοί, ενώ όλοι οι άλλοι - με ελάχιστες εξαιρέσεις - ανήκουν στην άκρα Δεξιά των μεγαλοαστικών κομμάτων. Η Εθνοσυνέλευση συνέρχεται στο Μπορντό. Σχηματίζεται κυβέρνηση με επικεφαλής τον Adolfe Thiers (πιο γνωστό με το εξελληνισμένο όνομα Θιέρσος), που εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για την άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης.

Στις 26 Φλεβάρη, γίνονται γνωστοί οι προκαταρκτικοί όροι της συνθήκης ειρήνης. Οι όροι επικυρώνονται από την Εθνοσυνέλευση του Μπορντό την 1η Μάρτη. Την ίδια ημέρα ο γερμανικός στρατός εισέρχεται στο Παρίσι και καταλαμβάνει τα φρούρια της βόρειας και ανατολικής πλευράς της πόλης.

Στο Παρίσι, η κατάσταση έχει πια φτάσει σε εκρηκτικό σημείο. Η Εθνοφρουρά και τα επαναστατικά στοιχεία έχουν εξοργιστεί με τη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης και με την πολιτική της. Απορρίπτουν την ανακωχή και τη συνθήκη ειρήνης και γίνεται μάλιστα και λόγος για ένοπλη αντίσταση.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις. Στις 18 Μάρτη κυβερνητικά στρατεύματα εισβάλλουν στις εργατικές συνοικίες και περικυκλώνουν τη Μονμάρτη, απαιτώντας την παράδοση των όπλων της Εθνοφρουράς. Οταν συναντούν άρνηση, διατάσσεται γενική επίθεση. Οι στρατιώτες, όμως, αρνούνται να υπακούσουν.

Αυτή είναι η αρχή της εξέγερσης. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν το Δημαρχείο, ενώ η εξουσία περνά στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνοφρουράς. Στις 20 Μάρτη γίνονται προσπάθειες εξέγερσης και σε άλλες πόλεις. Οι προσπάθειες αποτυχαίνουν.

Η κυβέρνηση της Γαλλίας μεταφέρεται στις Βερσαλλίες (17χλμ. δυτικά του Παρισιού) που οι Γερμανοί έχουν, στο μεταξύ, εκκενώσει.

Στις 26 Μάρτη, εκλέγεται η Παρισινή Κομμούνα και στις 28 ανακηρύσσεται πανηγυρικά και επίσημα σε κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, μόλις βεβαιώνεται για την υπεροχή της, αρνείται κάθε σχέση με την Κομμούνα και αποκλείει το Παρίσι. Ετσι, σχηματίζονται δύο κυβερνήσεις. Η Κομμούνα, που εδρεύει στο Παρίσι και αντιτίθεται στη συνθηκολόγηση και οι Βερσαλλίες, που είναι υπέρ της άμεσης συνθηκολόγησης.

Οι κομμουνάροι αντιπαραβάλανε στο αστικό κράτος την κοινωνία της Κομμούνας.
«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό».
«Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή».
«Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ' όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς».
«Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία... Ολα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Ετσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη λευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία».
«Το μεγάλο κοινωνικό έργο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν μόνο να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλειάς των αρτεργατών, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να ελαττώνουν τα μεροκάματα επιβάλλοντας πρόστιμα στους εργάτες τους... η παράδοση όλων των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών...».

Σημείωση: Τα «πρώτα διατάγματα» παρουσιάζονται όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».

Στις 21 Μάη τα στρατεύματα του στρατηγού Μακ - Μαόν - του νικημένου του Sedan - αρχίζουν γενική επίθεση ενάντια στο Παρίσι. Πρόκειται για στρατιωτική επίθεση καλά προετοιμασμένη. Στηρίζεται στην κινητοποίηση 130.000 καλά οπλισμένων και εκπαιδευμένων στρατιωτών που υποστηρίζονται από μεγάλες μονάδες βαρέος πυροβολικού. Απέναντί τους βρίσκονται 10.000 Εθνοφρουροί και γύρω στις 20.000 «Ομόσπονδοι», άσχημα οπλισμένοι και εφοδιασμένοι.

Η επίθεση προχωρά γρήγορα διασχίζοντας τις εύπορες συνοικίες του Δ. Παρισιού. Προσκρούει, όμως, σε σκληρή αντίσταση όσο προχωρεί στο κέντρο της πόλης. Οι μάχες για την κατάληψη της πόλης κράτησαν συνολικά μία εβδομάδα, από τις 21 έως τις 28 Μάη, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Ματωμένη Εβδομάδα». Η σύγκρουση πήρε γρήγορα αγριότατο και αιματηρότατο χαρακτήρα. Τελικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέτριψαν την Κομμούνα, με την κατάληψη των τελευταίων οδοφραγμάτων της στην οδό Ραμπονό στις 28 Μάη».8
Ενας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι

Σ' αυτή την τελευταία βδομάδα, κατ' άλλους τον Ιούνη του 1871, ο Ευγένιος Ποτιέ, όντας παράνομος στο Παρίσι, μετουσιώνει σε ποίημα την εργατική εξέγερση και την Κομμούνα που καθοδήγησε η Α΄Διεθνής με τον Μαρξ, γράφει τους στίχους της Διεθνούς που έμελλε να γίνει ο Υμνος της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Μετά την ήττα της Κομμούνας και τη σφαγή του επαναστατημένου προλεταριάτου του Παρισιού, μετουσιώνει καλλιτεχνικά την ήττα συνεχίζοντας να γράφει ποίηση, που εκφράζει το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, και καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα του προλεταριάτου, την κομμουνιστική κοινωνία, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για τη συνέχιση και ένταση της ταξικής πάλης για την επιβολή της ιστορικής ανάγκης ανατροπής της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.

Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Ευγένιος Ποτιέ έφυγε από τη Γαλλία, αρχικά για τη Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Εζησε εξόριστος έως το 1880 οπότε επέστρεψε στη Γαλλία, σε ηλικία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό - καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Συνέχισε τον ταξικό αγώνα και με την επιστροφή του στη Γαλλία εντάσσεται στο Εργατικό Κόμμα. Το 1884 δημοσίευσε τις συλλογές «Κοινωνικο-οικονομικοί στίχοι και σοσιαλιστικά επαναστατικά τραγούδια», «Ποιος είναι τρελός;». Το 1887 δημοσιεύει τη συλλογή «Επαναστατικά τραγούδια». Σε αυτές τις εκδόσεις συμπεριλαμβάνονται τα καλύτερα τραγούδια και ποιήματα.

Πέθανε μέσα στην αγάπη της εργατικής τάξης, του λαού, σε αναγνώριση της δράσης του στις 8 Νοέμβρη του 1887.
Ο Λένιν για τον Ποτιέ

Για τα 25 χρόνια από το θάνατο του Ευγένιου Ποτιέ, ο Λένιν γράφει για τον ποιητή της εργατιάς άρθρο στην «Πράβντα», το 1913. Παρακάτω το δημοσιεύουμε ολόκληρο:

«Το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου, του 1912, έκλεισαν 25 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Γάλλου ποιητή - εργάτη Ευγένιου Ποτιέ, που έγραψε τον περίφημο προλεταριακό Υμνο της Διεθνούς ("Εμπρός της Γης οι κολασμένοι" κ.τ.λ.).

Ο Υμνος αυτός μεταφράστηκε σ' όλες τις ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, γλώσσες. Σ' όποια χώρα κι αν βρεθεί ένας συνειδητός εργάτης, όπου κι αν τον ρίξει η μοίρα, όσο κι αν νιώθει τον εαυτό του ξένο, χωρίς γλώσσα, χωρίς γνωστούς, μακριά από την πατρίδα του, μπορεί να βρει συντρόφους και φίλους με το γνωστό σκοπό του Υμνου της Διεθνούς.

Οι εργάτες όλων των χωρών άρπαξαν τον Υμνο του πρωτοπόρου τους μαχητή, του προλετάριου - ποιητή, και τον έκαναν παγκόσμιο προλεταριακό ύμνο.

Και οι εργάτες όλων των χωρών τιμούν τώρα τον Ευγένιο Ποτιέ. Η γυναίκα και η κόρη του ζουν ακόμη και ζουν μέσα στη φτώχεια, όπως ζούσε σ' όλη του τη ζωή ο ποιητής του Υμνου της Διεθνούς. Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 του Οχτώβρη 1816. Ηταν μόλις 14 χρόνων, όταν σύνθεσε το πρώτο του τραγούδι και το τραγούδι αυτό τιτλοφορούνταν "Ζήτω η ελευθερία!". Το 1848 πήρε μέρος σαν μαχητής των οδοφραγμάτων στη μεγάλη μάχη των εργατών ενάντια στην αστική τάξη.

Ο Ποτιέ γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και σ' όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός, προλετάριος. Εβγαζε το ψωμί του συσκευάζοντας κιβώτια και αργότερα κάνοντας ζωγραφιές πάνω σε υφάσματα.

Από το 1840 ο Ευγένιος Ποτιέ απαντούσε σε όλα τα σπουδαία γεγονότα της ζωής της Γαλλίας με το μαχητικό του τραγούδι, αφυπνίζοντας τη συνείδηση των καθυστερημένων, καλώντας τους εργάτες να ενωθούν, μαστιγώνοντας την αστική τάξη και τις αστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας.

Στην περίοδο της Μεγάλης Κομμούνας του Παρισιού (1871) ο Ποτιέ εκλέχτηκε μέλος της. Από τις 3.600 ψήφους, αυτός πήρε τις 3.352. Συμμετείχε σ' όλα τα μέτρα της Κομμούνας, της πρώτης αυτής προλεταριακής κυβέρνησης.

Η πτώση της Κομμούνας ανάγκασε τον Ποτιέ να καταφύγει στην Αγγλία και στην Αμερική. Τον περίφημο Υμνο της Διεθνούς τον έγραψε τον Ιούνη του 1871, την άλλη μέρα, μπορούμε να πούμε, μετά την αιματηρή ήττα του Μάη.

Η Κομμούνα καταπνίγηκε... αλλά η "Διεθνής" του Ποτιέ διακήρυξε τις ιδέες της σ' όλο τον κόσμο, κι αυτή ζει τώρα όσο ποτέ άλλοτε.

Το 1876, στην εξορία, ο Ποτιέ έγραψε το ποίημα: "Οι εργάτες της Αμερικής στους εργάτες της Γαλλίας". Στο ποίημα αυτό απεικόνιζε τη ζωή των εργατών κάτω από το ζυγό του καπιταλισμού, την εξαθλίωσή τους, τη βασανιστική εργασία τους, την εκμετάλλευσή τους, τη σταθερή πεποίθησή τους για την επικείμενη νίκη της υπόθεσής τους.

Μόνο ύστερα από εννιά χρόνια μετά την Κομμούνα, ο Ποτιέ γύρισε στη Γαλλία κι αμέσως μπήκε στο "Εργατικό Κόμμα". Το 1884 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των ποιημάτων του. Το 1887 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος με τον τίτλο: "Επαναστατικά τραγούδια".

Πολλά άλλα τραγούδια του ποιητή - εργάτη εκδόθηκαν πια μετά το θάνατό του.

Στις 8 του Νοέμβρη 1887 οι Παρισινοί εργάτες συνόδευσαν στο νεκροταφείο Pare Lachaise, όπου είναι θαμμένοι οι εκτελεσθέντες κομμουνάροι, τη σορό του Ευγένιου Ποτιέ. Η Αστυνομία ματοκύλισε τους εργάτες, για να αποσπάσει από τα χέρια τους την κόκκινη σημαία. Τεράστιες μάζες πήραν μέρος στην κηδεία. Από παντού αντηχούσαν οι ιαχές: "Ζήτω ο Ποτιέ!".

Ο Ποτιέ πέθανε μέσα στη φτώχεια. Αφησε όμως πίσω του ένα αληθινά αθάνατο πνευματικό μνημείο. Ηταν ένας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι. Οταν έγραψε το πρώτο τραγούδι του, οι σοσιαλιστές εργάτες μετριούνταν το πολύ πολύ σε δεκάδες. Τώρα το ιστορικό τραγούδι του Ευγένιου Ποτιέ το ξέρουν δεκάδες εκατομμύρια προλετάριοι...».
Ο Ντεζετέ και η μελοποίηση της «Διεθνούς»

Το ποίημά του, ο Ποτιέ, ποτέ δεν το άκουσε να τραγουδιέται. Κι αυτό γιατί μελοποιήθηκε στη γαλλική πόλη Λίλλη (Lille), ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Συνθέτης - όπως είδαμε - ήταν ο Πιερ Ντεζετέ.

Πρώτη φορά τραγουδήθηκε σε ένα καφενείο στην οδό Βινιέτ 21, από τη χορωδία των εργατών της Λίλλης με την ονομασία «Λύρα των εργαζομένων» στις 23 Ιούνη 1888, στη γιορτή των εφημεριδοπωλών. Η Λίλλη εκείνον τον καιρό ήταν το κέντρο των βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας και ορυχείων και ακόμη η έδρα του Κόμματος των Γάλλων Εργατών, που ίδρυσε ο Ζιλ Γκεστ. Ετσι, ήταν ο πλέον κατάλληλος τόπος, για να ακουστεί για πρώτη φορά ο Υμνος της «Διεθνούς».

Ο Ντεζετέ γεννήθηκε στη βελγική Γάνδη το 1848 και πέθανε το 1932 στο Σεν Ντενί στο Παρίσι. Καταγόταν από εργατική οικογένεια, που αργότερα μετανάστευσε στη Γαλλία και κέρδιζε τη ζωή του κατασκευάζοντας έπιπλα. Από παιδί εργαζόταν σε διάφορες επιχειρήσεις στη Λίλλη, τραγουδούσε σε χορωδία, μελετούσε θεωρία της μουσικής και μάθαινε μουσικά όργανα.

Αργότερα, προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα και έγινε αρχηγός της «Λύρας των εργαζομένων». Η μουσική της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε μόνο με το επώνυμό του, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του. Αργότερα, οι σοσιαλιστές της δεξιάς, που αντιμάχονταν τον Ντεζετέ, εκμεταλλεύτηκαν την παράλειψη αυτή και πίεσαν τον αδελφό του Αντολφ (επίσης συνθέτη) να αμφισβητήσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο τραγούδι. Το 1922, έπειτα από μακρά διαδικασία, το εφετείο επικύρωσε τα δικαιώματα του Πιερ.

Η εργασία μελοποίησης της «Διεθνούς» ανατέθηκε στο Ντεζετέ από ένα στέλεχος του Κόμματος των Γάλλων Εργαζομένων, τον Γουσταύο Ντελορί, που αργότερα έγινε και δήμαρχος της πόλης. Στον Ντελορί άρεσε το άγνωστο αυτό ποίημα του Ποτιέ και ήθελε να το κάνει ύμνο του κόμματος με την ευκαιρία των εργασιών της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία τελικά έγινε στις 21 Ιουλίου του 1889.

Αλλα τραγούδια του, από τα οποία μερικά παρέμειναν αδημοσίευτα είναι «Ο κομμουνιστής» (στίχοι Ποτιέ), «Εμπρός», «Εργάτες», «Δρεπάνι και σφυρί» και «Ο θρίαμβος της Ρωσικής Επανάστασης» (στίχοι του ίδιου). Από το 1902, ο Ντεζετέ ζούσε στο Σεν Ντενί. Το 1920, έγινε μέλος του ΚΚ Γαλλίας και το 1928 επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ. Το 1962 δημοσιεύτηκε στη Μόσχα συλλογή διασκευασμένων τραγουδιών του από τον Β. Α. Μπέλυι.

Ο Ντεζετέ πήρε πολύ λίγους επαίνους για τη συνεισφορά του στη μουσική και ιστορική κληρονομιά της Γαλλίας. Μάλιστα, απολύθηκε από τη δουλειά του και μπήκε στο «μαυροπίνακα» της Ενωσης Εργοδοτών της χώρας του. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποτιμήσει την επίδραση που είχε η μουσική του.
Η «ζωή» του Υμνου

Οπως συμβαίνει με όλα τα καλλιτεχνικά έργα, έτσι και με τον Υμνο της «Διεθνούς», ο ύμνος, όταν έφυγε απ' τα χέρια των δημιουργών του, απέκτησε δική του «ζωή». Κι αυτή τη ζωή θα δούμε εδώ.

Το 1888, την ίδια χρονιά που μελοποιείται, ο ύμνος εκδίδεται σε ξεχωριστό φυλλάδιο σε 6.000 αντίτυπα και εκδότη τον Boldoduc. Από τις αρχές του 1890, η «Διεθνής» διαδόθηκε στους κύκλους των εργαζομένων στη Βόρεια Γαλλία και το Βέλγιο, ενώ μετά το 1ο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Παρίσι, κυκλοφόρησε και πέρα από τα σύνορα Γαλλίας - Βελγίου και άρχισε να τραγουδιέται σαν διεθνής ύμνος του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου.

Στα 1894, ο Γάλλος σοσιαλιστής Γκοσελέν, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τη δεύτερη έκδοση της μουσικής της «Διεθνούς». Αιτία ήταν η 5η στροφή που απηχούσε την αντιμιλιταριστική εκστρατεία της Α΄ Διεθνούς. Οι πρώτες μεταφράσεις του κειμένου του ποιήματος εμφανίστηκαν στα 1890 - 1900. Στην παγκόσμια, όμως, διάδοση της «Διεθνούς» και στη μετάφραση των στίχων της στις γλώσσες όλων των λαών του κόσμου, συνέβαλε και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Η μουσική της «Διεθνούς» απέκτησε δεύτερη ιστορική ζωή σε νέα χορωδιακή έκδοση και με μελωδία ελαφρά αλλαγμένη στη Ρωσία, τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας.
Η συμβολή της Οχτωβριανής Επανάστασης στον Υμνο

Το κείμενο της μουσικής της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε στη ρωσική γλώσσα στο 1ο φύλλο της λενινιστικής «Ισκρα», το Δεκέμβρη του 1900. Στα 1902 ο Κοτς, έγραψε και δημοσίευσε τους στίχους της «Διεθνούς», στα ρώσικα και η γραφή αυτή έγινε δεκτή απ' όλους. Την ίδια χρονιά, οι στίχοι τυπώθηκαν στο περιοδικό «Ζιζν» που εκδιδόταν στο Λονδίνο και τη Γενεύη. Το ρώσικο κείμενο, που είναι μετάφραση της 1ης, 2ης και 3ης στροφής, με την επίδραση των ιδεών του Λένιν απέκτησε πρωτότυπη μορφή, που ανταποκρινόταν στα αγωνιστικά προβλήματα του νέου σταδίου του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Στροφές της «Διεθνούς», εκτός από τις εφημερίδες και τα περιοδικά των μπολσεβίκων και τις συλλογές των επαναστατικών τραγουδιών, δημοσιεύτηκαν και σε περισσότερες από μισό εκατομμύριο προκηρύξεις και διακηρύξεις πριν από την Επανάσταση του Οκτωβρίου.

Με βάση τους ρωσικούς στίχους, η «Διεθνής» μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες των λαών της ΕΣΣΔ και σε πολλές γλώσσες άλλων χωρών. Αρχίζοντας από το 4ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας (1906), η «Διεθνής» έγινε κομματικός ύμνος της ρωσικής επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην έναρξη του 3ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, στις 10 Ιανουαρίου 1918, η «Διεθνής» εκτελέστηκε σαν κρατικός ύμνος του νεαρού Σοβιετικού Κράτους.

Παρέμεινε εθνικός ύμνος της ΕΣΣΔ, μέχρι το 1944, όταν και καθιερώθηκε ο νέος κρατικός ύμνος της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε η «Διεθνής» - σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) - καθιερώθηκε ως ύμνος του Κόμματος. Παράλληλα, ήταν ύμνος και της Γ΄ Διεθνούς.

Σημειώσεις:

1. Καρλ Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», σελ. 44-45 εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

2. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 45

3. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 45

4. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 46

5. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 67

6. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 60

7. Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», «Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Διαλεχτά Εργα», εκδόσεις «Γνώσεις» τ. 1ος, σελ. 627.

ΠΗΓΕΣ:
«Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια». Λήμματα «Διεθνής», «Πιέρ Ντεζετέ», «Ευγένιος Ποτιέ».
Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», 5η έκδοση, τόμος 22, σελ. 283 - 285, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
«The Guardian» (εφημερίδα του ΚΚ Αυστραλίας), 3 Ιούνη 1998, «Η "Διεθνής" - ο ύμνος της εργατικής τάξης».

Τέχνη και Παρισινή Κομμούνα

Στο σύντομο χρονικό διάστημα των 72 ημερών ύπαρξης της Κομμούνας, οι κομμουνάροι συνειδητοποίησαν ακόμα και σ' αυτά τα πρώτα βήματα ότι δεν μπορεί να έρθει το καινούριο, χωρίς οι επιστήμες, οι τέχνες και η λογοτεχνία να συνδεθούν με το λαό, εκφράζοντάς τον, χωρίς να εξυπηρετούν τις ιστορικές και κοινωνικές του ανάγκες, τους πραγματικούς στόχους του. Κατανοούσαν την επίδραση που έχει το πολιτιστικό εποικοδόμημα στη συνείδηση του ανθρώπου αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγονται με τη λειτουργία αυτού του εποικοδομήματος προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Και μπορεί το διάστημα αυτό να μην ήταν αρκετό, για να εκφραστεί ολόκληρος ο πολιτισμός της, καθώς και τα περιθώρια να δοθεί ένα αποφασιστικό χτύπημα σε παραδοσιακές ξεπερασμένες αντιλήψεις για το ρόλο της τέχνης στην κοινωνία, ωστόσο το διάστημα αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει να αναδύεται η νέα αντίληψη για την τέχνη και αυτή η νέα αντίληψη πρακτικά εκφράστηκε με ειδικά άρθρα του Διατάγματος, με τη δημιουργία θεσμών και τη λήψη πρωτοβουλιών. Η Κομμούνα:
Παρέδωσε στην Ενωση ζωγράφων, γλυπτών, αρχιτεκτόνων και άλλων εικαστικών καλλιτεχνών τον τεράστιο πλούτο των μουσείων και των γκαλερί του Παρισιού. Στη Διοίκηση της Ενωσης εκλέχτηκαν 47 άτομα, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της Γαλλίας, όπως ο Κουρμπέ, που ήταν και ο αντιπρόσωπός της, οι Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ, Μπαλί (γιος), ο Ευγένιος Ποτιέ και άλλοι.
Κατάργησε την ανισοτιμία των κρατικών επιχορηγήσεων στα θέατρα και την εκμετάλλευση μέχρι εξευτελισμού των ηθοποιών από τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές, επιβάλλοντας διά νόμου το σύστημα των «ίσων δυνατοτήτων» για όλους, με λαϊκό έλεγχο.
Απελευθέρωσε από την οικονομική και κυβερνητική επιβολή του γούστου και των ενδιαφερόντων των κυρίαρχων τάξεων τους μουσικούς και τα τραγούδια τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους, στις πλατείες, στις λέσχες και στα οδοφράγματα, ακόμα και σε κάποιες εκκλησίες, βάζοντας ωράριο εναλλακτικής λειτουργίας τους.
Ταυτόχρονα ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες, σαν Λαϊκά Πανεπιστήμια, σ' όλο το Παρίσι, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Το περιβάλλον τους διαμορφώνεται λαμπρό, διακοσμητικό, κόντρα στο καταθλιπτικό και αυστηρό κλίμα των κρατικών ιδρυμάτων. Το κόκκινο χρώμα επικρατεί παντού, αντιπροσωπεύοντας την αισθητική έννοια της ομορφιάς της Κομμούνας.

Ολα αυτά, έστω κι αν «χάθηκαν» στη ματωμένη βδομάδα, μας άφησαν κληρονομιά, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί η τέχνη να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον αληθινό δημιουργό της, το λαό, σπάζοντας όλα τα φράγματα που την κρατάνε μακριά του.

Είναι όμως πολύτιμα και γιατί απέδειξαν ότι ο καλλιτέχνης γνωρίζει την αληθινή καταξίωση όταν συμμετέχει ολόπλευρα στο ιστορικό γίγνεσθαι, παίρνοντας ενεργό μέρος στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και μέσω του έργου του, και μέσω της συμμετοχής του σε επαναστατικούς θεσμούς και μέσα από τα οδοφράγματα, δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό.

Ωστόσο, πέρα από την ανάδειξη αυτής της ριζοσπαστικής στάσης που κράτησε η Κομμούνα απέναντι στην Τέχνη και του ρόλου που έπαιξαν οι επαναστάτες καλλιτέχνες σ' αυτήν, αναδεικνύεται και η ανάγκη να δοθεί απάντηση στην εκστρατεία αποσιώπησης, διαστρέβλωσης και αλλοτρίωσης του ρόλου που έπαιξαν γνωστές προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης στα γεγονότα της Κομμούνας. Ρόλου που αντιμετωπίστηκε από πολλούς ιστορικούς σαν μαύρη κηλίδα στην προσωπική τους ιστορία.

Ετσι, τον Αρθούρο Ρεμπό τον παρουσιάζουν σαν τον «ρομαντικό και καταραμένο» ποιητή, το «παρακμιακό» ίνδαλμα της νεολαίας που οφείλει τη γοητεία του στο μελαγχολικό των στίχων του και στην αινιγματική και τρικυμιώδη ζωή του.

Ο Πολ Βερλέν, ποιητής και μέντορας του Ρεμπό, που παίρνει και αυτός τη θέση του ανάμεσα στους «καταραμένους ποιητές», είναι ο κυκλοθυμικός, όλο συναισθηματικές εξάρσεις ποιητής που καταστράφηκε από έναν ανέλπιδο έρωτά του.

Οσο για την ιστορική αλήθεια, φαίνεται ότι γεγονότα που φωτίζουν βασικές πτυχές της ζωής και του έργου καλλιτεχνών αλλά και της ίδιας της πάλης των τάξεων παραλείπονται ή διαστρεβλώνονται, ώστε αφ' ενός η προσωπικότητα να «εξωραΐζεται» και να μην προκαλεί επικίνδυνους ιδεολογικούς τριγμούς για την αστική τάξη και αφ' ετέρου η εργατική τάξη να παρουσιάζεται ότι δε μετέχει στην πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Ο αριθμός των ποιητών, ζωγράφων, δασκάλων και επιστημόνων που συμμετείχαν ενεργά στη ζωή και στον αγώνα της Παρισινής Κομμούνας τόσο με το ίδιο το έργο τους, όσο και με την προσωπική τους ένταξη στον αγώνα, είτε αυθόρμητα, ή συνειδητά, είναι πολύ μεγάλος, και θα 'πρεπε να αφιερωθεί πολύς χρόνος, μελέτη και χώρος για να αποτυπωθεί σωστά και σε όλη του την έκταση αυτό το φαινόμενο. Θεωρούμε ότι χρειάζεται μια εκτενής, πλήρης και τεκμηριωμένη εργασία, για να γίνει η ιδεολογική, πολιτική και καλλιτεχνική εκτίμηση και να βγουν τα συμπεράσματα για τον διακριτό, ιδιαίτερο και αναντικατάστατο ρόλο της επιστήμης, της τέχνης και της λογοτεχνίας πριν, κατά και μετά την Κομμούνα, αλλά και γενικότερα σε όλες τις φάσεις των εξελίξεων.

Παραθέτουμε ενδεικτικά παραδείγματα που θεωρούμε ως τα πιο αντιπροσωπευτικά του χαρακτήρα και της ουσίας της όλης κατάστασης. Παραδείγματα όχι μόνο από το στρατόπεδο των «στρατευμένων» στην Κομμούνα καλλιτεχνών, αλλά και από εκείνους που κράτησαν μια αμφιλεγόμενη στάση απέναντί της, όπως και από αυτούς που υπήρξαν τελείως εχθρικοί και λειτούργησαν ως όχημα για την προπαγάνδα δυσφήμισης της Κομμούνας και των κομμουνάρων, κατά τη διάρκεια και μετά την κατάληψη του Παρισιού.
Ευγένιος Ποτιέ (1816-1887)

Εργάτης, αγωνιστής και τροβαδούρος των δίκιων της εργατικής τάξης, της τάξης του, της οποίας βίωσε με όλο του το είναι τις νίκες και τις ήττες.

Απ' το Φλεβάρη του '48 πολεμάει μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας, οπότε ολοκληρώνεται η ταξική του συνείδηση και εντάσσεται στη «Διεθνή κοινωνία των εργατών». Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι δεμένη με τη διεθνιστική εργατική αλληλεγγύη. Εκλέγεται βουλευτής στο συμβούλιο της Κομμούνας στο 2ο Διαμέρισμα του Παρισιού.

Παρ' όλ' αυτά, κυρίως ασχολείται πρακτικά στα οδοφράγματα.

Μετά την ήττα του '71 μετουσιώνει καλλιτεχνικά την καταστροφή σε δυνατή και επιβλητική ποίηση, εκφράζοντας το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για την ιστορική ανάγκη μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.

Θα ήταν δίκαιο λοιπόν να πούμε ότι ήταν ίσως ο πρώτος λαμπρός ποιητής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, από τη ζωή, τη σκέψη και το καλλιτεχνικό του έργο. Εγραψε τη «Διεθνή» τις πρώτες μέρες της «Ματωμένης εβδομάδας».

Και μετά τη μελοποίησή της από τον εργάτη Πιερ Ντεζεντιέρ, εμπνέει τους αγώνες εκατομμυρίων εργατών και μένει κειμήλιο αγώνα μέχρι σήμερα.

Επιστρέφει από την εξορία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό-καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Πεθαίνει μέσα στην αγάπη του λαού, σ' αναγνώριση της στάσης του.
Γκιστάβ Κουρμπέ (1819-1877)

Ο Κουρμπέ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές ζωγράφους του 19ου αιώνα. Αν και ο μεγαλύτερος όγκος των έργων του ήταν τοπιογραφίες, ωστόσο έδωσε το στίγμα του κυρίως με τις μνημειακές αναπαραστάσεις της αγροτικής ζωής. Τα έργα αυτά, σε μια περίοδο που οι φόβοι για εξέγερση του αγροτικού πληθυσμού διέτρεχαν το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, αντιμετωπίστηκαν σαν κίνδυνος που έπρεπε να εξαλειφθεί, καθώς για πρώτη φορά πίνακες μνημειώδους κλίμακας σε μέγεθος και σοβαρότητα απεικόνιζαν με ρεαλισμό, χωρίς εξιδανίκευση, ανθρώπους της υπαίθρου και συμβολικά ύψωναν αυτές τις παραστάσεις στα κανονικά μεγέθη της ιστορικής ζωγραφικής.

Στα 1855 ίδρυσε το δικό του «Οίκο του Ρεαλισμού» εκφράζοντας την πίστη του ότι η ελεγχόμενη από τους ακαδημαϊκούς κύκλους αίθουσα του «Σαλονιού» δε θα έπρεπε να είναι η μόνη δίοδος για να συναντηθεί το έργο ενός καλλιτέχνη με το κοινό.

Η ριζοσπαστικότητα του Κουρμπέ εκφραζόταν όχι μόνο στο πεδίο της τέχνης αλλά και στο πεδίο της πολιτικής. Πήρε επίσημη έκφραση το 1870 όταν εκλέχτηκε αντιπρόσωπος του 6ου Διαμερίσματος του Παρισιού, και αργότερα, όταν με την εξέγερση του λαού της πόλης ανακηρύχτηκε μέλος της επιτροπής της Κομμούνας.

Κατά τη διάρκεια της διοίκησης της Κομμούνας ήταν δραστήριος στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων στο καλλιτεχνικό εκπαιδευτικό σύστημα και στην ανάθεση των παραγγελιών από μέρους του δημοσίου. Πρωτοστάτησε στην κατεδάφιση της στήλης Βαντόμ, που θεωρούνταν σύμβολο του μιλιταρισμού. Τόσο για τη συμμετοχή του στην Κομμούνα, αλλά και για την κατεδάφιση του μνημείου Βαντόμ, υπέστη κράτηση, ανακρίσεις, δίκη και ποινή φυλάκισης που μετριάστηκε μόνο μετά από μια περίοδο διαμονής με φύλαξη σε μια κλινική. Ωστόσο, δεχόταν κυβερνητική πίεση να πληρώσει το υπέρογκο ποσό της αποκατάστασης της στήλης Βαντόμ, πράγμα που αν δεν έκανε θα ξαναφυλακιζόταν. Αυτό τον εξανάγκασε σε εξορία στην Ελβετία, όπου και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. Μόλις ένα μήνα πριν το θάνατό του πληροφορήθηκε ότι το καθεστώς κατέσχεσε έργα του από το εργαστήριό του στο Παρίσι.
Πολ Βερλέν

Ο Βερλέν ήταν από τους ποιητές εκείνους που οι στιλιστικές του καινοτομίες έδωσαν μια νέα μουσικότητα στη γαλλική ποίηση και έθεσαν τα θεμέλια για τον ελεύθερο στίχο και άλλες πειραματικές ποιητικές τεχνικές του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, είναι αδύνατο να τον κατανοήσουμε βαθιά αν προσπεράσουμε το όραμά του για μια κοινωνία όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι κοινωνικά, όραμα που ζωντανεύουν τα πρώτα του κιόλας ποιήματα.

Γύρω στα 1860, πριν από τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την Κομμούνα, ο Βερλέν συνεργάζεται με αντιπολιτευτικές εφημερίδες και περιοδικά.

Με μεγάλη χαρά δέχεται την πτώση της δεύτερης αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το Σεπτέμβρη του 1870 και λίγο αργότερα κατατάσσεται στον 160ό λόχο της Εθνοφυλακής.

Η εξέγερση της Κομμούνας τον βρίσκει σε εμπιστευτική θέση στο Παρισινό Δημαρχείο και όταν ο Θιέρσος καλεί όλους τους υπαλλήλους να παραιτηθούν, για να σαμποτάρουν το έργο των κομμουνάρων, ο Βερλέν παραμένει στο πόστο του και μάλιστα αναλαμβάνει διευθυντικά καθήκοντα στον Τύπο της Κομμούνας.
Αρθούρος Ρεμπό

Λίγο είναι γνωστό ότι ο Ρεμπό εκτός από «καταραμένος» ποιητής, υπήρξε και ποιητής της Κομμούνας.

Την εξέγερση του Ρεμπό απέναντι στο καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, απέναντι στον υποκριτικό κοινωνικό περίγυρο και τη θρησκεία συνόδευσε η εξέγερσή του ενάντια στις καταπιεστικές, εξευτελιστικές για τον άνθρωπο κοινωνικές δομές, φανερή από γραπτά του των μαθητικών του κιόλας χρόνων. Οι διάφοροι μελετητές του διαφοροποιούνται για το αν τις μέρες της Κομμούνας ο ποιητής βρισκόταν στο Παρίσι. Επικρατεί η άποψη ότι αυτή την περίοδο δε βρισκόταν εκεί.

Υπάρχουν όμως ντοκουμέντα που μαρτυρούν ότι από τις 25 του Φλεβάρη έως τις 10 του Μάρτη, δέκα μέρες δηλαδή πριν από την ανακήρυξη της Κομμούνας, ο Ρεμπό βρίσκεται στο Παρίσι. Οι παραμονές της Παρισινής Κομμούνας τον βρίσκουν περιπλανώμενο στους δρόμους της πόλης, να έχει δραπετεύσει από ένα αποπνικτικό οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο αναζητώντας απεγνωσμένα την ελευθερία του. Αυτές τις μέρες «ρουφάει κυριολεκτικά τις γραμμές των δημοκρατικών εφημερίδων», μα κυρίως γίνεται μάρτυρας συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων, όπως της συναδέλφωσης λαού και Εθνικής Φρουράς στην πλατεία της Βαστίλλης, της υπογραφής της στρατιωτικής συνθηκολόγησης από μέρους της κυβέρνησης και ενός όλο και πιο δυναμικού κύματος διαδηλώσεων.

Οι λόγοι που αφήνει το Παρίσι και επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Σαρλεβίλ, δεν είναι γνωστοί, ωστόσο τα γεγονότα που έζησε τις δύο αυτές βδομάδες και που αποτέλεσαν το πρελούδιο της Κομμούνας χαράχτηκαν βαθιά μέσα στον 16χρονο μόλις Ρεμπό και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα ποιητική του δημιουργία. Μέσα από τους στίχους του βγαίνει η κραυγή των εξεγερμένων, η μάχη του δίκιου απέναντι στο άδικο και κάτω από την επίδραση της ήττας της Κομμούνας εφορμά με ένα συνονθύλευμα καταιγιστικών συναισθημάτων μίσους, οργής, περιφρόνησης και από την άλλη θαυμασμού, έκστασης και ελπίδας.

Οργή και περιφρόνηση για τις Βερσαλλίες - θαυμασμός και έκσταση απέναντι στο έργο των κομμουνάρων. Ο Ρεμπό έγινε κοινωνός των ιδανικών της Κομμούνας, ένιωσε τους πόθους των κομμουνάρων να τον διαπερνούν, έζησε την ήττα τους σαν συναγωνιστής. Είχε λοιπόν μια άκρως βιωματική σχέση με τα γεγονότα της Κομμούνας και όταν στους στίχους του χαράσσει τα δικά του συναισθηματικά βιώματα, εμείς διαβάζουμε τον αγώνα, τη συντριβή, τις ελπίδες, όλων των καταπιεσμένων.
Βίκτορ Ουγκό

Συγγραφέας που σημάδεψε την ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, κοινά αναγνωρισμένος για το ανθρωπιστικό πνεύμα που διέπει όλο του το έργο.

Με αριστοκρατικές καταβολές, δεν υπήρξε κομμουνάρος, αλλά με τη ζωή και το έργο του απέδειξε το μέγεθος του ουμανισμού του και της πολιτικής του γενναιότητας, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση ανθρώπων που δε συμφωνούσε με τις κοινωνικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις και ρισκάροντας το να γίνεται και ο ίδιος συχνά στόχος της αντίδρασης.

Μέσα από μια διάθεση ίσων αποστάσεων και κριτικού ρεαλισμού, έκανε σκληρή κριτική στην ανάλγητη εξουσία των Βερσαλλιών, στην προδοτική μπουρζουαζία και στη χρεοκοπημένη μοναρχία και, ταυτόχρονα, χωρίς μίσος και κακή θέληση, αλλά από λάθος κατανόηση της ιστορικής αναγκαιότητας και της σημασίας της Κομμούνας, κατέκρινε τους κομμουνάρους για τη βίαιη πρακτική τους, που όπως πίστευε προερχόταν από την αγραμματοσύνη τους... «Κατ' αρχάς είμαι υπέρ της Κομμούνας, και κατά της πρακτικής της», είχε πει χαρακτηριστικά.

Δημιούργησε πολλά και μεγάλα έργα, εμπνευσμένα από την Κομμούνα και τη ζωή των κομμουνάρων, έργα γεμάτα αγάπη, περηφάνια, θαυμασμό και σεβασμό γι' αυτούς.

Μετά από τη «Ματωμένη εβδομάδα» αγκαλιάζει μέσα από μια ηθικο-αισθητική άποψη το δράμα και τον ηρωισμό των κομμουνάρων και δε σταματά να αγωνίζεται για την αμνηστία όσων βρίσκονται στην εξορία, στην προσφυγιά και στα κάτεργα.
Θεόφιλος Γκοτιέ

Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους μεγαλύτερους του 2ου μισού του 19ου αιώνα, ο Θεόφιλος Γκοτιέ, πιο γνωστός από τις φανταστικές του πρόζες, ήταν από εκείνους που βρίσκονταν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, όχι ωστόσο στο πλευρό των κομμουνάρων, κάθε άλλο μάλιστα, βρισκόταν εκεί παρά τη θέλησή του, αφού όταν η εξέγερση ξέσπασε αυτός είχε την «ατυχία» να βρίσκεται στο Παρίσι, οπότε υπέστη καθ' όλη τη διάρκεια της Κομμούνας έναν «συρφετό από ύαινες και γορίλες», όπως ο ίδιος έλεγε.

Η αλληλογραφία του «εγκλωβισμένου» στο Παρίσι Γκοτιέ είναι αποκαλυπτική των αισθημάτων που έτρεφε για την Κομμούνα και τους κομμουνάρους. Σε ένα γράμμα που απευθύνει στο γιο του αναφέρει: «Οι Βερσαλλίες που τώρα είναι το πραγματικό κέντρο των αποφάσεων, καθώς κατασκευάζεται ένα διαφορετικό στο Παρίσι, όπου οι κύριοι δολοφόνοι βασιλεύουν χωρίς αντίσταση. Θα ενημερώθηκες από τις εφημερίδες για τις λεπτομέρειες αυτής της ανεξήγητης κατάληψης, που ήταν τόσο εύκολο να σταματηθεί όταν ξεκίνησε και στην οποία άφησαν το χρόνο να αναπτυχθεί, να οργανωθεί και να εξαπλωθεί σ' όλη την πόλη. Το Εθνικό Συμβούλιο χάνει τον καιρό του σε μάταιες συνομιλίες αντί να πάρει δραστικά μέτρα και δε δίνει καμία βοήθεια στην υγιή μερίδα του Παρισιού που τρομοκρατείται από κάποιους κατάδικους».

Δε χρειάζονται περισσότερα για να φανεί ότι ο Γκοτιέ στάθηκε απέναντι στην Κομμούνα σαν ένας σκληροπυρηνικός αστός διανοούμενος, που όχι μόνο δεν κάνει τον κόπο να μπει στη θέση των επαναστατημένων και να κατανοήσει τι τους οδήγησε στην εξέγερση, αλλά αντίθετα βιάζεται να τους κατατάξει στην κατηγορία των κοινών ποινικών εγκληματιών, επιδεικνύοντας περισσότερο ζήλο και από αυτές ακόμη τις Βερσαλλίες.

Δυστυχώς, δεν ήταν λίγες οι «λαμπρές προσωπικότητες», όπως ο Θεόφιλος Γκοτιέ, του γαλλικού αλλά και του παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος, που μόλις κατάλαβαν τον κίνδυνο που διέτρεχε το αστικό καθεστώς έλαμψε η πικρόχολη ταξική ιδεολογική τους στενότητα και καταφέρθηκαν ενάντια στην Κομμούνα με τα λόγια και τα έργα τους. Ανάμεσά τους οι Φλομπέρ, Αλφόνς, Αλέξανδρος Ντουμάς (γιος) κ.ά.

Οπως μας λέει όμως ο κομμουνάρος Ζαν Μπατίστ Κλεμάν, το μέλλον ανήκει σ' αυτούς που δημιουργούν τις υλικές και πνευματικές αξίες του έθνους τους, αλλά και όλης της ανθρωπότητας, και τους δίνουν την αναγκαία ιστορική, ιδεολογική, αισθητική, κοινωνικά χρήσιμη κάθε φορά διάσταση. Και αυτοί δεν είναι άλλοι, παρά οι αληθινοί επαναστάτες, εργάτες, καλλιτέχνες και επιστήμονες μαζί.

Η πρώτη αυτή έφοδος της εργατικής τάξης προς το μέλλον κατέδειξε, εκτός από την ανεξίτηλη ομορφιά της, και την ανάγκη να ξεπεραστούν οι σκληρές αντιθέσεις επιθυμητού-δυνατού, ιδανικού-πραγματικότητας και έθεσε από δω και μπρος το κοινωνικό ερώτημα:

Ποιος, με ποιον και γιατί;

Ετσι και αλλιώς.

Εφόσον θα φύγουν αυτές

Οι μέρες οι βαριές,

Οταν όλοι οι φτωχοί ξεσηκωθούν,

Εσύ, ξανά απ' την αρχή

Μαζί τους ξεσηκώσου!!!

Η Ιστορία του Υμνου της Διεθνούς

Η Ιστορία του Υμνου της Διεθνούς




Εμπρός της Γης οι κολασμένοι

της πείνας σκλάβοι εμπρός - εμπρός

Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει

σα βροντή σαν κεραυνός.

Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια

όλοι εμείς οι ταπεινοί της Γης

που ζούσαμε στην καταφρόνια

θα γίνουμε το παν εμείς.

* * *

Στον αγώνα ενωμένοι

κι ας μη λείψει κανείς

Ω! Νάτη, μας προσμένει

στον κόσμο η Διεθνής.

* * *

Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες

με πλάνα λόγια μας γελούν

της Γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες

μοναχοί τους, θα σωθούν...

Για να λείψουν τα δεσμά μας

για να πάψει πια η σκλαβιά

να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας

και της ψυχής μας τη φωτιά.

* * *

Τα λόγια αυτά έχουν τραγουδηθεί απ' όλους τους εργάτες του κόσμου. Ο Υμνος της Διεθνούς έγινε σύμβολο για τους «κολασμένους της Γης». Ξεσήκωσε καρδιές. Υψωσε τις γροθιές των προλετάριων. Ομως, όσο γνωστό είναι αυτό το ποίημα, άλλο τόσο άγνωστη είναι η ιστορία του, πώς γεννήθηκε, ποιος το έγραψε και ποιος το μελοποίησε. Και, αν αυτό αποκτά μιαν ιδιαίτερη αξία, είναι διότι γράφτηκε και μελοποιήθηκε από εργάτες. Ο Ευγένιος Ποτιέ είναι ο ποιητής, που συμπύκνωσε το όραμα για ένα νέο κόσμο - το σοσιαλιστικό κόσμο - σε αυτούς τους στίχους. Και ο Πιερ Ντεζετέ, ο συνθέτης που έκανε αυτές τις λέξεις να «χορέψουν». Ενα επαναστατικό ποίημα, σε μια επαναστατική μουσική.

Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι δύο εργάτες - καλλιτέχνες; Κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες επιρροές γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι; Πότε και πώς έζησαν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε τούτο το κείμενο. Η ιστορία, άλλωστε, του Υμνου της Διεθνούς των εργατών έχει ένα ξεχωριστό δικό της ενδιαφέρον, που δείχνει τα επίπεδα που μπορεί να φτάσει η προλεταριακή Τέχνη, όταν στοχεύει στην αφύπνιση των λαών, στην εξέγερση των εργαζομένων, με στόχο την εγκαθίδρυση της δικής τους εξουσίας.
Ο Ευγένιος Ποτιέ

Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1816 στο Παρίσι. Ηταν εργάτης από πολύ μικρή ηλικία, ζώντας έτσι και ο ίδιος τα βάσανα μιας ζωής που καθορίζεται από τις συνθήκες της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από το κεφάλαιο. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλά στη συνείδησή του την αναγκαιότητα της πάλης των εργατών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, ενώ ταυτόχρονα γίνεται η πηγή της έμπνευσης της ποίησής του, η οποία επίσης υπηρετεί τους σκοπούς του αγώνα, όπως τους αντιλαμβανόταν τότε ο Ευγένιος Ποττιέ. Αυθόρμητα στην αρχή και μάλιστα κάτω από τις ιδέες των ουτοπικών σοσιαλιστών. Παίρνει μέρος στην επανάσταση του Ιούλη του 1830 στο Παρίσι. Τότε γράφει και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1830 εκδόθηκε η συλλογή τραγουδιών του με τίτλο «Η νέα μούσα» και γίνεται γνωστός ως ποιητής της εργατιάς.
Στα οδοφράγματα του 1848

Συμμετέχει στους εργατικούς αγώνες στη Γαλλία, βρίσκεται στα οδοφράγματα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1848 και πολεμάει μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου του Φίλιππου. Μαχητής από τους πρωτοπόρους της εργατικής τάξης συνδυάζει τη δουλειά, τον αγώνα, με την ποίηση.

Στην επανάσταση του Φλεβάρη, για πρώτη φορά η εργατική τάξη, παίρνοντας μέρος με τους δικούς της ηγέτες Λουί Μπλαν, Αλμπέρ, Μπλανκί, Καμπέ, Ρασπάιγ και άλλους, αλλά από κοινού με τη βιομηχανική αστική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα για την ανατροπή της αυτοκρατορίας και τη Δημοκρατία, ξεχωρίζει θέτοντας δικά της αιτήματα. Εξασφάλισε μάλιστα τη συμμετοχή με τους δικούς της εκπροσώπους (Λουί Μπλαν και Αλμπέρ), στην προσωρινή κυβέρνηση που προήλθε από την επανάσταση. «Το προλεταριάτο, επιβάλλοντας τη δημοκρατία στην προσωρινή κυβέρνηση και μέσω της προσωρινής κυβέρνησης σ' ολόκληρη τη Γαλλία, εμφανίστηκε μεμιάς στο προσκήνιο σαν ανεξάρτητο κόμμα, ταυτόχρονα όμως προκαλούσε σε αγώνα ενάντιά του ολόκληρη την αστική Γαλλία. Εκείνο που το προλεταριάτο κατάχτησε ήταν το έδαφος του αγώνα για την επαναστατική του χειραφέτηση. Σε καμιά περίπτωση όμως την ίδια τη χειραφέτηση. Αντίθετα, η δημοκρατία του Φλεβάρη έπρεπε πριν απ' όλα να ολοκληρώσει την κυριαρχία της αστικής τάξης μπάζοντας πλάι στην αριστοκρατία του χρήματος, όλες τις ιδιοκτήτριες τάξεις στη σφαίρα της πολιτικής εξουσίας»1(Μαρξ). Η επανάσταση ήταν, λοιπόν, αστική και επιδίωκε την εξασφάλιση της εξουσίας κυρίως από τη βιομηχανική αστική τάξη, που πολιτικά, έως τότε ήταν στην αντιπολίτευση, ενώ την κυβερνητική εξουσία κατείχαν οι τραπεζίτες και οι Χρηματιστές. «Η δημοκρατία του Φλεβάρη έκανε, τέλος, να προβάλλει καθαρά η αστική κυριαρχία, παραμερίζοντας το στέμμα που πίσω του έμενε κρυμμένο το κεφάλαιο»2 (Μαρξ). Αντικειμενικά, στις τότε συνθήκες η επανάσταση δεν μπορούσε να πάει πιο μπροστά. Το προλεταριάτο, εκτός από την επιβολή του γενικού εκλογικού δικαιώματος και των αστικών θεσμών, απέσπασε και την υπόσχεση για την εξασφάλιση της ζωής των εργατών δίνοντάς τους δουλειά, ως υποχρέωση της προσωρινής κυβέρνησης. Μάλιστα, το σχετικό διάταγμα το υπαγόρευσε ένας εργάτης, ο Μαρς.3

Και όταν η κυβέρνηση ξέχασε την υπόσχεση, οι εργάτες πρόβαλαν το σύνθημα: «Οργάνωση της εργασίας! Υπουργείο εργασίας»4(Μαρξ). Εως εδώ μπορούσε να φτάσει η εργατική τάξη και όχι πιο μπροστά. Δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει ότι το μοίρασμα της εξουσίας με τους αστούς ήταν αδύνατο και ας είχε καταχτήσει τη δημοκρατία, όπως επίσης και η λύση των δικών της αιτημάτων ήταν απραγματοποίητη στο σύνολό τους από μια τέτοια εξουσία. Απόδειξη ότι η προσωρινή κυβέρνηση όρισε μια επιτροπή να εξετάσει τα αιτήματα των εργατών, ενώ την ίδια ώρα όλη η εξουσία περνούσε στην αστική τάξη. Αλλωστε, ο Λαμαρτίνος ένας από τους ηγέτες της επανάστασης και της αστικής τάξης αμφισβήτησε στους μαχητές των οδοφραγμάτων, στους εργάτες δηλαδή, την ανακήρυξη της δημοκρατίας. Αυτή έπρεπε να ανακηρυχτεί με εκλογές απ' όλους τους Γάλλους. Και «το παρισινό προλεταριάτο δεν έπρεπε να λερώσει τη νίκη του με ένα σφετερισμό». Ηταν ένα βήμα να απαλλαγούν οι αστοί από την επαναστατημένη εργατική τάξη, αφού αυτός τώρα ήταν ο πραγματικός τους αντίπαλος. Και ολοκληρώθηκε όταν έσπρωξαν την εργατική τάξη σε νέα εξέγερση τον Ιούνη του 1848, δηλαδή όταν αρνήθηκαν την υλοποίηση του αιτήματος για υπουργείο εργασίας.

«Στη θέση των διεκδικήσεων που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο, και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία του Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: Ανατροπή της αστικής τάξης! Δικτατορία της εργατικής τάξης!».5 Αλλά μόνο οι δυνάμεις της εργατικής τάξης δεν έφταναν γι' αυτό το σκοπό της εξέγερσής τους. Ετσι ηττήθηκαν. Αλλωστε, η αστική τάξη προετοίμαζε αυτή την εξέλιξη πιο νωρίς, τον Απρίλη, όταν η προσωρινή κυβέρνηση διέδωσε ψευδώς ότι οι εργάτες που είχαν συγκεντρωθεί στο Πεδίο του Αρεως στις 16 Απρίλη του 1848, ήταν οπλισμένοι και ετοιμάζονταν «κάτω από την ηγεσία του Λουί Μπλαν, του Μπλανκί, του Καμπέ και του Ρασπάιγ, για να βαδίσουν από κει προς το δημαρχείο, να ρίξουν την προσωρινή κυβέρνηση και να ανακηρύξουν μια κομμουνιστική κυβέρνηση»6(Μαρξ). Ετσι ανακλήθηκε ο στρατός στο Παρίσι και ενώ έως εκείνη τη στιγμή οπλισμένοι μαχητές ήταν οι εργάτες, τώρα ο συσχετισμός άλλαξε υπέρ της αστικής τάξης. Ουσιαστικά, το ζήτημα της εξουσίας είχε λήξει. Το σπρώξιμο στην εξέγερση του Ιούνη χρειαζόταν, για να ολοκληρωθεί η εδραίωση της αστικής εξουσίας με τη σφαγή των εξεγερμένων εργατών.

Ο Ευγένιος Ποτιέ ζει και την επανάσταση και την ήττα της εργατικής τάξης. Σ' αυτές τις συνθήκες συνεχίσει να γράφει ποιήματα για το δίκιο του αγώνα των εργατών, κάνοντας ταυτόχρονα βήματα μπροστά ως προς την ωρίμανση της συνείδησής του για τον τελικό σκοπό της ταξικής πάλης. Βεβαίως είναι και η εποχή που εμφανίζονται τα έργα των Μαρξ, Ενγκελς, η εποχή που αρχίζει να μπολιάζεται το εργατικό κίνημα με τη δική του θεωρία.
Από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης του Παρισιού στα 1871

Η πιο σημαντική περίοδος στη ζωή και στο έργο του Ποτιέ άρχισε την εποχή της Παρισινής Κομμούνας το 1871. Υπερασπίστηκε το Παρίσι, όταν το πολιορκούσαν τα γερμανικά στρατεύματα και ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της εθνοφρουράς. Εχει ήδη προσχωρήσει στην Α΄ Διεθνή, έχοντας περάσει από τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού στην επαναστατική υλιστική κοσμοαντίληψη. Από ποιητής των καταπιεζόμενων και των φτωχών έγινε ποιητής του επαναστατημένου προλεταριάτου. Ηταν από τους οργανωτές της Κομμούνας, εκλεγμένο μέλος της και πολέμησε στα οδοφράγματα.

Ετσι, ο Ευγένιος Ποτιέ ζει όλες τις εξελίξεις από την ήττα των Γάλλων στο γαλλογερμανικό πόλεμο και τη συνθηκολόγηση της αστικής κυβέρνησης της Γαλλίας έως την ήττα της Κομμούνας. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης ανέδειξαν για πρώτη φορά την εργατική τάξη στην εξουσία, έστω και για 72 μέρες, και απέδειξαν, για πρώτη φορά, στην ιστορία της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων ότι η εργατική τάξη βρίσκεται στο προσκήνιο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων «ως τάξη για τον εαυτό της», χειραφετημένη πολιτικά από την αστική τάξη. Οπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Μαρξ, «ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία».7

Ο γαλλογερμανικός πόλεμος τον Αύγουστο του 1870, τον οποίο ξεκίνησε η Γαλλία υπό τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ τον επονομαζόμενο και «μικρό» οδηγούσε σε ήττα και, στις 2 Σεπτέμβρη 1870, ο γαλλικός στρατός συνθηκολογεί με διαταγή του Αυτοκράτορα. Οι Γερμανοί έφτασαν μπροστά στο Παρίσι στις 19 Σεπτέμβρη και το πολιορκούν.

«Η είδηση της συνθηκολόγησης του Sedan γίνεται γνωστή στο Παρίσι την ίδια μέρα (2 Σεπτέμβρη) και προκαλεί μεγάλο αναβρασμό. Η αντιπολίτευση ενάντια στον Ναπολέοντα τον 3ο, έντονη από καιρό, ξεσπά. Το νομοθετικό σώμα του Παρισιού συνέρχεται επειγόντως και παίρνει πολλές ριζικές αποφάσεις. Οι πιο σημαντικές είναι οι εξής:

α) Κατάργηση της μοναρχίας και εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (4 Σεπτέμβρη).

β) Δημιουργία κυβέρνησης «Εθνικής Αμυνας».

γ) Δημιουργία Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση της πόλης από τον κίνδυνο άμεσης κατάληψης που φαίνεται πια καθαρά.

Η κυβέρνηση βρίσκεται βασικά κάτω από την καθοδήγηση αστών οπαδών του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος (L. Gambetta, Jules Ferry, J. Favre κλπ.). Η Εθνοφρουρά αποτελείται βασικά από ένοπλους εργάτες και μικροαστούς.

Με την εμφάνιση των Πρώσων (19 Σεπτέμβρη) αρχίζει η πολιορκία της πόλης. Καθώς ο καιρός περνά και οι στερήσεις δυναμώνουν, στις γραμμές των υπερασπιστών της πόλης εμφανίζονται σοβαρές διαμάχες. Η αστική τάξη, στο Παρίσι και όλη τη Γαλλία, ζητά μια άμεση ειρήνη με τους Πρώσους, όποιοι και αν είναι οι όροι. Αντίθετα, οι εργάτες και οι «αριστεροί» μικροαστοί του Παρισιού ζητούν συνέχιση της αντίστασης, δηλαδή για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της εποχής μας, τάσσονται υπέρ του λαϊκού πολέμου μέχρις εσχάτων. Σε όλη τη Γαλλία, όπου οι Γερμανοί αποφεύγουν να επεκταθούν, παρουσιάζεται μια γενική κινητοποίηση των αντιδραστικών δυνάμεων, εμφανίζεται, μάλιστα, ένα πλατύτατο μοναρχικό ρεύμα. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, την παράλυση σε μεγάλο βαθμό των αμυντικών προσπαθειών.

Στις 28 Γενάρη 1871, η κυβέρνηση Εθνικής Αμυνας υπογράφει ανακωχή με τους Γερμανούς. Η ανακωχή αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από πλήρης συνθηκολόγηση. Η συνθήκη προβλέπει παράδοση των οχυρών και διάλυση του τακτικού στρατού.
Η Κομμούνα στο προσκήνιο

Η αναγγελία της ανακωχής προκαλεί την ανοιχτή εκδήλωση των αντιθέσεων στους κόλπους των υπερασπιστών της πόλης. Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδοθεί και συγκεντρώνει τα κανόνια της (που είχαν κατασκευαστεί με έρανο των κατοίκων και όχι με κρατικά κονδύλια) στο λόφο της Μονμάρτης. Σε πολλές περιοχές του Παρισιού δημιουργείται επαναστατικός αναβρασμός.

Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, με τις εκλογές που γίνονται στις 7 του Φλεβάρη για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης που θα επικύρωνε την ανακωχή, αλλά και τους όρους της συνθήκης ειρήνης που θα υπογραφόταν. Στην Εθνοσυνέλευση κυριαρχούν συντριπτικά οι αντιδραστικές δυνάμεις των άκρων. Από τους 700 αντιπροσώπους, οι 375 είναι ανοιχτά μοναρχικοί, ενώ όλοι οι άλλοι - με ελάχιστες εξαιρέσεις - ανήκουν στην άκρα Δεξιά των μεγαλοαστικών κομμάτων. Η Εθνοσυνέλευση συνέρχεται στο Μπορντό. Σχηματίζεται κυβέρνηση με επικεφαλής τον Adolfe Thiers (πιο γνωστό με το εξελληνισμένο όνομα Θιέρσος), που εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για την άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης.

Στις 26 Φλεβάρη, γίνονται γνωστοί οι προκαταρκτικοί όροι της συνθήκης ειρήνης. Οι όροι επικυρώνονται από την Εθνοσυνέλευση του Μπορντό την 1η Μάρτη. Την ίδια ημέρα ο γερμανικός στρατός εισέρχεται στο Παρίσι και καταλαμβάνει τα φρούρια της βόρειας και ανατολικής πλευράς της πόλης.

Στο Παρίσι, η κατάσταση έχει πια φτάσει σε εκρηκτικό σημείο. Η Εθνοφρουρά και τα επαναστατικά στοιχεία έχουν εξοργιστεί με τη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης και με την πολιτική της. Απορρίπτουν την ανακωχή και τη συνθήκη ειρήνης και γίνεται μάλιστα και λόγος για ένοπλη αντίσταση.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις. Στις 18 Μάρτη κυβερνητικά στρατεύματα εισβάλλουν στις εργατικές συνοικίες και περικυκλώνουν τη Μονμάρτη, απαιτώντας την παράδοση των όπλων της Εθνοφρουράς. Οταν συναντούν άρνηση, διατάσσεται γενική επίθεση. Οι στρατιώτες, όμως, αρνούνται να υπακούσουν.

Αυτή είναι η αρχή της εξέγερσης. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν το Δημαρχείο, ενώ η εξουσία περνά στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνοφρουράς. Στις 20 Μάρτη γίνονται προσπάθειες εξέγερσης και σε άλλες πόλεις. Οι προσπάθειες αποτυχαίνουν.

Η κυβέρνηση της Γαλλίας μεταφέρεται στις Βερσαλλίες (17χλμ. δυτικά του Παρισιού) που οι Γερμανοί έχουν, στο μεταξύ, εκκενώσει.

Στις 26 Μάρτη, εκλέγεται η Παρισινή Κομμούνα και στις 28 ανακηρύσσεται πανηγυρικά και επίσημα σε κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, μόλις βεβαιώνεται για την υπεροχή της, αρνείται κάθε σχέση με την Κομμούνα και αποκλείει το Παρίσι. Ετσι, σχηματίζονται δύο κυβερνήσεις. Η Κομμούνα, που εδρεύει στο Παρίσι και αντιτίθεται στη συνθηκολόγηση και οι Βερσαλλίες, που είναι υπέρ της άμεσης συνθηκολόγησης.

Οι κομμουνάροι αντιπαραβάλανε στο αστικό κράτος την κοινωνία της Κομμούνας.
«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό».
«Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή».
«Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ' όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς».
«Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία... Ολα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Ετσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη λευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία».
«Το μεγάλο κοινωνικό έργο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν μόνο να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλειάς των αρτεργατών, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να ελαττώνουν τα μεροκάματα επιβάλλοντας πρόστιμα στους εργάτες τους... η παράδοση όλων των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών...».

Σημείωση: Τα «πρώτα διατάγματα» παρουσιάζονται όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».

Στις 21 Μάη τα στρατεύματα του στρατηγού Μακ - Μαόν - του νικημένου του Sedan - αρχίζουν γενική επίθεση ενάντια στο Παρίσι. Πρόκειται για στρατιωτική επίθεση καλά προετοιμασμένη. Στηρίζεται στην κινητοποίηση 130.000 καλά οπλισμένων και εκπαιδευμένων στρατιωτών που υποστηρίζονται από μεγάλες μονάδες βαρέος πυροβολικού. Απέναντί τους βρίσκονται 10.000 Εθνοφρουροί και γύρω στις 20.000 «Ομόσπονδοι», άσχημα οπλισμένοι και εφοδιασμένοι.

Η επίθεση προχωρά γρήγορα διασχίζοντας τις εύπορες συνοικίες του Δ. Παρισιού. Προσκρούει, όμως, σε σκληρή αντίσταση όσο προχωρεί στο κέντρο της πόλης. Οι μάχες για την κατάληψη της πόλης κράτησαν συνολικά μία εβδομάδα, από τις 21 έως τις 28 Μάη, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Ματωμένη Εβδομάδα». Η σύγκρουση πήρε γρήγορα αγριότατο και αιματηρότατο χαρακτήρα. Τελικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέτριψαν την Κομμούνα, με την κατάληψη των τελευταίων οδοφραγμάτων της στην οδό Ραμπονό στις 28 Μάη».8
Ενας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι

Σ' αυτή την τελευταία βδομάδα, κατ' άλλους τον Ιούνη του 1871, ο Ευγένιος Ποτιέ, όντας παράνομος στο Παρίσι, μετουσιώνει σε ποίημα την εργατική εξέγερση και την Κομμούνα που καθοδήγησε η Α΄Διεθνής με τον Μαρξ, γράφει τους στίχους της Διεθνούς που έμελλε να γίνει ο Υμνος της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Μετά την ήττα της Κομμούνας και τη σφαγή του επαναστατημένου προλεταριάτου του Παρισιού, μετουσιώνει καλλιτεχνικά την ήττα συνεχίζοντας να γράφει ποίηση, που εκφράζει το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, και καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα του προλεταριάτου, την κομμουνιστική κοινωνία, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για τη συνέχιση και ένταση της ταξικής πάλης για την επιβολή της ιστορικής ανάγκης ανατροπής της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.

Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Ευγένιος Ποτιέ έφυγε από τη Γαλλία, αρχικά για τη Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Εζησε εξόριστος έως το 1880 οπότε επέστρεψε στη Γαλλία, σε ηλικία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό - καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Συνέχισε τον ταξικό αγώνα και με την επιστροφή του στη Γαλλία εντάσσεται στο Εργατικό Κόμμα. Το 1884 δημοσίευσε τις συλλογές «Κοινωνικο-οικονομικοί στίχοι και σοσιαλιστικά επαναστατικά τραγούδια», «Ποιος είναι τρελός;». Το 1887 δημοσιεύει τη συλλογή «Επαναστατικά τραγούδια». Σε αυτές τις εκδόσεις συμπεριλαμβάνονται τα καλύτερα τραγούδια και ποιήματα.

Πέθανε μέσα στην αγάπη της εργατικής τάξης, του λαού, σε αναγνώριση της δράσης του στις 8 Νοέμβρη του 1887.
Ο Λένιν για τον Ποτιέ

Για τα 25 χρόνια από το θάνατο του Ευγένιου Ποτιέ, ο Λένιν γράφει για τον ποιητή της εργατιάς άρθρο στην «Πράβντα», το 1913. Παρακάτω το δημοσιεύουμε ολόκληρο:

«Το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου, του 1912, έκλεισαν 25 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Γάλλου ποιητή - εργάτη Ευγένιου Ποτιέ, που έγραψε τον περίφημο προλεταριακό Υμνο της Διεθνούς ("Εμπρός της Γης οι κολασμένοι" κ.τ.λ.).

Ο Υμνος αυτός μεταφράστηκε σ' όλες τις ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, γλώσσες. Σ' όποια χώρα κι αν βρεθεί ένας συνειδητός εργάτης, όπου κι αν τον ρίξει η μοίρα, όσο κι αν νιώθει τον εαυτό του ξένο, χωρίς γλώσσα, χωρίς γνωστούς, μακριά από την πατρίδα του, μπορεί να βρει συντρόφους και φίλους με το γνωστό σκοπό του Υμνου της Διεθνούς.

Οι εργάτες όλων των χωρών άρπαξαν τον Υμνο του πρωτοπόρου τους μαχητή, του προλετάριου - ποιητή, και τον έκαναν παγκόσμιο προλεταριακό ύμνο.

Και οι εργάτες όλων των χωρών τιμούν τώρα τον Ευγένιο Ποτιέ. Η γυναίκα και η κόρη του ζουν ακόμη και ζουν μέσα στη φτώχεια, όπως ζούσε σ' όλη του τη ζωή ο ποιητής του Υμνου της Διεθνούς. Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 του Οχτώβρη 1816. Ηταν μόλις 14 χρόνων, όταν σύνθεσε το πρώτο του τραγούδι και το τραγούδι αυτό τιτλοφορούνταν "Ζήτω η ελευθερία!". Το 1848 πήρε μέρος σαν μαχητής των οδοφραγμάτων στη μεγάλη μάχη των εργατών ενάντια στην αστική τάξη.

Ο Ποτιέ γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και σ' όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός, προλετάριος. Εβγαζε το ψωμί του συσκευάζοντας κιβώτια και αργότερα κάνοντας ζωγραφιές πάνω σε υφάσματα.

Από το 1840 ο Ευγένιος Ποτιέ απαντούσε σε όλα τα σπουδαία γεγονότα της ζωής της Γαλλίας με το μαχητικό του τραγούδι, αφυπνίζοντας τη συνείδηση των καθυστερημένων, καλώντας τους εργάτες να ενωθούν, μαστιγώνοντας την αστική τάξη και τις αστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας.

Στην περίοδο της Μεγάλης Κομμούνας του Παρισιού (1871) ο Ποτιέ εκλέχτηκε μέλος της. Από τις 3.600 ψήφους, αυτός πήρε τις 3.352. Συμμετείχε σ' όλα τα μέτρα της Κομμούνας, της πρώτης αυτής προλεταριακής κυβέρνησης.

Η πτώση της Κομμούνας ανάγκασε τον Ποτιέ να καταφύγει στην Αγγλία και στην Αμερική. Τον περίφημο Υμνο της Διεθνούς τον έγραψε τον Ιούνη του 1871, την άλλη μέρα, μπορούμε να πούμε, μετά την αιματηρή ήττα του Μάη.

Η Κομμούνα καταπνίγηκε... αλλά η "Διεθνής" του Ποτιέ διακήρυξε τις ιδέες της σ' όλο τον κόσμο, κι αυτή ζει τώρα όσο ποτέ άλλοτε.

Το 1876, στην εξορία, ο Ποτιέ έγραψε το ποίημα: "Οι εργάτες της Αμερικής στους εργάτες της Γαλλίας". Στο ποίημα αυτό απεικόνιζε τη ζωή των εργατών κάτω από το ζυγό του καπιταλισμού, την εξαθλίωσή τους, τη βασανιστική εργασία τους, την εκμετάλλευσή τους, τη σταθερή πεποίθησή τους για την επικείμενη νίκη της υπόθεσής τους.

Μόνο ύστερα από εννιά χρόνια μετά την Κομμούνα, ο Ποτιέ γύρισε στη Γαλλία κι αμέσως μπήκε στο "Εργατικό Κόμμα". Το 1884 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των ποιημάτων του. Το 1887 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος με τον τίτλο: "Επαναστατικά τραγούδια".

Πολλά άλλα τραγούδια του ποιητή - εργάτη εκδόθηκαν πια μετά το θάνατό του.

Στις 8 του Νοέμβρη 1887 οι Παρισινοί εργάτες συνόδευσαν στο νεκροταφείο Pare Lachaise, όπου είναι θαμμένοι οι εκτελεσθέντες κομμουνάροι, τη σορό του Ευγένιου Ποτιέ. Η Αστυνομία ματοκύλισε τους εργάτες, για να αποσπάσει από τα χέρια τους την κόκκινη σημαία. Τεράστιες μάζες πήραν μέρος στην κηδεία. Από παντού αντηχούσαν οι ιαχές: "Ζήτω ο Ποτιέ!".

Ο Ποτιέ πέθανε μέσα στη φτώχεια. Αφησε όμως πίσω του ένα αληθινά αθάνατο πνευματικό μνημείο. Ηταν ένας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι. Οταν έγραψε το πρώτο τραγούδι του, οι σοσιαλιστές εργάτες μετριούνταν το πολύ πολύ σε δεκάδες. Τώρα το ιστορικό τραγούδι του Ευγένιου Ποτιέ το ξέρουν δεκάδες εκατομμύρια προλετάριοι...».
Ο Ντεζετέ και η μελοποίηση της «Διεθνούς»

Το ποίημά του, ο Ποτιέ, ποτέ δεν το άκουσε να τραγουδιέται. Κι αυτό γιατί μελοποιήθηκε στη γαλλική πόλη Λίλλη (Lille), ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Συνθέτης - όπως είδαμε - ήταν ο Πιερ Ντεζετέ.

Πρώτη φορά τραγουδήθηκε σε ένα καφενείο στην οδό Βινιέτ 21, από τη χορωδία των εργατών της Λίλλης με την ονομασία «Λύρα των εργαζομένων» στις 23 Ιούνη 1888, στη γιορτή των εφημεριδοπωλών. Η Λίλλη εκείνον τον καιρό ήταν το κέντρο των βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας και ορυχείων και ακόμη η έδρα του Κόμματος των Γάλλων Εργατών, που ίδρυσε ο Ζιλ Γκεστ. Ετσι, ήταν ο πλέον κατάλληλος τόπος, για να ακουστεί για πρώτη φορά ο Υμνος της «Διεθνούς».

Ο Ντεζετέ γεννήθηκε στη βελγική Γάνδη το 1848 και πέθανε το 1932 στο Σεν Ντενί στο Παρίσι. Καταγόταν από εργατική οικογένεια, που αργότερα μετανάστευσε στη Γαλλία και κέρδιζε τη ζωή του κατασκευάζοντας έπιπλα. Από παιδί εργαζόταν σε διάφορες επιχειρήσεις στη Λίλλη, τραγουδούσε σε χορωδία, μελετούσε θεωρία της μουσικής και μάθαινε μουσικά όργανα.

Αργότερα, προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα και έγινε αρχηγός της «Λύρας των εργαζομένων». Η μουσική της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε μόνο με το επώνυμό του, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του. Αργότερα, οι σοσιαλιστές της δεξιάς, που αντιμάχονταν τον Ντεζετέ, εκμεταλλεύτηκαν την παράλειψη αυτή και πίεσαν τον αδελφό του Αντολφ (επίσης συνθέτη) να αμφισβητήσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο τραγούδι. Το 1922, έπειτα από μακρά διαδικασία, το εφετείο επικύρωσε τα δικαιώματα του Πιερ.

Η εργασία μελοποίησης της «Διεθνούς» ανατέθηκε στο Ντεζετέ από ένα στέλεχος του Κόμματος των Γάλλων Εργαζομένων, τον Γουσταύο Ντελορί, που αργότερα έγινε και δήμαρχος της πόλης. Στον Ντελορί άρεσε το άγνωστο αυτό ποίημα του Ποτιέ και ήθελε να το κάνει ύμνο του κόμματος με την ευκαιρία των εργασιών της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία τελικά έγινε στις 21 Ιουλίου του 1889.

Αλλα τραγούδια του, από τα οποία μερικά παρέμειναν αδημοσίευτα είναι «Ο κομμουνιστής» (στίχοι Ποτιέ), «Εμπρός», «Εργάτες», «Δρεπάνι και σφυρί» και «Ο θρίαμβος της Ρωσικής Επανάστασης» (στίχοι του ίδιου). Από το 1902, ο Ντεζετέ ζούσε στο Σεν Ντενί. Το 1920, έγινε μέλος του ΚΚ Γαλλίας και το 1928 επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ. Το 1962 δημοσιεύτηκε στη Μόσχα συλλογή διασκευασμένων τραγουδιών του από τον Β. Α. Μπέλυι.

Ο Ντεζετέ πήρε πολύ λίγους επαίνους για τη συνεισφορά του στη μουσική και ιστορική κληρονομιά της Γαλλίας. Μάλιστα, απολύθηκε από τη δουλειά του και μπήκε στο «μαυροπίνακα» της Ενωσης Εργοδοτών της χώρας του. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποτιμήσει την επίδραση που είχε η μουσική του.
Η «ζωή» του Υμνου

Οπως συμβαίνει με όλα τα καλλιτεχνικά έργα, έτσι και με τον Υμνο της «Διεθνούς», ο ύμνος, όταν έφυγε απ' τα χέρια των δημιουργών του, απέκτησε δική του «ζωή». Κι αυτή τη ζωή θα δούμε εδώ.

Το 1888, την ίδια χρονιά που μελοποιείται, ο ύμνος εκδίδεται σε ξεχωριστό φυλλάδιο σε 6.000 αντίτυπα και εκδότη τον Boldoduc. Από τις αρχές του 1890, η «Διεθνής» διαδόθηκε στους κύκλους των εργαζομένων στη Βόρεια Γαλλία και το Βέλγιο, ενώ μετά το 1ο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Παρίσι, κυκλοφόρησε και πέρα από τα σύνορα Γαλλίας - Βελγίου και άρχισε να τραγουδιέται σαν διεθνής ύμνος του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου.

Στα 1894, ο Γάλλος σοσιαλιστής Γκοσελέν, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τη δεύτερη έκδοση της μουσικής της «Διεθνούς». Αιτία ήταν η 5η στροφή που απηχούσε την αντιμιλιταριστική εκστρατεία της Α΄ Διεθνούς. Οι πρώτες μεταφράσεις του κειμένου του ποιήματος εμφανίστηκαν στα 1890 - 1900. Στην παγκόσμια, όμως, διάδοση της «Διεθνούς» και στη μετάφραση των στίχων της στις γλώσσες όλων των λαών του κόσμου, συνέβαλε και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Η μουσική της «Διεθνούς» απέκτησε δεύτερη ιστορική ζωή σε νέα χορωδιακή έκδοση και με μελωδία ελαφρά αλλαγμένη στη Ρωσία, τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας.
Η συμβολή της Οχτωβριανής Επανάστασης στον Υμνο

Το κείμενο της μουσικής της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε στη ρωσική γλώσσα στο 1ο φύλλο της λενινιστικής «Ισκρα», το Δεκέμβρη του 1900. Στα 1902 ο Κοτς, έγραψε και δημοσίευσε τους στίχους της «Διεθνούς», στα ρώσικα και η γραφή αυτή έγινε δεκτή απ' όλους. Την ίδια χρονιά, οι στίχοι τυπώθηκαν στο περιοδικό «Ζιζν» που εκδιδόταν στο Λονδίνο και τη Γενεύη. Το ρώσικο κείμενο, που είναι μετάφραση της 1ης, 2ης και 3ης στροφής, με την επίδραση των ιδεών του Λένιν απέκτησε πρωτότυπη μορφή, που ανταποκρινόταν στα αγωνιστικά προβλήματα του νέου σταδίου του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Στροφές της «Διεθνούς», εκτός από τις εφημερίδες και τα περιοδικά των μπολσεβίκων και τις συλλογές των επαναστατικών τραγουδιών, δημοσιεύτηκαν και σε περισσότερες από μισό εκατομμύριο προκηρύξεις και διακηρύξεις πριν από την Επανάσταση του Οκτωβρίου.

Με βάση τους ρωσικούς στίχους, η «Διεθνής» μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες των λαών της ΕΣΣΔ και σε πολλές γλώσσες άλλων χωρών. Αρχίζοντας από το 4ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας (1906), η «Διεθνής» έγινε κομματικός ύμνος της ρωσικής επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην έναρξη του 3ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, στις 10 Ιανουαρίου 1918, η «Διεθνής» εκτελέστηκε σαν κρατικός ύμνος του νεαρού Σοβιετικού Κράτους.

Παρέμεινε εθνικός ύμνος της ΕΣΣΔ, μέχρι το 1944, όταν και καθιερώθηκε ο νέος κρατικός ύμνος της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε η «Διεθνής» - σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) - καθιερώθηκε ως ύμνος του Κόμματος. Παράλληλα, ήταν ύμνος και της Γ΄ Διεθνούς.

Σημειώσεις:

1. Καρλ Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», σελ. 44-45 εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

2. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 45

3. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 45

4. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 46

5. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 67

6. Καρλ Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 60

7. Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», «Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Διαλεχτά Εργα», εκδόσεις «Γνώσεις» τ. 1ος, σελ. 627.

ΠΗΓΕΣ:
«Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια». Λήμματα «Διεθνής», «Πιέρ Ντεζετέ», «Ευγένιος Ποτιέ».
Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», 5η έκδοση, τόμος 22, σελ. 283 - 285, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
«The Guardian» (εφημερίδα του ΚΚ Αυστραλίας), 3 Ιούνη 1998, «Η "Διεθνής" - ο ύμνος της εργατικής τάξης».

Τέχνη και Παρισινή Κομμούνα

Στο σύντομο χρονικό διάστημα των 72 ημερών ύπαρξης της Κομμούνας, οι κομμουνάροι συνειδητοποίησαν ακόμα και σ' αυτά τα πρώτα βήματα ότι δεν μπορεί να έρθει το καινούριο, χωρίς οι επιστήμες, οι τέχνες και η λογοτεχνία να συνδεθούν με το λαό, εκφράζοντάς τον, χωρίς να εξυπηρετούν τις ιστορικές και κοινωνικές του ανάγκες, τους πραγματικούς στόχους του. Κατανοούσαν την επίδραση που έχει το πολιτιστικό εποικοδόμημα στη συνείδηση του ανθρώπου αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγονται με τη λειτουργία αυτού του εποικοδομήματος προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Και μπορεί το διάστημα αυτό να μην ήταν αρκετό, για να εκφραστεί ολόκληρος ο πολιτισμός της, καθώς και τα περιθώρια να δοθεί ένα αποφασιστικό χτύπημα σε παραδοσιακές ξεπερασμένες αντιλήψεις για το ρόλο της τέχνης στην κοινωνία, ωστόσο το διάστημα αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει να αναδύεται η νέα αντίληψη για την τέχνη και αυτή η νέα αντίληψη πρακτικά εκφράστηκε με ειδικά άρθρα του Διατάγματος, με τη δημιουργία θεσμών και τη λήψη πρωτοβουλιών. Η Κομμούνα:
Παρέδωσε στην Ενωση ζωγράφων, γλυπτών, αρχιτεκτόνων και άλλων εικαστικών καλλιτεχνών τον τεράστιο πλούτο των μουσείων και των γκαλερί του Παρισιού. Στη Διοίκηση της Ενωσης εκλέχτηκαν 47 άτομα, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της Γαλλίας, όπως ο Κουρμπέ, που ήταν και ο αντιπρόσωπός της, οι Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ, Μπαλί (γιος), ο Ευγένιος Ποτιέ και άλλοι.
Κατάργησε την ανισοτιμία των κρατικών επιχορηγήσεων στα θέατρα και την εκμετάλλευση μέχρι εξευτελισμού των ηθοποιών από τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές, επιβάλλοντας διά νόμου το σύστημα των «ίσων δυνατοτήτων» για όλους, με λαϊκό έλεγχο.
Απελευθέρωσε από την οικονομική και κυβερνητική επιβολή του γούστου και των ενδιαφερόντων των κυρίαρχων τάξεων τους μουσικούς και τα τραγούδια τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους, στις πλατείες, στις λέσχες και στα οδοφράγματα, ακόμα και σε κάποιες εκκλησίες, βάζοντας ωράριο εναλλακτικής λειτουργίας τους.
Ταυτόχρονα ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες, σαν Λαϊκά Πανεπιστήμια, σ' όλο το Παρίσι, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Το περιβάλλον τους διαμορφώνεται λαμπρό, διακοσμητικό, κόντρα στο καταθλιπτικό και αυστηρό κλίμα των κρατικών ιδρυμάτων. Το κόκκινο χρώμα επικρατεί παντού, αντιπροσωπεύοντας την αισθητική έννοια της ομορφιάς της Κομμούνας.

Ολα αυτά, έστω κι αν «χάθηκαν» στη ματωμένη βδομάδα, μας άφησαν κληρονομιά, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί η τέχνη να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον αληθινό δημιουργό της, το λαό, σπάζοντας όλα τα φράγματα που την κρατάνε μακριά του.

Είναι όμως πολύτιμα και γιατί απέδειξαν ότι ο καλλιτέχνης γνωρίζει την αληθινή καταξίωση όταν συμμετέχει ολόπλευρα στο ιστορικό γίγνεσθαι, παίρνοντας ενεργό μέρος στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και μέσω του έργου του, και μέσω της συμμετοχής του σε επαναστατικούς θεσμούς και μέσα από τα οδοφράγματα, δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό.

Ωστόσο, πέρα από την ανάδειξη αυτής της ριζοσπαστικής στάσης που κράτησε η Κομμούνα απέναντι στην Τέχνη και του ρόλου που έπαιξαν οι επαναστάτες καλλιτέχνες σ' αυτήν, αναδεικνύεται και η ανάγκη να δοθεί απάντηση στην εκστρατεία αποσιώπησης, διαστρέβλωσης και αλλοτρίωσης του ρόλου που έπαιξαν γνωστές προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης στα γεγονότα της Κομμούνας. Ρόλου που αντιμετωπίστηκε από πολλούς ιστορικούς σαν μαύρη κηλίδα στην προσωπική τους ιστορία.

Ετσι, τον Αρθούρο Ρεμπό τον παρουσιάζουν σαν τον «ρομαντικό και καταραμένο» ποιητή, το «παρακμιακό» ίνδαλμα της νεολαίας που οφείλει τη γοητεία του στο μελαγχολικό των στίχων του και στην αινιγματική και τρικυμιώδη ζωή του.

Ο Πολ Βερλέν, ποιητής και μέντορας του Ρεμπό, που παίρνει και αυτός τη θέση του ανάμεσα στους «καταραμένους ποιητές», είναι ο κυκλοθυμικός, όλο συναισθηματικές εξάρσεις ποιητής που καταστράφηκε από έναν ανέλπιδο έρωτά του.

Οσο για την ιστορική αλήθεια, φαίνεται ότι γεγονότα που φωτίζουν βασικές πτυχές της ζωής και του έργου καλλιτεχνών αλλά και της ίδιας της πάλης των τάξεων παραλείπονται ή διαστρεβλώνονται, ώστε αφ' ενός η προσωπικότητα να «εξωραΐζεται» και να μην προκαλεί επικίνδυνους ιδεολογικούς τριγμούς για την αστική τάξη και αφ' ετέρου η εργατική τάξη να παρουσιάζεται ότι δε μετέχει στην πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Ο αριθμός των ποιητών, ζωγράφων, δασκάλων και επιστημόνων που συμμετείχαν ενεργά στη ζωή και στον αγώνα της Παρισινής Κομμούνας τόσο με το ίδιο το έργο τους, όσο και με την προσωπική τους ένταξη στον αγώνα, είτε αυθόρμητα, ή συνειδητά, είναι πολύ μεγάλος, και θα 'πρεπε να αφιερωθεί πολύς χρόνος, μελέτη και χώρος για να αποτυπωθεί σωστά και σε όλη του την έκταση αυτό το φαινόμενο. Θεωρούμε ότι χρειάζεται μια εκτενής, πλήρης και τεκμηριωμένη εργασία, για να γίνει η ιδεολογική, πολιτική και καλλιτεχνική εκτίμηση και να βγουν τα συμπεράσματα για τον διακριτό, ιδιαίτερο και αναντικατάστατο ρόλο της επιστήμης, της τέχνης και της λογοτεχνίας πριν, κατά και μετά την Κομμούνα, αλλά και γενικότερα σε όλες τις φάσεις των εξελίξεων.

Παραθέτουμε ενδεικτικά παραδείγματα που θεωρούμε ως τα πιο αντιπροσωπευτικά του χαρακτήρα και της ουσίας της όλης κατάστασης. Παραδείγματα όχι μόνο από το στρατόπεδο των «στρατευμένων» στην Κομμούνα καλλιτεχνών, αλλά και από εκείνους που κράτησαν μια αμφιλεγόμενη στάση απέναντί της, όπως και από αυτούς που υπήρξαν τελείως εχθρικοί και λειτούργησαν ως όχημα για την προπαγάνδα δυσφήμισης της Κομμούνας και των κομμουνάρων, κατά τη διάρκεια και μετά την κατάληψη του Παρισιού.
Ευγένιος Ποτιέ (1816-1887)

Εργάτης, αγωνιστής και τροβαδούρος των δίκιων της εργατικής τάξης, της τάξης του, της οποίας βίωσε με όλο του το είναι τις νίκες και τις ήττες.

Απ' το Φλεβάρη του '48 πολεμάει μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας, οπότε ολοκληρώνεται η ταξική του συνείδηση και εντάσσεται στη «Διεθνή κοινωνία των εργατών». Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι δεμένη με τη διεθνιστική εργατική αλληλεγγύη. Εκλέγεται βουλευτής στο συμβούλιο της Κομμούνας στο 2ο Διαμέρισμα του Παρισιού.

Παρ' όλ' αυτά, κυρίως ασχολείται πρακτικά στα οδοφράγματα.

Μετά την ήττα του '71 μετουσιώνει καλλιτεχνικά την καταστροφή σε δυνατή και επιβλητική ποίηση, εκφράζοντας το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για την ιστορική ανάγκη μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.

Θα ήταν δίκαιο λοιπόν να πούμε ότι ήταν ίσως ο πρώτος λαμπρός ποιητής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, από τη ζωή, τη σκέψη και το καλλιτεχνικό του έργο. Εγραψε τη «Διεθνή» τις πρώτες μέρες της «Ματωμένης εβδομάδας».

Και μετά τη μελοποίησή της από τον εργάτη Πιερ Ντεζεντιέρ, εμπνέει τους αγώνες εκατομμυρίων εργατών και μένει κειμήλιο αγώνα μέχρι σήμερα.

Επιστρέφει από την εξορία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό-καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Πεθαίνει μέσα στην αγάπη του λαού, σ' αναγνώριση της στάσης του.
Γκιστάβ Κουρμπέ (1819-1877)

Ο Κουρμπέ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές ζωγράφους του 19ου αιώνα. Αν και ο μεγαλύτερος όγκος των έργων του ήταν τοπιογραφίες, ωστόσο έδωσε το στίγμα του κυρίως με τις μνημειακές αναπαραστάσεις της αγροτικής ζωής. Τα έργα αυτά, σε μια περίοδο που οι φόβοι για εξέγερση του αγροτικού πληθυσμού διέτρεχαν το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, αντιμετωπίστηκαν σαν κίνδυνος που έπρεπε να εξαλειφθεί, καθώς για πρώτη φορά πίνακες μνημειώδους κλίμακας σε μέγεθος και σοβαρότητα απεικόνιζαν με ρεαλισμό, χωρίς εξιδανίκευση, ανθρώπους της υπαίθρου και συμβολικά ύψωναν αυτές τις παραστάσεις στα κανονικά μεγέθη της ιστορικής ζωγραφικής.

Στα 1855 ίδρυσε το δικό του «Οίκο του Ρεαλισμού» εκφράζοντας την πίστη του ότι η ελεγχόμενη από τους ακαδημαϊκούς κύκλους αίθουσα του «Σαλονιού» δε θα έπρεπε να είναι η μόνη δίοδος για να συναντηθεί το έργο ενός καλλιτέχνη με το κοινό.

Η ριζοσπαστικότητα του Κουρμπέ εκφραζόταν όχι μόνο στο πεδίο της τέχνης αλλά και στο πεδίο της πολιτικής. Πήρε επίσημη έκφραση το 1870 όταν εκλέχτηκε αντιπρόσωπος του 6ου Διαμερίσματος του Παρισιού, και αργότερα, όταν με την εξέγερση του λαού της πόλης ανακηρύχτηκε μέλος της επιτροπής της Κομμούνας.

Κατά τη διάρκεια της διοίκησης της Κομμούνας ήταν δραστήριος στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων στο καλλιτεχνικό εκπαιδευτικό σύστημα και στην ανάθεση των παραγγελιών από μέρους του δημοσίου. Πρωτοστάτησε στην κατεδάφιση της στήλης Βαντόμ, που θεωρούνταν σύμβολο του μιλιταρισμού. Τόσο για τη συμμετοχή του στην Κομμούνα, αλλά και για την κατεδάφιση του μνημείου Βαντόμ, υπέστη κράτηση, ανακρίσεις, δίκη και ποινή φυλάκισης που μετριάστηκε μόνο μετά από μια περίοδο διαμονής με φύλαξη σε μια κλινική. Ωστόσο, δεχόταν κυβερνητική πίεση να πληρώσει το υπέρογκο ποσό της αποκατάστασης της στήλης Βαντόμ, πράγμα που αν δεν έκανε θα ξαναφυλακιζόταν. Αυτό τον εξανάγκασε σε εξορία στην Ελβετία, όπου και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. Μόλις ένα μήνα πριν το θάνατό του πληροφορήθηκε ότι το καθεστώς κατέσχεσε έργα του από το εργαστήριό του στο Παρίσι.
Πολ Βερλέν

Ο Βερλέν ήταν από τους ποιητές εκείνους που οι στιλιστικές του καινοτομίες έδωσαν μια νέα μουσικότητα στη γαλλική ποίηση και έθεσαν τα θεμέλια για τον ελεύθερο στίχο και άλλες πειραματικές ποιητικές τεχνικές του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, είναι αδύνατο να τον κατανοήσουμε βαθιά αν προσπεράσουμε το όραμά του για μια κοινωνία όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι κοινωνικά, όραμα που ζωντανεύουν τα πρώτα του κιόλας ποιήματα.

Γύρω στα 1860, πριν από τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την Κομμούνα, ο Βερλέν συνεργάζεται με αντιπολιτευτικές εφημερίδες και περιοδικά.

Με μεγάλη χαρά δέχεται την πτώση της δεύτερης αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το Σεπτέμβρη του 1870 και λίγο αργότερα κατατάσσεται στον 160ό λόχο της Εθνοφυλακής.

Η εξέγερση της Κομμούνας τον βρίσκει σε εμπιστευτική θέση στο Παρισινό Δημαρχείο και όταν ο Θιέρσος καλεί όλους τους υπαλλήλους να παραιτηθούν, για να σαμποτάρουν το έργο των κομμουνάρων, ο Βερλέν παραμένει στο πόστο του και μάλιστα αναλαμβάνει διευθυντικά καθήκοντα στον Τύπο της Κομμούνας.
Αρθούρος Ρεμπό

Λίγο είναι γνωστό ότι ο Ρεμπό εκτός από «καταραμένος» ποιητής, υπήρξε και ποιητής της Κομμούνας.

Την εξέγερση του Ρεμπό απέναντι στο καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, απέναντι στον υποκριτικό κοινωνικό περίγυρο και τη θρησκεία συνόδευσε η εξέγερσή του ενάντια στις καταπιεστικές, εξευτελιστικές για τον άνθρωπο κοινωνικές δομές, φανερή από γραπτά του των μαθητικών του κιόλας χρόνων. Οι διάφοροι μελετητές του διαφοροποιούνται για το αν τις μέρες της Κομμούνας ο ποιητής βρισκόταν στο Παρίσι. Επικρατεί η άποψη ότι αυτή την περίοδο δε βρισκόταν εκεί.

Υπάρχουν όμως ντοκουμέντα που μαρτυρούν ότι από τις 25 του Φλεβάρη έως τις 10 του Μάρτη, δέκα μέρες δηλαδή πριν από την ανακήρυξη της Κομμούνας, ο Ρεμπό βρίσκεται στο Παρίσι. Οι παραμονές της Παρισινής Κομμούνας τον βρίσκουν περιπλανώμενο στους δρόμους της πόλης, να έχει δραπετεύσει από ένα αποπνικτικό οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο αναζητώντας απεγνωσμένα την ελευθερία του. Αυτές τις μέρες «ρουφάει κυριολεκτικά τις γραμμές των δημοκρατικών εφημερίδων», μα κυρίως γίνεται μάρτυρας συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων, όπως της συναδέλφωσης λαού και Εθνικής Φρουράς στην πλατεία της Βαστίλλης, της υπογραφής της στρατιωτικής συνθηκολόγησης από μέρους της κυβέρνησης και ενός όλο και πιο δυναμικού κύματος διαδηλώσεων.

Οι λόγοι που αφήνει το Παρίσι και επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Σαρλεβίλ, δεν είναι γνωστοί, ωστόσο τα γεγονότα που έζησε τις δύο αυτές βδομάδες και που αποτέλεσαν το πρελούδιο της Κομμούνας χαράχτηκαν βαθιά μέσα στον 16χρονο μόλις Ρεμπό και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα ποιητική του δημιουργία. Μέσα από τους στίχους του βγαίνει η κραυγή των εξεγερμένων, η μάχη του δίκιου απέναντι στο άδικο και κάτω από την επίδραση της ήττας της Κομμούνας εφορμά με ένα συνονθύλευμα καταιγιστικών συναισθημάτων μίσους, οργής, περιφρόνησης και από την άλλη θαυμασμού, έκστασης και ελπίδας.

Οργή και περιφρόνηση για τις Βερσαλλίες - θαυμασμός και έκσταση απέναντι στο έργο των κομμουνάρων. Ο Ρεμπό έγινε κοινωνός των ιδανικών της Κομμούνας, ένιωσε τους πόθους των κομμουνάρων να τον διαπερνούν, έζησε την ήττα τους σαν συναγωνιστής. Είχε λοιπόν μια άκρως βιωματική σχέση με τα γεγονότα της Κομμούνας και όταν στους στίχους του χαράσσει τα δικά του συναισθηματικά βιώματα, εμείς διαβάζουμε τον αγώνα, τη συντριβή, τις ελπίδες, όλων των καταπιεσμένων.
Βίκτορ Ουγκό

Συγγραφέας που σημάδεψε την ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, κοινά αναγνωρισμένος για το ανθρωπιστικό πνεύμα που διέπει όλο του το έργο.

Με αριστοκρατικές καταβολές, δεν υπήρξε κομμουνάρος, αλλά με τη ζωή και το έργο του απέδειξε το μέγεθος του ουμανισμού του και της πολιτικής του γενναιότητας, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση ανθρώπων που δε συμφωνούσε με τις κοινωνικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις και ρισκάροντας το να γίνεται και ο ίδιος συχνά στόχος της αντίδρασης.

Μέσα από μια διάθεση ίσων αποστάσεων και κριτικού ρεαλισμού, έκανε σκληρή κριτική στην ανάλγητη εξουσία των Βερσαλλιών, στην προδοτική μπουρζουαζία και στη χρεοκοπημένη μοναρχία και, ταυτόχρονα, χωρίς μίσος και κακή θέληση, αλλά από λάθος κατανόηση της ιστορικής αναγκαιότητας και της σημασίας της Κομμούνας, κατέκρινε τους κομμουνάρους για τη βίαιη πρακτική τους, που όπως πίστευε προερχόταν από την αγραμματοσύνη τους... «Κατ' αρχάς είμαι υπέρ της Κομμούνας, και κατά της πρακτικής της», είχε πει χαρακτηριστικά.

Δημιούργησε πολλά και μεγάλα έργα, εμπνευσμένα από την Κομμούνα και τη ζωή των κομμουνάρων, έργα γεμάτα αγάπη, περηφάνια, θαυμασμό και σεβασμό γι' αυτούς.

Μετά από τη «Ματωμένη εβδομάδα» αγκαλιάζει μέσα από μια ηθικο-αισθητική άποψη το δράμα και τον ηρωισμό των κομμουνάρων και δε σταματά να αγωνίζεται για την αμνηστία όσων βρίσκονται στην εξορία, στην προσφυγιά και στα κάτεργα.
Θεόφιλος Γκοτιέ

Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους μεγαλύτερους του 2ου μισού του 19ου αιώνα, ο Θεόφιλος Γκοτιέ, πιο γνωστός από τις φανταστικές του πρόζες, ήταν από εκείνους που βρίσκονταν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, όχι ωστόσο στο πλευρό των κομμουνάρων, κάθε άλλο μάλιστα, βρισκόταν εκεί παρά τη θέλησή του, αφού όταν η εξέγερση ξέσπασε αυτός είχε την «ατυχία» να βρίσκεται στο Παρίσι, οπότε υπέστη καθ' όλη τη διάρκεια της Κομμούνας έναν «συρφετό από ύαινες και γορίλες», όπως ο ίδιος έλεγε.

Η αλληλογραφία του «εγκλωβισμένου» στο Παρίσι Γκοτιέ είναι αποκαλυπτική των αισθημάτων που έτρεφε για την Κομμούνα και τους κομμουνάρους. Σε ένα γράμμα που απευθύνει στο γιο του αναφέρει: «Οι Βερσαλλίες που τώρα είναι το πραγματικό κέντρο των αποφάσεων, καθώς κατασκευάζεται ένα διαφορετικό στο Παρίσι, όπου οι κύριοι δολοφόνοι βασιλεύουν χωρίς αντίσταση. Θα ενημερώθηκες από τις εφημερίδες για τις λεπτομέρειες αυτής της ανεξήγητης κατάληψης, που ήταν τόσο εύκολο να σταματηθεί όταν ξεκίνησε και στην οποία άφησαν το χρόνο να αναπτυχθεί, να οργανωθεί και να εξαπλωθεί σ' όλη την πόλη. Το Εθνικό Συμβούλιο χάνει τον καιρό του σε μάταιες συνομιλίες αντί να πάρει δραστικά μέτρα και δε δίνει καμία βοήθεια στην υγιή μερίδα του Παρισιού που τρομοκρατείται από κάποιους κατάδικους».

Δε χρειάζονται περισσότερα για να φανεί ότι ο Γκοτιέ στάθηκε απέναντι στην Κομμούνα σαν ένας σκληροπυρηνικός αστός διανοούμενος, που όχι μόνο δεν κάνει τον κόπο να μπει στη θέση των επαναστατημένων και να κατανοήσει τι τους οδήγησε στην εξέγερση, αλλά αντίθετα βιάζεται να τους κατατάξει στην κατηγορία των κοινών ποινικών εγκληματιών, επιδεικνύοντας περισσότερο ζήλο και από αυτές ακόμη τις Βερσαλλίες.

Δυστυχώς, δεν ήταν λίγες οι «λαμπρές προσωπικότητες», όπως ο Θεόφιλος Γκοτιέ, του γαλλικού αλλά και του παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος, που μόλις κατάλαβαν τον κίνδυνο που διέτρεχε το αστικό καθεστώς έλαμψε η πικρόχολη ταξική ιδεολογική τους στενότητα και καταφέρθηκαν ενάντια στην Κομμούνα με τα λόγια και τα έργα τους. Ανάμεσά τους οι Φλομπέρ, Αλφόνς, Αλέξανδρος Ντουμάς (γιος) κ.ά.

Οπως μας λέει όμως ο κομμουνάρος Ζαν Μπατίστ Κλεμάν, το μέλλον ανήκει σ' αυτούς που δημιουργούν τις υλικές και πνευματικές αξίες του έθνους τους, αλλά και όλης της ανθρωπότητας, και τους δίνουν την αναγκαία ιστορική, ιδεολογική, αισθητική, κοινωνικά χρήσιμη κάθε φορά διάσταση. Και αυτοί δεν είναι άλλοι, παρά οι αληθινοί επαναστάτες, εργάτες, καλλιτέχνες και επιστήμονες μαζί.

Η πρώτη αυτή έφοδος της εργατικής τάξης προς το μέλλον κατέδειξε, εκτός από την ανεξίτηλη ομορφιά της, και την ανάγκη να ξεπεραστούν οι σκληρές αντιθέσεις επιθυμητού-δυνατού, ιδανικού-πραγματικότητας και έθεσε από δω και μπρος το κοινωνικό ερώτημα:

Ποιος, με ποιον και γιατί;

Ετσι και αλλιώς.

Εφόσον θα φύγουν αυτές

Οι μέρες οι βαριές,

Οταν όλοι οι φτωχοί ξεσηκωθούν,

Εσύ, ξανά απ' την αρχή

Μαζί τους ξεσηκώσου!!!

TOP READ