28 Αυγ 2013

ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία βοήθησαν τους τρομοκράτες να χρησιμοποιήσουν χημικά όπλα,

ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία βοήθησαν τους τρομοκράτες να χρησιμοποιήσουν χημικά όπλα, καταγγέλλει η συριακή κυβέρνηση
«Αυτά τα χημικά όπλα θα χρησιμοποιηθούν σύντομα από τις ίδιες οργανώσεις εναντίον του λαού της Ευρώπης»
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Συρίας Φάιζαλ Μοκντάντ δήλωσε σήμερα ότι οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία βοήθησαν «τρομοκράτες» να χρησιμοποιήσουν χημικά όπλα στη Συρία και ότι αυτές οι ίδιες τρομοκρατικές οργανώσεις θα χρησιμοποιήσουν σύντομα τα όπλα αυτά εναντίον της Ευρώπης.

Απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους έξω από το ξενοδοχείο «Φορ Σίζονς» στη Δαμασκό, ο Φάιζαλ Μοκντάντ δήλωσε πως παρουσίασε στους επιθεωρητές του ΟΗΕ για τα χημικά όπλα στοιχεία ότι «ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις» χρησιμοποίησαν αέριο σαρίν σε όλους τους τόπους των φερόμενων επιθέσεων.

«Επαναλαμβάνουμε ότι οι τρομοκρατικές οργανώσεις είναι αυτές που χρησιμοποίησαν χημικά όπλα με τη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας και αυτό πρέπει να σταματήσει», δήλωσε. «Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα χημικά όπλα θα χρησιμοποιηθούν σύντομα από τις ίδιες οργανώσεις εναντίον του λαού της Ευρώπης», πρόσθεσε.

Προετοιμάζονται Τουρκία και Ισραήλ

Στο μεταξύ, ο ραδιοσταθμός του ισραηλινού στρατού μετέδωσε πως το Ισραήλ αναπτύσσει προληπτικά το σύνολο της πυραυλικής άμυνάς του εναντίον ενδεχόμενων συριακών επιθέσεων αντιποίνων σε περίπτωση που δυτικές δυνάμεις πραγματοποιήσουν πλήγματα εναντίον της Συρίας.

Ο ραδιοσταθμός δεν έκανε γνωστό πόσες αντιπυραυλικές συστοιχίες έχουν αναπτυχθεί. Οι συστοιχίες αυτές περιλαμβάνουν τους πυραύλους μικρού βεληνεκούς Σιδερένιος Θόλος, τους μεσαίου βεληνεκούς Πάτριοτ και τους μεγάλου βεληνεκούς Άροου ΙΙ.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε χθες ότι η χώρα του θέλει να παραμείνει εκτός της συριακής κρίσης, αλλά θα «απαντήσει δυναμικά» σε οποιαδήποτε απόπειρα επίθεσης εναντίον της.

Η Τουρκία έστειλε στη μεθόριό της με τη Συρία εργαζόμενους στους τομείς αρωγής ειδικά εκπαιδευμένους για να εντοπίζουν και να βοηθούν στην απολύμανση των θυμάτων των χημικών όπλων, και συγκεκριμένα στις περιοχές Κιλίς, Χατάι και τη Σανλιούρφα. Τα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία εκτείνονται σε μήκος 900 χιλιομέτρων.
Συνδέσεις Ειδήσεων: 
Συρία: Οι ένοπλοι αντικαθεστωτικοί έκαναν χρήση χημικών για να προκαλέσουν ξένη επέμβαση

Ο πόλεμος και η διπλή υποταγή του Σαμαρά*

Ο πόλεμος και η διπλή υποταγή του Σαμαρά*


Ποιο πρόβλημα θα λύσει η σχεδιαζόμενη στρατιωτική επιχείρηση της αμερικανικής συμμαχίας των προθύμωνστη Συρία; Γίνεται την επομένη των ανεξακρίβωτων καταγγελιών ότι ο Άσαντ,νικητής του εμφυλίου πολέμου, έριξε χημικά εναντίον αμάχων. Θα ακολουθηθεί το "μοντέλο Λιβύη", δηλαδή αεροπορικές επιδρομές για κάλυψη και ανεφοδιασμό των αντίπαλων του καθεστώτος, με στόχο να έχει και ο Άσαντ την τύχη του Καντάφι.[1]

- Ποιοι είναι ακριβώς οι αντιπολιτευόμενοι[2]; Ανάμεσά τους κυριαρχούν οι ομάδες του Τζιχάντ και οι μαχητές της Αλ Κάιντα. Πιστεύει η δυτική συμμαχίατων προθύμων ότι θα επέλθει σταθερότητα στην περιοχή; Πώς είναι δυνατόν να ανατρέπεται πραξικοπηματικά στην Αίγυπτο εκλεγμένος πρόεδρος, στο όνομα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, ενώ στη Συρία να διευκολύνεται ή και να επιδιώκεται η νίκη της Αλ Κάιντα;
Αυτός ο πόλεμος δεν έχει καμία σχέση με την αναγκαία τιμωρία των ενόχων για εγκληματικές πράξεις, όπως είναι η χρήση χημικών όπλων. Αυτός ο πόλεμος ακούγεται ως απόηχος του νεο-αποικιακού σχεδίου του Μπους[3] για την "εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στη Μ. Ανατολή", με βάση το οποίο έγινε ο πόλεμος στο Ιράκ - και όλοι γνωρίζουμε τα επακόλουθα. Αυτός ο πόλεμος εξυπηρετεί σχεδιασμούς που φτάνουν βαθιά μέχρι το Ιράν και φέρνουν σε αντιπαράθεσημεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα, με τις πρώην αποικιακές χώρες (Βρετανία, Γαλλία [4]) και τις ΗΠΑ, σε μια εποχή όπου το ζητούμενο δεν είναι η παλινδρόμηση σε κάποιου είδους Ψυχρό Πόλεμο, αλλά η διεθνής συνεργασία για την αντιμετώπιση της οικονομικής και της οικολογικής κρίσης.
Η φωτιά της αποσταθεροποίησηςπου θα ανάψει δεν θα σβήσει στις βόρειες ακτές της Αφρικής και της Ασίας. Τα κύματα των προσφύγων, ανάμεσά τους πιθανότατα και φανατικοί ισλαμιστές επιρρεπείς στην τρομοκρατία, θα φτάσουν στην Ευρώπη, με πρώτο σταθμό την Ελλάδα. Η αντιπαράθεση τωνμεγάλων δυνάμεων δεν θα περιοριστεί στη Μ. Ανατολή, αλλά είναι πιθανό να επηρεάσει και τη χώρα μας, που, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, προσβλέπει στην προσέλευση επενδύσεων από τη Ρωσία και την Κίνα.

Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ο Σαμαράς πήγε κατακαλόκαιρο στην Ουάσιγκτον. Ανέλαβε δεσμεύσεις για τον πόλεμο, των οποίων το πρώτο βήμα είναι η αμέριστη προσφορά στρατιωτικών διευκολύνσεων για τις επιχειρήσεις, καθώς και η συγκρότηση άξονα με το Ισραήλ. Αυτές οι δεσμεύσεις, τις οποίες καμιά άλλη μεσογειακή χώρα, αλλά ούτε και η Γερμανία, έχει αναλάβει, με δεδομένη τη γεωγραφική θέση μας, εκθέτουν την Ελλάδα. Με δεδομένη μάλιστα την οικονομική κρίση και την κατάρρευση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, η Ελλάδα δείχνει να γλιστράει ανεπαίσθητα προς τη Μ. Ανατολή.
Όταν γίνει αντιληπτή αυτή η γεωπολιτική μετακίνηση, που συνδυάζεται με τηνπαράδοση στην αμερικανική ομπρέλα προστασίας, τότε θα είναι αργά να μιλήσουν οι κυρίαρχοι κύκλοι της χώρας για τον κίνδυνο η Ελλάδα να βγει εκτός ευρώ.
Η παιδαριώδης σύλληψη Σαμαρά συνίσταται στην οικονομική υποταγή του στη Μέρκελ[5] και στη γεωπολιτική πρόσδεση της χώρας στον υπό αμερικανική κηδεμονία άξονα με το Ισραήλ. Πρόκειται για το δόγμα της διπλής υποτέλειας. Ό,τι χειρότερο δηλαδή για τη χώρα και τους πολίτες της.

Υπ' αυτό το πρίσμα είναι κατανοητή η προσπάθεια του Σαμαρά να εμφανίσει την κυβέρνησή του ως "προπύργιο ασφάλειας και σταθερότητας σε μια περιοχή που φλέγεται", όπως είπε χθες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Με ελάχιστα αποκρυπτόμενη κινδυνολογία πρόσθεσε ότι "πέρυσι η χώρα ήταν πηγή αστάθειας για ολόκληρη την Ευρώπη" και "πρέπει να ενισχύσουμε την εσωτερική σταθερότητα". Προφανώς η εσωτερική σταθερότητα δεν κινδυνεύει από τον Άσαντ, αλλά από κάποιον "εσωτερικό εχθρό". Ακόμη και μπροστά στις φλόγες του πολέμου στη "γειτονιά" μας, ο Σαμαράς αποδεικνύεται αδίστακτος συκοφάντης και πολεμοκάπηλος. "Παίζει" με τον πόλεμο για να πείσει ότι η κυβέρνησή του μπορεί να προσφέρει "υπηρεσίες"! Προφανώς και πάλι εις βάρος της ειρήνης και της δημοκρατίας στη χώρα.
Από την Αυγή 28/8/2013
__________
Υ.Γ.Προσέξτε τις λέξεις με τα bold. Αυτές δίνουν τον τόνο.
__________
[1] Για τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την Λιβύη, μπορείτε να ρίξετε μία ματιά και εδώ. Τα συμπεράσματα για το εάν προετοίμαζε το έδαφος για την επέμβαση, δικά σας.
[2] Αυτοί τους οποίους προβάλετε ως αξιόπιστους μάρτυρες της κατάστασης κύριοι της Αυγής...
[3]Το σχέδιο αυτό είναι του Μπους! Δεν φταίει ο Ομπάμα (για σχεδιασμούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δεν μιλάμε, -πιπέρι!) σε τίποτε. Αυτός παραθερίζει στον Λευκό Οίκο εδώ και μία πενταετία. Ακόμη ο Μπους κυβερνάει ρε!
[5]Λέγε με και ΕΕ

Ο ψευτο-Σίμος της «Αυγής»...

Ο ψευτο-Σίμος της «Αυγής»...

Είναι γνωστό ότι στην «Αυγή» έχουν κάνει τοψέμα επάγγελμα, όταν αναφέρονται στο ΚΚΕ.

Προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ και η «Αυγή» έχουν επιλέξει να αντιπαρατεθούν με το ΚΚΕ όχι σε επίπεδο στρατηγικής και πολιτικών θέσεων, αλλά με συκοφαντίες, διαστρεβλώσεις και ψέματα. Θέλουν και με αυτόν τον τρόπο να ξεγελάσουν τίμιους αγωνιστές, ανθρώπους καλής θέλησης, που εξακολουθούν να αισθάνονται αριστεροί, ώστε να αποφύγουν να αποκαλύπτεται πλήρως αυτό που καθημερινά γίνεται όλο και πιο φανερό, ότι δηλαδή η πολιτική γραμμή και κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ «πασοκοποιείται» με ταχείς ρυθμούς και στον τομέα αυτό.

Τελευταία κρούσματα τα άρθρα του Χ. Σίμου στην «Αυγή».

Πρώτο ψέμα: Σε άρθρο του Χ. Σίμου στην «Κυριακάτικη Αυγή» αναφέρεται ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΕΣΡ για το ζήτημα του «902», παρουσιάστηκαν στη σχετική συνεδρίαση ο δικηγόρος της «Ραδιοτηλεοπτικής ΑΕ», Αντώνης Μπιτσάκης, και ο δικηγόρος του ΔΣ της νέας εταιρείας, Δημήτρης Ράπτης. Οπως προκύπτει, όμως, η αλήθεια είναι διαφορετική και αποτυπώνεται στο ενημερωτικό δελτίο που δόθηκε από το ΕΣΡ με ημερομηνία 21/08/2013, όπου αναφέρει:
«Προσήλθε ο δικηγόρος της εταιρείας, Δημήτρης Ράπτης, πληρεξούσιος του νέου Προέδρου του ΔΣ της ως άνω εταιρείας και ενημέρωσε την Ολομέλεια επί των ακολούθων....».

Η παρουσία στη συνεδρίαση της Ολομέλειας του ΕΣΡ του δικηγόρου Α. Μπιτσάκη, πολύ περισσότερο φυσικά και τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια του ρεπορτάζ (ότι δηλαδή ο Α. Μπιτσάκης επέρριψε ευθύνες στο ΕΣΡ για την πώληση του «902»!), τα οποία ο Χ. Σίμος τα αποδίδει σε «πηγές στο ΕΣΡ», απέχουν παρασάγγας από την αλήθεια. Εκτός κι αν οι «πηγές» του στο ΕΣΡ τον παραπληροφορούν ή ο ίδιος ειδικεύεται στα κατασκευασμένα ρεπορτάζ.

Δεύτερο ψέμα: Σε χτεσινό του άρθρο επαναλαμβάνει τα γνωστά, ότι «ο ενιαίος Συνασπισμός πήρε τη συχνότητα για να προβάλλει τις θέσεις της Αριστεράς», αναπαράγοντας όλη τη ΣΥΡΙΖΑίικη φιλολογία των τελευταίων ημερών, ότι ο «902» είναι σταθμός όλης της «Αριστεράς»... Ομως, η αλήθεια είναι και εδώ διαφορετική: Η «Ραδιοτηλεοπτική ΑΕ», που έχει την άδεια, με απόφαση του ΚΚΕ, συγκροτήθηκε στις 21/02/1989 και μάλιστα με μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία, από προϋπάρχουσα ομόρρυθμη εταιρεία, που προϋπήρχε δηλαδή της συγκρότησης του ενιαίου Συνασπισμού. Οι αρχικοί μέτοχοι ήταν όλοι στελέχη του ΚΚΕ, όπως προκύπτει από το ίδιο συμβόλαιο, υπ' αριθμ. 1252/21-2-1989 της συμβολαιογράφου Κυριακής Λογαρά. Στελέχη του ΚΚΕ ήταν και όλοι οι μέτοχοι της «Ραδιοτηλεοπτικής» το 1993, μετά τη διάλυση του ενιαίου ΣΥΝ, οπότε και χορηγήθηκε η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, που έγινε με την απόφαση υπ' αριθμ. 22414/Ε3/2992 (ΦΕΚ 843/5-11-1993).
Ας μην μπουν, λοιπόν, στον κόπο άλλοι αρθρογράφοι της «Αυγής» να σκαρφίζονται ψέματα για το ΚΚΕ και τον «902» και μάλιστα κακιάς κοπής. Μπορούν να βρουν πάρα πολλά - και πιο επαγγελματικά - στα δημοσιεύματα των εντύπων του συγκροτήματος Λαμπράκη, με το οποίο συμπλέουν - υπογείως και υπεργείως - πολύ συχνά τελευταία. Κάτι ξέρει επ' αυτού πολύ καλά ο κ. Παπαδημούλης, αλλά και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιο είναι όμως το δίδαγμα και από αυτήν την περίπτωση του Χ. Σίμου; Οτι η αντιΚΚΕ τύφλωση σε συνδυασμό με τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό, που χαρακτηρίζει κάθε επίδοξο διαχειριστή του συστήματος, οδηγεί σε μυθεύματα που απλά εκθέτουν όσους τα εμπνέονται και θέλουν να τα πλασάρουν ως αντικειμενικό ρεπορτάζ. Και σίγουρα δεν αποτελούν δημοσιογραφία... Και επειδή ο αρθρογράφος αρέσκεται σε λαϊκές σοφίες, τις οποίες χρησιμοποιεί στα γραπτά του, εμείς θα του υπενθυμίσουμε μία που ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωσή του: «Μια φορά ψεύτης, για πάντα ψεύτης»...

Α.Γ.

Ο Κουρουμπλής, ο Κοτσακάς και τα άλλα παιδιά....

Ο Κουρουμπλής, ο Κοτσακάς και τα άλλα παιδιά....

Με αφορμή την ίδρυση της "Σοσιαλιστικής" (δηλαδή ΠΑΣΟΚικής) τάσης του ΣΥΡΙΖΑ (ρεπορτάζ για τη σχετική έκδηλωση που έγινε μπορείτε να διαβάσετε έδω), το "Red Attack" ανατρέχει στο πρόσφατο παρελθόν και παρουσιάζει σε μια ανάρτηση όσα έχει γράψει για την ΠΑΣΟΚοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ...

ΥΓ. Όποιος θέλει μπορεί να "ψηφίσει" στα σχόλια το πιο "πετυχημένο" επεισόδιο, μέχρι φυσικά το επόμενο...







Αυτά είναι τα νέα γενετικά τροποποιημένα μοσχάρια της ΕΕ…. Μπριζολίτσα κανείς;

Αυτά είναι τα νέα γενετικά τροποποιημένα μοσχάρια της ΕΕ…. Μπριζολίτσα κανείς;

mosxari
Λόγω της γενετικής τροποποίησης και πειραμάτων, γεννήθηκε το Belgian Blue, ένα γιγαντιαίο είδος αγελάδας, γεμάτο με μυς και κρέας.
Αυτό το καταπληκτικό σούπερ είδος βοοειδών είναι γνωστό ότι έχει περισσότερο από 40% επιπλέον μυϊκή μάζα. Θα κερδίσει το βάρος απίστευτα γρήγορα, και θα παράγει γάλα υψηλής πρωτεΐνης για τα μοσχάρια του.
Αυτό που κρύβεται από το ευρύ κοινό, είναι το γεγονός ότι αυτό το είδος βοοειδών είναι γενετικώς τροποποιημένο.
Η ανεμπόδιστη ανάπτυξη των μυών τους παρουσιάζει πολλούς κινδύνους για την υγεία, τα μοσχάρια μπορούν να αναπτύξουν διευρυμένες γλώσσες και σκληρά πόδια, που καθιστάτε δύσκολο για αυτά να τρώνε οδηγώντας τα σε πρόωρο και επώδυνο θάνατο.


Νέες φυλές

Η επιστήμη της γενετικής βελτίωσης ζώων μετρά περισσότερο από έναν αιώνα ζωής, καθώς ξεκίνησε στη Δανία το 1895. Τα Ελληνικά κέντρα ιδρύθηκαν μόλις το 1978, γεγονός που -σύμφωνα με τους επιστήμονες- οφείλεται στη σχετικά περιορισμένη κτηνοτροφική παραγωγή της χώρας μας, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης.

Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία 30 χρόνια οι Έλληνες επιστήμονες έχουν στην ουσία δημιουργήσει δύο νέες φυλές αγελάδων, την Ελληνική κόκκινη και την Ελληνική ξανθόχρωμη. «Πρόκειται για διασταυρώσεις Ελληνικών ειδών με γαλλικές και ολλανδικές φυλές.

Στο παρελθόν, οι διασταυρώσεις αυτές γίνονταν χωρίς κανένα πρόγραμμα από τους ίδιους τους κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα η παραγωγή να μειώνεται, αντί να αυξάνεται. Σήμερα, με τον προγραμματισμό της αναπαραγωγής, μία αγελάδα δίνει πλέον έως και 8 τόνους γάλακτος το χρόνο, σε σχέση με τους 4 τόνους που έδινε στο παρελθόν».


«Οι Ελληνικές φυλές αγελάδων είναι πιο μικρόσωμες από αυτές που ζουν στη βόρεια και τη δυτική Ευρώπη, τρώνε λιγότερο και είναι πιο ανθεκτικές σε διάφορες ασθένειες. Ο γενετικός συνδυασμός τους με τις εισαγμένες αγελάδες μας έχει δώσει ζώα που παράγουν αρκετό γάλα, αλλά ζουν λιγότερο και γεννούν σχεδόν τα μισά μοσχάρια».


Απαιτούνται βελτιώσεις

Παρά τη μεγάλη της συμβολή στην αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, οι επιστήμονες δεν διστάζουν να τονίσουν ότι και οι ίδιες οι πρακτικές γενετικής βελτίωσης ζώων επιδέχονται… βελτιώσεων.

«Όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, η έμφαση των γενετικών βελτιώσεων δινόταν αποκλειστικά και μόνο στην αύξηση της παραγωγής κρέατος και γάλακτος.




Σχόλιο του μπλογκ: Απο τα ληγμενα στα μεταλλαγμένα και τούμπαλιν, άντε και καλή μας χώνεψη.

πηγη

Αυστραλία: Οι ανεπιθύμητοι Έλληνες



Οι διαθέσιμες πηγές για τους έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία είναι σχετικά λιγοστές. Σχετικά μικρός ήταν, άλλωστε, κι ο αριθμός τους: η ειδική υπηρεσιακή απογραφή του 1916 καταμέτρησε μόλις 2.398 Έλληνες σε όλη την Αυστραλία, και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου δεν έμελλε να ξεπεράσουν τους 4.000. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η αντιμετώπισή τους από τις αρχές και την αγγλοσαξονική πλειοψηφία του πληθυσμού υπήρξε ανέφελη. Το αντίθετο μάλιστα: η επίσημη πολιτική της “λευκής Αυστραλίας”, θεσμοποιημένη από το 1901 μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’50, είχε άμεσο αποτέλεσμα την αντιμετώπιση των συμπατριωτών μας ως μεταναστών δεύτερης κατηγορίας. Η κατάταξή τους στους “λευκούς αλλοδαπούς” (white aliens), κατηγορία που περιλάμβανε επίσης τους Ιταλούς, τους Γιουγκοσλάβους, τους Αλβανούς και ουκ ολίγους Ανατολικοευρωπαίους και της οποίας η μετανάστευση στη χώρα αποθαρρυνόταν επίσημα, είχε άμεσες επιπτώσεις στην αντιμετώπισή τους από τη “λευκή” αυστραλιανή κοινωνία, αλλά και τροφοδοτούνταν σταθερά από το ρατσισμό της τελευταίας απέναντι σε αυτούς που ονόμαζε “dagoes” (“βρομιάρηδες μελαψούς”).
Ο θεσμικός ρατσισμός…

Η επίσημη αυστραλιανή πολιτική απέναντι στο ζήτημα κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια συμπυκνώνεται με τον σαφέστερο τρόπο σε ένα τηλεγράφημα του 1918 προς τον βρετανό Ύπατο Αρμοστή της χώρας, στο Λονδίνο: “Μαλτέζοι και Έλληνες δεν είναι επιθυμητοί αλλά η έλευσή τους δεν απαγορεύεται απόλυτα”. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός Χιουζ θα ενημερώσει τον ομόλογό του της Πολιτείας της Νότιας Ουαλίας ότι “δεν θεωρείται ενδεδειγμένη προς το παρόν η προώθηση της μετανάστευσης Ελλήνων, Ιταλών ή άλλων Νοτιοευρωπαίων, δεν υπάρχουν όμως αντιρρήσεις για την εθελοντική μετανάστευση τέτοιων ατόμων, τα οποία, αν αποκτήσουν διαβατήρια δεόντως θεωρημένα από κάποια βρετανική προξενική αρχή και χαίρουν άκρας υγείας, δεν θα εμποδιστούν να αποβιβαστούν στην Αυστραλία”.

Διατυπώσεις όπως οι παραπάνω μπορεί να διασφάλιζαν μια εικόνα “κράτους δικαίου” για τα μάτια του κόσμου, στην πράξη όμως επέτρεπαν κάθε λογής αυθαιρεσίες όσον αφορά τις δυνατότητες των “ανεπιθύμητων” να προσεγγίσουν τη γη της επαγγελίας. Κεντρικός μηχανισμός κατηγοριοποίησης των μεταναστών και διαχωρισμού των προβάτων από τα ερίφια υπήρξε, από το 1901 και μετά, η θέσπιση των διαβόητων “εξετάσεων ορθογραφίας” (dictation tests) βάσει του “νόμου για τον περιορισμό της μετανάστευσης”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου, απορρίπτονταν οι αιτήσεις εισόδου στη χώρα όσων από τους υποψήφιους μετανάστες δεν είχαν “επαρκή” γνώση “μιας ευρωπαϊκής γλώσσας”, εξακριβώσιμη με ένα τεστ υπαγόρευσης 50 λέξεων. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αναστάσιος Τάμης, “επρόκειτο για έναν εύσχημο τρόπο απαγόρευσης μη Ευρωπαίων μεταναστών που περιέσωνε τα διπλωματικά προσχήματα. Σε πολλές περιπτώσεις, εφόσον ο υποψήφιος έποικος παρουσίαζε επάρκεια γνώσεων στην αγγλική, ο υπάλληλος έθετε τις εξετάσεις σε μια οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα” (Τάμης 1997, σ.24). Η δυνατότητα αυτή των εξεταστών θεσμοθετήθηκε επίσημα το 1905 – με αποτέλεσμα, όπως ομολογεί και μια πρόσφατη έκδοση των Εθνικών Αρχείων της Αυστραλίας, “η χρήση του τεστ από τους αξιωματούχους της υπηρεσίας αλλοδαπών να είναι επιλεκτική και να αποσκοπεί στον αποκλεισμό όλων εκείνων που έδειχναν ‘έγχρωμοι’” (Langerfield 1999). Πρώτος στόχος αυτής της διαδικασίας αποκλεισμού ήταν βέβαια οι Κινέζοι, οι Μελανήσιοι και λοιποί Ασιάτες που ενσάρκωναν τον “κίτρινο κίνδυνο” κατά της λευκής Αυστραλίας. Η εφαρμογή του μέτρου, ωστόσο, άνετα μπορούσε να επεκταθεί και σε βάρος των νοτιοευρωπαίων “λευκών αλλοδαπών” που κρίνονταν ανεπαρκώς Αριοι.

Με νόμο του 1924, ο ανώτατος αριθμός Ελλήνων, Αλβανών και Γιουγκοσλάβων μεταναστών που μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στην Αυστραλία ορίστηκε σε 100 το μήνα για την κάθε “φυλή”. Την ίδια χρονιά, η Αγροτική Τράπεζα και η Υπηρεσία Βιομηχανικής Αρωγής θέσπισαν για πρώτη φορά μέτρα εις βάρος των επιχειρήσεων εκείνων που απασχολούν μη βρετανούς υπηκόους. Το 1927, αυτές οι διατάξεις τροποποιήθηκαν επί το αυστηρότερο, με την απαγόρευση δανειοδότησης ή επιχορήγησης κάθε εργοδότη μεταναστών μη αγγλοσαξονικής καταγωγής. Ακόμη κι αυτές οι διακρίσεις κρίνονταν ωστόσο από ορισμένες υπηρεσίες ανεπαρκείς, όπως διαπιστώνουμε από εισήγηση του βοηθού υπουργού Εσωτερικών προς τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας (Ιούλιος 1928) για περιορισμό των ποσοστώσεων των Ελλήνων, Γιουσκοσλάβων και Αλβανών μεταναστών στο μισό. Η τελική λύση θα έρθει το 1930, με την πλήρη απαγόρευση της μετανάστευσης Ελλήνων στην Αυστραλία – εκτός από τις περιπτώσεις στενών συγγενών των ήδη εγκαταστημένων εκεί. Πολιτική που δεν θα αναιρεθεί παρά πολύ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με τις διακρατικές συμφωνίες περί μετανάστευσης του 1952.

…και οι “αγανακτισμένοι πολίτες”

Για τη ρατσιστική αντιμετώπιση των Ελλήνων και των άλλων “ημιεγχρώμων” Νοτιοευρωπαίων αυτά τα χρόνια, οι πηγές είναι αρκετά εύγλωττες. “Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο όρος ‘Dago’ [βρομιάρης] χρησιμοποιείται για τους Ισπανούς, τους Έλληνες, τους Λεβαντίνους, τους Ιταλούς, ακόμη και τους νότιους Γάλλους, και σίγουρα όχι με μια τιμητική έννοια”, υπενθύμιζε λ.χ. το 1924 στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο ο βουλευτής της Τασμανίας Μπάκχαπ, σε μια προσπάθειά του να πείσει τους υπόλοιπους συναδέλφους του ότι “δεν θα πρέπει να προσβάλουμε τις ευαισθησίες άλλων εθνών, στα οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο ευρωπαϊκός πολιτισμός” (Gilchrist 1997, σ.240). Ακόμη σαφέστερος, από την αντίθετη όμως πλευρά, θα είναι τον Ιούνιο του 1925 ο υφυπουργός Προεδρίας του Κουίσλαντ, Τόμας Άρθουρ Φέρι: “Οι Έλληνες της βόρειας Κουϊσλάνδης”, γράφει, “είναι γενικά ανεπιθύμητοι και δεν αποτελούν καλούς εποίκους. Ζουν στις πόλεις κι επιδίδονται σε επιχειρήσεις καφενείων, πανδοχείων και άλλων λιγότερο ευυπόληπτων δραστηριοτήτων. Δεν είναι γεωργοί και δεν συνεισφέρουν τίποτα στον πλούτο ή την ασφάλεια αυτής της χώρας. Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία η οποία θα διεκπεραιωνόταν λιγότερο καλά χωρίς τη βοήθειά τους. Συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας, επισκέφθηκα κάμποσες από τις λέσχες και τα πανδοχεία τους, που βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε άθλια κατάσταση. Κατά μέσο όρο, το βιοτικό επίπεδό τους είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι των άλλων αλλοδαπών. Κοινωνικά και οικονομικά, αυτός ο τύπος μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα στην οποία εγκαθίσταται, και θα ήταν προς όφελος της Πολιτείας αν η είσοδός του απαγορευόταν ολοσχερώς”.

Οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι έλληνες μετανάστες ήταν λίγο πολύ σταθερές: άγνοια ή ανεπαρκής γνώση της αγγλικής γλώσσας, οικονομική ένδεια που οδηγούσε στην αλητεία, σεξουαλική παρενόχληση του γυναικείου υπαλληλικού προσωπικού από τους έλληνες εστιάτορες, παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας προς όφελος των εργοδοτών (κυρίως όσον αφορά την Κυριακή αργία και τη νυχτερινή εργασία). Περισσότερο από καθετί, ωστόσο, αυτό που ενοχλούσε τους “γηγενείς” (δηλαδή τους αγγλοσάξονες μετανάστες προηγούμενης εσοδείας) ήταν ο τρόπος ζωής τους, που φέρνει έντονα στο νου τους σημερινούς αλβανούς και άλλους ανατολικοευρωπαίους μετανάστες στη χώρα μας. “Αγράμματοι, ανειδίκευτοι αλλά φιλόδοξοι και φίλεργοι”, γράφει ο καθηγητής Τάμης, “σκόρπισαν στην αχανή και αρχικά αφιλόξενη ήπειρο όπου γνώρισαν την ξενοφοβία και την καταφρόνια. Εξασκώντας εποχιακά επαγγέλματα, που δεν καταδέχονταν να διεκδικήσουν οι Αγγλοκέλτες Αυστραλοί και ταξιδεύοντας μεγάλες αποστάσεις στην ενδοχώρα, κρατήθηκαν οι περισσότεροι μακριά από τις πόλεις και τα εργοστάσια, που ήταν προνόμιο αποκλειστικό των εποίκων βρετανικής καταγωγής”. Πληθυσμός “βασικά ανδρικός”, “ζούσαν σε αυτοσχέδιες κατοικίες φτιαγμένες από λαμαρίνα και λινάτσα, και έπεφταν συχνά θύματα άγριας εκμετάλλευσης από τους εργοδότες τους” (1997, σ.27-8). Το σχετικό στερεότυπο ήταν τόσο ισχυρό, ώστε ακόμη και η υπέρβαση αυτού του κανόνα στην πράξη -όταν με το πέρασμα των πρώτων δύσκολων χρόνων η αρχική γενιά των ελλήνων μεταναστών άρχισε να “νοικοκυρεύεται”- να δώσει τροφή για μια νέα -και αντεστραμμένη- κινδυνολογία: “με σκληρή δουλειά, συνεργασία κι εγκράτεια”, καταγγέλλει στα 1924 το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τάουνσβιλ, οι Έλληνες και λοιποί μελαχρινοί αγρεργάτες “έχουν αρχίσει να αγοράζουν τα καλύτερα κτήματα”, στερώντας από τους “κατάλευκους” Αγγλοσάξονες το αποκλειστικό προνόμιο της γαιοκτησίας στην πέμπτη ήπειρο.

Ο διωγμός των “πεμπτοφαλαγγιτών”

Με όλα αυτά δεδομένα, το πέρασμα από το διάχυτο και το θεσμικό ρατσισμό σε ανοιχτά ξεσπάσματα “φυλετικής” βίας δεν χρειαζόταν παρά μια σπίθα. Την πρόσφερε η συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν η Ελλάδα του βασιλιά Κωνσταντίνου ήρθε αντιμέτωπη με την Αντάντ και οι έλληνες μετανάστες απανταχού της Κοινοπολιτείας μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε “εσωτερικό εχθρό” (κάτι, δηλαδή, σαν τους “Ουτσεκάδες” που έβλεπε πριν από ένα χρόνο στο πρόσωπο του κάθε αλβανού μετανάστη η δικιά μας εθνικόφρων υστερία). “Εθνικά ευαίσθητες” φυλλάδες, νεοσύλλεκτοι φαντάροι και οιστρηλατημένοι “πατριώτες” κάθε λογής θα αφήσουν έτσι επανειλημμένα τη μανία τους να ξεσπάσει ενάντια στον “εσωτερικό εχθρό”, με προνομιακό στόχο τα καταστήματα ελληνικής ιδιοκτησίας αλλά και τους ίδιους τους μετανάστες. Το αποκορύφωμα θα έρθει το φθινόπωρο του 1916, όταν οι αντιβενιζελικοί επίστρατοι αποκρούουν με τα όπλα την εισβολή των αγγλογαλλικών στρατευμάτων στην Αθήνα. Προσαρμοζόμενη με το ρεύμα, η αυστραλιανή δικαιοσύνη θα φανεί ιδιαίτερα επιεικής απέναντι σε αυτά τα ρατσιστικά ξεσπάσματα, επιμερίζοντας τις ποινές της σε ευθεία αναλογία προς το διαπιστούμενο βαθμό “εθνικής οργής” των συλλαμβανόμενων αυτουργών. Ούτως ή άλλως, ο απολογισμός των βιαιοτήτων είναι εντυπωσιακός:

- τον Ιούλιο του 1915, περίπου 200 άτομα, καθοδηγούμενα από μια “ομάδα κρούσης” 60 στρατιωτών καταστρέφουν ελληνικό καφενείο στο Μπρισμπέιν, τραυματίζοντας σοβαρά μια σερβιτόρα. Δεν υπήρξαν συλλήψεις.

- τον Νοέμβριο του 1915, ένταση επικρατεί στο Σίδνεϊ ύστερα από τη διασπορά μιας ψευδούς φήμης ότι έλληνας υπάλληλος ιταλικού μανάβικου δολοφόνησε αδειούχο φαντάρο. Το μανάβικο γίνεται βίδες από τον εξαγριωμένο όχλο. Ακολουθεί λιθοβολισμός της Διεθνούς Λέσχης από 300 στρατιώτες, με συνδρομή κάπου 1000 πολιτών.

- στις 13 Δεκεμβρίου 1915, πάντα στο Σίδνεϊ και με αφορμή την ίδια διάδοση, περίπου 300 στρατιώτες σε σχηματισμό μάχης αρχίζουν να καταστρέφουν συστηματικά τα ελληνικά μαγαζιά του κέντρου της πόλης. Στις βιαιότητες παίρνουν μέρος κι εκατοντάδες νεαροί πολίτες, με αποτέλεσμα ο όχλος να φτάσει τις 4000. Ύστερα από ώρες συλλαμβάνονται 14 άτομα, τα οποία θα καταδικαστούν σε μικροπρόστιμα. Οι αρχές της Πολιτείας καταδικάζουν τις επιθέσεις ως “άνομη ηλιθιότητα”, με το σκεπτικό ότι αυτοί που θα πληρώσουν τα σπασμένα είναι όχι οι (ανεπιθύμητοι) Έλληνες αλλά οι αυστραλιανές ασφαλιστικές εταιρείες!

- στις 27 Οκτωβρίου 1916, εκατοντάδες πολίτες με τη βρετανική σημαία μπροστά λεηλατούν τα ελληνικά καταστήματα του Περθ.

- στις 9 Δεκεμβρίου 1916, ένα πλήθος -καθοδηγητικός πυρήνας του οποίου ήταν στρατιωτικά τμήματα σε παράταξη, με επικεφαλής ένα σαλπιγκτή που έδωσε και το σήμα για την έφοδο- λεηλατεί και πυρπολεί τα ελληνικά καταστήματα του Κάλγκουρλι. Αντίστοιχες σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο διήμερο και στο γειτονικό Μπάουλντερ. Συνολικά, 21 ελληνικά μαγαζιά τέθηκαν εκτός μάχης, με ενεργό συμμετοχή του ευρύτερου πληθυσμού. Η αυστραλιανή κυβέρνηση αρνήθηκε με επιμονή οποιαδήποτε αποζημίωση, ενώ ακόμη πιο αποκαλυπτική για το κλίμα των ημερών υπήρξε η στάση της Δικαιοσύνης: τα μοναδικά άτομα που καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές φυλάκισης ήταν ένας πρώην κατάδικος κι ένας Ιταλός – στην περίπτωση του οποίου, οι δικαστές φρόντισαν να καταλογίσουν ρητά ως επιβαρυντικό στοιχείο την de facto “απουσία πατριωτικού ζήλου”! Ο επικεφαλής σαλπιγκτής τιμωρήθηκε με το γελοίο πρόστιμο των δυόμισι σελινιών, ενώ φαντάροι που είχαν γυρίσει απ’ το Μέτωπο κρίθηκαν μεν ένοχοι, δεν τους καταλογίστηκε όμως ποινή…

Γηγενείς και ξένοι εργάτες

Τα ρατσιστικά αυτά ξεσπάσματα δεν επρόκειτο όμως να σταματήσουν με την ανακωχή του 1918. Το αντίθετο, μάλιστα. Η μαζική επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα θα δώσει κι εδώ, όπως και στην Ευρώπη ή την Αμερική, την ευκαιρία για τη μετάσταση της εμπόλεμης εθνικοφροσύνης σε πρωτοφασιστικές μορφές ξενοφοβίας και δίωξης των “Άλλων” – με επιχείρημα τόσο τους κινδύνους που απειλούν την “καθαρότητα του έθνους” όσο και την ανάγκη διασφάλισης της εργασίας των “γηγενών”. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το κύμα έρποντος ρατσισμού θα σταθούν τα επίσημα συνδικάτα και το συνδεδεμένο με αυτά Εργατικό Κόμμα. Τα επιχειρήματά τους θα κυμανθούν από τον κίνδυνο πρόκλησης εργατικών ατυχημάτων στα ορυχεία λόγω της πλημμελούς γνώσης της αγγλικής από τους dagoes, μέχρι την “προσβολή των ηθών” από τον τρόπο ζωής των ανεπιθύμητων μεταναστών. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η Ένωση Αυστραλών Εργατών θα αρνηθεί το 1925 να γράψει ως μέλη της τους Έλληνες αγρεργάτες του Μπρισμπέιν, ενώ ακόμη κι η έκθεση Φέρι θα αποδοθεί από πολλούς στην επιρροή δικών της στελεχών. Εξίσου χαρακτηριστικό του όλου κλίματος μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι, την ίδια εποχή, μεταξύ των φορέων της Αδελαϊδας που κινητοποιούνται ενάντια στους Ιταλούς και Έλληνες μετανάστες συγκαταλέγονται αντιπροσωπεία των τοπικών συνδικάτων, οι εκκλησίες της πόλης και διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία…

Ανάλογες αποχρώσεις πήραν και τα αντιμεταναστευτικά πογκρόμ της εποχής, ένας από τους προνομιακούς στόχους των οποίων ήταν και πάλι οι συμπατριώτες μας. Τον Οκτώβριο του 1919 αναφέρονται νέες ταραχές στο Κάλγκουρλι, με στόχο Ιταλούς, Σέρβους, Αλβανούς κι Έλληνες μετανάστες. Το 1924, άρτι αφιχθέντες και πεινασμένοι Έλληνες λιθοβολούνται στο Μπρόκεν Χιλ. Το σημαντικότερο κρούσμα θα σημειωθεί όμως τον Ιανουάριο του 1934, ξανά στο Κάλγκουρλι και το Μπάουλντερ, κέντρα της εξορυκτικής βιομηχανίας χρυσού της Δυτικής Αυστραλίας που έχουν μετατραπεί σε μια μόνιμη εστία ρατσισμού εναντίον των dagoes. Το έναυσμα αυτή τη φορά θα είναι ο θάνατος ενός δημοφιλούς τοπικού ποδοσφαιριστή σε καυγά με τον ιταλό μπάρμαν ενός ξενοδοχείου. Επί δυο μέρες (29-30/1/34), εκατοντάδες ένοπλοι “γηγενείς” χρυσωρύχοι θα λεηλατούν και θα καίνε τα ελληνικά, γιουγκοσλάβικα κι ιταλικά μαγαζιά της περιοχής, καθώς και ουκ ολίγα σπίτια νοτιοευρωπαίων μεταναστών ΄ συνολικά, 92 κατοικίες και 37 μαγαζιά θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Τρομοκρατημένοι, οι Ελληνες του Κάλγκουρλι “εγκατέλειψαν εν ώρα νυκτός τα πάντα”, σύμφωνα με τη διατύπωση του τότε γενικού προξένου Λ. Χρυσανθόπουλου, “μεταβάντες δι’ αυτοκινήτων και άλλων μεταφορικών μέσων εις άλλα χωρία, οπόθεν μετέβησαν της εις Πέρθην μεταβαινούσης αμαξοστοιχίας, φθάσαντες εκεί μετά των οικογενειών των εν οικτρά καταστάσει, ως πρόσφυγες” (Τάμης 1997, σ.85). Στο Μπάουλντερ, αντίθετα, ιταλοί και γιουγκοσλάβοι μετανάστες θα αντιτάξουν ένοπλη άμυνα στα στίφη των επιδρομέων, με αποτέλεσμα δυο νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Η είδηση, απαλλαγμένη από οποιοδήποτε εθνικό χρωματισμό, θα φτάσει μέχρι τις στήλες του αθηναϊκού Τύπου: “Τηλεγραφήματα εκ Καλγούρλι της Αυστραλίας αναφέρουν ότι αι συγκρούσεις μεταξύ των χρυσωρύχων και των ξένων [sic] εξηκολούθησαν καθ’ όλην την νύκτα. Περί την αυγήν οι ξένοι οι οποίοι είχον καταφύγει εις χαρακώματα, εξετοπίσθησαν κατόπιν τυφεκιοβολισμού των επιτιθεμένων. Οι τελευταίοι ούτοι κατέστρεψαν τα ‘καταφύγια’ εις τα οποία ευρίσκονταν οι ξένοι” (“Ελεύθερον Βήμα” 1/2/34, σ.4).

Επρόκειτο, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, για την τελευταία τέτοια πανηγυρική εκδήλωση ρατσιστικής βίας. Υποχρεωμένη να καταβάλει αποζημιώσεις στα θύματα των “ταραχών”, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας βρέθηκε απ’ ό,τι φαίνεται στην ανάγκη να περιστείλει, όχι βέβαια το θεσμικό ρατσισμό, αλλά τουλάχιστον τις ακραίες εξωθεσμικές εκφράσεις του. Ακολούθησαν ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η ψυχροπολεμική περίοδος, ανατρέποντας πλήρως τα “φυλετικά” κριτήρια και τις ιεραρχήσεις της “λευκής Αυστραλίας”. Ως μέλη τρόπον τινά του κλαμπ της Δύσης, οι Έλληνες ήταν πλέον -επίσημα τουλάχιστον- καλοδεχούμενοι στους αντίποδες. Όμως αυτά είναι μια άλλη ιστορία…

ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ. Ο φόβος του Ελληνα-μπαμπούλα είχε καλλιεργηθεί στην Αυστραλία πολύ καιρό προτού αρχίσει η συστηματική μετανάστευση Ελλήνων στη χώρα. Οπως αναφέρει ο Α. Τάμης (σ. 82), οι εφημερίδες της Αυστραλίας καλούσαν ήδη από το 1824 τις μητέρες να συμβουλεύουν τα παιδιά τους πώς να αποφεύγουν τους “Ελληνες αλήτες που περιφέρονταν στους δρόμους του Σίδνεϊ”.

ΚΑΒΓΑΔΕΣ. Οταν το 1915 απήργησαν στο Ντάργουϊν οι υπάλληλοι και μάγειροι των ξενοδοχείων, η μικρή ελληνική κοινότητα της πόλης βρέθηκε στο στόχαστρο των “ντόπιων” εργαζομένων. Τα ελληνικά εστιατόρια είχαν δει την πελατεία τους να αυξάνεται στη διάρκεια της απεργάις, ενώ μετά το τέλος της πολλές θέσεις καλύφθηκαν από Ελληνες. Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρουν επεισόδια μεταξύ των ενδιαφερομένων, “στα οποία πρωταγωνίστηκαν ορισμένοι λευκοί και Ελληνες” (Gilchrist, τ. Α΄, σ. 28-29). Η διάκριση μεταξύ “λευκών” και “Ελλήνων” συνιστά εύγλωττη μαρτυρία για το πώς έβλεπαν οι Αυστραλιανοί τους Ελληνες μετανάστες.

ΑΠΟΡΡΗΤΑ. Το 1916 οι αυστραλιανές αρχές διέταξαν μίαν άκρως απόρρητη απογραφή των Ελλήνων που ζούσαν στη χώρα, για το ενδεχόμενο που η Ελλάδα θα προσχωρούσε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες οπότε στο κεντρικό Γραφείο Πληροφοριών συγκεντρώθηκαν κατάλογοι, συχνά βασισμένοι στο κουτσομπολιό των γειτόνων, με το όνομα, τη διεύθυνση και την επαγγελματική ιδιότητα 2.398 Ελλήνων. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, απόρρητο βρετανικό τηλεγράφημα συνιστούσε στην αυστραλιανή κυβέρνηση, σε περίπτωση που η Ελλάδα εμπλεκόταν σε πόλεμο με τη Βρετανία, να μη μεταχειριστεί ως εχθρούς τους οπαδούς του Βενιζέλου, αλλά μόνο τους Κωνσταντινικούς (Gilchrist, τ. Α΄, σ. 16-19).

ΕΘΝΟΤΟΠΙΚΑ. Από επιστολή που έστειλε το 1916 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Σίδνεϊ Σάμιουελ Κοέν προς τον πρωθυπουργό της χώρας, σε μια προσπάθεια να σταματήσει τις επιθέσεις κατά των Ελλήνων μεταναστών: “Παρόλο που ξέρω πως η ατυχής κατάσταση στην Ελλάδα έχει επηρεάσει πολλούς ανάμεσά μας, μπορώ να σας διαβεβαιώσω από τις προσωπικές επαφές που είχα με τους Ελληνες σε τούτη την Πολιτεία, αλλά και από ό,τι πληροφορούμαι για άλλες, ότι μολονότι κάποιοι είναι αναμφισβήτητα βασιλικοί, η πλειονότητά τους, όπως προκύπτει και από τα πιστοποιητικά που εκδίδω από καιρού εις καιρόν, προέρχονται από τα νησιά και είναι φανατικοί Βενιζελικοί. Επίσης, γεγονός ακόμη σημαντικότερο, είναι εξαιρετικά πιστοί στο κράτος μας και σαφώς αγγλόφιλοι” (Gilchrist, τ. Α΄, σ. 25-26).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ. Σπαζοκεφαλιά για τις “φυλετικές” ταξινομήσεις των αυστραλιανών αρχών αποτέλεσε το 1929 η περίπτωση των “Ιταλών υπηκόων ελληνικής φυλής”, δηλαδή των Ελλήνων που προέρχονταν από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα. Τελικά, η αυστραλιανή γραφειοκρατία έδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς τις γυναίκες. Σύμφωνα με την τελική της απόφαση, η είσοδος επιτράπηκε στις Ελληνίδες που διέθεταν ιταλικό διαβατήριο, ενώ απαγορεύτηκε στους άνδρες κατόχους ιταλικών πιστοποιητικών.

Οι ομογενείς πειρατές

Οπως και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, οι πρώτοι Ελληνες που αποίκισαν την Αυστραλία ήταν βαρυποινίτες, οι οποίοι εξορίστηκαν από τις βρετανικές αρχές περίπου ως δούλοι στη μακρινή ήπειρο γλιτώνοντας τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση. Αυτοί οι πρώτοι Ελληνες άποικοι ήταν επτά ναυτικοί που στάλθηκαν σιδηροδέσμιοι από την κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος στην Αυστραλία τον Αύγουστο του 1829, μετά την καταδίκη τους για πειρατεία. Ηταν το πλήρωμα της σκούνας “Ηρακλής” που είχε κουρσέψει το βρετανικό εμπορικό μπρίκι “Αλκηστη” στις 29 Ιουλίου 1827 έξω από τη Μάλτα. Πλοίαρχος του ελληνικού πλοίου ήταν ο Αθηναίος Αντώνης Μανώλης, και το πλήρωμά του αποτελούσαν οι Υδραίοι Δαμιανός Νινής, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Βασιλάκης, Κωνσταντίνος Στρουμπούλης, Νικόλαος Παπανδρέου και Γεώργιος Λαρίτσος. Από τους Βρετανούς είχαν πάρει το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου τους (πιπέρι, σκοινιά, σκεύη, θειάφι), χωρίς να πειράξουν τους ναυτικούς. Δυο μέρες αργότερα, η ελληνική σκούνα έπεσε πάνω στο γρήγορο βρετανικό πολεμικό Gannet, το οποίο εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης. Με τον έλεγχο, ανακαλύφτηκε η πειρατική λεία, και ο “Ηρακλής” οδηγήθηκε με το ζόρι στη Μάλτα. Εκεί οι έμποροι που είχαν προμηθεύσει την “Αλκηστη” αναγνώρισαν την πραμάτεια τους. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεψε και το ίδιο το βρετανικό πλοίο στη Μάλτα και οι ναυτικοί του αναγνώρισαν τους πειρατές.

Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η οδύσσεια των επτά νεαρών Ελλήνων. Σε πέντε μήνες οδηγούνται στο ειδικό δικαστήριο της Μάλτας, όπου προεδρεύει ο αντιναύαρχος σερ Εντουαρντ Κόντρικτον. Τραγική ειρωνεία. Ο Κόντρικτον είναι βέβαια ο γνωστός ναύαρχος του αγγλικού στόλου, κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, που έσωσε την ελληνική επανάσταση τέσσερις μόλις μήνες νωρίτερα. Αλλά ο Κόντρικτον δεν είχε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια στους Ελληνες και πολύ λιγότερο στους Ελληνες πειρατές. Είχε στείλει πέντε φορές έγγραφες διαμαρτυρίες προς την ελληνική επαναστατική ηγεσία και την είχε επισκεφτεί στο Ναύπλιο, ζητώντας την περιστολή της πειρατείας, απειλώντας να πάρει μέτρα. Στη δίκη, πάντως δυσκολεύτηκε να καταδικάσει το πλήρωμα του “Ηρακλή”. Οι ένορκοι (τρεις Αγγλοι, τρεις Μαλτέζοι, τέσσερις Σικελοί, ένας Ισπανός και ένας Γάλλος) είχαν επηρεαστεί από την περιγραφή της επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα και από το γεγονός ότι το πλοίο που υπέστη την πειρατεία κατευθυνόταν προς ένα εχθρικό για τους Ελληνες λιμάνι (την Αλεξάνδρεια). Τελικά οι θανατικές καταδίκες που επιβλήθηκαν δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστούν. Το Λονδίνο αποφάσισε την μετατροπή των ποινών σε καταναγκαστικά έργα στην Αυστραλία.

Στο Σίδνεϊ οι επτά Ελληνες ορίστηκαν υπηρέτες των αποικιακών αρχών. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τη δράση τους στην Αυστραλία, όμως κάποιες πηγές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πολύ γρήγορα αξιοποιήθηκαν οι ιδιαίτερες γνώσεις τους στην οινοποιϊα. Τελικά, το 1836, με βασιλική απόφαση, δόθηκε χάρη στους επτά ναυτικούς. Ηδη από το 1834, μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, και κατόπιν ενεργειών των Υδραίων συγγενών τους, κινήθηκε η ελληνική διπλωματία για τον επαναπατρισμό των επτά. Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρίδων Τρικούπης, και τελικά επιτεύχθηκε ελληνοβρετανική συμφωνία για την πλήρη απαλλαγή των ναυτικών και τη μεταφορά τους στην Ευρώπη. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει τα έξοδα της μεταφοράς: 4.921 δραχμές.

Από τους επτά οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν. Οι δυο που αποφάσισαν να παραμείνουν στην Αυστραλία και να πάρουν τη βρετανική υπηκοότητα ήταν ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης. Για τον πρώτο δεν είναι γνωστό παρά μόνο ότι εργάστηκε ως κηπουρός και πέθανε το 1880. Ο Βούλγαρης, όμως, είχε καλύτερη τύχη. Αλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ, παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και έκανε δέκα παιδιά και 52 εγγόνια, στους οποίους άφησε μια μικρή περιουσία. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έχουν, όμως, πλέον ενταχθεί στην Ιρλανδική και την καθολική κοινότητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Αναστάσιος Μ. Τάμης “Ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας” (τ.A΄ [1830-1958], εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997). Η σύσταση, η οργάνωση και η εξέλιξη των ελληνικών κοινοτήτων στην Αυστραλία, γραμμένη από έναν καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο La Trobe της Μελβούρνης. Αν και η μελέτη εστιάζεται κυρίως στην εκκλησιαστική ιστορία της κοινότητας, περιλαμβάνονται σημαντικές πληροφορίες για τις ανθελληνικές ταραχές του 1915 και του 1934.

Hugh Gilchrist “Australians and Greeks” (Halstead Press, Vol. 1 [The early years] Melbourne 1992, Vol. 2 [The middle years] Melbourne 1997). Οι σχέσεις των Ελλήνων με την Αυστραλία και των Αυστραλών με την Ελλάδα σε μια αναλυτική εξιστόρηση που δεν παραραλείπει τις δυσάρεστες πλευρές, όπως τις ανθελληνικές ταραχές του μεσοπολέμου. Ο συγγραφέας υπήρξε πρεσβευτής της χώρας του στην Αθήνα κατά την περίοδο της δικτατορίας (1968-1972).

Michele Langfield “More people imperative. Immigration to Australia, 1901-39″ (National Archives of Australia, Καμπέρα 1999). Παρουσίαση της μεταναστευτικής πολιτικής της Αυστραλίας πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με βάση τα κρατικά αρχεία της χώρας. Σποραδικές αναφορές στην αντιμετώπιση των Ελλήνων ως “ενίοτε ημιέγχρωμων” μεταναστών β΄ κατηγορίας, στην ίδια κατηγορία με τους Αλβανούς και τους Γιουγκοσλάβους.

Στέλιος Κουρμπέτης “Εωθινόν. Η ιστορία της ελληνικής αριστεράς της Αυστραλίας, 1915-1955″(Μελβούρνη 1992). Η πρώτη επαφή των “ανεπιθύμητων” ελλήνων μεταναστών με το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας, με βάση κυρίως μαρτυρίες αγωνιστών της εποχής. Σκιαγράφηση του εχθρικού κλίματος απέναντι στους “dagoes” αλλά και της αρνητικής στάσης της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής ηγεσίας απέναντι σε οποιεσδήποτε διεκδικήσεις.

ΔΕΙΤΕ

Φοβού τους Ελληνες του Τζον Τατούλις (1999). Διακωμώδηση της μεταφύτευσης των “καθυστερημένων” ηθών του ελλαδικού χώρου στους αντίποδες, μέσα από μια ιστορία κρητικής βεντέτας που ξετυλίγεται από τον Ψηλορείτη ώς τη Μελβούρνη.

(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,

Αυστραλία: Οι ανεπιθύμητοι Έλληνες



Οι διαθέσιμες πηγές για τους έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία είναι σχετικά λιγοστές. Σχετικά μικρός ήταν, άλλωστε, κι ο αριθμός τους: η ειδική υπηρεσιακή απογραφή του 1916 καταμέτρησε μόλις 2.398 Έλληνες σε όλη την Αυστραλία, και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου δεν έμελλε να ξεπεράσουν τους 4.000. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η αντιμετώπισή τους από τις αρχές και την αγγλοσαξονική πλειοψηφία του πληθυσμού υπήρξε ανέφελη. Το αντίθετο μάλιστα: η επίσημη πολιτική της “λευκής Αυστραλίας”, θεσμοποιημένη από το 1901 μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’50, είχε άμεσο αποτέλεσμα την αντιμετώπιση των συμπατριωτών μας ως μεταναστών δεύτερης κατηγορίας. Η κατάταξή τους στους “λευκούς αλλοδαπούς” (white aliens), κατηγορία που περιλάμβανε επίσης τους Ιταλούς, τους Γιουγκοσλάβους, τους Αλβανούς και ουκ ολίγους Ανατολικοευρωπαίους και της οποίας η μετανάστευση στη χώρα αποθαρρυνόταν επίσημα, είχε άμεσες επιπτώσεις στην αντιμετώπισή τους από τη “λευκή” αυστραλιανή κοινωνία, αλλά και τροφοδοτούνταν σταθερά από το ρατσισμό της τελευταίας απέναντι σε αυτούς που ονόμαζε “dagoes” (“βρομιάρηδες μελαψούς”).
Ο θεσμικός ρατσισμός…

Η επίσημη αυστραλιανή πολιτική απέναντι στο ζήτημα κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια συμπυκνώνεται με τον σαφέστερο τρόπο σε ένα τηλεγράφημα του 1918 προς τον βρετανό Ύπατο Αρμοστή της χώρας, στο Λονδίνο: “Μαλτέζοι και Έλληνες δεν είναι επιθυμητοί αλλά η έλευσή τους δεν απαγορεύεται απόλυτα”. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός Χιουζ θα ενημερώσει τον ομόλογό του της Πολιτείας της Νότιας Ουαλίας ότι “δεν θεωρείται ενδεδειγμένη προς το παρόν η προώθηση της μετανάστευσης Ελλήνων, Ιταλών ή άλλων Νοτιοευρωπαίων, δεν υπάρχουν όμως αντιρρήσεις για την εθελοντική μετανάστευση τέτοιων ατόμων, τα οποία, αν αποκτήσουν διαβατήρια δεόντως θεωρημένα από κάποια βρετανική προξενική αρχή και χαίρουν άκρας υγείας, δεν θα εμποδιστούν να αποβιβαστούν στην Αυστραλία”.

Διατυπώσεις όπως οι παραπάνω μπορεί να διασφάλιζαν μια εικόνα “κράτους δικαίου” για τα μάτια του κόσμου, στην πράξη όμως επέτρεπαν κάθε λογής αυθαιρεσίες όσον αφορά τις δυνατότητες των “ανεπιθύμητων” να προσεγγίσουν τη γη της επαγγελίας. Κεντρικός μηχανισμός κατηγοριοποίησης των μεταναστών και διαχωρισμού των προβάτων από τα ερίφια υπήρξε, από το 1901 και μετά, η θέσπιση των διαβόητων “εξετάσεων ορθογραφίας” (dictation tests) βάσει του “νόμου για τον περιορισμό της μετανάστευσης”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου, απορρίπτονταν οι αιτήσεις εισόδου στη χώρα όσων από τους υποψήφιους μετανάστες δεν είχαν “επαρκή” γνώση “μιας ευρωπαϊκής γλώσσας”, εξακριβώσιμη με ένα τεστ υπαγόρευσης 50 λέξεων. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αναστάσιος Τάμης, “επρόκειτο για έναν εύσχημο τρόπο απαγόρευσης μη Ευρωπαίων μεταναστών που περιέσωνε τα διπλωματικά προσχήματα. Σε πολλές περιπτώσεις, εφόσον ο υποψήφιος έποικος παρουσίαζε επάρκεια γνώσεων στην αγγλική, ο υπάλληλος έθετε τις εξετάσεις σε μια οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα” (Τάμης 1997, σ.24). Η δυνατότητα αυτή των εξεταστών θεσμοθετήθηκε επίσημα το 1905 – με αποτέλεσμα, όπως ομολογεί και μια πρόσφατη έκδοση των Εθνικών Αρχείων της Αυστραλίας, “η χρήση του τεστ από τους αξιωματούχους της υπηρεσίας αλλοδαπών να είναι επιλεκτική και να αποσκοπεί στον αποκλεισμό όλων εκείνων που έδειχναν ‘έγχρωμοι’” (Langerfield 1999). Πρώτος στόχος αυτής της διαδικασίας αποκλεισμού ήταν βέβαια οι Κινέζοι, οι Μελανήσιοι και λοιποί Ασιάτες που ενσάρκωναν τον “κίτρινο κίνδυνο” κατά της λευκής Αυστραλίας. Η εφαρμογή του μέτρου, ωστόσο, άνετα μπορούσε να επεκταθεί και σε βάρος των νοτιοευρωπαίων “λευκών αλλοδαπών” που κρίνονταν ανεπαρκώς Αριοι.

Με νόμο του 1924, ο ανώτατος αριθμός Ελλήνων, Αλβανών και Γιουγκοσλάβων μεταναστών που μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στην Αυστραλία ορίστηκε σε 100 το μήνα για την κάθε “φυλή”. Την ίδια χρονιά, η Αγροτική Τράπεζα και η Υπηρεσία Βιομηχανικής Αρωγής θέσπισαν για πρώτη φορά μέτρα εις βάρος των επιχειρήσεων εκείνων που απασχολούν μη βρετανούς υπηκόους. Το 1927, αυτές οι διατάξεις τροποποιήθηκαν επί το αυστηρότερο, με την απαγόρευση δανειοδότησης ή επιχορήγησης κάθε εργοδότη μεταναστών μη αγγλοσαξονικής καταγωγής. Ακόμη κι αυτές οι διακρίσεις κρίνονταν ωστόσο από ορισμένες υπηρεσίες ανεπαρκείς, όπως διαπιστώνουμε από εισήγηση του βοηθού υπουργού Εσωτερικών προς τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας (Ιούλιος 1928) για περιορισμό των ποσοστώσεων των Ελλήνων, Γιουσκοσλάβων και Αλβανών μεταναστών στο μισό. Η τελική λύση θα έρθει το 1930, με την πλήρη απαγόρευση της μετανάστευσης Ελλήνων στην Αυστραλία – εκτός από τις περιπτώσεις στενών συγγενών των ήδη εγκαταστημένων εκεί. Πολιτική που δεν θα αναιρεθεί παρά πολύ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με τις διακρατικές συμφωνίες περί μετανάστευσης του 1952.

…και οι “αγανακτισμένοι πολίτες”

Για τη ρατσιστική αντιμετώπιση των Ελλήνων και των άλλων “ημιεγχρώμων” Νοτιοευρωπαίων αυτά τα χρόνια, οι πηγές είναι αρκετά εύγλωττες. “Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο όρος ‘Dago’ [βρομιάρης] χρησιμοποιείται για τους Ισπανούς, τους Έλληνες, τους Λεβαντίνους, τους Ιταλούς, ακόμη και τους νότιους Γάλλους, και σίγουρα όχι με μια τιμητική έννοια”, υπενθύμιζε λ.χ. το 1924 στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο ο βουλευτής της Τασμανίας Μπάκχαπ, σε μια προσπάθειά του να πείσει τους υπόλοιπους συναδέλφους του ότι “δεν θα πρέπει να προσβάλουμε τις ευαισθησίες άλλων εθνών, στα οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο ευρωπαϊκός πολιτισμός” (Gilchrist 1997, σ.240). Ακόμη σαφέστερος, από την αντίθετη όμως πλευρά, θα είναι τον Ιούνιο του 1925 ο υφυπουργός Προεδρίας του Κουίσλαντ, Τόμας Άρθουρ Φέρι: “Οι Έλληνες της βόρειας Κουϊσλάνδης”, γράφει, “είναι γενικά ανεπιθύμητοι και δεν αποτελούν καλούς εποίκους. Ζουν στις πόλεις κι επιδίδονται σε επιχειρήσεις καφενείων, πανδοχείων και άλλων λιγότερο ευυπόληπτων δραστηριοτήτων. Δεν είναι γεωργοί και δεν συνεισφέρουν τίποτα στον πλούτο ή την ασφάλεια αυτής της χώρας. Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία η οποία θα διεκπεραιωνόταν λιγότερο καλά χωρίς τη βοήθειά τους. Συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας, επισκέφθηκα κάμποσες από τις λέσχες και τα πανδοχεία τους, που βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε άθλια κατάσταση. Κατά μέσο όρο, το βιοτικό επίπεδό τους είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι των άλλων αλλοδαπών. Κοινωνικά και οικονομικά, αυτός ο τύπος μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα στην οποία εγκαθίσταται, και θα ήταν προς όφελος της Πολιτείας αν η είσοδός του απαγορευόταν ολοσχερώς”.

Οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι έλληνες μετανάστες ήταν λίγο πολύ σταθερές: άγνοια ή ανεπαρκής γνώση της αγγλικής γλώσσας, οικονομική ένδεια που οδηγούσε στην αλητεία, σεξουαλική παρενόχληση του γυναικείου υπαλληλικού προσωπικού από τους έλληνες εστιάτορες, παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας προς όφελος των εργοδοτών (κυρίως όσον αφορά την Κυριακή αργία και τη νυχτερινή εργασία). Περισσότερο από καθετί, ωστόσο, αυτό που ενοχλούσε τους “γηγενείς” (δηλαδή τους αγγλοσάξονες μετανάστες προηγούμενης εσοδείας) ήταν ο τρόπος ζωής τους, που φέρνει έντονα στο νου τους σημερινούς αλβανούς και άλλους ανατολικοευρωπαίους μετανάστες στη χώρα μας. “Αγράμματοι, ανειδίκευτοι αλλά φιλόδοξοι και φίλεργοι”, γράφει ο καθηγητής Τάμης, “σκόρπισαν στην αχανή και αρχικά αφιλόξενη ήπειρο όπου γνώρισαν την ξενοφοβία και την καταφρόνια. Εξασκώντας εποχιακά επαγγέλματα, που δεν καταδέχονταν να διεκδικήσουν οι Αγγλοκέλτες Αυστραλοί και ταξιδεύοντας μεγάλες αποστάσεις στην ενδοχώρα, κρατήθηκαν οι περισσότεροι μακριά από τις πόλεις και τα εργοστάσια, που ήταν προνόμιο αποκλειστικό των εποίκων βρετανικής καταγωγής”. Πληθυσμός “βασικά ανδρικός”, “ζούσαν σε αυτοσχέδιες κατοικίες φτιαγμένες από λαμαρίνα και λινάτσα, και έπεφταν συχνά θύματα άγριας εκμετάλλευσης από τους εργοδότες τους” (1997, σ.27-8). Το σχετικό στερεότυπο ήταν τόσο ισχυρό, ώστε ακόμη και η υπέρβαση αυτού του κανόνα στην πράξη -όταν με το πέρασμα των πρώτων δύσκολων χρόνων η αρχική γενιά των ελλήνων μεταναστών άρχισε να “νοικοκυρεύεται”- να δώσει τροφή για μια νέα -και αντεστραμμένη- κινδυνολογία: “με σκληρή δουλειά, συνεργασία κι εγκράτεια”, καταγγέλλει στα 1924 το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τάουνσβιλ, οι Έλληνες και λοιποί μελαχρινοί αγρεργάτες “έχουν αρχίσει να αγοράζουν τα καλύτερα κτήματα”, στερώντας από τους “κατάλευκους” Αγγλοσάξονες το αποκλειστικό προνόμιο της γαιοκτησίας στην πέμπτη ήπειρο.

Ο διωγμός των “πεμπτοφαλαγγιτών”

Με όλα αυτά δεδομένα, το πέρασμα από το διάχυτο και το θεσμικό ρατσισμό σε ανοιχτά ξεσπάσματα “φυλετικής” βίας δεν χρειαζόταν παρά μια σπίθα. Την πρόσφερε η συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν η Ελλάδα του βασιλιά Κωνσταντίνου ήρθε αντιμέτωπη με την Αντάντ και οι έλληνες μετανάστες απανταχού της Κοινοπολιτείας μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε “εσωτερικό εχθρό” (κάτι, δηλαδή, σαν τους “Ουτσεκάδες” που έβλεπε πριν από ένα χρόνο στο πρόσωπο του κάθε αλβανού μετανάστη η δικιά μας εθνικόφρων υστερία). “Εθνικά ευαίσθητες” φυλλάδες, νεοσύλλεκτοι φαντάροι και οιστρηλατημένοι “πατριώτες” κάθε λογής θα αφήσουν έτσι επανειλημμένα τη μανία τους να ξεσπάσει ενάντια στον “εσωτερικό εχθρό”, με προνομιακό στόχο τα καταστήματα ελληνικής ιδιοκτησίας αλλά και τους ίδιους τους μετανάστες. Το αποκορύφωμα θα έρθει το φθινόπωρο του 1916, όταν οι αντιβενιζελικοί επίστρατοι αποκρούουν με τα όπλα την εισβολή των αγγλογαλλικών στρατευμάτων στην Αθήνα. Προσαρμοζόμενη με το ρεύμα, η αυστραλιανή δικαιοσύνη θα φανεί ιδιαίτερα επιεικής απέναντι σε αυτά τα ρατσιστικά ξεσπάσματα, επιμερίζοντας τις ποινές της σε ευθεία αναλογία προς το διαπιστούμενο βαθμό “εθνικής οργής” των συλλαμβανόμενων αυτουργών. Ούτως ή άλλως, ο απολογισμός των βιαιοτήτων είναι εντυπωσιακός:

- τον Ιούλιο του 1915, περίπου 200 άτομα, καθοδηγούμενα από μια “ομάδα κρούσης” 60 στρατιωτών καταστρέφουν ελληνικό καφενείο στο Μπρισμπέιν, τραυματίζοντας σοβαρά μια σερβιτόρα. Δεν υπήρξαν συλλήψεις.

- τον Νοέμβριο του 1915, ένταση επικρατεί στο Σίδνεϊ ύστερα από τη διασπορά μιας ψευδούς φήμης ότι έλληνας υπάλληλος ιταλικού μανάβικου δολοφόνησε αδειούχο φαντάρο. Το μανάβικο γίνεται βίδες από τον εξαγριωμένο όχλο. Ακολουθεί λιθοβολισμός της Διεθνούς Λέσχης από 300 στρατιώτες, με συνδρομή κάπου 1000 πολιτών.

- στις 13 Δεκεμβρίου 1915, πάντα στο Σίδνεϊ και με αφορμή την ίδια διάδοση, περίπου 300 στρατιώτες σε σχηματισμό μάχης αρχίζουν να καταστρέφουν συστηματικά τα ελληνικά μαγαζιά του κέντρου της πόλης. Στις βιαιότητες παίρνουν μέρος κι εκατοντάδες νεαροί πολίτες, με αποτέλεσμα ο όχλος να φτάσει τις 4000. Ύστερα από ώρες συλλαμβάνονται 14 άτομα, τα οποία θα καταδικαστούν σε μικροπρόστιμα. Οι αρχές της Πολιτείας καταδικάζουν τις επιθέσεις ως “άνομη ηλιθιότητα”, με το σκεπτικό ότι αυτοί που θα πληρώσουν τα σπασμένα είναι όχι οι (ανεπιθύμητοι) Έλληνες αλλά οι αυστραλιανές ασφαλιστικές εταιρείες!

- στις 27 Οκτωβρίου 1916, εκατοντάδες πολίτες με τη βρετανική σημαία μπροστά λεηλατούν τα ελληνικά καταστήματα του Περθ.

- στις 9 Δεκεμβρίου 1916, ένα πλήθος -καθοδηγητικός πυρήνας του οποίου ήταν στρατιωτικά τμήματα σε παράταξη, με επικεφαλής ένα σαλπιγκτή που έδωσε και το σήμα για την έφοδο- λεηλατεί και πυρπολεί τα ελληνικά καταστήματα του Κάλγκουρλι. Αντίστοιχες σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο διήμερο και στο γειτονικό Μπάουλντερ. Συνολικά, 21 ελληνικά μαγαζιά τέθηκαν εκτός μάχης, με ενεργό συμμετοχή του ευρύτερου πληθυσμού. Η αυστραλιανή κυβέρνηση αρνήθηκε με επιμονή οποιαδήποτε αποζημίωση, ενώ ακόμη πιο αποκαλυπτική για το κλίμα των ημερών υπήρξε η στάση της Δικαιοσύνης: τα μοναδικά άτομα που καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές φυλάκισης ήταν ένας πρώην κατάδικος κι ένας Ιταλός – στην περίπτωση του οποίου, οι δικαστές φρόντισαν να καταλογίσουν ρητά ως επιβαρυντικό στοιχείο την de facto “απουσία πατριωτικού ζήλου”! Ο επικεφαλής σαλπιγκτής τιμωρήθηκε με το γελοίο πρόστιμο των δυόμισι σελινιών, ενώ φαντάροι που είχαν γυρίσει απ’ το Μέτωπο κρίθηκαν μεν ένοχοι, δεν τους καταλογίστηκε όμως ποινή…

Γηγενείς και ξένοι εργάτες

Τα ρατσιστικά αυτά ξεσπάσματα δεν επρόκειτο όμως να σταματήσουν με την ανακωχή του 1918. Το αντίθετο, μάλιστα. Η μαζική επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα θα δώσει κι εδώ, όπως και στην Ευρώπη ή την Αμερική, την ευκαιρία για τη μετάσταση της εμπόλεμης εθνικοφροσύνης σε πρωτοφασιστικές μορφές ξενοφοβίας και δίωξης των “Άλλων” – με επιχείρημα τόσο τους κινδύνους που απειλούν την “καθαρότητα του έθνους” όσο και την ανάγκη διασφάλισης της εργασίας των “γηγενών”. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το κύμα έρποντος ρατσισμού θα σταθούν τα επίσημα συνδικάτα και το συνδεδεμένο με αυτά Εργατικό Κόμμα. Τα επιχειρήματά τους θα κυμανθούν από τον κίνδυνο πρόκλησης εργατικών ατυχημάτων στα ορυχεία λόγω της πλημμελούς γνώσης της αγγλικής από τους dagoes, μέχρι την “προσβολή των ηθών” από τον τρόπο ζωής των ανεπιθύμητων μεταναστών. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η Ένωση Αυστραλών Εργατών θα αρνηθεί το 1925 να γράψει ως μέλη της τους Έλληνες αγρεργάτες του Μπρισμπέιν, ενώ ακόμη κι η έκθεση Φέρι θα αποδοθεί από πολλούς στην επιρροή δικών της στελεχών. Εξίσου χαρακτηριστικό του όλου κλίματος μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι, την ίδια εποχή, μεταξύ των φορέων της Αδελαϊδας που κινητοποιούνται ενάντια στους Ιταλούς και Έλληνες μετανάστες συγκαταλέγονται αντιπροσωπεία των τοπικών συνδικάτων, οι εκκλησίες της πόλης και διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία…

Ανάλογες αποχρώσεις πήραν και τα αντιμεταναστευτικά πογκρόμ της εποχής, ένας από τους προνομιακούς στόχους των οποίων ήταν και πάλι οι συμπατριώτες μας. Τον Οκτώβριο του 1919 αναφέρονται νέες ταραχές στο Κάλγκουρλι, με στόχο Ιταλούς, Σέρβους, Αλβανούς κι Έλληνες μετανάστες. Το 1924, άρτι αφιχθέντες και πεινασμένοι Έλληνες λιθοβολούνται στο Μπρόκεν Χιλ. Το σημαντικότερο κρούσμα θα σημειωθεί όμως τον Ιανουάριο του 1934, ξανά στο Κάλγκουρλι και το Μπάουλντερ, κέντρα της εξορυκτικής βιομηχανίας χρυσού της Δυτικής Αυστραλίας που έχουν μετατραπεί σε μια μόνιμη εστία ρατσισμού εναντίον των dagoes. Το έναυσμα αυτή τη φορά θα είναι ο θάνατος ενός δημοφιλούς τοπικού ποδοσφαιριστή σε καυγά με τον ιταλό μπάρμαν ενός ξενοδοχείου. Επί δυο μέρες (29-30/1/34), εκατοντάδες ένοπλοι “γηγενείς” χρυσωρύχοι θα λεηλατούν και θα καίνε τα ελληνικά, γιουγκοσλάβικα κι ιταλικά μαγαζιά της περιοχής, καθώς και ουκ ολίγα σπίτια νοτιοευρωπαίων μεταναστών ΄ συνολικά, 92 κατοικίες και 37 μαγαζιά θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Τρομοκρατημένοι, οι Ελληνες του Κάλγκουρλι “εγκατέλειψαν εν ώρα νυκτός τα πάντα”, σύμφωνα με τη διατύπωση του τότε γενικού προξένου Λ. Χρυσανθόπουλου, “μεταβάντες δι’ αυτοκινήτων και άλλων μεταφορικών μέσων εις άλλα χωρία, οπόθεν μετέβησαν της εις Πέρθην μεταβαινούσης αμαξοστοιχίας, φθάσαντες εκεί μετά των οικογενειών των εν οικτρά καταστάσει, ως πρόσφυγες” (Τάμης 1997, σ.85). Στο Μπάουλντερ, αντίθετα, ιταλοί και γιουγκοσλάβοι μετανάστες θα αντιτάξουν ένοπλη άμυνα στα στίφη των επιδρομέων, με αποτέλεσμα δυο νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Η είδηση, απαλλαγμένη από οποιοδήποτε εθνικό χρωματισμό, θα φτάσει μέχρι τις στήλες του αθηναϊκού Τύπου: “Τηλεγραφήματα εκ Καλγούρλι της Αυστραλίας αναφέρουν ότι αι συγκρούσεις μεταξύ των χρυσωρύχων και των ξένων [sic] εξηκολούθησαν καθ’ όλην την νύκτα. Περί την αυγήν οι ξένοι οι οποίοι είχον καταφύγει εις χαρακώματα, εξετοπίσθησαν κατόπιν τυφεκιοβολισμού των επιτιθεμένων. Οι τελευταίοι ούτοι κατέστρεψαν τα ‘καταφύγια’ εις τα οποία ευρίσκονταν οι ξένοι” (“Ελεύθερον Βήμα” 1/2/34, σ.4).

Επρόκειτο, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, για την τελευταία τέτοια πανηγυρική εκδήλωση ρατσιστικής βίας. Υποχρεωμένη να καταβάλει αποζημιώσεις στα θύματα των “ταραχών”, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας βρέθηκε απ’ ό,τι φαίνεται στην ανάγκη να περιστείλει, όχι βέβαια το θεσμικό ρατσισμό, αλλά τουλάχιστον τις ακραίες εξωθεσμικές εκφράσεις του. Ακολούθησαν ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η ψυχροπολεμική περίοδος, ανατρέποντας πλήρως τα “φυλετικά” κριτήρια και τις ιεραρχήσεις της “λευκής Αυστραλίας”. Ως μέλη τρόπον τινά του κλαμπ της Δύσης, οι Έλληνες ήταν πλέον -επίσημα τουλάχιστον- καλοδεχούμενοι στους αντίποδες. Όμως αυτά είναι μια άλλη ιστορία…

ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ. Ο φόβος του Ελληνα-μπαμπούλα είχε καλλιεργηθεί στην Αυστραλία πολύ καιρό προτού αρχίσει η συστηματική μετανάστευση Ελλήνων στη χώρα. Οπως αναφέρει ο Α. Τάμης (σ. 82), οι εφημερίδες της Αυστραλίας καλούσαν ήδη από το 1824 τις μητέρες να συμβουλεύουν τα παιδιά τους πώς να αποφεύγουν τους “Ελληνες αλήτες που περιφέρονταν στους δρόμους του Σίδνεϊ”.

ΚΑΒΓΑΔΕΣ. Οταν το 1915 απήργησαν στο Ντάργουϊν οι υπάλληλοι και μάγειροι των ξενοδοχείων, η μικρή ελληνική κοινότητα της πόλης βρέθηκε στο στόχαστρο των “ντόπιων” εργαζομένων. Τα ελληνικά εστιατόρια είχαν δει την πελατεία τους να αυξάνεται στη διάρκεια της απεργάις, ενώ μετά το τέλος της πολλές θέσεις καλύφθηκαν από Ελληνες. Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρουν επεισόδια μεταξύ των ενδιαφερομένων, “στα οποία πρωταγωνίστηκαν ορισμένοι λευκοί και Ελληνες” (Gilchrist, τ. Α΄, σ. 28-29). Η διάκριση μεταξύ “λευκών” και “Ελλήνων” συνιστά εύγλωττη μαρτυρία για το πώς έβλεπαν οι Αυστραλιανοί τους Ελληνες μετανάστες.

ΑΠΟΡΡΗΤΑ. Το 1916 οι αυστραλιανές αρχές διέταξαν μίαν άκρως απόρρητη απογραφή των Ελλήνων που ζούσαν στη χώρα, για το ενδεχόμενο που η Ελλάδα θα προσχωρούσε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες οπότε στο κεντρικό Γραφείο Πληροφοριών συγκεντρώθηκαν κατάλογοι, συχνά βασισμένοι στο κουτσομπολιό των γειτόνων, με το όνομα, τη διεύθυνση και την επαγγελματική ιδιότητα 2.398 Ελλήνων. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, απόρρητο βρετανικό τηλεγράφημα συνιστούσε στην αυστραλιανή κυβέρνηση, σε περίπτωση που η Ελλάδα εμπλεκόταν σε πόλεμο με τη Βρετανία, να μη μεταχειριστεί ως εχθρούς τους οπαδούς του Βενιζέλου, αλλά μόνο τους Κωνσταντινικούς (Gilchrist, τ. Α΄, σ. 16-19).

ΕΘΝΟΤΟΠΙΚΑ. Από επιστολή που έστειλε το 1916 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Σίδνεϊ Σάμιουελ Κοέν προς τον πρωθυπουργό της χώρας, σε μια προσπάθεια να σταματήσει τις επιθέσεις κατά των Ελλήνων μεταναστών: “Παρόλο που ξέρω πως η ατυχής κατάσταση στην Ελλάδα έχει επηρεάσει πολλούς ανάμεσά μας, μπορώ να σας διαβεβαιώσω από τις προσωπικές επαφές που είχα με τους Ελληνες σε τούτη την Πολιτεία, αλλά και από ό,τι πληροφορούμαι για άλλες, ότι μολονότι κάποιοι είναι αναμφισβήτητα βασιλικοί, η πλειονότητά τους, όπως προκύπτει και από τα πιστοποιητικά που εκδίδω από καιρού εις καιρόν, προέρχονται από τα νησιά και είναι φανατικοί Βενιζελικοί. Επίσης, γεγονός ακόμη σημαντικότερο, είναι εξαιρετικά πιστοί στο κράτος μας και σαφώς αγγλόφιλοι” (Gilchrist, τ. Α΄, σ. 25-26).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ. Σπαζοκεφαλιά για τις “φυλετικές” ταξινομήσεις των αυστραλιανών αρχών αποτέλεσε το 1929 η περίπτωση των “Ιταλών υπηκόων ελληνικής φυλής”, δηλαδή των Ελλήνων που προέρχονταν από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα. Τελικά, η αυστραλιανή γραφειοκρατία έδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς τις γυναίκες. Σύμφωνα με την τελική της απόφαση, η είσοδος επιτράπηκε στις Ελληνίδες που διέθεταν ιταλικό διαβατήριο, ενώ απαγορεύτηκε στους άνδρες κατόχους ιταλικών πιστοποιητικών.

Οι ομογενείς πειρατές

Οπως και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, οι πρώτοι Ελληνες που αποίκισαν την Αυστραλία ήταν βαρυποινίτες, οι οποίοι εξορίστηκαν από τις βρετανικές αρχές περίπου ως δούλοι στη μακρινή ήπειρο γλιτώνοντας τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση. Αυτοί οι πρώτοι Ελληνες άποικοι ήταν επτά ναυτικοί που στάλθηκαν σιδηροδέσμιοι από την κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος στην Αυστραλία τον Αύγουστο του 1829, μετά την καταδίκη τους για πειρατεία. Ηταν το πλήρωμα της σκούνας “Ηρακλής” που είχε κουρσέψει το βρετανικό εμπορικό μπρίκι “Αλκηστη” στις 29 Ιουλίου 1827 έξω από τη Μάλτα. Πλοίαρχος του ελληνικού πλοίου ήταν ο Αθηναίος Αντώνης Μανώλης, και το πλήρωμά του αποτελούσαν οι Υδραίοι Δαμιανός Νινής, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Βασιλάκης, Κωνσταντίνος Στρουμπούλης, Νικόλαος Παπανδρέου και Γεώργιος Λαρίτσος. Από τους Βρετανούς είχαν πάρει το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου τους (πιπέρι, σκοινιά, σκεύη, θειάφι), χωρίς να πειράξουν τους ναυτικούς. Δυο μέρες αργότερα, η ελληνική σκούνα έπεσε πάνω στο γρήγορο βρετανικό πολεμικό Gannet, το οποίο εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης. Με τον έλεγχο, ανακαλύφτηκε η πειρατική λεία, και ο “Ηρακλής” οδηγήθηκε με το ζόρι στη Μάλτα. Εκεί οι έμποροι που είχαν προμηθεύσει την “Αλκηστη” αναγνώρισαν την πραμάτεια τους. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεψε και το ίδιο το βρετανικό πλοίο στη Μάλτα και οι ναυτικοί του αναγνώρισαν τους πειρατές.

Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η οδύσσεια των επτά νεαρών Ελλήνων. Σε πέντε μήνες οδηγούνται στο ειδικό δικαστήριο της Μάλτας, όπου προεδρεύει ο αντιναύαρχος σερ Εντουαρντ Κόντρικτον. Τραγική ειρωνεία. Ο Κόντρικτον είναι βέβαια ο γνωστός ναύαρχος του αγγλικού στόλου, κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, που έσωσε την ελληνική επανάσταση τέσσερις μόλις μήνες νωρίτερα. Αλλά ο Κόντρικτον δεν είχε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια στους Ελληνες και πολύ λιγότερο στους Ελληνες πειρατές. Είχε στείλει πέντε φορές έγγραφες διαμαρτυρίες προς την ελληνική επαναστατική ηγεσία και την είχε επισκεφτεί στο Ναύπλιο, ζητώντας την περιστολή της πειρατείας, απειλώντας να πάρει μέτρα. Στη δίκη, πάντως δυσκολεύτηκε να καταδικάσει το πλήρωμα του “Ηρακλή”. Οι ένορκοι (τρεις Αγγλοι, τρεις Μαλτέζοι, τέσσερις Σικελοί, ένας Ισπανός και ένας Γάλλος) είχαν επηρεαστεί από την περιγραφή της επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα και από το γεγονός ότι το πλοίο που υπέστη την πειρατεία κατευθυνόταν προς ένα εχθρικό για τους Ελληνες λιμάνι (την Αλεξάνδρεια). Τελικά οι θανατικές καταδίκες που επιβλήθηκαν δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστούν. Το Λονδίνο αποφάσισε την μετατροπή των ποινών σε καταναγκαστικά έργα στην Αυστραλία.

Στο Σίδνεϊ οι επτά Ελληνες ορίστηκαν υπηρέτες των αποικιακών αρχών. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τη δράση τους στην Αυστραλία, όμως κάποιες πηγές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πολύ γρήγορα αξιοποιήθηκαν οι ιδιαίτερες γνώσεις τους στην οινοποιϊα. Τελικά, το 1836, με βασιλική απόφαση, δόθηκε χάρη στους επτά ναυτικούς. Ηδη από το 1834, μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, και κατόπιν ενεργειών των Υδραίων συγγενών τους, κινήθηκε η ελληνική διπλωματία για τον επαναπατρισμό των επτά. Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρίδων Τρικούπης, και τελικά επιτεύχθηκε ελληνοβρετανική συμφωνία για την πλήρη απαλλαγή των ναυτικών και τη μεταφορά τους στην Ευρώπη. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει τα έξοδα της μεταφοράς: 4.921 δραχμές.

Από τους επτά οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν. Οι δυο που αποφάσισαν να παραμείνουν στην Αυστραλία και να πάρουν τη βρετανική υπηκοότητα ήταν ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης. Για τον πρώτο δεν είναι γνωστό παρά μόνο ότι εργάστηκε ως κηπουρός και πέθανε το 1880. Ο Βούλγαρης, όμως, είχε καλύτερη τύχη. Αλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ, παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και έκανε δέκα παιδιά και 52 εγγόνια, στους οποίους άφησε μια μικρή περιουσία. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έχουν, όμως, πλέον ενταχθεί στην Ιρλανδική και την καθολική κοινότητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Αναστάσιος Μ. Τάμης “Ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας” (τ.A΄ [1830-1958], εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997). Η σύσταση, η οργάνωση και η εξέλιξη των ελληνικών κοινοτήτων στην Αυστραλία, γραμμένη από έναν καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο La Trobe της Μελβούρνης. Αν και η μελέτη εστιάζεται κυρίως στην εκκλησιαστική ιστορία της κοινότητας, περιλαμβάνονται σημαντικές πληροφορίες για τις ανθελληνικές ταραχές του 1915 και του 1934.

Hugh Gilchrist “Australians and Greeks” (Halstead Press, Vol. 1 [The early years] Melbourne 1992, Vol. 2 [The middle years] Melbourne 1997). Οι σχέσεις των Ελλήνων με την Αυστραλία και των Αυστραλών με την Ελλάδα σε μια αναλυτική εξιστόρηση που δεν παραραλείπει τις δυσάρεστες πλευρές, όπως τις ανθελληνικές ταραχές του μεσοπολέμου. Ο συγγραφέας υπήρξε πρεσβευτής της χώρας του στην Αθήνα κατά την περίοδο της δικτατορίας (1968-1972).

Michele Langfield “More people imperative. Immigration to Australia, 1901-39″ (National Archives of Australia, Καμπέρα 1999). Παρουσίαση της μεταναστευτικής πολιτικής της Αυστραλίας πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με βάση τα κρατικά αρχεία της χώρας. Σποραδικές αναφορές στην αντιμετώπιση των Ελλήνων ως “ενίοτε ημιέγχρωμων” μεταναστών β΄ κατηγορίας, στην ίδια κατηγορία με τους Αλβανούς και τους Γιουγκοσλάβους.

Στέλιος Κουρμπέτης “Εωθινόν. Η ιστορία της ελληνικής αριστεράς της Αυστραλίας, 1915-1955″(Μελβούρνη 1992). Η πρώτη επαφή των “ανεπιθύμητων” ελλήνων μεταναστών με το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας, με βάση κυρίως μαρτυρίες αγωνιστών της εποχής. Σκιαγράφηση του εχθρικού κλίματος απέναντι στους “dagoes” αλλά και της αρνητικής στάσης της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής ηγεσίας απέναντι σε οποιεσδήποτε διεκδικήσεις.

ΔΕΙΤΕ

Φοβού τους Ελληνες του Τζον Τατούλις (1999). Διακωμώδηση της μεταφύτευσης των “καθυστερημένων” ηθών του ελλαδικού χώρου στους αντίποδες, μέσα από μια ιστορία κρητικής βεντέτας που ξετυλίγεται από τον Ψηλορείτη ώς τη Μελβούρνη.

(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,

TOP READ