22 Ιουν 2013

H ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΚΚ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ

H ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΚΚ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ

Επιτρέψτε μου να εκθέσω καταρχήν την πείρα του ΚΚΕ από τη συμμετοχή του σε αστικές κυβερνήσεις, μια πείρα που είναι ακόμα πιο πλούσια όσον αφορά την Ευρώπη γενικότερα. Δεν πρόκειται για πολύ ειδικές περιπτώσεις, αλλά για γεγονότα και αποτελέσματα που προσφέρουν γενικευμένα συμπεράσματα και επιβεβαιώνουν ένα ζήτημα: ότι την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, το ΚΚ δεν έχει κανένα λόγο να αναλαμβάνει ευθύνες σε αστική κυβέρνηση ή γενικότερα σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης. Για όσο διάστημα η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της δεν έχουν την εξουσία στα χέρια τους, το ΚΚ πρέπει να είναι δύναμη αντιπολίτευσης και από αυτή τη θέση να πραγματοποιήσει τον πρωτοπόρο ρόλο του στο κίνημα, αξιοποιώντας βεβαίως όλες τις μορφές πάλης - και το αστικό κοινοβούλιο.
Η συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση συνιστά λάθος που δεν διορθώνεται εύκολα και μπορεί να αποδειχθεί ανεπανόρθωτο.
Η πρώτη πείρα που αποκτήθηκε αφορά στη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική, ιταλική και βουλγαρική κατοχή. Ενας αστός πολιτικός, ο Γεώργιος Παπανδρέου (πατέρας και παππούς δύο κατοπινών πρωθυπουργών της Ελλάδας, ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας) πήρε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, κατόπιν επιλογής του από το βασιλιά και την Αγγλία, δίπλα στην οποία είχε συνταχθεί προ πολλού η αστική τάξη της χώρας. Επιλέχθηκε το πρόσωπο αυτό γιατί απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, θεωρούσαν ότι με πολιτικές δολοπλοκίες και μηχανορραφίες θα αντιμετώπιζε το μεταπολεμικό συσχετισμό δυνάμεων που ήταν υπέρ του ΚΚΕ και των αγωνιστών πατριωτών της ελληνικής εθνικής αντίστασης και θα οδηγούσε σε αστική σταθερότητα. Η εξέλιξη αυτή άρχισε να δρομολογείται από τον Απρίλη του 1944, πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε μείνει συνειδητά μακριά από τον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της ξενικής κατοχής, είχε αρνηθεί επίμονα τις προτάσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για ενότητα και συμμετοχή στην Αντίσταση. Από το 1943 είχε αποστείλει υπομνήματα στη βρετανική κυβέρνηση, με τα οποία συντάσσονταν στο πλευρό της και βεβαίως κατά της ένοπλης εθνικής αντίστασης που καθοδηγούσε το ΚΚΕ, με σκοπό να κόψει τη λαϊκή νίκη στο νήμα, πράγμα που έγινε. Η εντολή για το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης στηρίχθηκε και στον απαράδεκτο συμβιβασμό που έκανε το ΚΚΕ -το ηρωικό κόμμα της αντίστασης, ο αιμοδότης και καθοδηγητής της- και η ηγεσία της Εθνικής Αντίστασης όταν -πριν λήξει ο πόλεμος, στα μέσα του Απρίλη του 1944, ήρθε σε συμφωνία για τη δημιουργία ενιαίας κυβέρνησης με αστικές πολιτικές δυνάμεις και με ρυθμιστή το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Η αντιπροσωπεία που πήγε στο Κάιρο της Αιγύπτου για τη συμφωνία δέχτηκε να συμμετάσχει το ΕΑΜ, το ΚΚΕ στη μεταπολεμική κυβέρνηση. Η συμφωνία παραβίαζε το συσχετισμό δυνάμεων και τις αρχές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έθετε το ζήτημα της έκβασης του αγώνα προς τη λαϊκή δημοκρατία.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτήρισε απαράδεκτες τις υποχωρήσεις της αντιπροσωπείας, η οποία δεν τήρησε τις σχετικές κατευθύνσεις, όμως η προσωρινή κυβέρνηση που είχε σχηματιστεί μέσα στην Ελλάδα, που εξέφραζε και τη συμμαχία του ΚΚΕ, θεώρησε αναγκαία τη συμφωνία. Ακολούθησαν άκαρπες προσπάθειες για τη βελτίωση της συμφωνίας και τελικά η ΚΕ του ΚΚΕ που συγκλήθηκε στις 2-3 Αυγούστου του 1944 την ενέκρινε. Η συγκατάθεση της ΚΕ του ΚΚΕ οδήγησε στη συμμετοχή στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου με το επιχείρημα ότι: Η μη συμμετοχή θα ενίσχυε τις ακραίες μερίδες που επεδίωκαν να ματαιώσουν την ενότητα και να επιβάλουν αντιλαϊκό καθεστώς με πρόκληση ανοικτού εμφύλιου πολέμου. Το ΚΚΕ πρόταξε ως κύρια επιδίωξη να παρεμποδιστούν οι δικτατορικές τρομοκρατικές τάσεις, να επιτευχθεί η διάσπαση των δυνάμεων που έχουν φασιστικές αντιλαϊκές τάσεις. Η υπογραφή της συμφωνίας έδωσε αντικειμενικά τη δυνατότητα στους Αγγλους ιμπεριαλιστές να προωθήσουν με επιτυχία τα σχέδιά τους να τσακίσουν το κίνημα της εθνικής αντίστασης και να στηρίξουν ένοπλα το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ. Η μια υποχώρηση έφερε την άλλη, νέες συμφωνίες που έδωσαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν τα αστικά κόμματα στον κυβερνητικό μηχανισμό και να αναστηλώσουν τους κλονισμένους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας, όπως τον «εθνικό» στρατό, μια διαδικασία που κράτησε αρκετά χρόνια κι έδωσε τη δυνατότητα στην αστική τάξη -που δεν είχε τότε λαϊκά ερείσματα- να διαμορφώσει ένα πολιτικό κομματικό σύστημα ικανό να ανατρέψει άμεσα τον υπέρ του λαού συσχετισμό δυνάμεων.
Βεβαίως η λαθεμένη πολιτική του Κόμματος, η συμμετοχή στη μεταπολεμική αστική κυβέρνηση, δεν ήταν λάθος της στιγμής. Η εκτίμηση που κάνουμε σήμερα ως ΚΚΕ αφορά τη στρατηγική του Κόμματος που δεν είχε την πρόβλεψη και τη σταθερότητα να συνδέσει τον πόλεμο κατά του κατακτητή με την πάλη για την εξουσία. Η καθοδήγηση του ΚΚΕ και η ηγεσία του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης δεν είχαν καν την πρόβλεψη, δεν είδαν τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν για τον ελληνικό λαό οι αστικές δυνάμεις της χώρας, έστω και αν ήταν αποδιοργανωμένες, σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις της Αγγλίας σε βάρος του κινήματος στη χώρα μας. Δεν είδαν δηλαδή σωστά το στρατηγικό ζήτημα και δεν έκαναν προετοιμασία γι’ αυτό.
Τη δεκαετία του 1950, το ΚΚΕ έκανε δημόσια αυτοκριτική τοποθέτηση για τους απαράδεκτους συμβιβασμούς, αντιστάθηκε στην αντικομμουνιστική τρομοκρατία που δεν ήταν μόνο ιδεολογική αλλά συνδυάστηκε με διώξεις, εκτελέσεις, δολοφονικές ενέργειες με απώλειες κομμουνιστικών δυνάμεων. Οι δολοφονικές διώξεις κατά του ΚΚΕ οδήγησαν στη συγκρότηση του ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ, στον τρίχρονο εμφύλιο που αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία μορφή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, που άφησε σημαντικές παρακαταθήκες, ανεξάρτητα από την ήττα που ήρθε ως αποτέλεσμα του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων και της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης.
Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν εκτίμησε σωστά τις εξελίξεις λίγο πριν και μετά τον πόλεμο ως απόρροια προβλημάτων στη στρατηγική του, το γεγονός ότι δεν εκτίμησε ως όφειλε τις προθέσεις των Αγγλων ιμπεριαλιστών, αυτό δεν αναιρεί την αναντικατάστατη προσφορά του στα χρόνια της εθνικής αντίστασης, στην απελευθέρωση της Ελλάδας.
Μεταπολεμικά στην Ευρώπη υπάρχει μόνο αρνητική εμπειρία από τη συμμετοχή ΚΚ σε αστικές κυβερνήσεις, που συνήθως γίνονται είτε κάτω από την πίεση αντικειμενικών παραγόντων και συνθηκών είτε ως αποτέλεσμα κοινοβουλευτικών αυταπατών και πάνω απ’ όλα κάτω από την επίδραση και κυριαρχία οπορτουνιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Τα κομμουνιστικά κόμματα στη Γαλλία και την Ιταλία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως και πριν λίγα χρόνια πήραν μέρος σε αστικές κυβερνήσεις. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα που να επιβεβαιώνει ότι χάρις στη συμμετοχή τους άλλαξε ριζικά η ζωή των λαών ή ότι κατάφεραν να ανακόψουν το συμβιβασμό, την πολιτική γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας. Υστερα από κάθε τέτοια συμμετοχή τα ΚΚ έχαναν δυνάμεις προς τη σοσιαλδημοκρατία, αδυνάτιζαν γιατί ακριβώς αναδεικνύονταν συνυπεύθυνα, αλλά και γιατί μια τέτοια συνεργασία ασκεί μεγαλύτερη πίεση πάνω στα ΚΚ απ’ ό,τι τα ίδια μπορούν να ασκήσουν πάνω στη σοσιαλδημοκρατία.
Το ΚΚΕ διαθέτει και σύγχρονη εμπειρία από ένα είδος ιδιόμορφης συμμετοχής σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις το 1989-1990, στην πρώτη περίπτωση με το φιλελεύθερο κόμμα (ΝΔ) και στη δεύτερη και με τη σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ). Η συμμετοχή στην κυβέρνηση έγινε για πολύ ειδικούς λόγους, καθώς ήταν αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης ύστερα από εκλογές, σύμφωνα δε με το νόμο έπρεπε να μεσολαβήσει ένα μικρό χρονικό διάστημα ως την επόμενη εκλογική αναμέτρηση για να μην παραγραφεί ένα πολιτικό σκάνδαλο που επικεφαλής -σύμφωνα με το κατηγορητήριο- αναφέρονταν ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός. Το Κόμμα μας από τη φύση των δύο αυτών κυβερνήσεων -που ήταν μεταβατικές ως τις επόμενες εκλογές- δεν υποχρεώθηκε σε επιζήμιες υποχωρήσεις αν και ένα μέρος του λαού -καθοδηγημένο από τη σοσιαλδημοκρατία- απέδωσε στο κόμμα πολιτική ανίερης συμμαχίας. Είχαμε ζημιά σε ψήφους, το κυριότερο όμως δεν ήταν αυτό το γεγονός, όσο το ότι αναπτύχθηκε (σε μια περίοδο που ο οπορτουνισμός είχε σηκώσει κεφάλι μέσα στο κόμμα) η αντίληψη ότι δεν είναι θέμα αρχής η συμμετοχή του κόμματος σε μια αστική κυβέρνηση. Ακόμα όμως χειρότερο ήταν η διάδοση της αντίληψης ότι σε κάποια πολύ κορυφαία στιγμή, που το αστικό πολιτικό σύστημα συναντά εμπόδια, το ΚΚΕ πρέπει να παραμερίσει τη στρατηγική του και να στηρίξει το σχηματισμό κυβέρνησης στη λογική του λεγόμενου μίνιμουμ προγράμματος, που στην πραγματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις δεν προκαλεί ρήγματα στο αστικό πολιτικό σύστημα, αντίθετα του παρέχει τη δυνατότητα να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
Πρόσφατα, στα μέσα του 2012, ασκήθηκε στο ΚΚΕ μεγάλη πίεση προκειμένου να υιοθετήσει την επιλογή συμμετοχής σε μια κυβέρνηση της «αριστεράς», όπως ονομάστηκε, με δυνάμεις του οπορτουνισμού που απότομα πήραν μεγάλη κοινοβουλευτική δύναμη, ως αποτέλεσμα αποδιάρθρωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε συνθήκες ανερχόμενης φτώχειας, εξ αιτίας της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη. Η απότομη κοινοβουλευτική άνοδος του οπορτουνισμού δεν έγινε αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας, αλλά σε συνδυασμό με την καθοδηγημένη -από μεγάλο αριθμό στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας και των μηχανισμών της- μαζική μεταφορά ψήφων. Στη μετακίνηση δυνάμεων προς τον οπορτουνισμό συνέβαλαν και τμήματα της αστικής τάξης που έβλεπαν ότι είναι ανάγκη να διαμορφωθεί -έστω προσωρινά- ένας άλλος πόλος στη θέση της σοσιαλδημοκρατίας, πριν οι εργατικές, λαϊκές μάζες τραβήξουν σε πραγματική ριζοσπαστικοποίηση.
Είχαμε σοβαρές εκλογικές απώλειες, λόγω της άρνησης να στηρίξουμε μια τέτοια κυβέρνηση και μάλιστα να πάρουμε μέρος. Χάσαμε το 50% των ψήφων, είτε γιατί ένα μέρος πήγε προς το οπορτουνιστικό κόμμα είτε γιατί κυρίως προτίμησε την αποχή.
Αυτή η εξέλιξη δεν μας φόβισε, όσο και αν προκάλεσε απογοήτευση και σίγουρα ορισμένα πολιτικά τραύματα στο εκλογικό σώμα. Είναι πεποίθησή μας ότι η στάση μας αυτή σε μια περίοδο όπου κυριαρχεί η μοιρολατρία, ο συμβιβασμός, η απογοήτευση, αποτελεί θετική παρακαταθήκη για το λαό, αλλά και για το ίδιο το κόμμα. Αν δεν αντέχαμε την πίεση, θα μπαίναμε σε ένα δρόμο ολισθηρό και ανεπίστρεπτο. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει ελπίδα αυτοσυγκράτησης στον κατήφορο.
Ταυτόχρονα πήραμε και ένα καλό μάθημα που πρέπει να το αξιοποιήσουμε. Δεν φτάνει να έχεις επεξεργασμένη σωστή στρατηγική, βεβαίως αυτό σήμερα είναι βασική προϋπόθεση. Ομως δεν χρειάζεται καμία επανάπαυση: Για να ασκήσει επίδραση αυτή η στρατηγική, να επηρεάσει όσο γίνεται ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, απαιτείται η κατάκτηση της μέγιστης ικανότητας. Πάνω απ’ όλα να μη χαλαρώνει το Κόμμα στη συστηματική δουλειά για τη συσπείρωση δυνάμεων στον τόπο εργασίας, στον κλάδο, στην κομματική οικοδόμηση στην εργατική τάξη, στην προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά τμήματα του πολυάριθμου στην Ελλάδα ενδιάμεσου στρώματος των αυτοαπασχολούμενων.
Αν και έχουμε εμπειρία στην ιδεολογική διαπάλη, ωστόσο δεν παλέψαμε όσο έπρεπε εδώ και χρόνια τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που υπήρχαν σε φίλους και οπαδούς, ακόμα και σε ένα μέρος μελών του Κόμματος που δεν έχουν μακρόχρονη πείρα και απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική θωράκιση. Ο κύριος φορέας αυτών των αυταπατών είναι το ίδιο το αστικό πολιτικό σύστημα και τα κόμματά του, η δεξαμενή μικροαστικών στρωμάτων, η δράση της εργατικής αριστοκρατίας που αποτελούν την κοινωνική ρίζα του δεξιού και «αριστερού» οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα.
Σε συνθήκες απότομης επιδείνωσης της ζωής του λαού κι ενώ το εργατικό κίνημα -παρά τους σημαντικούς αγώνες με ευρύτερη απήχηση στην Ευρώπη- βρίσκεται ακόμα πολύ πίσω σε οργάνωση και σε κατεύθυνση, η αστική τάξη καταφέρνει -παρά τα δικά της αδιέξοδα, τις δικές της δυσκολίες να διαχειριστεί την κρίση και να πετύχει γρήγορη καπιταλιστική ανάκαμψη- να διατηρεί τη σταθερότητα της εξουσίας της. Μπορεί να μεγαλώνει η αγανάκτηση και η οργή και ταυτόχρονα, σε τέτοιες συνθήκες, να καθυστερεί η ταξική συνείδηση. Σε τέτοιες συνθήκες δημιουργούνται προϋποθέσεις και ριζοσπαστικοποίησης αλλά και αναδίπλωσης, μείωσης των απαιτήσεων. Αυτό το δεύτερο ρεύμα προς το παρόν είναι ισχυρό, ενώ η ριζοσπαστικοποίηση σημειώνεται μεν, αλλά με αργούς ρυθμούς και με ταλαντεύσεις.
Σε αυτές τις συνθήκες ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνεργασίας, με εγγύηση μάλιστα το κύρος του ΚΚΕ, φάνταζε ως κάτι καλό ή έστω μικρότερο κακό.
Σήμερα το ΚΚΕ επιβεβαιώνεται στις εκτιμήσεις και προβλέψεις του. Η αστική διακυβέρνηση προσαρμόστηκε σε νέα μορφή, αυτή της συνεργασίας αστικών κομμάτων - παρά τις αντιθέσεις τους. Ξεκίνησαν απόπειρες και σχεδιασμοί για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, στοιχείο της οποίας είναι και η αναστήλωση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας μέσω του οπορτουνιστικού ΣΥΡΙΖΑ που η ραχοκοκαλιά του προέρχεται από διάσπαση του ΚΚΕ και συμπληρώνεται από σοσιαλδημοκρατικές, τροτσκιστικές, αναρχικές δυνάμεις. Σήμερα στην Ελλάδα στη θέση του δίπολου ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υπάρχει το δίπολο ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, ως μια μεταβατική περίοδος για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος.
Οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στη φιλελεύθερη και στη ρεφορμιστική - οπορτουνιστική πολιτική κινούνται, παρά τις επί μέρους διαφορές, σε ανοικτή φιλομονοπωλιακή κατεύθυνση, με κοινό χαρακτηριστικό την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας που συνοδεύεται από μεγάλη ανεργία, σχετική και απόλυτη φτώχεια, φέρνει μέσα της από την πρώτη στιγμή το σπέρμα ενός νέου κύκλου κρίσης πιο βαθιάς από την τωρινή. Μετεκλογικά ο οπορτουνισμός πραγματοποίησε μια ολοφάνερη πιο μεγάλη δεξιά στροφή στο πρόγραμμα και τα συνθήματά του, αφού γνωρίζει ότι υπάρχει πιθανότητα να κυβερνήσει.
Οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο φιλελεύθερο και κεϋνσιανό μοντέλο διαχείρισης είναι απολύτως δοκιμασμένες σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Η εναλλαγή τόσο του φιλελεύθερου όσο και του κεϋνσιανού μοντέλου διαχείρισης έφεραν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα κύκλους οικονομικής κρίσης, όξυναν τις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους.
Ο οπορτουνισμός κατά την περίοδο του 1989-1991, σε συνθήκες αντεπανάστασης, αρνήθηκε το μαρξισμό-λενινισμό. Χειροκρότησε τη νίκη της αντεπανάστασης και μάλιστα βροντοφώναζε ότι η ανθρωπότητα μπαίνει στο δρόμο της δημοκρατίας, της ειρήνης. Σήμερα που ο καπιταλισμός έχει απογυμνωθεί στα μάτια των λαών, που η ΕΕ έχει διαψεύσει εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες στην Ευρώπη, οι οπορτουνιστές εμφανίζονται ως τιμητές του ΚΚΕ και της άρνησης να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, επικαλούμενοι ότι είμαστε αρνητές της λενινιστικής διδασκαλίας, των κατευθύνσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς κλπ.
Ανοίγοντας εδώ μια παρένθεση, πρέπει να τονίσουμε ότι το Κόμμα μας, μελετώντας την Ιστορία του και την Ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, στέκεται κριτικά και αντλεί συμπεράσματα από παλαιότερες λαθεμένες προσεγγίσεις. Ετσι στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ εκτιμήσαμε π.χ. πως το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) και η θέση του για «ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» συνδέθηκε και με τη δυνατότητα του κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Ευρώπη, στρατηγική που προϋπήρχε σε ορισμένα και επικράτησε στα περισσότερα ΚΚ. Η θέση αυτή αποτελούσε ουσιαστικά αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία και συνιστούσε μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική.
Οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά. Επικράτησε η λαθεμένη εκτίμηση ότι υπήρχε «σχέση υποτέλειας και εξάρτησης» κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις ΗΠΑ. Υιοθετήθηκε η στρατηγική της «αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης», μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που θα έλυνε προβλήματα «εξάρτησης» από τις ΗΠΑ. Ετσι ΚΚ επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτηρίστηκαν ως «εθνικώς σκεπτόμενες», σε διάκριση από τις λεγόμενες «ξενόδουλες».
Επίσης η στάση πολλών ΚΚ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν σε αυτή τη στρατηγική. Κυριάρχησε στα ΚΚ η λαθεμένη εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε «δεξιά» και «αριστερή» πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης (που απόβλεπε και στη δημιουργία κοινών κυβερνήσεων με τη σοσιαλδημοκρατία ή τμήμα της), τα ΚΚ προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας δεν απέβλεπαν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι και το δικό μας Κόμμα, το ΚΚΕ, για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν στραμμένο σε ανάλογες στρατηγικές προσεγγίσεις, που ιστορικά δεν επιβεβαιώθηκαν. Η στρατηγική των ΚΚ που είχε στόχο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τη δημιουργία -με βάση το Κοινοβούλιο- αντιμονοπωλιακής κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, η στρατηγική που έβλεπε το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσα από τη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας και της κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων, τα μεγάλα εκλογικά ποσοστά των ΚΚ σε Γαλλία - Ιταλία και η συμμετοχή τους σε αστικές «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις χωρών της ΕΕ όχι μόνο δεν έφεραν ουσιαστική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, αλλά τροφοδότησαν παραπέρα τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και τη συρρίκνωση των κομμουνιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη.
Η τακτική των οπορτουνιστών είναι να επαναφέρουν την ξεπερασμένη και λαθεμένη στρατηγική των σταδίων, με πρώτο στάδιο μάλιστα σήμερα τη διέξοδο από την κρίση στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και ενσωμάτωσης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Οι προγραμματικές θέσεις που προβάλλονται υπερασπίζονται έναν καπιταλισμό χωρίς μεγάλη αδικία, δίχως σήψη και παρασιτισμό, έναν καπιταλισμό πιο ανθρώπινο που επιλύει τις διεθνείς διαφορές, δηλαδή τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, με πολιτική διαβούλευση και ειρηνικά μέσα!
Η απόσπαση της πολιτικής από την οικονομία είναι προκλητική στις θέσεις των οπορτουνιστών, ενώ υποστηρίζουν ότι το αστικό κράτος μπορεί να γίνει κοινωνικό για όλο το λαό. Εκεί που είναι επίσης προκλητικοί είναι στην ερμηνεία που δίνουν στον ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτούς ο ιμπεριαλισμός στην Ευρώπη ταυτίζεται με τη Γερμανία, στη Λατινική Αμερική με τις ΗΠΑ. Αρνούνται την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού που είναι η εξαγωγή των κεφαλαίων, η συγκέντρωση κεφαλαίου με τη μορφή της μετοχικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, το μονοπώλιο και βεβαίως δε βλέπουν τον ιμπεριαλισμό ως το μονοπωλιακό καπιταλισμό, ως ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού. Μεταφέρουν σήμερα μηχανιστικά την περίοδο της αποικιοκρατίας, θεωρώντας ότι η Ελλάδα και όλες οι χώρες που βρίσκονται σε ενδιάμεση και κατώτερη θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα έχουν μετατραπεί σε αποικίες. Κατηγορείται η αστική τάξη ως μη πατριωτική γιατί δήθεν από δειλία εκχωρεί αρμοδιότητες και δικαιώματα σε κέντρα όπως είναι η Κομισιόν. Διαχωρίζουν την αστική τάξη σε παραγωγική και παρασιτική, σε υγιείς και ανήθικους καπιταλιστές, η κριτική στον καπιταλισμό έχει κυρίως ηθικό χαρακτήρα, δε γίνεται η παραμικρή αναφορά στις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας.
Επιτίθενται στο ΚΚΕ με επιλεγμένα αποσπάσματα και φράσεις των Μαρξ, Λένιν και μάλιστα με αφαίρεση των συγκεκριμένων συνθηκών, για να δικαιολογήσουν την πολιτική των σταδίων, το μίνιμουμ πρόγραμμα, την υποστήριξη της μεταρρύθμισης έναντι της επανάστασης.
Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι την περίοδο των αστικών επαναστάσεων το πρώτο καθήκον που έβαζαν οι Μαρξ και Ενγκελς, κι ενώ ακόμα η εργατική τάξη δεν είχε αποκτήσει το δικό της κόμμα, ήταν ο διαχωρισμός της εργατικής τάξης από την επαναστατημένη μάζα που αποτελούσαν οι αστοί, μικροαστοί, αγρότες. Οι Μαρξ και Ενγκελς ακόμα στις συνθήκες πραγματοποίησης της αστικής επανάστασης έθεταν ζήτημα ότι στο προσκήνιο πρέπει να βγει, να φανεί και να αποκτήσει αυτοσυνείδηση η εργατική τάξη.
Οι οπορτουνιστές αποκρύπτουν τη μεγάλη λενινιστική κληρονομιά ότι είναι αδιανόητη η νίκη της εργατικής τάξης, του εκμεταλλευόμενου λαού, ακόμα και η άνοδος της ταξικής πάλης δίχως ασίγαστη και ασυμβίβαστη πάλη με τον οπορτουνισμό. Αποκρύπτουν ότι άλλο ήταν το περιεχόμενο της πάλης σε συνθήκες εξέλιξης της αστικής επανάστασης και άλλο σήμερα στην εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό σε συνθήκες ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού.
Χρησιμοποιούν αυθαίρετα την εκτίμηση του Λένιν στο γνωστό του έργο «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ότι μια χούφτα, ένας πολύ μικρός αριθμός κρατών ληστεύουν τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών της γης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη ο ιμπεριαλισμός ταυτίζεται με ένα πολύ μικρό αριθμό χωρών που μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού και όλες οι άλλες είναι υποτελείς, καταπιεζόμενες, αποικίες, κατεχόμενες.
Και σήμερα οι χώρες που βρίσκονται στην κορυφή, στις πρώτες θέσεις της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας είναι λίγες, ακόμα και μια χούφτα χωρών μπορεί να πει κανείς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλα τα άλλα καπιταλιστικά κράτη είναι θύματά τους, είναι υποτελή, δεν σημαίνει ότι η γραμμή αντίθεσης και πάλης των λαών πρέπει να έχει αντιγερμανική κατεύθυνση στην Ευρώπη, ενώ στην αμερικανική ήπειρο μόνο αντι-ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι οπορτουνιστές στην Ελλάδα προβάλλουν ως θετικό παράδειγμα για την αντιμετώπιση της κρίσης τη Βραζιλία και την Αργεντινή, εξαίρουν την πολιτική Ομπάμα.
Σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότερες αποδείξεις ότι η κυβέρνηση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, σχηματισμένη με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα, δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για να ξεσπάσει επαναστατική κατάσταση, αφού αυτή έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, αλλά ούτε να υποχρεώσει τους καπιταλιστές να δεχθούν πλήγματα στην κερδοφορία τους υπέρ των εργαζόμενων, όταν μάλιστα το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε φάση που δυσκολεύεται να πετύχει τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή με τον ίδιο τρόπο που το πετύχαινε στο παρελθόν. Το ερώτημα αν μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση μπορεί να ωθήσει στο άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας είναι ανεδαφικό και ουτοπικό, πολύ περισσότερο σήμερα που έχουμε τα παραδείγματα της Χιλής και της Πορτογαλίας, αλλά και τα σύγχρονα παραδείγματα της Βολιβίας, Βενεζουέλας, Βραζιλίας, Εκουαδόρ που διαφημίζονται από τους οπορτουνιστές ως η σύγχρονη στρατηγική του 21ου αιώνα.
Αναμφισβήτητα στη Βενεζουέλα άνοιξε ένα παράθυρο για τη βελτίωση της ζωής του λαού, κυρίως του πιο εξαθλιωμένου μαζικού τμήματός του με την απόφαση του Τσάβες να προχωρήσει σε εθνικοποίηση μεγάλων τομέων της βιομηχανίας πετρελαίου, καθώς το πετρέλαιο είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της χώρας. Η επιλεκτική εθνικοποίηση χρηματοδότησε ορισμένα προγράμματα μαζί με τη βοήθεια της Κούβας για παροχή υγείας και τροφίμων στην πιο ακραία φτώχεια. Το ζητούμενο βέβαια δεν είναι να ικανοποιηθούν οι άμεσες απαιτήσεις της ακραίας φτώχειας, αλλά και να ανοίξει ο δρόμος για να ζήσει ο δοκιμαζόμενος λαός με βάση τις δυνατότητες της χώρας και τις σύγχρονες ανάγκες. Τα θετικά αυτά μέτρα δεν μπόρεσαν να μειώσουν καθόλου τη μεγάλη συγκέντρωση του πλούτου και του εισοδήματος στην αστική τάξη, στα ανώτερα μεσαία στρώματα. Η αγροτική μεταρρύθμιση δεν κατάφερε τελικά να αλλάξει τη ζωή των εργατών γης, της φτωχής αγροτιάς έναντι των μεγάλων γαιοκτημόνων.
Είναι επίσης γεγονός ότι στη Βολιβία η κυβέρνηση Μοράλες έδωσε αυξήσεις τους κατώτατους μισθούς, στα ημερομίσθια και στις συντάξεις. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του ινδιάνικου πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Πρόκειται μάλιστα για το κοινωνικό αυτό στρώμα που έδωσε τη νίκη στον Μοράλες. Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι στη Βολιβία σημειώνονται αθρόες ξένες επενδύσεις πολυεθνικών ομίλων, ενώ στηρίζεται από την κυβέρνηση η εξαγωγή κεφαλαίων. Εχει δυναμώσει η αύξηση των μικρομεσαίων ιδιοκτητών μεταλλείων με ιδιαίτερα εκμεταλλευόμενη μισθωτή εργασία και οι επιχειρήσεις αυτές εξελίσσονται σε συμμάχους των πολυεθνικών.
Ανάλογες είναι οι εξελίξεις στο Εκουαδόρ, με κορυφαίο στοιχείο ότι οι πολυεθνικές έχουν αυξήσει την ιδιοκτησία τους σε τομείς στρατηγικής σημασίας, όπως είναι οι εξορύξεις και οι πηγές ενέργειας. Η στρατηγική της κυβέρνησης Κορέα είναι η ανάπτυξη και εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου από το ξένο κεφάλαιο.
Τα προγράμματα κατά της φτώχειας που δεν την καταργούν αλλά τη διατηρούν με άμβλυνση των πολύ ακραίων πλευρών της, η αύξηση και κυρίως η βελτίωση της θέσης μεσαίων στρωμάτων είναι το χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης που περικλείει νομοτελειακά την κρίση, τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Οι οπορτουνιστές στη χώρας μας, αυτοί που μας εγκαλούν γιατί δεν θέλουμε να στηρίξουμε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, υποστηρίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αυτός είναι ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα. Αυτή η γραμμή δεν είναι ούτε καν αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή πολιτική, δεν έχει καμία σχέση ούτε με την πολιτική των σταδίων, που βεβαίως και αυτή έχει ξεπεραστεί προ πολλού ακόμα από την περίοδο του 1917.
Η πολιτική ληστείας, προσαρτήσεων, μετατροπής κρατών σε προτεκτοράτα, η πολιτική διαμελισμού κρατών δεν είναι απόρροια πολιτικής ανηθικότητας ούτε ζήτημα υποτέλειας και δειλίας από την πλευρά της αστικής τάξης της χώρας που έχει ισχυρότερες και ανισότιμες εξαρτήσεις. Είναι ζήτημα οικονομικής και πολιτικής θέσης που απορρέει από την καπιταλιστική ανισομετρία, από τη θέση στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Η αστική τάξη που αισθάνεται ότι δεν την αντιμετωπίζει με ίσους όρους ο ισχυρός εταίρος της, ξέρει ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, γιατί εκτός των άλλων η συμμαχία με τον ισχυρότερο εταίρο εξασφαλίζει και ισχυρή πολιτική προστασία στο εσωτερικό της χώρας έναντι της απειλής από την όξυνση της ταξικής πάλης.
Η αστική τάξη είναι αδύνατο να υπερασπίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα προς όφελος του λαού, αλλά αποκλειστικά και μόνο για το δικό της συμφέρον. Και αν χρειαστεί θα αγνοήσει και ιδιαίτερα δικά της συμφέροντα αν πρόκειται ως αντιστάθμισμα να μη χάσει την εξουσία της, να την κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο.
Η απάντηση στον καπιταλισμό δεν είναι η ανέφικτη επιστροφή στην περίοδο του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, των σκόρπιων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αλλά η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού, η κατάκτηση ετοιμότητας μέσα και από τον καθημερινό αγώνα και την πείρα στις συνθήκες της επαναστατικής κατάστασης.
Το ΚΚΕ δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη της ενότητας δράσης της εργατικής τάξης και στη συμμαχία της με τους φτωχούς αυτοαπασχολούμενους επιχειρηματίες και τη φτωχή αγροτιά. Η εργατική τάξη έχει αντικειμενικά συμφέρον από την κατάργηση κάθε μορφής ιδιοκτησίας μεγάλης και συγκεντρωμένης, μεσαίας και μικρής, αφού αυτή συνεπάγεται μισθωτή εκμεταλλευόμενη εργασία, αποξένωση του εργαζόμενου από τον πλούτο που παράγει. Οι αυτοαπασχολούμενοι λόγω της ενδιάμεσης θέσης τους έχουν συμφέρον μεν από την πάλη κατά των μονοπωλίων, δυσκολεύονται όμως να ταχθούν κατά της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για την κατάργηση κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ευελπιστούν ότι από μικροί και φτωχοί επιχειρηματίες θα γίνουν μεσαίοι, δορυφόροι των μονοπωλίων, παρόλο που τα εργασιακά και κοινωνικά τους δικαιώματα διασφαλίζονται μόνο στις συνθήκες του σοσιαλισμού. Ο συμβιβασμός που προτείνει το ΚΚΕ είναι η συνάντηση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων με τις αντιμονοπωλιακές, η κοινή τους δράση που βεβαίως δεν καταργεί τις διαφορές τους, δράση που κατευθύνεται στη λαϊκή εξουσία, στην κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων. Αυτή η συμμαχία είναι κοινωνική όσον αφορά ποιες κοινωνικές δυνάμεις πρέπει να συμπαραταχθούν στον αγώνα και πολιτική με την έννοια ότι η συμμαχία αυτή πρέπει να έχει κατεύθυνση πάλης για τη λαϊκή εξουσία που, ως αντίληψη, δεν ταυτίζεται με το πρόγραμμα του ΚΚΕ, δεν είναι δυνατό να ταυτίζεται. Επηρεάζεται μόνο από ορισμένα βασικά της στοιχεία, όπως είναι η κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, ο αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός, η αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Αυτά όμως τα βασικά στοιχεία συνιστούν αντικειμενικά υποχρεωτικές επιλογές για να βγει η χώρα από την κρίση προς όφελος της λαϊκής πλειοψηφίας, για να ζήσει ο λαός με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, για να πάψει η χώρα να είναι προγεφύρωμα και σύμμαχος των διάφορων ιμπεριαλιστικών κέντρων, του ιμπεριαλιστικού πολέμου, να υφίσταται εξαρτήσεις και δεσμεύσεις σε βάρος του εργαζόμενου λαού.
Σήμερα στην Ελλάδα διαμορφώνονται τα φύτρα αυτής της συμμαχίας που βεβαίως η εξέλιξη θα της δώσει και νέες μορφές, ιδιαίτερα από τα κάτω προς τα πάνω, θα επέρχονται αναδιατάξεις που δεν είναι δυνατό σήμερα να προκαθοριστούν.
Η λαϊκή εξουσία συνιστά πολιτική κυβερνητική λύση, επομένως το ΚΚΕ και το Κίνημα δεν περιορίζονται σε αγώνα αντίστασης, σε αγώνα φθοράς δίχως εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Στο βαθμό που με την πρόοδο της ταξικής πάλης διαμορφώνονται μικροαστικού χαρακτήρα πολιτικές δυνάμεις που υιοθετούν κατεύθυνση αγώνα με έκβαση τη λαϊκή εξουσία, τότε το ΚΚΕ θα έχει και διάλογο και συνεργασία μαζί τους, χωρίς όμως να αποτελέσουν οι συνεργαζόμενες πολιτικές δυνάμεις ενιαίο πολιτικό φορέα, γιατί τότε χάνεται η αυτοτέλεια του ΚΚΕ. Η κοινή δράση του ΚΚΕ με τις πολιτικές δυνάμεις θα εκφράζεται στις γραμμές και στα όργανα πάλης της Λαϊκής Συμμαχίας που βάση της έχει τον τόπο δουλειάς και τη λαϊκή γειτονιά με μορφές οργάνωσης το σωματείο, τη γενική συνέλευση, τις επιτροπές αγώνα. Η βάση δηλαδή της συμμαχίας είναι μέσα στο λαό, στις γραμμές του κινήματος, απευθύνεται σε όλους και όλες, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους επιλογές, με κριτήριο σε ποια τάξη ανήκουν, σε ποιο κοινωνικό στρώμα. Στο επίπεδο όμως της εξουσίας δεν χωράνε συμβιβασμοί, τακτικισμοί και καιροσκοπικοί ελιγμοί. Είναι άλλο πράγμα η επιλογή των κατάλληλων συνθημάτων και μορφών πάλης για την προσέγγιση, συσπείρωση των εργατικών λαϊκών μαζών, για την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης και την κοινωνική συμμαχία και άλλο πράγμα να προτάξεις ως στρατηγική επιλογή τη μεταρρύθμιση, βάζοντας την επανάσταση στο περιθώριο, στην αφάνεια, στο όνομα του δυσμενούς σήμερα συσχετισμού δυνάμεων.
Ο Λένιν με την εισήγησή του στην 7η Συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ (μπολσεβίκοι) τον Απρίλη του 1917 ζήτησε και συμφωνήθηκε η εγκατάλειψη του συνθήματος της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ως ξεπερασμένου και υιοθετήθηκε ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επερχόμενης επανάστασης. Ανέλυσε μάλιστα ότι το βασικό στις «δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας» δεν ήταν ο θεσμός της εξουσίας της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αλλά η διαμόρφωση της κοινωνικής συμμαχίας αγροτών και εργατών.
Είναι φανερό ότι στη σύγχρονη εποχή η πολιτική συμμαχιών του ΚΚ δεν μπορεί να είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη σε περίοδο διαμόρφωσης του επαναστατικού εργατικού κινήματος (περίοδος στην οποία αναφέρονται ο Μαρξ και ο Ενγκελς πριν ακόμα ολοκληρωθεί η εποχή των αστικών επαναστάσεων και διαμορφωθεί το κόμμα νέου τύπου). Δεν μπορεί να είναι ίδια ούτε με την πολιτική του κόμματος των μπολσεβίκων πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν στη Ρωσία δεν είχε ακόμα πλήρως καταργηθεί η φεουδαρχική εξουσία. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα εμφάνισης ενδιάμεσης πολιτικής εξουσίας μεταξύ της καπιταλιστικής και της εργατικής. Η εξουσία ή θα είναι στα χέρια της αστικής τάξης, οπότε δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του λαού ή θα είναι σοσιαλιστική. Είναι άλλο πράγμα οι «στιγμές» διαμόρφωσης της εξουσίας σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης ή οι στιγμές εξέλιξης της εξουσίας όταν ακόμα η σοσιαλιστική επανάσταση δεν έχει νικήσει.
Το καπιταλιστικό σύστημα στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλη χώρα, δεν πρόκειται να καταρρεύσει από μόνο του, λόγω των αντιθέσεών του. Η μεγάλη όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων θα οδηγήσει σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, σε συνθήκες αδυναμίας στην επιβολή της καπιταλιστικής πολιτικής και μεγάλης όξυνσης της ταξικής πάλης κι ενώ θα ωριμάζει και θα αναπτύσσεται μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ένα πανίσχυρο εργατικό κίνημα σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα που υποφέρουν. Μέσα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης θα κριθεί, με την κατάλληλη επιλογή των συνθημάτων και όλων των μορφών πάλης, η θέληση, η απόφαση του λαού να σπάσει και να καταργήσει τις αλυσίδες της ταξικής εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Προϋποθέτει εργατικό κίνημα που δεν παγιδεύεται σε παραπλανητικές εναλλακτικές λύσεις, τις οποίες το αστικό πολιτικό σύστημα αξιοποιεί για να οργανώσει το τσάκισμα του κινήματος, το χτύπημα του ριζοσπαστισμού, της επαναστατικής διάθεσης και θέλησης, για να προλάβει ή να ματαιώσει, για όσο διάστημα μπορεί, την ανατροπή του.

Οι "μπλε αγελάδες" και ο καρκίνος του πνεύμονα από τα ορυχεία χρυσού (video)

Οι "μπλε αγελάδες" και ο καρκίνος του πνεύμονα από τα ορυχεία χρυσού (video)

Το ντοκυμαντέρ "Οι μπλε αγελάδες" (1991) αφηγείται την επιδημία του καρκίνου του πνεύμονα που 
έπληξε τους ανθρακωρύχους και τους εργαζόμενους των ορυχείων χρυσού της Σαλσίν στην Γαλλία.Δείχνει το δράμα των οικογενειών που πλήττονται από την "μακρά και επώδυνη ασθένεια", τα προβλήματά τους αντιμετωπίζοντας τη γραφειοκρατία για να αναγνωρίσουν την επαγγελματική ασθένειά τους, την ανεπαρκή επιστημονική έρευνα για τον εντοπισμό των καρκινογόνων ουσίων και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εκλεγμένοι στην επιτροπή υγείας και ασφάλειας για την επιβολή μέτρων πρόληψης ενώ η ανεργία και οι απειλές για την απασχόληση, κυριαρχούν. Το ορυχείο έκλεισε οριστικά το 2004, για λόγους Δημόσιας Υγείας.
 



πηγή: blog.gr

ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι γεγονός πως, ιστορικά, κάθε φορά που ξέσπαγε βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση, ο αντικομμουνισμός οξυνόταν (δίπλα σε κάθε μορφής καταστολή) υπό το φόβο της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και με στόχο την ενσωμάτωσή τους. Σήμερα, ένα δείγμα της έντασης αυτής του αντικομμουνισμού αποτελεί η αναβίωση μιας σειράς «επιχειρημάτων» κατά του ΚΚΕ που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Κατοχής και διαδίδονται στις μέρες μας ευρέως από διάφορα αστικά, εθνικιστικά, νεοναζιστικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. «Αξιοποιούνται» δε στην πρώτη γραμμή της αντικομμουνιστικής επίθεσης κομμάτων, όπως η «Χρυσή Αυγή» ή ο ΛΑ.Ο.Σ. και όχι μόνο.

Πρόκειται για «ντοκουμέντα» που στη διάρκεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης παράχθηκαν μαζικά, προκειμένου να δυσφημιστεί ο αγώνας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δεκάδες «συμφωνίες» έκαναν τότε την εμφάνισή τους, με τις οποίες το ΕΑΜ και το ΚΚΕ άλλοτε εμφανίζονταν να «προδίδουν» την Ελλάδα στους Αλβανούς, άλλοτε στους Βούλγαρους, άλλοτε στους Γιουγκοσλάβους, άλλοτε στους Γερμανούς κ.ο.κ. Είναι χαρακτηριστικό πως τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους «ανακαλύφθηκαν» και διοχετεύτηκαν στη δημοσιότητα από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής, από οργανώσεις όπως η ΠΑΟ (βλ. στη συνέχεια) ή ακόμα και από τις βρετανικές υπηρεσίες. 

Με το πέρας του πολέμου συναντάμε τα εν λόγω «έγγραφα» συγκεντρωμένα στην έκδοση του Υφυπουργείου Τύπου & Πληροφοριών (1947) με τίτλο «Η εναντίον της Ελλάδος επιβουλή». Αποτελούν πλέον τμήμα του οπλοστασίου της άρχουσας τάξης, από το οποίο επιστρατεύονται όλα εκείνα τα «στοιχεία» που απαιτούνται προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο διωγμός των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ (φυλακές, εξορίες, εκτελέσεις κ.ο.κ.). Ετσι τα «ντοκουμέντα» αυτά ανασύρονται ξανά και ξανά για να «αποδείξουν» τα περί «ξενοκίνητου κομμουνισμού», περί «πρακτορισμού», περί «σχεδιαζόμενου διαμελισμού της Ελλάδας» χάριν των «Σλαύων» κ.ο.κ. Οι πρώην συνεργάτες των Ναζί εμφανίζονταν πια ως τιμητές της «εθνικοφροσύνης», ισχυριζόμενοι πως «ούτε ο ΕΛΑΣ ούτε οι Σέρβοι παρτιζάνοι διεξήγον αγώνα κατά του κατακτητού» (σ.σ. η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία ήταν εντωμεταξύ οι μόνες χώρες της Ευρώπης που απελευθερώθηκαν από ίδιες δυνάμεις) και πως «η μετά των Γερμανών και Βουλγάρων συνεργασία των κομμουνιστών ήταν πλέον απροκάλυπτος»!1

Κατόπιν τα «ντοκουμέντα» αυτά αναπαράχθηκαν σε εκδόσεις της Χούντας («Δεκέμβριος 1944 - Δεκέμβριος 1967»), στα «έργα» του «διαφωτιστή» της δικτατορίας και υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Γ. Γεωργαλά («Η Προπαγάνδα»), του καθηγητή στις Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του Αρχηγείου Στρατού (επί Χούντας) και ιδιαιτέρου του Ι. Λαδά Κ. Πλεύρη («Ο λαός ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά») κ.ά.

Πλέον αποτελούν «πρώτη ύλη» στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα των σύγχρονων «Ταγμάτων Εφόδου» του συστήματος, παρουσιαζόμενα ως «στοιχεία που ανατρέπουν αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ή πιο σωστά ρίχνουν φως (!) στο σκοτάδι στο οποίο προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν οι Προπαγανδιστές του Κομμουνισμού […] Αποκαλούν “φασίστα” και προδότη τον Μεταξά που είπε ΟΧΙ ενώ αυτοί έκαναν συμφωνίες με τους Γερμανοϊταλούς […] Για την Ελλάδα πολέμησαν οι Ελληνες εθνικιστές […] Οι Αριστεροί κατά τον Β΄ παγκόσμιο δεν πολέμησαν υπέρ της Ελλάδος (εφόσον δεν πιστεύουν σε σημαίες, πατρίδες, θρησκείες, σύνορα, κτλ), πολέμησαν υπέρ του Κομμουνισμού. Αυτό συνεπάγεται και μαθηματικά (λόγω ιδεολογίας) αλλά και αποδεικνύεται και μέσω των παραπάνω εγγράφων»2.

Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε έξι από τα «επίμαχα» αυτά «ντοκουμέντα», που είναι και τα πλέον «δημοφιλή» στις ανάλογες αναφορές. Πρόκειται για το «Σύμφωνο του Πετριτσίου», τη «Συμφωνία ΕΑΜ - ΣΝΟΦ», το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών - ΕΛΑΣ», τις «Συμφωνίες» του Γ. Σιάντου με τους Γερμανούς και το «Σύμφωνο του Μελισσοχωρίου». Παρότι, όπως παρατήρησε ο ιστορικός H. Fleischer «οι περισσότερες από τις πλαστογραφίες αυτές είχαν κατασκευασθεί μάλλον αδέξια»3, ωστόσο πολλές από αυτές περιλαμβάνονται και στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης 1941-1944», προσδίδοντάς τους μια κάποια «σοβαρότητα» και «επισημότητα». Στο ίδιο έργο βέβαια παρατίθενται ως «ιστορικά ντοκουμέντα» ακόμα και καταθέσεις ταγματασφαλιτών, στις οποίες φέρονταν να πολεμούν στα βουνά της Λακωνίας τον ίδιο τον Γ. Δημητρώφ (ΓΓ της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ο οποίος δήθεν μαχόταν μαζί με τον ΕΛΑΣ εναντίον των «αληθινών πατριωτών»!4 Επομένως, το τι μπορεί από εκεί μέσα να χαρακτηριστεί ως αξιόπιστο και τι όχι είναι ένα μεγάλο ζήτημα.


ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ» ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Στη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκαν και έδρασαν μια σειρά «εθνικιστικές οργανώσεις», όπως η «Χ» (οι γνωστοί Χίτες), ο ΕΔΕΣ Αθήνας, η Εθνική Δράση, η Τρίαινα, η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση), η ΡΑΝ (Ρωμυλία-Αυλών-Νήσοι) κ.ά. Ορισμένες από αυτές «μοίρασαν» τη δράση τους, άλλοτε κάνοντας «αντίσταση» στον κατακτητή και άλλοτε μαχόμενοι κατά του ΕΑΜ. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία βέβαια επικέντρωσαν τις ενέργειές τους στο δεύτερο. Οι εν λόγω οργανώσεις διατηρούσαν δίαυλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου. Η σύγκρουση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με αυτές υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων εντός της Ελλάδας προς τα τέλη της κατοχικής περιόδου. Με τη λήξη δε του πολέμου οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές», ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας (Τ.Α.). Στις περιβόητες «δίκες των δοσίλογων» η συντριπτική τους πλειοψηφία «βγήκε λάδι». Οταν ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης (ο οποίος μάλιστα είχε προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας) ρωτήθηκε «διατί συνεκροτήθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας», εκείνος απάντησε: «Είναι γνωστός ο σκοπός. Εγιναν δια να κτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις [σ.σ. η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη] ηθέλησε να εξασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν. Αυτή ήτο η αρχική σκέψις. Εξετράπησαν όμως εις ασχήμιας, εξορμήσεις προς συνοικισμούς κλπ. Ο σκοπός των όμως είναι ο εκτεθείς. Περί τούτου δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία».5

Είχε βεβαίως προηγηθεί η ευρεία χρήση ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 (καθ’ υπόδειξη και με τις ευλογίες των Βρετανών).6 Στη συνέχεια, ακόμα και γνωστοί εγκληματίες ταγματασφαλίτες (όπως π.χ. ο Ι. Πλυντζανόπουλος και οι συνεργάτες του, που μετείχαν ενεργά στη δολοφονία δεκάδων πατριωτών στο μπλόκο της Κοκκινιάς) απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία. Αλλοι, όπως ο διοικητής των Τ.Α. Καλαμάτας Δ. Παπαδόπουλος, ο διοικητής των Τ.Α. Σπάρτης Κ. Κωστόπουλος, ο διοικητής των Τ.Α. Γυθείου Π. Δεμέστιχας, ο διοικητής των Τ.Α. Ναυπλίου Δ. Μουστακόπουλος, ο υποδιοικητής των Τ.Α. Χαλκίδας και τόσοι άλλοι, θα συνεχίσουν να κάνουν «λαμπρές» καριέρες στον ελληνικό στρατό.7

Επομένως, μάλλον δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ο χαρακτηρισμός «εθνικοί αγωνιστές» που απέδωσε στους ταγματασφαλίτες ο ΓΓ της «Χρυσής Αυγής» Ν. Μιχαλολιάκος σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή ή η απόδοση τιμών στα Τάγματα Ασφαλείας από τη «Χρυσή Αυγή» στο «μνημόσυνο» που τέλεσε στο Μελιγαλά στις 16 Σεπτέμβρη 2012. Εκεί, όπου υπό το σύνθημα «Τιμή στους Χίτες και τους Ταγματασφαλίτες» η εν λόγω οργάνωση «δεσμεύτηκε» να αναγορεύσει την «επέτειο» σε «εθνική εορτή». 

Μεταξύ άλλων, η επίκληση της ιστορίας των λεγόμενων «εθνικιστικών οργανώσεων» της Κατοχής έχει και την έννοια της δημιουργίας ενός ιστορικού προηγούμενου, μιας «παράδοσης» και μιας συνέχειας για τις σύγχρονες ακροδεξιές-φασιστικές οργανώσεις, όπως η «Χρυσή Αυγή».


Η ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ (ΠΑΟ)

Μια ειδική αναφορά στην ΠΑΟ είναι απαραίτητη, μιας και η εν λόγω οργάνωση φέρεται (κατά τα λεγόμενα της ίδιας τουλάχιστον) ως υπεύθυνη για την «ανακάλυψη» και δημοσιοποίηση των τριών εκ των έξι «ντοκουμέντων» που εξετάζουμε.8

Η ΠΑΟ υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ («Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος»), μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά «υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου»9. Οντας οργάνωση βαθύτατα αντικομμουνιστική, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Απόρρητη Εκθεση των Βρετανών αναφέρει πως «οι τριβές (σ.σ. με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (σ.σ. του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, και όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο. Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου.

Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς»10. 

Μια άλλη ξεχωριστή ομάδα της ΠΑΟ διατηρούσε «στενές σχέσεις με εθνικιστικές οργανώσεις στην Αθήνα». Αιτιολογώντας τη στήριξη της ΠΑΟ από τις δυνάμεις Κατοχής, η ίδια Εκθεση εξηγούσε: «Στρατιωτικώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί το 1943 ήταν ο ΕΛΑΣ. Ηταν προφανώς ασήμαντο γι’ αυτούς ποιος έκανε αντίσταση στον ΕΛΑΣ και ήταν κατά συνέπεια πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια οργάνωση σαν την ΠΑΟ»11.

«Βεβαίως θα ηδύναντο να αντιταχθή», έγραφε η ΠΑΟ στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης του Καΐρου (15 Μάη 1944) σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, «ότι όφειλον ούτοι αντί να δεχθούν πυρομαχικά από τον εχθρόν, να επιστρέψουν στα χωριά των αποστρατευόμενοι. Τούτο [όμως] δύναται να υποστηριχθή μόνον από τον μη έχοντα σαφή γνώσιν της διαμορφωθείσης εν Βορείω Ελλάδι καταστάσεως». Διαβεβαίωνε δε πως «η ΠΑΟ παρέμεινεν αρραγής και συνεχίζει το εθνικόν της έργον μετά της αυτής θέρμης και επιμονής ως και πρότερον, αποτελούσα την μόνην εθνικήν οργάνωσιν της Βορ. Ελλάδος». Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία όπως «το Συμμαχικόν Στρατηγείον Μέσης Ανατολής και η Κυβέρνησίς μας χρησιμοποιήση την σοβαράν ταύτην δύναμιν προς όφελος του διεξαγόμενου αγώνος και επ’ αγαθώ της Ελληνικής Πατρίδος».12

Οι ίδιοι οι Βρετανοί, παρότι -όπως είδαμε και πρωτύτερα- συγκατέλεγαν την ΠΑΟ μεταξύ των δοσιλογικών οργανώσεων, είχαν προτείνει ακόμα και την ένταξή της στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο της ελληνικής αντίστασης. Καθ’ όλη την περίοδο του 1943-1944 η ΠΑΟ συνέχιζε να έχει επαφές με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου, προμηθεύοντάς τους με τις «αποδείξεις» της «προδοσίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.13


ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΠΕΤΡΙΤΣΙΟΥ

Το περιβόητο πια «Σύμφωνο» του Πετριτσίου, η πλέον αναπαραγόμενη και ταυτόχρονα γνωστή πλαστογραφία του είδους της, υποτίθεται ότι συνάφθηκε στις 12 Ιούλη 1943 μεταξύ του Γ. Ιωαννίδη (εκ μέρους του ΚΚΕ) και του Δ. Δασκάλωφ (εκ μέρους του ΚΚ Βουλγαρίας). «Προέβλεπε» τη δημιουργία Βαλκανικής Ενωσης Σοβιετικών Δημοκρατιών, στην οποία η Μακεδονία θα εντασσόταν ως Αυτόνομη Σοβιετική Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Χ. Νάλτσα (αρχηγό του πολιτικού κλάδου της ΠΑΟ) «αντίγραφον ταύτης επρομηθεύθη ολίγον μετά την υπογραφήν της η σχετική υπηρεσία της Πανελληνίου Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ) εν Θεσσαλονίκη και υπέβαλεν εις την εν Καΐρω Ελληνικήν κυβέρνησιν και το Συμμαχικόν στρατηγείον της Μέσης Ανατολής […] Το σύμφωνον τούτο εδημοσιεύθη και από το όργανον του χιτλερικού κόμματος Volkischer Beobachter και δεν ημφεσβητήθη ποσώς κατά την εποχήν εκείνην από το ΚΚΕ»14. 

Καθώς αναφέρει ο H. Richter, εκτός από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους (που αξιοποίησαν το όλο θέμα στο έπακρο προκειμένου να «υποσκάψουν την επιρροή του ΚΚΕ και να το στιγματίσουν ως αντεθνικό»), το «Σύμφωνο» εκμεταλλεύτηκαν προπαγανδιστικά τόσο οι Βρετανοί (διοχετεύοντάς το στις εφημερίδες, π.χ. στην «Daily Herald»), όσο και ο ΕΔΕΣ (δημοσιεύοντάς το στην εφημερίδα του, τη «Νέα Ελλάδα»).15

Καταρχάς είναι ψέμα ότι το ΚΚΕ δε διέψευσε τότε το εν λόγω «Σύμφωνο». Στις 20 Μάη 1944 ο «Ριζοσπάστης» έγραφε: «Ο Γκαίμπελς διαδίδει με τα φερέφωνά του ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Βούλγαρος Δουσάν Δασκάλωφ υπογράψανε συμφωνία για την ίδρυση μιας “Σοβιετικής Eνωσης Βαλκανικών Δημοκρατιών” και ότι οι Eλληνες κομμουνιστές “ξεπουλήσανε την Ελλάδα στην Βουλγαρία”. Πληροφορούμε τον κύριο Γκαίμπελς ότι άργησε πολύ να θυμηθεί το προβοκατόρικο αυτό έγγραφο που σκαρώθηκε πριν από πέντε μήνες και δημοσιεύτηκε απ’ τους έλληνες φασίστες της “Εθνικής Δράσης”. Ο Ελληνικός λαός γνωρίζει ότι οι Γερμανοί μαζί με τα τσιράκια τους Ράλληδες, Γούληδες, Ταβουλάριδες και Πάγκαλους, φέρανε τους κομιτατζήδες στη Φλώρινα και τη Νάουσα και ξεπουλήσανε τη Μακεδονία στους Βούλγαρους. Μόνο οι κομμουνιστές και το ΕΑΜ πολεμάνε με το όπλο στο χέρι ενάντια στους Βούλγαρους καταχτητές, για να απελευθερώσουνε την ελληνική Μακεδονία και Θράκη απ’ τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους».

Οσον αφορά δε τους «πρωταγωνιστές» της υπογραφής του «Συμφώνου», ο μεν Δασκάλωφ ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, ο δε Ιωαννίδης την «επίμαχη» μέρα βρισκόταν στην Αθήνα. Οπως αναφέρει ο ίδιος, «εκείνη την ημέρα, το απόγευμα, εγώ είχα ανταμώσει με τον Σβώλο και είχαμε συνεργασία. Καθορίσαμε τη συνάντηση και για την άλλη μέρα. Το πρωί εκείνης της μέρας βγήκαν οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους για το σύμφωνο Ιωαννίδη-Δασκάλωφ. Μα και μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να μάθω τι διάολο ήταν αυτό το όνομα. Υπάρχει, δεν υπάρχει; Είναι πραγματικό όνομα ή δεν είναι;»16.

Το εν λόγω «Σύμφωνο» έχει ήδη απορριφθεί ως πλαστό και εργαλείο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από πολλούς μη-κομμουνιστές ιστορικούς, όπως οι H. Richter και H. Fleischer - ακόμα και ο Ε. Κωφός (σε αγγλόφωνη μελέτη του 1964) το χαρακτήρισε «αμφιβόλου αυθεντικότητας»17. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τον τέως ευρωβουλευτή της ΝΔ Γ. Μαρίνο να το επικαλεστεί σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 20 Δεκέμβρη 1992. Τελικά αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημόσια ότι το έγγραφο ήταν όντως πλαστό (εφημερίδα «Το Βήμα», 10 Γενάρη 1993). Το «Σύμφωνο» του Πετριτσίου ανέσυρε ξανά από το βούρκο της Ιστορίας ο Α. Ντινόπουλος (βουλευτής της ΝΔ, υποψήφιος τότε υπερνομάρχης) σε παρουσία του στον τηλεοπτικό σταθμό ALTER, την 1η Απρίλη 2008, προκειμένου να «αποδείξει» την «προδοτική στάση του ΚΚΕ»!18


Η «ΣΥΜΦΩΝΙΑ» ΕΑΜ - ΣΝΟΦ

Η υποτιθέμενη αυτή «συμφωνία» φέρεται να υπογράφτηκε στις 22 Γενάρη 1944 μεταξύ του Α. Τζήμα (εκ μέρους του ΕΑΜ) και του Βούλγαρου αξιωματικού Β. Κάλτσεφ (εκ μέρους του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου - ΣΝΟΦ) στις Καρυδιές της Εδεσσας. «Προέβλεπε» τη δημιουργία ενός «αυτόνομου Μακεδονικού Κράτους Σοβιετικής Οργάνωσης» με την παραχώρηση μιας σειράς ελληνικών επαρχιών κ.ο.κ. «Οι βαρύτατοι δια το ΕΑΜ όροι», διευκρίνιζε ο Χ. Νάλτσας, «δεν φαίνονται και παράδοξοι […] Η συμφωνία των Καρυδιών εγένετο κατόπιν “ντιρεκτίβας” της Κομιντέρν και άνευ αντιρρήσεως τινός του ΚΚΕ».19

Τι και αν η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) είχε αυτοδιαλυθεί το Μάη του 1943, σχεδόν οκτώ μήνες πριν την «υπογραφή» της επίμαχης «συμφωνίας»; Κατά τους παραχαράκτες της Ιστορίας συνέχιζε να λειτουργεί, εκδίδοντας ενοχοποιητικές ντιρεκτίβες! «Ολόκληρο αυτό το έγγραφο είναι παράλογο και σαν περιεχόμενο και σαν διατύπωση», τονίζει σχετικά ο Heinz Richter. «Εκεί δήθεν ένας Βούλγαρος υπογράφει για λογαριασμό της ΣΝΟΦ που προσανατολιζόταν προς τη Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται για αφελή πλαστογραφία των ελληνικών κύκλων της δεξιάς». Ο H. Fleischer τη συγκαταλέγει (μαζί με εκείνη του Πετριτσίου) ανάμεσα στις γνωστότερες πλαστογραφίες «που επί δεκαετίες δημοσιεύτηκαν και αναδημοσιεύτηκαν από το μηχανισμό προπαγάνδας της ελληνικής Δεξιάς» και «είχαν σαφώς κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΕΑΜ, κυρίως από την ΠΑΟ και τους οπαδούς της».20


ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΓΕΡΜΑΝΩΝ - ΕΛΑΣ

Το «Σύμφωνο» αυτό (που επίσης «ανακάλυψε» η ΠΑΟ) φέρεται να «συνάφθηκε» την 1 Σεπτέμβρη 1944 στο Λειβάδι Χαλκιδικής μεταξύ του Καπετάν Κίτσου (συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ) και του Εριχ Φένσκε (ταγματάρχη, Διοικητή της μονάδας 31756 και εκπρόσωπο των ενόπλων γερμανικών δυνάμεων της στρατιάς Αιγαίου). «Προέβλεπε» την ανενόχλητη υποχώρηση του Γερμανικού Στρατού από τη Μακεδονία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της Θεσσαλονίκης, καθώς και βαρέως οπλισμού, πολεμικού υλικού κλπ. Η «συμφωνία» περί «μη-επιθέσεως μεταξύ του ΕΛΑΣ και των γερμανικών στρατευμάτων» καταδείκνυε κατά τον Χ. Νάλτσα το «γεγονός» ότι ο ΕΛΑΣ δεν «διεξήγε αγώνα κατά του κατακτητού». Επετεύχθη δε -σύμφωνα πάντα με τον ίδιο- έπειτα από «μυστικήν επικοινωνίαν» των σοβιετικών και του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης με το 2ο Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του Γερμανικού Στρατού στην πόλη.21

Ελα όμως που «όπως εξάγεται από τους γερμανικούς καταλόγους των αξιωματικών», μας πληροφορεί ο H. Richter, «δεν υπήρχε στη Βέρμαχτ κανένας ταγματάρχης μ’ αυτό το όνομα [σ.σ. Εριχ Φένσκε]», ενώ ακόμα και «η μονάδα με τον αριθμό 31756 είναι ανύπαρκτη και γέννημα φαντασίας […] Τι προπαγανδιστική αξία έχει ακόμα και σήμερα [σ.σ. το 1975] αυτό το έγγραφο φάνηκε καθαρά το Δεκέμβριο του 1968. Η Χούντα της 21.4.67 κυκλοφόρησε ένα λεύκωμα με τίτλο “Δεκέμβριος 1944-Δεκέμβριος 1967”, στο οποίο περιλαμβάνεται και ένα “φωτοαντίγραφο” αυτού του ντοκουμέντου».22

Η επιπόλαια κατασκευή του εν λόγω εγγράφου βεβαίως αποτελεί το ένα μόνο σκέλος στην ιστορική παραχάραξη που επιχειρείται εδώ. Το άλλο έχει να κάνει με τις διεργασίες που πράγματι έλαβαν χώρα λίγο πριν το τέλος του πολέμου, την αντιπαράθεση σοσιαλισμού και καπιταλισμού που ερχόταν στο προσκήνιο. Οσον αφορά αυτό το κομμάτι λοιπόν, η αλήθεια είναι πως οι Ναζί δεν είχαν καμιά πρόθεση να παραδώσουν εδάφη, οπλισμό ή οτιδήποτε άλλο στους κομμουνιστές. Αλλού είχαν στρέψει το ενδιαφέρον και τις ελπίδες τους, γεγονός που καταδεικνύεται από πληθώρα ντοκουμέντων:

Στην αναφορά του στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς στον Αρχηγό του Ηγετικού Επιτελείου της Βέρμαχτ Αλφρεντ Γιοντλ (2 Σεπτέμβρη 1944) τονιζόταν μεταξύ άλλων πως «είναι ζωτικό αγγλικό συμφέρον να πάρει στα χέρια της (σ.σ. η Αγγλία) τις κατεχόμενες τώρα από τη Γερμανία θέσεις-κλειδιά της Ελλάδας, χωρίς να δημιουργηθεί χρονικό κενό που θα έδινε στις κομμουνιστικές συμμορίες τη δυνατότητα ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της κατοχής πριν τους Aγγλους. Η αναγκαιότητα σε περίπτωση γερμανικής εκκένωσης, να πάρει σταθερά στα χέρια του την Ελλάδα πριν από τους έλληνες κομμουνιστές ή και πριν από τους Ρώσους, είναι το κίνητρο για το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στο Κάιρο. Αυτό εξηγεί την αναγγελθείσα προσφορά του συνταγματάρχη “Τομ” στον Ζέρβα και τις βολιδοσκοπήσεις μέσω των ελληνικών καναλιών στην Αθήνα με στόχο να επιτευχθεί μαζί μας μια βραχυπρόθεσμη προθεσμία για την εκκένωση “χέρι με χέρι”»23.

Σε τηλεγράφημα του Κουρτ-Φριτς φον Γκρέβενιτς προς τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ στις 3 Σεπτέμβρη 1944 αναφερόταν πως «η Ομάδα Στρατιών Ε, Θεσσαλονίκη, δίνει ακριβώς τώρα οδηγίες στον Τύπο ότι πρέπει να σταματήσει κάθε δημοσιογραφική πολεμική κατά του Ζέρβα. Πρωταρχικός στόχος είναι (σ.σ. κατά την άποψη της Ομάδας Ε) η σύμπραξη όλων των εθνικών δυνάμεων κατά του κομμουνισμού». Ο ίδιος στις 10 Σεπτέμβρη ενημέρωνε σχετικά με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού από την Κρήτη: «οι Αγγλοι αφήνουν συνειδητά άθικτους τους ανθρώπους μας, παίρνοντας υπόψη μια επερχόμενη, που είναι και προς το αγγλικό συμφέρον, χρησιμοποίηση κατά των μπολσεβίκων».24

Στα Απομνημονεύματά του ο Υπουργός Εξοπλισμών και στενός συνεργάτης του Χίτλερ Αλμπερτ Σπέερ μιλά ανοικτά για συμφωνία μεταξύ των Γερμανών και των Βρετανών: «Παρά τον απόλυτο έλεγχο των Βρετανών στη θάλασσα, επετράπη στις γερμανικές μονάδες να επιβιβαστούν και να ταξιδέψουν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα […] Σε αντάλλαγμα η Γερμανική πλευρά συμφώνησε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στρατεύματα για να κρατήσει την Θεσσαλονίκη έως ότου θα ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις Βρετανικές δυνάμεις»25.


ΟΙ «ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ» ΤΟΥ Γ. ΣΙΑΝΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ

Τα «ντοκουμέντα» που προσκομίζονται εδώ αφορούν: α) Ενα «κείμενο» του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (το υπογράφει ο Γραμματέας Γ. Σιάντος) όπου αναφέρεται σε «συμφωνία» με τη Γερμανική Διοίκηση για παύση των εχθροπραξιών και διευκόλυνση της αποχώρησης του γερμανικού στρατού από την Ελλάδα. β) Μια «συμφωνία» του ίδιου με τον Γερμανό Πρέσβη Γ. Αλτενμπουργκ, η οποία «προέβλεπε» την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τις δυνάμεις κατοχής στο ΕΑΜ.

Στο πρώτο ο Γ. Σιάντος φέρεται να ενημερώνει το Γραμματέα μιας «Επιτροπής Πόλης» (ποιας δε λέει) πως «ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες», κατά τις οποίες «κάθε “σαμποτάζ” ή οποιαδήποτε άλλη ενέργειά μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του στρατού κατοχής θα γίνεται ύστερα από σχετικάς υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο. Δώστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες […] Ακόμα ανέλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχει κίνδυνος για τα μέλη της οργάνωσής μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση αναχώρησής τους από την Ελλάδα. Κανείς δεν πρέπει να ενοχληθεί. Αθήνα, 13/8/44. Γ. Σιάντος».26

Χώρια του γελοίου του πράγματος (οι επιθέσεις κατά των Γερμανών να γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη και καθ’ υπόδειξη των ιδίων!) και μόνο το σημείο που αναφέρεται στα περί «ειδοποιήσεως για τα μπλόκα» είναι αρκετό ώστε να αποκαλυφθεί το κατά πόσο πράγματι υπήρξε ή όχι μια τέτοια συμφωνία. Κάτι τέτοιο διαψεύδεται από την ίδια την Ιστορία: τα μπλόκα στην Κοκκινιά στις 17 Αυγούστου και 29 Σεπτέμβρη, το μπλόκο στην Καλλιθέα στο μεσοδιάστημα, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της πλαστογραφίας. «Από τα μπλόκα που έγιναν τον τελευταίο καιρό στις κομμουνιστικές συνοικίες», έγραφε στην αναφορά του στις 25 Αυγούστου ο Φον Γκρέβενιτς προς τον Χ. Νοϊμπάχερ, «ιδιαίτερα αιματηρό ήταν το μπλόκο της συνοικίας Νέας Κοκκινιάς: Δίπλα στις 3.000 συλλήψεις, πάνω από 100 κομμουνιστές νεκροί, από τους οποίους τα δύο τρίτα στη μάχη κι ένα τρίτο (σ.σ. εκτελέστηκαν) σαν εξιλέωση για τραυματία μοίραρχο. Σε διαμαρτυρία κατά της αστυνομικής ενέργειας και της στρατολογίας για αναγκαστική εργασία οι κομμουνιστές κάλεσαν για σήμερα σε γενική απεργία».27 Κατά τα άλλα ΚΚΕ - ΕΑΜ και Γερμανοί τα «είχανε συμφωνήσει».

Οσον αφορά τις «τεχνικές λεπτομέρειες» του εγγράφου, ούτε η έδρα του ΠΓ ούτε ο ίδιος ο Γ. Σιάντος βρίσκονταν στην Αθήνα την εποχή εκείνη, αλλά στα Πετρίλια Καρδίτσας. Ο Σιάντος επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, στις 16 Οκτώβρη 1944.

Ακόμα πιο εξόφθαλμα πλαστογραφημένη όμως είναι η επόμενη «συμφωνία», στην οποία κατέληξαν δήθεν ο Σιάντος με τον Αλτενμπουργκ τον Οκτώβρη του 1944 και που επικαλείται στα γραπτά του ο Χ. Νάλτσας. Και αυτό βεβαίως γιατί ο Αλτενμπουργκ δε βρισκόταν στην Ελλάδα από το Νοέμβρη του 1943, όταν και έκλεισε οριστικά η Γερμανική Πρεσβεία, επομένως οποιαδήποτε συνάντηση, διαβούλευση ή συμφωνία μαζί του θα ήταν μάλλον …αδύνατη!28


ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ

Στις 20 Σεπτέμβρη 1944 «υπογράφτηκε» δήθεν στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης το ομώνυμο «Σύμφωνο» μεταξύ των Φιλίπποβιτς (ΚΚ Βουλγαρίας), Γιούνωφ (εκπρόσωπο του βουλγαρικού στρατού), Αυγερινού (ΕΛΑΣ) και Στασινόπουλου (ΠΕΕΑ), το οποίο «προέβλεπε» μεταξύ άλλων: την αμοιβαία υποστήριξη του ΕΛΑΣ και του βουλγαρικού στρατού, την κατάργηση των συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας και -βεβαίως- την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας. «Η υπογραφή του συμφώνου ανηγγέλθη μετ’ ολίγας ημέρας εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν Καΐρου, εις το Συμμαχικόν στρατηγείον Μέσης Ανατολής και εις τα εν Ιταλία ευρισκόμενα κατά τας ημέρας εκείνας κλιμάκια υπό [σ.σ. ποιου άλλου;] της Πανελληνίας Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ)»29.

Βεβαίως τέτοια «Συμφωνία» δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που πράγματι υπήρξε ήταν το Σύμφωνο που συνάφθηκε μεταξύ του διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας-Δυτικής Θράκης Α. Συράκωφ και του γενικού αρχηγού των εθνικιστικών ομάδων Ελλήνων ανταρτών Α. Φωστερίδη (Τσαούς Αντών) στις 18 Σεπτέμβρη 1944, το οποίο στρεφόταν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ: «Υστερα από τη συμφωνία αυτή τα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στη Δράμα στις 19 Σεπτέμβρη περιορίστηκαν στο Ινστιτούτο Καπνού», ενώ «στις 20 Σεπτέμβρη ο Τσαούς Αντών έστησε ενέδρα κι έπιασε τη διοίκηση της VI Μεραρχίας [σ.σ. του ΕΛΑΣ]». Σύμφωνα με τον στρατηγό Στ. Σαράφη, η όλη επιχείρηση διεξήχθηκε εν γνώσει και με τις «ευλογίες» των Βρετανών αξιωματικών Μύλλερ και Ρίντελ, που ήταν παρόντες στις «διαπραγματεύσεις» με τους Βουλγάρους.30

«Οι Αγγλοι και ο Παπανδρέου», γράφει ο Β. Γεωργίου, «με φωνασκίες κάλυπταν την πολιτική του Μύλλερ και εντείνανε την προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τον Τσαούς Αντών σαν συμμαχική δύναμη, κατά τον ίδιο τύπο που στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, παρουσίαζαν την προδοτική οργάνωση ΠΑΟ σαν αντιστασιακή δύναμη […] Ωστόσο, η περίεργη αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι αντιφασίστες φαντάροι και υπαξιωματικοί έδεσαν το Συράκωφ και τους φασίστες αξιωματικούς και οι ισπανικοί πύργοι του Μύλλερ καταρρεύσανε. Τη διοίκηση του 2ου βουλγαρικού Σώματος Στρατού την ανέλαβαν Βούλγαροι παρτιζάνοι, που ακύρωσαν τη συμφωνία Συράκωφ - Τσαούς Αντών». Οσο δε για τη λεγόμενη «Συμφωνία του Μελισσοχωρίου», «οι αντιδραστικές δυνάμεις της Αθήνας με τις προβοκάτσιές του ψευτοσυμφώνου εκθέσανε την αγγλοπαπανδρεϊκή πολιτική σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Παπανδρέου έσπευσε να δηλώσει ότι δεν υπέγραψαν οι κομμουνιστές την συμφωνία, αλλά ο Τσαούς Αντών. Κι αυτό, γιατί το πραγματικό σύμφωνο Τσαούς Αντών-Συράκωφ βρισκόταν στα χέρια του ΕΛΑΣ».31

Πράγματι, την 1η Οκτώβρη 1944 ο υπουργός Εξωτερικών Δραγούμης χαρακτήρισε το εν λόγω «Σύμφωνο» ως «δολοπλοκίαι του Γκεωργκήεφ»32 (σ.σ. του Βούλγαρου Πρωθυπουργού). Ο δε «Ριζοσπάστης», στις 3 Οκτώβρη 1944, έκανε λόγο για «ξαναζεσταμένο βουλγαρικό ιμπεριαλισμό», διατρανώνοντας ταυτόχρονα: «Εξω οι Βούλγαροι κατακτητές απ’ τα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη!»33. 

«Υστερα από τις διαμαρτυρίες του ΕΛΑΣ», αναφέρει ο Στ. Σαράφης, «ο ταγματάρχης Μύλλερ αντικαταστάθηκε και έφυγε για το Κάιρο». Οσο για τον Τσαούς Αντών, «ύστερα από τον Δεκέμβρη [σ.σ. του 1944] ονομάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση έφεδρος λοχαγός, ενώ οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ και οι έφεδροι αξιωματικοί που βγήκαν από τη Σχολή του ΕΛΑΣ και πολεμούσαν διαρκώς τον κατακτητή όχι μόνο δεν αναγνωρίσθηκαν από το επίσημο κράτος, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται στις φυλακές με ασύστατες και συκοφαντικές κατηγορίες. Ολο το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα το περίεργο είναι ότι όχι μόνο τα τάγματα ασφαλείας και τα τμήματα των ελλήνων προδοτών που είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς εξακολουθούσαν να συνεργάζονται μ’ αυτούς ως την τελευταία στιγμή να καλύπτουν την υποχώρησή τους, αλλά και τμήματα που εξόπλισαν οι Αγγλοι, όπως του Τσαούς Αντών, έκαναν το ίδιο πράγμα και βοηθούσαν τους Βουλγάρους».34


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα δεκάδες «ντοκουμέντα» που κατασκευάστηκαν τότε επιδίωκαν να πλήξουν το κύρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, παρουσιάζοντάς τα ως «αντεθνικά», «προδοτικά», που όχι μόνο δεν έκαναν αντίσταση, αλλά και συνεργάστηκαν με τον εχθρό: ό,τι ακριβώς δηλαδή έπραξαν οι εμπνευστές τους! Και όμως, καμιά φορά η απάντηση έρχεται από τις πιο «απρόσμενες» πηγές. Εκθεση του Foreign Office για το 1943 αναφέρει: «Την ίδια στιγμή που τα εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία σπαταλούσαν τον χρόνο τους στην αδράνεια, το ΕΑΜ τράβηξε μπροστά φτάνοντας ένα σημείο στο οποίο μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της ελληνικής αντίστασης […] Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ΕΑΜ είναι ο ηγετικός παράγοντας στο αντιστασιακό κίνημα, και δικαιολογημένα ισχυρίζονται πως ηγούνται του αγώνα τόσο για την απελευθέρωση από τον Αξονα, όσο και για τις εσωτερικές ελευθερίες […]

Οι πρώην πολιτικές προσωπικότητες απέτυχαν να δείξουν στον λαό οποιαδήποτε ηγετική ικανότητα με αυτό ή τον άλλο τρόπο, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Κάποιοι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών είναι αντίθετοι στο κίνημα αντίστασης γιατί βλέπουν τα τεράστια κέρδη που συσσώρευαν από την κατοχή να εξατμίζονται από τον κοινό σκοπό […] Αλλά η μάζα του λαού βλέπει τους αντάρτες ως ηγέτες του αγώνα, και η θέση που κέρδισε το ΕΑΜ αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση σε αυτό…»35.

Οι διαπιστώσεις αυτές του βρετανικού ιμπεριαλισμού δε γίνονταν βεβαίως με σκοπό να αποδώσουν τα εύσημα στο ΕΑΜ, αλλά για να εκθέσουν μια κατάσταση που ενυπήρχε αντικειμενικά στο διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων στην Ελλάδα (αλλά και ευρύτερα) και αναλόγως να παρθούν τα όποια απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της αστικής εξουσίας και μετά το πέρας του πολέμου. 

«Η μεταβολή της στρατηγικής κατάστασης στη Μεσόγειο», αναφέρει ο Richter, οδήγησε σε «μια ομαδική έξοδο “εθελοντών” για την αντίσταση από την Αθήνα. Στρατιωτικοί και πολιτικοί, βασιλικοί και δωσίλογοι έφευγαν από την Αθήνα, όπως τα ποντίκια από το πλοίο που βουλιάζει, και παρουσιάζονταν στο στρατηγείο του Μάγιερς για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους»36. Πράγματι, Εκθεση του Foreign Office, με ημερομηνία 27 Ιούλη 1943, μιλά ξεκάθαρα για το πώς διάφοροι λεγόμενοι «εθνικόφρονες», οι οποίοι «υπήρξαν ενεργοί (ή από την απάθεια, αδράνειά τους) συνεργάτες του εχθρού […] τώρα φυσικά κάνουν ύστατες προσπάθειες να αποδείξουν -μέσω της βιαστικής δημιουργίας νέων “αντιστασιακών ομάδων” και της υπογραφής πρωτοκόλλων- την πίστη τους στους Συμμάχους»37.

Από αυτούς, άλλοι ενσωματώθηκαν στον ΕΔΕΣ και άλλοι συνέχισαν να δρουν μέσα από αυτόνομες ομάδες, διατηρώντας σχέσεις τόσο με τους Βρετανούς όσο και τις δυνάμεις Κατοχής. Ταυτόχρονα και «με την ανοχή των Βρετανών», τόνιζε ο Richter, εξαπολύθηκε «μια πλατιά συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ». Το 1944 ο Λήπερ (αξιωματούχος της Διεύθυνσης Πολιτικού Πολέμου της Βρετανίας) εξέδωσε την εξής οδηγία προς τα ΜΜΕ: «Γενικά, κανένα εύσημο, οποιουδήποτε είδους δεν πρέπει να δίνεται στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ»38. Είναι σαφές πως όλα αυτά αξιοποιήθηκαν από το βρετανικό ιμπεριαλισμό και ως ένα μέσο πίεσης στο ΕΑΜ. Πρόκειται για «σημάδια» που καταδείκνυαν πως η «αντιφασιστική συμμαχία» έφτανε στο τέλος της. Οι αδυναμίες στην στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος θα απέβαιναν καθοριστικές στην υποτίμηση των «σημαδιών» αυτών.

Την ίδια στιγμή λοιπόν που ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ρίχνονταν ολόπλευρα στη μάχη κατά των δυνάμεων Κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους, οι αστικές δυνάμεις -φιλογερμανικές και φιλοβρετανικές εξίσου- προετοιμάζονταν σε αγαστή συνεργασία για τη μάχη της επόμενης μέρας: τη μάχη για την εξουσία. Εκθεση του υποστράτηγου Εριχ Σμιτ-Ρίχμπεργκ (επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε) για το δίμηνο Ιούλης-Αύγουστος 1944 αναφέρει γύρω από την ανάπτυξη της πάλης του ΕΑΜ λίγο πριν την απελευθέρωση: «Η εγκληματική συμμοριακή δράση έχει προσλάβει άγνωστη ως τώρα διάσταση. Πράξεις δολιοφθοράς κατά των συγκοινωνιακών συνδέσεων, καλά οργανωμένες επιδρομές και επιθέσεις εναντίον βάσεων και χωριών που κατέχονται από δικά μας τμήματα, αποτελούν σχεδόν καθημερινά φαινόμενα». Στον αντίποδα «η εθνικοδημοκρατική κατεύθυνση (ο ΕΔΕΣ), που πολιτικά βρίσκεται στη γραμμή της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου, προσπαθεί πάντα να διαβεβαιώσει τη δύναμη κατοχής για τη νομιμοφροσύνη της ώστε άθικτη να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα για την εξουσία». Αλλωστε, όπως αναφέρουν διάφορες γερμανικές πηγές, ήδη από τα τέλη του 1943 είχε «κλειστεί μια σιωπηρή συμφωνία να μη γίνονται αμοιβαία εχθροπραξίες στην περιοχή των εθνικών ανταρτών».39

Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε και το ίδιο προετοιμαστεί για τον επερχόμενο πολιτικό και στρατιωτικό αγώνα (δηλαδή δεν μπόρεσε να εντάξει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε στρατηγική για την εργατική εξουσία), αντίθετα είχε εγκλωβιστεί στις Συμφωνίες με τους «συμμάχους» Βρετανούς και τον αστικό πολιτικό κόσμο στο Κάιρο, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι όση λάσπη και αν ρίξουν παλαιοί και σύγχρονοι θαυμαστές του Γκαίμπελς, θα μπορέσουν ποτέ να διαγράψουν ή να αμαυρώσουν το ρόλο του ΚΚΕ στον αντιφασιστικό-εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού στην Κατοχή και γενικότερα. Κλείνουμε, αναγράφοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση-κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ της 3 Αυγούστου 1944: «Κομμουνιστές! Ξεσηκώστε, οδηγήστε το λαό και το στρατό μας στη μάχη. Σε γενική έφοδο για τη λευτεριά. Πολεμήστε στις πρώτες γραμμές. Μεταδώστε σ’ όλο το λαό τόλμη και αποφασιστικότητα, το πνεύμα της δράσης και της νίκης. Πολεμήστε και απελευθερώστε στην Ελλάδα. Ολοι επί ποδός πολέμου!»40.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Διονύσης Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας. 

Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Βλ. π.χ. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 359, 363.

 2. Αρθρο με τίτλο «Σύμφωνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με Γερμανούς!!», στην ιστοσελίδα της «Χρυσής Αυγής», Τ.Ο. Α΄ Λιοσίων - Αχαρνών - Καματερού (http://xryshaugh.blogspot.gr/ 2012/08/blog-post_9776.html).

3. H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.

4. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 252.

5. Ν. Καρκάνη: «Οι δοσίλογοι της κατοχής: Δίκες-παρωδία, ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1981, σελ. 74.

6. Γεγονός που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Λέοντας Σπαής (υφυπουργός τότε των στρατιωτικών) σε άρθρο του στο περιοδικό Πολιτικά Θέματα το Δεκέμβρη του 1976. Σε αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων και η απόφαση δική μου […] Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε - αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί - στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού […]
Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα».

7. Βλ. Τ. Κωστόπουλου: «Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», εκδ. «Φιλίστωρ», 2005, σελ. 73-74, 78.

8. Πρόκειται για τα «Σύμφωνα» του Πετριτσίου, του Μελισσοχωρίου και το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών-ΕΛΑΣ».

9. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 805-806.

10. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 126.

11. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 95.

12. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 808-810.

13. Βλ. Τσουδερός προς Λήπερ, 24.9.1943 και 29.9.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20, Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 291.

14. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279.

15. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ.178.

16. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.

17. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 178, H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113, Ε. Kofos: «Nationalism and Communism in Macedonia», 1964, εκδ. «Institute for Balkan Studies», σελ. 134.

18. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.

19. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 286-287.

20. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179 και H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ.102, 113.

21. Χ. Νάλτσα: ό.π., σελ.282, 359. Το «ντοκουμέντο» παραθέτει και σε «φωτοαντίγραφο» η Χρυσή Αυγή (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).

22. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179.

23. Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.655, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 250-251.

24. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.43 και φ.8, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 252 και 257.

25. Α. Speer: «Inside the Third Reich», εκδ. «Avon Publishers», 1979, σελ. 509-510.

26. Η «Συμφωνία» παρατίθεται σε φωτοαντίγραφο από τη «Χρυσή Αυγή» (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).

27. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.60, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240.

28. Α. Βελλιάδη: «Κατοχή: Γερμανική Πολιτική Διοίκηση στην Ελλάδα 1941-1944», εκδ, «Ενάλιος», 2008, σελ. 159. Την πλαστογραφία καταδεικνύει και ο H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης» στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113. 

29. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 290-291.

30. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 466-467, Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1593-1954. Η Εκθεση υπ. αρ. 311/10 (Οκτώβρης 1944) της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, έγραφε: «Ταυτόχρονα, ο κ. Μύλλερ και ο Στρατηγός Συράκωφ αξιώνουν από τον ΕΛΑΣ ν’ απολύσει όλους τους κρατούμενους κομιτατζήδες και βούλγαρους εγκληματίες πολέμου. Οι γερμανοί φαίνεται ξεκάθαρα ότι για την προάσπιση της γραμμής Κρούσα μέχρι της λίμνης Δοϊράνης χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της ΠΑΟ στο Κιλκίς και ανατολικώς Νιγρίτας. Εκτός τούτου επωφελούνται της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Μακεδονία (με το σύμφωνο Συράκωφ-Τσαούς Αντών) ώστε να εξουδετερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Βουλγάρων παρτιζάνων για να συγκρατούνται και να μην επιτίθενται κατ’ αυτών στη γραμμή Στρυμώνα», Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 469.

31. Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1594.

32. Εφημερίδα «Ελευθερία», 2 Οκτώβρη 1944. 

33. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Οκτώβρη 1944.

34. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 470.

35. Σύνοψη της Αναφοράς για την Ελλάδα, 1943, Φάκελος HS5/224 (PRO).

36. Aide-memoire της 21.5.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.

37. Εκθεση του Foreign Office, 27.7.1943, Φάκελος HS5/22 (PRO).

38. From Foreign Office to Cairo, Φάκελος FO 954/11, 23/4/1944 (PRO) και   Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.

39. ΚΚΑ Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.454, Ενορκη δήλωση των Γκέμπχαρντ φον Λέντε, πρώην αξιωματικού του επιτελείου του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού και Α. Βίντερ, πρώην Επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε στο αμερικανικό στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, V, στις 27.9.1947 και 22.9.1947 αντίστοιχα, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240, 267 και 235.

40. «ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ.5, σελ. 221.

TOP READ