27 Αυγ 2012

Αν μιλησω για κτηνη...προσβαλω τα ζωα


Έριξαν εμπρηστικό μηχανισμό για κάψουν ζωντανούς μετανάστες στους Αγίους Αναργύρους 

Όπως καταγγέλλει η κίνηση «Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή» ομάδα τριών νεοναζί επιχείρησε να κάψει ζωντανούς Πακιστανούς μετανάστες μέσα στο σπίτι τους την ώρα που κοιμόντουσαν χρησιμοποιώντας εμπρηστικό εκρηκτικό μηχανισμό.

Το περιστατικό έγινε έγινε στις 2 το ξημέρωμα του Σαββάτου 25/8 στην οδό Ι. Μέρλα στους Αγίους Αναργύρους. Το μπουκάλι με βενζίνη είχε στην άκρη εκρηκτική ύλη και εξερράγη πάνω στο στρώμα όπου κοιμόταν ο Ναβίτ Ναβάζ που μεταφέρθηκε στο Θριάσιο νοσοκομείο με σοβαρά εγκαύματα στην πλάτη και στο χέρι και νοσηλεύεται στην Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας.

Οι δυο μετανάστες μένουν στο συγκεκριμένο σπίτι τα τελευταία 10 χρόνια χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ κανένα πρόβλημα και στο πλευρό τους βρέθηκαν πολλοί γείτονες που ειδοποίησαν και την αστυνομία.

Αμέσως μετά την επίθεση εθεάθησαν 3 σωματώδης άνδρες να παρακολουθούν το σπίτι οι οποίοι «εξαφανίστηκαν» δυο λεπτά πριν φτάσει η αστυνομία.

Πέρυσι τέτοιο καιρό περίπου είχε ξαναγίνει επίθεση με μολότωφ στο τζαμί που βρίσκεται κάποια στενά πιο πάνω από το σπίτι. Τότε η ΚΕΕΡΦΑ μαζί με τους Πακιστανούς της περιοχής είχε οργανώσει μαζική διαδήλωση καταγγέλλοντας την επίθεση.



 Αναρτήθηκε από  Κώστας

Ο κώδικας της ΧΑ - μουραμπι


Ο κώδικας της ΧΑ - μουραμπι

Eναλλακτικός τίτλος "Όταν τα παλουκάρια παίζουν με το Tardis"


Δεν ήθελα το καμ μπακ του ιντερνετικού μου αλτερ ιγκο (του Manny) μετά την καλοκαιρινή ραστώΝΗ (να προφερθεί σωστά) να αφορά τα αφιονισμένα δίποδα, τους χαμένους (και με τις δύο σημασίες της λέξης) κρίκους του ανθρώπινου είδους.

Κι όμως. Πάλι για τους αμοιβαδόμυαλους θα μιλήσουμε. Τα φαινόμενα φαγοκύτωσης φέτος το καλοκαίρι πολλά, αφού τα καλόπαιδα με τα μαύρα (στους 40 βαθμούς υπό σκιάν) έχουν βαλθεί να "ξεβρωμίκουν τον τόπο" κατά τα παστρικά πρότυπα της οργάνωσης τους.

Αυτό, ωστόσο, που θέλω  να σχολιάσω συνοπτικά, είναι η τηλε-πρόταση πυροτέχνημα που άκουσα χτες από κάποιον από τους ιδιωτικούς τηλε-σκουπιδότοπους που εκπέμπουν σε μία από τις κρατικές συχνότητες. Δεν θυμάμαι που, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Η καμπάνια προβολής της ΧΑ ανθεί σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς, εκεί όπου τα βακτήρια τα υπεύθυνα για την εγκεφαλική πανούκλα έχουν βρει πρόσφορο έδαφος να "ανθίσουν", ανάμεσα στα διάφορα τηλεοπτικά σκουπιδο προϊόντα και στα σε προχωρημένη αποσύνθεση σώματα των νεκροζώντανων τηλε-ανθρώπων.



Τι έλεγα? Α ναι για την πρόταση της ΧΑ. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για κάποια καινοτομία. Η ανθρωπότητα στο μακρύ και ένδοξο παρελθόν της έχει διάφορα ενδιαφέροντα στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν μία ναζιστική - σαδιστική - μισανθρωπική οργάνωση όπως η ΧΑ. Στην προκειμένη περίπτωση, η θανατική καταδίκη εφαρμόζεται ακόμη σε κάμποσες χώρες του πλανήτη, οπότε δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στο παρελθόν.

ο χάρτης που λέγαμε
Εδώ έχει έναν χάρτη με τις χώρες που ισχύει ακόμη -εν μέρει ή και γενικά- η θανατική ποινή. Με γαλάζιο οι χώρες στις οποίες έχει καταργηθεί. Με πορτοκαλί είναι χώρες στις οποίες ναι μεν στα χαρτιά ισχύει ακόμη, ωστόσο στην πράξη έχει καταργηθεί εδώ και 10 τουλάχιστον χρόνια.
Με μία πρόχειρη ματιά παρατηρεί κανείς ακόμη, ότι οι χώρες των οποίων τους πολίτες θεωρεί σκουπίδια η ΧΑ (αραβικές, Ινδία, Πακιστάν), σύμφωνα με τα λεγόμενα του "παλικαριού" που την εκπροσωπεί στο κοινοβούλιο, έχουν τη θανατική ποινή κανονικότατα. Δεν θέλω να πω κάτι με αυτό απλά να τονίσω την αντίφαση.

Η θανατική ποινή είναι μία από εκείνες τις οργανωμένες, συλλογικές πράξεις της ανθρωπότητας που θα έπρεπε να έχουν ήδη γίνει τμήμα ενός μακρινού παρελθόντος. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, που θεωρητικά ανήκουν στον λεγόμενο "ανεπτυγμένο κόσμο" το θέμα της θανατικής ποινής αποτελεί ακόμη hot topic. Στην πλειοψηφία των πολιτειών υπάρχει κανονικά η θανατική ποινή με επικρατούσα πλέον μέθοδο την θανατηφόρα ένεση.
Παλιές γραφικές (όπως το Πήλιο) μέθοδοι όπως η ηλεκτρική καρεκλά, τα θανατηφόρα αέρια (μάλλον οι συνειρμοί με το Αουσβιτς ήταν too much που λένε και οι αγγλόφωνοι) κτλ έχουν λίγο πολύ εγκαταλειφθεί.

Η λογική πίσω από την θανατική ποινή είναι λίγο πολύ "το οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος", ο κώδικας του Χαμουραμπί κτλ

Δηλαδή είναι η λογική εκείνη που λέει ότι όταν ένα ανθρώπινο πλάσμα εγκληματήσει πρέπει να του αφαιρεθεί η ζωή αυθωρεί και παραχρήμα έτσι ώστε η ανθρωπότητα, οι ανθρώπινες κοινωνίες κτλ να μην χρειαστεί να μπουν στην διαδικασία να αναλύσουν τις αιτίες που οδηγούν ένα ανθρώπινο πλάσμα  στο να διαπράξει ένα έγκλημα.

Με λίγα λόγια η θανατική καταδίκη είναι το συλλογικό σκούπισμα της σκόνης κάτω από το χαλί. Το συλλογικό πλύσιμο των χεριών. Οκ σταματώ τις παρομοιώσεις.

Αν κάτσεις ας πούμε να πολυσκαλίσεις τα πράματα μπορεί και να βγάλεις μερικά άσχημα συμπεράσματα για τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι κοινωνίες μας, για τους θεσμούς μας, για τα εκμεταλλευτικά συστήματα που με την καταπίεση, τη στέρηση, τις ανισότητες κτλ δημιουργούν κακοποιούς. Βολεύει πιο πολύ τη συλλογική συνείδηση  να πιστεύει ότι υπάρχουν γεννημένοι δολοφόνοι, βιαστές, κακοποιοί, pure evil, 100% συμπυκνωμένο κακό, που ως έμβρυα ακόμη είχαν κακή πάστα. Όχι σαν τη δικά μας την καλή, τη νομοταγή κτλ Και βολεύει η εξόντωση αυτών παρά ο σωφρονισμός (ο οποίος στο παρόν σύστημα, με τον τρόπο που λειτουργούν τα σωφρονιστικά κέντρα, δυστυχώς μόνο ως σύντομο ανέκδοτο ακούγεται).

Ένα από τα συνηθισμένα επιχειρήματα όσων είναι υπέρ και έχουν πάνω από δύο ενεργά εγκεφαλικά κύτταρα (οπότε δεν μιλάμε για την ΧΑ εδώ, αλλά γενικά) είναι ότι το να συντηρούμε και "να ταϊζουμε" κακοποιούς κοστίζει μπόλικο κρατικό χρήμα και γιατί στην τελική ανάλυση να πληρώνουμε λεφτά για τα κατακάθια? Εδώ μπορεί κανείς να απαντήσει με διάφορους τρόπους (για το που πάει γενικά το κρατικό χρήμα, οπότε το συγκεκριμένο θα έπρεπε να είναι το τελευταίο που απασχολεί έναν φορολογούμενο). Αυτό που απαντάω εγώ συνήθως είναι ότι ακολουθώντας αυτή τη λογική, δεν θα έπρεπε να έχουμε ούτε ιδρύματα για ψυχικά ασθενείς, για άτομα με νοητική υστέρηση κτλ ή γενικά να μην υπάρχει πρόνοια για όποια κοινωνική ομάδα τυγχάνει να θεωρείται απόβαρο από κάποια άλλη. Και κάπου εκεί καταλήγεις στο φασισμό και στη θεωρία της άριας φυλής (εκεί δηλαδή που η ΧΑ έχει φτάσει ήδη, ή μάλλον βρίσκεται από δημιουργίας της.)

'Ενα από τα αγαπημένα μου του κώδικα του Χαμουραμπί, το οποίο θα μπορούσε να βρει άμεσα εφαρμογή, φτάνει μόνο το νομικό τμήμα της ΧΑ να μελετήσει προσεχτικά τον κώδικα είναι το παρακάτω:

Αν κάποιος επιχειρήσει να ληστέψει ένα σπίτι σπάζοντας τον τοίχο του και τελικά συλληφθεί, σαν τιμωρία θα χτιστεί μες στον τοίχο για να καλύψει την τρύπα που έκανε.
Για να το πάω ένα βήμα παρακάτω, θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε ολοκληρωτικά τα οικοδομικά υλικά (όλοι ξέρουμε ποιοι θα παίξουν το ρόλο των τούβλων και των σωλήνων αποχέτευσης).

Ρε λέτε αυτό να είχε κατά νου ο Τιλ?


ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ


ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ Η ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ 
των Ι. Μ. Γκεράσιμοφ, Μ. Β. Ποπόφ

«Εχουμε πάρα πολλούς που θέλουν τις κάθε λογής αναδιοργανώσεις και όλες αυτές οι αναδιοργανώσεις αποτελούν μια μάστιγα που μεγαλύτερη δεν γνώρισα ποτέ στη ζωή μου».
Β. Ι. Λένιν

Εάν μιλήσουμε για τις αιτίες των σοβαρών λαθών των υποστηρικτών του σοσιαλισμού, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι μια από αυτές είναι η χρησιμοποίηση στην κοινωνική διεύθυνση εσφαλμένης μεθοδολογικής βάσης, η περιφρόνηση βασικών θέσεων της υλιστικής διαλεκτικής. Από μόνος του ο όρος «περεστρόικα» (σ.μ.: αναδιοργάνωση, αναδόμηση) εκφράζει μια χυδαία, μια μηχανιστική κατανόηση της κίνησης της κοινωνίας και των συντελουμένων σε αυτήν αντιφατικών κοινωνικο-οικονομικών διαδικασιών. Από εδώ και η αντίστοιχη ορολογία των «εργολάβων» της περεστρόικα, που άλλαξαν χρώμα στη συνέχεια σαν απολογητές των μεταρρυθμίσεων: «απορρύθμιση του συστήματος», «συντριβή του μηχανισμού φρεναρίσματος», «αλλαγή στην κίνηση», «απεμπλοκή των αντιθέσεων», «διευθέτηση και εκτόξευση του μηχανισμού», «εξισορρόπηση των δυνάμεων», «περιστροφή του στροφάλου», «οικονομικά κίνητρα», «μεταρρύθμιση», «πολιτική μεταρρυθμίσεων» κ.ά. Μιλώντας απλά, οι έννοιες της περεστρόικα και των μεταρρυθμίσεων δεν είναι ικανές να αποκαλύψουν την κίνηση σαν ανάπτυξη από το απλό στο σύνθετο, από το κατώτερο στο ανώτερο, που πραγματοποιείται μέσω της ενότητας και της πάλης αντιπάλων δυνάμεων και τάσεων, επειδή είναι πολύ φτωχότερες από την έννοια «ανάπτυξη», δεν αποκαλύπτουν ούτε τους στόχους ούτε τα μέσα ούτε τους δρόμους που οδηγούν σε αυτούς τους σκοπούς. Η εισαγωγή αυτών των εννοιών στην πλατιά πολιτική και επιστημονική κυκλοφορία, η απόδοση σε αυτές (σ.μ.: τις έννοιες) κάποιου ιδιαίτερου νοήματος σηματοδότησε το θρίαμβο στην ουσία χυδαίων, μηχανιστικών απόψεων για την κοινωνία.
Δεν είναι εντυπωσιακό, ότι και η επίσημη αντίληψη για την κίνηση της κοινωνίας αποδείχτηκε μη διαλεκτική, που να αντανακλά τις αντικειμενικές διαδικασίες και την αλληλεπίδραση ακραίων (σ.μ.: πολικών) τάσεων, αλλά  απλοποιημένη, μηχανιστική και επιφανειακή, σύμφωνα με την οποία όλα στην κοινωνία κινούνται σύμφωνα με την αρχή «περισσότερο - λιγότερο», «καλύτερο - χειρότερο». Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης η ανάπτυξη του σοσιαλισμού σαν κοινωνικού καθεστώτος οδηγείτο  σε κοινότυπες αντιλήψεις και επιθυμίες του τύπου: «περισσότερος σοσιαλισμός», «περισσότερος δυναμισμός», «περισσότερη δημιουργικότητα», «περισσότερη οργανωτικότητα», «περισσότερη νομιμότητα και τάξη», «περισσότερη επιστημονικότητα», «περισσότερη αποτελεσματικότητα στη διεύθυνση», «περισσότερος δημοκρατισμός και διαφάνεια», «περισσότερη συλλογικότητα στην κοινή ζωή», «περισσότερη κουλτούρα», «περισσότερος ανθρωπισμός στις παραγωγικές, κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις», «περισσότερος πατριωτισμός» κλπ.  Στη συνέχεια στην πορεία των αναδιοργανώσεων και των μεταρρυθμίσεων υποτίθεται ότι θα πετύχαιναν «περισσότερα δικαιώματα», «περισσότερη ελευθερία», «περισσότερη φιλία». Αντίθετα για τα ανεπιθύμητα φαινόμενα και τις διαδικασίες χρησιμοποιούσαν ένα δικό τους ιδιαίτερο μέτρο: «λιγότερη εγκληματικότητα», λιγότερη γραφειοκρατία» κ.ά.
Ομως, στην πραγματική ζωή όλα συνέβησαν αντίθετα. Η κοινωνία απολαμβάνει τελείως διαφορετικά αγαθά από αυτά που ανέμενε. Μαίνονται η εγκληματικότητα, ο εθνικισμός, η διαφθορά, αποσαρθρώνεται και καταστρέφεται η κοινωνική παραγωγή, με έντονα χρώματα ανθίζει ο ατομισμός και ο αποσχιστισμός, η υπαλληλίστικη αυθαιρεσία. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο, καθόσον η αντιλαϊκή αντίληψη κοινωνικής διεύθυνσης καλυπτόταν από βροντώδεις φράσεις για μεταρρύθμιση και για πολιτική των μεταρρυθμίσεων, ενώ το αντιδραστικό περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων που γίνονταν έμενε στη σκιά.
Ο Β. Ι. Λένιν στο έργο του «Σχετικά με το ζήτημα της διαλεκτικής» σημείωνε ότι υπάρχουν (παρατηρούνται στην ιστορία) δύο βασικές αντιλήψεις της ανάπτυξης. Στη μία η ανάπτυξη εκλαμβάνεται σαν μείωση ή αύξηση, σαν επανάληψη. Στην άλλη (σ.μ.: αντίληψη) η ανάπτυξη είναι ενότητα των αντιθέτων, πράγμα που σημαίνει τη διχοτόμηση του ενιαίου σε αλληλοαποκλειόμενα αντίθετα και την αμοιβαία σχέση τους. «Στην πρώτη αντίληψη της κίνησης - έλεγε ο Λένιν - μένει στη σκιά η αυτοκίνηση, η κινητήρια δύναμή της, η πηγή της, η αιτία της (αυτή η πηγή μεταφέρεται έξω -θεός, υποκείμενο etc.). Στη δεύτερη αντίληψη η κύρια προσοχή προσηλώνεται ακριβώς στη γνώση της πηγής της «αυτο» κίνησης» . Ο μεγάλος διαλεκτικός και εδώ δικαιώθηκε - και σήμερα, όπως βλέπουμε, όλες οι αντιλήψεις (θεωρίες) ανάπτυξης οδηγούνται στις υποδειχθείσες δύο και αντίστοιχα υλοποιούνται σε αυτές ή τις άλλες πολιτικές.
Η απαξιωτική σχέση προς τη θεωρία, προς τη διαλεκτική, μερικές φορές απλά και η ασέβεια οδήγησαν στο να βρεθούν οι οπαδοί «της υγιούς σκέψης» ηθελημένα-άθελα στην εξουσία του δόγματος, το οποίο, σύμφωνα με τα λόγια του Β. Ι. Λένιν είναι «νεκρό, φτωχό, ξερό». Αποτέλεσμα αυτού ήταν να πάρουν κεφάλι οι ιδέες της καταστροφής, γινόταν λόγος για το μηχανισμό φρεναρίσματος ή για το διοικητικό σύστημα, τον οικονομικό μηχανισμό κ.ά. Μάλιστα, προϋπέθεταν να σπάσουν και να καταστρέψουν τίποτα λιγότερο από τις θεμελιώδεις δομές.
Για ανάλογους λόγους ευθύς εξ αρχής αποδείχτηκαν άκαρπες οι προσπάθειες να βελτιώσουν την κατάσταση στη χώρα στη βάση μέτρων στα πλαίσια της αντίληψης «περισσότερο - λιγότερο», στην οποία, και αυτό ειδικά το υποδείκνυε ο Λένιν, η κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, η πηγή της, η αιτία της δεν είναι ορατή και οι έρευνες της πηγής της κίνησης συνήθως πραγματοποιούνται στο εξωτερικό (σ.μ.: του φαινομένου) - θεός, υποκείμενο κλπ. Δεν είναι γι’ αυτό άραγε που δεν φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα τα προτεινόμενα μέσα και μέτρα, που αυτά βασικά δεν στρέφονται στα θεμελιώδη συμφέροντα του λαού, των εργαζομένων, αλλά οδηγούνται σε τελευταία ανάλυση, όπως επανειλημμένα γινόταν στην ιστορία της Ρωσίας, σε ένα πράγμα: Στο να αποδίδονται όλο και περισσότερες δικαιοδοσίες στο υποκείμενο. Με αυτό τον τρόπο διαδίδεται η άποψη ότι ένας άνθρωπος -  στην προκειμένη περίπτωση το πρώτο πρόσωπο του κράτους - είναι ικανός να επιλύσει όλες τις αντιφάσεις, να αφαιρέσει όλα τα προβλήματα, να εξαφανίσει όλες τις δυσκολίες. Με αυτά, όπως είναι φανερό, εξηγείται η σειρά περίεργων, μη τεκμηριωμένων αναδιοργανώσεων: Εισήχθη η θέση του προέδρου της ΕΣΣΔ, στη συνέχεια του αποδόθηκαν ιδιαίτερες δικαιοδοσίες, πράγμα που δεν έσωσε την ΕΣΣΔ από την καταστροφή. Στη Ρωσική Ομοσπονδία μετά τον κανονιοβολισμό του Ανώτατου Σοβιέτ ψηφίστηκε το Σύνταγμα, που έδινε στον πρόεδρο πρακτικά μοναρχικές δικαιοδοσίες και το αποτέλεσμα το έχουμε μπροστά μας.
Από επιστημονική άποψη η ματαιότητα αυτών των ανορθολογικών μέτρων εξηγείται πολύ απλά: δεν ακουμπούν την ουσία των αιτιών. Και η επικινδυνότητά τους έγκειται, στο ότι είναι βασικά τα κύρια μέσα στο οπλοστάσιο των πολυπληθών οπαδών της αντίληψης της «υγιούς σκέψης».
Για να κατανοηθούν οι αιτίες της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από τις αντιφάσεις ανάπτυξης του σοσιαλισμού, που η πάλη των πλευρών τους αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξής του .
Είναι η αντίφαση μεταξύ της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού και της άρνησής του, που σχετίζεται με την προέλευσή του από τον καπιταλισμό, που αποκαλύπτεται από τις προερχόμενες από αυτόν (σ.μ.: τον καπιταλισμό) παρακάτω αντιφάσεις:
 Η αντίφαση ανάμεσα στον άμεσο κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και την εμπορευματικότητα.
 Η αντίφαση μεταξύ της αταξικής φύσης του κομμουνισμού και της ύπαρξης τάξεων στην πρώτη φάση του.
 Η αντίφαση ανάμεσα στο σχεδιοποιημένο χαρακτήρα της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής και στοιχείων  αυθορμητισμού στην οργάνωσή της.
 Η αντίφαση ανάμεσα στο σοσιαλιστικό χαρακτήρα του συστήματος κρατικής σχεδιοποιημένης συγκεντρωτικής διεύθυνσης και στοιχείων καριερισμού και γραφειοκρατίας, υπαλληλίστικης νοοτροπίας και τοπικισμού.
Οπως είναι γνωστό, κάθε νέο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, εξερχόμενο από το προηγούμενο του, για κάποιο διάστημα φέρει τα σημάδια του προηγούμενου συστήματος. Για παράδειγμα, στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού παραμένει ακόμα πλήθος προκαπιταλιστικών, φεουδαρχικών σχέσεων. Η εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας μόλις και ξεκινά μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, καθώς οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να εμφανιστούν στο εσωτερικό του καπιταλισμού και να υπάρχουν κατά τη διάρκειά του. Ο κομμουνισμός, μπορούμε να πούμε, εγκαθιδρύεται δυο φορές. Κατ’ αρχήν βγαίνει από τον καπιταλισμό, αποτέλεσμα του οποίου είναι η πρώτη φάση του - ο σοσιαλισμός. Στη συνέχεια ο κομμουνισμός αναπτύσσεται από μόνος του, δηλαδή στη δική του βάση και ως αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης, απελευθερωνόμενος από τις κληρονομιές του καπιταλισμού, περνά στην ανώτερη του φάση - τον πλήρη κομμουνισμό.
Γι’ αυτό είναι φυσικό, ότι ο κομμουνισμός στην πρώτη φάση της ανάπτυξής του φέρει και το στοιχείο της ίδιας του της άρνησης, που καθορίζεται από την προέλευση του από το προηγούμενο σύστημα ή, σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση του Κ. Μαρξ, «είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας» .
Η δημιουργική, θετική τάση προέρχεται από την πάλη του κομμουνισμού με την άρνηση στο εσωτερικό του. Είναι η τάση ενίσχυσης της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού, αποδυνάμωσης και ξεπεράσματος των αποτυπωμάτων προέλευσης του κομμουνισμού από τον καπιταλισμό. Οσο ο κομμουνισμός είναι ένα αναπτυσσόμενο όλον και η άρνηση στο εσωτερικό του είναι μόνο ένα στοιχείο, και μάλιστα αρνητικό στοιχείο αυτού του όλου, τόσο η τάση της άρνησης αυτής της άρνησης, για την εξάλειψη των αποτυπωμάτων προέλευσης του κομμουνισμού από τον καπιταλισμό, είναι κύρια, ηγετική και καθοριστική. Με άλλα λόγια, η γενική τάση είναι η τάση της μετατροπής του καπιταλισμού σε πλήρη κομμουνισμό.
Ομως η υποδειχθείσα τάση δεν είναι η μοναδική στην πρώτη φάση του κομμουνισμού. Από την άποψη του υλιστικής διαλεκτικής θα ήταν εσφαλμένο να αντιλαμβανόμαστε έτσι την υπόθεση, ότι τάχα η μια πλευρά της αντίφασης παλεύει με την άλλη και αυτή η άλλη αποτελεί μόνο το παθητικό αντικείμενο της πάλης. Αντιθέτως το στοιχείο του όλου που βρίσκεται σε ενότητα και πάλη με το όλον, που εμπεριέχει την άρνηση του ίδιου του του εαυτού, τείνει να μετατραπεί σε όλον, να το υποτάξει (σ.μ.: το όλον) σε αυτό και να το κάνει δικό του στοιχείο. Από την πάλη της άρνησης του κομμουνισμού, ως στοιχείο του όλου με το όλον, το οποίο είναι ο κομμουνισμός, προέρχεται επομένως, η αρνητική τάση ενίσχυσης των αποτυπωμάτων του παλιού συστήματος και αποδυνάμωσης του κομμουνισμού.
Κάθε τάση, τόσο η δημιουργική όσο και η αρνητική, όντας κοινωνική, διαμορφώνεται από τις ενέργειες των μελών της κοινωνίας. Η αντιφατικότητα της οικονομικής βάσης της πρώτης φάσης του κομμουνισμού, που εμπεριέχει την ίδια του την άρνηση, που συνδέεται με την προέλευσή του από τον καπιταλισμό, αποτελεί τη βάση της αντιφατικότητας των κοινωνικών ενεργειών. Και όσο η αντίφαση είναι ενότητα αντιθέτων, τόσο υπάρχει η οικονομική βάση για την ύπαρξη σε κάθε μέλος της κοινωνίας αντίθετων ενεργειών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στο σοσιαλισμό υπάρχει το αντικειμενικό έδαφος για ξένες προς το σοσιαλιστικό σύστημα εκδηλώσεις, οι οποίες έχουν ακόμα και οικονομικές ρίζες.
Η αντίφαση ανάμεσα στην κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού και της άρνησης στο εσωτερικό του, που καθορίζεται από την προέλευσή του από τον καπιταλισμό, στην οικονομική σφαίρα εκδηλώνεται ως αντίφαση ανάμεσα στον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και την εμπορευματικότητα.
Είναι γνωστό, ότι η υπόσκαψη της εμπορευματικής παραγωγής γίνεται ήδη κατά τον ιμπεριαλισμό. Η εμπορευματική ανταλλαγή εξαλείφεται, στην ουσία, στα όρια των μεγάλων μονοπωλίων, όμως η εμπορευματική παραγωγή στην κοινωνία συνολικά ακόμα βασιλεύει. Στην πορεία της σοσιαλιστικής εθνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής, από τη σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής αφαιρείται η βασική μάζα των προϊόντων. Στη μεταβατική περίοδο η εμπορευματική παραγωγή χρησιμοποιείται από το προλεταριάτο και το προλεταριακό κράτος για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων παραγωγικών δυνάμεων και αυτό - όπως αρκετές φορές υπεδείκνυε ο Β. Ι. Λένιν - είναι όχι απλά σκόπιμο αλλά και αναγκαίο. Στο βαθμό εκπλήρωσης των πλάνων σοσιαλιστικής οικοδόμησης η εμπορευματική παραγωγή σταθερά συρρικνώνεται. Με τη νίκη του σοσιαλισμού, που σημαίνει τη μετατροπή όλης της οικονομίας σε ενιαίο συνεταιρισμό, σε ενιαίο μονοπώλιο, που όμως λειτουργεί σε όφελος όλου του λαού, σε μια άμεσα κοινωνική σχεδιοποιημένα οργανωμένη οικονομία, η εμπορευματική οργάνωση της παραγωγής σαν τέτια εξαφανίζεται.
Η άρνηση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, που εκφράζεται στη σχεδιοποιημένη υποταγή της στα κοινωνικά συμφέροντα, συνίσταται στην άρνηση αυτής της σχεδιοποιημένης υποταγής. Συνεπώς, η εμπορευματικότητα είναι στοιχείο της υποταγής της παραγωγής σε κάποια άλλα, πέραν των κοινωνικών, συμφέροντα, όταν η ικανοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων εμφανίζεται όχι ως σκοπός, αλλά μόνο σαν μέσο για την ικανοποίηση κάποιων άλλων συμφερόντων. Η εμπορευματικότητα είναι στοιχείο της παραγωγής για ανταλλαγή στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, που βρίσκεται σε ενότητα με αυτήν. Ομως η ενότητα αυτών των αντιθέτων είναι σχετική, ενώ η πάλη είναι απόλυτη.
Ομως, οι σχέσεις μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων, που αποτελούν στην ουσία σχέσεις συνεταιρισμού, στην επιφάνεια εμφανίζονται σαν εμπορευματο-χρηματικές. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι τα χρήματα που κυκλοφορούν στη σοσιαλιστική κοινωνία, δεν αποτελούν χρήματα με την αυστηρά πολιτικο-οικονομική έννοια. Εχουν το ρόλο του γενικού ισοδύναμου των άμεσα κοινωνικών προϊόντων, είναι έκφραση της εμπεριεχόμενης σε αυτά άμεσα κοινωνικής εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις, αν και εμπεριέχουν την εμπορευματικότητα σαν στοιχείο τους, δε συνεπάγεται ότι συνολικά θα πρέπει να τις θεωρούμε εμπορευματικές σχέσεις.
Το να θεωρούμε τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις εμπορευματικές θα σήμαινε ότι αντιλαμβανόμαστε την οικονομία του σοσιαλισμού να αποτελείται από δύο τομείς, στον έναν εκ των οποίων θα έπρεπε να λειτουργούν άμεσα κοινωνικές σχέσεις διευθυνόμενες από το πλάνο και στον άλλο εμπορευματικές, ρυθμιζόμενες από την αγορά, από το νόμο της αξίας. Μια ανάλογη δυαδική κατανόηση της σοσιαλιστικής οικονομίας βρήκε την πληρέστερη ενσάρκωσή της στο σχήμα των θεωρητικών «του σοσιαλισμού της αγοράς», οι οποίοι προσπάθησαν να συνδυάσουν το σχέδιο και την αγορά και δεν αναλογίστηκαν ότι το σχεδιαζόμενο από αυτούς «μέλλον» του σοσιαλισμού είναι αντιγραμμένο από το παρελθόν, από τη μεταβατική περίοδο, στην οποία κυριαρχούσε ο αυθορμητισμός της αγοράς και οι σχεδιασμένες  μορφές ακόμα δεν είχαν υποτάξει την αγορά σε αυτές και κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν την είχαν καταργήσει. Ο διαχωρισμός από την αντίληψη του σοσιαλισμού της αγοράς είναι εφικτός μόνο υπό τον όρο, ότι οι εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις γίνονται κατανοητές όχι διαφορετικά από άμεσα κοινωνικές σχέσεις, που εμφανίζονται με εμπορευματο-χρηματικές μορφές.
Θα ήταν όμως λάθος να υποστηρίζουμε, ότι στις εμπορευματο-χρηματικές μορφές εμφανίζεται μόνο το νέο, άμεσα κοινωνικό περιεχόμενό τους και το παλιό, το εμπορευματικό έχει πλήρως εξαφανιστεί. Η εμπορευματικότητα της σοβιετικής οικονομίας εμφανίστηκε όχι μόνο στο κυνήγι των επιχειρήσεων για άνοδο των αξιακών δεικτών, αλλά και στον προσανατολισμό τους στο «ακαθάριστο» χωρίς υπολογισμό των συγκεκριμένων απαιτήσεων των κοινωνικών συμφερόντων προς τη δομή και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων. Ομως όταν σε πρώτο πλάνο στην εκτίμηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων προωθούνται οι αξιακοί δείκτες, ενισχύεται η εμπορευματικότητα, πράγμα που οδηγεί στην ενίσχυση της δράσης των αρνητικών τάσεων στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη.
Ακριβώς με την τάση ενίσχυσης της εμπορευματικότητας, της ενεργητικότητας των φορέων της μπορεί σε ορισμένο βαθμό να εξηγηθεί μια σειρά σοβαρών οικονομικών δυσκολιών του τέλους της δεκαετίας του ’80. Ετσι, η σχεδιοποιημένη διαμόρφωση των τιμών καλείται να εκφράσει την αντικειμενικά παρούσα στην άμεσα κοινωνική σοσιαλιστική παραγωγή τάση για άνοδο της παραγωγικότητας και μείωση των δαπανών εργασίας ανά μονάδα αξίας χρήσης. Οι υποχωρήσεις που έγιναν από αυτή την αρχή κατά τον καθορισμό τόσο των χονδρικών όσο και των λιανικών τιμών οδήγησαν στο σημείο  οι αξιακοί δείκτες μερικές φορές να αποδεικνύονται πλασματικοί. Για παράδειγμα, κατά τη χρηματική αποτίμηση σημειωνόταν σημαντική άνοδος της παραγωγής, όμως αντίστοιχη άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγής σε φυσικούς δείκτες δεν υπήρχε. Στη λιανική εμπορευματική κυκλοφορία παρατηρήθηκε μια εκδίωξη προϊόντων φθηνής παραγωγής από τους καταλόγους και η αντικατάστασή τους με ακριβά.
Ανάλογες αρνητικές τάσεις είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες, όταν εμφανίζονται σε κλάδους που καθορίζουν την τεχνολογική πρόοδο. Η δυνατότητα να αυξάνονται οι αξιακοί δείκτες χωρίς την τελειοποίηση της τεχνικής και τεχνολογίας όχι μόνο φρενάρει την ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά και απότομα αδυνατίζει τα όποια κίνητρά της, συμπεριλαμβανόμενου και του κινητήριου ρόλου του σχεδίου. Εννοείται, ότι το θέμα εδώ δεν είναι μόνο οι χρηματικοί δείκτες σαν τέτιοι, αλλά η προώθηση τους σε πρώτο πλάνο, η μετατροπή τους σε αυτοσκοπό.
Η αντίφαση ανάμεσα στον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και την εμπορευματικότητα εμφανίζεται στο ότι, αν και ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι η εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και της ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας, ως ένα από τα κίνητρα δραστηριότητας των επιχειρήσεων εμφανίζεται η αύξηση του μεγέθους εκείνων των δεικτών της δουλιάς τους, με την άνοδο των οποίων σχετίζεται και η άνοδος των υλικών κινήτρων.
Αυτή η αντίφαση αντανακλάται και στο χαρακτήρα της εργασίας στο σοσιαλισμό. Αμεσα κοινωνική καθ’ ολοκληρία εργασία στο σοσιαλισμό δεν είναι μόνο η εργασία για το γενικό καλό, χωρίς οποιοδήποτε άλλο προσδιορισμό. Εμπεριέχει και ένα άλλο στοιχείο, αντίθετο της γενικής κατεύθυνσης της εργασίας στο σοσιαλισμό, είναι το στοιχείο της εργασίας με σκοπό την ανταμοιβή.
Αυτό που είναι επωφελές για την κοινωνία, είναι επωφελές για κάθε κολλεκτίβα, για κάθε εργαζόμενο και σε αυτό βρίσκεται η βάση της ενότητας των συμφερόντων στο σοσιαλισμό. Ταυτόχρονα δεν είναι όλα, όσα είναι επωφελή για κάποιο μέλος της κοινωνίας ή για κάποια κολλεκτίβα, επωφελή και για την κοινωνία. Συχνά συνέβαινε οι μισθοί εργαζομένων και τα πριμ των κολλεκτίβων να αυξάνονται, ενώ η κοινωνία είχε ζημιά. Αυτό συνέβαινε, για παράδειγμα, όταν το πριμ εξαρτιόνταν από το κέρδος και οι επιχειρήσεις, με στόχο την αύξηση του κέρδους, αντί για τα απαραίτητα για τον πληθυσμό φθηνά προϊόντα βγάζανε ακριβά, όταν πετύχαιναν τη μείωση των πλάνων ή, αντιθέτως, υψηλές τιμές, εμφανίζοντας ψεύτικες επιτυχίες και άλλα.
Η επίλυση της αντίφασης μεταξύ του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και της εμπορευματικότητας (η οποία, όπως θυμόμαστε, συγκεκριμενοποιεί την πλέον γενική αντίφαση ανάμεσα στην κομμουνιστική φύση του σοσιαλισμού και την εμπεριεχόμενη άρνησή της, που σχετίζεται με τα υπολείμματα από τον καπιταλισμό) βρίσκεται στο δρόμο της σχεδιοποιημένης υλοποίησης της προτεραιότητας των κοινωνικών οικονομικών συμφερόντων, που αποτελεί τον απαραίτητο όρο, αναπόσπαστο μέρος της πάλης για τη μετατροπή του σοσιαλισμού σε πλήρη κομμουνισμό.
Ομως η πάλη για την υλοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών συμφερόντων απαιτεί ξεκαθάρισμα της φύσης τους, των κοινωνικο-ταξικών βάσεων της ενότητας, των διαφορών και αντιφάσεων στα συμφέροντα των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας και παραπέρα συγκεκριμενοποίηση της εξεταζόμενης αντίφασης.
Οντας η πρώτη φάση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να εξετάζεται σαν ταξική κοινωνία. Η μετάβαση από την ταξική στην αταξική κοινωνία δε γίνεται στο δρόμο από τον μη πλήρη προς στον πλήρη κομμουνισμό, αλλά κατά τη διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι στα ντοκουμέντα του Κόμματος, ακόμα από τη δεκαετία του ’30, γινόταν λόγος για την αταξική σοσιαλιστική κοινωνία.
Ομως είναι μια τέτια αταξική κοινωνία η οποία εξέρχεται από ταξική κοινωνία και δεν μπορεί γι’ αυτό παρά να φέρει το ίχνος της ταξικότητας. Ανταγωνιστικές τάξεις πια δεν υπάρχουν, όμως οι τάξεις δεν έχουν πλήρως εξαλειφθεί.
Για την πλήρη εξάλειψη των τάξεων είναι αναγκαία η εξάλειψη της διαίρεσης μεταξύ των ανθρώπων όχι μόνο ως προς τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής, αλλά και ως προς όλα τα άλλα χαρακτηριστικά διαμόρφωσης των τάξεων. Είναι αναγκαίο να επιτευχθεί μια τέτια ανάπτυξη της κοινωνίας, που δεν θα υπάρχουν πλέον ομάδες ανθρώπων που θα διαφέρουν ακόμη «από τη θέση τους μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής ... από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, και, συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας» . Να γιατί «για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει να εξαλειφθεί», τόνιζε ο Β. Ι. Λένιν «... τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας» .
Για την εξάλειψη όλων αυτών των διαφορών είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί μια ολόκληρη σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένων της μείωσης του ειδικού βάρους της χειρωνακτικής εργασίας, της εξασφάλισης φυσιολογικής έντασης της εργασίας, της ρυθμικότητας εργασίας, της μείωσης της εργάσιμης ημέρας και άλλα.
Αλλά για την πλήρη κατάργηση των τάξεων είναι απαραίτητο να καταργηθεί αυτό το οποίο βρίσκεται στη βάση της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις, ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων. Λόγος γίνεται, εννοείται, όχι για το ότι θα εξαφανιστεί ο τεχνολογικός καταμερισμός της εργασίας. Ομως από εδώ δε συνεπάγεται καθόλου ότι, μέσω της αλλαγής των συνθηκών εργασίας και ιδιαίτερα μέσω της μείωσης της διάρκειάς της, είναι αδύνατο να επιτευχθεί το να μην είναι ο εργαζόμενος καρφωμένος όλη του τη ζωή σε ένα είδος δραστηριότητας χωρίς να είναι ικανός να εκτελεί διαφορετικά είδη εργασιών, να αναπτύσσει τις άλλες ικανότητές του. Είναι αναγκαίο να επιτευχθεί, ώστε το είδος της δραστηριότητας με την οποία ασχολείται ο εργαζόμενος, με βάση τον επαγγελματικό καταμερισμό της εργασίας, να μην καθορίζει εξ ολοκλήρου τον χαρακτήρα και τον τρόπο ανάπτυξης του εργαζομένου. Το καθήκον είναι ότι στη βάση της παραπέρα ανάπτυξης του τεχνολογικού καταμερισμού της εργασίας πρέπει να εξαλειφθεί ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ των ανθρώπων. Γι’ αυτό, ιδιαίτερα, είναι απαραίτητο να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος, ως χρόνος για την ελεύθερη ανάπτυξη, ώστε να ξεπερνά το χρόνο εργασίας, να αναπτυχθεί η πρωτοβουλία και η συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση, να συνενωθεί στη δραστηριότητα του καθενός η διευθυντική και η εκτελεστική εργασία.
Η τάξη που δημιουργεί την κομμουνιστική κοινωνία είναι κατά πρώτον η εργατική τάξη. Στο βαθμό που κατά τη μετάβαση από τον μη πλήρη στον πλήρη κομμουνισμό αλλάζουν στο μεγαλύτερο βαθμό σημαντικότατοι ζωτικοί όροι για τους ανθρώπους της χειρωνακτικής εργασίας, οι όροι της εργασίας (και μαζί με αυτούς η οικονομική θέση συνολικά), στον ίδιο βαθμό η εργατική τάξη και η κολχόλζνικη αγροτιά είναι αυτοί που ενδιαφέρονται στον υψηλότερο βαθμό για την οικοδόμηση του πλήρους κομμουνισμού. Ομως τα θεμελιώδη τους συμφέροντα διαφέρουν από τα θεμελιώδη συμφέροντα της διανόησης μόνο ως προς το βαθμό ενδιαφέροντος και όχι ως προς την κατεύθυνση. Την ίδια ώρα σε σύγκριση με την κολχόζνικη αγροτιά η εργατική τάξη, που είναι συνδεδεμένη με την ανώτερη μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας, έχει λιγότερα συμφέροντα που έρχονται σε αντίφαση με τα θεμελιώδη της συμφέροντα, μάλιστα σε αντίφαση λιγότερο ισχυρή. Αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη περισσότερο ολοκληρωμένα και συνεπέστερα ενδιαφέρεται για την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Τα θεμελιώδη της συμφέροντα για αυτό είναι τα συμφέροντα της υψηλότερης κοινωνικής ανάπτυξης, είναι κοινωνικά συμφέροντα. Επίσης δεν είναι στενά ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και γιατί η εργατική τάξη δεν μπορεί να βελτιώσει την οικονομική της θέση, χωρίς να βελτιώσει τη θέση της κολχόζνικης αγροτιάς και της διανόησης, γι’ αυτό και είναι (σ.μ.: η εργατική τάξη) εκφραστής των θεμελιωδών συμφερόντων τους.
Ομως μαζί με τη γενική τάση κατάργησης των τάξεων στο σοσιαλισμό υπάρχει και η αντίθετη τάση προς την εδραίωση και ενίσχυση της κοινωνικής ανισότητας, η οποία είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών όχι και μικρού αριθμού μελών της κοινωνίας να θέσουν στην κορυφή της δραστηριότητάς τους όχι τα κοινωνικά αλλά κάποια άλλα οικονομικά συμφέροντα, πρώτα απ’ όλα τα συμφέροντα του προσωπικού πλουτισμού και αυτές οι ενέργειες που συνθέτουν αυτή την τάση έχουν στην ουσία μικροαστικό χαρακτήρα.
Μικροαστισμός στο σοσιαλισμό, όταν η τάξη των μικροαστών, δηλαδή η τάξη των μικροϊδιοκτητών που εργάζονται για την αγορά, για την ανταλλαγή έχει γίνει ήδη παρελθόν, μπορεί να θεωρηθεί μια ορισμένη γραμμή οικονομικής συμπεριφοράς εκείνων των μελών της κοινωνίας, τα οποία αν και δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργασία, δεν κάνουν μαύρη αγορά και δεν κλέβουν, όμως στην κορυφή δε θέτουν το κοινό καλό όλων των εργαζομένων, αλλά τη μεγέθυνση της προσωπικής τους ιδιοκτησίας. Καθόσον η εργασία από αυτούς αντιμετωπίζεται μόνο σαν μέσο για να πάρουν από την κοινωνία όσο το δυνατό περισσότερα υλικά αγαθά και εργάζονται σα να πρόκειται για ανταλλαγή, αυτή η σχέση προς την εργασία στη σοσιαλιστική κοινωνία είναι καταναλωτική, στενόμυαλη, μικροαστική.
Ο βαθμός της εχθρικότητας των μικροαστικών εκδηλώσεων στο σοσιαλισμό είναι διάφορος, όμως, όπως διδάσκει η ιστορική εμπειρία (συμπεριλαμβανόμενης και της πικρής εμπειρίας των τελευταίων ετών) η πάλη με το μικροαστισμό με όλες του τις εκδηλώσεις πρέπει να είναι αναπόσπαστο, συστατικό τμήμα της πάλης για τον κομμουνισμό. Η πάλη αυτή στο σοσιαλισμό διεξάγεται όχι ενάντια σε κάποια τάξη ή στρώμα, αλλά για την απελευθέρωση όλων των στρωμάτων και τάξεων, όλων των εργαζομένων από τα υπολείμματα του μικροαστισμού, τα οποία από μόνα τους δεν απονεκρώνονται, μιας και έχουν τους διαύλους τους, τους εκφραστές τους και ενεργητικούς φορείς τους. Η πάλη αυτή είναι, σε τελευταία ανάλυση, πάλη πολιτική, ταξική και γι’ αυτό ο καθοδηγητικός ρόλος σε αυτή πρέπει να ανήκει στο κόμμα της εργατικής τάξης. Η απώλεια από το κυβερνών κόμμα στο σοσιαλισμό του χαρακτήρα του σαν κόμματος της εργατικής τάξης εγκυμονεί την αντεπανάσταση. Εφθασε - οι φορείς των μικροαστικών και αστικών τάσεων να έρθουν στην εξουσία - και, όπως σημείωνε στην ομιλία του στη συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ο λαϊκός βουλευτής της ΡΣΟΣΔ Γ. Μ. Σλομπότκιν, η ιδεολογία του αντικομμουνισμού προβιβάστηκε σε κρατική πολιτική .
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αντίφαση ανάμεσα στην αταξική φύση του κομμουνισμού και στην ύπαρξη τάξεων στην πρώτη του φάση επιλύνεται στη γραμμή της πλήρους κατάργησης των τάξεων - όμως μόνο υπό τον όρο της συνεχούς ασυμβίβαστης πάλης των εργαζομένων, υπό την καθοδήγηση της εργατικής τάξης και του κόμματός της, για τη σχεδιοποιημένη υλοποίηση της προτεραιότητας των κοινωνικών οικονομικών συμφερόντων, ενάντια στην τάση για την εδραίωση και ενίσχυση της κοινωνικής ανισότητας.
Ο σχεδιοποιημένος χαρακτήρας της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής αποτελεί έκφραση της κομμουνιστικής φύσης του σοσιαλισμού. Η εργατική τάξη ως υποκείμενο της σοσιαλιστικής διεύθυνσης, οργανώνοντας υπό την καθοδήγηση του κόμματος την πάλη των εργαζομένων για τα κοινωνικά συμφέροντα, πρέπει να εξασφαλίσει την ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού σε σχέσεις πλήρους κομμουνισμού. Η υλοποίηση αυτής της ανάπτυξης είναι δυνατή μόνο σχεδιοποιημένα, σε επιστημονική βάση. Ο Β. Ι. Λένιν συχνά (για παράδειγμα στην εργασία «Για το ενιαίο οικονομικό σχέδιο») υπογράμμιζε την αναγκαιότητα «να μάθουμε να εκτιμούμε την επιστήμη, να αποκρούομε την «κομμουνιστική» έπαρση των ερασιτεχνών και γραφειοκρατών» .
Η παραπέρα άνοδος του επιστημονικού επιπέδου της σχεδιοποίησης ανακηρύχθηκε «καθήκον πρωταρχικής σημασίας» και στο 24ο Συνέδριο του Κόμματος . Ομως στην πρακτική, ήδη τη δεκαετία του ’70, στη σχεδιοποίηση έγιναν σοβαρά λάθη, είχε θέση η ανισορροπία, η υπεράσπιση συμφερόντων των ιδρυμάτων σε ζημιά των κοινωνικών, ο ετσιθελισμός (βολουνταρισμός) και άλλα αρνητικά φαινόμενα. Σε συμπλήρωμα προς αυτά «ανεπίτρεπτα χαλάρωσε η πειθαρχία και η τάξη. Μειώθηκε η απαιτητικότητα και η υπευθυνότητα. Μαζική μορφή πήρε η επιβλαβής πρακτική αναπροσαρμογής των σχεδίων. Αυτά τα χρόνια υπήρξε υποχώρηση από την απαράβατη αρχή της σοσιαλιστικής οικονομίας, για την οποία η υλοποίηση του σχεδίου είναι νόμος και όρος της οικονομικής ζωής» .
Κεντρικό καθήκον της μακρόχρονης σχεδιοποίησης αποτελεί η υποστήριξη υψηλών ρυθμών ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και σε αυτή τη βάση υψηλών ρυθμών κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης συνολικά. Είναι πλατιά γνωστή η ρήση του Β. Ι. Λένιν: «Η παραγωγικότητα της εργασίας, είναι, σε τελευταία ανάλυση, το πλέον αξιόπιστο, το πλέον σημαντικό για την νίκη του νέου κοινωνικού συστήματος. Ο καπιταλισμός δημιούργησε μια παραγωγικότητα της εργασίας, πρωτοφανή για το φεουδαρχισμό. Ο καπιταλισμός μπορεί οριστικά να νικηθεί και θα νικηθεί οριστικά από το ότι ο σοσιαλισμός δημιουργεί μια νέα, πολύ πιο υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας». Για την πορεία του ανταγωνισμού των δύο οικονομικών συστημάτων στα μεταπολεμικά χρόνια, για την οξύτητα αυτού του ανταγωνισμού και για τη συνθετότητα των καθηκόντων για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, τα οποία έπρεπε να τεθούν κατά τη μακρόχρονη σχεδιοποίηση, καταμαρτυρούν τα στοιχεία του πίνακα 1.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Η παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ,
της Γαλλίας, της ΟΔΓ, της Ιαπωνίας και της Μεγάλης Βρετανίας (ΗΠΑ=100)
1950 1960 1970 1975 1980 1988
ΗΠΑ 100 (1) 100 (1) 100 (1) 100 (1) 100 (1) 100 (1)
Γαλλία 47,7 (2) 57,0 (2) 75,7 (2) 75,5 (2) 93,3 (2) 85 (2)
Μ. Βρετανία 38,5 (3) 38,7 (5) 37,6 (6) 37,7 (6) 42,1 (6) 65,3 (5)
ΟΔΓ 30,9 (4) 41,4 (4) 52,6 (4) 55,9 (3) 65,9 (3) 80,8 (3)
ΕΣΣΔ 30 (5) 44 (3) 53 (3) 55 (4) 55 (5) 55 (6)
Ιαπωνία 13,1 (6) 22,0 (6) 46,6 (5) 46,1 (5) 61,2 (4) 69,2 (4)
Σε παρενθέσεις υποδεικνύεται η θέση που καταλαμβάνει η δοσμένη χώρα μεταξύ των εξεταζομένων χωρών στο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας.

Εάν υπολογίσουμε, ότι από το 1951 ως το 1960 οι ρυθμοί ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας στη βιομηχανία της ΕΣΣΔ ήταν κατά μέσο όρο 7,3% το χρόνο, από το 1961 ως το 1970 ήταν 5,6% και από το 1971 ως το 1975 6%, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι ακόμα και για τη διατήρηση της επιτευχθείσας στον ανταγωνισμό θέσης δεν ήταν αρκετό και ένα 6% ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας το χρόνο.
Οι προσπάθειες, που έγιναν το 1983 από το κόμμα και το λαό επέτρεψαν για σύντομο χρονικό διάστημα να ξεπερασθεί η αρνητική τάση μείωσης των ρυθμών ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας. Όμως, ήδη, από το 1988 οι ρυθμοί της οικονομικής ανόδου σημείωσαν και πάλι απότομη πτώση και στο μεταίχμιο της δεκαετίας του ’90 άρχισε η συνεχώς επιταχυνόμενη πτώση του όγκου της παραγωγής. Η κατάρρευση της οικονομίας μας σηματοδότησε όχι μόνο την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, αλλά και μια τέτια αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων στον κόσμο, που δυσκόλευε την εξασφάλιση της ασφάλειάς μας.
Οι υπολογισμοί αποδεικνύουν, ότι για να εκπληρωθούν τα κοινωνικά προγράμματα που καθορίστηκαν από το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και να επιτευχθεί το επίπεδο των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης στο τέλος του αιώνα, θα ήταν αρκετό η Σοβιετική Ενωση να επιτύγχανε μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας 7-10%. Στο ερώτημα αν είναι δυνατή μια ανάπτυξη των ρυθμών παραγωγικότητας της εργασίας της τάξης του 10%, αναμφίβολα η απάντηση είναι θετική. Μια άλλη απάντηση θα σήμαινε απόρριψη της αναγνώρισης ότι ο σοσιαλισμός έχει ριζικά πλεονεκτήματα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Εάν στην καπιταλιστική Ιαπωνία ετησίως η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει κατά 7-9%, τότε θα ήταν ολοφάνερη αγνόηση των αντικειμενικών νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης να θεωρούμε ότι τάχα για μια σοσιαλιστική χώρα δεν είναι επιτεύξιμοι περισσότερο υψηλοί ρυθμοί ανόδου. Αυτό επιβεβαιώνεται από την εμπειρία των πρωτοπόρων επιχειρήσεων. Ετσι, στο αεροναυπηγικό εργοστάσιο της Τιφλίδας, που φέρει το όνομα του Δημητρόφ, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας για 3 χρόνια του 11ου πεντάχρονου ήταν πάνω από 20% το χρόνο. Στη βιομηχανία της περιοχής Σεστρορέτσκ του Λένινγκραντ το 1983, ανέβηκε κατά 10,1%. Στην ένωση «Σβετλάνα» εξασφαλίστηκε άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 13,1% όταν το πλάνο ήταν 12,1%. Μερικές μπριγάδες του 16ου τμήματος του εργοστασίου «Κουλόν» της ένωσης «Ποζιτρόν» το 1984 επέτυχαν ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας περίπου 50% το χρόνο. Στο τραστ «Μοσομπλσελστρόι» Νο 18 το 1985 αυτή η άνοδος ήταν 25%.
Η χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 βρισκόταν σε πρωτοπόρες επιστημονικο-τεχνικές θέσεις. Είναι αρκετό να πούμε, ότι ως προς το αριθμό των ετήσια καταχωρουμένων εφευρέσεων η ΕΣΣΔ από το 1974 κατείχε την πρώτη θέση στον κόσμο. Ομως, δυστυχώς, όπως σημειωνόταν στην εφημερίδα «Πράβντα», μόνο το ένα τρίτο των καταχωρημένων εφευρέσεων υπηρετούσε τη λαϊκή οικονομία και ακόμη από τους νεωτερισμούς που έπαιρναν διεθνή πατέντα η βιομηχανία μας αφομοίωνε περίπου το μισό, για την ακρίβεια αφομοίωνε χθες ... Σήμερα;
Σήμερα στη χώρα μας με ιδιαίτερη δύναμη διαδίδεται ο μύθος ότι η πλατιά εισαγωγή των τεχνολογικών νεωτερισμών είναι δυνατή μόνο στις συνθήκες της εμπορευματικής, της οικονομίας της αγοράς. Μεταξύ άλλων αυτές οι διαδόσεις απορρίπτουν τόσο τη δική μας όσο και τη διεθνή εμπειρία εισαγωγής των επιτευγμάτων της επιστημονικο-τεχνικής προόδου. Ακριβώς η επιτυχής επίλυση αυτού του καθήκοντος με τη βοήθεια του συστήματος κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης εξασφάλισε τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας μας κατά την περίοδο της δεκαετίας του ’30 ως τη δεκαετία του ’60. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στον ανταγωνισμό των νεότατων τεχνολογιών ακριβώς η Ιαπωνία, όπου δίδεται όλο και μεγαλύτερη σημασία στη συγκεντρωτική ρύθμιση της οικονομίας, αρχίζει σήμερα να ξεπερνά τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι, όπως λέμε, «από τις πλέον αγοραίες οικονομίες» από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης. Στη χώρα μας στο βαθμό αποδυνάμωσης του προσανατολισμού στις αξίες χρήσης και της ενίσχυσης του προσανατολισμού των επιχειρήσεων στη λήψη του μέγιστου κέρδους, και στη συνέχεια στην «είσοδο στην αγορά», τα προβλήματα της εξασφάλισης επιστημονικο-τεχνικής προόδου όλο και περισσότερο περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Υστερα, η λεγόμενη «μετατροπή» των αμυντικών επιχειρήσεων, όπου - δεν είναι μυστικό - ήταν συγκεντρωμένο το ισχυρότερο επιστημονικό δυναμικό. Τέλος, η πλήρης διάλυση του συστήματος σχεδιασμένης διεύθυνσης της οικονομίας - και σαν αποτέλεσμα έχουμε ... αυτό  που έχουμε.
Το σχέδιο είναι το πρότυπο του βέλτιστου - από την άποψη της υλοποίησης των κοινωνικών συμφερόντων - δρόμου οικονομικής ανάπτυξης. Ομως, όπως κάθε πρότυπο της πραγματικότητας βασίζεται στη γνώση της η οποία πάντα είναι σχετική, μη πλήρης. Ηδη γι’ αυτό στα πλαίσια της σχεδιοποίησης έχουν θέση ενέργειες, που δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά συμφέροντα, είναι αντίθετες στο σύστημα ενεργειών, που κατευθύνονται σχεδιοποιημένα στην υλοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων και, ταυτόχρονα, τυπικά, περιλαμβάνονται σε αυτό το σύστημα ως στοιχεία του. Αυτά τα στοιχεία θα παρουσιάζονται και στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού, εμφανιζόμενα σαν στοιχεία αυθορμητισμού στη σχεδιοποιημένα οργανωμένη οικονομία.
Στην πρώτη φάση του κομμουνισμού όμως, τα στοιχεία του αυθορμητισμού δεν είναι συνδεδεμένα μόνο με την ελλιπή γνώση της πραγματικότητας. Οι διατηρούμενες στα πλαίσια του ενιαίου διαφορές στα συμφέροντα μπορούν να ενισχύσουν την αντιθετικότητα στις ενέργειες. Οι προξενούμενες από την πάλη για τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους προσπάθειες μεμονωμένων προσώπων και κολλεκτίβων να θέσουν στην κορυφή όχι τα κοινωνικά αλλά αυτά τα ειδικά συμφέροντα είναι αντίθετες προς τη σοσιαλιστική σχεδιοποίηση. Αποτελούν την άρνησή της και τυπικά, εισερχόμενες στο σύστημα ενεργειών που σχεδιοποιημένα υλοποιούν τα κοινωνικά συμφέροντα. Εμφανίζονται επίσης σαν στοιχείο αυθορμητισμού στη σχεδιοποιημένα οργανωμένη οικονομία.
Ενέργειες που παραβιάζουν τη σοσιαλιστική σχεδιοποίηση μπορούν να εμφανιστούν: Πρώτον, στο έδαφος των διαφορών στα συμφέροντα των τάξεων και στρωμάτων (στο βαθμό που τα κοινωνικά συμφέροντα ως προς την ταξική τους φύση είναι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, οι προσπάθειες να τεθούν σε πρώτο πλάνο τα συμφέροντα μιας άλλης τάξης ή στρώματος αρνούνται την εδραιωμένη από το σχέδιο προτεραιότητα των κοινωνικών συμφερόντων). Δεύτερον, στο έδαφος των αντιφάσεων μεταξύ των θεμελιωδών συμφερόντων κάθε εργαζομένου, που βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση με τα κοινωνικά και δευτερευόντων συμφερόντων της στιγμής, εάν αυτά τεθούν στην κορυφή.
Ιδιόμορφη μορφή παραβίασης της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης αποτελεί, για παράδειγμα, η εκπλήρωση των καθηκόντων για την παραγωγή προϊόντων με υπερωριακή εργασία ή αφαίρεση από τις κολλεκτίβες των εργαζομένων των ημερών ανάπαυσης, η έλλειψη προσοχής στις συνθήκες εργασίας των εργατών, πράγμα που επέτρεπαν πολλά οικονομικά στελέχη. Τη φροντίδα τους για τη λήψη πριμ, την κακή οργάνωση της παραγωγής, αυτά τα οικονομικά στελέχη την κάλυπταν με την προσποιητή φροντίδα τους για το σχέδιο. Ομως το σχέδιο, πρώτον, είναι σύμπλεγμα αλληλοσυνδεδεμένων καθηκόντων και σε αυτό τα καθήκοντα για τη δαπάνη εργάσιμου χρόνου δεν είναι λιγότερο κατευθυντήρια, από τα καθήκοντα για την παραγωγή προϊόντων. Δεύτερον, το σχέδιο είναι η κατευθυντήρια έκφραση των κοινωνικών συμφερόντων, η οποία τίποτε το κοινό δεν έχει με τη μείωση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων ή με τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας τους. Αντίθετα, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων και η καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας όλων των μελών της κοινωνίας μπαίνει άμεσα στο περιεχόμενο των κοινωνικών συμφερόντων, έτσι που και στη συγκεκριμένη περίπτωση της δήθεν πάλης «για το σχέδιο» είχαν θέση στοιχεία αυθορμητισμού, που είναι αντίθετα της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης.
Ο σοσιαλισμός αναπτύσσεται σε πλήρη κομμουνισμό μέσα στην πάλη δύο αντιθέτων τάσεων - της ενίσχυσης της σχεδιοποίησης και της εξάπλωσης των στοιχείων του αυθορμητισμού, της αποδυνάμωσης της αρχής του συγκεντρωτικού σχεδιασμού. Οσο ο σοσιαλισμός σαν αναπτυσσόμενο όλον είναι σχεδιοποιημένη οικονομία και τα στοιχεία αυθορμητισμού είναι η εμπεριεχόμενη άρνησή του, που συνδέεται με την προέλευσή του από την αυθόρμητη καπιταλιστική οικονομία, τόσο αποτελεί γενική τάση σε αυτή την περίπτωση η τάση ενίσχυσης της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης. Από το βαθμό ανάπτυξης της σχεδιοποίησης μπορούμε, επομένως, να κρίνουμε για την ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού.
Οι εξεταζόμενες αντιφάσεις κατ’ αυτόν το τρόπο επιλύονται στη γραμμή της επίθεσης στον αυθορμητισμό και ενίσχυσης της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης χάρη στην πάλη των εργαζομένων, υπό την καθοδήγηση της εργατικής τάξης και του κόμματός της, για τη σχεδιοποημένη υλοποίηση της προτεραιότητας των κρατικών συμφερόντων και την ολόπλευρη αξιοποίηση σε αυτή την πάλη του συστήματος κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης. Καταλήγοντας, θα στρέψουμε την προσοχή μας στις αντιφάσεις στο εσωτερικό του ίδιου του συστήματος, στην αντίφαση μεταξύ του σοσιαλιστικού χαρακτήρα του συστήματος κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης και των στοιχείων του καριερισμού και της γραφειοκρατίας, της υπηρεσιακής στενότητας και του τοπικισμού.
Ο σοσιαλισμός έδοσε στις εργαζόμενες μάζες δημοκρατία, η οποία δεν είναι δυνατή στην πιο «ελεύθερη» αστική κοινωνία. Οπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν στο έργο «Κράτος και επανάσταση»: « ... εκφράζεται με τον πιο χτυπητό τρόπο η στροφή από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή δημοκρατία, από τη δημοκρατία των καταπιεστών στη δημοκρατία των καταπιεζομένων τάξεων, από το κράτος σαν «ιδιαίτερη δύναμη» καταπίεσης μια ορισμένης τάξης, στην καταστολή των καταπιεστών με τη γενική δύναμη της πλειοψηφίας του λαού, των εργατών και αγροτών» .
Ομως με την κατάργηση των εκμεταλλευτριών τάξεων η ιστορική αποστολή της δικτατορίας του προλεταριάτου ως ανώτερης μορφής δημοκρατίας δεν ολοκληρώνεται, αν και «μέγιστο ιστορικό καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου αποτελεί, βεβαίως, η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας» . Ενα από τα καθήκοντα του σοσιαλιστικού κράτους αποτελεί η πάλη με τις αντισοσιαλιστικές εκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των υποτροπών του μικροαστισμού. Κρατική μορφή λαμβάνει και το σύστημα σχεδιοποιημένης συγκεντρωτικής διεύθυνσης της οικονομίας, που υλοποιεί την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ... Οπως δείχνει η εμπειρία των χωρών του σοσιαλισμού (συμπεριλαμβανόμενης και της όχι εύκολης εμπειρίας των τελευταίων χρόνων), δεν υπάρχει άλλη επιλογή από αυτή την αρχή, ενώ, σε ό,τι αφορά τις μορφές και τις μεθόδους διεύθυνσης της οικονομίας, αυτές μπορούν να είναι διάφορες. Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας (ΛΔΟ), για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 λόγω της ενίσχυσης των έμμεσων μεθόδων ρύθμισης η σφαίρα της διοικητικής σχεδιοποίησης μειώθηκε απότομα, ενώ στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) χρησιμοποιούνταν περισσότερο ενεργητικά τα πλεονεκτήματα της σχεδιοποιημένης διεύθυνσης. Σε σχέση με αυτό είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε μια σειρά από δείκτες ανάπτυξης αυτών των χωρών για τα έτη 1981-1985:
ΛΔΟ ΛΔΓ
Ανοδος του εθνικού εισοδήματος 7% 24%
Ανοδος της βιομηχανικής παραγωγής 12% 22%
Ανοδος της παραγωγικότητας της εργασίας 10% 23%
Ανοδος των πραγματικών εισοδημάτων κατά κεφαλή 7-8% 22%

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 στη Γιουγκοσλαβία και τη δεκαετία του ’80 σε μερικές χώρες του ΣΟΑ, οι οποίες τότε ακόμη ήταν σοσιαλιστικές, είχε πλατιά διάδοση η πρακτική της μεταβίβασης μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία των εργατικών κολλεκτίβων. Στη χώρα σήμερα φορείς παρόμοιων ιδεών είναι τα λεγόμενα «ροζ» κόμματα και συνδικάτα, που θεωρούν τον εαυτό τους οπαδό του σοσιαλισμού. Μεταξύ άλλων ο Β. Ι. Λένιν ακόμη από το 1918 εφιστούσε την προσοχή στο ότι «αποτελεί μέγιστη διαστρέβλωση των βασικών αρχών της Σοβιετικής εξουσίας και ολοκληρωτική απάρνηση του σοσιαλισμού οποιαδήποτε, άμεση είτε έμμεση, νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας των εργατών μιας ξεχωριστής φάμπρικας ή ενός ξεχωριστού επαγγέλματος πάνω στην ιδιαίτερη παραγωγή τους, είτε του δικαιώματός τους να αδυνατίζουν ή να φρενάρουν τις διαταγές της γενικής κρατικής εξουσίας ...» . Ταυτόχρονα η ίδια η κρατική εξουσία θα πρέπει να δομείται κατά τέτιο τρόπο, ώστε ο βασικός της πυρήνας και η βασική εκλογική μονάδα της να είναι το εργοστάσιο, η φάμπρικα όπως τονιζόταν στο λενινιστικό Πρόγραμμα του ΡΚΚ (μπ.).
Την ορθότητα των λενινιστικών σκέψεων για μια ακόμη φορά επιβεβαίωσαν τα παρατεταμένα κρισιακά φαινόμενα στη γιουγκοσλαβική (τώρα πια όχι μόνο γιουγκοσλαβική) οικονομία, όπου αντί της συνένωσης των εργατικών κολλεκτίβων σε μια ενιαία κρατική γροθιά, η κρατική εξουσία διασπάρθηκε σε αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες. Και ακόμη η εμπειρία της ΣΟΔΓ «πειστικά απέδειξε ότι η υπερτροφία των λειτουργιών των επιχειρήσεων στη σφαίρα των επενδύσεων μπορεί πραγματικά να διαλύσει τη συγκεντρωτική διεύθυνση της οικονομίας, να παραλύσει τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικής διαρθρωτικής πολιτικής». Σε αυτό το συμπέρασμα, ακόμα από το 1989, έφθασαν οι γνωστοί οπαδοί της ανάπτυξης των εμπορευματικών σχέσεων Σ. Σατάλιν και Γ. Γκαϊντάρ . Φαίνεται ότι από ανάλογη εμπειρία καθοδηγούνταν στη δραστηριότητά τους.
Οπως ήδη σημειώθηκε, στο σοσιαλισμό αντικειμενικά υπάρχουν διαφορές στα συμφέροντα, αν και δεν είναι ριζικές. Στο έδαφος των διαφορών των συμφερόντων μπορούν να εμφανισθούν και εμφανίζονται προσπάθειες να τεθούν στην κορυφή κάποια ιδιαίτερα συμφέροντα σε βάρος των κοινωνικών. Αν αυτές οι προσπάθειες γίνονται από εργαζόμενους στο σύστημα κρατικού σχεδιασμού συγκεντρωτικής διεύθυνσης, τότε συναντάμε φαινόμενα μικροαστισμού στη σφαίρα της διεύθυνσης, που είναι αντίθετα με το σοσιαλιστικό χαρακτήρα αυτού του συστήματος. Σε αυτά τα φαινόμενα συμπεριλαμβάνονται ο καριερισμός, η γραφειοκρατία, η υπηρεσιακή στενότητα, ο τοπικισμός, ο προστατευτισμός κ.ά.
Μεταξύ των εργαζομένων του μηχανισμού κρατικής διεύθυνσης υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι ήταν πιστοί στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Ομως, όπως έγραφε ο Β. Ι. Λένιν, «ήταν τελείως αναπόφευκτο να κολλήσουν στο κυβερνητικό κόμμα τυχοδιώκτες και άλλα πολύ επιζήμια στοιχεία. Δεν υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς να παρουσιαστεί αυτό το φαινόμενο. Ολο το ζήτημα είναι, το κόμμα που κυβερνά να στηρίζεται στην υγιή και πρωτοπόρα τάξη και να έχει την ικανότητα να ξεκαθαρίζει τις γραμμές του» .
Ταυτόχρονα, ο κάθε (ακόμα και ο πιστός) εργαζόμενος έχει τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα, τα οποία, ενώ βρίσκονται σε ενότητα με το κύριο και βασικό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαφέρουν από τα θεμελιακά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ομως δεν επιλύουν όλοι αυτή την αντίφαση υπέρ των κρατικών συμφερόντων. Ούτε η εργατο-αγροτική καταγωγή ούτε η ιδεολογική υπομονετική διαπαιδαγώγηση μπορούν απόλυτα να αποτρέψουν το γλίστρημα μεμονωμένων προσώπων του μηχανισμού διεύθυνσης από τις θέσεις της πρωτοπόρας τάξης.
Ευνοϊκό περιβάλλον για όσους εκφυλίστηκαν δημιούργησε η ατμόσφαιρα γενικής ατιμωρησίας. Οπως έγραφε στο περιοδικό «Κομμουνίστ» ο Γκ. Β. Κόλμπιν «ήδη σε διάφορες κομματικές οργανώσεις ανακοινώθηκαν παρά πολλές «υπηρεσιακές», τρόπος του λέγειν, προσχεδιασμένες ποινές, οι οποίες, στην ουσία, διαχώριζαν τον υπεύθυνο κομμουνιστή από την πραγματική υπευθυνότητα, από την αποκατάσταση της ζημιάς που προκάλεσε στην κοινωνία, από τις υλικές και ηθικές απώλειες. Τώρα θέτουμε το ερώτημα στους παραβάτες των κανόνων της ηθικής μας, των νόμων μας έτσι: κατ’ αρχάς επίστρεψε στο κράτος όλα όσα παράνομα πήρες ... και μετά άκουσε τη δίκαιη κομματική εκτίμηση για ό,τι έγινε. Και τα επιστρέφουν, και ακούνε» . Ομως, η απαίτηση για τη διπλή ευθύνη του κομμουνιστή -έναντι του κόμματος και έναντι του κράτους- εισήχθηκε στο Καταστατικό του ΚΚΣΕ μόνο μετά το 27ο Συνέδριο του κόμματος. Ομως αυτό το καθυστερημένο βήμα δεν μπόρεσε να σταματήσει την αποσύνθεση κομματικής κορυφής που σάπιζε.
Οσον αφορά την υπηρεσιακή στενότητα, τα στοιχεία της ενισχύονταν στο βαθμό ενίσχυσης του προσανατολισμού προνομιακά στους αξιακούς δείκτες. Ο μονόπλευρος προσανατολισμός στο κέρδος σαν βασικό κριτήριο εκτίμησης της εργασίας της συγκεκριμένης επιχείρησης, ένωσης ή κλάδου, αργά ή γρήγορα, σπρώχνει το μηχανισμό να «αποδιώχνει» από τον εαυτό του και την υπηρεσία του τα μέτρα που είναι ικανά έστω και προσωρινά να μειώσουν την οικονομική αποδοτικότητα. Ακρως αρνητικά επηρέαζε και επηρεάζει την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης και ο τοπικισμός, η θυσία των κρατικών συμφερόντων χάριν των στενά εννοουμένων συμφερόντων της μιας ή της άλλης περιοχής, των συμφερόντων ανάδειξης στην υπηρεσία καθοδηγητών της δοσμένης περιοχής.
Πώς μπορούμε και πρέπει να παλέψουμε με αυτά τα αρνητικά φαινόμενα; Με τη γενική και σε όλη την έκταση συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση με την αξιοποίηση όλων εκείνων των δυνατοτήτων, τις οποίες παρέχει γι’ αυτό το σκοπό η σοσιαλιστική δημοκρατία. Να τι έγραφε με αυτή την αφορμή ο Β. Ι. Λένιν, το 1921, στο έργο του «Η ΝΕΠ και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης»: «Οι σοβιετικοί νόμοι είναι πολύ καλοί, γιατί δίνουν σε όλους τη δυνατότητα να καταπολεμήσουν τη γραφειοκρατία και την κωλυσιεργία, δυνατότητα που κανένα καπιταλιστικό κράτος δεν δίνει στον εργάτη και στον αγρότη. Μα χρησιμοποιεί κανείς αυτή τη δυνατότητα; Σχεδόν κανείς! Και όχι μόνο ο αγρότης, μα και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κομμουνιστών δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τους σοβιετικούς νόμους στην πάλη ενάντια στην κωλυσιεργία, στη γραφειοκρατία, ή ενάντια σ’ ένα καθαρά ρωσικό φαινόμενο, όπως είναι η δωροδοκία. Τι εμποδίζει την πάλη ενάντια σ’ αυτό το φαινόμενο; Οι νόμοι μας; Η προπαγάνδα μας; Αντίθετα! Νόμους έχουμε όσους θέλετε! Γιατί λοιπόν δε σημειώνουμε προόδους σ’ αυτή την πάλη; Διότι δεν είναι δυνατό η πάλη αυτή να γίνεται μόνο με την προπαγάνδα, μπορεί όμως να ολοκληρωθεί μόνο με τη βοήθεια της ίδιας της λαϊκής μάζας» .
Η εξεταζόμενη αντίφαση μπορεί να επιλυθεί μόνο τότε, όταν «όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή, μόνοι τους θα καταγράφουν και θα ελέγχουν τους χαραμοφάηδες, τα αρχοντόπουλα, τους απατεώνες και τους παρόμοιους «θεματοφύλακες των παραδόσεων του καπιταλισμού» ... τότε θα ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες για το πέρασμα από την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ανώτερη φάση της ...» .
Ο σοσιαλισμός για την ίδια του την ύπαρξη και ανάπτυξη απαιτεί συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση. Αυτή η συμμετοχή δεν είναι μόνο αγαθό που παραχωρεί η σοβιετική αρχή διαμόρφωσης της εξουσίας μέσω των εργατικών κολλεκτίβων, αλλά και αντικειμενική αναγκαιότητα, νομοτέλεια ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Ο βαθμός συμμετοχής των μαζών στη διεύθυνση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια ανάπτυξης του σοσιαλισμού και της μετατροπής του σε πλήρη κομμουνισμό. Η απελευθέρωση χρόνου για συμμετοχή στη διεύθυνση -στη βάση της επιστημονικο-τεχνικής προόδου- είναι η λεωφόρος από την οποία εκτράπηκε η κοινωνία μας και γι’ αυτό έπαψε να είναι σοσιαλιστική.
Ο υποκειμενισμός στην πρακτική, στις εκτιμήσεις των αληθινών αιτιών της κρίσης εν πολλοίς προσδιορίστηκε από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη σοβιετική κοινωνική επιστήμη. Στα έργα πολλών θεωρητικών της εποχής της στασιμότητας αλλά και της περεστρόικα, απέναντι στις αντικειμενικές εξελίξεις και τους νόμους ανάπτυξης της κοινωνίας τέθηκε η υποκειμενική, συνειδητή δραστηριότητα και κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσιδιάζουσα στο μαρξισμό-λενινισμό υλιστική κατανόηση της ιστορίας ως φυσικής ιστορικής διαδικασίας διαστρεβλώθηκε από τις πρακτικίστικες, υποκειμενικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με αυτές, ο κοινωνικός κόσμος τεχνητά διαιρέθηκε στον κόσμο τον αντικειμενικό, που αποτελείτο από τις απρόσωπες παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής, και στον κόσμο τον υποκειμενικό, που είναι ο τομέας της ανθρώπινης συνειδητής δραστηριότητας και των φορέων της- των ανθρώπων.
Η επιστημονική προσέγγιση στην ιστορία προϋποθέτει την αναγνώριση ότι οι αντικειμενικοί νόμοι που διευθύνουν τις ενέργειες και τις σχέσεις των ανθρώπων είναι «οι νόμοι των ίδιων τους των κοινωνικών ενεργειών» , ότι γίνεται λόγος όχι για την ανεξάρτητη ύπαρξη αυτών των - άγνωστο από που εμφανίστηκαν - νόμων από τους ανθρώπους και τη δραστηριότητά τους, αλλά για την ανεξαρτησία αυτών των νόμων μόνο από την κοινωνική συνείδηση, τη θέληση και τα συναισθήματα των ανθρώπων.
Από θέση αρχής είναι εσφαλμένο να αντιπαραθέτουμε, να διαχωρίζουμε σε διάφορους πόλους, την αντικειμενική κοινωνική νομοτέλεια και τη συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων, υποθέτοντας ότι οι νόμοι είναι ο αντικειμενικός κόσμος και η πρακτική, η δραστηριότητα είναι ο κόσμος των υποκειμενικών φαινομένων. Οι αντικειμενικοί νόμοι της κοινωνίας δεν είναι κάτι το εξωτερικό για τους ανθρώπους. Αυτοί είναι νόμοι ακριβώς και μόνο της δραστηριότητας και των σχέσεων των ανθρώπων που διαθέτουν συνείδηση. Μάλιστα, στη πρακτική δραστηριότητά τους οι άνθρωποι υποτάσσονται στους κοινωνικούς νόμους μαζί με τη συνείδησή τους, σαν συνειδητές υπάρξεις. Γι’ αυτό και είναι εσφαλμένο να θεωρούμε ότι η πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων ανάγεται στην επενέργεια των ανθρώπων στους αντικειμενικούς νόμους. Οι άνθρωποι, η δραστηριότητά τους αποτελούν το απαραίτητο συστατικό της αντικειμενικής νομοτέλειας σκοπού των γεγονότων.
Γι’ αυτόν που τα βλέπει υποκειμενικά φαίνεται ότι όλα γίνονται σύμφωνα με τη θέληση των καθοδηγητών, των καθοδηγητικών οργάνων, του κοινοβουλίου κλπ. Στην πραγματικότητα οι αντικειμενικοί νόμοι της ιστορικής ανάπτυξης είναι νόμοι σύμφωνα με τους οποίους υλοποιείται η ενεργητική δραστηριότητα κομμάτων, τάξεων, λαϊκών μαζών. Από εδώ συνάγεται το συμπέρασμα: η έξοδος της χώρας από την κρίση είναι δυνατή όχι απλά κατανοώντας τους αντικειμενικούς νόμους ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά χρησιμοποιώντας τους για την οργάνωση της νικηφόρας ταξικής πάλης των εργαζομένων για εκείνο το κοινωνικό σύστημα που ανταποκρίνεται στα θεμελιώδη συμφέροντά τους και θα τους εξασφαλίσει πλήρη ευημερία και ελεύθερη πολύπλευρη ανάπτυξη - για τον κομμουνισμό.

Το χρήμα: Σύντομη ιστορική αναδρομή


Το χρήμα: Σύντομη ιστορική αναδρομή
Οπως η εμπορευματική παραγωγή δεν υπήρχε πάντα ούτε θα υπάρχει πάντα, έτσι και το χρήμα δεν υπήρχε και δε θα υπάρχει πάντα.

Για να εμφανιστεί το χρήμα έπρεπε η εμπορευματική παραγωγή και η ανταλλαγή να περάσει μέσα από μια μακρόχρονη ιστορική διαδικασία.

Ετσι, στη μεγάλη αλυσίδα των εμπορευμάτων που έπαιζαν το ρόλο του εμπορεύματος - ισοδύναμου, ο χρυσός είναι ο τελευταίος κρίκος.

Βαθμιαία ο χρυσός πήρε μια ιδιαίτερη θέση στον κόσμο των εμπορευμάτων. Αρχισε να παίζει το ρόλο του εμπορεύματος - ισοδύναμου.

Τι είναι το εμπόρευμα - ισοδύναμο

Το εμπόρευμα που χρησιμοποιείται ως πρότυπο για την έκφραση της αξίας των άλλων εμπορευμάτων, λέγεται εμπόρευμα - ισοδύναμο. Το εμπόρευμα - ισοδύναμο στην αναπτυγμένη του μορφή είναι ακριβώς το χρήμα. Αλλά πριν εμφανιστεί το χρήμα, το εμπόρευμα - ισοδύναμο πέρασε ένα μακρόχρονο ιστορικό προτσές.

Σε διάφορες εποχές οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούσαν σαν γενικό ισοδύναμο, τα ζώα, τα δημητριακά, τα γουναρικά, τα μέταλλα, τα κοσμήματα κλπ.

Ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν σαν γενικό ισοδύναμο και ζωντανό εμπόρευμα, το δούλο, όπου 1 δούλος ισοδυναμούσε με 5 ταύρους.

Τα ευγενή μέταλλα
Ο χρυσός δεν είναι από τη φύση του χρήμα. Εγινε τέτοιο στη διάρκεια ενός μακρόχρονου ιστορικού προτσές ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής, της ανταλλαγής και των μορφών της αξίας.

Η μακρόχρονη πείρα έδειξε ότι τα ευγενή μέταλλα είναι τα πιο κατάλληλα για τις ανάγκες της εμπορευματικής κυκλοφορίας, γιατί έχουν τις παρακάτω ιδιότητες:

Ομοιογένεια. Οποιο μέγεθος και να έχουν ποιοτικά δε διαφέρουν μεταξύ τους.

Φορητότητα. Μεγάλη συμπυκνωμένη αξία στο χρυσό που επιτρέπει τη διατήρηση και τη μεταφορά από τόπο σε τόπο.

Διαιρετότητα. Μπορεί να διαιρεθεί σε πολλά κομμάτια χωρίς να χάνει μέρος του περιεχομένου του.

Διατηρησιμότητα. Δεν οξειδώνεται και δε χάνει την αξία του.

Οι βασικές μορφές της αξίας του εμπορεύματος
α) Απλή ή τυχαία μορφή. Αυτή συμβολίζεται ως εξής: Ε - Ε, (εμπόρευμα - εμπόρευμα). Για παράδειγμα, 1 τσεκούρι είναι ίσο με 20 κιλά σιτάρι. Αυτή είναι η σχετική μορφή, ή η ισοδύναμη μορφή.

β) Ολική ή αναπτυγμένη μορφή. Η ανάπτυξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και ύστερα από τον πρώτο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το ξεχώρισμα της κτηνοτροφίας από τη γεωργία, οδήγησε στην εμφάνιση της ολικής μορφής του εμπορεύματος. Για παράδειγμα, 1 πρόβατο είναι ίσο με 40 κιλά σιτάρι, ή με 2 τσεκούρια, ή με 3 γραμμάρια χρυσού, κλπ. και μ' αυτή την αναλογία ανταλλάσσονται μεταξύ τους. Δηλαδή 40 κιλά σιτάρι είναι ίσα με 2 τσεκούρια, κλπ. Εδώ δημιουργούνται δυσκολίες στην ανταλλαγή, αφού δεν υπάρχει ακόμη ένα γενικό ισοδύναμο.

γ) Γενική μορφή. Με τον δεύτερο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το ξεχώρισμα της βιοτεχνίας από τη γεωργία γίνεται το πέρασμα στη γενική μορφή του εμπορεύματος, όπου π.χ. 40 κιλά σιτάρι είναι ίσα με 1 πρόβατο, ή 20 μέτρα πανί είναι ίσα με 1 πρόβατο, ή 2 τσεκούρια είναι ίσα με 1 πρόβατο, ή 3 γραμμάρια χρυσού είναι ίσα με 1 πρόβατο, κλπ.

«Τα εμπορεύματα εκφράζουν τώρα τις αξίες τους:
1. Απλά, γιατί τις εκφράζουν με ένα μοναδικό εμπόρευμα.
2. Ενιαία, γιατί τις εκφράζουν με το ίδιο εμπόρευμα.
3. Η μορφή της αξίας τους είναι απλή και κοινή, και γι' αυτό γενική».1

δ) Η πληθώρα των εμπορευμάτων ως γενικό ισοδύναμο ήρθε σε αντίθεση με τις ανάγκες της αγοράς, που απαιτούσε το πέρασμα στη χρηματική μορφή τής αξίας: Ετσι 40 κιλά σιτάρι είναι ίσα με 3 γραμμάρια χρυσού, ή 20 μέτρα πανί είναι ίσα με 3 γραμμάρια χρυσού ή 4 πρόβατα είναι ίσα με 3 γραμμάρια χρυσού ή 2 τσεκούρια είναι ίσα με 3 γραμμάρια χρυσού κλπ.

Τώρα η αξία όλων των εμπορευμάτων εκφράζεται με την αξία χρήσης του χρυσού που έγινε γενικό ισοδύναμο. Το χρήμα, επομένως, είναι το γενικό ισοδύναμο ανταλλαγής των εμπορευμάτων στην αγορά.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 79.

 Του
 Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ

 Πηγή: Ριζοσπάστης
 Αναρτήθηκε από Αντωνης  στις 8:53 π.μ.  Δεν υπάρχουν σχόλια: Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!
Μοιραστείτε το στο Twitter
Μοιραστείτε το στο Facebook
  Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση
 Ετικέτες Πολιτική Οικονομία, Πολυμερίδης
Σειρά εκλαϊκευτικών άρθρων Ριζοσπάστη για την Πολιτική Οικονομία-Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής
Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής

Η εμπορευματική παραγωγή δεν υπήρχε και δε θα υπάρχει πάντα. Θα πάψει να υπάρχει μόνο στις συνθήκες της δεύτερης φάσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.

Τα πρώτα έμβρυα της εμπορευματικής παραγωγής εμφανίζονται ακόμα κατά την περίοδο της αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, δηλαδή πριν 7.000 χρόνια.

Η εμπορευματική παραγωγή υπήρχε και στη δουλοκτητική κοινωνία και στη φεουδαρχία. Σε αυτά τα κοινωνικά συστήματα, όμως, η εμπορευματική παραγωγή δεν ήταν κυρίαρχη γιατί:

Πρώτο, η παραγωγή των εμπορευμάτων ήταν περιορισμένη, επειδή κυριαρχούσαν οι φυσικές μορφές παραγωγής.

Δεύτερο, οι προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής από την ίδια τους την εσωτερική δομή, δεν απαιτούσαν τη μετατροπή των προϊόντων της εργασίας σε εμπορεύματα και μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν υπήρχε ή όχι εμπορευματική παραγωγή.

Τρίτο, στους προκαπιταλιστικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς η εμπορευματική μορφή των προϊόντων ήταν ένα ιδιόμορφο «ξένο σώμα», που δε βοηθούσε στο δυνάμωμά τους.

Μόνο στον καπιταλισμό η εμπορευματική παραγωγή αποχτάει καθολικό χαρακτήρα. Εδώ τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται. Αντικείμενο αγοραπωλησίας γίνεται και η ίδια η εργατική δύναμη (ΕΔ) του ανθρώπου.

Το εμπόρευμα γίνεται «οικονομικό κύτταρο», ένα στοιχείο που είναι εσωτερικά αναγκαίο για το καπιταλιστικό σύστημα και που χωρίς αυτό η εμφάνιση και η ύπαρξη του καπιταλισμού είναι κατ' αρχήν αδύνατη.

Στο οικονομικό αυτό κύτταρο που λέγεται εμπόρευμα εμπεριέχονται τα κύρια χαρακτηριστικά και οι αντιθέσεις του καπιταλισμού.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Κ. Μαρξ γράφει: «Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας "τεράστιος σωρός εμπορευμάτων" και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι' αυτό η έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος».1

Τι είναι εμπορευματική παραγωγή
Η εμπορευματική παραγωγή είναι τέτοια μορφή οργάνωσης της παραγωγής, στην οποία τα προϊόντα παράγονται όχι για την κατανάλωση από τον παραγωγό τους, αλλά προορίζονται για την αγορά, για την πώληση.

Εδώ οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων εκδηλώνονται μέσω της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, διαμέσου της αγοράς.

Η μορφή της παραγωγής δεν μπορεί να διαλέγεται από τους ανθρώπους αυθαίρετα, γιατί εξαρτάται από τις συνθήκες που διαμορφώνονται αντικειμενικά.

Για την εμφάνιση και την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής απαιτείται ο συνδυασμός δύο προϋποθέσεων:

Πρώτο, είναι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο οι διάφοροι παραγωγοί ειδικεύονται στην παραγωγή καθορισμένων ειδών.

Δεύτερο, είναι το οικονομικό ξεχώρισμα. Δηλαδή η εμφάνιση και η ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της εργασίας.

Οι δύο τύποι της εμπορευματικής παραγωγής
 Υπάρχουν δύο τύποι εμπορευματικής παραγωγής:

 Α) Η ΜΙΚΡΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται:

α) Στη μικρή ιδιοκτησία των ίδιων παραγωγών (αγροτών και βιοτεχνών).

β) Στην προσωπική εργασία των ίδιων των παραγωγών και των μελών των οικογενειών τους. (Δηλαδή, δεν υπάρχει χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης εργασίας).

γ) Γίνεται για τη συντήρηση και την εξασφάλιση των ίδιων των παραγωγών και των οικογενειών τους.

δ) Σε αυτή χρησιμοποιούνται χειρωνακτικά ή πολύ απλά μηχανικά μέσα παραγωγής.

ε) Αυτή είναι μικρή κομματιασμένη παραγωγή.

Β. Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται:

 α) Στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία.

 β) Στη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης μισθωτής εργασίας των εργατών.

 γ) Γίνεται με σκοπό το κέρδος και τον πλουτισμό των καπιταλιστών.

 δ) Χρησιμοποιεί σύγχρονα μέσα παραγωγής.

 ε) Είναι μεγάλη μαζική παραγωγή.


ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ και των δύο τύπων εμπορευματικής παραγωγής είναι:

α) Στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής.

β) Οι οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις γίνονται διά μέσου της ανταλλαγής, έχουν στοιχειακό και άναρχο χαρακτήρα.

Το εμπόρευμα και οι ιδιότητές του
Το κάθε πράγμα, το κάθε προϊόν από μόνο του δεν είναι εμπόρευμα.

Ενα πράγμα μπορεί να είναι αξία χρήσης, χωρίς να είναι αξία.

Αυτό γίνεται στην περίπτωση που ωφελεί τον άνθρωπο χωρίς τη μεσολάβηση της εργασίας. Π.χ. τέτοια είναι ο αέρας, το παρθένο δάσος, τα φυσικά λιβάδια, οι φράουλες κλπ.

Ενα πράγμα μπορεί να είναι ωφέλιμο και προϊόν της ανθρώπινης εργασίας χωρίς να είναι εμπόρευμα. Π.χ. όταν ένας άνθρωπος ικανοποιεί τη δική του ανάγκη με το δικό του προϊόν δημιουργεί αξία χρήσης, αλλά δε δημιουργεί εμπόρευμα.

Για να παράγει κανείς εμπόρευμα, δεν πρέπει να παράγει απλώς αξία χρήσης, αλλά αξία χρήσης για άλλους, κοινωνική αξία χρήσης.

Και όχι απλώς για άλλους. Ο αγρότης του μεσαίωνα παρήγαγε το στάρι που έδινε στο φεουδάρχη αφέντη και το στάρι της δεκάτης για τον παπά. Και όμως, ούτε το στάρι για το φεουδάρχη του, ούτε το στάρι για τον παπά γινόταν εμπόρευμα επειδή παράγονταν για άλλους.

Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα, πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον άλλο, σε αυτόν που του χρησιμεύει σαν αξία χρήσης.

Τέλος, κανένα πράγμα δεν μπορεί να είναι αξία, χωρίς να είναι αντικείμενο χρήσης. Αν είναι ανώφελο, τότε ανώφελη είναι και η εργασία που περιέχεται σε αυτό, δεν υπολογίζεται σαν εργασία και γι' αυτό δεν αποτελεί αξία.

Σύμφωνα με το Φρ. Ενγκελς: «Αν κάποιος κατασκευάζει ένα πράγμα που δεν έχει καμιά χρησιμότητα, δηλαδή αξία χρήσης για τους άλλους, τότε ολόκληρη η δύναμη που κατανάλωσε δε δημιουργεί ούτε κόκκο αξία».2

Γι' αυτό: «Προτού τα εμπορεύματα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν σαν αξίες, πρέπει να αποδείξουν ότι είναι αξίες χρήσης».3

Τι είναι το εμπόρευμα
«Το εμπόρευμα είναι πριν απ' όλα ένα εξωτερικό αντικείμενο, ένα πράγμα που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιουδήποτε είδους ανθρώπινες ανάγκες».4

Ενα πράγμα για να είναι εμπόρευμα πρέπει να πληροί τους εξής όρους:

1. Να μπορεί να ικανοποιεί μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη.

 2. Να είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας.

3. Το πράγμα αυτό να μην ικανοποιεί τις ανάγκες του ίδιου του παραγωγού του, αλλά να προορίζεται για την αγορά, δηλαδή να ανταλλάσσεται με άλλα πράγματα, μέσω της αγοραπωλησίας.

Κάθε εμπόρευμα έχει δύο ιδιότητες: Είναι αξία χρήσης και αξία.

Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα όμως αυτή δεν κρέμεται στον αέρα. Καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Χάρη στις φυσικές, χημικές κλπ. ιδιότητές του το εμπόρευμα μπορεί να ικανοποιεί τη μια ή την άλλη ανάγκη των ανθρώπων.

Στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής η αξία χρήσης αποτελεί το υλικό περιεχόμενο του πλούτου, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή του. Και δεύτερο, είναι ο υλικός φορέας της αξίας του εμπορεύματος.

Στην αγορά, στη διαδικασία της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, γίνεται φανερό ότι όλα τα εμπορεύματα που διαφέρουν μεταξύ τους σαν αξίες χρήσης, έχουν κάποια κοινή ιδιότητα που επιτρέπει στους ανθρώπους να εξισώσουν το ένα με το άλλο και να τα ανταλλάσσουν σε καθορισμένες αναλογίες.

Σύμφωνα με τις αστικές θεωρίες οι αναλογίες αυτές καθορίζονται:

1. Από την προσφορά και ζήτηση. Μερικοί αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι αναλογίες της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με την προσφορά και τη ζήτηση.

Οι διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης ασκούν πραγματικά ουσιαστική επίδραση στις αναλογίες της ανταλλαγής.

Οσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση ενός εμπορεύματος τόσο πιο ακριβά μπορεί ο κάτοχός του να το πουλήσει στην αγορά.

Οι διακυμάνσεις μπορούν να εξηγήσουν μόνο την απόκλιση αυτών των αναλογιών, από κάποιο μέσο-κανονικό επίπεδο, δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν αυτό το ίδιο το επίπεδο.

Η θεωρία αυτή δε δίνει απάντηση στο ερώτημα: πού στηρίζεται η ανταλλαγή στην περίπτωση που η προσφορά και η ζήτηση εξισορροπούνται.

2. Από το βαθμό ωφελιμότητας. Σύμφωνα με μια άλλη αστική θεωρία οι αναλογίες της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με το βαθμό ωφελιμότητας των τελευταίων.
Αλλά η σύγκριση της ωφελιμότητας είναι δυνατή, μόνο όταν πρόκειται για ομοειδή ή για αλληλοαναπληρωνόμενα προϊόντα. Στις άλλες περιπτώσεις δεν έχει κανένα νόημα.

Π.χ. Πώς μπορεί να συγκρίνει κανείς την ωφελιμότητα της υδραυλικής τουρμπίνας και του ψυγείου.

Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει, γιατί τα δύο πράγματα έχουν εντελώς διαφορετικό προορισμό.
Από τα παραπάνω είναι ολοφάνερο ότι τα εμπορεύματα έχουν μόνο μια κοινή ιδιότητα ότι όλα τους είναι προϊόντα της εργασίας των ανθρώπων.

Αυτό που δημιουργεί την αξία ενός εμπορεύματος είναι ακριβώς η εργασία που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους.

Επομένως, η αξία του εμπορεύματος είναι η ενσωματωμένη σε αυτό κοινωνική εργασία των εμπορευματοπαραγωγών.

Η αξία δημιουργείται από την εργασία που ξοδεύεται σε όλα τα στάδια της παραγωγής του εμπορεύματος.

Σαν αξίες χρήσης όλα τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά, ενώ σαν αξίες είναι εντελώς ομοιογενή, πράγμα που επιτρέπει στα εμπορεύματα να εξισώνονται το ένα με το άλλο στην πορεία της ανταλλαγής.

Κάθε εμπόρευμα είναι ένα αγαθό, ένα προϊόν, αλλά κάθε προϊόν και κάθε αγαθό δεν είναι εμπόρευμα. Σε διάκριση από την αξία χρήσης, η αξία του εμπορεύματος δεν περιέχει καθόλου φυσική ύλη, αλλά είναι μια καθαρά κοινωνική, οικονομική ιδιότητα του εμπορεύματος.

Η αξία του εμπορεύματος εκδηλώνεται με την ανταλλακτική αξία, η οποία εκφράζει τις αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσονται τα προϊόντα.

Η αξία και η ανταλλακτική αξία συνδέονται στενά, αλλά δεν είναι ταυτόσημες. Η αξία είναι η εσωτερική ιδιότητα, η ουσία του εμπορεύματος, ενώ η ανταλλακτική αξία είναι η εξωτερική έκφραση της αξίας του. Η αξία είναι το περιεχόμενο και η ανταλλακτική αξία η μορφή του εμπορεύματος.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», πρώτος τόμος, σελ. 49.
 2. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 277, εκδ. Αναγνωστίδης.
 3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 100.
 4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο»,, τ. 1. σελ. 49.

 Του
 Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ

 Πηγή: Ριζοσπάστης

Το πρώτο άρθρο
Το δεύτερο άρθρο
Το τρίτο άρθρο
Το τέταρτο άρθρο
 Αναρτήθηκε από Αντωνης  στις 2:25 π.μ.  Δεν υπάρχουν σχόλια: Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!
Μοιραστείτε το στο Twitter
Μοιραστείτε το στο Facebook
  Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση
 Ετικέτες Πολιτική Οικονομία, Πολυμερίδης
Κυριακή, 26 Αυγούστου 2012
Ορισμένα σημαντικά σχόλια του ιστολογίου Praxis για το ζήτημα του μεταβατικού σταδίου και την νομοτέλεια της κατάρρευσης του καπιταλισμού
Για μια κλασική εκδοχή της θεωρίας της Κατάρρευσης βλέπε το βιβλίο του Τρότσκι "Η Θανάσιμη αγωνία του Καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς".

Εμείς έχουμε το βιβλίο απο εκδόσεις "Αλλαγή-1985"

Το βιβλίο αυτό έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Είναι γραμμένο το 1934 και υποστηρίζει ότι ο Καπιταλισμός έχει φάει τα ψωμιά του, ότι ακόμα και κάθε "άμεσο αίτημα" ξεπερνάει τα όρια της Καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και ότι δεν θα ξεπεράσει την κρίση του.

Η θεωρητική βάση είναι ότι οι παραγωγικές δυνάμεις "λιμνάζουν" και άρα δεν υπάρχει καμία διέξοδος για τον Καπιταλισμό ούτε για τα αιτήματα των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων.

Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον και για έναν άλλο λόγο. Χρησιμοποιεί την έννοια του "μεταβατικού προγράμματος" σαν έναν αχταρμά αιτημάτων που αναφέρονται είτε σε προεπαναστατική περίοδο (εργατική πολιτοφυλακή κλπ) είτε σε περιόδους σταθεροποίησης (αίτημα για δημόσια έργα κλπ κλπ)

Αυτή την έννοια του "μεταβατικού προγράμματος" προσπάθησαν να νεκραναστήσουν διάφορες ομάδες του εξωκοινοβουλίου στην Ελλάδα και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ιδιαίτερα. Μάλιστα αυτά τα μεταβατικά προγράμματα παρουσιάστηκαν και ως καινοτόμα επαναστατική τακτική.

Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Απο την άλλη η θεωρία της κατάρρευσης και της βεβαιότητας των αδιεξόδων του Καπιταλισμού που διαψεύστηκε παταγωδώς το 1934 επανήλθε αυτούσια, χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή, το 2012 σαν ερμηνευτικό κλειδί για την εποχή που ζούμε.

Δείγμα ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο για την αναγκαία επαναεξόρμηση των Κομμουνιστικών ιδεών της εποχής μας.

Τώρα για την γενικότερη συζήτηση περί κατάρρευσης υπάρχει η διαμάχη γύρω απο τη συσσώρευση του κεφαλαίου της Λούξεμπουργκ, το έργο του Grossman, οι αναφορές του Ένγκελς στον πρόλογο του δεύτερου τόμου του κεφαλαίου.

Στον Σοβιετικό Μαρξισμό παρά τις διάφορες θεωρητικές προσπάθειες να αποδειχτεί το αντίθετο (περιοδικό Θέσεις κλπ) είναι λιγότερο έντονη η καταστροφολογία. Όμως και εκεί υπήρχε η θεωρία της "γενικής κρίσης" του Καπιταλισμού η οποία υποστηριζόταν με βάση την ύπαρξη του Σοσιαλιστικού Στρατοπέδου.

Έτσι π.χ σε έναν τόμο για την πολιτική οικονομία που είχε βγεί το 1951 (δηλαδή πάνω στις απαρχές τις μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης) μετά απο συζήτηση στην Κεντρική επιτροπή του ΚΚΣΕ, υπήρχε ολόκληρο κεφάλαιο για την "γενική κρίση του Καπιταλισμού" όπου υποστηριζόταν ότι "γενική κρίση είναι η ολόπλευρη κρίση του παγκόσμιου κεφαλαικοκρατικού συστήματος σαν σύνολο" που "αγκαλιάζει όλες τις πλευρές του Καπιταλισμού" και που σαν βασικό της χαρακτηριστικό είναι η "διάπαση του κόσμου σε δύο συστήματα" (Ακαδημ. επιστημών ΕΣΣΔ, Πολιτική Οικονομία, σελ 336, Σύγχρονη Επιστήμη).

Αντιγράφουμε απο δικά μας σχόλια σε μια παλιότερη ανάρτηση όπου είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση (και την οποία ελπίσουμε να συνεχίσουμε σύντομα)

Το έργο της Λούξεμπουργκ γενικά λόγω της "αγιοποίησής" της απο το Κομμουνιστικό κίνημα έχει τύχει ανάλογης μεταχείρισης με τα έργα των υπόλοιπων κλασικών. Συνήθως δεν αντιμετωπίζονται κριτικά και τοποθετούνται μόνο με βάση τις διαμάχες (και αυτές όπως της προσλαμβάνει ο καθένας) στο ιστορικό κομμουνιστικό κίνημα.

Για παράδειγμα δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς ότι π.χ ο Στάλιν ήταν υποστηρικτής "ντετερμινιστικών" θεωριών (και όντως έτσι ήταν).

Δύσκολα θα το αποδεχόταν όμως για την Ρόζα. Και όμως η Λούξεμπουργκ ήταν-πολλές φορές με ακραίες διατυπώσεις στα έργα της- πολύ ξεκάθαρη για αυτό το ζήτημα. Θεωρούσε την κατάρρευση του Καπιταλισμού αναπόφευκτη και μάλιστα περιέγραφε την ταξική πάλη σαν απλή έκφραση της "τάσης για κατάρρευση".

Υπάρχουν πάρα πολλές διατυπώσεις για αυτά στα έργα της από το "Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση" μέχρι την "Συσσώρευση του Κεφαλαίου".

....όσο ζούσε ο Μάρξ δημοσιεύτηκε μόνο ο πρώτος τόμος, η θέση περί "κατάρρευσης" εκφράστηκε καθαρά πρώτη φορά απο τον Ένγκελς) είναι σίγουρο ότι ήταν κύρια πλευρά στην Β Διεθνή στην οποία η Ρόζα ήταν αριστερή πτέρυγα.

Οπότε όλο αυτό το πλαίσιο της "αναπόφευκτης κατάρρευσης" ήταν "κεκτημένο" και όχι "επίδικο" μέσα στην Β Διεθνή. Όταν μάλιστα ο Μπερνστάιν προσπάθησε να το υπερβεί υποστηρίζοντας (τελείως λαθεμένα όπως αποδείχτηκε) ότι ο Καπιταλισμός έχει ξεπεράσει τις κρίσεις του, η Ρόζα απάντησε χρησιμοποιώντας αυτήν την θεωρία.

Η θεωρία λοιπόν της "συσσώρευσης του κεφαλαίου" είναι πλήρως ενταγμένη σε αυτό το κλίμα. Και μάλιστα σε μια εποχή που οι ενδοιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται χωρίς προηγούμενο, μαζί με την ταξική πάλη σε όλη την Ευρώπη.

 Τι υποστήριζε αυτή η προσέγγιση;

Η Λούξεμπουργκ, μελετώντας το Κεφάλαιο του Μάρξ έπεσε πάνω στα διαγράμματα διευρυμένης αναπαραγωγής που υπάρχουν στο δεύτερο τόμο. Εκεί διαπίστωσε έκπληκτη πώς τα διαγράμματα αυτά επέτρεπαν την αναπαραγωγή του συστήματος (την καπιταλιστική συσσώρευση) και δεν οδηγούσαν σε κάποια αναπόφευκτη "κατάρρευση του καπιταλισμού". Ήταν φανερό ότι αυτό ερχόταν σε πλήρη αντίθεση τόσο με τους ισχυρισμούς που είχε η ίδια υπερασπιτεί μέσα στην Διεθνή όσο και με τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις για τις οποίες έγραφε την "συσσώρευση". Ήταν επίσης φανερό ότι ερχόταν σε αντίθεση και με διατυπώσεις του Μάρξ στον πρώτο και κυρίως στον τρίτο τόμο του κεφαλαίου.

Προσπάθησε λοιπόν να αναμετρηθεί με το ερώτημα και στην προσπάθεια αυτή έδωσε μια νέα ερμηνεία και θεωρία του Ιμπεριαλισμού.

Ποιό ήταν το βασικό επιχείρημα;

Ο Μάρξ στον δεύτερο τόμο έγραψε σε "ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης" και άρα τα διαγράμματα είναι λάθος ή δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα γιατί χωρίς τις ιστορικές προυποθέσεις εφαρμογής τους δεν έχουν κανένα νόημα. Δεν περπατάνε δηλαδή στην πραγματική ζωή.

Τι δεν είχαν αυτά τα διαγράμματα;

Για την Λούξεμπουργκ έλειπε η πλευρά της συσσώρευσης κεφαλαίου όχι μόνο ως παραγωγού κέρδους για την αστική τάξη αλλά και καταναλωτικών αγαθών για όλη την κοινωνία.

Ο φίλος Τarrega το γράφει πολύ ωραία:

"ένα αυξανόμενο μέρος των παραγομένων αγαθών κατανάλωσης δεν θα βρίσκει αγοραστές να το απορροφήσουν. Μια ποσότητα αγαθών κατανάλωσης απούλητη και ένας ακατάπαυστα αυξανόμενος στρατών ανέργων θα είναι αιτία σφοδρών κρίσεων"

Αυτές οι δύο πλευρές για την Λούξεμπουργκ ενοποιούνται στο πλεόνασμα.

Όμως εδώ είναι το πρόβλημα. Γιατί επειδή οι καταναλωτικές απαιτήσεις δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το πλεόνασμα τότε το μόνο που μένει για να μπορεί να αναπαράγεται το σύστημα είναι η άλλη πλευρά (συσσώρευση κεφαλαίου) η οποία χρειάζεται συνεχή άυξηση των επενδύσεων και μάλιστα με την μορφή εξαγωγών κεφαλαίου. Αν αυτή δεν επιτευχθεί τότε έχουμε "γενικές κρίσεις" και την καταστροφή του καπιταλισμού.

Όμως μέχρι την εποχή που έγραφε την συσσώρευση του κεφαλαίου τέτοια κρίση δεν είχε εμφανιστεί.

Γιατί;

Γιατί ο Καπιταλσιμός κατάφερνε να αναπαραχθεί και να επιβιώσει μέσα απο την εκμετάλλευση μη καπιταλιστικών κοινωνιών.

Η Λούξεμπουργκ μάλιστα προχώρησε σε "σταδιοποίηση" όλης της ιστορικής εξέλιξης με βάση αυτό το κριτήριο: στο πρώτο στάδιο το κεφάλαιο συγκρουέται με την "φυσική οικονομία", στο δεύτερο με την "εμπορευματική-μη καπιταλιστική" και στο τρίτο και τελικό απομένει ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων για τους όρους συσσώρευσης.

Επειδή είμαστε σε μια εποχή οπού πια βρισκόμαστε στο τρίτο στάδιο και οι μη καπιταλιστικές περιοχές ολοένα και λιγοστεύουν, οξύνεται ο ανταγωνισμός που κάνει αναπόφευκτο τον μιλιταρισμό και τον πόλεμο. Όταν φτάσει η περίοδος όπου αυτές οι περιοχές θα έχουν κατακτηθεί τότε, λόγω των παραπάνω, η αναπαραγωγή του συστήματος θα γίνει αδύνατη. Θα ακολουθήσει η "αναπόφευκτη κατάρρευση" του καπιταλισμού της οποίας η ταξική πάλη είναι απλά η έκφραση.
Είναι μάλλον φανερό ότι το σχήμα της Λούξεμπουργκ υποκαθιστά πλήρως την αντίληψη ότι η "ιστορία των κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων" και φέρνει στο κέντρο, σαν τον βασικό ιστορικό "νόμο" την σύγκρουση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με άλλους προκαπιταλιστικούς και τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις (στο τελικό στάδιο που οι προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής έχουν εξαλειφθεί). Η ταξική πάλη υποβιβάζεται απλά σε "έκφραση" αυτής της σύγκρουσης.

Αυτή η πλευρά είναι σημαντική γιατί μάλλον εξηγεί γιατί η ανάλυση της Λούξεμπουργκ ήταν ουσιαστικά η μήτρα των θεωριών μητρόπολης-περιφέρειας, εξάρτησης, υπανάπτυξης κλπ που ακολούθησαν μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή η ανάλυση προϋποθέτει επίσης μια εικόνα του παγκόσμιου καπιταλισμού πλήρως ενοποιημένη ώστε να διεξάγεται στο εσωτερικό της η διαπάλη καπιταλιστικών και μη καπιταλιστικών σχηματισμών.

 Για αυτό η Λούξεμπουργκ ήδη από τα κείμενα "τί είναι εθνική οικονομία" περιέγραφε την "εσωτερική" και "εξωτερική" αγορά ως τελείως ανεξάρτητη απο τα έθνη κράτη. Θεωρούσε π.χ ότι η Αγγλική και η Γερμανική βομηχανία ήταν "ενιαία" αγορά ενώ ό Γερμανικός αγροτικός τομέας σε σχέση με τον βιομηχανικό ήταν "εξωτερική" αγορά.

 Εδώ ίσως θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια πρωτοποριακή ανάλυση περί "παγκοσμιοποιήσης" που εμφανίστηκε ώς καινούργια 90 χρόνια μετά.

Για αυτό εξάλλου υποτιμούσε και γενικά το εθνικό ζήτημα για το οποίο συγκρούστηκε και με τον Λένιν. Βέβαια η σημασία του "εθνικού" ήταν τελείως διαφορετική για το γερμανικό εργατικό κίνημα και τελείως διαφορετική για την Ρωσία του τσάρου με τις δεκάδες εθνότητες και εθνικές μειονότητες διασκορπισμένες σε όλη την αυτοκρατορία.

 Το επιχείρημα περί "υποκατανάλωσης" είναι φυσικά παρόμοιο... με προγενέστερες θεωρίες. Το ίδιο και το επιχείρημα περί εξαγωγών κεφαλαίου που εξωθούνται "εκτός" της χώρας κυνηγώντας επενδύσεις, κατακτώντας νέες αγορές, δημιουργώντας πολέμους κλπ.

Η ιδιαιτερότητα της θεωρίας της συσσώρευσης κεφαλαίου ήταν μάλλον ότι τράβηξε τα παραπάνω συμπεράσματα στα άκρα και τα μετέτρεψε, απο απόπειρα ερμηνείας των αλλαγών στον Καπιταλισμό εκείνης της εποχής σε απόλυτο κριτήριο όλης της ιστορικής εξέλιξης του Καπιταλισμού και της κατηγορηματικής θέσης για την επερχόμενη καταστροφή του.

 "Η Ρόζα πίστευε ότι οι υλικοί όροι (αυτό το κάποιο συγκεκριμένο επίπεδο εξέλιξης που αναφέρει) είχαν ωριμάσει. Αυτό εννοούσε όταν έλεγε ότι ο καπιταλισμός έχει την τάση προς κατάρρευση".

 Έχεις απόλυτο δίκιο και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα. Η ταύτιση της "ωρίμανσης" των προυποθέσεων για μια άλλη κοινωνική οργάνωση με την "κατάρρευση του καπιταλισμού". Άλλο να ίσχυρίζεσαι ότι το πέρασμα σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής είναι "δυνατότητα" (που καθορίζεται όχι απο "νόμους" και "νομοτέλειες" αλλά απο την ταξική πάλη) και άλλο από αυτό να συμπεραίνεις την "αναπόφευκτη κατάρρευση" του Καπιταλισμού.

 Ούτε η φράση "τάση πρός κατάρρευση" λύνει το πρόβλημα, το οποίο προσπαθεί απλά να σχετικοποιήσει για να σώσει κάπως την αρχική θέση. Τι σημαίνει "τάση πρός κατάρρευση"; ο Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ανεπίλυτες αντιφάσεις, αυτό το έχει δείξει η Μαρξιστική θεωρία (και προφανώς εδώ πρέπει να προστεθούν πολλά). Αν αυτές μετατραπούν σε "κατάρρευση" αυτό είναι ζήτημα των ταξικών αγώνων, στον βαθμό βέβαια που συμφωνούμε ότι οι "αντικειμενικοί" όροι υπάρχουν, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο Καπιταλιστικό κόσμο.

 Γιατί πέρα από την τάση πρός κατάρρευση υπάρχει και η τάση προς κανιβαλική ανάπτυξη, αυτό δηλαδή που ζούμε σήμερα.

Η άποψη λοιπόν περί "κατάρρευσης", όπως και να την γράψουμε, δεν επιβεβαιώθηκε. Κάποος στοχαστής εντοπίζει κάτι σωστό, ή μπορεί να κάνει λάθος σε κάτι άλλο.

Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να διασώσουμε μια θεωρία που δεν μπορεί να στηριχτεί, όχι τόσο στη εποχή της Ρόζας (που έγραφε πριν τους δύο παγκοσμίους πολέμους, τις ευρωπαικές επαναστάσεις κλπ), αλλά κυρίως σήμερα.

Κατά συνέπεια, όσο πιο γρήγορα και αποφασιστικά ξεμπερδέψουμε με αυτά τα σχήματα τόσο καλύτερα.

 (Υπάρχει η θέση) ότι στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής προκύπτει υπεραξία που δεν μπορεί να πραγματωθεί εντός του Καπιταλισμού και για αυτό αναζητά το "έξω".

 Το επιχείρημα αυτό είναι λανθασμένο και δεν επιδέχεται "μεταρρύθμισης".

 Γιατί:

 1) Η κινητήρια δύναμη του Καπιταλισμού δεν είναι η αναζήτηση "εξώ-καπιταλιστικών" κόσμων που -μόνο εκεί-μπορεί να πργαματοποιηθεί η υπεραξία.

Είναι το κυνήγι του κέρδους, η αναζήτηση πρόσθετων κερδών που μπορεί να γίνει είτε "μέσα" είτε "έξω" ανάλογα με τις συνθήκες και τις δυνατότητες που ανοίγουν για τον κάθε καπιταλιστή, τις δικές του δυνάμεις κλπ

Τα κεφάλαια λοιπόν δεν βγαίνουν έξω επειδή "σαπίζουν". Τα κεφάλαια βγαίνουν "έξω" επειδή αναζητούν πρόσθετο κέρδος. Όχι επειδή "υποαπασχολούνται" στο εσωτερικό.

Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα αναζήτηση πρόσθετων κερδών (και ο ανταγωνισμός για αυτά) και η ταύτιση αυτής της αναζήτησης (που υπάρχει απο την γέννηση του Καπιταλισμού) με την θεωρία της Λούξεμπουργκ.

 Επίσης, ο ισχυρισμός ότι η υπεραξία δεν μπορεί να "αξιοποιηθεί" παρά μόνο εκτός του Καπιταλισμού (εδώ προφανώς πρόκειται για συνολικά μεγέθη και όχι για κέρδη μεμονωμένων καπιταλιστών) είναι θεωρητικά αστήριχτος και δεν έχει καμία σχέση με την εμπειρική πραγματικότητα.

Ακόμα, ο ισχυρισμός αυτός επαναφέρει ένα απο τα βασικά μεθοδολογικά σφάλαματα στην "Συσσώρευση του Κεφαλαίου": την αυτονόμηση της συσσώρευσης απο την παραγωγή. Την μεταφορά δηλαδή του βασικού προβλήματος στην κυκλοφορία και την διανομή.

 Πρόκειται για ένα τυπικ'ο υποκαταναλωτικό υπόδειγμα που ακουλουθεί σε όλα τα βασικά σημεία την επιχειρηματολογια του Sismondi και των ναρόντνικων.

 Πολύ μικρή σχέση έχει αυτό το υπόδειγμα, τόσο με τον Μάρξ, όσο και με τον Μαρξισμό γενικότερα.

 Στην πραγματικότητα ο Μάρξ γράφει:

 «Κεφάλαια, που είναι τοποθετημένα στο εξωτερικό εμπόριο, μπορούν να αποφέρουν υψηλότερο ποσοστό κέρδους, πρώτο, γιατί εδώ γίνεται συναγωνισμός με εμπορεύματα, που παράγονται από χώρες με μικρότερες ευκολίες παραγωγής, έτσι ώστε η πιο προοδευμένη χώρα πουλάει τα εμπορεύματα της πάνω απ' την αξία τους, μόλο που τα πουλάει πιο φτηνά από των συναγωνιζόμενων χωρών. Το ποσοστό του κέρδους ανεβαίνει, εφ' όσον η εργασία της πιο προοδευμένης χώρας αξιοποιείται εδώ σαν εργασία μεγαλύτερου ειδικού βάρους, ανεβαίνει το ποσοστό του κέρδους, γιατί η εργασία, που πληρώνεται όχι σαν ποιοτικά ανώτερη εργασία, πουλιέται σαν τέτοια. Το ίδιο πράγμα μπορεί να συμβεί και με τη χώρα, στην οποία στέλνονται εμπορεύματα και από την οποία προμηθεύονται εμπορεύματα. Μπορεί δηλαδή η χώρα αυτή να δίνει in natura (σε είδος) περισσότερη υλοποιημένη εργασία απ' ότι παίρνει, παρ' όλο που παίρνει το εμπόρευμα πιο φτηνά απ' ότι θα μπορούσε να το παράγει η ίδια.

Ακριβώς, όπως ο εργοστασιάρχης, που χρησιμοποιεί μια νέα εφεύρεση προτού γενικευθεί η χρησιμοποίηση της, πουλάει πιο φτηνά από τους άλλους, που τον συναγωνίζονται και που ωστόσο πουλάει το εμπόρευμα του πάνω απ' την ατομική του αξία, δηλαδή αξιοποιεί σαν υπερεργασία την ειδικά μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιεί, πραγματοποιεί έτσι ένα πρόσθετο κέρδος.

Από την άλλη, όσον άφορα τα κεφάλαια, που έχουν επενδυθεί στις αποικίες κ.λπ. μπορούν να αποφέρουν υψηλότερα ποσοστά κέρδους, γιατί εκεί, λόγω του χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης, το ποσοστό κέρδους στέκει γενικά πιο ψηλά, όπως επίσης στέκει πιο ψηλά και ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας, όταν χρησιμοποιούν δούλους, κουλή, κ.λπ.».

 Το απόσπασμα είναι απο τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου σελ 300-301. Το παραθέτει ο Μπουχάριν στην κριτική του στην Λούξεμπουργκ.

 Και παρακάτω στην σελ 324 με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια:

 «Εάν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό, αυτό γίνεται όχι γιατί ήταν αδύνατο να απασχοληθεί στο εσωτερικό. Συμβαίνει διότι μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους».

Στο βαθμό που δεχόμαστε τα παραπάνω, το επιχείρημα της Λούξεμπουργκ δεν έχει καμία απολύτως βάση.

 2) Στην υπεράσπιση της συσσώρευσης του κεφαλαίου ισχυρίζεσαι ότι "το κεφάλαιο είναι χρήμα που παράγει".

Το κεφάλαιο όμως δεν είναι χρήμα που παράγει αλλά πρώτα από όλα μια κοινωνική σχέση, όπως έδειξε και ο Μάρξ στο Κεφάλαιο. Δεν είναι αντικείμενο, δεν είναι πράγμα. Το χρήμα βρίσκεται στην κυκλοφορία, όχι στην παραγωγή. Αντανακλά αξίες και απεικονίζει την παραγωγή και αυτό δείχνει και το σχήμα του Μάρξ που αναφέρεις. Για αυτό και οι έννοιες "πραγματική" η "στρεβλή" η "αεριτζίδικη" οικονομία στερούνται νοήματος (όχι όμως ταξικού περιεχομένου).

 3) Ακόμα και αν δεχόμασταν ότι τα κεφάλαια "περισσεύουν" (μετά απο ποιό όριο δηλαδή;) πάλι είναι λάθος το επιχείρημα γιατί θα μπορούσαν, χωρίς εξαγωγή κεφαλαίων, με μη χρηματική μορφή (εξαγωγές εμπορευμάτων) να "πραγματοποιηθεί" στην παγκόσμια αγορά. Άρα καθόλου δεν είναι μονόδρομος οι εξαγωγές κεφαλαίων που μάλιστα έχουν και την ευθύνη, σε αυτό το σχήμα, της αναπαραγωγής του καπιταλισμού.

 4) Ας κάνουμε όμως μια υπόθεση και ας δεχτούμε ότι ισχύει η θεωρία του σαπίσματος κεφαλαίου και της αξιοποιήσής του μόνο εκτός καπιταλισμού.

 Οι μεγαλύτερες περίοδοι που υπάρχει "υποαπασχόληση" κεφαλαίου είναι αυτές των καπιταλιστικών κρίσεων. Γενικά όλοι συμφωνούν (και το υποθέτουμε και εδώ) ότι η κρίση του 29 (που συνεχίστηκε την δεκαετία του 30), ήταν η μεγαλύτερη κρίση του 20ου αιώνα. Άρα είναι το πιο κατάλληλο πεδίο δοκιμασίας για αυτήν την θεωρία.

 Εκείνη η κρίση οδήγησε, δέκα χρόνια μετά, σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Όμως αυτός δεν είχε αποκλειστικό χαρακτήρα ανταγωνισμού για την "αξιοποίηση" κεφαλαίων έξω απ'ο τον Καπιταλισμό. Αφορούσε και τον Καπιταλιστικό και τον μη Καπιταλιστικό κόσμο. Ακόμα περισσότερο στις αρχές του 70 και σήμερα. Για να μην αναφερθούμε στο ζήτημα της κατάρρευσης.

 Ακόμα μόνο τα νούμερα να δεί κανείς, πάλι δεν βγαίνει με τίποτα αυτή η θεωρία. Το 27% των συνολικών εξαγωγών της ΕΕ προέρχεται από τη Γερμανία, έναντι 12% της Γαλλίας. Δηλαδή το 40% των εξαγωγών μέσα στην Ε.Ε (που έχει μόνο καπιταλιστικές χώρες) γίνεται από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Δηλαδή το 40 % των εξαγωγών στην Ε.Ε είναι ανάμεσα σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και όχι σε "μη καπιταλιστικούς κόσμους"

 5) Τα συμπεράσματα που προκύπτουν απο την λαθεμένη θεωρία δεν μπορεί να είναι και τα ίδια προβληματικά.

 Ο ισχυρισμός ότι π.χ δεν υπάρχει ο Αμερικάνικος Καπιταλισμός (και γενικά οποιοσδήποτε καπιταλισμός). Τώρα εδώ θα έπρεπε να εξηγήσει κάποιος πώς δικαιολογείται η ύπαρξη εθνικών κρατών χωρίς εθνικούς καπιταλισμούς. Αν ούτε αυτά υπάρχουν τότε θα πρέπει να δικαιολογήσουμε τους εγχώριους κρατικούς τομείς.

Η εκτίμηση ότι δεν υπάρχουν εθνικοί καπιταλισμοί (και ειδικά ο Αμερικάνικος που δεν γίνεται να "υπάρξει" και παραπάνω) είναι μακριά απο την πραγματική ζωή αλλά πολύ κοντά στην θεωρία της Λούξεμπουργκ.

 6) Η αναφορά στο έργο του Πάνεκουκ είναι χρήσιμη. Για την θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου έγραφε στο κείμενο "η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού" που αναδημοσιεύσαμε στο Praxis:

 "η Ρόζα Λούξεμπουργκ πίστεψε ότι είχε βρει ένα κενό, ένα πρόβλημα που ο Μαρξ δεν είχε εξετάσει και άρα είχε αφήσει άλυτο. Για τη λύση αυτού του προβλήματος η Λούξεμπουργκ συνέγραψε το έργο της Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1912). Το άλυτο πρόβλημα ήταν ποιος πρέπει να αγοράσει τα εμπορεύματα, στα οποία εμπεριέχεται η υπεραξία. Αν οι τομείς Ι και ΙΙ πωλούν ο ένας στον άλλο όλο και περισσότερα μέσα παραγωγής και μέσα διαβίωσης αντίστοιχα, τότε η όλη διαδικασία είναι μια μάταιη κυκλική κίνηση, ένας φαύλος κύκλος, από τον οποίο δεν προκύπτει τίποτα. Η λύση συνίσταται στο ότι υπάρχουν πάντα αγοραστές εκτός του καπιταλισμού, ξένες υπερπόντιες αγορές, των οποίων η κατάκτηση γίνεται ζήτημα ζωτικής σημασίας για τον καπιταλισμό. Εδώ βρίσκεται η οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού.

Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η Λούξεμπουργκ έκανε λάθος. Από το παράδειγμα προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι όλα τα προϊόντα μπορούν να πωληθούν εντός του καπιταλισμού· όχι μόνο το μεταβιβαζόμενο μέρος της υπεραξίας ...... αλλά και το μέρος ......στα οποία εμπεριέχεται η συσσωρευμένη υπεραξία, αγοράζονται ως υλικά μέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές. ....Δεν πρόκειται για μια ατελέσφορη διαδικασία: το να παράγεις, να πουλάς και να αγοράζεις, να καταναλώνεις, να συσσωρεύεις και έπειτα να παράγεις κι άλλο, αυτό δεν είναι όλο το περιεχόμενο του καπιταλισμού, επομένως και της ίδιας της ζωής των ανθρώπων σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής; Δε υπάρχει εδώ κανένα άλυτο πρόβλημα, ούτε κάτι που να παράβλεψε ο Μαρξ."

 "Δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί η θεωρία της Λούξεμπουργκ χωρίς να απορριφθεί και ο ιστορικός υλισμός".

 Σε ότι αφορά την συγκεκριμένη θεωρία (και όχι προφανώς το σύνολο το έργου της για το οποίο γράψαμε και αρκετές φορές σε προηγούμενα σχόλια) θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι.

Μια θεωρία που , όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε, βασίζεται σε ένα υπόδειγμα της αστικής πολιτικής οικονομίας και όχι στην Μαρξιστική κριτική, που καταρρίφθηκε εδώ και ογδόντα χρόνια όσον αναφορά την θεωρητική της συνοχή, που δεν επιβεβαιώθηκε άπο την εμπειρία και την εξέλιξη του Καπιταλισμού δεν μπορεί να τίθεται σαν κριτήριο για τον ιστορικό υλισμό. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει: η ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού προϋποθέτει την υπέρβαση αυτής της θεωρίας και την εγκατάλειψη της σαν μέσα ερμηνείας της πραγματικότητας.

 Υπάρχει εδώ ένα θεμελιώδες ερώτημα, η απάντηση στο οποίο είναι προϋπόθεση για την κουβέντα στα-κατά την γνώμη μας-"σημεία".

 Μπορεί ο Καπιταλισμός να αναπαράγεται σαν κοινωνικό σύστημα, μέσα στα δικά του πλαίσια η έχει ανάγκη διάφορους "εξωτερικούς" κόσμους η τομείς για να επιβιώσει;

 Όπως καταλαβαίνεις είναι δύο διαφορετικές εκδοχές που δεν μπορούν να συμψηφιστούν. Και φυσικά δεν είναι εκδοχές θεωρητικού τύπου αλλά έχουν σημαντικότατα πολιτικά αποτελέσματα.

 Αν ισχύει η δεύτερη εκδοχή τότε είναι καθαρό ότι, αφού χρειάζεται το "έξω" (όχι για μεγαλύτερα κέρδη αλλά για την συνολική αναπαραγωγή του συστήματος) τότε "εσωτερικά" το σύστημα δεν λειτουργεί.

 Για άλλους αυτό μπορεί να αποκαλείται αδυναμία πραγματοποίησης υπεραξίας.

 Για άλλους μπορεί να αποκαλείται "περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων"

 Για άλλους "λιμνάζοντα" και "στάσιμα" κεφάλαια

 και ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί.

 Τα παραπάνω οδηγούν λοιπόν στην ανάγκη του "έξω".

 Το "έξω" μπορεί να είναι "έξω" από την εθνική οικονομία.

 Ή "έξω" από τον καπιταλισμό γενικά.

 Τα βασικά αίτια λοιπόν παραμένουν τα ίδια και οι συνέπειες το ίδιο: για (μια σειρά λόγους) ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπαραχθεί από μόνος του και χρειάζεται το "έξω" (στίς διάφορες εκδοχές) για να το επιτύχει.

Οι θεωρίες της "αναπόφευκτης κατάρρευσης" , της "μόνιμης κρίσης" (αφού το σύστημα δεν μπορεί να αναπαραχθεί μόνο του βρίσκεται σε διαρκή κρίση και επιβιώνει ληστεύοντας το "έξω") βγαίνουν κατευθείαν από τον παραπάνω συλλογισμό. Βέβαια υπήρξαν και άλλες θεωρητικές προσπάθειες (Γκρόσμαν) που έδιναν θεωρητική βάση σε τέτοια συμπεράσματα.

Για αυτό και όλες αυτές οι θεωρίες υιοθετούσαν και την αντίστοιχη φρασεολογία: ο καπιταλισμός που βρίσκεται σε αυτό το σημείο είναι καπιταλισμός που σαπίζει, δεν μπορεί να αναπτυχθεί πια, είναι γερασμένος, είναι κουρασμένος, είναι παρασιτικός και διάφορες άλλες παρόμοιες εκφράσεις.

 Είναι η εικόνα ενός κοινωνικού συστήματος που έχει εξαντλήσει τα όρια του και "ανασαίνει με καλάμι" από την εκμετάλλευση κάποιου "έξω".

 Εδώ η εξαγωγή κεφαλαίων και χαρακτήρας της -και αυτό είναι απολύτως λογικό- παίρνει την μορφή αυτής της προσπάθειας για την επιβίωση του καπιταλισμού.

 Ή λοιπόν ισχύει αυτό που είπε ο Μαρξ (και δώσαμε το απόσπασμα παραπάνω) ότι τα κεφάλαια έχουν κινούνται με βάση το πρόσθετο κέρδος είτε μέσα είτε έξω.

 Ή ισχύει ότι τα κεφάλαια κινούνται με βάση την "περιορισμένη κίνηση" στο εσωτερικό, την αδυναμία πραγματοποίησης της υπεραξίας κλπ

 και τα δύο δεν γίνεται να ισχύουν.

 Το "ιστορικό όριο" όπως το περιγράφεις (με τον τελευταίο αγρότη κλπ) εγείρει μια σειρά ζητήματα. Καταρχήν ο Μαρξ στο Κεφάλαιο περιέγραψε ένα "κλειστό σύστημα" που δεν είχε ανάγκη το "έξω" και έδειξε ότι αυτό έχει δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής. Δεύτερον οι αγρότες μπορεί να συνεχίσουν να είναι αγρότες και να υπάγονται στο κεφάλαιο, να είναι πλήρως ενταγμένοι στην Καπιταλιστική οικονομία. Η ύπαρξη αγροτών από μόνη της καθόλου δεν συνεπάγεται "μη καπιταλιστικό κόσμο". Τρίτον, ο Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορεί έτσι και αλλιώς να συνυπάρχει και με άλλους τρόπους παραγωγής.

 Γράφεις για την απόρριψη του ιστορικού υλισμού και τον "εκλεκτικισμό" διαφόρων ρευμάτων που επιλέγουν διαφορετικά κομμάτια για να φτιάχνουν πρωτότυπες "σούπες" που δεν έχουν κανένα νόημα και συχνά προβάλλονται ως υπερβάσεις του Μαρξισμού.

 Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Για παράδειγμα η θεωρία του Μπελ ισχυριζόταν ότι πετυχαίνει μια τέτοια σύνθεση. Όμως (επειδή και πρόσφατα ξανακοιτάξαμε αυτά τα ρεύματα με αφορμή την κριτική στο Ζίζεκ) η θέση "σοσιαλιστές σε ότι αφορά την οικονομία, φιλελεύθεροι στην πολιτική και συντηρητικοί σε ζητήματα τέχνης" είναι επικοινωνιακό παραμύθι. Και αυτό γιατί οι όροι "σοσιαλισμός" και "φιλελευθερισμός" στον Μπελ χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο, από ότι στον Μαρξισμό.

 Το κριτήριο του εκλεκτικισμού πάλι θα πρέπει να είναι ενιαίο. Και αν εφαρμοστεί στην θεωρία της Ρόζας, τότε θα έπρεπε να απορρίφθεί και αυτή με την ίδια επιχειρηματολογία.

 Γιατί;

 Γιατί η οικονομική της θεωρία δεν έχει σχέση με βασικές κατηγορίες από το κεφάλαιο του Μαρξ.

 Και γιατί επιχειρεί να αναπτύξει η να αντικαταστήσει αυτές τις κατηγορίες με την πολιτική οικονομία του Sismondi.

 Θα μπορούσε κάποιος λοιπόν να πει: Sismondi στην οικονομία, Μαρξ στην πολιτική, Ένγκελς (η ακόμα και Κάουτσκυ) στην "κατάρρευση του Καπιταλισμού".

 Πάλι όμως δεν θα βγάζαμε άκρη.

 Ο Μαρξισμός δεν είναι ούτε δόγμα, ούτε χυλός. Και πρέπει όντως σήμερα να προσδιορίσουμε το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα υπαρκτά διαφορετικά ρεύματα.

 Εμείς διαφωνούμε με τα επιχειρήματα πολλών Μαρξιστών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους εντάσσουμε στην Μαρξιστική κριτική.

 Με βάση τα δικά σου κριτήρια ούτε ο Μαρξ είναι απαραίτητα "ιστορικός υλιστής" (τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος του έργου του), ούτε ο Λένιν, ούτε οι συμβουλιακοί κομμουνιστές, ούτε φυσικά τα υπόλοιπα ρεύματα που αναφέρεις.

 Μένει μόνο η θεωρία της Ρόζας και ενδεχομένως (όσον αναφορά τον ντετερμινισμό) ο Ένγκελς, τα υπόλοιπα (πλήν Μπερνστάιν) ρεύματα της Β Διεθνούς (Κάουτσκυ κλπ) αλλά και τα υπόλοιπα της 3ής Διεθνούς που ανέδειξαν, μετά το θάνατο του Λένιν (τους σιδερένιους νόμους).

 Εμείς αντίθετα θεωρούμε όλα αυτά -ανεξαιρέτως- ότι βρίσκονται στο εσωτερικό της Μαρξιστικής θεωρίας μέσα στην οποία καλούμαστε να πάρουμε θέση. Η ανάπτυξη της Μαρξιστικής κριτικής δεν αφορά τόσο την κατάταξη ποιοί από τους παραπάνω είναι περισσότερο ιστορικοί υλιστές και ποιοί όχι, αλλά την συζήτηση και τεκμηρίωση πάνω σε επιχειρήματα και θέσεις.

 Μόνο έτσι ο ιστορικός υλισμός θα έχει νόημα για την κατανόηση του κόσμου και σαν οδηγός για δράση.

 Μέσα από αυτήν την συζήτηση βέβαια πρέπει να απορριφθούν κάποιες προσεγγίσεις και να υιοθετηθούν κάποιες άλλες. Δεν γίνεται διαφορετικά. Αλλιώς όντως φτιάχνουμε σούπες.

 Εμείς γράψαμε το πέρασμα σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής θα είναι αποτέλεσμα "κοινωνικής και ταξικής πάλης, μέσα βέβαια σε ένα συγκεκριμένο εθνικό και διεθνικό πλαίσιο".

 Εδώ δεν υπάρχει "καμία ελευθερία της βουλήσεως", ούτε βέβαια το "προγραμματισμένο" τέλος του Καπιταλισμού.

 Π.χ Μόνο στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει Κομμουνισμός, γιατί χρειάζεται διεθνική βάση (άλλα από κάπου ξεκινάμε). Στον Μεσαίωνα δεν θα μπορούσε να γίνει Κομμουνισμός. Αυτό δεν είναι θέμα "βούλησης" αλλά συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών που κάνουν δυνατή την μία η την άλλη λύση.

 Όμως αν θα γίνει σήμερα μια τέτοια απόπειρα στον ανεπτυγμένο Καπιταλιστικό κόσμο είναι θέμα κυρίως της ταξικής πάλης, του υποκειμενικού παράγοντα. Εκτός αν θεωρούμε ότι πχ οι ευρωπαϊκές χώρες "δεν είναι ώριμες για τον σοσιαλισμό". Λέμε κυρίως γιατί εννοείται ότι και εδώ είναι διαφορετικό το εθνικό και διεθνικό πλαίσιο της σημερινής κρίσης και διαφορετικό εκείνο της δεκαετίας του 90.

Το αν η σημερινή κρίση δεν οδηγήσει σε μια πραγματική επανεξόρμηση του Κομμουνιστικού κινήματος αυτό δεν θα οφείλεται στο ότι δεν έφτασε το «ιστορικό όριο» αλλά στην κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή της εργατικής τάξης, των κομμάτων της, της θεωρίας της κ.α.

TOP READ