31 Ιουλ 2012

Η αντάρτισσα του ΔΣΕ και ο τραυματισμένος φαντάρος


Η αντάρτισσα του ΔΣΕ και ο τραυματισμένος φαντάρος
Παπαγεωργίου Βασίλης
Ολάκερη η πλάση μοσχοβολούσε άνοιξη. Η άνοιξη είχε έρθει. Ολοι την πρόσμεναν να 'ρθει. Κι η άνοιξη ήρθε. Οι πλαγιές είχαν ξεχιονίσει ολότελα. Και τα δέντρα είχαν μπουμπουκιάσει. Δεν μπορούσαν να κρατήσουν πιότερο τους χυμούς τους. Ολα τούτη την εποχή φουσκοδεντριάζουν. Ακόμα κι οι άνθρωποι. Η γης χορτοχνούδιασε απ' τη μια άκρη ίσαμε την άλλη. Τα πουλιά φτερουγίζουν παλαβά πέρα-δώθε και σκορπάνε χαρούμενα τιτιβίσματα, γιομάτα βαρβατεμένα καλέσματα. Απέραντος ο χώρος που ζουν και κινούνται τα πλάσματα της Γης κι ανάγκη απαραίτητη ο χρόνος στο ξετύλιγμα της ζωής. Τίποτα δε μένει ακίνητο, τίποτα δε μένει το ίδιο κι απαράλλαχτο με το χτες. Ο χρόνος πειθαρχικά κι αδιαμαρτύρητα εκτελεί το χρέος του. Χτες, όλα ήταν κατσούφικα, μαραγκιασμένα. Κι όλα είχαν λουφάξει, προσταγμένα από κάποια αναγκαιότητα. Μα, τώρα, που ήρθε η άνοιξη όλα πήραν κι αλλάξαν. Η φύση ζωήρεψε, λουλούδιασε, βαρβάτεψε κι άρχισε να γεννοβολάει. Θαρρείς πως κάποιος αυτοδυναμισμός τα σπρώχνει όλα προς τα μπρος και τα @@@@@βουκεντρίζει@@@@@@@ ν' αλλάξουν. Σπρώχνει ο χειμώνας την άνοιξη προς τα μπρος κι εκείνη με τη σειρά της φέρνει μπροστά το καλοκαίρι. Ο θάνατος γεννάει τη ζωή, ως να φτάσει κι εκείνη στο θάνατο κι αυτός να βοηθήσει να ματαγίνει η ζωή.
Ομορφο πράμα η άνοιξη, λογιάστηκε ο φαντάρος, ως κάθονταν άπραγος κι ανάβλυζε ο νους του στοχασμούς: Γιατί άραγε οι άνθρωποι διαλέγουν την άνοιξη να μακελέψουνε; Ως φαίνεται η άνοιξη είναι πιο κατάλληλη για φονικά, διαλογίστηκε, κι έκανε μια γκριμάτσα που 'δειχνε την απορία του. Το «απόρρητον έγγραφο» της Μεραρχίας το ξεκαθάριζε; «...Αι επιχειρήσεις θα λάβουν χώραν περί τας αρχάς της ανοίξεως... Αναμείνατε διαταγάς κλπ.». Κι η άνοιξη ήρθε! Πριχού καλά καλά χαράξει η μέρα, οι φαντάροι ακροβολίστηκαν, πιάσανε μετερίζια κι ως η καρδιά τους σφυροκοπούσε στο στήθος τους κι η ανάσα έκανε το λαρύγγι ν' ανεβοκατεβαίνει με γρηγοράδα, αφουγκράζονταν ν' ακούσουν τη διαταγή του λοχαγού για επίθεση. Οι άλλοι αντίκρυ του ΔΣΕ έδειχνε να οσμίζουνται όλα τούτα και σιάχνονταν με βιάση στο πόστο τους για το αναμέτρημα. Τέτοιες στιγμές μοιάζει ο άνθρωπος να πισωγυρίζει στο χρόνο και να ζωντανεύει μέσα του το πρωτόγονο ένστιχτο του προγόνου του. Το μάτι ολωνών γυάλιζε αγριεμένο κι η όψη τους έδειχνε να καταφρονούν το ίδιο τη ζωή και το θάνατο, καρτερώντας να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Αφίλιωτοι, φαντάροι κι αντάρτες, ήταν έτοιμοι να μακελευτούν.
Ο λοχαγός ρίχνει μια τελευταία ματιά στο ρολόι του, τραβάει το πιστόλι του απ' την κρεμασμένη θήκη και με στριγκλιά φωνή μουγκρίζει: Πυρ.
Οι οβίδες σκίζουν τον αγέρα μ' ουρλιαχτό, πέφτουν καταγής κι ανοίγουν βαθιές γούβες. Τα κέδρα και τα πουρνάρια τινάζονταν λιανισμένα ξέμακρα. Ο αγέρας βρωμοκοπούσε μπαρούτι. Κι ο τόπος παλάβωσε στο ντουφεκίδι.
Οι αντάρτες απαντούσαν πεισματωμένα.
Τούτο το μακελειό βάστηξε ίσαμε το δείλι. Κάποια στιγμή, ο λοχαγός διατάζει: «Σύμπτυξις». Ολοι τότες οι φαντάροι άρχισαν να κατηφορίζουν στο δάσωμα κι ως εκείνο ήταν κακοπάτητο τους δυσκόλευε στο τρεχαλητό. Κι ήταν φόβος οι αντάρτες που τους είχαν πάρει το κατόπι να τους πρόφταιναν. Το ντουφεκίδι ωστόσο συνεχιζόταν. Ο αχός του περνούσε μέσα από τις ρεματιές και ξεχύνονταν διπλός και μακρόσυρτος.
Ο φαντάρος, ως τρεχοβολούσε τα πίσω λογιάστηκε πως τούτη η σύμπτυξις» θα 'ταν απρόβλεπτη κι άθελά του χαμογέλασε. Του 'χε στεγνώσει το σάλιο, βαριανάσαινε, το κορμί του είχε γίνει μολύβι ασήκωτο, μα δεν μπορούσε να σταματήσει ότι όλοι τρεχοβολούσαν τα πίσω. Για μια στιγμή ένιωσε ένα δυνατό ζούληγμα στο δεξί χέρι του, μια γλιστερή ζεστασιά να κυλάει στο μπράτσο του κι ένα πόνο βαθιά στο κόκαλο. Κόντυνε το βήμα του, έβαλε την αριστερή παλάμη πάνω στη ζουγκλιά κι η χούφτα του γιόμισε αίματα. Το βόλι είχε σφηνωθεί στο κόκαλο, το αίμα έτρεχε όλο και πιο πολύ κι ο πόνος δυνάμωνε. Λυθήκανε τα γόνατά του και παραλίγο να σωριαστεί κατάχαμα. Σούρθηκε με κόπο, ριζοβόλιασε σ' ένα δεντρί και λούφαξε. Τριγύρα τ' αγριοπούρναρα τον μισοκρύβανε. Οι άλλοι φαντάροι ως πισωτρέχανε αλαφιασμένοι μήτε που τον είδανε προς στιγμή. Αντρειώθηκε για λίγο και μπόρεσε να μισοβγάλει το χιτώνιο. Λουρίδιασε το μανίκι από το πουκάμισο με τα δόντια και προσπάθησε να ψευτοδέσει το πληγωμένο χέρι για να σταματήσει να τρεχοβολάει το αίμα. Το λιόγερμα είχε προχωρήσει για καλά κι άρχισε να πέφτει το νύχτωμα. Τα κέδρα και τα πουρνάρια παίρνανε και θαμπώνανε, χάνανε τη θωριά τους και μοιάζανε όλα το ίδιο μαύρα και σκοτεινά. Ωστόσο ο πόνος γινόταν όλο και πιο ανυπόφορος, έφτανε ίσαμε το μεδούλι. Κουρνιασμένος εκεί, σα λαβωμένο αγρίμι, ένιωθε μόνος, ανήμπορος και μέσα του τράνευε ο φόβος του θανάτου. Χούφτιασε της γης άσκεφτα και τα νύχια του μπήχτηκαν στ' αφράτο παρθένο χώμα του δάσους. Γύρευε από κάπου να πιαστεί, να πάρει κουράγιο, ν' αποδιώξει την απελπισία που 'χε κυριέψει την ψυχή του. Από τούτη τη γης ζούσε αυτός κι οι δικοί του, σκεφτόταν, στο χωριό, κι όλο χούφτωνε το χώμα για να πάρει δύναμη, για να τον βοηθήσει να μην αδικοχαθεί. Μάχουνταν να διώξει την αγωνία, τον τρόμο, την απελπισία του. Λίγο ακόμα, σκέφτηκε, να πέσει η νύχτα και τότες θα κινήσω κατά πίσω ν' ανταμώσω τους άλλους. Ξάφνου, πήρε τ' αυτί του κουφοσουρσίματα ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Κανένα φίδι θα 'ναι, σιγοψιθύρισε, μα μονοστιγμής το μάτι του ξεκαθάρισε στο σύθαμπο μια ορθοκορμιασμένη ανθρώπινη αγνάδα να έρχεται καταπάνω του. Σφίχτηκε, σιγούρεψε τ' ανάσασμά του να μην ακούγεται και γούρλωσε το μάτι του όμοιος σαν το κυνηγημένο αγρίμι που το ξετρυπώνουν στην κρυψώνα του. Συνάμα το χέρι του από μόνο του πήρε το ντουφέκι κι τ' απίθωσε παραμάσχαλα, δαχτύλισε τη σκανδάλη κι απόμενε εκεί, αδύναμος να τραβήξει. Στο αναμεταξύ, πάψανε ν' ακούγονται τα σουρσίματα κι η ματιά του ανταμώθηκε με δυο χέρια που κινούσαν καταπάνω του την μπούκα ενός Τόμιγκαν. Κλεφτά, με το ακραγκάθι του ματιού του, ξεχώρισε πως ήταν μια κοπελούδα. Η κορμοδεσιά της το 'δειχνε ολοκάθαρα. Το φανέρωναν τα μακριά μαλλιά, που ξέφυγαν απ' το σκούρο @@@@@@@@@@@@@ και ξεχύνονταν στους ώμους. Αντάρτισσα του ΔΣΕ θα 'ναι, σβούριξε η σκέψη στο μυαλό του κι αναπάντεχα του 'ρθε το όραμα της Μπουμπουλίνας ανάκατα με τη θωριά της αδερφής του. Παραξένεψε με τούτο το μπέρδεμα κι αυταποχάζεψε. Ωστόσο, οι ματιές τους αθέλητα σπάθισε η μια την άλλη κι απόμειναν κι οι δυο με διπλωμένο το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ο πόνος στο χέρι είχε θεριέψει, τον λιγοθύμιαζε και το ντουφέκι όλο και γλίστραγε από τον κόρφο του. Ως ήταν απιθωμένος ανακούρκουδα, πισωστηλώθηκε στο δεντρί κι άφησε το ντουφέκι να πέσει παράμερα.
Η αντάρτισσα θα 'χε σιμώσει πολύ, γιατί ένιωθε την ανάσα της κι οσμιζόταν το χνότο της. Ανήμπορος, απόμεινε ασάλευτος κι έπαψε να ψαχουλεύει το πρόσωπο της αντάρτισσας. Τέτοιες στιγμές, η ψυχή τ' ανθρώπου, φορτωμένη απελπισιά, φέρνει δισταγμούς, δειλιάσματα και τον σπρώχνει @@@@@@@@@@@ παρακάλεσμα για τη σωτηρία του.
Η αντάρτισσα του 'ριξε μια πονετική ματιά, κάθισε δίπλα του και του δρόσισε τα ξεραμένα χείλη του απ' το παγούρι της. Στερνά έσκυψε και του ξέπλυνε τα αίματα και του έδεσε τη λαβωματιά καταπώς ήξερε. Ο φαντάρος στ' άγγιγμά της ένιωσε να ξεριζώνεται απ' τα μέσα του ο θάνατος και να αποδιώχνεται ο χάρος άπραχτος. Μια αλαφροΐσκιωτη ημεράδα τύλιξε το κορμί του κι ίσαμε τα ριζά της ψυχής του ένιωθε ν' αναδεύει ξανά τη ζωή. Ο πόνος στο χέρι έπαιρνε να γλυκαίνει και τα ματόφυλλά του αναλάφρωναν. Αγάλι αγάλι χάραζε στο μυαλό του ένα άσπρο φως και στις φλέβες του άρχισε να χοχλαδιάζει το αίμα. Γυρόφερνε το βλέμμα του τριγύρω και ψαχούλευε με το φως του νου του μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας σαν να γύρευε να σμίξει με κάτι. Ολα ήταν ησυχασμένα. Τα ρουθούνια του οσμίζουνταν τη φρεσκάδα της νοτισμένης γης και τ' αυτιά του ξεδιάλυναν πού αλυχτούσαν τα μαντρόσκυλα ξέμακρα. Ο υγραμένος αγέρας τον περόνιαζε ίσαμε το μεδούλι και του 'φερνε σύγκρυο. Ωστόσο όλη τούτη την ώρα άχνα δεν έβγαλε μήτε αυτός μήτε η αντάρτισσα. Μόνο κείνη, σαν τέλεψε με το δέσιμο, κρέμασε στον ώμο της το Τόμιγκαν, πίσω απ' τα κέδρα με βιάση. Τα λόγια που λευτερώθηκαν απ' το στόμα της πέρασαν απ' την ψυχή του πιότερο παρά από τ' αυτιά του και σφηνώθηκαν μέσα του, κατάβαθα στην καρδιά του: «Καλή τύχη!». Ναι, τούτα ήταν τα λόγια της, μα κείνος δεν πρόφτασε να της πει «φχαριστώ». Ολα τούτα γίνηκαν με τέτοια γρηγοράδα που δεν μπόρεσε να τα μαντρώσει στο νου του και να τα ξεδιαλύνει με το λόγιασμα.
Τώρα η αντάρτισσα θα βρισκόταν στην άλλη άκρη, μακριά του. Είχε απομείνει πάλι μόνος, ριζωμένος εδώ στο δεντρί.
Τα σκυλιά ανήσυχα αλυχτούσαν ασταμάτητα και του φέρνανε τρόμο κι ένα σφίξιμο στην ψυχή. Για ν' αποδιώξει το φόβο του τράβηξε σιμά του το ντουφέκι και τ' απόθεσε στα σκέλια του. Το χέρι του άγγιξε το σιδερικό της κάννης κι ως ένιωσε την παγωμάρα της τ' αποτράβηξε απότομα και το 'χωσε παραμάσχαλα. Ξάφνου, ένα καυτό ζούληγμα στη λαβωματιά τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. Ο πόνος άρχισε ξανά ν' αγριεύει. Τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν κι έκαιγε ολάκερος από τον πυρετό. Τα βλέφαρά του βάραιναν ωσότου αποκαμωμένα σφαλίσανε. Ο ύπνος ήρθε γρήγορα, γιομάτος εφιάλτες που τον κάνανε να ξυπνήσει κατατρομαγμένος. Ηταν πνιγμένος στον ιδρώτα. Πάνωθέ του η νοσοκόμα τον κοιτούσε ανήσυχη καθώς του κρατούσε το χέρι για να γραδάρει τους σφυγμούς. Εφερε γύρω το βλέμμα του για να στιμάρει το χώρο. Το κρεβάτι του νοσοκομείου μέρεψε τη σκέψη του και ξανάφερε στο νου του όλα κείνα που γινήκανε χτες τη νύχτα. Κι αιστάνθηκε την ανάγκη να τα ξεφανερώσει σε κάποιον... Μα πώς... Πού... Σε ποιον, αφού το αδερφοφάγωμα δεν είχε τελέψει ακόμα και τα στρατοδικεία δε χαμπαριάζανε από τέτοια ξομολογήματα.

Οι νόμοι της μαρξιστικής διαλεκτικής


Οι νόμοι της μαρξιστικής διαλεκτικής
Η μαρξιστική διαλεκτική είναι η μόνη επιστημονική μέθοδος γνώσης, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του διαλεκτικού και του ιστορικού υλισμού και είναι η επιστήμη των πιο γενικών νόμων της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Εχει δε τους δικούς της νόμους, τους οποίους σήμερα παρουσιάζουμε.
1. Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ
Πηγή και εσωτερικό περιεχόμενο του προτσές της εξέλιξης είναι η πάλη των αντιθέτων. Ο Β. Λένιν θεωρούσε την παραδοχή των εσωτερικών αντιθέσεων μέσα στα αντικείμενα της φύσης πυρήνα όλης της μαρξιστικής διαλεκτικής ως επιστήμης. «Στην κυριολεξία η διαλεκτική - έγραφε - είναι η μελέτη της αντίφασης που υπάρχει στην ουσία των αντικειμένων». Η πάλη των αντιθέτων αποτελεί ιδιαίτερο είδος αλληλουχίας και αλληλοκαθορισμού των φαινομένων και η αιτία της βρίσκεται στην αντιφατικότητα των φαινομένων και στην αλληλεπίδρασή τους. Τα αντίθετα είναι οι αντιτιθέμενες η μία στην άλλη πλευρές, δυνάμεις, τάσεις των φαινομένων. Αυτά αποκλείουν και συνάμα καθορίζουν το ένα το άλλο. Παράλληλα, τα αντίθετα είναι πλευρές, στοιχεία της αντίφασης που αποτελεί την αμοιβαία σχέση των αντιθέτων. Η διαλεκτική, δηλαδή, εξετάζει το κάθε πράγμα ως άθροισμα και ενότητα των αντιθέτων, αντίθετα προς τη μεταφυσική που απορρίπτει τις εσωτερικές αντιθέσεις της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας.
Η πάλη των αντιθέτων, που ενυπάρχει στα αντικείμενα και στα φαινόμενα, είναι αντικειμενική νομοτέλεια όλου του υλικού κόσμου, είναι η κινητήρια δύναμη του προτσές της εξέλιξης. Στη φύση, δηλαδή, και στην κοινωνία υπάρχουν εσωτερικές αντιθέσεις, που προσιδιάζουν στα αντικείμενα και στα φαινόμενα. Στην αλληλεπίδραση αυτών των αντιθέτων καθοριστικός είναι ο ρόλος των εσωτερικών αντιθέσεων. Η υλιστική διαλεκτική κάνει διάκριση ανάμεσα σε ανταγωνιστικές αντιθέσεις στην κοινωνία και σε μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις. Οι ανταγωνιστικές, εξαιτίας της ύπαρξης εχθρικών τάσεων, μπορούν να λυθούν μόνο με έκρηξη, με επαναστατική βία, με την κατάλυση των εκμεταλλευτικών κοινωνικών καθεστώτων, ενώ οι μη ανταγωνιστικές, χάρη στην απουσία εχθρικών τάξεων στη σοσιαλιστική κοινωνία, μπορούν να λυθούν έγκαιρα χωρίς ρήξη, με βάση τη στερέωση και την παραπέρα ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος.
Τι λογής, όμως, είναι αυτή η πάλη των αντιθέτων μέσα στο φαινόμενο; Στο ερώτημα αυτό η σύγχρονη φυσική δίνει απάντηση διαπιστώνοντας, π.χ., ότι στον πυρήνα του ατόμου δρουν αντίθετες δυνάμεις - οι δυνάμεις της έλξης και της απώθησης. Ετσι ο πυρήνας και το περίβλημα του ατόμου βρίσκονται σε σχέση αντίφασης, διότι ο πυρήνας είναι φορτισμένος θετικά, ενώ το περίβλημα, που αποτελείται από ηλεκτρόνια, είναι φορτισμένο αρνητικά. Στον ενόργανο κόσμο οποιοσδήποτε ζωντανός οργανισμός σε κάθε στιγμή του χρόνου παραμένει ο ίδιος, διατηρεί την ποιοτική του προσδιοριστία, ταυτόχρονα όμως είναι και αλλιώτικος επειδή λόγω της ακατάπαυστης εναλλαγής με τις λειτουργίες της αφομοίωσης και της ανομοίωσης των ουσιών ανανεώνεται όλη την ώρα. Στην κοινωνία οι αντίθετες τάξεις με τα αντίθετα συμφέροντα απαρτίζουν ταυτόχρονα την κοινωνική ζωή της. Ενότητα, όμως, των αντιθέτων σημαίνει ότι αυτά αποτελούν τις αναπόσπαστες πλευρές ενός φαινομένου και ότι αλληλοκαθορίζονται. Τα αντίθετα, δηλαδή δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο ούτε είναι δυνατόν, λ.χ., να νοηθεί το αντικείμενο ή το φαινόμενο έξω από την ενότητά του. Δεν είναι δυνατό, δηλαδή, να χωριστεί ο βόρειος πόλος του μαγνήτη από το νότιο ή να υπάρχει αφομοίωση χωρίς την ανομοίωση. Ακόμη η ενότητα των αντιθέτων εκδηλώνεται και με το ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες οι αντίθετες πλευρές ισορροπούν. Η ισορροπία είναι σχετική, προσωρινή, στην πορεία της ανάπτυξης διαταράσσεται, πράγμα που οδηγεί στην εξαφάνιση ενός πράγματος και στην εμφάνιση ενός άλλου με μία καινούρια ενότητα των αντιθέτων. Για παράδειγμα, στο νεαρό ζωικό οργανισμό επικρατεί το προτσές της αφομοίωσης, στην ώριμη ηλικία η αφομοίωση και η ανομοίωση ισορροπούν, ενώ στη γεροντική ηλικία επικρατεί το προτσές της ανομοίωσης. Αν η ενότητα είναι σχετική, τόνιζε ο Λένιν, η πάλη τους είναι απόλυτη, όπως απόλυτη είναι η ανάπτυξη και η κίνηση.
Η πάλη αυτή, λοιπόν, των αντιθέτων προωθεί την κίνηση και την εξέλιξη των φαινομένων, αποτελώντας και την κύρια πλευρά της αντίφασης. Ετσι, π.χ., η κίνηση των πλανητών γύρω από τον ήλιο και η σταθερότητα του ηλιακού συστήματος είναι αποτέλεσμα της ελκτικής δύναμης, που απομακρύνει τους πλανήτες από τον ήλιο. Αν δεν υπήρχε η πρώτη οι πλανήτες θα χάνονταν στο άπειρο διάστημα και αν δεν υπήρχε η δεύτερη οι πλανήτες θα 'πεφταν πάνω στον ήλιο. Προϋπόθεση, λοιπόν, για την ύπαρξή τους είναι η αντιφατική αλληλεπίδραση των αντιθέτων δυνάμεων. Πηγή, δε, ανάπτυξης στη ζωντανή φύση είναι η αλληλεπίδραση της κληρονομικότητας και της μεταβλητότητας των αντιθέτων τάσεων και ιδιοτήτων στην ανάπτυξη του οργανισμού. Χάρη, δηλαδή, στην κληρονομικότητα ο οργανισμός διατηρεί τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, χάρη όμως στη μεταβλητότητα την ικανότητά του για ανανέωση και προσαρμογή. Ακόμη, κινητήρια δύναμη ανάπτυξης των εκμεταλλευτικών κοινωνιών είναι η πάλη των τάξεων, γιατί μόνο μ' αυτή πραγματοποιείται το πέρασμα σε ανώτερο κοινωνικό σύστημα, αλλά και στη γνώση, η αντίφαση, π.χ., μεταξύ αντικειμενικού και υποκειμενικού, σχετικού και απολύτου κλπ. είναι μορφές της πάλης των αντιθέτων. Εξάλλου, οι αντιθέσεις δεν είναι αμετάβλητες και αποστεωμένες, αλλά αναπτύσσονται και περνούν από στάδια, όπως είναι το αρχικό στάδιο της απλής διαφοράς, το στάδιο του αντιθέτου που είναι στάδιο της αναπτυγμένης αντίφασης, και το στάδιο της σύγκρουσης, όπου η αντίφαση φτάνει στο έπακρο. Ενώ χαρακτηριστικό γνώρισμα των αντιθέσεων και η σπουδαιότερη ιδιομορφία των αντιφάσεων στη σοσιαλιστική κοινωνία είναι ο μη ανταγωνιστικός τους χαρακτήρας γι' αυτό με το μέρος του καινούριου τάσσεται η συντριπτική πλειοψηφία του λαού, που αντιπαλεύει το ξεπερασμένο και τείνει προς τη λύση των αντιφάσεων αυτών με την κριτική και την αυτοκριτική, την ιδεολογική ενότητα καθώς και με ολοένα καινούριους τρόπους λύσης των μη ανταγωνιστικών αντιθέσεων.
2. Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΣΟΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΕ ΠΟΙΟΤΙΚΕΣ
Το πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ριζικές ποιοτικές αλλαγές είναι ένας από τους πιο γενικούς νόμους της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας. Η μαρξιστική διαλεκτική δείχνει ότι το προτσές της εξέλιξης είναι το πέρασμα από ασήμαντες ποσοτικές αλλαγές σε ποιοτικές αλλαγές, σε ριζικές δηλαδή αλλαγές, που επέρχονται με μορφή αλματικού περάσματος από τη μία ποιοτική κατάσταση στην καινούρια. Η διαλεκτική διδάσκει ακόμη ότι το προτσές της εξέλιξης, παρά τις παλινδρομήσεις, πρέπει να το βλέπουμε με κατεύθυνση πάντοτε προς την ανοδική πορεία της εξέλιξης και το πέρασμα κατά το άλμα ότι συνίσταται στη διακοπή του βαθμιαίου και δεν απέρχεται τυχαία αλλά νομοτελειακά, ως αποτέλεσμα συσσώρευσης ποσοτικών αλλαγών. Στη φύση συντελείται με άλματα το πέρασμα από τη μία στην άλλη κατάσταση, όπως, π.χ., στην περίπτωση της θέρμανσης ή της ψύξης του νερού., ή στην κοινωνία συντελείται με τα άλματα των επαναστάσεων, που είναι η ατμομηχανή της ιστορίας, οι κινητήριες δηλαδή δυνάμεις της.
3. Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ
Ο νόμος της διαλεκτικής άρνησης συνίσταται στο ότι το καινούριο παίρνει τη θέση του παλιού, δηλαδή το ένα στάδιο αντικαθιστά το άλλο. Αρνηση, δηλαδή, ονομάζεται η διαδικασία του περάσματος από το παλιό στο καινούριο. Η άρνηση έχει καθολικό χαρακτήρα, προσιδιάζει δηλαδή σ' οποιαδήποτε ανάπτυξη στη φύση και στην κοινωνία. Πέφτοντας, π.χ., στη γη ο σπόρος φυτρώνει με την επίδραση της θερμότητας και της υγρασίας και από αυτόν αναπτύσσεται το φυτό που αποτελεί άρνηση του σπόρου. Οπως ο σοσιαλισμός στην κοινωνία αποτελεί άρνηση του καπιταλισμού. Η άρνηση έχει την αιτία της στην ενότητα και την πάλη των αντιθέτων που ενυπάρχουν στα φαινόμενα, αλλά η ίδια η άρνηση αποτελεί τη λύση της εσωτερικής αντίφασης με την υπερνίκηση της παλιάς, συντηρητικής πλευράς και την επικράτηση της καινούριας προοδευτικής πλευράς. Ετσι η ανάπτυξη αποτελεί τη διαδικασία όπου το παλιό υποβάλλεται συνεχώς σε άρνηση και αντικατάσταση από το καινούριο. Δίχως αυτό δεν υπάρχει ανάπτυξη. Δεν υπάρχει όμως χάσμα μεταξύ του παλιού και καινούριου γιατί η διαλεκτική άρνηση διατηρεί ό,τι καλύτερο υπήρξε στο παλιό, αν και το προτσές δε συντελείται με απόλυτα καθαρή μορφή. Μπορεί δηλαδή να διατηρηθούν και επιβιώσεις ή αρνητικά υπολείμματα του παλιού, που βαθμιαία όμως ξεπερνιούνται (επιβιώσεις, π.χ., του καπιταλισμού στη συνείδηση μερικών ανθρώπων που ζουν στη σοσιαλιστική κοινωνία). Το κάθε καινούριο, αναπτυσσόμενο, θα γίνει παλιό αργά ή γρήγορα. Ετσι, νόμος της ανάπτυξης είναι η άρνηση της άρνησης, που στο σοσιαλισμό δε γίνεται με επανάσταση, αλλά με πέρασμα σε νέο στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας.

Δεν αγωνίζομαι για τίποτα, δεν αλλάζω τίποτα, αφήστε με ελεύθερο να είμαι σκλάβος… Όνειρο μέσα στο όνειρο


Δεν αγωνίζομαι για τίποτα, δεν αλλάζω τίποτα, αφήστε με ελεύθερο να είμαι σκλάβος… 
 Όνειρο μέσα στο όνειρο 

Δέξου αυτό το φιλί στο μέτωπό σου,
τώρα που χωρίζουμε θα σου τ’ ομολογήσω:
δεν είχες άδικο να λες πως όλη μου η ζωή
ήταν ένα όνειρο.

Κι αν η ελπίδα πέταξε
μια νύχτα, είτε μια μέρα
είτε σε οπτασία,
ή μέσα στο άπειρο,
είναι γι’ αυτό λιγότερη φευγάτη;

Ό,τι θωρούμε ή φαινόμαστε, δεν είναι
παρά ένα όνειρο μέσα σε κάποιο όνειρο.

Στέκω μπροστά στην βουή του ακρογιαλιού
που το χτυπάει το κύμα,
και κλείνω μέσα στη φούχτα μου
δέκα σπυριά, όμως και εκείνα ακόμα
πως γλιστράνε μέσα από τα δάχτυλά μου
και χάνονται στην άβυσσο,
ενώ με παίρνει το κλάμα, ποταμός το κλάμα.

Θεέ μου! Δεν μπορώ λοιπόν να τα κρατήσω
λιγάκι πιο σφικτά;
Δεν μπορώ, θεέ μου να σώσω ουτ’ ένα
από το κύμα τ’ αδυσώπητο;

Ό,τι θεωρούμε ή φαινόμαστε, δεν είναι λοιπόν,
παρά ένα όνειρο μέσα σε κάποιο όνειρο.
Edgar Alan Poe

 


 Έδινε κάποτε ο Ρένος Αποστολίδης, αναφερόμενος στο πώς λειτουργούν οι "μάζες" ένα παράδειγμα. Δεν θυμάμαι βέβαια ακριβώς πως το διατύπωνε αλλά θα προσπαθήσω μεταφέρω το ζουμί. Έλεγε λοιπόν, ότι αν ρωτήσουμε 100 έλληνες τη γνώμη τους για τον Καζαντζάκη, θα σου πουν όλοι ή έστω σχεδόν όλοι ότι ήταν πολύ ταλαντούχος συγγραφέας, εξαιρετικός, καταπληκτικός κλπ. Αν τώρα ρωτήσεις τους ίδιους ανθρώπους άμα έχουν διαβάσει έστω και ένα βιβλίο του θα σου απαντήσει η συντριπτική πλειοψηφία αρνητικά. Από εκεί και πέρα ο Ρένος άρχισε να "θάβει" τον Καζαντζάκη, τόσο ως συγγραφέα αλλά και ως προσωπικότητα. Για το δεύτερο άποψη δεν έχω, πάντως ο Αποστολίδης είπε μερικά πράγματα που αμαυρώνουν την εικόνα του, κάτι που ίσως να κακοφαινόταν όσους αρέσκονται στις εξιδανικεύσεις. Όσον αφορά πάντως τον συγγραφέα Καζαντζάκη, θεωρώ ότι ο Αποστολίδης ως ένα βαθμό τα παραέλεγε όταν τον αποκαλούσε μετριότητα. Κατά τη δική μου άποψη, ο τρόπος που είναι γραμμένα τα διηγήματα του Καζαντζάκη είναι αριστοτεχνικός. Σε άλλα του πονήματα, όπως είναι πχ η "ασκητική" που εμένα μου φάνηκε σαν ξαναζεσταμένη σούπα και αχταρμάς διαφόρων θεωριών άλλων φιλοσόφων απο διάφορους τόπους και χρόνους, ο Καζαντζάκης απομυθοποιείται(στα μάτια μου τουλάχιστον).



 Δεν θα επεκταθώ στα του Καζαντζάκη, δεν ήθελα να εστιάσω σε αυτόν άλλωστε, απλά με την αφορμή, και επειδή με έξυνε ο πισινός μου, είπα τη γνώμη μου. Εκεί που θέλω όμως να εστιάσω είναι στο πόσο εύκολα ένας άνθρωπος αποδέχεται κάτι εντελώς αναπόδεικτα όταν αυτό το κάτι αντανακλά την κοινή γνώμη.

 Ας αναφέρω και εγώ ένα σχετικό παράδειγμα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα:). Ως ενεργός οπαδός του ΚΚΕ, κάνω όπως είναι φυσικό συχνά πυκνά συζητήσεις με τρίτους σχετικές με το κόμμα. Προσπαθώ λοιπόν κάθε φορά να υπερασπιστώ το κόμμα, είτε ευρισκόμενος σε θέση άμυνας, είτε προκειμένου να πείσω κάποιον να δει τα πράγματα από τη δική μας σκοπιά. Μπλέκω οπότε σε ατέρμονες συζητήσεις και μοιάζει απίστευτα δύσκολο να κάνω έστω και το παραμικρό βήμα μέσα στη συνείδηση του άλλου. Βομβαρδίζομαι συνέχεια από ερωτήσεις και αμφισβητούνται όλα όσα λέω ενώ συχνά ο συνομιλητής πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο(από τα Γκούλαγκ στον εμφύλιο και από τον εμφύλιο στην Αλέκα) χωρίς καν να τον ενδιαφέρει αυτό που θα του απαντήσω. Μετά από ένα σημείο, και επειδή είτε γνωρίζω από τις πολιτικές επιλογές του είτε επειδή τις διαπιστώνω, τον ρωτάω "καλά ρε φίλε, όταν ψήφισες και υποστήριζες το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ το επεξεργάστηκες τόσο πολύ το θέμα ή μόνο με το ΚΚΕ είσαι τόσο καχύποπτος που να θες εξηγήσεις διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις μέχρι τελευταίας ρανίδος;".  Εκεί βέβαια μπλοκάρει ο άλλος και δεν ξέρει τι να απαντήσει, ή απαντάει κάτι ηλίθιο του στύλ "δεν βαριέσαι, όλοι τους ίδιοι είναι" ή "τους ψήφισα αλλά ήταν η τελευταία φορά".

 Ποιός είναι ο λόγος λοιπόν που ενώ εγώ του έχω κάνει του άλλου μια ανάλυση 7 συνεδριών από δυο ώρες η κάθε συνεδρία εκείνος πάει και ψηφίζει Γιωργάκι που πετάει ένα "λεφτά υπάρχουν" και καθαρίζει;. Νταξ οκ, θα δεχθώ ότι και εγώ δεν είμαι ο καλύτερος στο ψηστήρι και ότι τα παίρνω εύκολα και δεν έχω τόση υπομονή όση θα έπρεπε(δηλαδή γαϊδουρινή) , όμως δεν είναι εκεί το ζήτημα. Η διαφορά η βασική είναι το ότι εγώ και ο κάθε εγώ και το κόμμα, έχω όρια(δεν θέλω να τον κοροιδέψω, δεν θέλω να τον εκμεταλλευτώ, δεν θα του πω αυτό που θέλει να ακούσει για να τον κερδίσω, θα προσπαθήσω να μην χρυσώσω το χάπι, δεν θα τον καθησυχάσω) , το σύστημα δεν έχει ούτε τέτοια όρια, ούτε ηθικούς φραγμούς. Επίσης το σύστημα έχει όλα τα μέσα με τα οποία αναπαράγει την ιδεολογία του, με αποτέλεσμα η ιδεολογία του να είναι μοιραία η επικρατούσα. Άρα εγώ για να εισέλθω στην συνείδηση του άλλου και να αφήσω το σπόρο μου ελπίζοντας ότι θα φυτρώσει ανάμεσα στα τόσα ζιζάνια, πρέπει να σπάσω πρώτα όλα εκείνα τα αμυντικά τείχη που έχει εντέχνως δημιουργήσει η συστημική προπαγάνδα στο μυαλό του. Ξεκινάω δηλαδή με πολύ λιγότερα μέσα από το -100, ενώ το σύστημα με πολύ περισσότερα μέσα, από το +100.

 Η συστημική προπαγάνδα βέβαια δεν αναπαράγεται μόνο από τα ξεπουλημένα ΜΜΕ, εκείνα είναι μεν τα βασικά φερέφωνα που αφού ρίχνουν τις άμυνες του κόσμου, δίνουν το παράγγελμα και τις ανάλογες κατευθύνσεις. Όμως και οι αποδέκτες των μηνυμάτων, τα λαμβάνουν και υποσυνείδητα τα υιοθετούν ως δικά τους με αποτέλεσμα να τα υπερασπίζονται, να τα περνάνε και σε άλλους και να εναντιώνονται και σε όσους λένε κάτι διαφορετικό. Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ σε ένα πείραμα που πιθανώς θα έχετε ακούσει.  Πιάνουν κάποιες μαϊμούδες και  τις κλείνουν σε ένα κλουβί και στο ταβάνι του κλουβιού τους κρεμάνε μια μπανάνα. Όταν τώρα κάποιος πίθηκος πάει να αρπάξει την μπανάνα, χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα το κλουβί και την πληρώνουν όλες οι μαιμούδες. Μετά από λίγο σταματούν να προσπαθούν, δηλαδή εκπαιδεύονται, ενώ άμα κάποιος νεοφερμένος στο κλουβί μη γνωρίζοντας τις επιπτώσεις πάει να αρπάξει τις μπανάνες, εκείνες τον εμποδίζουν με την βία μέχρι που τον "πείθουν" να σταματήσει να προσπαθεί. Αντικαθιστώντας έναν έναν τους παλιούς πιθήκους με νεότερους, ακόμα και όταν δεν θα έχει μείνει κανείς που να ξέρει ότι μπανάνα = ηλεκτρισμός στο κλουβί, η παράδοση θα έχει περάσει στην κοινότητα και η συμπεριφορά "αφήστε την μπανάνα στην ησυχία της" θα διαιωνιστεί.

 Αν λοιπόν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάποιος μπορεί να ελέγχει και να διαιωνίζει τον τρόπο που σκέφτεται και που συμπεριφέρεται μια ολόκληρη κοινωνία τότε μήπως είναι αδύνατον να "αποδράσουν" τα υποκείμενα από την επιρροή και κατ επέκταση τον έλεγχο του; Πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να αρχίζουν να παλεύουν για μια διαφορετική κοινωνία όταν έχουν μάθει να δέχονται ως δεδομένο ένα ήδη υπάρχον και βαθιά ριζωμένο πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό σύστημα; Εδώ λοιπόν μπαίνουν στην εξίσωση τα αναπόφευκτα προβλήματα του συγκεκριμένου συστήματος που στην περίπτωση μας είναι ο καπιταλισμός. Όπως είναι ευρέως γνωστό ο καπιταλισμός περνάει από κύκλους κρίσης-ανάπτυξης, οι κρίσεις αυτές οφείλονται σε μια σειρά αντιφάσεις του τις οποίες όμως δεν με παίρνει  να αναλύσω εδώ. Σε μια τέτοια κρίση οι μεταβλητές αλλάζουν με τρόπο που ούτε οι ίδιοι οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού δεν μπορούν να ελέγξουν, με επακόλουθο οι "αξίες" με τις οποίες είχαν καταφέρει να διαπαιδαγωγήσουν την κοινωνία δεν έχουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα και η επιρροή τους αρχίζει να αδυνατίζει.

 Αλλά ας το μεταφράσουμε όλο αυτό σε πιθήκια...

 Έστω ότι τα πιθήκια που έχουν μάθει να μην ακουμπάνε την επικίνδυνη μπανάνα σταματάνε να ταΐζονται, τότε υπό το πρίσμα της πείνας ίσως αρχίσουν να βλέπουν την μπανάνα, ως μοναδική πια πηγή τροφής, με άλλο μάτι και έτσι τελικά να ξεπεράσουν το φόβο τους και να επαναδιεκδικήσουν αυτόν τον απαγορευμένο καρπό.  Στην περίπτωση της ανθρώπινης κοινωνίας βέβαια τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα όμως σίγουρα μια ανατροπή των δεδομένων θα προκαλέσει τις ανάλογες ζυμώσεις και βρασμούς που είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε απόκλιση από τα συνηθισμένα. Το ίδιο το σύστημα βέβαια(και συγκεκριμένα όσοι εξυπηρετούνται από αυτό) θα προσπαθήσει να διατηρήσει τον εαυτό του και να μην αντικατασταθεί, με απώτερο σκοπό να επιτευχθεί, μετά την αναμπουμπούλα, ξανά μια ισορροπία. Στην προσπάθεια του αυτή θα αναγκαστεί να φορέσει διάφορα προσωπεία, είτε αυταρχικά, είτε ακόμα και ψευτοαμφισβήτησης μερικών επιφανειακών χαρακτηριστικών του, ανάλογα πάντα με τις περιστάσεις. Αυτό που σήμερα λέμε νεοφιλελεύθερο αύριο ενδέχεται να μετατραπεί σε φασιστικό και μεθαύριο σε κενσυανό για να ολοκληρωθεί ακόμα ένας αναπαραγωγικός κύκλος του καπιταλισμού από τις στάχτες(μας). Εμένα πάντως άμα με ρωτήσεις θα σου πω ότι οι εποχές που ζούμε είναι καθοριστικές και ότι θα ακολουθήσει είτε ένα μεγάλο άλμα μπροστά σε 5-10-15 χρόνια, ή ένα αποκαλυπτικού μεγέθους  πισωγύρισμα(θα γίνει της αποκαλύψεως που λένε). Υπάρχουν και κάποιοι που φαντάζονται ένα μέλλον στο οποίο οι εταιρίες δεν θα χρειάζονται πια κοινοβουλευτικό άλλοθι για να μας κυβερνήσουν και ότι το μέλλον θα φέρει έναν απροκάλυπτο κορπορατισμό. Αυτά όλα προκύπτουν όταν κάποιος συνδυάσει την πορεία της παγκοσμιοποίησης, την αποδυνάμωσης των εθνικών κυβερνήσεων, την δημιουργίας υπερεθνικών οργανισμών που φαίνεται πια ξεκάθαρα ότι έχουν υπηρεσιακό ρόλο και το πέρασμα σε μια νέου τύπου κοινωνία που μέσω της πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών ολόκληρος ο κόσμος μοιάζει να μικραίνει και να μας παγιδεύει. Παράλληλα με όλα αυτά έχουμε την αίσθηση ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε με τίποτα από το γερακίσιο μάτι του μεγάλου αδερφού, που όταν αποφασίσει να μας αναζητήσει θα μας ξετρυπώσει όσο καλά κρυμμένοι και αν είμαστε.

 Από τη μια λοιπόν το σύστημα μοιάζει παντοδύναμο και κυρίαρχο, από την άλλη μας αποκαλύπτει μέρα με τη μέρα την αβάσταχτη ασχήμια του. Δεν ξέρω αν τελικά αυτό αναγκάσει, όσους αναγκάσει, να αναλάβουν τις ευθύνες τους ή αν επαληθευθούν τελικά όλα εκείνα τα δυσοίωνα σενάρια περί "τέλους της ιστορίας" που θέλουν την ανθρωπότητα να παραμένει σκλαβωμένη ακόμα και στην πιο αποτρόπαια και απροκάλυπτη εκμετάλλευση που θα υποστεί. Ένα πράγμα πάντως είναι σίγουρο, ο καθένας μπορεί αν θέλει να διαλέξει πλευρά και αυτό είναι το μόνο που πραγματικά μετράει στην μικρή και "ασήμαντη" ζωή του καθενός από εμάς. Ο σκοπός για τον οποίο θα επιλέξει(ή που έχουν επιλέξει άλλοι για λογαριασμό του) να θυσιάσει την όποια ελευθερία του.

 Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)
 Κόκκινη προπαγάνδα εκτοξεύθηκε από  Poe

ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ Πέντε κύκλοι... γεμάτοι με δισ.


ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Πέντε κύκλοι... γεμάτοι με δισ.
Το εμπόριο σε κάθε τι που έχει σχέση με Ολυμπιακούς Αγώνες αποτελεί τη δεξαμενή κέρδους για τις πολυεθνικές (φωτό πετσέτες με το σήμα της διοργάνωσης του 2004 στην Αθήνα)
«Εχουν βγάλει τον αθλητισμό σε πλειστηριασμό κι έχουν προσφέρει τους πέντε Ολυμπιακούς κύκλους στους μεγαλύτερους πλειοδότες»1. Με τις 16 αυτές λέξεις περιγράφεται η (θεωρητικά και πρακτικά) πραγματική άποψη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) για το τι είναι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Για επικοινωνιακούς λόγους χρησιμοποιούνται αξίες και ιδανικά αλλά η ταμπακιέρα είναι μία. Η εμπορευματοποίηση και το κέρδος που φέρνει. Αλλωστε, και από το ιερατείο της και τους συνεργάτες/εταίρους του -άπαντες βασικοί πυλώνες του καπιταλισμού- δε θα μπορούσε να υπάρξει κάτι διαφορετικό.
Απλά, επειδή η δυσωδία που αναδύει το κατασκεύασμά τους, καιρό τώρα, προκαλεί αποστροφή, επιχειρούν με τρικ (π.χ. συνθήματα περί «αναβάπτισης» των Αγώνων στην Αθήνα) και ιδεολογική προπαγάνδα να δημιουργήσουν εικονικές πραγματικότητες. Επίσης, αφού συνειδητά δημιούργησαν την ζώσα πραγματικότητα -θυμίζοντας τον πατροκτόνο που ζητάει επιείκεια λόγω ορφάνιας- σκόπιμα καλλιεργούν τη μοιρολατρική άποψη του... αναγκαίου κακού.
Ο Μάικλ Πέιν, πρώτος διευθυντής του Τμήματος Μάρκετινγκ της ΔΟΕ, έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: «Με το τεράστιο μέγεθος και την πολυπλοκότητα των σημερινών Ολυμπιακών Αγώνων, φτάσαμε στο σημείο όπου, εάν δεν υπήρχαν χορηγοί, δε θα υπήρχαν αγώνες»...

Οσο όμως και να προσπαθούν τα επικοινωνιακά επιτελεία της ΔΟΕ και των συνεταίρων της, οι «πλαστικές» δεν μπορούν να κρύψουν το αληθινό, αποκρουστικό πρόσωπο του οικοδομήματος που έχτισαν και συντηρούν. Ούτε βέβαια τις ευθύνες των κατά καιρούς «ταγών», κάθε προέλευσης.
Συνδεδεμένοι με τις πολυεθνικές
Στο προοίμιο (παράγραφος Α) της σύμβασης ανάθεσης των Ολυμπιακών Αγώνων (ΟΑ), αναφέρεται ρητά και ξεκάθαρα «ότι η ΔΟΕ προΐσταται του Ολυμπιακού Κινήματος και ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι αποκλειστική ιδιοκτησία της ΔΟΕ, η οποία κατέχει όλα τα δικαιώματα σχετιζόμενα με αυτά, ειδικότερα, και χωρίς περιορισμούς, τα δικαιώματα τα σχετιζόμενα με την οργάνωση, την εκμετάλλευση...» κλπ. Και στη συνέχεια περιγράφονται και καλύπτονται, με σχετικά άρθρα, όλες οι πτυχές των διοργανώσεων.
Στο επίσημο περιοδικό (Οκτώβρης - Νοέμβρης 1999) της ΔΟΕ υπήρχε η ερώτηση: «Μπορείτε να φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες;». Και δινόταν η απάντηση: «Χωρίς την υποστήριξη των Παγκόσμιων Ολυμπιακών Χορηγών, ίσως πρέπει να τον φανταστείτε»... Το κουίζ «έντυναν» τα ονόματα των έντεκα Παγκόσμιων Ολυμπιακών Χορηγών («Κόκα-Κόλα», IBM, «Τζον Χάνκοκ», «Κόντακ», «Μακ Ντόναλντς», «Πανασόνικ», «Σάμσουνγκ», ΤΙΜΕS, VISA, XEROX, UPS). Και κάτω από αυτά βρισκόταν οι πέντε κύκλοι, το σήμα των Ολυμπιακών Αγώνων...
Και παρά την περί του αντιθέτου προπαγάνδα, από την αναβίωση της διοργάνωσης υπήρξε εμπορευματοποίηση και αντιμετώπισή της με αγοραία κριτήρια. Απλά, προϊόντος του χρόνου, διαφοροποιούνται τα μεγέθη. Με εξαίρεση την διοργάνωση του 1980 στη Μόσχα. Γι' αυτό και απουσιάζει από τη χαρακτηριστική έκδοση της ΔΟΕ με τίτλο «100 χρόνια μάρκετινγκ».
Το 1896 (Αθήνα) λοιπόν υπήρξαν εταιρείες με έσοδα από τη διαφήμιση στα σουβενίρ. Μία από τις διαφημιζόμενες στο πρόγραμμα των αγώνων ήταν η ΚΟΝΤΑΚ. Η απόλυτη εμπορευματοποίηση και προάγγελος όσων θα ακολουθούσαν ήταν στην 2η διοργάνωση, το 1900 (Παρίσι). Οπου οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτέλεσαν κομμάτι της 3ης Διεθνούς Εκθεσης.
Κράτησαν από τις 14 Μάη ως τις 28 Οκτώβρη (...) και -μεταξύ άλλων- έγιναν και αγώνες άλματος εις ύψος και μήκος με άλογα, σκοποβολή κατά περιστεριού, πέταγμα χαρταετού, αγώνες με μπίλιες, ψαρέματος κ.ά. Ο Πιέρ Ντε Κουμπερτέν παραδέχτηκε το φιάσκο. Που ήταν αναμενόμενο, ούτε στάδιο δεν υπήρχε. Η άποψη του επικεφαλής στην Διεθνή Εκθεση, Αλφρέντ Πικάρ, ήταν ότι ο αθλητισμός είναι «μια άχρηστη και γελοία δραστηριότητα για να δαπανηθούν τόσα πολλά χρήματα»...
Σε εμπορικές εκθέσεις εντάχθηκε η 3η διοργάνωση (1904 Αγιος Λουδοβίκος) από τους Αμερικανούς και η 4η (1908 Λονδίνο) από τους Εγγλέζους... Το 1912 (Στοκχόλμη) δέκα σουηδικές εταιρείες αγόρασαν τα δικαιώματα φωτογράφισης και πώλησης αναμνηστικών. Μια εταιρεία αγόρασε τα δικαιώματα για να τοποθετήσει στα γήπεδα ζυγαριές για τους θεατές, έναντι βέβαια τιμήματος. Το 1920 (Αντβέρπ) στο επίσημο πρόγραμμα με δυσκολία έβρισκες αναφορά στους Αγώνες, αφού κυριαρχούσαν οι διαφημίσεις.
Το 1924 (Παρίσι) υπογράφτηκε για πρώτη φορά σύμβαση για τα διαφημιστικά έσοδα. Τέσσερα χρόνια μετά (Αμστερνταμ) η ΔΟΕ αρχίζει τη συνεργασία της με την «Κόκα Κόλα». Το 1932 (Λος Αντζελες) -στην επίσημη αναφορά των Αγώνων- παραδέχτηκαν πως «οι Αγώνες ήταν προσανατολισμένοι στο χρήμα»... Ενώ το 1964 (Τόκιο) η οργανωτική επιτροπή κυκλοφορεί τσιγάρα (!) με την ονομασία «ΟΛΥΜΠΙΑ» και αποκομίζει περισσότερα από 1 εκατ. δολ.
Το 1972 (Μόναχο), για πρώτη φορά, ιδιωτικό διαφημιστικό πρακτορείο αναλαμβάνει το εμπορικό πρόγραμμα των Αγώνων. Πωλούνται τα δικαιώματα χρήσης του Ολυμπιακού Σήματος και υλοποιούνται διάφοροι τύποι εμπορικής εκμετάλλευσης. Ενώ το 1984 (Λος Αντζελες) δημιουργούνται 3 κατηγορίες εμπορικής εκμετάλλευσης. Ενώ το 1996 (Ατλάντα) -τι... σύμπτωση- οι αγώνες χρηματοδοτήθηκαν ολοκληρωτικά από ιδιωτικές πηγές, με ό,τι συνέπειες είχε αυτό. Σε όλες τις άλλες διοργανώσεις (που προηγήθηκαν και ακολούθησαν) μη κρατική εγγύηση σημαίνει μη παραχώρηση των Αγώνων...
Διοργάνωση με ονοματεπώνυμο
Η επιλογή της διοργανώτριας πόλης από τη ΔΟΕ, παρά τις διαψεύσεις του ιερατείου, ικανοποίησε ένα βασικό της συνέταιρο. Χαρακτηριστική είναι και η τοποθέτηση του Τζέραλντς Μπαρτέλς, προέδρου στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Ατλάντα1: «Ισως η "Κόκα-Κόλα" να το αρνηθεί αλλά ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διαπίστωνε ότι αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την ανάθεση των Αγώνων. Δε νομίζω ότι χρειάστηκε να εκδηλωθεί ανοιχτά. Ολοι ήξεραν τι επιθυμούσε».
Ο Ντομινίκ Ρουσό σε άρθρο του με τίτλο «Η επιλογή της Ατλάντα αποθέωση ενός στυγνού οικονομικού πνεύματος» στη «LE MONDE»2, σχολιάσε: «Το να θυσιαστεί η ελληνική υποψηφιότητα για τους Ο.Α. της εκατονταετηρίδας ήταν γεγονός από μόνο του εξοργιστικό. Αλλά το να επιχειρεί κανείς ν' ανέβει θριαμβευτικά στο βάθρο, με σακάκι να κοσμείται από τα σηματάκια της "Κόκα-Κόλα", με τους Ολυμπιακούς δακτυλίους και το μπουκάλι της "Κόκα-Κόλα" στο χέρι, όπως έκαναν τα μέλη της νικήτριας αντιπροσωπείας, ήταν κάτι το εξωφρενικό»...
Για τους... απ' έξω λοιπόν μπορεί η πραγματικότητα να είναι αισχρή και εξωφρενική. Οι... από μέσα όμως ενδιαφέρονται για άλλα πράγματα. «Ποτέ πριν δεν είχαν συνδεθεί τόσα πολλά χρήματα, όσα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Αξιζε; Οι χορηγοί των αγώνων είπαν ναι. Αξιζε» («USA Today», 5/8/1996).
Σύμφωνα με ανάλυση οικονομικών στοιχείων από τη ΔΟΕ, σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις - χορηγούς: Η τράπεζα «Γουέστ Μπανκ» που ήταν χορηγός των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ έρχεται πλέον πρώτη στις προτιμήσεις των Αυστραλών από τέταρτη που ήταν πριν την ανάληψη της χορηγίας. Η αυστραλιανή αεροπορική εταιρεία «Ασετ» αύξησε τα έσοδά της κατά 12 φορές από το ποσό που επένδυσε για τη χορηγία. Τα έσοδα της εταιρίας «VISA» (παγκόσμιος χορηγός) αυξήθηκαν κατά 23% στην αγορά της Αυστραλίας, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μετά την διοργάνωση του 2004 στην Αθήνα, η εταιρεία VISA έσπασε «κάθε ρεκόρ προηγούμενων Ολυμπιακών Αγώνων σε αριθμό και όγκο συναλλαγών, πετυχαίνοντας τα καλύτερα επιχειρηματικά αποτελέσματα όλων των εποχών». Ο (αποθανών) πρώην πρόεδρος της ΔΟΕ, Χ.Α. Σάμαρανκ σχολιάζοντας (εφημρίδα «Marca») την ανάθεση της διοργάνωσης του 2008 στο Πεκίνο, τη χαρακτήρισε -συγκριτικά με το 1980 στη Μόσχα- επιλογή «μικρότερου ρίσκου». Γιατί, μεταξύ άλλων, «η Κίνα έχει αλλάξει ριζικά. Εχει χρηματιστήριο, εκατομμυριούχους... λίγο απ' όλα»...
Σε άρθρο του, στη «LE MONDE»2, με τίτλο «Ενας οικονομικός απολογισμός των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1992», ο Κριστιάν ντε Μπρι αναφέρει: «Το Ολυμπιακό πανηγύρι καλύπτει πίσω από τα πυροτεχνήματα την παραφροσύνη της σπατάλης μιας εφήμερης γιορτής, το κόστος της οποίας πληρώνει ο πολίτης, προς τέρψιν μιας μειοψηφίας και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων μερικών ισχυρών επιχειρήσεων...
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν ...κυρίως, το πρόσχημα και το υπόβαθρο για επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπου τα πάντα αγοράζονται, ξεκινώντας από το σύμβολο των πέντε δακτυλίων, και όπου τα πραγματικά μετάλλια διανέμονται έξω από το βάθρο, προτού ακόμα ξεκινήσουν οι αγώνες, με "χτυπήματα" της τάξεως των εκατομμυρίων δολαρίων, στους πρωταθλητές του σπορ-μπίζνες».
1«Τα αφεντικά των Ολυμπιακών Αγώνων» (εκδόσεις «ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ», 1992)
2.Αφιέρωμα της «LE MONDE diplomatique» με τίτλο «Ο αδυσώπητος πόλεμος των σπορ», ελληνική έκδοση από τον «ΔΡΟΜΕΑ», 1997.

«ΤΣΙΝΕΤΣΙΤΑ» Το στούντιο - «θρύλος» κινδυνεύει


«ΤΣΙΝΕΤΣΙΤΑ»
Το στούντιο - «θρύλος» κινδυνεύει
Το κυνήγι του κέρδους και η πολιτική της εμπορευματοποίησης του Πολιτισμού απειλούν ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά στούντιο της Ευρώπης
Μια «σουρεαλιστική» εικόνα από την πυρκαγιά του 2007: Ηθοποιοί ντυμένοι αρχαίοι Ρωμαίοι για τις ανάγκες τηλεοπτικής σειράς απομακρύνονται από τα σκηνικά
Το κινηματογραφικό στούντιο της «Τσινετσιτά», της «πόλης του κινηματογράφου», έχει «ταυτιστεί» με τη Ρώμη σχεδόν όσο και το Κολοσσαίο. Και ακριβώς όπως το πασίγνωστο αρχαίο μνημείο... απειλείται το ίδιο από την εμπορευματοποίηση. Θυμίζουμε ότι στην περίπτωση του Κολοσσαίου έχουμε την παραχώρηση της χρήσης της εικόνας του επί 50 χρόνια σε έναν μεγαλοβιομήχανο παπουτσιών ως αντάλλαγμα για την χρηματοδότηση της συντήρησής του. Στην περίπτωση της «Τσινετσιτά» έχουμε την απειλή της «σαλαμοποίησης» της παραγωγής με την ταυτόχρονη μετατροπή μέρους της σε «ψυχαγωγικό» εμπορικό «πάρκο».
Βέβαια, όταν μνημεία όπως το Κολοσσαίο και η Πομπηία καταρρέουν με το ιταλικό κράτος να ψάχνει «χορηγούς» για να τα «σώσει», δεν πρέπει να αναμένεται κρατική «ευαισθησία» για κινηματογραφικά πλατό, έστω κι αν πρόκειται γι' αυτά της «Τσινετσιτά», του στούντιο - «θρύλου» που μεγάλωσε ολόκληρες γενιές θεατών με τη μαγεία που μόνο η έβδομη τέχνη μπορεί να δημιουργήσει και που συνδέθηκε με σκηνοθέτες όπως ο Φελίνι, ο Μπερτολούτσι, ο Κόπολα κ.ά. Χωρίς υπερβολή η «Τσινετσιτά» σίγουρα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς του ιταλικού λαού, αλλά αυτό σε τίποτα δεν εμπόδισε την ιταλική κυβέρνηση να αρχίσει το ξεπούλημά της, το οποίο δύο φορές τα τελευταία χρόνια σημαδεύτηκε και από δύο πυρκαγιές, παρολίγον καταστροφικές: Μία το 2007 και μία πριν μόλις μερικές μέρες. Και όλα αυτά στο «φόντο» της πολιτικής της ΕΕ που εμβαθύνει την εμπορευματοποίηση του οπτικοακουστικού τομέα και μετατρέπει τους δημιουργούς σε «υπαλλήλους» των πολυεθνικών. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Ιστορική αναδρομή

Η «Τσινετσιτά» εγκαινιάστηκε το 1937 από τον δικτάτορα Μουσολίνι με προφανείς προπαγανδιστικούς σκοπούς του φασιστικού καθεστώτος, στα πρότυπα της ναζιστικής Γερμανίας. Το «σύνθημα» εξάλλου ήταν: «Ο κινηματογράφος είναι το πιο ισχυρό όπλο». Κάτι που είναι αλήθεια, αλλά που γίνεται και καταστροφικό για τις συνειδήσεις, ανάλογα με τα χέρια που το κρατούν. Το συγκρότημα, στα νοτιοανατολικά της Ρώμης, σχεδιάστηκε ως ένα ολοκληρωμένο κέντρο παραγωγής, με τις εγκαταστάσεις να καλύπτουν τα πάντα, από την κατάρτιση και την παραγωγή ταινιών, μέχρι το post-production (σ.σ. όλο το τεχνικό κομμάτι που ολοκληρώνει την ταινία, όπως μουσική κ.λπ.), από τον αρχιτέκτονα - έναν από τους καλύτερους της εποχής του - Τζίνο Περεσούτι. Θεωρείται δε ένα από τα καλύτερα παραδείγματα μοντερνισμού στην Ευρώπη. Βέβαια, τα πρώτα χρόνια το στούντιο παρήγαγε «ντουζίνες» ιστορικών δραμάτων και προπαγανδιστικών, του φασισμού, ταινιών. Μέσα σε έξι χρόνια γυρίστηκαν σχεδόν... 300 ταινίες!
Το 1943, η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Γερμανοί κατέλαβαν τη χώρα. Λεηλάτησαν την «Τσινετσιτά», με τα απομεινάρια της παραγωγικής της βάσης να μεταφερθούν προσωρινά στη Βενετία. Ο,τι γλίτωσε από τους ναζί, το αποτελείωσαν οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί τα επόμενα δύο χρόνια. Με τη λήξη του πολέμου το 1945 και μέχρι και το 1947, τα στούντιο είχαν μετατραπεί σε καταυλισμούς προσφύγων.
Σκηνικό για τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Μάρτιν Σκορτσέζε
Ηδη, όμως, από το 1943 και μετά άρχισε να διαμορφώνεται η αντιφασιστική - αντιπολεμική συνείδηση στους Ιταλούς κινηματογραφιστές, συνεπικουρούμενη από το αντιστασιακό κίνημα και την εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών, συμβάλλοντας σε αυτό που στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία θα γινόταν γνωστό ως το κινηματογραφικό αισθητικό κίνημα του νεορεαλισμού. Η ιστορική ειρωνεία είναι ότι αυτή η σημαντική στροφή στον ιταλικό κινηματογράφο θα γίνει εκτός «Τσινετσιτά», αφού, όπως είδαμε, μέσα στον πόλεμο το στούντιο ουσιαστικά δεν λειτουργούσε. Ωστόσο, αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που έκανε τους Ιταλούς κινηματογραφιστές να αρνηθούν, μεταπολεμικά, να φιλοξενηθούν στο στούντιο. Ηταν αισθητικός - ιδεολογικός: Βγήκαν στους δρόμους με την κάμερα ανά χείρας, με σενάρια βγαλμένα από την πραγματικότητα και ερασιτέχνες ηθοποιούς για να κατακτήσουν νέες «κορυφές» στην τέχνη του σινεμά. Το «μανιφέστο» του κινήματος είναι η «αρχετυπική» ταινία του Ροσσελίνι «Ρώμη, Ανοχύρωτη πόλη» (1945). Ο,τι ακολούθησε είναι μια καταιγιστική ιστορία: Βισκόντι, ντε Σίκα, Αντονιόνι, Φελίνι κ.ά.
Υπερπαραγωγές και κάποια διαμάντια
Αντίθετα με τους Ιταλούς κινηματογραφιστές που ήταν στους δρόμους, το Χόλιγουντ... έψαχνε - όπως πάντα... - φθηνές υποδομές για να γυρίσει ταινίες. Τη δεκαετία του 1950, λοιπόν, οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής ανακαλύπτουν την «Τσινετσιτά», εκμεταλλευόμενες παράλληλα την σπουδαία δυνατότητα λήψεων της «αιώνια πόλης». Είναι η εποχή που στο στούντιο θα γυριστούν υπερπαραγωγές όπως το «Κβο Βάντις», ο «Μπεν Χουρ», η «Κλεοπάτρα». Ηταν η εποχή που το στούντιο ήταν γνωστό με το παρατσούκλι «το Χόλιγουντ του Τίβερη».
Ακολουθεί μια μακρά περίοδος ακμής για το στούντιο, το οποίο, εκτός των άλλων, θα γίνει και το δημιουργικό «σπίτι» του σπουδαίου σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελλίνι, επί σχεδόν τέσσερις συγκλονιστικές δεκαετίες. Εκεί θα γυριστούν αριστουργήματα όπως η «Ντόλτσε Βίτα» (1960), «Σατυρικόν» (1969), «Ρόμα» (1972), «Η πόλη των γυναικών» (1980), «Αμαρκόρντ» (1973) κ.ά. Παράλληλα, θα γυρίζονται και «ντουζίνες» ταινιών «γουέστερν» που λόγω... προέλευσης παραγωγής, θα περάσουν στην ιστορία του κινηματογράφου ως «σπαγγέτι»! Ωστόσο, ανάμεσά τους γυρίζονται και «διαμάντια», όπως οι ταινίες του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια» και «Κάποτε στη Δύση».
Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν εμπόδισε το ιταλικό κράτος να ιδιωτικοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του στούντιο το 1997. Παρά το γεγονός ότι στα τέλη της 10ετίας του '90 και τα επόμενα χρόνια η «Τσινετσιτά» φιλοξενεί 27 μεγάλες διεθνείς συμπαραγωγές (όπως «Οι συμμορίες της Ν. Υόρκης» του Μάρτιν Σκορτσέζε, «Τα πάθη του Χριστού» του Μελ Γκίμπσον) δεν εμποδίζει τους ιδιώτες να σχεδιάζουν ουσιαστικά την εξαφάνισή της με στόχο το μεγαλύτερο κέρδος φυσικά.
Στο μεταξύ, το 2007, μια πυρκαγιά καταστρέφει περίπου 3.000 τ.μ. του στούντιο, χωρίς ευτυχώς να φτάσει στα πλατό των ιστορικών παραγωγών. Η έλευση της καπιταλιστικής κρίσης ήρθε σαν το «κερασάκι» στη «σαλαμοποίηση» της κινηματογραφικής παραγωγής, δηλαδή τη διάχυση των γυρισμάτων, των εργαστηρίων, κ.λπ., σε διάφορες χώρες, κυρίως σε πρώην σοσιαλιστικές που έχουν την υποδομή, το εξειδικευμένο προσωπικό και γελοία μεροκάματα. Το 2011 άρχισε να συζητιέται το ενδεχόμενο κλεισίματος του στούντιο με αφορμή τη δραστική μείωση της κρατικής επιχορήγησης.
Ενα σπουδαίο αρχείο
Αλλά δεν πρόκειται για το κλείσιμο μιας ακόμη επιχείρησης. Διότι εκτός της ίδιας της παραγωγικής μονάδας η «Τσινετσιτά» διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά αρχεία και συλλογές του κόσμου, τα οποία φυσικά ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά του ιταλικού λαού και τα οποία κινδυνεύουν κυριολεκτικά να σκορπιστούν σε ιδιωτικές συλλογές. Οπως το έθεσε ο γνωστός Ιταλός ηθοποιός και σκηνοθέτης Ρομπέρτο Μπενίνι, το 2011: «Πώς μπορούν να κλείσουν την Ιστορία;».
Κι όμως μπορούν, αν δεν υπάρξει αντίσταση. Η πρόσφατη πυρκαγιά που, σύμφωνα με την ανακοίνωση του στούντιο, δεν προκάλεσε σημαντικές ζημιές, ήρθε, ωστόσο, σε μια στιγμή που η «Τσινετσιτά» απειλείται με κλείσιμο της κύριας δραστηριότητάς της, δηλαδή την οπτικοακουστική παραγωγή, την ανάθεση τομέων, όπως την παραγωγή σκηνογραφιών, σε εξωτερικούς εργολάβους και τη μετατροπή της σε εμπορευματική... «ντίσνεϊλαντ», με εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία κ.λπ. Αυτό θα σημάνει την απόλυση, τουλάχιστον, του ενός τρίτου των 220 εργαζομένων, που έχουν απομείνει, γεγονός που τους οδήγησε εδώ και μερικές βδομάδες σε απεργιακές κινητοποιήσεις, υψώνοντας πανό και στήνοντας αντίσκηνα μπροστά στην κύρια είσοδο των εγκαταστάσεων. Μάλιστα, πριν μερικές μέρες, οι απεργοί τεχνικοί της «Τσινετσιτά» οργάνωσαν μέχρι και ψεύτικη χιονόπτωση έξω από το Κολοσσαίο, για να τραβήξουν την προσοχή των ΜΜΕ. Μαζί τους συντάσσονται γνωστά ονόματα του σινεμά και της τέχνη, όπως οι Ετόρε Σκόλα, Μισέλ Χαζαναβίσιους, Φράνκο Νέρο, Τζουσέπε Τορνατόρε, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Κώστας Γαβράς, Κεν Λόουτς, Μπερτράντ Ταβερνιέ, Ζιλ Ζακόμπ, Τιερί Φρεμό, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, κινηματογραφιστές από τη Γαλλία κ.λπ.
Ακόμη μία απόδειξη ότι στον καπιταλισμό δεν υπάρχει τίποτα και κανείς πάνω από την υπέρτατη «αξία» του κέρδους...

ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Υπόσχεση αντιδραστικής συνέχειας και συνέπειας



ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Υπόσχεση αντιδραστικής συνέχειας και συνέπειας
Το πλαίσιο της πολιτιστικής πολιτικής της κυβέρνησης όπως προκύπτει από τις προγραμματικές δηλώσεις
Διαχρονικό αίτημα
Eurokinissi
Η πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση στον πολιτισμό, έτσι όπως ανακοινώθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού Κ. Τζαβάρα στη Βουλή, στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων και, σε έναν βαθμό, «εξειδικεύτηκε» κατά τη συνάντησή του με τους δημοσιογράφους, όχι μόνο δε θα έχει διαφορά από την «πεπατημένη» των τελευταίων δεκαετιών -πώς θα μπορούσε άλλωστε δεδομένης της ευρωενωσιακής «στοχοπροσήλωσης» των αστικών κομμάτων- αλλά θα εφαρμοστεί με ακόμη πιο σκληρούς όρους και λόγω ή με πρόσχημα την καπιταλιστική κρίση.
Ο αρμόδιος υπουργός -και κατ' επέκταση η κυβέρνηση- κατέστησε σαφές ότι καταρχήν θα συνεχίσει το «πλούσιο», όπως το χαρακτήρισε στις προγραμματικές, έργο των προκατόχων του. Εργο το οποίο περιορίζεται πάντως στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ, στο οποίο έχουν ενταχθεί 450 έργα στον πολιτιστικό τομέα, συνολικού προϋπολογισμού 600 εκατομμυρίων ευρώ. Ο υπουργός χαρακτήρισε αυτή την ένταξη ως «άθλο» των προκατόχων του, αν και ο πραγματικός άθλος είναι αυτό που επιτυγχάνουν κάτω από άθλιες μισθολογικές και εργασιακές συνθήκες οι μόνιμοι, αορίστου και έκτακτοι επιστήμονες και εργάτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με έναν κρατικό προϋπολογισμό για τον πολιτισμό να μην «ξεκολλά» εδώ και δεκαετίες από το 0,5%, με τις ανάγκες συντήρησης, ανάδειξης και φύλαξης να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
«Χορηγία» και «εθελοντισμός»
Οκτώβριος 2010: Από το «πλούσιο έργο» των προκατόχων του νυν υπουργού ξεχωρίζει... ο «διάλογος» με τους εργαζόμενους που είχαν αποκλείσει συμβολικά την Ακρόπολη και η «θαλπωρή» των ΜΑΤ
Icon
Βέβαια, η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο στα οικονομικά του πολιτισμού. Αλλωστε, ο υπουργός έθεσε μέσα στις προτεραιότητες της πολιτιστικής πολιτικής της κυβέρνησης τη «μεταρρύθμιση του νόμου για την πολιτιστική χορηγία, ώστε να δοθούν κίνητρα για τη χρηματοδότηση πολιτιστικών δράσεων από ιδιώτες». Συγκεκριμένα, είπε ότι «αξίζει σ' αυτές τις ώρες της κρίσης να αναζητήσουμε παράλληλες πηγές χρηματοδότησης για τον πολιτισμό, γιατί όπως έχει συνηθίσει καθένας μας να λέει, πολιτισμός χωρίς χρήματα δε γίνεται. Βέβαια, εγώ θα ήθελα ή τουλάχιστον θα προτιμούσα τον πολιτισμό που γίνεται χωρίς χρήματα, αυτόν δηλαδή που είναι ενσωματωμένος στην καθημερινή μας ζωή και γι' αυτόν που όλοι μας πρέπει να συνεισφέρουμε (...) είναι ανάγκη να μεταρρυθμίσουμε το νόμο για τις χορηγίες». «Δεν είναι δυνατόν να ζητάμε από ανθρώπους που διαθέτουν χρήματα να υποστηρίξουν πολιτιστικές δράσεις όταν απ' αυτές, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, δεν παίρνουν μια στοιχειώδη αναγνώριση. Θα πρέπει, λοιπόν, να οργανώσουμε μια διαφορετική αντίληψη για την πολιτιστική χορηγία καθώς επίσης θα πρέπει να εμπνεύσουμε και ένα κίνημα εθελοντών πολιτισμού. Ποιος δε θα ήθελε να συμμετέχει σε αυτά τα νέα αλλά και τα παλιά προτάγματα μιας κυβερνητικής δράσης για την υπεράσπιση και την καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού; Ποιος δε θα ήθελε να είναι εθελοντής σε αυτού του είδους τις διαδικασίες και να απολαμβάνει την αναγνώριση της πολιτείας και της κοινωνίας, να έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο ώστε να του αναγνωρίζεται αυτό που κάνει; Και με αυτή την έννοια, θα πρέπει να βρούμε μέσα από την κοινωνία ανθρώπους - πολίτες ενεργούς που μπορεί να συμβάλουν σε αυτό που σήμερα δεν μπορούμε να το έχουμε λόγω της στενότητας των χρημάτων που είναι διαθέσιμα».
Από κινητοποίηση των εικαστικών
Στην παραπάνω παράγραφο συμπυκνώνονται δύο βασικοί «στυλοβάτες» της αστικής αντίληψης: Η «χορηγία» και ο «εθελοντισμός». Με την «πολιτιστική χορηγία» ανοίγεται μία ακόμη «πόρτα» άμεσης εμπλοκής και διείσδυσης του κεφαλαίου στον πολιτισμό, ενώ με τους «εθελοντές του πολιτισμού» επανέρχεται η λογική της απλήρωτης δουλειάς και στον πολιτιστικό τομέα. Ολα αυτά δεν είναι καινούρια. Τα συναντάμε σε κάθε τομέα, όπως στην παιδεία και στην υγεία. Να θυμίσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ πρότεινε το 2009 «την υιοθεσία μνημείων από σχολεία, συλλόγους, δήμους και στόχους τη φροντίδα, οργάνωση παροχής πληροφοριών, με καθαρισμό, διοργάνωση εκδηλώσεων και ανάλογες δράσεις σχετικά με τη σύγχρονη πολιτιστική δημιουργία»! Στους «συλλόγους» το ΠΑΣΟΚ (και όχι μόνο) περιλαμβάνει, όπως προκύπτει από άλλες παρεμβάσεις του, τις «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» και τους άλλους ιδιωτικούς φορείς. Μία μορφή είναι η «ενεργοποίηση της ιδέας του πολιτιστικού εθελοντισμού που θα αναδεικνύει τις πρωτοβουλίες των πολιτών είτε για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είτε για την ανάπτυξη δημιουργίας με δικτύωση των κατά τόπους πρωτοβουλιών (...)»!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνεται και η σημερινή κυβέρνηση τη χρηματοδότηση του πολιτισμού είναι η περίπτωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, ενός από τις σημαντικότερες «πηγές» χρηματοδότησης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αφού, τα έσοδά του από τη διαχείριση των πωλητηρίων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, πωλήσεις αντιγράφων, ενοίκια κλπ. πηγαίνουν για τις ανάγκες της πολιτιστικής κληρονομιάς. Πριν μερικούς μήνες αποκαλύφθηκε ότι και το ΤΑΠ υπέστη «κούρεμα» των αποθεματικών του -δηλαδή της «περιουσίας» των μνημείων όπως εύστοχα σημειώνει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων- με αποτέλεσμα αυτά να μειωθούν από 30 σε 9 εκατ. ευρώ, με ρευστότητα μόλις 2 εκατ. ευρώ το Μάρτη του 2012. Οταν το ζήτημα αυτό τέθηκε από δημοσιογράφο στη συνάντηση με τον υπουργό, ο τελευταίος απάντησε με «στωικότητα»... «πάνε αυτά».
Στον αγώνα οι εργαζόμενοι της ΕΛΣ
Βέβαια και αυτά που μείνανε δεν πρόκειται να πάνε όλα στον πολιτισμό. Οπως σημειώνουν οι αρχαιολόγοι, με τον πρόσφατο νόμο (4071/2012) «Ρυθμίσεις για την τοπική ανάπτυξη, την αυτοδιοίκηση και την αποκεντρωμένη διοίκηση-Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ» ποσοστό έως 40% των ετήσιων εσόδων του ΤΑΠΑ αποδίδεται στον κρατικό προϋπολογισμό ως δημόσιο έσοδο! Αν και η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης θα ξεκινήσει τελικά από το 2013, ωστόσο είναι φανερό ότι επίκειται ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση των οικονομικών πόρων, κενό το οποίο φυσικά θα σπεύσουν να καλύψουν οι ιδιώτες κάθε μορφής, από «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» και «φίλους» μνημείων, μέχρι «χορηγούς». Την ίδια στιγμή, εκκρεμεί η έκδοση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης για το ύψος της συνεισφοράς του Μουσείου Ακρόπολης στο ΤΑΠ, με αποτέλεσμα να χάνονται κι άλλα έσοδα, με τη διοίκηση του, εμπορευματικού ουσιαστικά, Μουσείου να «περηφανεύεται» για τα οικονομική κατάσταση του ιδρύματος...
Στον ίδιο δρόμο
Συνέχιση του «έργου» των προηγούμενων κυβερνήσεων σημαίνει ότι θα μείνουν ανέπαφες -αν δεν ενεργοποιηθούν- οι επικίνδυνες νομοθετικές διατάξεις των τελευταίων χρόνων που «ανοίγουν» τα μνημεία στην «αγορά» με κάθε μορφή ή «μάσκα». Σημαίνει ότι: Θα παραμείνει η διάταξη του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων του 2006 που δίνει τη δυνατότητα στους δήμους - επιχειρήσεις και στην «κοινωνία των πολιτών» να παρεμβαίνουν στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Θα παραμείνουν οι διατάξεις του νόμου 4072/2012 για τη «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος» που δίνουν τη δυνατότητα στις κατασκευαστικές εταιρείες να προσλαμβάνουν αρχαιολόγους στο πλαίσιο των μεγάλων ιδιωτικών έργων. Δεν πρόκειται να πειραχθεί η εργασιακή ζούγκλα και στον πολιτισμό, όχι μόνο στην εργασιακή ομηρία των συμβασιούχων, αλλά και στην εργασιακή αυθαιρεσία σε βάρος των αρχαιολόγων που προσλαμβάνονται ως... «μπλοκάκηδες» τόσο από τη ΔΕΗ, όσο και από τις τεχνικές εταιρείες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις προτεραιότητες της κυβέρνησης δε «χώρεσε» το μείζον ζήτημα των εργαζομένων στον πολιτισμό. Οχι λόγω... «κακίας», αλλά διότι το αίτημα για μόνιμη και σταθερή δουλειά με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα είναι σε σύγκρουση με την αγοραία αντίληψη και τον εμπορευματικό προσανατολισμό (και) της πολιτιστικής διαχείρισης από το αστικό πολιτικό προσωπικό. Γι' αυτό και η τωρινή κυβέρνηση θα λύσει σε βάρος των εργαζομένων και της πολιτιστικής κληρονομιάς το μείζον ζήτημα της υποστελέχωσης. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι στο υπόμνημα που κατέθεσαν στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου, αυτή τη στιγμή η εικόνα της στελέχωσης στην Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι η εξής: Υπάρχουν 66 Εφορείες Αρχαιοτήτων και 6 Αρχαιολογικά Ινστιτούτα, που καλύπτουν το διοικητικό έργο που σχετίζεται με την εφαρμογή των νόμων (αδειοδότηση έργων, αιτήματα πολιτών κλπ.), την οργάνωση και λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων, τη διεξαγωγή των σωστικών ανασκαφών, την παραγωγή πρωτότυπης επιστημονικής γνώσης και την υλοποίηση των έργων ΕΣΠΑ.
- 210 Μουσεία και Συλλογές προϊστορικών, κλασικών και βυζαντινών αρχαιοτήτων.
- 250 οργανωμένοι αρχαιολογικοί χώροι.
- 19.000 κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι και ιστορικά μνημεία.
- Εκατοντάδες ανασκαφές σε εξέλιξη, είτε στο πλαίσιο κατασκευής δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων, είτε στο πλαίσιο προγραμμάτων έρευνας.
«Για όλα τα παραπάνω εργάζονται μόλις 7.000 υπάλληλοι ως τακτικό προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, εκ των οποίων μόλις 950 αρχαιολόγοι. Με το Ν. 4024/2011 για την αναγκαστική έξοδο-"εφεδρεία" (Νοέμβριος 2011), το 10% του πλέον έμπειρου προσωπικού όλων των ειδικοτήτων εκδιώχθηκε άρον-άρον από το Υπουργείο Πολιτισμού και οι οργανικές τους θέσεις καταργήθηκαν! Ακόμη όμως και με τις ρυθμίσεις του Ν. 4024/2011 παρέμειναν κενές περίπου 500 οργανικές θέσεις αρχαιολόγων σε όλη την Ελλάδα».
Με τον Οργανισμό του ΥΠΠΟ που ίσχυε μέχρι το παραπάνω «τσεκούρωμα» υπήρχαν κάμποσες χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις (4.000 σύμφωνα με στοιχεία του 2010 των εκτάκτων εργαζομένων του ΥΠΠΟ). Να σημειωθεί όμως ότι ακόμη και αυτός ο Οργανισμός αφορά στις ανάγκες που το αστικό κράτος εκλαμβάνει ως τέτοιες και που μόνο μερικώς καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες στελέχωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αν αυτή λειτουργούσε σε ένα γενικότερο πλαίσιο πολιτιστικής πολιτικής που θα εξυπηρετούσε το λαό. Και αυτό σε τίποτα δεν αναιρεί τον πραγματικά τιτάνιο αγώνα των εργαζομένων σε αυτήν. Αντίθετα, υπογραμμίζει την ανάγκη αυτός ο αγώνας και τα αποτελέσματά του να γίνουν κτήμα του λαού και όχι του κεφαλαίου.
Θα παραμείνει φυσικά και το «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας για τα Μεγάλα Εργα» που υπογράφηκε το 2010 μεταξύ του τότε υπουργείου Πολιτισμού Τουρισμού και του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων για τη «διευκόλυνση, συστηματοποίηση και επιτάχυνση των αρχαιολογικών εργασιών, καθώς και των εργασιών προστασίας και ανάδειξης των μνημείων, στο πλαίσιο κατασκευής Δημοσίων Συγχρηματοδοτούμενων Εργων» και το οποίο ουσιαστικά είναι ένας τρόπος ώστε τα «μεγάλα έργα» να «απελευθερωθούν» από το «βραχνά» των αρχαιοτήτων που «ξεφυτρώνουν»... σε «λάθος» μέρος τη «λάθος» στιγμή.
Το... «αντίδοτο»
Η κυβέρνηση λοιπόν υπόσχεται, ουσιαστικά, τη συνέχιση της πολιτικής πλήρους εμπορευματοποίησης του πολιτισμού. Και θα το κάνει μέσα σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που ο υπουργός το έθεσε ως εξής στη Βουλή: «Στις συνθήκες κρίσης που περνάμε θα πρέπει να δούμε και πώς ο πολιτισμός μπορεί να γίνει αντίδοτο, πώς ο πολιτισμός μπορεί να μας χρησιμεύσει, να μας δώσει αυτές τις απαντοχές και τα κουράγια που χρειαζόμαστε για να ενισχύσουμε την κοινωνική συνοχή και έτσι να αποφευχθούν οι περιπτώσεις αυτές που καθημερινά βλέπουμε και διαπιστώνουμε να οδηγούν ανθρώπους σε απόγνωση και απελπισία».
Η παραπάνω παράγραφος αντανακλά την πάγια χρήση του πολιτισμού ως εργαλείου ιδεολογικής χειραγώγησης -παράλληλα με τη χρήση του ως πηγή κερδοφορίας- με βασικό στόχο την «κοινωνική συνοχή», δηλαδή την ταξική «ειρήνη», την αποχαύνωση του λαού και την «πρόθυμη» υποταγή του στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις χωρίς αντίσταση. Σε αυτό παραπέμπει και η αναγωγή σε «βασική προσπάθεια» της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού να «βγάλουμε όλοι μαζί τον πολιτισμό από τα μουσεία» εννοώντας την άυλη πολιτιστική κληρονομιά «που εμείς δεν έχουμε υπηρετήσει όσο θα έπρεπε».
Με ανάλογο «στόμφο» ο υπουργός έθιξε και «το θέμα του να έχουμε ανοιχτά μουσεία σε όλους εκείνους που έρχονται από την άκρη του κόσμου, τους προσκυνητές στα μεγάλα και αξεπέραστα δημιουργήματα του κλασικού μας πολιτισμού αλλά και του πολιτισμού της νεότερης φάσης της ιστορίας μας». Βέβαια, στο θέμα «ανοιχτά» μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι οι κυβερνήσεις δίνουν διάφορες «ερμηνείες» και «λύσεις». Αλλες φορές συκοφαντούν τους αγώνες των εργαζομένων που αποκλείουν συμβολικά τους χώρους απαιτώντας τα αυτονόητα (δουλειά, μισθό κ.λπ.) και άλλες φορές ρίχνουν στη... «μάχη» της «υπεράσπισης» -υποτίθεται- των «προσκυνητών»... τα ΜΑΤ όπως τον Οκτώβριο του 2010.
Στο ζήτημα του σύγχρονου πολιτισμού ο υπουργός έθιξε μόνο το θέμα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που κατασκευάζεται στο πρώην εργοστάσιο του ΦΙΞ στη Συγγρού. Η σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι μάλλον το «φόρτε» της νέας κυβέρνησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρόκειται να ασκήσει πολιτική. «Θα πρέπει ακόμη να αναφέρω και τη Λυρική Σκηνή, καθώς επίσης και το χορό και τον κινηματογράφο, όπου σε όλους αυτούς τους δημιουργούς θα πρέπει να δώσουμε τη στήριξη, να δώσουμε αυτό που ζητούν από την πολιτεία, μια θαλπωρή και μια δυνατότητα διαλόγου, ώστε να μπορούμε όλοι μαζί σε αυτούς τους τομείς να κάνουμε δημιουργικά πράγματα» είπε ο υπουργός. Βέβαια, οι καλλιτέχνες θέλουν καταρχήν δωρεάν και πλήρεις υποδομές, ικανοποιητικούς μισθούς, εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα για τα οποία δεν ανέφερε λέξη ο υπουργός. Από τη στιγμή που και αυτή η κυβέρνηση θα παραδώσει τη Λυρική και τη Βιβλιοθήκη στο Ιδρυμα Νιάρχου και θα τηρήσει την εγκληματική, για περιβάλλον και πολιτισμό, σχετική σύμβαση, ο «διάλογος» και η «θαλπωρή» είναι απλώς ρητορικές «φούσκες»...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Αυθεντικός και πηγαίος καλλιτέχνης


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Αυθεντικός και πηγαίος καλλιτέχνης
Με την Σωτηρία Μπέλλου και τον Ηλία Ποτοσίδη
Σαράντα χρόνια απουσίας του λαϊκού δημιουργού, που μίλησε με το δικό του, αυθεντικό τρόπο για τη ζωή του εργάτη, για το μεροκάματο, για την αγάπη, για τα βάσανα, για τη ζωή του φτωχού λαού, του Γιάννη Παπαϊωάννου συμπληρώνονται στις 3/8.
Ενας από τους θεμελιωτές και κύριους εκφραστές του λαϊκού μας τραγουδιού, μια ξεχωριστή μορφή, με εντελώς προσωπικό ύφος και άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και σπάνιο ήθος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε ο δημιουργός αθάνατων τραγουδιών, όπως: «Φαληριώτισσα», «Ανδρέας Ζέπος», «Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», «Σβήσε το φως» και εκατοντάδων ακόμη. Αυθεντικός και πηγαίος καλλιτέχνης, έμελλε να φύγει πολύ νωρίς από τη ζωή, σε ηλικία 58 χρόνων (σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1972).
Στην πολύχρονη καριέρα του πέρασε μέσα από φωτιά και σίδηρο. Είδε εποχές δύσκολες, όχι μόνο για τους μουσικούς, αλλά για την Ελλάδα ολόκληρη. Μικρασιατική καταστροφή, πείνα, φτώχεια, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, κατοχή, εμφύλιος, δυο δικτατορίες, ξενιτιά.
«Τα τραγούδια μου» - έλεγε - «είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...».
Το μπουζούκι παντοτινή αγάπη του
Με τον κουμπάρο του Βασίλη Τσιτσάνη
Για τον μπαρμπα-Γιάννη μιλούν όλοι όσοι τον γνώρισαν με τα καλύτερα λόγια. Ηταν - όπως λένε - ο πιο ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Πάντα με το καλαμπούρι του, καλός πατέρας και οικογενειάρχης. Ποτέ δεν τον είδαν θυμωμένο ή στενοχωρημένο. Ο,τι κι αν τον απασχολούσε, το έκρυβε πίσω από ένα μεγάλο χαμόγελο. Στη δουλειά γινόταν ένα με τον κόσμο και γι' αυτό κι ο κόσμος τον αγαπούσε τόσο. Οσο για τα ταξίμια του, είναι ιστορικά.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914. Με την καταστροφή του 1922, έφυγε με τη μητέρα και τη γιαγιά του στην Ελλάδα. Αρχικά, εγκαταστάθηκαν στις Τζιτζιφιές και από μικρό παιδί δούλεψε σκληρά. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική. Στην αρχή με το μαντολίνο, λίγο αργότερα με την κιθάρα και στη συνέχεια με τον παντοτινό σύντροφο της ζωής του, το μπουζούκι. Ο ίδιος ο συνθέτης μιλά για την πρώτη του «γνωριμία» με το λαϊκό όργανο στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα», που επιμελήθηκε ο Κώστας Χατζηδουλής (εκδόσεις «Κάκτος»). Ενα μεσημέρι στην ταβέρνα του Γκινόπουλου, στις Τζιτζιφιές, όπου πήγαινε μετά τη δουλειά, άκουσε το «Μινόρε του Τεκέ», που είχε ηχογραφήσει ο Γιάννης Χαλκιάς στην Αμερική. Και συγκλονίστηκε... «Τρέλα!! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αυτό είναι το σύμβολο... Αμέσως είπα θα πάρω μπουζούκι». Η απόφασή του φέρνει θύελλα στο σπίτι, καθώς η μητέρα του αρνείται να δεχτεί το μπουζούκι. Κι έτσι το φυγαδεύει στο σπίτι ενός φίλου του, όπου πήγαινε και μελετούσε. Γράφει το πρώτο του τραγούδι, τη «Φαληριώτισσα», που ηχογραφείται στην «Οντεόν». «Οταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση, ήμουνα με τα ρούχα της δουλειάς, όλο ασβέστες! Εγραψα τη "Φαληριώτισσα" κι ένα σέρβικο. Παίζω εγώ, ο Περιστέρης κι ο Κωνσταντινίδης, ο λεγόμενος Μακαρόνας. Μετά από λίγο, έβγαλα τη "Μοδιστρούλα", το "Ραντεβού" και τα άλλα. Με τη "Φαληριώτισσα" έγινε λαϊκό προσκύνημα, χάλασε ο κόσμος. Δεν προλαβαίνανε να βγάζουν δίσκους».

Αργότερα ντύνεται στο χακί και το 1937 φεύγει για τη Θεσσαλονίκη με την κομπανία που είχαν φτιάξει μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μπάτη, τον Κερομύτη και άλλους, με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, το μπουζούκι διώκεται και η λογοκρισία βασιλεύει. «Το μπουζούκι είχε απαγορευτεί κι ο Μανιαδάκης με τους έτσι, τους δικούς του, γύρναγαν και μάζευαν τους δίσκους από τα μαγαζιά κι από τους δρόμους, από τα γραμμόφωνα. Ρεζιλίκια πράματα! Κι αμέσως λογοκρισία στα τραγούδια. Οποιο τραγούδι έβγαινε, ή μάλλον όποιο τραγούδι θέλανε να βάλουμε, το 'παιζε κάποιος στην επιτροπή και πέρναγε. `Η, αν όχι, άμα δεν τους άρεσε το 'κοβαν... Δεν τους ένοιαζε για τους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού, ποιοι ήτανε και τι κάνανε. Δε δίνανε δυάρα και μην ακούτε τι λένε. Αλλο τους ένοιαζε. Μόνο το τραγούδι το λαϊκό τους ένοιαζε.... Και αυτό το τραγούδι θέλανε να το βάλουνε εκεί που ήθελαν αυτοί και το 'χανε βάλει σε καλούπια... Γιατί αυτό ήτανε στην καρδιά του λαού, γιατί αυτό καταλάβαινε και όχι όλα τα άλλα».
«Ξαφνικά το 1936» - διηγείται σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις ο Γιάννης Παπαϊωάννου - «απαγορεύονται τα λαϊκά τραγούδια. Παίρνω τότε το μπουζούκι μου και πάω στη λογοκρισία. Λέω: Κύριοι, αφού το όργανο είναι κατηγορούμενο, πρέπει να απολογηθεί. Επαιξα ένα μινόρε και συγκινηθήκανε. Γρήγορα δόθηκε η άδεια να συνεχίσουμε. Ηταν η πρώτη νίκη μου».
«Ποιος πέρασε από τις Τζιτζιφιές και τις ξέχασε;»
Μεταπολεμικά δούλεψε στις Τζιτζιφιές, την εποχή της μεγάλης ακμής των λαϊκών κέντρων στην περιοχή. «Στο μαγαζί του κουμπάρου μου του Καλαματιανού», αναφέρει χρόνια αργότερα, «ήτανε η μεγαλύτερη ορχήστρα, το μεγαλύτερο συγκρότημα. Εγώ, ο Μάρκος, ο Χατζηχρήστος, ο Κερομύτης, ο Μητσάκης, ο Αργύρης, ο Κοριός, ο Ροβερτάκης, ο Περιστέρης, ο Ρούκουνας, ο Ποτοσίδης, ο Μαρσέλος, ο Μοσχονάς και άλλοι». Και αργότερα, πάλι στις Τζιτζιφιές, «με τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, την Νίνου, τον Χιώτη, την Σεβάς Χανούμ, την Χρυσάφη, την Ντάλια και βάλε. Ιστορίες ολόκληρες. Πώς να τις θυμάσαι; Από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Ποιος πέρασε από τις Τζιτζιφιές και τις ξέχασε;».
Ο Γ. Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που πήγε στην Αμερική (1953), βγάζοντας το μπουζούκι εκτός Ελλάδας. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο λαϊκό τραγούδι, έφτασε ν' αναρωτιέται αργότερα, όταν άλλοι (δισκογραφικές εταιρείες) «θέριζαν» αυτά που η γενιά του είχε «σπείρει»: «Τόσα χρόνια στο πάλκο εμείς τι κάναμε; Σαράντα χρόνια εγώ ξενύχτια, αγώνες. Ενα σπίτι έκανα με τρεις Αμερικές λεφτά. Τρεις φορές μόνο πήγα στην Αμερική. Ξέρετε τι είναι τρεις φορές Αμερική; Τρεις φορές ο Γολγοθάς του Χριστού! Ενα σπίτι όλο κι όλο κι αυτό με αίμα, τίποτε άλλο! Κι ο Τσιτσάνης τα ίδια. Τόσες επιτυχίες, τόσα σουξέ, χιλιάδες δίσκοι, τόσα λεφτά στο πάλκο, περιουσίες ολόκληρες. Λεφτά που τα πήρανε αυτοί με τις εταιρείες και αυτοί που δεν έχουνε ούτε όσιο, ούτε ιερό. Από κει που σου κάνουνε υποκλίσεις όταν μπαίνεις στα γραφεία τους, εκεί δε σε ξέρουνε και δε σε αφήνουνε να περάσεις ούτε τα σκαλοπάτια τους».
«Το λαϊκό τραγούδι σήμερα έχει πέσει σε χέρια άσχημα», διαπίστωνε με πόνο ψυχής, τα χρόνια της παρακμής του είδους. «Ζούγκλα οι εταιρείες, ζούγκλα», έλεγε και έδινε μια εικόνα της ζοφερής, εμπορικής πλέον, πραγματικότητας: «Το τραγούδι δεν είναι σούπα να βάλουμε την κουτάλα μέσα στο καζάνι. Ξέρω τραγουδιστή που τον θάψανε, γιατί είπε μια κουβέντα σε κάποιο κουμανταδόρο μιας εταιρείας. Εσβησε μια καριέρα, για ένα πείσμα... Ξέρω άλλονε που θάφτηκε γιατί δεν έκανε τα γούστα σε κάποιον απ' αυτούς και έναν άλλον που έγινε φίρμα γιατί τους έκανε τα γούστα. Βρωμιά για να κρατάς τη μύτη σου. Ενας τόλμησε να ζητήσει λεφτά, κάτι ποσοστά λίγα, ίσα - ίσα για να ζήσει και τόνε στείλανε από κει που ήρθε. Δεν πρέπει να ζητάς από τις εταιρείες, παρά μόνο να παίρνεις τα ψίχουλα που σου δίνουνε. Οποιος τολμήσει και ανοίξει το στόμα του για να απαιτήσει κάτι, θα το μετανιώσει. Να το ξέρετε αυτό. Γιατί αυτοί που είναι στις εταιρείες, όταν σηκώσεις κεφάλι δε στο συχωράνε ποτέ. Οποιος και να 'σαι!».
Στη σαραντάχρονη πορεία του έγραψε πάνω από 800 τραγούδια, περιόδευσε σε Ελλάδα και Αμερική, και ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, μουσικών και τραγουδιστών. H πλούσια δισκογραφία του μαρτυρά την κολοσσιαία συνεισφορά του. Μερικά από τα τραγούδια του όπως η «Ψαροπούλα» και η «Φαληριώτισσα» που βρίσκονται ακόμα στα χείλια μας και στις καρδιές μας είναι μια ζωντανή απόδειξη της διαχρονικότητας του έργου του ενός μεγάλου συνθέτη.
Ο Μανώλης Χιώτης κατάφερε να συνοψίσει σε δυο φράσεις όλα όσα ειπώθηκαν για τον Γιάννη Παπαϊωάννου: «Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι μια μεγάλη μορφή της Λαϊκής Μουσικής. Ενα βουνό. Αλλά και το καλύτερο παιδί που υπάρχει πάνω στη Γη».

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Ολυμπιακά παραμύθια - 2. Οι μεταγραφές


Ολυμπιακά παραμύθια - 2. Οι μεταγραφές 
 Θυμάμαι ακόμη και σήμερα την έκπληξη που ένοιωσα πριν καμμιά εικοσαριά χρόνια, όταν πρωοτοείδα τον κενυάτη Ουίλσον Κίπκετερ (τότε παγκόσμιο πρωταθλητή και ρέκορντμαν των 800 μέτρων) να αγωνίζεται με την φανέλλα τής Δανίας. Βλέπετε, η μόδα των "εθνικών μεταγραφών" στον σύγχρονο αθλητισμό δεν ήταν διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Βέβαια, σήμερα το φαινόμενο είναι συνηθισμένο. Ιδού τρία χαρακτηριστικά ελληνικά παραδείγματα, ευρύτατα γνωστά:


 - Ο "δικός μας" Κάχι Κακιασβίλι (ευτυχώς, το "Ακάκιος Κακιασβίλης" δεν έπιασε) έχει κερδίσει δυο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια για την χώρα μας, αφού προηγουμένως είχε κερδίσει άλλο ένα για την Γεωργία.


 - Στους ολυμπιακούς αγώνες τής Αθήνας, ο Τζαρτζίλ Ζβιανταουρί θα μπορούσε να είχε χαρίσει άλλο ένα χρυσό στην Γεωργία αλλά, δυστυχώς για τους γεωργιανούς, πρόλαβε και τον υιοθέτησε ο προπονητής τού τζούντο Νίκος Ηλιάδης. Έτσι απολαύσαμε τον "νεογέννητο" έλληνα χρυσό ολυμπιονίκη Ηλία Ηλιάδη να κάνει δηλώσεις μετά την νίκη του σε έλληνα δημοσιογράφο μέσω...διερμηνέα, αν και είχε στους ώμους του την γαλανόλευκη!


 - Ο Πύρρος Δήμας είναι ένας από τους πλέον αγαπητούς στους έλληνες αθλητής, με τέσσερα ολυμπιακά μετάλλια (τα τρία χρυσά). Σήμερα, ο γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αλβανία Πύρρος Δήμας είναι βουλευτής επικρατείας του ΠαΣοΚ, αφού στο μεταξύ είχε ονομαστεί αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Εννοείται ότι ο Πύρρος, αν δεν ήταν ολυμπιονίκης, θα ήταν απλώς άλλος ένας "βρομοαλβανός μετανάστης".


 Κι αν η Ελλάδα έχει να παρουσιάσει άφθονες τέτοιες "εθνικές μεταγραφές" (όρεξη να 'χουμε να απαριθμούμε), φανταστείτε τι γίνεται σε άλλες, πλουσιώτερες χώρες. Στις εθνικές ομάδες στίβου τού Κατάρ και του Μπαχρέιν ψάχνεις με το κυάλι για να βρεις  αυτόχθονα αθλητή. Στους ολυμπιακούς αγώνες τού Πεκίνου, η ουγκαντέζα αρσιβαρίστρια Ρουθ Κασίριε μπήκε ως σημαιοφόρος τής...Νορβηγίας. Στους ίδιους αγώνες, σημαιοφόρος των ΗΠΑ ήταν ο σουδανός πρόσφυγας Λόπεζ Λόμονγκ. Επίσης στο Πεκίνο, στον γυναικείο αγώνα υδατοσφαίρισης ανάμεσα στην Ιταλία και την Ουγγαρία, η ουγγαρέζα πολίστρια Άγκνες Βάλκαϊ βρέθηκε αντίπαλος με την "ιταλίδα" αδελφή της Ερζεμπέτ Βάλκαϊ! Τέλος, πριν λίγες μέρες η παγκόσμια ομοσπονδία στίβου ανακοίνωσε τις "νέες εθνικότητες" δώδεκα ακόμη αθλητών. Κι έχει ο θεός...


 Το φαινόμενο βρομοκοπάει από χιλιόμετρα μακρυά. Είναι σαφές ότι "μπούσουλας" όλων αυτών των "εθνικών μεταγραφών" δεν μπορεί να είναι ούτε το "ευ αγωνίζεσθαι" ούτε η "αθλητική ανιδιοτέλεια" ούτε ο...κότινος. Όμως, δεν είναι η "αμαρτωλή δύση" ούτε ο "πολυπράγμων καπιταλισμός" που ανακάλυψαν το συγκεκριμένο κόλπο. Δυστυχώς, ακόμη κι εδώ τα πρωτεία ανήκουν στους έλληνες! Και, μάλιστα, από τα βάθη της Ιστορίας!


 Πράγματι, οι "εθνικές μεταγραφές" αποτελούν αρχαιοελληνική ανακάλυψη. Εφ' όσον η ανάδειξη κάποιου αθλητή ως ολυμπιονίκη έφερνε φήμη και δόξα στην πόλη-κράτος του, εξυπακούεται ότι μεγάλο κομμάτι απ' αυτή την φήμη και την δόξα καρπωνόταν και ο βασιλιάς ή ο τύραννος της πόλης. Συνεπώς, όσο περισσότερες ολυμπιακές επιτυχίες είχε να επιδείξει μια πόλη, τόσο μεγαλύτερη δόξα αποκτούσε και ο ανώτατος άρχοντάς της. Έτσι, από νωρίς άρχισαν οι συναλλαγές ανάμεσα σε πλούσιους άρχοντες και ολυμπιονίκες προκειμένου οι τελευταίοι να πάρουν...μεταγραφή.


 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πολυολυμπιονίκη δρομέα Άστυλου από τον Κρότωνα της Νότιας Ιταλίας, ο οποίος πρώτευσε στο "στάδιον" και στον "δίαυλον" κατά τους ολυμπιακούς αγώνες τού 488 π.Χ. Τότε, ο τύραννος των Συρακουσών Ιέρων σκέφτηκε να "ενισχύσει" την επόμενη ολυμπιακή ομάδα τής πόλης του με τον Άστυλο. Τα χρήματα και τα χωράφια που χάρισε στον κροτωνιάτη αθλητή ο Ιέρων ήσαν αρκετά ώστε ο Άστυλος να ξεχάσει τους κότινους και τις τιμές των συμπατριωτών του και να δεχτεί την μεταγραφή στις Συρακούσες.


 Έτσι, λοιπόν, στους επόμενους ολυμπιακούς αγώνες τού 484 π.Χ. ο Άστυλος ξανακέρδισε και στα δυο αγωνίσματα αλλά τούτη την φορά η δόξα πήγε στις Συρακούσες. Έξαλλοι οι πρώην συμπατριώτες του τον εξόρισαν για πάντα από τον Κρότωνα, κατέστρεψαν τον ανδριάντα του (τον οποίο είχε φιλοτεχνήσει ο Πυθαγόρας), κατέβασαν την εικόνα του από τον ναό τής Λακινίας Ήρας και μετέτρεψαν το σπίτι του σε φυλακή (ύψιστη προσβολή), ενώ η οικογένειά του τον αποκλήρωσε (*). Όμως, το αφτί τού Άστυλου δεν ίδρωσε: στους επόμενους ολυμπιακούς αγώνες, το 480 π.Χ., όχι μόνο κέρδισε και πάλι στα ίδια αγωνίσματα αλλά πρώτευσε και στον "οπλίτη δρόμο"...


 Εκτός από την περίπτωση Άστυλου, μεγάλο ντόρο έκανε και η περίπτωση του κρητικού Σωτάδη. Ο Σωτάδης είχε νικήσει στον "δόλιχο" κατά τους 99ους ολυμπιακούς αγώνες τού 384 π.Χ. Τότε, ο σατράπης τής Εφέσου Τιρίβαζος σκέφτηκε ότι δεν θα του έπεφτε άσχημα να αποκτούσε η πόλη του έναν ολυμπιονίκη και γέμισε χρυσάφι τον Σωτάδη προκειμένου να τον πείσει να πάρει μεταγραφή από την Κρήτη στην Έφεσο. Κι επειδή "ήταν πολλά τα λεφτά, Σωτάδη", ο -αποθεωμένος ως κρητικός- ολυμπιονίκης νίκησε στους 100ούς αγώνες τού 380 για λογαριασμό τού Τιρίβαζου και της Εφέσου (**). Φυσικά, οι πρώην αποθεωτές του δεν έμειναν άπραγοι. Δήμευσαν την περιουσία του και του απαγόρευσαν να ξαναπατήσει το πόδι του στο νησί.




 Κάπως έτσι, λοιπόν, ο ταπεινός κότινος επιχρυσωνόταν, στέλνοντας το "αγνό" πνεύμα τού ολυμπισμού να κατοικοεδρεύσει αποκλειστικά στο μυαλό και την φαντασία όσων επιμένουν να βλέπουν μόνο ωραία και σωστά πράγματα στην αρχαία μας Ιστορία. Συνεπώς, την επόμενη φορά που θα αγανακτήσετε με τον "αιγαλεώτη" λατινοαμερικανό Γιάννη "Χουάν Ραμόν Ρότσα" Μπουμπλή ή τον "χιώτη" λατινοαμερικανό Εδουάρδο "Κοντογεωργάκη" Ρικάνε, σκεφθείτε ότι απλώς...παραμένουμε πιστοί στις αρχαιοελληνικές μας παραδόσεις!




 ----------------------------
(*) "Αστύλος δε Κροτωνιάτης Πυθαγόρου μέν εστιν έργον, τρεις δε εφεξής Ολυμπίασι σταδίου τε και διαύλου νίκας έσχεν. ότι δε εν δύο ταις υστέραις ες χάριν την Ιέρωνος του Δεινομένους ανηγόρευσεν αυτόν Συρακούσιον, τούτων ένεκα οι Κροτωνιάται την οικίαν αυτού δεσμωτήριον είναι κατέγνωσαν και την εικόνα καθείλον παρά τη Ήρα τη Λακινία κειμένην" (Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησις", βιβλίο VI, 13, 1). Συγγνώμη για το μονοτονικό, θείε Παυσανία...




(**) "Λαβών χρήματα παρά των Εφεσίων κοινού Εφεσίοις εσεποίησεν αυτός (...) και αυτόν επί τω έργω φυγή ζημιούσιν οι Κρήτες" (Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησις", βιβλίο VI, 18, 6)

COGITO ERGO

Ο φορατζής και τα παθήματά του


Ο φορατζής και τα παθήματά του







Πρωί πρωί έπαιρνε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από την πόλη ο φορατζής και γύρναγε τα χωριά της περιοχής του για να εισπράξει τον κοινοτικό φόρο απ' τους χωρικούς, περίπου σαν την παλιά δεκάτη ήταν κι αυτός ο θεσμοθετημένος φόρος με όλες τις βαριές συνέπειες για τον οικογενειακό κορβανά. Βέβαια, ο άνθρωπος εφάρμοζε πιστά το νόμο και κοίταζε όσο περνούσε απ' το χέρι του να μην αδικήσει κανέναν. Ηταν καλός εκτιμητής της κάθε σοδειάς. Για τους μεγάλους τζορμπατζήδες με τα πολλά μπερικέτια δεν έκανε πίσω ρούπι όταν του ζητούσαν κάποια ελάφρυνση του φόρου και του χρέους τους. Επρεπε να πληρώσουν το φόρο κανονικά και στην ώρα του.




Σαν άνθρωπος ήταν καλοκάγαθος. Δεν είχε πολλές γραμματικές γνώσεις, ζήτημα αν είχε βγάλει το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Ηταν καλός οικογενειάρχης και δεν ήξευρε από ταβέρνες και πολύβουες διασκεδάσεις. Απ' το σπίτι στη δουλιά και απ' τη δουλιά στο σπίτι. Ούτε συνήθιζε να κάνει πολλά χωρατά και για κείνα που του κάνανε οι άλλοι δεν ένιωθε δυσαρέσκεια, έτσι τουλάχιστο φαινόταν. Τα αντιμετώπιζε με μια παράξενη στωικότητα.


Μια Κυριακή αυγή και όπως ήταν αγουροξυπνημένος, παραγγέλνει στη γυναίκα του, την Ουρανία, «ετοίμασέ μου γρήγορα το πρωινό και δώσ' μου τον τουρβά και το δίκαννο, θα πάω στα χωριά να κάνω εισπράξεις, άντε βιάσου, γιατί θα χάσω το πρώτο λεωφορείο». Και κείνη του απαντάει:


- Μα, χριστιανέ μου, κυριακάτικα θα κάνεις εισπράξεις; Κάτσε να ξεκουραστείς και λίγο, ιερή μέρα του θεού είναι σήμερα.


- Και εισπράξεις θα κάνω και λαγό θα σου φέρω, της απάντησε με αυστηρό κάπως ύφος.


Αφού πήρε όλα τα χρειαζούμενα ξεκίνησε για το ΚΤΕΛ. Πήρε το λεωφορείο και σε μια ώρα περίπου έφτασε στον Κυπρίνο, ένα κεφαλοχώρι με έδρα κοινότητας τότε. Σήμερα είναι δήμος. Εκανε μερικές εισπράξεις που εκκρεμούσαν. Στο δρόμο συνάντησε το φίλο του τον Θανάση τον αγροφύλακα. Τον ρώτησε ποιο μονοπάτι να πάρει για να πάει στην τσιούκα του Σαράντη, ένα λόφο με πυκνή βλάστηση, για να βαρέσει κάνα λαγό. Και κείνος τον ορμήνεψε:


- Ρε Σταμάτη, καταμεσήμερο οι λαγοί κοιμούνται στα γιατάκια τους, πού θα βρεις λαγό να βαρέσεις;


- Αλήθεια λες, Θανάση; (τον διέκρινε και μια μικρή αφέλεια).


- Αμ' τι, ψέματα; Ακουσε τι θα σου πω. Ο Μαργαρίτης, ο γείτονας του Αποστόλη του γραμματικού έχει βαρέσει το πρωί ένα λαγό και νομίζω τον κρατάει ακόμα κρεμασμένο στο κελάρι. Δεν πας να τον παρακαλέσεις να σου τον πουλήσει; Δώσ' του και κάτι παραπάνω για να στέρξει. Τι να κάνεις για; Αλλιώς, πώς θα χαρεί και η Αντωνία σου;


Πράγματι αυτό έκανε. Πήγε στο σπίτι του Μαργαρίτη, συμφώνησε στην τιμή, πήρε το λαγό, τον έβαλε μες στον τουρβά και ξεκίνησε για τη στάση του λεωφορείου. Στο δρόμο θυμήθηκε ότι έπρεπε να τον πασπαλίσει και με ρίγανη για να μη βρωμίσει. Γύρισε πίσω, πήγε στο μπακάλικο, πήρε τη ρίγανη και την έχωσε μπόλικη μπόλικη στην ανοιγμένη και καθαρισμένη κοιλιά του λαγού.


Η ώρα θα ήταν γύρω στη μία το μεσημέρι όταν έφτασε στο πρώτο χωριό με το λεωφορείο της επιστροφής. Σκέφτηκε να κατεβεί, να δει μερικούς φίλους του και να πιει κάνα καφέ στο καφενείο του Μαμαλίγκα.


Σ' ένα τραπέζι κάθονταν μια μεγάλη παρέα. Ηταν ο αγροτικός γιατρός της περιοχής, άνθρωπος καλαμπουρτζής και πειραχτήρι, ο πάρεδρος του μικρού αυτού χωριού, ο δάσκαλος του (μονοθέσιου) σχολείου, ο πρόεδρος της σχολικής εφορείας με το γραμματέα της και δύο άλλοι χωρικοί.


Μόλις μπήκε στο καφενείο ο Σταμάτης ο φορατζής, χαιρέτισε ευγενικά όλους τους θαμώνες και πήγε να καθίσει σ' ένα αδειανό τραπέζι που ήταν στη γωνιά, περιμένοντας τους φίλους του που τους είχε ειδοποιήσει μ' ένα παιδί.


- Ε, Κεστενίδη, έλα κατά δω να καθίσεις, τον φώναξε ο γιατρός, που δεν ήθελε να τον βλέπει μονάχο του.


- Ευχαριστώ, γιατρέ, αλλά θα καθίσω λίγο μόνος μου, θα δω τους φίλους μου και μετά θα φύγω αμέσως γιατί θα ανησυχεί η γυναίκα μου.


Στο μεταξύ είχε πάει πρωτύτερα στον μπουφέ να κρεμάσει πίσω απ' την πόρτα τον τουρβά και το δίκαννο. Ο γιατρός κάτι ψυλλιάστηκε στον τουρβά, γιατί εξείχαν λίγο τ' αυτιά του λαγού, αλλά δεν ήταν και σίγουρος περί τίνος πρόκειται. Και σιγοψιθυρίζοντας στο δάσκαλο, που καθόταν δίπλα του, είπε:


- Πρόσεξες δάσκαλε; Σαν να είδα στον τουρβά αυτιά λαγού, πάει να μας τη σκαπουλάρει ο μπαγάσας ο φορατζής. Αμ δε θα τη γλιτώσει... Να δεις τι χουνέρι θα πάθει.


Σε λίγο σηκώνεται απ' το τραπέζι ο γιατρός για να πάει τάχα για κατούρημα. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο καφενείο ο Αποστόλης, γραμματικός της κοινότητας - παλιός ΕΠΟΝίτης, εξαίρετος άνθρωπος και πολύ αγαπητός στους κατοίκους του χωριού - ο οποίος έφτασε για κάτι υπηρεσιακές δουλιές και είχε μάθει τα σχετικά με το λαγό από τον αγροφύλακα και τα είπε στην παρέα αυτά τα ...παράξενα που είχαν προηγηθεί στο κεφαλοχώρι. Ο γιατρός πηγαίνει στον μπουφετζή και του λέει το και το. Του παραγγέλνει δε να πάρει το λαγό πίσω απ' την πόρτα, να τον καθαρίσει και να τον ψήσει καλά στα κάρβουνα. Μετά να τον σερβίρει στην παρέα, αλλά τεμαχισμένο. Πράγματι έγινε όπως τα είχε σχεδιάσει ο γιατρός. Και η πιατέλα με τους αχνιστούς μεζέδες τοποθετήθηκε σε λίγο απ' τον Μαμαλίγκα πάνω στο τραπέζι της παρέας και δώσ' του να τσουγκρίζονται τα ποτήρια με το σουφλιώτικο μπρούσικο κρασί, που είχε φέρει πριν λίγες μέρες απ' την πατρίδα του ο δάσκαλος.


Ο Σταμάτης δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό. Φαινόταν όμως κάπως παραπονεμένος μόνος του εκεί στο γωνιακό τραπέζι - οι φίλοι του στο μεταξύ είχαν φύγει για το μεσημεριανό φαγητό. Ο γιατρός, ο πλακαδόρος, έκανε τόπο στην οργή για την «απρέπεια» και την άρνηση του φορατζή να καθίσει απ' την αρχή στην παρέα, τον κάλεσε στο τραπέζι και του είπε:


- Ε, Κεστενίδη, έλα κι εσύ να καθίσεις στο τραπέζι, κάτι μας έφερε ο Μαμαλίγκας να φάμε.


Στην αρχή έδειξε κάποια απροθυμία, αλλά όταν αντιλήφθηκε την πιατέλα με τους ροδοκόκκινους μεζέδες, αμέσως λιγουρεύτηκε και κάθισε δίπλα στο γιατρό. Εκείνος του χτύπησε χαμογελώντας την πλάτη και του είπε:


- Είδες, Σταμάτη, τι καλή παρέα έχουμε και τι φανταστικούς νόστιμους μεζέδες; Μας τους πρόσφερε ένας καλός χριστιανός. Ο Σταμάτης φάνηκε κάπως να συλλογιέται, μένοντας αποσβολωμένος.


- Η παρέα είναι καλή, αλλά οι μεζέδες είναι γατίσιες, πέταξε το «καρφί» απ' τον μπουφέ ο Μαμαλίγκας.


Χα χα χα! βρόντηξε από γέλια όλο το καφενείο. Πάνω στην παραζάλη του ο Σταμάτης, ο καλοκάγαθος, κατάλαβε σε λίγο του γιατρού τη «ματσαράγκα» και είπε για το «θήραμά» του:


- Χαλάλι του! Τέτοια λαγίσια νοστιμιά ούτε η Αντωνία μου την πετυχαίνει...


Του
Μενέλαου ΓΟΥΒΕΤΑ


    


Του Μενέλαου ΓΟΥΒΕΤΑ




Γεννήθηκε στο Σουφλί το 1934. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις σε μια πολυμελή οικογένεια, εφτά άτομα. Ο πατέρα του, εξαιτίας των διωγμών που υπέστη, ως παλιός πολεμιστής του μικρασιατικού πολέμου (η οργάνωσή τους χαρακτηρίστηκε «αντεθνική») στον οποίο έλαβε μέρος, διακόπτοντας τις σπουδές του στη Γαλλία, δεν μπόρεσε να έχει μια μόνιμη δουλιά.




Ο Μ. Γ. είναι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης. Μέχρι να διοριστεί - περίμενε 6 χρόνια περίπου - δούλευε στα κτήματα και σε άλλες χειρωνακτικές ιδιωτικές εργασίες. Είναι επίσης πτυχιούχος της ΣΕΛΔΕ και φοίτησε στην Πάντειο, χωρίς να πάρει πτυχίο. Ελαβε μέρος σε πολυήμερα επιμορφωτικά παιδαγωγικά και της Ελληνικής Ολυμπιακής Ακαδημίας σεμινάρια.


Πολλές επιστολές του με κοινωνικοπολιτικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο έχουν δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη». Αρθρα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο «Δημοκρατικό Εβρο», όργανο της τοπικής οργάνωσης του ΚΚΕ. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνεργάστηκε με τουριστικό περιοδικό σε θέματα ενημέρωσης και περιήγησης στα αξιοθέατα του νομού Εβρου.

TOP READ