24 Ιουλ 2012

ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ


ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ 
του Ούλριχ Χούαρ 





ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Το ζήτημα της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό συζητιέται σε κλίμα αντιπαραθέσεων σε συνάρτηση με αναλύσεις της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, καθώς και της επεξεργασίας των αντιλήψεων σχετικά με το σοσιαλισμό. Η συζήτηση αυτή διεξάγεται ήδη από τη δεκαετία του ’20 στη Σοβιετική Ενωση ανάμεσα σε σοβιετικούς οικονομολόγους και άλλους επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών. Από τότε που δημιουργήθηκαν σοσιαλιστικά κράτη στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη συζητιέται και από οικονομολόγους εκείνων των κρατών. Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση -από τη δεκαετία του ’20- επικαλούνταν και εξακολουθούν να επικαλούνται στην επιχειρηματολογία τους το Μαρξ και τον Ενγκελς, εν μέρει και το Λένιν. Το ζήτημα αυτό παρέμεινε επίκαιρο στη διάρκεια των δεκαετιών σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, καθώς και στα σοσιαλιστικά κράτη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης , μέχρι την καταστροφή τους.
Κάτι εκ των προτέρων: Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση είναι στην πλειοψηφία τους επιστήμονες και δημοσιογράφοι του οικονομικού τομέα, που είναι γνώστες του αντικειμένου και μπορεί κανείς να τους πάρει στα σοβαρά. Παρ’ όλα αυτά, κατέληξαν σε εκτιμήσεις της κατάστασης που δεν είναι μόνο διαφορετικές, αλλά και αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες.
Δύο χρόνια μετά την καταστροφή του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ και την προσάρτησή της από την ΟΔΓ, ο Ρόμπερτ Κουρτς (Robert Kurz) στο βιβλίο του «Η επιστροφή του Ποτέμκιν» παρέπεμψε «στην αναγκαιότητα μιας ρήξης με το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα καθεαυτό...» .
Ο Κούρτς δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην παραγωγή εμπορευμάτων στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό. «Η οικονομική «αξία» και το εμπόρευμα, η τιμή και το κέρδος είναι οι βασικές κατηγορίες αυτού του συστήματος, που χαρακτηρίζουν στον ίδιο βαθμό τις γραφειοκρατικές σχεδιασμένες, αλλά και τις Δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς». (σελ. 24).
Ετσι, σύμφωνα με τη γνώμη του, η κατάρρευση του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ το 1989 δεν ήταν μόνο ήττα, αλλά και «ρήξη εποχών», η οποία περιλαμβάνει επίσης την καπιταλιστική Δύση (σελ. 24).
Ο «κρατικός σοσιαλισμός δεν ήταν παρά μια παραλλαγή στην ιστορία της επιβολής του σύγχρονου συστήματος της οικονομίας της αγοράς», που το «τέλος του ανακοινώνει ίσως την κρίση των κοινών θεμελίων όλων των σύγχρονων εμπορευματοπαραγωγών κοινωνιών» (σελ. 221, οι υπογραμμίσεις είναι του Κουρτς).
Η Σοβιετική Ενωση, όπως και ο Τρίτος Κόσμος είναι ««αργοπορημένες κοινωνίες» ενός αναπληρωματικού εκσυγχρονισμού» (σελ. 28). Δηλαδή και η ΛΔΓ και η CSSR (Λ.Δ.Τσ.) ανήκαν στις «αργοπορημένες κοινωνίες»;
Το γεγονός ότι και η άλλη πλευρά κατανοεί την Οκτωβριανή Επανάσταση σαν επανάσταση του Τρίτου Κόσμου, δεν κάνει ακόμα σωστή την εξίσωση της Σοβιετικής Ενωσης με τον Τρίτο Κόσμο.
Στο μεταξύ η θέση σχετικά με τον αναπληρωματικό «εκσυγχρονισμό» στη Σοβιετική Ενωση έχει ηλικία πάνω από 30 χρόνων και έχει ήδη αρχίσει να παλαιώνει και έπειτα την εφάρμοσαν στις συνθήκες της ΟΔΓ καθοριστικά οι Γκελέν (Gehlen), Φράγιερ (Freyer), Κόντσε (Conze), Σίντερ (Schieder) και Ερτμαν (Erdmann). Ετσι, μπήκαν τελικά στη δυτικογερμανική ιστοριογραφία.
Ο Κουρτς, για να αποφύγει την από το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα προγραμματισμένη καταστροφή, μας προσανατολίζει «στη βήμα με βήμα, πραγματική αποδέσμευση -στη διαμορφωμένη παγκόσμια κοινωνία- της αναπαραγωγής από τη μορφή των εμπορευμάτων και το χρήμα... Πρέπει να τεθεί το ερώτημα, πώς εν όψει της ιστορικής κρίσης του συστήματος μπορεί να διοργανωθεί μια κοινωνική ζωή πέρα από τα ανώνυμα τυφλά φετίχ της αγοράς και της κρατικής μηχανής...» (σελ. 223).
 Ο Κουρτ βλέπει μια δυνατότητα γι’ αυτή την «αποδέσμευση» στις εταιρίες - ανταλλαγής στη βάση του είδους, όπως τις παρατηρήσαμε σαν μεμονωμένα φαινόμενα στην εξωτερική οικονομία στην ΚΑΚ, καθώς και ανάμεσα στα ανατολικά ευρωπαϊκά κράτη, μετά από την κατάρρευση του σοσιαλισμού λόγω της έλλειψης συναλλάγματος (σελ. 63. κ.ο.κ.). Ο Κουρτς θέλει με αυτό τον τρόπο να κάνει την ανάγκη αρετή. Αυτή η «αποδέσμευση» θα ήταν «χωρίς αμφιβολία μια δύσκολη και επικίνδυνη διαδικασία...» (σελ. 225).
Αλλά γιατί «να μην αξιοποιήσουμε με άλλο και νέο τρόπο αυτή την ανάγκη; Αν τις φυσικές σχέσεις, που γεννιούνται από το γεγονός ότι μια κανονική αγορά δεν μπορεί να κρατηθεί, τις πάρουμε στα σοβαρά, τις θεωρήσουμε οικείες προοπτικές και τις αναπτύξουμε παραπέρα, σαν συστημικό κύκλο αναπαραγωγής με δικό του τρόπο, τότε θα μπορούσαν να παράγουν στοιχεία ενός νέου μετασχηματισμού του συστήματος της αγοράς...».
Θα μπορούσε να ήταν «ένα σύστημα, το οποίο μέσα στα πλαίσια των δικών του κύκλων δε λειτουργεί καθόλου πια σε κατηγορίες χρήματος σύμφωνα με τα κριτήρια ισοδυναμίας της ανταλλαγής εμπορευμάτων, αλλά που λειτουργεί σε φυσικά μεγέθη σύμφωνα με σωστά κριτήρια της ανάγκης και της οικολογικής ανεκτικότητας. Αν, ούτως ή άλλως, οι φυσικές μορφές αναφοράς είναι το σημείο εκκίνησης, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή να ταξινομηθεί μεταφορά των πόρων -που συμπεριλαμβάνονται σε αυτές- επίσης με τρόπο φυσικό και σύμφωνα με οικολογικά κριτήρια» (σελ. 234).
Πέρα από τις αφηρημένες - ουτοπικές αντιλήψεις του, ο Κουρτς δεν αναρωτιέται ούτε για το υποκείμενο που θα πρέπει να πραγματοποιήσει αυτή την «αποδέσμευση». Αυτός ο «κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να είναι «μη-ιδεολογικός, πραγματιστικός, περιπτωσιακός, διαφοροποιημένος στο χρόνο και το χώρο» (σελ. 234).
Ο Κουρτς σωστά βλέπει την κρίση του «συστήματος της οικονομίας της αγοράς», αλλά διαχωρίζει την «οικονομία της αγοράς» από τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα, καταχωρώντας το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό στην ίδια φόρμουλα της «εμπορευματοπαραγωγικής κοινωνίας».
Απορρίπτει το να σκέπτεται κανείς σε όρους «υπολειμμάτων της ιδεολογίας του εργατικού κινήματος» (σελ. 71). Η «λεγόμενη ταξική πάλη» έχει γίνει «αντίκα» ακόμα και αν προκύψουν κοινωνικοί αγώνες και αναταραχές (σελ. 221). Αλλά, τότε, ποιοι είναι οι αυτουργοί των «κοινωνικών αγώνων»; Ο Κουρτς θέλει να διεξάγει έναν «συνειδητά μη-ιδεολογικό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα» (σελ. 229).
Η νέα βαρβαρότητα, όπως εκφράζεται στο δεξιό ριζοσπαστισμό, ναι μεν «παράγεται συστημικά από την αντικειμενικότητα της κρίσης», αλλά δε βγαίνει «από τους υποκειμενικούς στρατηγικούς υπολογισμούς της τάξης των καπιταλιστών». Πρόκειται για μια «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο», η οποία παράγει «μια τέτια βαρβαρική παρακμή της συνείδησης» (σελ. 230).
Αν ακολουθήσουμε αυτή την επιχειρηματολογία του Κουρτς, τότε θα ’πρεπε να εξηγούμε το φασισμό από την «αντικειμενικότητα» της «κρίσης του συστήματος». Αν ο Κούρτς καταλαβαίνει την «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο» σαν αυθόρμητη λειτουργία αντικειμενικών οικονομικών νόμων που υπάρχουν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και με αυτόν τον τρόπο και ανεξάρτητα από τη συνείδηση της τάξης των καπιταλιστών μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε. Ομως, αφήνει έξω από το συλλογισμό του το ότι οι αντικειμενικοί ιστορικοί νόμοι είναι η συναρτημένη δράση ανθρώπων, στη δική μας περίπτωση καπιταλιστών και μισθωτών εργατών, καθώς και άλλων από το μισθό εξαρτημένων ατόμων, στο βαθμό που δεν είναι ανεξάρτητοι από ένα υποκείμενο. Η κρίση που καθορίζεται από την αυθόρμητη δράση αντικειμενικών οικονομικών νόμων, είναι κρίση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και γι’ αυτό έχει ταξικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αρθεί χωρίς την επαναστατική ταξική πάλη.
Ο Κουρτς, για άλλη μια φορά, αποδείχνει ότι χωρίς το ταξικό ζήτημα δεν εξηγούνται ούτε το ιστορικό προτσές και τελικά ούτε οι επιδράσεις των κατηγοριών αξίας.
Ο Μάνφρεντ Ζάμαϊτατ  αντικρούει τον τρόπο λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό ... «δεν ήταν νόμος, αλλά αξίωμα και στο βαθμό που ήταν νόμος, δεν ήταν σοσιαλιστικός» .
Ο Ζάμαϊτατ αντικρούει γενικά, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί κοινωνικοί νόμοι: «...οι δήθεν οικονομικοί νόμοι, όπως για παράδειγμα ο νόμος της αξίας ή η αρχή της αποδοτικότητας, δεν είναι -τουλάχιστον δεν ήταν στον έως τώρα υπαρκτό σοσιαλισμό- αντικειμενικοί νόμοι, αλλά αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να οργανωθεί η οικονομική ζωή. Εκ τούτου είναι μάλλον νομικοί νόμοι. Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μορφές κοινωνικοποίησης της παραγωγής, που τις εφαρμόζει συνειδητά η κοινωνία».
«Η ανατροπή των σχέσεων παραγωγής από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό πραγματοποιείται ... ακριβώς για να αντιπαραταχθεί στο νόμο της αξίας, που λειτουργεί τυφλά ... η συνειδητή δράση των εργαζομένων. Ο σοσιαλισμός μόνο τότε είναι σοσιαλισμός, εφόσον υποτάσσεται στους νόμους «της φύσης». Πράγματι μόνο στη σχέση του προς τη φύση και όχι εφόσον πρόκειται για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πρέπει να δημιουργήσει μόνος του τους οικονομικούς νόμους (καλύτερα: κανόνες). Οι παραγωγοί στο καπιταλιστικό προτσές εργασίας, μπορούν να ιδιοποιηθούν και να εσωτερικεύσουν αυτούς τους κανόνες, μόλις αποκτήσουν «ισχύ», όπως και τους νομικούς νόμους και κανόνες, αλλά ωστόσο δε γίνονται με αυτό αντικειμενικοί νόμοι. Παραμένουν (με πολιτικές αποφάσεις) μέτρα συμπεριφοράς, στα οποία υποτάσσονται οι παραγωγοί, επειδή είναι συνετοί. Αντιστοιχούν στους κανόνες της κυκλοφορίας. Είναι οι κανόνες της οικονομικής κίνησης των ανθρώπων μεταξύ τους».
Ακολουθώντας τον Ζάμαϊτατ, δεν υπάρχει ούτε οικονομική θεωρία του σοσιαλισμού, διότι μια οικονομική θεωρία διερευνά αντικειμενικούς νόμους και νομοτέλειες. Με αυτόν τον τρόπο όμως παραιτείται από την επεξεργασία μιας «θεωρίας του σοσιαλισμού» η οποία απαιτείται στον τίτλο, καθώς και στο κείμενο.
Και να που έχουμε το πρώτο πρόβλημα: Στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί νόμοι ή όχι;
Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ήδη, διεξαγόταν μια σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους σοβιετικούς οικονομολόγους για το αν στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι -ανάμεσα σε αυτούς ο νόμος της αξίας- ή όχι. Ακόμα αμφισβητήθηκε η ύπαρξη μιας πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμη για τη σοσιαλιστική κοινωνία. Οι αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι δρουν αυθόρμητα, πίσω από την πλάτη των ανθρώπων. Αυτό ισχύει για τον καπιταλισμό. Η πολιτική οικονομία, όπως την επεξεργάστηκε ο Μαρξ, είχε σαν αντικείμενο τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Ετσι, η πολιτική οικονομία σαν επιστήμη για το σοσιαλισμό, δεν έχει αντικείμενο. Το σοσιαλιστικό κράτος καθοδηγεί συνειδητά την οικονομία. Ο ρυθμιστής της οικονομίας είναι η θέληση του προλεταριακού κράτους, του κομμουνιστικού κόμματος, που επιβάλλεται μέσω του σχεδιασμού.
Στην ακραία του μορφή η δικτατορία του προλεταριάτου χαρακτηρίστηκε σαν βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με αυτούς τους οικονομολόγους, υπήρχαν μόνο νομικοί νόμοι, με βάση τους οποίους καθοδηγιόταν η οικονομία . Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Σ. Πάρτιγκουλ (Partigul) νόμιζε, ότι «η βάση για την καθιέρωση των τιμών ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο δεν είναι η αφηρημένη ισοδυναμία, δεν είναι η ισότητα των δαπανών εργασίας, αλλά η πολιτική του προλεταριακού κράτους. Η οικονομική πολιτική του κράτους πρέπει να εγγυηθεί τη συνοχή της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και γεωργίας, καθώς και ένα αντίστοιχο επίπεδο συσσώρευσης για τη σοσιαλιστική βιομηχανία (...). Βάση των τιμών μας δεν είναι ο νόμος της αξίας» .
Σύμφωνα με τον Μπουχάριν «δε χωράει μια επιστήμη, που μελετάει τους «τυφλούς νόμους» της αγοράς, διότι η ίδια η αγορά λείπει. Με αυτό τον τρόπο το τέλος της κοινωνίας που στηρίζεται στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή σημαίνει και το τέλος της πολιτικής οικονομίας». Ο Λένιν σημείωσε στο περιθώριο, σχετικά με αυτό: «Ανακριβές. Ακόμα και στον καθαρό κομμουνισμό τουλάχιστον η σχέση Ι v + m προς ΙΙ c ; Και η συσσώρευση;» .
Οι σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν υιοθετήσει την αντίληψη, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι, ανάμεσα στους οποίους και ο νόμος της αξίας, που τους εκμεταλλεύεται συνειδητά το κράτος και που βρήκαν την απήχησή τους στο σχεδιασμό, σαν ρυθμιστής της οικονομίας. Αυτή η περίοδος επιστημονικών οικονομικών ερευνών στη Σοβιετική Ενωση έκλεισε με τη σημαντική αναγνώριση του γεγονότος ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στους αντικειμενικούς νόμους και τον τρόπο αυθόρμητης λειτουργίας τους στον καπιταλισμό. Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Ναντιέσντιν (Nadeshdin) νόμιζε ότι: «Ο νόμος της αξίας, σε μερικές περιπτώσεις, δε θα παρουσιαστεί σαν εχθρική προς το σοσιαλισμό δύναμη, αλλά σαν μια υποταγμένη δύναμη η οποία, σε τελευταία ανάλυση, υπηρετεί την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής...» .
Ο Κρίμαν, παρομοίως, είχε τη γνώμη ότι «στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας διατηρούνται ακόμα κάποια υπολείμματα εμπορευματικών σχέσεων».
Σαν ένθετο έχει ένα απόσπασμα από την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»: «Μέσα στη συντροφική κοινωνία, που είναι θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας. Οι λέξεις «έσοδο της εργασίας», που και σήμερα είναι απορριπτέες εξαιτίας της διφορούμενης έννοιάς τους, χάνουν έτσι κάθε νόημα.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχτεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία, με μια κομμουνιστική κοινωνία, επομένως, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε. Επομένως ο κάθε μεμονωμένος παραγωγός - ύστερα από τις κρατήσεις - παίρνει πίσω ακριβώς ό,τι δίνει. Αυτό που της έδοσε είναι η ατομική του ποσότητα εργασίας. Για παράδειγμα, η κοινωνική εργάσιμη μέρα αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών εργασίας. Ο ατομικός εργάσιμος χρόνος του μεμονωμένου παραγωγού είναι το τμήμα της κοινωνικής εργάσιμης μέρας που πρόσφερε ο ίδιος, είναι το μερτικό του σε αυτή. Παίρνει απ’ την κοινωνία μια απόδειξη ότι πρόσφερε τόση εργασία (ύστερα από αφαίρεση της εργασίας του για τα κοινά αποθέματα) και μ’ αυτή την απόδειξη παίρνει από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τόσα, όσα αντιστοιχούν στη δουλιά που ξόδεψε. Την ίδια ποσότητα εργασίας, που έδοσε στην κοινωνία με μια μορφή, την παίρνει πίσω με άλλη μορφή.
Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών. Το περιεχόμενο και η μορφή άλλαξαν, γιατί μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες κανένας δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο εκτός από την εργασία του και γιατί, από την άλλη μεριά, τίποτα δεν μπορεί να περάσει στην ιδιοκτησία των μεμονωμένων προσώπων, εκτός από ατομικά μέσα κατανάλωσης. Ομως, σε ό,τι αφορά στη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους μεμονωμένους παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων (Warenaquivalenten), ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μια μορφή με ίση εργασία σε άλλη μορφή» .
Το χρωστάμε στον Μποριλίν (Borilin), ότι ο νόμος αξίας διαχωρίστηκε από την αυθόρμητη μορφή εμφάνισής του. Ο αγώνας ενάντια στον αυθορμητισμό στην οικονομία είναι κάτι άλλο από τον αγώνα ενάντια στην ισοδύναμη ανταλλαγή . Ο Ζάμαϊτατ επαναλαμβάνει δηλαδή το ίδιο θεωρητικό μεθοδολογικό λάθος, την ταύτιση του νόμου της αξίας με τον αυθόρμητο τρόπο εμφάνισής του στον καπιταλισμό; Αν οι οικονομικοί νόμοι περιοριστούν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό τους, τότε μπορούν να επιφέρουν μεγάλη ζημιά στο σοσιαλισμό, ακόμα να οδηγήσουν στην καταστροφή του, αν δε ρυθμιστούν και αξιοποιηθούν από το κράτος, δηλαδή αν δεν περιοριστεί ο αυθορμητισμός τους (δε θα μπορέσει να παραμεριστεί τελείως). Η συνέπεια της διάψευσης της λειτουργίας αντικειμενικών οικονομικών νόμων θα ήταν αναγκαστικά μια απολυτοποίηση του ρόλου του σοσιαλιστικού κράτους, της σοσιαλιστικής συνείδησης, της «βούλησης» που «όλα τα μπορεί». Με την αντίληψη αυτή δεν αντιπαρατάσσεται μηχανιστικά ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους και της συνείδησης στους αντικειμενικά λειτουργούντες νόμους; Δε βγαίνει από αυτό ο κίνδυνος της βουλησιαρχίας στην οικονομική πολιτική; Υπήρξαν βουλησιαρχικές αποφάσεις στην οικονομική πολιτική και εδώ βλέπω μια από τις βασικότερες αιτίες της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού.
Κομματικές ηγεσίες, όπως με τον Χρουστσιόφ, τον Γκορμπατσόφ και στις δεκαετίες ’70 και ’80 το ΕΣΚΓ με τους Χόνεκερ - Μίταγκ, πήραν βουλησιαρχικά οικονομικές πολιτικές αποφάσεις, για την υλοποίηση των οποίων έλειπαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή, δε λήφθηκαν υπόψη οι αντικειμενικά λειτουργούντες οικονομικοί νόμοι, ιδίως ο νόμος της αξίας. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Ετσι, η αντίληψη του Ζάμαϊτατ βρήκε αντικρούσεις. «Ακριβώς το αντίστροφο» της γνώμης του Ζάμαϊτατ αντιπροσωπεύει ο Χανς Καλτ τονίζοντας ότι ο σοσιαλιστικός κοινωνικός σχηματισμός στην πρώτη του φάση, «δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, από ένα σύστημα αναπαραγωγής, που ρυθμίζεται από την εμπορευματική ανταλλαγή» . Ο Καλτ βλέπει στις «συνέπειες της άγνοιας του νόμου της αξίας από τα μέσα» σαν κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού . Ο Καλτ, το 1993, ήδη στα βιβλία του «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ» (’93) και «Η μακριά σκιά του Στάλιν» (’94), είχε παρουσιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, σχετικά με τη σοβιετική πολιτική και θεωρία της οικονομίας (μόνο σύντομα αναφέρει την οικονομία των άλλων σοσιαλιστικών χωρών). Παρέπεμψε στο «σε πολλά σημεία» αντιφατικό χωρίο του Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», το οποίο ερμηνεύεται από τους διαψευστές της λειτουργίας των κατηγοριών της αξίας στο σοσιαλισμό μέχρι σήμερα ως εξής: Ηδη στο σοσιαλισμό σαν πρώτη, κατώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν υπάρχει πια εμπορευματική παραγωγή. Ο Καλτ ερμηνεύει αντίστροφα το ίδιο απόφθεγμα του Μαρξ: «Οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα αγαθά τους (αφού δεν είναι ατομική ιδιοκτησία) ούτε εμφανίζεται η εργασία που ενσωματώθηκε σε αυτά, σαν αξία αυτών των προϊόντων, αλλά, όμως, σύμφωνα με την εδώ γνώμη του Μαρξ, σε αυτή τη φάση της νέας κοινωνίας, «που πάνω της έχει ακόμα τα σημάδια των παλαιών κοινωνιών», επικρατεί για τα καταναλωτικά αγαθά «η ίδια αρχή, που ρυθμίζει την εμπορευματική ανταλλαγή». Αυτή η αρχή, όμως, είναι ο νόμος της αξίας» .
Ο Καλτ επίσης προειδοποιεί εμφατικά για τις επικίνδυνες επιδράσεις των ουτοπιών σχετικά με την αντικατάσταση της εμπορευματικής παραγωγής από την εφαρμογή της ανταλλαγής προϊόντων με την προοπτική μιας «οποιασδήποτε μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας» και κριτικάρει την προαναφερόμενη αντίληψη του Ρόμπερτ Κουρτς . Η παράβλεψη των κατηγοριών του νόμου της αξίας οδήγησε, κατά τον Καλτ, στην ανάπτυξη του γραφειοκρατισμού και στο ότι «όλο και περισσότερες αποφάσεις πήραν υποκειμενικό, βουλησιαρχικό χαρακτήρα» . «Αυτό το σύστημα δεν κατάρρευσε επειδή είχαν άδικο ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Δεν μπορούσε παρά να καταρρεύσει ακριβώς γιατί και σε αυτό το σύστημα λειτουργούσαν οι αντικειμενικοί νόμοι της κίνησης της ιστορίας, που είχαν ανακαλυφθεί από τους Μαρξ-Ενγκελς» .
Η κύρια αιτία της κατωτερότητας του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου «ήταν η επί δεκαετίες αγνόηση των οικονομικών νόμων, που ενεργούν αυθόρμητα και στο σοσιαλισμό». Αυτοί οι «αντικειμενικά λειτουργούντες νόμοι της κοινωνίας» θα μπορούσαν «να είχαν ρυθμιστεί και ελεγχθεί ακόμα και με την έννοια των ανθρωπιστικών σοσιαλιστικών αντιλήψεων περί αξιών...» .
Ωστόσο, ο Καλτ δε συσχετίζει την κριτική του της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας αδιαφοροποίητα με τη συνολική ιστορία της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Παραπέμπει ιδιαίτερα στις παραλείψεις της «τελευταίας φάσης», ιδίως της δεκαετίας του ‘80 . Για τον Καλτ είναι φανερό, ότι η σοσιαλιστική κοινωνία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη βρισκόταν ακόμα στο αρχικό της στάδιο.
«Οσο οι κομμουνιστικές αντιλήψεις σχετικά με την αξία, η αλληλεγγύη, η ανάγκη από εργασία που έχει νόημα και είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας, δεν έχουν φτάσει στο να ηγεμονεύουν φανερά στην κοινωνία, καμιά γραφειοκρατία -ούτε η πιο πολυάριθμη - και κανένας μηχανισμός εξουσίας δεν μπορεί να εμποδίσει την επενέργεια του νόμου της αξίας» .
Οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία του νόμου της αξίας μπορούν να νεκρώσουν μόλις στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Αλλά μέχρι τότε πρέπει να διανυθεί ένας πολύ μακρύς, γεμάτος από πέτρες δρόμος.
Ο Βίλι Γκερνς, στην κριτική του της άποψης του Ζάμαϊτατ σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό, επισημαίνει ότι η πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν πρέπει να βλέπεται σαν κάτι το στατικό, αλλά στη διαδικασία της ανάπτυξής της. Αυτό, λέει, ισχύει και για «τις μορφές της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την έκταση και τους τομείς στους οποίους εξακολουθεί να υπάρχει εμπορευματική παραγωγή και μαζί με αυτή και η επενέργεια του νόμου της αξίας» . Ο Γκερνς στηριζόμενος στις εμπειρίες του έως τώρα σοσιαλισμού, θεωρεί λάθος, «την ιδέα, ότι ήδη στο σοσιαλισμό θα μπορούσε να υπάρχει σε γενικές γραμμές μια γενική κοινοκτημοσύνη και να ξεπεραστεί η εμπορευματική παραγωγή. Αν, π.χ. η ΛΔΓ, παρακάμπτοντας τις συνεταιριστικές μορφές ιδιοκτησίας στην αγροτική οικονομία, θα είχε περάσει γενικά στην παλλαϊκή κρατική ιδιοκτησία (κι αυτό θα σήμαινε απαλλοτρίωση των αγροτών), τότε η αντεπανάσταση πιθανά θα είχε νικήσει πολύ νωρίτερα» .
Ο Γκερνς γνωρίζει ότι στη ΛΔΓ ο νόμος της αξίας λαμβάνονταν υπόψη στις βασικές γραμμές του. Κάτω από τους συγκεκριμένους όρους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπου «υπάρχουν διάφορες συλλογικές ιδιοκτησίες και ακόμα και μικροί ατομικοί ιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργατική δύναμη, καθώς και ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δεν αποφεύγεται, ωστόσο, ούτε η ανταλλαγή ανάμεσα στους παραγωγούς εμπορευμάτων και μαζί με αυτά και οι επενέργειες του νόμου της αξίας (συμπεριλαμβανομένων των αντιφάσεων, που συνδέονται με αυτά).
Στην εμβέλεια της επίδρασης του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό μπορούν να τεθούν «όλο και πιο στενά όρια». Η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας μπορούν να εξαφανιστούν μόνο στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, όταν πια υπάρχουν οι υλικές και συνειδησιακές προϋποθέσεις γι’ αυτό .
Ο Ζάμαϊτατ, όμως, επισημαίνει και ένα άλλο πρόβλημα ακόμα: «Η διαμόρφωση της θεωρίας σχετικά με τις δικές του οικονομικές βάσεις έμεινε, στο βαθμό που μπορούμε να το κρίνουμε σήμερα, στενοκέφαλη και τυφλή» . Ο Καλτ συμφωνεί «πλήρως» με την αντίληψη αυτή . Ο Καλτ, βεβαίως, περιορίζει την κριτική του της διαμόρφωσης θεωρίας στην «τελευταία φάση» -ακολουθώντας τα συμφραζόμενα του άρθρου του- και μάλιστα στη δεκαετία του ’80 έχοντας υπόψη του προπαντός τη σοβιετική εξέλιξη.
Κατά το Ζάμαϊτατ «οι σκέψεις σχετικά με την αποτυχία των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού... πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν σημείο εκκίνησης την κριτική της πολιτικής οικονομίας τους, αν θέλουν να κάνουν πραγματικές ιστορικές - υλιστικές αναλύσεις. Είναι ευκολότερο να το πεις αυτό παρά να το κάνεις. Διότι είναι αυτονόητο, ότι οι πολιτικοοικονομικές θεωρίες των κυρίαρχων σε αυτές τις χώρες κομμάτων σχετικά με τις ίδιες τις δικές τους κοινωνίες είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς για να διεισδύσουμε στην καρδιά της υπόθεσης». Ο Ζάμαϊτατ νομίζει ότι η «θεωρία αυτή αποδείχθηκε ακατάλληλη για τη δράση». Η πολιτική οικονομία δεν είχε «σκοπό... να ασκήσει βασική κριτική» των υπαρκτών σχέσεων, αλλά να «χρησιμεύσει σαν υπόδειξη για δράση». Επειδή οι θεωρίες αυτές είχαν αποδειχθεί τελικά σαν «όχι κατάλληλες» για δράση, δεν ήταν ούτε κατάλληλες «για την ανάλυση της αποτυχίας» . Αν ο Ζάμαϊτατ εννοεί τη δεκαετία του ’80, τότε μπορούμε να συμφωνήσουμε, εν μέρει τουλάχιστον, με την κριτική του. Ομως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θεωρητική του ανάπτυξη του συνολικού χρονικού διαστήματος της ύπαρξης των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κρατών. Αυτό δε σημαίνει, ότι δεν υπήρχαν πλάνες στη θεωρητική ανάπτυξη πριν από τη δεκαετία του ’80.
Ποια ανάπτυξη θεωρίας, άλλωστε, ήταν ποτέ της απαλλαγμένη από πλάνες; Εδώ τίθεται αμέσως το ερώτημα, σύμφωνα με ποια κριτήρια πρέπει να κριθεί η θεωρητική ανάπτυξη στις σοσιαλιστικές χώρες.
Σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις; Αυτές προχώρησαν ήδη -σε ορισμένους συγγραφείς (!)- οκτώ χρόνια μετά από την ήττα και δεν μπορούσαν καν να υπάρχουν πριν, δηλαδή την εποχή της πρακτικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού κάτω από τις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, που διεξήγαγαν τα ιμπεριαλιστικά ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη, και τη θεωρητική ανάπτυξη που ήταν η συνέπειά του.
Από την άλλη όμως: Πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανάλυση της ήττας ή από το ερώτημα, πώς ήταν δυνατόν ότι ο σοσιαλισμός μπόρεσε να υπάρξει επτά δεκαετίες στη Σοβιετική Ενωση και τέσσερις δεκαετίες στη ΛΔΓ, ότι μπόρεσε να βάλει τη σφραγίδα του στον 20ό αιώνα, ότι η Σοβιετική Ενωση μπόρεσε σε ένα εξαιρετικά μικρό ιστορικό διάστημα να μετατρέψει ένα καθυστερημένο αγροτικό κράτος με έναν, ως επί το πλείστον αγροτικό πληθυσμό και 85% αναλφάβητους, περίπου, σε ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος, σε μια παγκόσμια δύναμη, που πέτυχε σε επί μέρους τομείς της Επιστημονικής Τεχνικής Επανάστασης κορυφαίες αποδόσεις και καθόριζε την κατάσταση στον κόσμο; Ολα αυτά έγιναν με μια «τυφλή και στενοκέφαλη οικονομική θεωρία;»
Οι αναμφισβήτητες επιτυχίες της Σοβιετικής Ενωσης δεν μπορούν να εξηγηθούν και μόνο από το μέγεθος της χώρας, από τον πλούτο των υλικών πόρων και την εκτατικά διευρυμένη αναπαραγωγή, που ευνοείται από αυτές. Σίγουρα, αυτά τα δεδομένα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Για τη ΛΔΓ, ούτως ή άλλως, οι όροι αυτοί για την αναπαραγωγή δεν ισχύουν. Πώς τότε, όμως, εξηγούνται οι επιτυχίες της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής) στη δεκαετία του ’60, τις οποίες μάλλον δεν αμφισβητεί πια κανένας σοβαρός οικονομολόγος;
Ετσι, φτάσαμε στο δεύτερο πρόβλημα - ερώτημα: Σύμφωνα με ποια κριτήρια ασκείται η κριτική της έως τώρα θεωρητικής ανάπτυξης;
Ο Ζάμαϊτατ έχει δίκιο σε ένα σημείο: Πρέπει να πάρουμε σαν σημείο εκκίνησης για την ανάλυση, την κριτική της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και αυτό «είναι ευκολότερο να το πεις παρά να το κάνεις», ακόμα περισσότερο, εφόσον, πάντα πρέπει να λαμβάνεις υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνταν η ανάπτυξη της θεωρίας. Θα έπρεπε να επεξεργαστεί κανείς το τι έχει απαντηθεί θεωρητικά και τι όχι, ποια γνωσιακή πρόοδο έκανε και ποιες παραλείψεις, ποια λάθη διέπραξε.
Το να αξιολογήσει κανείς, μια και καλή, την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν «τυφλή και στενοκέφαλη» είναι εξίσου λάθος από ό,τι μια άκριτη εξήγηση.
Παρεμπιπτόντως: Ο Καλτ δε μιλάει για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, αλλά για μια μαρξιστική πολιτική οικονομία σε διάκριση από την αστική πολιτική οικονομία. Αν υπάρχει μια «πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού», δηλαδή η υποδιαίρεση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας σε μια πολιτική οικονομία του καπιταλισμού και σε μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν σχετικά αυτοτελείς ξεχωριστές επιστήμες, ήταν το θέμα αντιπαραθέσεων στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομίας στο Βερολίνο, τις δεκαετίες ’60 και ’70.
Στο βαθμό που η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία, καθώς και η διαλεκτική υλιστική μέθοδος, εφαρμόζεται στη διερεύνηση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, συμπεριλαμβανομένης της μεταβατικής περιόδου, το θεωρώ δικαιολογημένο να μιλάμε για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, σαν μια σχετικά αυτοτελή, ξεχωριστή επιστήμη.  Ακολουθώντας την αντίληψη του Καλτ στα προαναφερόμενα βιβλία και άρθρα του αντίστοιχα, τότε βλέπουμε ότι η κριτική του, της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης, αφορά σαφώς τη δεκαετία του ’80. Σε σχέση με τα λάθη της γκορμπατσοφικής οικονομικής πολιτικής παρατηρεί: «Ρόλο-κλειδί παίζει η μιζέρια, στην οποία κατέληξε η επιστήμη «μαρξιστική» πολιτική οικονομία σοβιετικού τύπου» . Κύρια αδυναμία της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας χαρακτηρίζεται «η μη κατανόηση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο προτσές της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής» .
Στο νόμο της αξίας αποδόθηκε σημασία μόνο με τη στενή έννοια της επενέργειάς του στη διαμόρφωση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών που παράγονται σαν εμπορεύματα.
Ομως, με το πέρασμα στο χονδρεμπόριο μετατράπηκαν και οι πηγές της παραγωγής σε εμπορεύματα και, με αυτόν τον τρόπο, υποτάχθηκαν στο νόμο της αξίας. Αυτό, όμως, δεν το κατάλαβαν. «Ούτε κατανοήθηκε» το «ότι ο νόμος της αξίας λειτουργούσε επίσης, όταν σε ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των τιμών, που επιτεύχθηκαν, δεν αντιστοιχούσε στην κοινωνική αξία» .
Ο Καλτ ρωτάει επίσης, για ποιο λόγο τόσο πολλοί «έξυπνοι άνθρωποι» πτοήθηκαν μπροστά στην αναγνώριση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στη μεταβατική κοινωνία. Πιστεύει ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί, «μόνο από μια επιπόλαια κατανόηση της αντίληψης του Μαρξ σχετικά με τη λειτουργία αυτού του νόμου της αξίας». Η αλυσίδα των επιπτώσεων λόγω της λειτουργίας του νόμου της αξίας θα ήταν γι’ αυτούς τους ανθρώπους «αδιάρρηκτες και αμετάβλητες». Νόμος της αξίας σημαίνει και λειτουργία του νόμου της υπεραξίας και αυτός μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω της επίτευξης καπιταλιστικού κέρδους. Αυτό σημαίνει, όμως, αναπόφευκτα εκμετάλλευση εκείνων που δημιουργούν όλες τις αξίες... Επειδή κανείς δεν μπόρεσε να «καταργήσει» τη λειτουργία αυτών των αντικειμενικών οικονομικών νόμων, η διάψευσή τους το έκανε δυσκολότερο και τελικά και αδύνατο, να ελέγχουν και να επηρεάζουν τις συνέπειες» . Συνεπώς, σύμφωνα με τον Καλτ ο νόμος της υπεραξίας λειτουργεί και στη σοσιαλιστική κοινωνία σαν μεταβατική κοινωνία. Ωστόσο η κριτική του Καλτ δεν ισχύει για όλους τους σοβιετικούς οικονομολόγους. Υπήρχαν γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στα μέσα παραγωγής. Αλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο μπόρεσαν οι γνώσεις αυτές να επιβληθούν στην οικονομική πολιτική. Ο όρος, που χρησιμοποιεί ο Καλτ για μια «επίσημη» σοβιετική οικονομική θεωρία είναι αμφισβητήσιμος.
Με αυτό μπορούν να εννοούνται το πολύ οι οικονομικο-πολιτικές αποφάσεις και οι «θεωρητικές» αιτιολογήσεις τους εκ μέρους κομματικών ηγεσιών. Ομως, δε σημαίνει ότι όλες οι θεωρητικές αιτιολογήσεις των κομματικών ηγεσιών ήταν εκ των προτέρων εσφαλμένες. Ο Ούλμπριχτ είχε αναγνωρίσει εντελώς τις επενέργειες του νόμου της αξίας, καθώς και του νόμου της υπεραξίας και επίσης ο Κοσίγκιν είχε καταλάβει τη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τις οικονομικές τους στρατηγικές. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Στη θεωρία δεν υπάρχουν «επίσημες» απόψεις. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι υπήρξαν κομματικοί αξιωματούχοι που αξίωναν την επισημότητα για τις αντιλήψεις τους, αλλά αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση των πραγμάτων.
Ετσι, ο Καλτ παραπέμπει στις κατακτήσεις του μαρξιστικού πολιτικο-οικονομικού στοχασμού στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα στην αρχική περίοδο. «Για το επίπεδο της νεαρής σοβιετικής πολιτικής οικονομίας είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στον κόσμο, σοβιετικοί οικονομολόγοι επεξεργάστηκαν έναν απολογισμό, για τα έτη 1923-1924, του καταμερισμού του συνολικού κοινωνικού προϊόντος ανάμεσα στους ξεχωριστούς κλάδους της οικονομίας» . Κατονομάζει μερικούς σημαντικούς σοβιετικούς οικονομολόγους της δεκαετίας του ’20, που δεν είναι και πολύ γνωστοί σήμερα , επισημαίνει επίσης τις καταπιέσεις του Στάλιν, θύματα των οποίων έπεσαν οικονομολόγοι, όπως ο Νικολάι Βοσνεσσένσκι (1950). Λεπτομέρειες των περιστάσεων, στις οποίες έγιναν αυτά τα τραγικά γεγονότα δεν έχουν αποσαφηνιστεί μέχρι σήμερα.
Ηταν οπωσδήποτε πολύ περισσότεροι σοβιετικοί οικονομολόγοι που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και όχι μόνο αυτό: Που την ίδρυσαν κιόλας, αλλά δεν αναφέρονται από τον Καλτ και αυτό δεν το καταλαβαίνω. Για παράδειγμα: Οι Σκβόρζοφ - Στεπάνοφ, Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, Βορίλιν και άλλοι. Οι Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, και Βορίλιν μάλιστα, κατάφεραν σημαντικά πράγματα ακριβώς σε ό,τι αφορά τις γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη μεταβατική περίοδο. Πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη τη συνολική κατάσταση της Σοβιετικής Ενωσης, στην οποία πραγματοποιούνταν, τις δεκαετίες ’20 και ’30, η ανάπτυξη της θεωρίας .

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας στη ΛΔΓ έγινε σε στενή συνεργασία με σοβιετικούς οικονομολόγους - επιστήμονες. Αλλά εκ των προτέρων θα πούμε το εξής: Η επιστήμη της ΛΔΓ δεν ήταν καθόλου κακή απομίμηση της σοβιετικής θεωρητικής ανάπτυξης. Η πολιτική εξάρτηση της ΛΔΓ από τη Σοβιετική Ενωση - που προσωρινά άφησε σημαντικό περιθώριο στην αυτοτελή εξέλιξη της ΛΔΓ -  δεν μπορεί απλώς να μεταφερθεί στον τομέα της επιστημονικής ανάπτυξης. Η επίδραση αυτή ήταν όλο και περισσότερο αμοιβαία. Δεν ήταν λίγοι οι οικονομολόγοι της ΛΔΓ που έλαβαν την εκπαίδευσή τους σε σοβιετικές Ανώτατες Σχολές, αλλά ούτε λίγοι ήταν οι νέοι σοβιετικοί πολίτες στις Ανώτατες Σχολές της ΛΔΓ.
Γι’ αυτό υπήρχαν στενές σχέσεις ανάμεσα σε επιστήμονες και επιστημονικά Ιστιτούτα της ΕΣΣΔ και της ΛΔΓ, καθώς και μια συνεχής ανταλλαγή εμπειριών, συζητήσεις για επίμαχα προβλήματα, στις οποίες έλαβα μέρος κι εγώ, μέσω των δραστηριοτήτων μου στην Ανώτατη Σχολή Οικονομίας «Μπρούνο Λόισνερ». Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η επίδραση της οικονομίας της ΛΔΓ στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση ήταν ισχυρότερη παρά το αντίστροφο. Επίσης, υπήρχαν τέτιες σχέσεις με επιστήμονες και Ανώτατες Σχολές στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Για παράδειγμα, η Ανώτατη Σχολή για την Οικονομία στο Βερολίνο - Κάρλσχορστ είχε σχέσεις με τις Ανώτατες Σχολές για την Οικονομία στην Μπρατισλάβα, στην Κρακοβία, το Πανεπιστήμιο Καρλς στην Πράγα και άλλα. Οταν παρακάτω παραπέμπω στη θεωρητική συζήτηση για το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό στη ΛΔΓ, πρέπει να περιληφθεί αυτή η διεθνής ανταλλαγή εμπειριών σαν μια από τις πηγές, παρ’ όλο που δε θα σταθούμε σε αυτές για λόγους χώρου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση άσκησε επίδραση στην οικονομικό-επιστημονική συζήτηση στη ΛΔΓ, σε σχέση με το σχέδιο ενός νέου εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας. Επειδή αυτό αφορούσε ιδιαίτερα την εργασία του Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», στην οποία παραπέμπουν και σήμερα ακόμα μέσα στις εργασίες της ιστορίας της οικονομικής θεωρίας, σκιαγραφούμε εδώ σύντομα τις αντιλήψεις του Στάλιν σχετικά με το νόμο της αξίας.
Οπως έχει επισημανθεί ήδη συχνά και από άλλες πλευρές, ο Στάλιν απλοποίησε τις επιπτώσεις του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό και τις περιόρισε στην κυκλοφορία των καταναλωτικών εμπορευμάτων. Σωστό αυτό. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτού του ζητήματος από το Στάλιν είναι αντιφατική. Σωστά ξεκινάει από τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων - συμπεριλαμβανομένου του νόμου της αξίας - που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση, αλλά που μπορούν να τους εκμεταλλευτούν και που η εμβέλεια της λειτουργίας τους μπορεί να περιοριστεί, χωρίς όμως, να μπορούν να αρθούν οι ίδιοι .
Η εμπορευματική παραγωγή δεν είναι ταυτόσημη με την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, λέει. Η εμπορευματική παραγωγή μπορεί να είναι χρήσιμη για μια ορισμένη περίοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας χωρίς να οδηγήσει στον καπιταλισμό. Στη Σοβιετική Ενωση υπήρχε μια εμπορευματική παραγωγή, «ειδικής φύσης», δηλαδή χωρίς καπιταλιστές . Ταυτόχρονα, όμως, ο Στάλιν στράφηκε ενάντια σε «κείνους τους συντρόφους» που «είχαν τελείως άδικο», επειδή ήθελαν να αποκαταστήσουν τις οικονομικές κατηγορίες του καπιταλισμού, όπως την εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, την υπεραξία, το κεφάλαιο, το κέρδος κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους κλπ.  Πρέπει να αφήσω ανοιχτό το τι έχουν πει πράγματι οι σύντροφοι που τους έγινε κριτική και αν ο Στάλιν τους είχε καταλάβει και τους είχε παραθέσει σωστά. Γίνεται, όμως, φανερό ότι οι σύντροφοι που τους ασκήθηκε κριτική, αντιλαμβάνονταν την εμβέλεια επενέργειας του νόμου της αξίας ευρύτερα απ’ ό,τι ο Στάλιν. Αν λειτουργεί ο νόμος της αξίας, τότε λειτουργούν και οι κατηγορίες του νόμου της αξίας. Το ζήτημα που έπρεπε να διερευνηθεί δεν ήταν αν στην σοσιαλιστική φάση σαν μεταβατική περίοδο παραγόταν υπεραξία στην παραγωγή, αλλά ποιος την ιδιοποιούταν και πώς και για ποιο σκοπό επενδυόταν, ποιο μέρος της υπεραξίας, αντιστοίχως, μπορούσε να ρεύσει στο κοινωνικό ταμείο κατανάλωσης.
«Δεύτερο, ύστερα από την κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διατηρουμένης όμως της κοινωνικής παραγωγής, παραμένει κυρίαρχος ο καθορισμός της αξίας με την έννοια, ότι γίνεται ουσιαστικότερη από κάθε άλλη φορά η ρύθμιση του χρόνου εργασίας και ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες παραγωγής, τέλος η λογιστική για όλα αυτά» .
Κατά το Στάλιν, η εμβέλεια επενέργειας εκτεινόταν «προπαντός» στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, στην ανταλλαγή «κυρίως» εμπορευμάτων προσωπικής ανάγκης. Ταυτόχρονα, όμως, οι επιδράσεις του νόμου της αξίας δεν περιορίζονταν στην κυκλοφορία εμπορευμάτων. Ο νόμος της αξίας μπορεί να μην είχε ρυθμιστική επίδραση, αλλά ωστόσο επηρέαζε την παραγωγή.
«Αν αναγάγει βέβαια κανείς το μισθό εργασίας στη γενική του βάση, δηλαδή στο μέρος του προϊόντος της δικής του δουλιάς, που μπαίνει στην ατομική κατανάλωση του εργάτη - αν το μέρος αυτό το απαλλάξει κανείς από τον κεφαλαιοκρατικό φραγμό και το διευρύνει ως την έκταση της κατανάλωσης που, από τη μια μεριά, επιτρέπει η υπάρχουσα παραγωγική δύναμη της κοινωνίας (δηλαδή η κοινωνική παραγωγική δύναμη της δικής του εργασίας, σαν εργασίας πραγματικά κοινωνικής) και που από την άλλη μεριά, απαιτεί η πλήρης ανάπτυξη του ατόμου - αν παραπέρα αναγάγει κανείς την υπερεργασία και το υπερπροϊόν στο μέτρο που απαιτείται κάτω από τους δοσμένους όρους παραγωγής της κοινωνίας, από τη μια μεριά, για τη δημιουργία ενός κεφαλαίου (Fonds) ασφάλειας και εφεδρείας, και, από την άλλη μεριά, για τη συνεχή διεύρυνση της αναπαραγωγής στο βαθμό που καθορίζεται από την κοινωνική ανάγκη - αν τέλος συμπεριλάβει κανείς στη στήλη υπ’ αριθμ. 1 της αναγκαίας εργασίας και στην υπ’ αριθμ. 2 στήλη της υπερεργασίας την ποσότητα της εργασίας που τα ικανά για εργασία μέλη της κοινωνίας είναι υποχρεωμένα να συνεισφέρουν για τα μέλη εκείνα της κοινωνίας, που δεν είναι ακόμα ή που δεν είναι πια ικανά για εργασία, δηλαδή αν αφαιρέσει κανείς και από τον μισθό εργασίας και από την υπεραξία, από την αναγκαία εργασία και από την υπερεργασία τον ειδικό κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα, τότε μένουν όχι ακριβώς οι μορφές εκείνες, αλλά μόνο οι βάσεις τους, που είναι κοινές σε όλους τους κοινωνικούς τρόπους παραγωγής» .
Αυτές τις σκέψεις, όμως, τις παίρνει αμέσως πίσω με τον ισχυρισμό ότι τα καταναλωτικά αγαθά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της εργατικής δύναμης στη διαδικασία παραγωγής, παράγονται και υλοποιούνται σαν εμπορεύματα τα οποία υποτάσσονται στη λειτουργία του νόμου της αξίας. «Εδώ ακριβώς φαίνεται η επίδραση του νόμου της αξίας στην παραγωγή». Σε αυτά τα πλαίσια, ζητήματα όπως η οικονομική λογιστική, η αποδοτικότητα, το ίδιο κόστος, οι τιμές και τα παρόμοια, θα είχαν επίκαιρη σημασία για τις επιχειρήσεις .
Μέχρι σήμερα αριστεροί συγγραφείς και αρθρογράφοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους σχετικά με το ζήτημα του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή, τη σχέση του σχεδιασμού και του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή της οικονομίας. Η σχέση σχεδιασμού και νόμου της αξίας, σχεδιασμού και αγοράς στο σοσιαλισμό, ως μεταβατική κοινωνία, ήταν το τρίτο πρόβλημα-ερώτημα σαν διαλεκτικά αντιφατική σχέση.
Μερικοί σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν στη συζήτηση για το σχέδιο - εγχειριδίου φανερά τη γνώμη, ότι ο νόμος της αξίας στη δεύτερη, ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού θα έχει χάσει τη δύναμή του ως ρυθμιστής των σχέσεων ανταλλαγής, αλλά θα εξακολουθήσει να λειτουργεί σαν ρυθμιστής των σχέσεων ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Κατά τρόπο συνεπή είχαν και τη γνώμη ότι ο νόμος της αξίας ρυθμίζει στην πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού τις αναλογίες του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Μπορούσαν να στηριχθούν γι’ αυτό σε μερικά αποφθέγματα του Μαρξ.
Ομως, ο Στάλιν, θεώρησε αυτές τις αντιλήψεις εσφαλμένες. Σαν επιχείρημα έλεγε ότι το σοσιαλιστικό κράτος προς το συμφέρον της διατήρησης αναγκαίων επιχειρήσεων για τη λαϊκή οικονομία, θα διέθετε επίσης στις καθόλου αποδοτικές επιχειρήσεις εργατική δύναμη και αντίστοιχους πόρους, εφόσον ο νόμος της αξίας δεν μπορούσε να ήταν ρυθμιστής . Αυτό, όμως, είναι άλλο ζήτημα. Και το καπιταλιστικό κράτος κρατάει στη ζωή με τις αντίστοιχες επιδοτήσεις, συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την απόκτηση του καπιταλιστικού κέρδους. Και δε μιλάμε καν για την κρατική ρύθμιση σε καιρούς πολέμου. Ο νόμος της αξίας περιορίζεται με αυτόν τον τρόπο στη λειτουργία του, αλλά δεν τίθεται καθόλου εκτός ισχύος. Ο Στάλιν, σε μια πολεμική ενάντια στο σοβιετικό οικονομολόγο Α. Ι. Νότκιν, έβγαλε εμφατικά μέσα παραγωγής, προπαντός εργαλεία παραγωγής, από την κυκλοφορία εμπορευμάτων και, με αυτόν τον τρόπο από την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου του αξίας . Ο Στάλιν αναγνώριζε εντελώς «ότι τα μαρξιστικά σχήματα της αναπαραγωγής με κανέναν τρόπο δεν εξαντλούνται με την αντανάκλαση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ότι περιέχουν μαζί μ’ αυτό ολόκληρη σειρά βασικών θέσεων της αναπαραγωγής, που ισχύουν για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, και ανάμεσά τους  ειδικά και για το σοσιαλιστικό κοινωνικό σχηματισμό» . Δεν μπόρεσε όμως, να συσχετίσει τις λειτουργίες των κατηγοριών αξίας στη σοσιαλιστική οικονομία με την περιπλοκότητα που τη χαρακτηρίζει. Η ανάπτυξη του Στάλιν, καθώς και η πολεμική του ενάντια στους σοβιετικούς οικονομολόγους σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό καθιστούν σαφές ότι οι οικονομολόγοι που τους ασκείται η κριτική, ιδίως ο Νότκιν, καθώς και ο Σανίνα και ο Βένσερ, που πουλάνε τη γεωργική τεχνική στις συλλογικές οικονομικές εκμεταλλεύσεις, φόρτωσαν στις ίδιες τις εκμεταλλεύσεις τις επενδύσεις για την αγορά και τη συντήρηση της τεχνικής και ήθελαν να απαλλάξουν τον κρατικό προϋπολογισμό από επενδύσεις δισεκατομμυρίων προς όφελος άλλων επιχειρήσεων . Ετσι, αντιλαμβάνονταν τη θεωρία της αξίας του Μαρξ, καθώς και την εφαρμογή της στη σοσιαλιστική κοινωνία, σαν μεταβατική κοινωνία, πολύ ευρύτερα από το Στάλιν. Δεν μπορούσαν να επιβληθούν. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο ο Στάλιν που έβλεπε έτσι περιορισμένα την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου της αξίας. Εκείνη την εποχή ήταν η άποψη πολλών σοβιετικών οικονομολόγων. (Η πλειοψηφία; «Επίσημη άποψη;»). Ταυτόχρονα ο Στάλιν απόρριψε αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες θα ακολουθούσε ένα γρήγορο πέρασμα στην ανταλλαγή προϊόντων. Το τελευταίο έλεγαν, είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο βαθμιαία με το πέρασμα στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 δεν ήταν ακόμα γνωστά όλα τα έργα του Μαρξ και του Ενγκελς και δεν είχαν μεταφραστεί όλα ακόμα στα Ρώσικα. Σε αυτά ανήκε και ένα μέρος της αλληλογραφίας που περιλάμβανε 13 τόμους. Από τις «θεωρίες για την υπεραξία» κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος στα ρώσικα μόλις το 1954, ο δεύτερος το ’57 και το ’61, μετά από το θάνατο του Στάλιν δηλαδή.
Είναι δικαιολογημένη, καθώς φαίνεται, η ερώτηση, κατά πόσο ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου», στον οποίο λέγονται ουσιώδη πράγματα για το νόμο της αξίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, ήταν γνωστός στο Στάλιν αλλά και σε άλλους οικονομολόγους. Στη διάρκεια του πολέμου η οικονομικο-επιστημονική έρευνα έφυγε από το προσκήνιο, αν δεν σταμάτησε και τελείως. Φυσικά, αυτές οι συνθήκες που αποτέλεσαν τροχοπέδη για τη θεωρητική ανάπτυξη, δεν ίσχυαν για το Στάλιν. Σε αυτό το βαθμό η «μακρινή σκιά» δεν περιορίζεται μονάχα στο Στάλιν, το αυταρχικό καθοδηγητικό στιλ του οποίου έχει, φυσικά, συμβάλλει στο ότι εσφαλμένες απόψεις -δίπλα σε εντελώς σωστές γνώσεις- αποδείχτηκαν ανθεκτικές και μακρόβιες. Στη ΛΔΓ αμφισβητήθηκαν ήδη τη δεκαετία του ’50, στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση. Τη δεκαετία του ’60 ξεπεράστηκαν με την επεξεργασία της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής).

Ρατσισμός, απανθρωπιά & επιστημονικά συμπεράσματα!


Ρατσισμός, απανθρωπιά & επιστημονικά συμπεράσματα! 









Ενω ολοι οι…νορμαλ ανθρωποι αηδιαζουν με την σταθερη ανοδο της ακροδεξιας στη χωρα μας και τους εμετικους τιτλους και στιχους τετοιων... «Αγωνιστων του δρόμου»(!), ενω oλοι λογικα  θα χαιροντουσαν με την ειδηση της σταδιακης βελτιωσης της υγείας των διδύμων παιδιων απο τη Πολωνια, που παρεσυρε στις 12 Ιουλίου ενας 21χρονος μοτοσυκλετιστής, αξιωματικός του Πολ.Ναυτικού, με τη μητέρα τους, στο κέντρο της Αθήνας και που επειτα από 11 δραματικές ημέρες, στη διάρκεια των οποίων το ενα παιδί έδωσε πολλές μάχες για τη ζωή του, ενα αρθρο που διαβαζα τελευταια, δειχνει οτι η απανθρωπιά των ακροδεξιων δεν έχει ...πάτο!


Αρθρο αναφερομενο στο τελευταίο φύλλο του ''ΣΤΟΧΟΥ'', (εφημερίδα της νεοναζιστικής οργάνωσης),  διαπιστωνει οτι: 


''Ο «ΚΟΙΝΟΣ ΝΟΥΣ» του φασίστα και του ρατσιστή αποκλίνει απόλυτα από ότι έχει οριοθετηθεί ως  «Ανθρωπιά»! Θα διαπιστώσει ότι πίσω από τα προϊόντα που μοιράζονται «αποκλειστικά σε Έλληνες», χάρη στην κρατική επιχορήγηση που εξασφαλίζει η φορολογία του εργαζόμενου λαού μας, ενώ το ρουσφέτι γνωρίζει μεγάλη χρυσαυγήτικη επιτυχία, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από το ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, κρύβεται η κτηνωδία του Ναζιστή.


Πάρτε βαθιά ανάσα, (λεει το αρθρο), κλείστε τη μύτη σας και μοιραστείτε μαζί μας την ανάγνωση λίγων γραμμών από την εφημερίδα τους:


«Το πρωί της Πέμπτης 12 Ιουλίου 2012, στη διασταύρωση Τροίας και Πατησίων, ένα μηχανάκι που οδηγούσε ο 21χρονος υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού θέρισε μια Πολωνή με τα δίδυμα παιδιά της. Επί 5 μέρες όλα τα κανάλια μετέδιδαν ζωντανά ανταποκρίσεις από το Νοσοκομείο για να μάθει ο Ελληνικός λαός αν χαροπαλεύουν ή διέφυγαν τον κίνδυνο τα τρία μέλη της Πολωνο-οικογένειας. Συγχρόνως, η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού διέταξε δεκάδες υπαξιωματικούς να σπεύσουν στο νοσοκομείο να δώσουν αίμα στα θύματα του Τροχαίου, για να μην κατηγορηθεί το Πολεμικό Ναυτικό για Ρατσισμό! Την ίδια ώρα, ουδείς ασχολείται με τους Έλληνες που σκοτώνουν ή ξυλοφορτώνουν καθημερινώς οι Αλλοδαποί εισβολείς! [.]Ακούγεται ότι το Ελληνικό Κράτος ετοιμάζεται να δώσει βαρβάτη σύνταξη στην Πολωνέζα με τα δίδυμα. Πάνω απ' όλα να μην μας πουν Ρατσιστές..» 


To αρθρο συνεχιζει.. 


ΚΟΙΤΑ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ.
ΖΗΤΑΜΕ ΤΑΠΕΙΝΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ.






Που πήγαμε και δώσαμε αίμα, όπως και χιλιάδες συνάνθρωποι μας και δεν τα αφήσαμε να πεθάνουν τα παλιόπαιδα που πετάχτηκαν μπροστά στον Ελληναρά. Φταίμε, οι Τεμπέληδες, Άπλυτοι, που δε το δώσαμε στην Χρυσή Αυγή που το μαζεύει για Έλληνες
Που οι γιατροί δώσαν και δίνουν μάχη να τα κρατήσουν ζωντανά. Οι Ανθέλληνες.


Που συγκλονιστήκαμε με το δράμα της Πολωνής εργάτριας, που πηγαίνοντας τα παιδάκια της σχολείο, πριν πάει να καθαρίσει σκάλες, τσακίστηκε η ίδια, μαζί με αυτά, από ένα Μισθοφόρο Στρατιώτη. Δε φταίει αυτός που παραβίασε τα κόκκινα φανάρια. Αυτά φταίνε που βρέθηκαν μπροστά του.


Που τσαντιστήκαμε γιατί ο  Υπαξιωματικός βατραχάνθρωπος της ΔΥΚ του Πολεμικού Ναυτικού που οδηγώντας χωρίς δίπλωμα και χωρίς ασφάλεια τη μηχανή του πατέρα του, χτύπησε με τη μηχανή του και στη συνέχεια εγκατέλειψε έναν ποδηλάτη και στην συνέχεια για να γλυτώσει το τομάρι του ανέπτυξε ταχύτητα και έπεσε πάνω σε μια μητέρα με τα δίδυμα παιδάκια της, συντρίβοντας τα, αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Είναι η Στρατιωτική Δικαιοσύνη που για να μην ξεχνιόμαστε, αθώωσε τους υμνητές της Χούντας των Συνταγματαρχών στη Σχολή Ευελπίδων και τους ακροδεξιούς ΟΥΚάδες στο Ναυτοδικείο για τα παράνομα εμετικά άσματα που αμαύρωσαν την Στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου, παρά την πληθώρα του αποδεικτικού υλικού. Βλέπεις, η μόνη έννοια της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, του ΥΕΘΑ Π.Παναγιωτόπουλου είναι η περιφρούρηση του Γοήτρου του Στρατού και η ατιμωρησία Μισθοφόρων επικίνδυνων για το κοινωνικό σύνολο.
Που τρελαθήκαμε γιατί αυτό το τομάρι ΕΠ.ΟΠ. που προκάλεσε με την εγκληματική του συμπεριφορά την τεράστια αυτή τραγωδία, συνελήφθη από την Τροχαία και δεν παραδόθηκε όπως προπαγάνδιζαν τα καθεστωτικά μέσα, αναπαράγοντας την πληροφόρηση του ΔΟΛ.


Που πιστεύουμε ότι για να ζήσουμε ως Άνθρωποι πρέπει να σκεφτόμαστε τον Συνάνθρωπο. Γιατί πρέπει και μπορούμε να ζήσουμε όλοι μαζί, Πολωνοοικογένειες-Αλβανοοικογένειες-Αφγανοοικογένειες-Ελληνοοικογένειες κ.ο.κ. Γιατί δεν ξεχνούμε ότι τον εργαζόμενο λαό μας τον έφεραν ως εδώ Έλληνες: εφοπλιστές, τραπεζίτες, εργολάβοι, βιομήχανοι, καναλάρχες, ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ-ΔΗΜΑΡ. Αυτοί μας δολοφονούν στον χώρο εργασίας και το λένε εργατικό ατύχημα, αυτοί μας αυτοκτονούν, αυτοί μας σκοτώνουν με καρκίνο, μας τσακίζουν στην άσφαλτο.


Με το Μάνεση, τον Κόκκαλη, τον Ψυχάρη, τον Λάτση, τον Κωστόπουλο, το Μυτιληναίο, το Βαρδινογιάννη, το Μαρινάκη, το Μπόμπολα κ.ο.κ. δε μπορούμε να ζήσουμε.


Αυτοί μας λεηλατούν το ΠΑΡΟΝ, θέλουν να μας κλέψουν το ΜΕΛΛΟΝ.


Για αυτούς δουλεύετε και μάλιστα με μισθό Χρυσαυγίτες.
Για αυτό στέκεστε απέναντι και εχθρικά στον αγωνιζόμενο κόσμο της εργασίας και τα κοινωνικά κινήματα.


ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΩΝ  ''






Ενω, ομως, οι χρυσαυγιτες εχουν βαλθει να...αποπροσανατολισουν για τα καλα τον μεσο Ελληνα και να τον κανουν απο φιλοξενο πολιτη,...σιχαμενο ρατσιστη, η ζωη και η επιστημη καθημερινα δινουν ακριβως τα αντιθετα αποτελεσματα και αξιζει τον κοπο να διαβασει κανεις την ερευνα του καθηγ. Βύρωνα Κοτζαμάνη, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΜΧΠΠΑ και της Αναπληρ. Καθηγήτριας, στο ιδιο Πανεπιστήμιο, Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, πανω στη συμβολή των αλλοδαπών στο δημογραφικό δυναμισμό της Ελλάδας. 


Στην ερευνα τους που μπορει κανεις να την διαβασει ολοκληρη εδω, συμπεραινεται οτι:


«Η συμβολή των αλλοδαπών στην ολική θνησιμότητα του πληθυσμού της Ελλάδας την εξαετία 2004-2009 είναι εξαιρετικά περιορισμένη (οι θάνατοί τους αποτελούν λιγότερο από το 2% του συνόλου) ενώ αντιθέτως στην γεννητικότητα σημαντικότατη (οι προερχόμενες από αλλοδαπές μητέρες γεννήσεις αποτελούν σχεδόν το 18 % του συνόλου των γεννήσεων). 
Η συμβολή τους έτσι στο συνολικό ισοζύγιο {γεννήσεις-θάνατοι} είναι καθοριστική, καθώς το έντονα πλεονασματικό ισοζύγιο των αλλοδαπών (+108.000) υπερβαίνει κατά πολύ το αρνητικό φυσικό ισοζύγιο των Ελλήνων (-76.000), προσδίδοντας, σε εθνικό επίπεδο, ένα θετικό πρόσημο στο συνολικό Φυσικό Ισοζύγιο (Φ.Ι) της εξεταζόμενης περιόδου.
Οι εθνικοί μέσοι όροι υποκρύπτουν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις. Σε χαμηλότερο επίπεδο, οι διαφορές αυτές είναι σχετικά μικρές όσον αφορά την θνησιμότητα, σημαντικές δε όσον αφορά την γεννητικότητα καθώς οι προερχόμενες από αλλοδαπές μητέρες γεννήσεις κυμαίνονται από 0 έως 57% του συνόλου των γεννήσεων στους δήμους της χώρας μας και ως εκ τούτου η συμβολή των αλλοδαπών στα Φυσικά τους Ισοζύγια είναι σαφώς διαφοροποιημένη.
Από τις αναλύσεις μας προκύπτει ότι, εν απουσία αλλοδαπών, οι περισσότεροι από τους δήμους μας θα ευρίσκονταν σε δεινή θέση. Ειδικότερα, αν στους αλλοδαπούς οι γεννήσεις υπερβαίνουν τους θανάτους στο σύνολο των διοικητικών ενοτήτων, το αυτό συμβαίνει μόνον σε 80 δήμους για τους έχοντες ελληνική υπηκοότητα, ενώ στους υπόλοιπους 245, οι θάνατοι στον πληθυσμό των Ελλήνων είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις. 


Σε ένα μικρό τμήμα των 245 αυτών δήμων (σε μόλις 37 δήμους) τα ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων των αλλοδαπών είναι τόσο πλεονασματικά που υπερκαλύπτουν τα αρνητικά Φ.Ι των εχόντων ελληνική υπηκοότητα, με αποτέλεσμα τα συνολικά Φυσικά Ισοζύγια να λαμβάνουν θετικό πρόσημο. Στους εναπομείναντες όμως 206 δήμους τα αρνητικά Φ.Ι των Ελλήνων δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν από τα πλεονασματικά των αλλοδαπών. 
Αλλά ακόμη και στους δήμους αυτούς όπου οι θάνατοι υπερβαίνουν τις γεννήσεις στον συνολικό πληθυσμό και τα συνολικά Φυσικά Ισοζύγια έχουν αρνητικό πρόσημο, η κατάσταση θα ήταν ιδιαίτερα προβληματική αν δεν υπήρχαν οι αλλοδαποί, οι οποίοι, με τα θετικά τους Φ.Ι «μετριάζουν» ως ένα βαθμό την γενική αρνητική εξέλιξη.


Με βάση τα προαναφερθέντα δυνάμεθα βάσιμα να ισχυρισθούμε ότι η συμβολή των αλλοδαπών τα τελευταία χρόνια- σαφώς διαφοροποιημένη χωρικά- είναι καθοριστική για την δημογραφική μας ισορροπία τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, και όλα δείχνουν ότι, άνευ συνταρακτικών αλλαγών, θα συνεχίσει να είναι και την επόμενη δεκαετία. Στους έχοντες την ευθύνη λήψης μέτρων πολίτικης επαφίεται η εξαγωγή των συμπερασμάτων και η λήψη των προσηκόντων μέτρων πολιτικής….»




Ομως, οχι, ν αφησουμε και τι λεει η επιστημη... Οι αμορφωτοι φασιστες και το ...κακο συναπαντημα...ξερουν..καλυτερα (!) ποιο ειναι το συμφερον της χωρας και γι αυτο...πασχιζουν καθημερινα να ...ξεκανουν οσους ξενους ειχαν την ..ατυχια να βρεθουν στη χωρα αυτη!





 You might also like: 
 Μια απλή ερώτηση 
 Άπλετο σκοτάδι 
 Που πάνε τα δάνεια 
LinkWithin 
 στις 2:20 μμ  Αναρτήθηκε από  Elva

32 τρισεκατομμύρια δολάρια "κρυμμένα" σε οffshore λογαριασμούς


32 τρισεκατομμύρια δολάρια "κρυμμένα" σε οffshore λογαριασμούς 





 Οι πλέον πλούσιοι άνθρωποι του κόσμου, έχουν «κρύψει» τουλάχιστον 21 τρισεκατομμύρια δολάρια (17.000.000 τρισεκατομμύρια ευρώ) σε οffshore (υπεράκτιους) λογαριασμούς, προκειμένου να γλιτώσουν από την εφορία, αναφέρει μελέτη που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα. Η έκθεση προέρχεται από το Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης μια οργάνωση με βάση τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία εργάζεται για την εξασφάλιση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έκθεση «η οικονομική ανισότητα είναι πολύ χειρότερη από ότι νομίζουμε». 


Ο Τζέιμς Χένρι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της McKinsey & Co, είναι αυτός που ηγήθηκε της σχετικής μελέτης. Ανακάλυψε ότι ο «κρυφός πλούτος» θα μπορούσε να φτάσει ακόμη και στα 32 τρισεκατομμύρια δολάρια, που ισοδυναμεί με το άθροισμα των οικονομιών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η δημιουργία των υπεράκτιων λογαριασμών οδηγεί κάθε χρόνο σε απώλεια φορολογικών εσόδων έως και 280 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εκτίμηση αυτή μάλλον θεωρείται συντηρητική, καθώς ακίνητα, σκάφη αναψυχής και άλλα περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται στην έρευνα. Κατά τον Τζέιμς Χένρι πρόκειται για μια «τεράστια μαύρη τρύπα στην παγκόσμια οικονομία». 


Σύμφωνα πάλι με τη συγκεκριμένη έκθεση ο περισσότερος πλούτος «απλώνεται» ανάμεσα σε αριθμό μικρότερο από 10 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ λιγότερο από 100.000 άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν 9,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε offshore λογαριασμούς. 


Η έκθεση βασίστηκε σε στοιχεία από την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα Ηνωμένα Έθνη, τη Διεθνή Τράπεζα Διακανονισμών, καθώς επίσης από τις κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία Οικονομικών διαφόρων χωρών. 


Πηγή: ΑΜΠΕ
 Κόκκινη προπαγάνδα εκτοξεύθηκε από  yiok-yio

«Κοινωνία της γνώσης» και συγκάλυψη του καπιταλισμού


«Κοινωνία της γνώσης» και συγκάλυψη του καπιταλισμού





Πού στηρίζουν οι αστοί θεωρητικοί την άποψη για το πέρασμα του καπιταλισμού σε μια «κοινωνία της γνώσης»; Θεωρούν ότι οι τεχνοκράτες, που ασκούν διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή, είναι αυτοί που αντικατέστησαν στην εξουσία τούς ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Ετσι, η επιστήμη, και ιδιαίτερα η εφαρμογή της, στην παραγωγή, η τεχνολογία, είναι, γι' αυτούς το καθοριστικό κριτήριο για τον ταξικό χωρισμό των ανθρώπων, τους οποίους διακρίνουν σε «εργάτες γνώσης» και σε «εργάτες υπηρεσιών».


Σχετικά με το γεγονός ότι υπάρχει ένα τμήμα και μάλιστα της αστικής τάξης που ασκεί διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή, αυτό βεβαίως δεν είναι καινούριο ζήτημα. Είναι συνέπεια της εξέλιξης του καπιταλισμού και μάλιστα αναφέρεται παραστατικά από τον Μαρξ στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου», στον οποίο αναλύει τη μετοχική επιχείρηση, όπου διαχωρίζεται το στρώμα που διευθύνει την παραγωγή, από τους ιδιοκτήτες μετοχών - καπιταλιστές. Ετσι δημιουργήθηκε το ανώτερο διευθυντικό στρώμα, που είτε κατέχει άμεσα κεφάλαιο είτε σε μια πορεία αστικοποιείται. Ταυτόχρονα, όμως, περνά στην εργατική τάξη μεγάλο τμήμα των τεχνικών, των μισθωτών που ασχολούνται με την εκπαίδευση της μάζας των εργατών κλπ.


Κ
άποια από τα παραπάνω στοιχεία αναγκάστηκαν κατά καιρούς να τα παραδεχτούν και οπαδοί των θεωριών της «μετακαπιταλιστικής» κοινωνίας. Για παράδειγμα ο Μπελ, στο άρθρο του «Τεχνοκρατία και πολιτική», διαπιστώνει αντιφάσεις της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» και σημειώνει: «Δεν έχει σημασία τι είδους, από τεχνική άποψη, μπορεί να είναι οι κοινωνικές διαδικασίες, οι ριζικές αλλαγές στην κοινωνία παίρνουν πάντα πολιτική μορφή. Εκείνοι που στο κάτω - κάτω κατέχουν την πολιτική εξουσία δεν είναι οι τεχνοκράτες αλλά οι πολιτικοί»1. Τέτοιες αντιφάσεις όμως δεν μπορούν να εξηγηθούν και να αντιμετωπιστούν ξέχωρα από το ζήτημα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Αλλωστε, όταν, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Βιομηχάνων (ERT) συγγράφει το Φλεβάρη του 1995 έκθεση, με τον τίτλο «Εκπαίδευση για Ευρωπαίους, προς την κοινωνία της μάθησης» δεν είναι μυστικό ποιος κρύβεται πίσω από την πολιτική και ποιος υπαγορεύει και την εκπαιδευτική πολιτική (βλ. «Λευκό Βιβλίο»της ΕΕ για την εκπαίδευση και την κατάρτιση προς την κοινωνία της γνώσης, 29.11.1995).




Δ
ε θέλουμε να επιχειρηματολογήσουμε για τα «νέα δεδομένα», που δήθεν αποκαλύπτουν την καθοριστική μετάβαση σε μια «νέα κοινωνία της γνώσης», δεδομένα που υπήρχαν άλλα από τον προηγούμενο αιώνα και άλλα δεκαετίες πριν. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και μιλά πια η πρακτική πείρα. Τι άλλο να μας πουν για την «παγκοσμιοποίηση» (ψευδώνυμο του ιμπεριαλισμού στις σημερινές συνθήκες) οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των ζωνών επιρροής, η στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών και ό,τι αυτό σημαίνει για την κοινωνικο - οικονομική ανάπτυξη, η καταστροφή ολόκληρης της παραγωγικής βάσης χωρών, όπως π.χ. της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο το 1999, δεν είναι εξόφθαλμα παραδείγματα απόλυτα καθοδηγούμενης από το κεφάλαιο χρησιμοποίησης της επιστήμης για την ελεγχόμενη ανάπτυξη και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων;




Κ
αι αρκετά με τις φλυαρίες για το διαδίκτυο (Ιντερνετ) και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές - δεν είναι η βιομηχανία τους η τρίτη σε κέρδη μετά τα όπλα και τα ναρκωτικά κερδοφόρα αγορά των μονοπωλίων, δε χρησιμοποιούνται για την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης στην εργασία και δεν καταγράφεται και στον τομέα επικοινωνίας ακόμη η κοινωνική ανισότητα και η ιμπεριαλιστική κυριαρχία;




Στην έκθεση του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη2 αναφέρονται ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία για το Ιντερνετ, με τον υπότιτλο «παγκοσμιοποίηση της ανισότητας»: «Οι τρεις πιο πλούσιοι άνθρωποι στον κόσμο μεταξύ αυτών και ο πρώην κύριος Ιντερνετ Μπιλ Γκέιτς, με συνολικά κέρδη 156 δισ. δολάρια, είναι πιο εύρωστοι οικονομικά από τον προϋπολογισμό των 43 πιο φτωχών χωρών. Η διαφορά στο εισόδημα μεταξύ του πλουσιότερου και φτωχότερου πέμπτου του παγκόσμιου πληθυσμού, με βάση το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα, ήταν 74 προς 1 το 1997 σε σύγκριση με 30 προς 1 το 1960. Υπερδιπλασιάστηκε τα τελευταία 40 χρόνια. Το 86% το παγκόσμιου ΑΕΠ παράγεται στις πλουσιότερες χώρες, όπου κατοικεί το 20% του συνολικού πληθυσμού της Γης, ενώ στις χώρες όπου ζει το φτωχότερο 20% των ανθρώπων παράγεται μόνο το 1% του ΑΕΠ. Η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία ολοκλήρωσης όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της κουλτούρας, της τεχνολογίας και της διακυβέρνησης. Η μεγαλύτερη βιομηχανία εξαγωγών σήμερα στις ΗΠΑ, όπου το 20% των ανθρώπων ζει κάτω από τα εθνικά όρια της φτώχειας, είναι η ψυχαγωγία: τα φιλμ του Χόλιγουντ είχαν τζίρο 30 δισ. παγκοσμίως. Μπορεί τα αγγλικά να χρησιμοποιούνται στο 80% των ιστοσελίδων του Ιντερνετ, αλλά ωστόσο λιγότεροι από 1 στους 10, μιλάει αυτή τη γλώσσα. Η πρόσβαση στο δίκτυο διαχωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς, καθώς ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής κοστίζει στο μέσο άνθρωπο από το Μπαγκλαντές περισσότερο από το εισόδημα 8 χρόνων, ενώ στο μέσο Αμερικανό το μισθό ενός μήνα...»


Η
 «μετακαπιταλιστική κοινωνία των γνώσεων» δεν αποτελεί κάποια κοινωνική αναγκαιότητα. Είναι όπλο της ιδεολογικής προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό και πρόσχημα της αντιλαϊκής πολιτικής. Η πρόκληση για «μετάβαση στη νέα αυτή κοινωνία» μεταφράζεται: Αφήστε τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, την ιδιοκτησία και το κράτος και προσαρμόστε την εκπαίδευση στις επιταγές του σημερινού συστήματος, στις ανάγκες της αγοράς για απασχολήσιμο δυναμικό, αλλά και στις ανάγκες της εξουσίας για πειθήνιους «Ευρωπαίους πολίτες». Αλλιώς: «Υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί χάσμα ανάμεσα σε μια μειονότητα ανθρώπων, που μπορούν με επιτυχία να βρουν το δρόμο τους μέσα στο νέο κόσμο που γεννιέται, και στην πλειονότητα των ατόμων, που αισθάνονται ότι βρίσκονται στο έλεος των γεγονότων και είναι αδύναμα να συμβάλουν στη διαμόρφωση του κοινού μέλλοντος της ανθρωπότητας, με όλες τις συνέπειες, που αυτό συνεπάγεται για την παρακμή των δημοκρατικών θεσμών και τις επαναστατικές αντιδράσεις»3. (Από το άρθρο στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1, 2000).




1.D. Bell: «Technocrasy and Politics» Syrney, Winder 1971.


2.«Καθημερινή», 27.7.'99, «Οι πατρίκιοι και οι πληβείοι».


3.J. Delors: «Η εκπαίδευση: ένας θησαυρός κρύβεται μέσα της». Εκθεση της διεθνούς επιτροπής της UNESCO, για την εκπαίδευση στον 21ο αιώνα, μετάφραση ΚΕΕ, σελ. 74.

Περί νομιμότητας


Περί νομιμότητας






Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα με αφορμή λαϊκές κινητοποιήσεις, εντείνονται οι δικαστικές διώξεις πρωτοπόρων λαϊκών αγωνιστών, ενώ ενισχύεται από την αστική προπαγάνδα η άποψη που υποτάσσει την κοινωνικοπολιτική δράση στα πλαίσια της «νομιμότητας». Τι εννοούν όμως με τον όρο «νομιμότητα»;
Η ουσία της νομιμότητας


Οι Μαρξ και Ενγκελς, για να αναφερθούμε μόνο στις πλέον γνωστές διατυπώσεις, απευθυνόμενοι στην αστική τάξη παρατηρούσαν ότι «το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που το περιεχόμενό της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας», ενώ ο Λένιν τόνιζε: «Τι είναι νόμος; Η έκφραση της θέλησης των κυρίαρχων τάξεων». Αυτή είναι η ουσία του δικαίου και της κυρίαρχης νομιμότητας.


Οι ίδιες οι οικονομικές σχέσεις, που στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας προβάλλουν με απατηλή μορφή, συγκαλύπτοντας την εκμετάλλευση, συνιστούν σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης ψευδούς συνείδησης και βάση της ιδεολογικής χειραγώγησης των εργαζομένων, ώστε να επιβάλλεται η αστική νομιμότητα. Η πλύση εγκεφάλων που συντελείται από τα μέσα παραπληροφόρησης της ολιγαρχίας συμβάλλει στην εδραίωση της κυρίαρχης, της αστικής νομιμότητας. Οι αστικές αξίες, η κουλτούρα, η κυρίαρχη πολιτιστική πρόταση διοχετεύονται και επιβάλλονται μέσω του σχολείου, του πανεπιστημίου, όλων των ιδεολογικών μηχανισμών της άρχουσας τάξης, διαμορφώνοντας αλλοτριωμένες συνειδήσεις και στηρίζοντας και αυτοί την αστική νομιμότητα.


Η κυρίαρχη νομιμότητα είναι εδραιωμένη πάνω στην εξαπάτηση των εργαζομένων, πάνω στην ιδεολογική και φυσική τρομοκρατία. Είναι κυριολεκτικά η νομιμότητα του χρήματος και του αστυνομικού τμήματος. Πρόκειται για τη νομιμότητα που μετατρέπει την ισχνή μειοψηφία σε αφεντικά και δυνάστες εκατομμυρίων ανθρώπων. Η κυρίαρχη νομιμότητα, το σημερινό δίκαιο εξυπηρετούν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων.


Ομως, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι, από την άποψη της αστικής απολογητικής, νομιμότητα είναι η απαίτηση υποταγής στους νόμους που ψηφίζει η πλειοψηφία. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι στην πραγματικότητα μια μειοψηφία που μετατρέπεται σε πλειοψηφία στη Βουλή μέσα από τα εξόφθαλμα -και με απλά μαθηματικά- νοθευτικά εκλογικά συστήματα. Μήπως είναι νόμιμο ή σύμφωνο με το υπάρχον Σύνταγμα να ψηφίζει η κάθε κυβέρνηση το εκλογικό σύστημα που τη συμφέρει και να κλέβει και με το νόμο ψήφους από τα άλλα κόμματα; Το όργιο του ρουσφετιού, της εξαγοράς, οι κάλπικες υποσχέσεις για μια δουλιά, οι ψευτοεξυπηρετήσεις είναι άλλωστε και αυτά κομμάτι της λεγόμενης νομιμότητας.
Η επίδραση του συσχετισμού δυνάμεων




Και πάντως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η άρχουσα τάξη δεν εκστασιάζεται η ίδια μπροστά στη νομιμότητά της. Το δεισιδαιμονικό σεβασμό και το φόβο τον καλλιεργεί μονάχα για τους εργαζόμενους. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι πολιτικοί τους εκφραστές γνωρίζουν πολύ καλά την τέχνη της παράκαμψης των νόμων, έτσι ώστε κανείς να μην το αντιλαμβάνεται. Το ίδιο το αστικό κράτος, εξάλλου, γνωρίζει την τέχνη της μη ουσιαστικής εφαρμογής νόμων που το ίδιο έχει θεσπίσει. Αυτό κυρίως γίνεται, προκειμένου να ακυρωθούν στην πράξη παραχωρήσεις που έχουν γίνει στους εργαζόμενους κάτω από την πίεση των αγώνων τους.


Εξάλλου, κάθε Σύνταγμα, κάθε νόμος εμπεριέχει τη δυνατότητα της παράκαμψής του μέσα από τις ασάφειες, τις αντιφάσεις, τις επιφυλάξεις, τις παραπομπές σε ειδικότερους νόμους και, κυρίως, μέσα από ρήτρες και αόριστες νομικές έννοιες όπως, για παράδειγμα, η δημόσια ασφάλεια ή το δημόσιο συμφέρον. Από την άλλη, δεν υπάρχει αστικό Σύνταγμα που να μην προβλέπει τη δυνατότητα αυτοκατάργησής του μέσα από τις διατάξεις περί κατάστασης πολιορκίας και περί δυνατότητας επιβολής του στρατιωτικού νόμου, κάτι που άλλωστε προβλέπεται και από το άρθρο 48 του ισχύοντος Συντάγματος.


Η άρχουσα τάξη, όπως ακριβώς κάνει και η κυβέρνηση σήμερα, έχει επεξεργαστεί πολύπλοκες μεθόδους περιορισμού έως και κατάργησης των όποιων δημοκρατικών δικαιωμάτων έχει παραχωρήσει στο λαό κάτω από την πίεση του τελευταίου. Ανάλογα με το συσχετισμό των δυνάμεων και αφού εξαπολύσει μια έντεχνη και παρατεταμένη προπαγανδιστική επίθεση για να προετοιμάσει το έδαφος, περνά είτε στη συστηματική παραβίαση από πλευράς των μηχανισμών καταστολής των κατοχυρωμένων και νομικά δικαιωμάτων είτε, όταν αισθάνεται ισχυρή, ακόμη και στην κατάργηση τέτοιων διατάξεων.


Υπάρχουν και στιγμές που η αστικοδημοκρατική νομιμότητα, όταν απειλείται η κυριαρχία της πλουτοκρατίας, καταργείται ολοκληρωτικά, για να αντικατασταθεί από την ωμή, χωρίς προσχήματα, βίαιη, δικτατορική διακυβέρνηση. Τα πολυάριθμα φασιστικά καθεστώτα, τόσο αυτά που γνώρισε ο τόπος μας όσο και παντού στη Γη, αποτελούν τρανή απόδειξη.


Δεν πρέπει να ξεχνάμε και μια άλλη πλευρά. Η άρχουσα τάξη γνωρίζει, επίσης, ότι κάποιες φορές, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, προκειμένου να εκτονώσει τη λαϊκή οργή, μπορεί να πάρει πίσω έναν αντιδραστικό νόμο ή απλά να τον καταστήσει ανενεργό. Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα όπου έγινε κάτι τέτοιο. Μήπως σε αυτές τις περιπτώσεις δε διασαλεύτηκε η νομιμότητα; Αν ισχυρίζεται σήμερα η κυβέρνηση ότι δε γίνεται να πάρει πίσω μια σειρά αντιδραστικούς νόμους είναι μόνο για να σπάσει το ηθικό του αγωνιζόμενου λαού, για να καλλιεργήσει τη μοιρολατρία και τη θεωρία της αναποτελεσματικότητας των αγώνων.


Παράλληλα, η κυρίαρχη νομιμότητα είναι καρπός του συσχετισμού των δυνάμεων. Ενώ εκφράζει σταθερά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, περιλαμβάνει ταυτόχρονα μια σειρά μεγαλύτερες ή μικρότερες κατακτήσεις των εργαζομένων. Η πάλη του λαού ανάγκασε τις κυβερνήσεις να τις κατοχυρώσουν νομικά και συνταγματικά.


Μήπως και αυτές οι νομικά κατοχυρωμένες κατακτήσεις δεν είναι νομιμότητα; Βεβαίως, αλλά η κυβέρνηση δε νοιάζεται γι' αυτές αλλά αντίθετα τις τσαλαπατά με κάθε ευκαιρία. Τελικά, η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μονάχα για την τήρηση της νομιμότητας σε ό,τι αφορά το βασικό της χαρακτηριστικό, το κυρίαρχο αντιδραστικό της μέρος, την εξασφάλιση δηλαδή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας μιας χούφτας μεγαλοκαρχαριών.


Το βέβαιο είναι ότι ο λαός μας είναι αποφασισμένος να συνεχίσει την ασίγαστη πάλη του για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του. Η υπεράσπιση των δημοκρατικών κατακτήσεων δεν αφορά μόνο το ΚΚΕ. Αφορά τα εκατομμύρια των εργαζομένων, τους εργατοϋπαλλήλους, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους, τους επιστήμονες, τους νέους και τις νέες, όλες τις λαϊκές καταπιεζόμενες δυνάμεις, άσχετα από τις σημερινές πολιτικές τους προτιμήσεις.


Οι εργαζόμενοι της χώρας μας έχουν μεγάλη εμπειρία. Ξέρουν να υπερασπίζονται τις κατακτήσεις τους. Γνωρίζουν πώς να κερδίζουν με επίμονους αγώνες και νέες κατακτήσεις. Ο λαός μας έχει μακρά παράδοση στην ανατροπή των αντιδραστικών νόμων, στην απόκρουση των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων της άρχουσας τάξης και των πολιτικών εκφραστών της. Ετσι κατακτήθηκε πρακτικά και νομοθετικά το 8ωρο.


Να θυμίσουμε μόνο τρία πρόσφατα παραδείγματα από την περίοδο της μεταπολίτευσης. Πού πήγε ο αντεργατικός ν. 330/1976; Πού πήγε ο αντιεκπαιδευτικός νόμος της ΝΔ του 1979; Τι απέγινε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του 1985 που ποινικοποιούσε, ακόμη και με πρωτοβουλία του εργοδότη, τις αυξήσεις στους μισθούς; Ανατράπηκαν στην πράξη, γιατί ακριβώς ο λαός μας ξέρει να αντιστέκεται.


Οι εργαζόμενοι, η νεολαία, οι άνθρωποι του μόχθου έχουν χρέος απέναντι στην ιστορία αυτού του τόπου, απέναντι στο μέλλον, να μη σκύψουν το κεφάλι. Ξέρουν οι καθημερινοί άνθρωποι ότι η υποκρισία της άρχουσας τάξης δεν έχει όρια. Με το ένα χέρι κηρύσσει τη λιτότητα και τη νομιμότητα και με το άλλο διαπράττει τις χειρότερες ανομίες, κλέβει το μόχθο και ξεπουλά τον πλούτο του λαού και της πατρίδας μας.


Σε τελική ανάλυση, ο αγώνας για δημοκρατικά δικαιώματα και λαϊκές ελευθερίες δικαιώνεται και ολοκληρώνεται όταν η νομιμότητα των μονοπωλίων αντικατασταθεί από τη νομιμότητα των λαϊκών συμφερόντων, από μια δημοκρατία για το λαό, που είναι χίλιες και ένα εκατομμύριο φορές πιο δημοκρατική από την πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία.


Το ΚΚΕ παλεύει, για να δημιουργηθούν οι συνθήκες που ο λαός θα πάρει όλες τις υποθέσεις της ζωής του στα χέρια του. Αγωνίζεται για μια δημοκρατία όπου θα μετράει πραγματικά ο λόγος των εργαζομένων ανθρώπων, πρώτα απ' όλα στον τόπο δουλιάς, στα πλαίσια ενός συνολικού κοινωνικού σχεδιασμού, για το πώς θα παράγεται, τι θα παράγεται, πώς θα κατανέμεται ο παραγόμενος κοινωνικός πλούτος. Μια δημοκρατία όπου η θέληση του λαού θα εκδηλώνεται μέσα από απελευθερωτικούς θεσμούς πραγματικής λαϊκής συμμετοχής, λαϊκής αυτενέργειας και όχι θεσμούς - «μαϊντανό» στις προειλημμένες αποφάσεις των Λάτσηδων και Βαρδινογιάννηδων, μέσα από διαδικασίες όπου κάθε λογαριασμός θα ελέγχεται από αυτούς που παράγουν τον πλούτο της χώρας.


Από το άρθρο του Δημήτρη Καλτσώνη «Λαϊκή πάλη και αστική νομιμότητα», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1/2000
    


 Σελ. /24     

Ο ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ


Ο ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ  
των Αλεξάντερ Κεμπενέερς και Ντιντιέ Μπετ

Καμινάδες που φτύνουν μαύρους καπνούς, εγκαταλειμμένα ψαράδικα χωριά, πυρηνική καταστροφή στο Τσερνομπίλ... οι τέως σοσιαλιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης δίνουν την εικόνα μιας ευρείας οικολογικής καταστροφής. Η «ΓκρινΠις» έβαζε στα 1991 τον τίτλο: «Οικολογικό έγκλημα στην Ανατολή». Η οργάνωση έγραφε για την ακρίβεια: «Οπως η Σοβιετική Ενωση, όλες οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι περιβαλλοντικά άρρωστες. Ολες γνωρίζουν μια οικολογική κρίση χωρίς προηγούμενο. Στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης, εξ αιτίας μιας ακραίας ατμοσφαιρικής ρύπανσης, που οφείλεται κυρίως στις βαριές  και χημικές βιομηχανίες, καθώς και στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που χρησιμοποιούν λιγνίτη, μέσα στο τρίγωνο που σχηματίζεται από τη ΓΛΔ, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία, βρίσκεται η πιο μολυσμένη περιοχή της γηραιάς ηπείρου.»  Και εν είδει υποτίτλου: «Ανατολική Γερμανία: εικόνες κόλασης» . Αναλύσεις χωρίς αποχρώσεις...
Σύμφωνα με τον Ντικ Τόμσον του «Τάιμ», τα οικολογικά προβλήματα αποτελούν συστατικό στοιχείο του σοσιαλισμού, επειδή δε δίνεται σημασία παρά σε ένα επίπεδο παραγωγής όσο το δυνατό πιο ανεβασμένο: «Η Σοβιετική Ενωση είναι ένας περιβαλλοντικός εφιάλτης (...). Η σοβιετική οικολογική καταστροφή προετοιμάζεται εδώ και πολύ καιρό. Από την αρχή της εποχής του Στάλιν, τα οικολογικά ζητήματα παραμερίστηκαν μέσα στην κούρσα της εκβιομηχάνισης. «Ακαθάριστο Προϊόν», μια έκφραση που μπορεί να μεταφραστεί ως «άσχημη παραγωγή» και της οποίας  η συντομογραφία είναι «ΑΠ»,  βρισκόταν στην καρδιά του προβλήματος. Οι γραφειοκράτες της βιομηχανίας για πολύ καιρό έβλεπαν τη δουλειά τους να εκτιμάται -και να επιβραβεύεται- αποκλειστικά με όρους «άσχημης παραγωγής» .   
Τόσο για την «Γκριν Πις», όσο και για το «Τάιμ», το μεγαλύτερο έγκλημα των ανατολικών χωρών ήταν το ότι εκβιομηχανίστηκαν  με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε ένα πιο ισορροπημένο οικολογικό ισοζύγιο γι’ αυτές τις χώρες. Για να το επιτύχουμε, θα εκτιμήσουμε διαδοχικά:
1. Την πείρα του σοσιαλισμού,
2. Την κατανάλωση ενέργειας, για την οποία λέγεται πάντοτε ότι προκαλούσε σπατάλη,
3. Τα πραγματικά οικολογικά προβλήματα και τις αιτίες τους,
4. Τις εξελίξεις σε αυτές τις χώρες, από τη στιγμή που έγιναν καπιταλιστικές.


 Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ


Οι σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μπορούν να χρεωθούν με ένα μεγάλο αριθμό αδιαμφισβήτητων θετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο του περιβάλλοντος. Συνηθέστατα τις αποσιωπούν, επειδή δείχνουν με προφανή τρόπο την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος. Χωρίς να έχουμε την πρόθεση να σας κουράσουμε, παραθέτουμε αμέσως μετά πέντε πλευρές. Θα μπορούσαμε επίσης να παραθέσουμε και άλλα σημεία, όπως τη διευθέτηση του εδάφους. 


ΕΝΑ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ενα σοσιαλιστικό κράτος χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το θεσμικό του πλαίσιο αντικατοπτρίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου του περιβάλλοντος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι σοσιαλιστικές χώρες ήταν ανάμεσα στις πρώτες που υιοθέτησαν ένα ευρύ νομοθετικό πλαίσιο σχετικό με το περιβάλλον.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Η προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος είχαν εγγραφεί στο Σύνταγμα (άρθρο 5): «Το έδαφος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας είναι ένα από τα σημαντικά στοιχεία που συγκροτούν τον εθνικό της πλούτο. Πρέπει να προστατεύεται και η εκμετάλλευσή του να γίνεται ορθολογικά. Το έδαφος που προορίζεται για τη γεωργία και τη δασοκαλλιέργεια δεν πρέπει να προορίζεται για άλλους σκοπούς πέρα από εκείνους που ορίζουν οι αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους. Για την προστασία του κοινού καλού, το κράτος και η κοινωνία προστατεύουν τη φύση. Η μάχη εναντίον της ρύπανσης των υδάτων και του αέρα, η προστασία της πανίδας και της χλωρίδας, καθώς και τα φυσικά τοπία της πατρίδας ανατίθενται στην υπευθυνότητα των αρμοδίων υπηρεσιών. Ολοι οι πολίτες καλούνται να πάρουν μέρος...» .
Στη δεκαετία του ’60 -όταν σε μας είχαν μόλις αρχίσει να μιλούν για τα περιβαλλοντικά προβλήματα- ψηφίστηκε μία σειρά νόμων: εναντίον της ρύπανσης των υδάτων (1963), για την προστασία των αγροτικών γαιών (1964) και για τα δάση (1965). Αυτοί οι νόμοι πήγαιναν αρκετά μακριά. Ακόμα και το σημερινό βελγικό οπλοστάσιο δεν περιλαμβάνει τίποτα συγκρίσιμο.
Ετσι, το άρθρο 11 του νόμου εναντίον της ρύπανσης των υδάτων καθορίζει: «Οι επιχειρήσεις και οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν νερό για την παραγωγή τους υποχρεώνονται να εφαρμόσουν τεχνικές παραγωγής συμβατές με τη σημερινή κατάσταση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων... και που θα προορίζονται για την ανακύκλωση του νερού. Για να παλέψουμε εναντίον της ρύπανσης των υδάτων,  να διαφυλάξουμε την υγεία του πληθυσμού και της πανίδας, οι χρήσεις των υδάτων δεν μπορούν να ασκούνται παρά μέσα στο πλαίσιο προδιαγεγραμμένων ορίων...» .
Ενα εκτελεστικό διάταγμα του νόμου για το περιβάλλον, που χρονολογείται από το 1975, καθορίζει: «Οι επιχειρήσεις που παράγουν απορρίμματα είναι υπεύθυνες για την ανακύκλωσή τους. Οι επιχειρήσεις που παρασκευάζουν προϊόντα δημιουργώντας απορρίμματα έξω από την κοινωνική και ατομική κατανάλωση, υποχρεώνονται επίσης να τα ανακυκλώνουν» .
Το 1969 ένας κώδικας για την εκμετάλλευση των ορυχείων ετίθετο σε ισχύ. Ο νόμος του 1970 εξανάγκαζε τις εξορυκτικές εταιρείες να επαναφέρουν τις περιοχές που είχαν ήδη εκμεταλλευτεί σε μια κατάσταση επωφελή για την κοινωνία, σα γεωργικά εδάφη, δάση ή παραγωγικές ζώνες . Εάν η εταιρεία αμελούσε το καθήκον της, έβλεπε να της επιβάλλεται ένα πρόστιμο που μπορούσε να φτάσει μέχρι τα 7.500 μάρκα ΓΛΔ  για κάθε εκτάριο το χρόνο .
Θα μπορούσε να αντιπαραθέσει κανείς  ότι πρακτικά οι ωραίοι αυτοί νόμοι έμεναν συχνά νεκρό γράμμα. Εάν τα γεγονότα ήταν όντως έτσι, αυτό οφειλόταν λιγότερο στο σοσιαλισμό και περισσότερο στον αναθεωρητισμό, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η ρήξη ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις. Εξάλλου, ο ιμπεριαλισμός άφηνε μικρά περιθώρια επιλογής σε αυτές τις χώρες. Θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα αργότερα. Οπως και να έχουν τα πράγματα, το ζήτημα είναι ότι η ύπαρξη αυτών των προοδευτικών νομοθετικών πλαισίων μαρτυρά σε όλους το ελάχιστο μιας πρώιμης περιβαλλοντικής φροντίδας στη ΓΛΔ.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΟΠΙΩΝ
Η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα επισείει την προσοχή πάνω στη σοβαρή πραγματική ρύπανση στα βιομηχανικά κέντρα της Ανατολικής Ευρώπης, όπως στη Σιλεσία και στο Γκντάνσκ της Πολωνίας, στα περίχωρα της Λειψίας στη ΓΛΔ... Αλλά ξεχνούν ότι αυτές οι περιοχές δεν αποτελούν παρά ένα μικρό μέρος της επιφάνειας της χώρας, ενώ ευρείες ζώνες της Ανατολικής Ευρώπης είναι πρακτικά απαραβίαστες.
Τόσο στη ΓΛΔ, όσο και στη Σοβιετική Ενωση, τα προστατευόμενα τοπία  αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% της συνολικής επιφάνειας της χώρας.  Στη Σοβιετική Ενωση, με την προσωπική παρέμβαση του Λένιν, δημιουργήθηκε το πρώτο προστατευόμενο φυσικό πάρκο στο Δέλτα του Βόλγα.  Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δυτικοί εραστές της φύσης αγαπούν τα ταξίδια στην Ανατολική Ευρώπη. Βρίσκει κανείς εκεί ακόμα αναρίθμητα ζωικά είδη και σπάνια φυτά που έχουν εξαφανιστεί από τις περιοχές μας. Δύο παραδείγματα για να το αποδείξουμε.
Βγάζοντας έξω τη Σκανδιναβία, στις όχθες του Ελβα πάνω στο έδαφος της τέως ΓΛΔ ζει η μεγαλύτερη αποικία καστόρων στην Ευρώπη. Μπορεί να βρει κανείς ένα σημαντικό πληθυσμό στις όχθες του Ρήνου, αλλά αλλού, στην Ευρώπη το μεγαλύτερο τρωκτικό της ηπείρου έχει εξαφανιστεί. Το 1945 ο κάστορας απειλούνταν επίσης σοβαρά. Δεν υπήρχαν πάνω από 100 με 200 ζωντανοί εκπρόσωποι του είδους. Ο κάστορας μπόρεσε να σωθεί επειδή τοποθετήθηκε στην προστατευόμενη περιβαλλοντικά περιοχή του Μέσου Ελβα, που καθιερώθηκε ως τέτια από το 1949. Αντίθετα με αυτό που πρακτικά συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα ποτάμια της Δυτικής Ευρώπης, στον Ελβα δεν έγιναν κρηπιδώματα, παρόλο που αποτελούσε έναν πολύ σημαντικό υδάτινο δρόμο για την ανατολικογερμανική οικονομία. Οι ζώνες ανύψωσης των υδάτων και τα υγρά δάση είναι ακόμα πολυάριθμα στην κοιλάδα του Ελβα. Αυτοί οι βιότοποι που έχουν καταστεί σπάνιοι δίνουν καταφύγιο σε μια ιδιαίτερη πανίδα και χλωρίδα, κυρίως στον κάστορα και το λουτρ. Εκτιμάται σήμερα ότι ο συνολικός πληθυσμός των καστόρων περιλαμβάνει 4.300 εκπροσώπους.  Οι κάστορες του Ελβα χρησιμοποιήθηκαν για να επανεισαχθεί το είδος στη Δυτική Γερμανία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο στη Δανία και στο Λουξεμβούργο. Να σημειώσουμε τέλος ότι, παρά το γεγονός ότι η ποιότητα των νερών του Ελβα υπήρξε εδώ και πολύ καιρό αξιοθρήνητη (όπως εκείνη των περισσότερων από τους υδάτινους δρόμους της Ευρώπης), η πανίδα αποκαταστάθηκε αμέσως και γρήγορα, καθώς οι σημαντικοί παραπόταμοι διατήρησαν την καλή τους ποιότητα. 
Από τα 4.155 ζευγάρια κύκνων που μετρήθηκαν στη Γερμανία το 1994, το λιγότερο 3.402 -περισσότερο από το 81%- έχουν τις φωλιές τους στο έδαφος της τέως Ανατολικής Γερμανίας, παρόλο που η Δυτική Γερμανία είναι περίπου δύο φορές μεγαλύτερη.  Ο κύκνος είναι ένας καλός δείκτης της ποιότητας του περιβάλλοντος, καθώς επίσης και άλλα είδη πουλιών (για παράδειγμα τα αρπακτικά), που είναι σε αξιοσημείωτο βαθμό περισσότερα στην Ανατολική από τη Δυτική Ευρώπη.


 ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ


ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ1 ΗΠΑ ΕΣΣΔ
Δημόσιες χερσαίες μεταφορές 372 4.706
Ιδιωτικές χερσαίες μεταφορές 44.440 χωρίς στοιχεία
Τρένο 203 4.022
Αεροπλάνο 6.993 2.267
Ατομα ανά αυτοκίνητο 2 20




ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ2 ΗΠΑ ΕΣΣΔ
Φορτηγά 11.247 5.080
Τρένο 16.541 39.248
Πλοία 7.047 2.512
Αεροπλάνο 14.650 2.645
1 Εκφράζεται σε εκατοντάδες χιλιάδες επιβάτες ανά χιλιόμετρο το χρόνο.
2 Εκφράζεται σε εκατοντάδες χιλιάδες τόνους εμπορευμάτων ανά χιλιόμετρο το χρόνο. Η μεταφορά με το αεροπλάνο εκφράζεται σε χίλιους τόνους ανά χιλιόμετρο. 


Στο πεδίο της οικονομικής υποδομής, ο σοσιαλισμός δείχνει επίσης την ανωτερότητά του. Στη Σοβιετική Ενωση, οι ταξιδιώτες διένυαν 13 φορές περισσότερα χιλιόμετρα με τα χερσαία μέσα μαζικής μεταφοράς από ό,τι συνέβαινε στις ΗΠΑ και, όσον αφορά τις μεταφορές με το σιδηρόδρομο, αυτές ήσαν εικοσαπλάσιες. Αντίθετα, στις ΗΠΑ κυριαρχούν οι μορφές μεταφοράς που βλάπτουν περισσότερο το περιβάλλον: οι ιδιωτικές μεταφορές με το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να απαριθμήσουμε δεκαπλάσια οχήματα από όσα υπήρχαν στη Σοβιετική Ενωση. Τα μικρά ανατολικοευρωπαϊκά αυτοκίνητα (Lada, Trabant...) ήσαν ίσως πιο ρυπαντικά από τα σημερινά δυτικά μοντέλα, αλλά αφού ήσαν πιο ολιγάριθμα και λιγότερο χρησιμοποιούμενα, η ρύπανση εξ αιτίας της κυκλοφορίας στους δρόμους ήταν πολύ λιγότερη από την αντίστοιχη της Δυτικής Ευρώπης.
Οσον αφορά τη μεταφορά των εμπορευμάτων, η κατάσταση είναι παρόμοια.  Η ποσότητα των εμπορευμάτων που μεταφέρονταν με τα χερσαία μέσα μεταφοράς στη Σοβιετική Ενωση δεν έφτανε ούτε το μισό από την αντίστοιχη των ΗΠΑ και, όσον αφορά τις μεταφορές με αεροπλάνο, ήταν λιγότερες από το 1/5. Αντίθετα, οι μεταφορές με το σιδηρόδρομο ήταν 1,5 φορά περισσότερες. Το γεγονός ότι οι ποτάμιες μεταφορές στη Σοβιετική Ενωση δεν ήσαν τόσο συχνές, οφείλεται στη μεγάλη διάρκεια και τη δριμύτητα των χειμώνων.
Το αποτέλεσμα της κατάστασης που περιγράψαμε παραπάνω είναι ότι, σε όλες τις δυτικές χώρες, οι μεταφορές καταβροχθίζουν 20 με 40% της κατανάλωσης ενέργειας. Στην Ανατολική Ευρώπη η κατανάλωση αυτή έφτανε μετά βίας το 13%. Στην Τσεχοσλοβακία για παράδειγμα,  μόνο το 7% της ενέργειας καταναλωνόταν για τις μεταφορές. 
Αυτά τα νούμερα, που έχουν συγκεντρωθεί από αστικά ιδρύματα, καθιστούν φανερό το ποια μορφή κοινωνίας είναι ανώτερη σε ό,τι αφορά τις μεταφορές και τη ρύπανση που συνδέεται με αυτές. Εξ άλλου, το οικολογικό κίνημα όφειλε οπωσδήποτε να αναγνωρίσει το γεγονός αυτό, βλέποντας τα αποτελέσματα της αντεπανάστασης. Μετά από μία συνάντηση μαχητικών οικολόγων από 15 χώρες, δυτικοευρωπαϊκές και ανατολικοευρωπαϊκές, ξεκαθαρίστηκε η ακόλουθη εικόνα: «Γενικά, πριν από την πολιτική ανατροπή, οι χώρες είχαν ένα σύστημα δημοσίων μεταφορών εκτεταμένο και λειτουργικό, παρόλο που τα τρένα, τα λεωφορεία και τα τραμ δεν ήταν πολύ γρήγορα ούτε και πολυτελή. Μετά τις επαναστάσεις, οι κυβερνήσεις, για τις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης, προτρέπουν κυρίως στη χρήση των ιδιωτικών οχημάτων και των φορτηγών. Συχνά, χάρη στο δυτικό χρήμα, κατασκευάστηκαν νέοι δρόμοι και δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας. Οι δαπάνες για τους κρατικούς σιδηροδρόμους -ήδη αδύναμες σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα- μειώθηκαν (...). Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρότεινε σχέδια ενός διευρωπαϊκού οδικού δικτύου, ώστε να επανενώσει τη Δυτική Ευρώπη με την περιφέρεια της Ανατολής και του Νότου. Για το λόγο αυτό πρέπει να δημιουργηθούν 12.000 χιλιόμετρα καινούργιων αυτοκινητόδρομων». Και οι μαχητικοί οικολόγοι καταλήγουν: «Το ευρύ δίκτυο δημοσίων μεταφορών, κληρονομιά των κομμουνιστικών καθεστώτων, πρέπει να βελτιωθεί και όχι να εξαρθρωθεί, αυτή είναι η γενική γνώμη».  Ισχυρίζονται ότι θέλουν να αποφύγουν οι χώρες τους να διαπράξουν τα ίδια σφάλματα με τις δυτικές χώρες. Αλλά δεν κατανοούν ότι το «ευρύ δίκτυο δημοσίων μεταφορών» αποτελούσε συστατικό τμήμα του σοσιαλιστικού συστήματος και ήταν αναπόσπαστα δεμένο μαζί του. Το να σκεφτόμαστε ότι ένα τέτιο σύστημα μπορεί να υπάρξει σε μια καπιταλιστική χώρα, είναι ουτοπία.


 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ.
Ενα άλλο παράδειγμα της πρωτοπορίας του ανατολικού συνασπισμού είναι το σύστημα της οικονομίας της θέρμανσης. Σε ένα κλασικό κεντρικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της δύσης, το 60% της ενέργειας που παράγεται διασπαθίζεται από την ψύξη του αέρα ή του νερού, που βλάπτει το περιβάλλον. Αρκεί να σκεφτούμε τους μεγάλους πύργους ψύξης που παρουσιάζονται κοντά  σε όλα σχεδόν τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της δύσης. Τα πράγματα είναι διαφορετικά στην ανατολική Ευρώπη. Από τη δεκαετία του ’50, βελτιώθηκε εκεί ένα ευφυές σύστημα εξοικονόμησης της θερμότητας. Τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας μικρού και μεσαίου μεγέθους εγκαταστάθηκαν κοντά σε βιομηχανικά συμπλέγματα και/ή σε πόλεις. Παρήγαν ηλεκτρισμό με τον κλασικό τρόπο: έκαιγαν κάποιο ορυκτό καύσιμο ώστε να μετασχηματιστεί το νερό ή ο ατμός χαμηλής πίεσης σε ατμό υψηλής πίεσης που έκανε να γυρίζουν οι τουρμπίνες και να παράγουν ηλεκτρισμό. Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι ανάμεσα στην καπιταλιστική και τη σοσιαλιστική τεχνολογία. Η καθυστερημένη καπιταλιστική τεχνολογία το μόνο που ήξερε να κάνει με τον ατμό που ξέφευγε ήταν να τον ψύχει με τα νερά των ποταμών -με όλα τα καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους βιότοπους των ποταμών- ή με πύργους ψύξης. Με αυτόν τον τρόπο πήγαινε χαμένη ενέργεια μέχρι 2,5 φορές πάνω από το κανονικό, για να παραχθεί μια μονάδα χρήσιμης ενέργειας. Ο τρίτος κόσμος έγινε αντικείμενο εξοντωτικής εκμετάλλευσης, η ενέργεια ήταν σκανδαλωδώς καλή αγορά...
Η προηγμένη σοσιαλιστική τεχνολογία, σε ό,τι την αφορά,  χρησιμοποιούσε με επωφελή τρόπο κάθε απόθεμα ενέργειας για να τροφοδοτήσει τα βιομηχανικά συμπλέγματα, είτε άμεσα, με τη  μορφή του ατμού είτε εμμέσως, με τη μορφή κεντρικής θέρμανσης  - κατά κυριολεξία. Εξ άλλου, υπήρχαν πολύ εκτεταμένα συστήματα αστικής κεντρικής θέρμανσης: ένα ευφυές σύστημα διαύλων μοίραζε το «χρησιμοποιημένο» ατμό προς τα συγκροτήματα κατοικιών. Με αυτό τον τρόπο, ένας ίδιος τύπος κεντρικού ηλεκτρικού συστήματος μπορούσε στην Ανατολική Ευρώπη να παράγει 98% χρήσιμης ενέργειας, την ίδια στιγμή κατά την οποία στο καπιταλιστικό σύστημα δεν παρήγαγε πάνω από 40%. Και να σκεφτεί κανείς ότι στη Δύση ορισμένοι οικολόγοι εκτιμούσαν με περιφρόνηση «την κακή λειτουργία της αστικής κεντρικής θέρμανσης στο παλιό ανατολικό μπλοκ...». Χωρίς αμφιβολία, αυτά τα συστήματα θα μπορούσαν να έχουν βελτιωθεί, κυρίως με τη χρήση θερμοστατών. Ομως, ακόμη και ένα σύστημα αστικής κεντρικής θέρμανσης με προβλήματα είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του καπιταλιστικού κόσμου που σπαταλούν ενέργεια και τις ατομικές «κεντρικές θερμάνσεις».
Εδώ και πολύ καιρό, μετά την κρίση του ΟΠΕΚ, οι τιμές των ορυκτών καυσίμων πήραν φωτιά. Κάτω από αυτή την πίεση του τρίτου κόσμου,  σε συνδυασμό με την πάλη ενός  ολοένα και πιο δυνατού οικολογικού κινήματος, ο καπιταλισμός αναγκάστηκε να διαχειριστεί την ενέργειά του  με έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο. Και μισό αιώνα περίπου μετά το σοσιαλισμό, ο καπιταλισμός ανακαλύπτει ξαφνικά το ζεύγος θέρμανση/παραγωγή ηλεκτρισμού, μια διαδικασία συνδυασμένης παραγωγής, καθώς τα δύο προϊόντα χρησιμοποιούνται με επωφελή τρόπο. Οι αποτεφρωτήρες των απορριμμάτων είναι εγκαταστάσεις αυτού του τύπου. Ή αλλιώς: πως μια σύγχρονη τεχνολογία τίθεται σε εφαρμογή για να προκαλέσει ένα άλλο οικολογικό πρόβλημα, δεδομένου ότι στον καπιταλισμό ένα μόνο πράγμα μετράει: το κέρδος. Το κέρδος είναι επίσης η αιτία για την οποία αντιδικούμε τώρα, στα πλαίσια του καπιταλισμού, για τις οικονομίες της ενέργειας. Ορισμένες επιχειρήσεις δίνουν πριμ στους μηχανικούς τους για να εξοικονομούν ενέργεια. 


ΧΩΡΙΣ ΒΟΥΝΑ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ.
Εδώ και χρόνια, οι πράσινοι, αλλά και άλλα κυβερνητικά κόμματα, δε σταματούν να μιλούν για «πρόληψη»: πρόκειται για την αποφυγή της παραγωγής απορριμμάτων. Και παρόλα αυτά, σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, το βουνό των απορριμμάτων παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις, επειδή αποφέρει χρήματα, εξ αιτίας της παραγωγής προϊόντων μετρίων ή αναλώσιμων. Σκουπίδια και καπιταλισμός πάνε μαζί.
Μία γνήσια πολιτική πρόληψης δεν μπορεί να υπάρξει παρά σε ένα κράτος, όπου η λαϊκή εξουσία ελέγχει ή ρυθμίζει αποφασιστικά την παραγωγή και την προσανατολίζει στην ικανοποίηση των συμφερόντων του πληθυσμού.
Οι πράσινοι δεν ανακάλυψαν τίποτα: η πρόληψη υπήρχε ήδη στις σοσιαλιστικές χώρες. Οι συσκευασίες που πετιούνται ήταν σχεδόν ανύπαρκτες στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και οι διαφημιστικές εταιρείες που κερδίζουν εκατομμύρια και το μόνο που παράγουν είναι άχρηστα χαρτιά. Τα νούμερα δεν κάνουν λάθος: στο τέλος της δεκαετίας του ’80, η Ρωσία παρήγε 186 κιλά απορριμμάτων κατά άτομο, απέναντι σε 660 για τις ΗΠΑ και 473 για τη Δυτική Γερμανία.  Το «Μιλιεράμα», η επιθεώρηση του Μποντ Μπέτερ-Λέεφ - Περιβάλλον, αναγνωρίζει και αυτό την ανωτερότητα του σοσιαλισμού σε αυτό το πεδίο: «Παρόλα αυτά, αυτή η περιοχή ήταν ευνοημένη στο πεδίο των απορριμμάτων. Το επιβλητικό βουνό των απορριμμάτων συσκευασίας, που προκαλεί τόσες φροντίδες σε πολλούς υπεύθυνους για τη διαχείριση των σκουπιδιών, δεν αντιπροσωπεύει εδώ παρά ένα πολύ μικρό τμήμα, αυτού που υπάρχει σε μας. Οι γοητευτικές και περιττές συσκευασίες ήσαν απολύτως απαράδεκτες μέσα σε ένα κεντρικά σχεδιασμένο σύστημα. (...) Τα τρόφιμα συσκευάζονταν σε γυάλινα μπουκάλια που επιστρέφονταν: γάλα, κρέμα, λάδια, νερά και ανθρακούχα ποτά, χυμοί φρούτων, κονσέρβες λαχανικών...» 
Αλλά και όσον αφορά την ανακύκλωση, η Ανατολική Ευρώπη ήταν μπροστά.  Ετσι, το 1988 στη ΓΛΔ το 75% των πλαστικών απορριμμάτων ανακυκλωνόταν. Στη Φλάνδρα σήμερα ανακυκλώνεται μόνο το 18%.  Στην Ανατολική Γερμανία είχαν δημιουργηθεί εξειδικευμένες επιχειρήσεις, των οποίων το καθήκον ήταν η ανακύκλωση και οι οποίες τροφοδοτούνταν από ένα πολύ πυκνό δίκτυο συλλεκτήρων λυμάτων. 
Στο σοσιαλιστικό σύστημα, η διανομή σε μεγάλη κλίμακα μπορεί θαυμάσια να συνδυαστεί με μια αποκέντρωση των σημείων πώλησης. Ενα τέτιο σύστημα διανομής επιτρέπει την καθιέρωση ενός συστήματος επιστροφής  για τις συσκευασίες πολλαπλής χρήσης. Και για τους ηλικιωμένους και τα άτομα με ειδικές ανάγκες είναι δυνατό να οργανωθεί η κατ’ οίκον παράδοση, χωρίς επιβάρυνση στο κόστος.


 ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ


 ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η ΛΙΜΝΗ ΑΡΑΛΗ
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τα γεγονότα: στο σοσιαλιστικό σύστημα επίσης υπάρχουν οικολογικά προβλήματα, μερικές φορές μάλιστα δραματικά. Αλλά φίλοι και αντίπαλοι του σοσιαλισμού κάνουν μια διαφορετική ανάλυση των αιτίων και των πιθανών λύσεων.
Ενα γνωστό παράδειγμα είναι η λίμνη Αράλη.  Αυτή η εσωτερική θάλασσα στην πρώην Σοβιετική Ενωση ήταν άλλοτε η τέταρτη σε σπουδαιότητα λίμνη στον κόσμο. Σήμερα, η επιφάνειά της έχει μειωθεί περισσότερο από 27.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, κυρίως μετά τα σχέδια αρδευτικών έργων σε μεγάλη κλίμακα. Δημιουργήθηκε έτσι μια έρημος, που είχε σαν αποτέλεσμα τη διάβρωση από τον άνεμο και κλιματικές μεταβολές. Η αύξηση της αλατότητας επίσης προκάλεσε το θάνατο σχεδόν όλων των ψαριών και το τέλος της αλιείας. Αυτό το πρόβλημα ήταν το αποτέλεσμα μιας απόφασης που πάρθηκε κατά τη δεκαετία του ’50, που απέβλεπε στην ταχύτερη δυνατή αύξηση του καλλιεργήσιμου εδάφους για την παραγωγή τροφίμων και κυρίως βαμβακιού.
Η θετική πλευρά ήταν ότι η επιφάνεια των αρδευόμενων αγροτικών γαιών αυξήθηκε από 29.000 σε 75.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, εξ αιτίας της πορείας του νερού ορισμένων ποταμών μέσω ενός συστήματος διωρύγων. Αλλά η λίμνη της Αράλης, λιγότερο τροφοδοτούμενη, ξεράθηκε.
Η διάβρωση από τον αέρα, οι κλιματικές μεταβολές και η αλάτωση του εδάφους είναι τα πραγματικά προβλήματα που εν καιρώ προκάλεσαν επίσης ζημιά στην αγροτική παραγωγή. Το λάθος είναι ότι καμία λύση (ή μέτρο πρόληψης) δεν αναζητήθηκε. Οι αντίπαλοι του σοσιαλισμού χρησιμοποιούν αυτά τα λάθη του σοσιαλισμού σαν υποτιθέμενη «απόδειξη» της αποτυχίας του σοσιαλισμού. Σε αυτό, μπορούμε να απαντήσουμε ως εξής:
― Ενώ διατρανώνουν με μεγάλες κραυγές ένα πραγματικό πρόβλημα, όπως αυτό της λίμνης Αράλης, υποβαθμίζουν το 100 φορές πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιπροσωπεύει η ερημοποίηση στις ζώνες που βρίσκονται υπό ιμπεριαλιστικό έλεγχο. Κάθε χρόνο, τα παρθένα δάση της νότιας Αμερικής, της Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας χάνουν έδαφος που αντιστοιχεί σε ένα πολλαπλάσιο της ερήμου που περιβάλλει τη λίμνη Αράλη. Η Σαχάρα και άλλες έρημοι εξαπλώνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Ξέρετε ότι στην Κένυα μία λίμνη βρίσκεται σε διαδικασία αποξήρανσης, εξ αιτίας της άρδευσης δεκάδων χιλιάδων εκταρίων προορισμένων για την ανθοκαλλιέργεια; Αντίθετα από τα αρδευόμενα εδάφη γύρω από τη λίμνη της Αράλης, που προορίζονταν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του σοβιετικού λαού, αυτές οι περιβαλλοντικές καταστροφές μεγαλώνουν αποκλειστικά προς όφελος των εξαγωγικών καλλιεργειών που προορίζονται για την καπιταλιστική Δύση. Ακόμα και την ίδια την Ευρώπη λυμαίνεται η ερημοποίηση: είναι η περίπτωση της Ισπανίας, όπου κατά την περίοδο 1990-1995 περισσότεροι από 27 τόνοι γης χάθηκαν ανά εκτάριο αγροτικού εδάφους.  Αλλά δε διατρανώνουμε τόσο καθαρά την αποτυχία της καπιταλιστικής οικονομίας...
― Ο ιμπεριαλισμός ξεχνά πολύ γρήγορα να συνυπολογίσει το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, γιατί έτσι θα φανερώνονταν οι δικές τους ευθύνες. Το ιστορικό πλαίσιο είναι ότι ο ιμπεριαλισμός δεν έχασε καμιά ευκαιρία να καταστρέψει το νεαρό σοβιετικό κράτος. Από την αρχή, η Σοβιετική Ενωση αντιμετωπίστηκε με μια δολοφονική επέμβαση: λίγο αργότερα, αντιμετώπισε τη ναζιστική απειλή και εισβολή και έπειτα βυθίστηκε στον ψυχρό πόλεμο. Ολο αυτό προκάλεσε την αναγκαιότητα μιας γρήγορης ποσοτικής ανάπτυξης της οικονομίας και της στρατιωτικής μηχανής προς ζημία της ποιοτικής και διαρκούς βελτίωσής της. Να ένα καλό παράδειγμα για το σύνολο των χωρών της Ανατολής: «Στο έδαφος της ΓΛΔ, η πλειοψηφία των εργοστασίων είχε καταστραφεί το Μάιο του 1945, ημερομηνία κατά την οποία νικήθηκε ο φασισμός. Σαν προτεραιότητα, έπρεπε να ξαναξεκινήσει η παραγωγή, ώστε να δοθούν στον πληθυσμό αυτά που είχε περισσότερη ανάγκη... Ορισμένα καθήκοντα πάλης ενάντια στη ρύπανση των υδάτων και του αέρα τοποθετήθηκαν σε δεύτερο πλάνο». 
Οταν αναλύσει κανείς τα οικολογικά προβλήματα της Ανατολικής Ευρώπης, πρέπει να παίρνει υπ’ όψη του το γεγονός ότι επρόκειτο για χώρες υπό ανάπτυξη. Μετά την επανάσταση, οι κομμουνιστές ανέλαβαν το καθήκον -κυριολεκτικά- να βελτιώσουν τη (βαριά) βιομηχανία και να ανυψώσουν γρήγορα το επίπεδο ζωής. Και τα κατάφεραν: μέχρι τη δεκαετία του ’70, οι δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης ήταν πολύ υψηλοί. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, η Σοβιετική Ενωση πέρασε από την κατάσταση της φεουδαρχικής, μεσαιωνικής χώρας, σε εκείνη της υπερδύναμης, όχι μόνο της στρατιωτικής, αλλά και της οικονομικής. Αυτή η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορούσε παρά να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ενώ στη Δύση τα ποικίλα οικονομικά προβλήματα εμφανίστηκαν σε φάσεις, προοδευτικά, στις χώρες με ταχεία ανάπτυξη εμφανίστηκαν ταυτόχρονα, με αποτελέσματα που είχαν πολύ μεγαλύτερη οξύτητα. 
Επιπλέον, αυτές οι χώρες με τη χαμηλή ανάπτυξη διέθεταν και μια πιο καθυστερημένη τεχνολογία. Η βιομηχανία στην ανατολική Ευρώπη ήταν εξ ίσου ρυπαντική με τη δική μας στη δεκαετία ’50 - ‘60. Οχι παραπάνω. Ας πάρουμε για μάρτυρες τα πολυάριθμα «μαύρα» σημεία στο Βέλγιο. Το να εισαχθεί από τη Δύση η περιβαλλοντική τεχνολογία ήταν κάτι σχεδόν αδύνατο εξ αιτίας του μποϊκοτάζ και της ανάγκης να πληρώνουν σε σκληρό νόμισμα (που ήταν επίσης απαραίτητο για συγκεκριμένα καταναλωτικά προϊόντα, για την αγορά τροφής, άλλων τεχνολογιών κλπ.). «Επρεπε να ξαναανακαλύψουμε τα πάντα», λέει ο Χανς Βάουερ, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας. Εχει λοιπόν και η Δύση τη δική της ευθύνη για τα περιβαλλοντικά προβλήματα της Ανατολικής Ευρώπης. Η αναγκαιότητα μιας γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης έκανε ώστε, ενώ χτίστηκαν εργοστάσια που μόλυναν λιγότερο, τα παλιά συνέχιζαν να παράγουν και να μολύνουν. Ετσι, στη Λέουνα και στη Μπούνα (ΓΛΔ) κατασκευάστηκαν χημικά εργοστάσια στο τέλος της δεκαετίας του ’50. Τα παλιά όμως, που χρονολογούνταν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέχισαν να λειτουργούν. Η παραγωγή διπλασιάστηκε.
Πρέπει να προσθέσουμε σε αυτό ότι ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών, στον οποίο αυτές οι χώρες αναγκάστηκαν να εμπλακούν, ανάλωσε πολλές δυνάμεις, κυρίως στο πεδίο της έρευνας και της τεχνολογικής εξέλιξης. Δυνάμεις που δε μπόρεσαν να αφιερωθούν στην προστασία του περιβάλλοντος ή σε άλλους κοινωνικούς σκοπούς.
- Περιβαλλοντικά προβλήματα τίθενται εξ ίσου στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Για να πάρουμε το παράδειγμα της Αράλης, μπορούμε να αναρωτηθούμε εάν ο σοσιαλισμός προσφέρει καλύτερες εγγυήσεις από τον ιμπεριαλισμό για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα. Ακόμα και αν εμφανίζεται μια έρημος, ο σοσιαλισμός διαθέτει ακόμη καλύτερα ατού από τον ιμπεριαλισμό για την αποκατάσταση τέτιων περιοχών ή για να αντιμετωπίσει την ερημοποίηση, όπως δείχνουν τα παραδείγματα της αναδάσωσης και της πάλης ενάντια στην ερημοποίηση που καθοδηγήθηκαν από το Μάο.
Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στη Σοβιετική Ενωση δεν ανελήφθησαν σημαντικές πρωτοβουλίες, τη στιγμή που ο χώρος γύρω από τη λίμνη της Αράλης ερημοποιούνταν. Είναι φανερό ότι τα οικολογικά αποτελέσματα της διαχείρισης του νερού γύρω από τη λίμνη Αράλη δεν προβλέφτηκαν και αυτό ήταν ένα λάθος.
- Τέλος, πρέπει ακόμα να πούμε αυτό: Είναι τελείως πιθανό ότι στο σοσιαλιστικό σύστημα, ακόμα και μετά από μία βαθιά μελέτη των οικολογικών επιπτώσεων, φτάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι τα αρδευτικά σχέδια μεγάλης κλίμακας είναι απαραίτητα και ότι μία Αράλη με μειωμένο μέγεθος, αντιπροσωπεύει την καλύτερη επιλογή, υπό τον όρο ότι λαμβάνονται συνοδευτικά μέτρα. Μέτρα που μπορούν να είναι: η άμεση αναδάσωση των απογυμνωμένων εδαφών, με είδη που αντέχουν στο αλάτι, η εξαγωγή του αλατιού σε μεγάλη κλίμακα για να αποφευχθεί η αλάτωση κλπ. Να γιατί μια κοινωνία που σκέφτεται μακροπρόθεσμα είναι ανώτερη. Αλλά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα μέχρι τη στιγμή που άρχισε να εκδηλώνεται, καταλογίζεται στο καθεστώς αναθεωρητισμού της Σοβιετικής Ενωσης στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Είναι λάθος να αποδίδουμε όλα τα λάθη ή τις ελλείψεις στο σοσιαλισμό, από τη στιγμή που ο αναθεωρητισμός είχε τότε την εξουσία...  
 
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ
«Αυτό οδήγησε σε μια δεύτερη προτεραιότητα, στη διάδοση του ιμπεριαλισμού, ως μοντέλου για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. (...) Αυτή η γραμμή... δεν είχε πια σαν αντικείμενο την ενδυνάμωση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, αλλά ακριβώς την όσο το δυνατό ταχύτερη ανάπτυξη της κατανάλωσης». 
Ο Χρουτσώφ διακήρυξε ότι ο κομμουνισμός κατακτήθηκε στη Σοβιετική Ενωση και ότι η Σοβιετική Ενωση θα έφτανε τις ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Με αυτή τη θεωρία, όχι μόνο αρνούνταν τον ουσιώδη ρόλο που παίζει η πάλη των τάξεων στο σοσιαλιστικό καθεστώς, αλλά μείωνε επίσης τους στόχους του σοσιαλισμού μόνο στο οικονομικό πεδίο. Ο ιμπεριαλισμός έγινε ένας στόχος στον οποίο απέβλεπαν και ο οποίος έπρεπε να κατακτηθεί. Αυτό μεταφράστηκε σε μία «πρόοδο» χωρίς κριτική, με κάθε τίμημα, στο πεδίο της οικονομίας, παραμερίζοντας όλα τα άλλα στοιχεία που θεωρήθηκαν ως εμπόδιο.
Μπορούμε έτσι ήδη να αντιληφθούμε, στο φιλάσθενο σοσιαλισμό, τα συμπτώματα αυτού που παράγεται, μετά την εκδήλωση της αντεπανάστασης. Και να δύο παραδείγματα:
I. Μπορούμε να αναρωτηθούμε σοβαρά πάνω στη μη -ανάπτυξη ή την ανεπαρκή ανάπτυξη ορισμένων τεχνολογιών. Ετσι, στην πρώην ΓΛΔ, ο λιγνίτης ήταν η κύρια πηγή ενέργειας. Γνωρίζουμε ωστόσο, εδώ και πολύ καιρό, σε ποιο σημείο αυτή η καύσιμη ύλη συνεισφέρει στη ρύπανση με το διοξείδιο του άνθρακα, σοβαρή αιτία των όξινων βροχών. Οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έφταναν κάθε χρόνο  στα 5,2 εκατομμύρια τόνους στη ΓΛΔ, (313 γραμμάρια ανά κάτοικο), 9,3 εκατομ. τόνοι στη Σοβιετική Ενωση (32 γραμμάρια ανά κάτοικο) και 21 εκατομ. τόνοι στις ΗΠΑ (83,2 γραμμάρια ανά κάτοικο).  Το ότι η ΓΛΔ εκμεταλλευόταν το λιγνίτη δικαιώνεται στο πολιτικό - οικονομικό επίπεδο, αλλά το ότι ταυτόχρονα δε βελτίωνε μια ανώτερη τεχνολογία φιλτραρίσματος του διοξειδίου του άνθρακα - κάτι που θα μπορούσε να είναι ωφέλιμο για τη δημόσια υγεία - πρέπει να αποδοθεί σε ένα καθεστώς που, λίγο - λίγο, απομακρύνθηκε από τα λαϊκά συμφέροντα. Ειρήσθω εν παρόδω, οι εκπομπές της Σοβιετικής Ενωσης ήσαν κατώτερες από εκείνες των ΗΠΑ.
II. Η αναδάσωση ήταν θρυλική επί Μάο. Αλλά κάτω από το καθεστώς του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, ο οποίος υιοθέτησε μια σοβαρή αναθεωρητική άποψη, διαπιστώνεται μια αντιστροφή της κατάστασης. Η συνολική δασωμένη επιφάνεια στην Κίνα ήταν, το 1989, 126.848.000 εκτάρια, περίπου μια μείωση της τάξης του 7,7% σε σχέση με το 1979, κατά την εποχή περίπου της ανόδου του Ντενγκ στην εξουσία.  Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού εργασίας τον Ιούλιο του 1989, ένα μήνα μετά την Τιεν - Εν - Μεν, πολλοί κινέζοι υπεύθυνοι από το Κόμμα, αναγνώρισαν ότι οι μεταρρυθμίσεις των δέκα τελευταίων ετών άσκησαν μία αρνητική επιρροή πάνω στα συλλογικά έργα. Αυτά τα συλλογικά έργα δεν επέσυραν στην πραγματικότητα κανένα άμεσο αποτέλεσμα  πάνω στις μάζες των αγροτών που ήσαν ατομικοί παραγωγοί, αλλά δεν μπορούσαν παρά να έχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Σημείωναν την κατασκευή φραγμάτων, τα αρδευτικά κανάλια και την αναδάσωση. Κατά την ίδια περίοδο, η δασωμένη επιφάνεια της Κούβας αυξήθηκε κατά ...11,8%!


 ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ...


Ο σοσιαλισμός παρέχει τις καλύτερες εγγυήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος: αυτό προκύπτει επίσης από τις αρνητικές εξελίξεις που δημιουργούνται από τότε που οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έγιναν καπιταλιστικές. Για να φωτίσουμε το γεγονός, παραθέτουμε ορισμένες «μη ύποπτες» πηγές - τις οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος οι οποίες, στην εποχή τους, στήριξαν τις αντεπαναστάσεις:
«Περιμένουμε ότι ο αριθμός των ιδιωτικών αυτοκινήτων στην Πολωνία- σήμερα εκτιμάται γύρω στα 5.000.000- θα διπλασιαστεί μέσα στα 20 επόμενα χρόνια και ότι ο αριθμός των χιλιομέτρων που διατρέχει κάθε όχημα μέσα σε ένα χρόνο θα περάσει από τα 7.000 χλμ. το χρόνο, που είναι τώρα, σε ...10.000 το 2010.  Με λίγα λόγια, ο αριθμός των χιλιομέτρων που διατρέχονται από τα ιδιωτικά αυτοκίνητα στην Πολωνία θα τριπλασιαστεί μέσα σε 20 χρόνια... Οι δυτικοί κατασκευαστές αυτοκινήτων, που αντιμετωπίζουν μια δομική δυνατότητα υπερπαραγωγής, βρήκαν στην Ανατολική Ευρώπη μια καλοδεχούμενη αγορά». Και συνεχίζει: «Το δόγμα της ελεύθερης αγοράς της Ευρωπαϊκής Ενωσης ευνοεί τη συγκεντροποίηση της παραγωγής, οδηγώντας σε μία αύξηση της μεταφοράς των εμπορευμάτων και σε μία αυξανόμενη επιβάρυνση για το περιβάλλον».  Αυτό οδηγεί το συγγραφέα του άρθρου «Καρποί του καπιταλισμού» στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Οι επενδύσεις στην παραγωγή αυτοκινήτων και στην κατασκευή νέων δρόμων, αφαιρούν έσοδα από τις δημόσιες μεταφορές».  Οι εξελίξεις στο πεδίο των μεταφορών μεταφράζεται λοιπόν  με μια ρυπαντική αύξηση των χερσαίων μεταφορών, προς ζημία του δημοσίου τομέα μεταφορών. Το πρόβλημα των απορριμμάτων είναι εξ ίσου σοβαρό: «Τα κουτάκια αλουμινίου μιας χρήσης και τα ασηπτικά χαρτόνια, τύπου Τέτρα Πακ, υπέσκαψαν την παραδοσιακή πρακτική των συσκευασιών σε μπουκάλια που επιστρέφονται και ξαναχρησιμοποιούνται και δημιουργούν καινούργια προβλήματα απορριμμάτων (...). Οι καμπάνιες που διεξήγε η Γκριν Πις και άλλοι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 για να ελαφρώσει το εμπόριο των απορριμμάτων -το ντάμπινγκ των δυτικών απορριμμάτων μετά το άνοιγμα των συνόρων- δημιούργησε έναν υγιή σκεπτικισμό, όσον αφορά τις προθέσεις των δυτικών». 
Ακόμα και ένας Λέστερ Μπράουν δε μπορεί να αρνηθεί ορισμένες προφανείς διαπιστώσεις. «Παρόλο που οι χώρες της περιοχής έχουν μια μοναδική ευκαιρία να αποφύγουν ορισμένα λάθη της Δύσης, οι μεγάλες δυνάμεις τις ωθούν να επαναλάβουν αυτά τα λάθη».  Μία από αυτές τις δυνάμεις είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο, σύμφωνα με το λόγο ύπαρξής του, εμποδίζει τις χώρες να καθορίσουν μόνες τους την ίδια τους την ανάπτυξη: «Θεσμοί όπως το ΔΝΤ ...εμπόδισαν τις χώρες να βρουν μόνες τους δρόμους για τη δική τους ανάπτυξη.»  Αλλοι μικροαστοί συγγραφείς κάνουν διαπιστώσεις εξ ίσου επώδυνες: «Η ριζική υποστήριξη  άμεσων περιβαλλοντικών μέτρων υπονομεύτηκε, κυρίως με την ανάδυση προβλημάτων όπως η μαζική ανεργία, η πολιτική αστάθεια και η πολύ εξαπλωμένη φτώχεια».  Η κοινή ρίζα αυτών των κακών, η καπιταλιστική παλινόρθωση στο ανατολικό μπλοκ, δεν κατονομάζεται. Ούτε καν όταν ο συγγραφέας φτάνει την ανάλυσή του μέχρι το βάθος: «Η έλλειψη προσοχής προς το περιβάλλον είναι το αποτέλεσμα της απουσίας ενός σχετικού νομοθετικού πλαισίου και μιας δυνατής πίεσης για ιδιωτικοποιήσεις. Σε ορισμένες χώρες της περιοχής, ... οι νομοθέτες αισθάνονται ότι οι πιο αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές θα κάνουν πιο δύσκολη την εξεύρεση αγοραστών και την πραγματοποίηση των πωλήσεων».  Με λίγα λόγια είναι η μετάβαση από τη συλλογική στην ατομική ιδιοκτησία που εξαρθρώνει τις φροντίδες απέναντι στο περιβάλλον, παρόλο που ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αυτό το «ελάττωμα» μπορεί να διορθωθεί με καλύτερους νόμους.
Η μόνη βελτίωση που ο καπιταλισμός έφερε στην Ανατολική Ευρώπη, στο πεδίο του περιβάλλοντος είναι ότι η ρύπανση του αέρα και των υδάτων μειώθηκε αισθητά ... εξ αιτίας του μαζικού κλεισίματος των επιχειρήσεων, με το τίμημα δηλαδή της μαζικής ανεργίας και της φτώχειας. Με αυτή του την πράξη, ο ιμπεριαλισμός είναι υπεύθυνος για μια προοδευτική γενοκτονία στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Σε σχέση με παλαιές προβλέψεις, η Σοβιετική Ενωση μετρούσε, το 1998. 11 εκατομμύρια λιγότερους κατοίκους, εξ αιτίας της δραματικής μείωσης του προσδόκιμου ζωής και του αριθμού των γάμων και των γεννήσεων. Πώς θα μπορούσε να συμπεριφερθεί το περιβάλλον μέσα σε ένα κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που έχει οδηγήσει το πιο προηγμένο είδος σε κατάσταση γενοκτονίας; Μόνο ο οικο-ιμπεριαλιστικός μακιαβελισμός μπορεί να χαίρεται για μια εξέλιξη που προκρίνει την αναδίπλωση του πληθυσμού στο όνομα της λιγότερης ρύπανσης...

TOP READ