28 Ιουν 2012

Ο τρίτος Μαϊούνης θα είναι ο τελικός


Ο τρίτος Μαϊούνης θα είναι ο τελικός 







Ο φοιτητικός μαϊούνης είδε το ίχνος του να χάνεται στο χιόνι της λήθης και να σβήνει, μαζί με την παροδική νίκη στο άρθρο 16 και τη σταδιακή παρακμή των εξάρσεων του κινήματος. Ενώ ο φετινός μαϊούνης με το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα, είχε εν μέρει προεικονιστεί στον περσινό μαϊούνη των πλατειών. Ο οποίος –με εξαίρεση ίσως τις εκλογές- έμεινε χωρίς συνέχεια, και άφησε πίσω του ένα εντυπωσιακό κενό, όπως ακριβώς κι ο δεκέμβρης. Κι όσοι πίστευαν τότε ότι ζούνε κάτι μεγάλο και ξεχωριστό, μια επαναστατική κατάσταση, όπου «κάθε μέρα μετράει σαν μήνας», σήμερα –που κλείνει ακριβώς ένας χρόνος απ’ την κορύφωση με το απεργιακό διήμερο στις 28-29 ιούνη- νιώθουν σα να ‘χουν περάσει μια ντουζίνα χρόνια –κι όχι δώδεκα μήνες- από τότε.


Σ’ αυτή την περίεργη κινηματική συναστρία του μαϊούνη με τους διδύμους, εμφανίστηκαν διάφορα δίδυμα, που λειτούργησαν σα διαλεκτικά δίπολα: η πάνω και η κάτω πλατεία, η αμεσοδημοκρατία των κάτω Πλαταιών, με την αρχαιοπληξία των τριακοσίων της πάνω πλατείας, οι νοικοκυραίοι και οι αναρχικοί με κοινό παρονομαστή το μικροαστικό στοιχείο, ο «απολίτικος αντι-συστημισμός» της χρυσής αυγής με τον αντίστοιχο του σύριζα, κ.ά.


Όσοι ονειρεύονταν πλατιά λαϊκά μέτωπα, τα είδαν στον ξύπνιο τους στις πλατείες, με τις πλατειές συγκεντρώσεις και τους δημαγωγούς ρήτορες που πλατειάζανε, την πλατιά σύνθεση και το εξίσου πλατύ περιεχόμενο. Πιάστηκαν από έτοιμα εγκεφαλικά σχήματα για να τα βολέψουν με την πραγματικότητα κι από τσιτάτα του βλαδίμηρου –για να ανακαλύψουν εκ νέου την αμερική και να τη βαφτίσουν «ινδίες». Τσιτάτα για τους μικροαστούς που –για δες!- θα είναι κι αυτοί κομμάτι του επαναστατικού προτσές. Και για την επανάσταση που δε θα έρθει σε καθαρή μορφή εργαστηρίου, αλλά μεταμφιεσμένη με διάφορες μορφές του εποικοδομήματος.


Κι έτσι ο καθένας μεταμφιέστηκε για τις ανάγκες του ρόλου του. Διάφοροι τηλε-αστέρες ντύθηκαν αγανακτισμένοι γιατί ήταν τρέντι, οι εξεγερμένοι μικροαστοί ντύθηκαν επαναστατικό υποκείμενο και οι συνειδητές πρωτοπορίες έβαλαν τα μικρά τους ονόματα και ντύθηκαν απλοί πολίτες, χωρίς πολιτική ταυτότητα –κάτι που είναι αντίφαση εν τοις όροις, αν σκεφτούμε την ετυμολογία των δύο λέξεων. Σαν να πήγαινε δηλ η γγ στην συνέλευση του συντάγματος και να έλεγε, γεια σας με λένε αλέκα και είμαι φιλόλογος. Ή αντιστοίχως η κανέλλη: είμαι η λιάνα και είμαι δημοσιογράφος.


Όλοι μαζί μεταμφιεσμένοι λοιπόν συμμετείχαν σε αυτόν το μαζικό διονυσιασμό, ένα πολιτικό καρναβάλι συλλογικής εκτόνωσης και διαφυγής από την καθημερινότητα. Όταν όμως σχόλασε ο γάμος, οι μικροί καρναβαλιστές από τις λιλιπούτειες οργανώσεις θέλησαν να κρατήσουν το πάρτι ζωντανό και το συνέχισαν μόνοι τους, εκτός του κλίματος, σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα μες στον φλεβάρη, που έχασαν το παρθένο δάσος της επανάστασης. Έκαναν γραφικές άμαζες συνελεύσεις (όπου η βασική γραφικότητα ήταν η γενική πεποίθηση ότι εκπροσωπούσαν τις μάζες και έπονταν τα υπόλοιπα) που αποφάσιζαν την κατάργηση του χρήματος, των κομμάτων κι ίσως και την έναρξη της επανάστασης – η οποία ως γνωστόν, εάν βρέχει, θα ξεκινήσει σε κλειστό χώρο και απογευματινές ώρες κατά προτίμηση για να έρθουν οι φοιτητές κι οι εργαζόμενοι.


Κι ύστερα οι πλατείες, ακριβώς όπως ο δεκέμβρης, πήγαν για διακοπές και δεν ξαναγύρισαν ποτέ – ενώ ακόμα και οι μαθητικές καταλήψεις είχαν τη στοιχειώδη ωριμότητα και οργάνωση για να ξεπεράσουν αυτό το σκόπελο. Οι πλατείες μας άφησαν προίκα τον ιφικράτη αμυρά και τους έλληνες youtubers, τα ελικόπτερα της κοε και το μαγικό σύνθημα για την αργεντινή: ουστ! Estamos despiertos ya! Και μετά οι πλαταιείς κοιμήθηκαν τον ύπνο του δικαίου και της ωραίας κοιμωμένης, που περιμένει τον πρίγκιπα αλέξη να τη φιλήσει για να την ξυπνήσει από την παραζάλη του καρναβαλιού – hangover επί το ελληνικότερον.


Η πιο εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των πλατειών και του αλέξη ήταν η κοινή διαπίστωση ενός «κόσμου του κινήματος» ότι τους χτυπάει το σύστημα. Κι εδώ κανείς δε σκέφτηκε «λενινιστικά», πονηρά σαν το βλαδίμηρο, ότι πρέπει να ανησυχείς όταν σε παινεύει ο εχθρός σου. Κι ότι αυτή η προβολή τους δε θα ερχόταν μόνο με επαίνους και ευθεία στήριξη από τα δελτία ειδήσεων αλλά εμμέσως με ζωντανές συνδέσεις και χαριτωμένα σχόλια σε εκπομπές που φέτος βρήκαν γλυκούλη ακόμα και τον καιάδα της χρυσής αυγής. 


Δηλαδή πιστεύεις απολίθωμα ότι το σύστημα πριμοδότησε τις πλατείες; Σε ένα βαθμό ναι. Η ανοιχτομάτικη μερίδα του, που θα έλεγε κι η κετουκε. Γιατί το ζητούμενο στην ελλάδα της κρίσης, του μνημονίου και της αγωνιστικής παράδοσης στις κινητοποιήσεις δεν ήταν μόνο ένα ξέσπασμα, που είναι οπωσδήποτε θετικό σε σχέση με την πλήρη ακινησία. Δεν ήταν το αν και πότε, αλλά το πώς και με ποιους όρους (τηλεοπτικής και διαδικτυακής εκτόνωσης ή αυθεντικά κινηματικούς). Ενώ μια σειρά χώροι είδαν τα πράγματα με μία απλοϊκή και ουδόλως διαλεκτική αντίληψη που θύμιζε τη λογική του μικρότερου κακού, που βαφτιζόταν βέλτιστο: η παναγιώταινα από το ολότελα, ο συριζα από τη δεξιά και πάει λέγοντας. 


Αυτή ήταν η σοφή προειδοποίηση του τζακ λόντον στη σιδερένια φτέρνα. Όπου το συνειδητοποιημένο προλεταριάτο περίμενε την κατάλληλη στιγμή κι απέφευγε να πυροδοτήσει το φυτίλι της μπαρουταποθήκης, γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμο. Τελικά το φυτίλι άναψε τεχνηέντως από λούμπεν στοιχεία που κάηκαν μαζί του κι ήταν εύκολη λεία για τη δύναμη κρούσης των αστών. Κι εδώ προφανώς οι αναλογίες είναι υπαρκτές, αν και δεν πρέπει να παίρνονται τοις μετρητοίς.


Όλα αυτά δε λέγονται από θέση χαιρέκακης επιβεβαίωσης, ότι εμείς τα λέγαμε και δικαιωθήκαμε – στο περιθώριο των εξελίξεων. Αλλά ως μπούσουλας και στόχευση για το τι πρέπει να είναι και να επιδιώκει ένα κίνημα (εντός ή εκτός εισαγωγικών), ποια χαρακτηριστικά πρέπει να πάρει και να εμβαθύνει. Κι αυτά μπορούν να συνοψιστούν στο εξής τρίπτυχο: οργάνωση – για να μην είναι άμορφος χυλός, ταξική συνείδηση και (σε αυτή τη βάση) πολιτικοποίηση των αγώνων. Τα οποία θα κάνουν τον επόμενο μαιούνη νικηφόρο οκτώβρη.
 Προβοκάτσια από  Μπρεζνιεφικό απολίθωμα

Θεωρητικά ζητήματα για τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης


Θεωρητικά ζητήματα για τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης
Τέταρτο μέρος
Η θέση του Μαρξ ότι «νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους, μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας»10 διαστρεβλώνεται από αυτοαποκαλούμενους μαρξιστές και δεδηλωμένους αντιλενινιστές, σύγχρονους οπορτουνιστές, οι οποίοι μιλούν για ανωριμότητα των υλικών προϋποθέσεων περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και φέρνουν ως απόδειξη ότι ο σοσιαλισμός δεν επιβίωσε. Ως προς το παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ, το ξεκόβουν από την αμέσως επόμενη πρόταση: «Γι' αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεκτικότερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι».
Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και στο έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας», όπου αναφέρεται: «Απ' όλα τα μέσα παραγωγής, η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η επαναστατική τάξη. Η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων σε τάξη προϋποθέτει ότι υπάρχουν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσαν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας»11. Κριτήριο ωριμότητας των υλικών προϋποθέσεων δεν είναι απλά η ύπαρξη της εργατικής τάξης, αλλά και η πολιτική συγκρότησή της σε επαναστατική δύναμη, η ανάπτυξη δηλαδή της ταξικής πάλης. Δεν μπορεί, λοιπόν, να ξεσπάσει η σοσιαλιστική επανάσταση, όταν δεν υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων του κομμουνισμού, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να επικρατήσει. Η εκδήλωση της σοσιαλιστικής επανάστασης (η οποία έχει τις δικές της αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια) σημαίνει ότι οι αντιφάσεις του συστήματος έχουν ωριμάσει, ότι ο σοσιαλισμός από τη σύγκρουση των σχέσεων παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη.
Η δημιουργία, λοιπόν, του επιστημονικού κομμουνισμού και των επαναστατικών εργατικών κομμάτων ως φορέων συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα αποδεικνύει την ωρίμανση των αντιφάσεων του καπιταλισμού από ιστορική άποψη.
Το γενικό επίπεδο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το νέο κοινωνικό μετασχηματισμό είναι αυτό που προσδιορίζει την ιστορική εποχή στην εξέλιξη του καπιταλιστικού. Μέσα σε αυτή την εποχή, υπάρχει διαφοροποίηση στο βαθμό ωρίμανσης από τη μια καπιταλιστική κοινωνία στην άλλη.
Ο Λένιν, αναδεικνύοντας τα κριτήρια χαρακτηρισμού των εποχών, έγραφε: «Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποια ταχύτητα θα αναπτυχθούν τα διάφορα ιστορικά κινήματα μιας δοσμένης εποχής και σε τι βαθμό θα επιτύχουν. Μπορούμε, όμως, να ξέρουμε - και ξέρουμε - ποια τάξη βρίσκεται στο κέντρο της μιας ή της άλλης εποχής, όταν καθορίσουμε το κύριο περιεχόμενό της, την κύρια κατεύθυνση της αποστολής της, τις κύριες ιδιομορφίες των ιστορικών συνθηκών της δοσμένης εποχής κτλ.»12.
Με βάση την παραπάνω θέση, υιοθέτησε την ιστορική περιοδολόγηση του καπιταλισμού (που επεξεργάστηκαν άλλοι μαρξιστές) σε τρεις εποχές με συμβατικά και σχετικά ορόσημα τις κοινωνικές επαναστάσεις και τους πολέμους. Ταυτόχρονα, επισήμαινε ότι παντού στη φύση και την κοινωνία τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά και όχι απόλυτα:
1789 - 1871
Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση ως το γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Κομμούνα, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής νίκης της. Είναι η ανοδική γραμμή της αστικής τάξης, των αστικοδημοκρατικών κινημάτων, η εποχή της συντριβής των ιστορικά ξεπερασμένων φεουδαρχικών δεσμών.
1871 - 1914
Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, που χάνει τον προοδευτικό χαρακτήρα της στην κοινωνική εξέλιξη. Είναι εποχή της προετοιμασίας και της αργής συγκέντρωσης δυνάμεων από το νέο υποκείμενο της Ιστορίας, την εργατική τάξη.
1914 - ...
Η τρίτη εποχή χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του μονοπωλίου, είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων που βάζει την αστική τάξη στην ίδια ιστορική θέση που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Ο ιμπεριαλισμός, ως μονοπωλιακός καπιταλισμός, είναι η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία.
Ηδη, ο Μαρξ στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου», στην ανάλυσή του για τη μετοχική εταιρεία, θίγει την εμφάνιση ενός φαινομένου που στην εποχή του ακόμη δεν είναι κυρίαρχο, αλλά έγινε κυρίαρχο στα επόμενα χρόνια. Το ζήτημα της εμφάνισης του μονοπωλίου: Το μονοπώλιο δεν είναι απλά μια μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση, αλλά αποτελεί έκφραση του υψηλού βαθμού της κοινωνικοποίησης της εργασίας και της παραγωγής, ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, στις οποίες υποτάσσεται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Τα μονοπώλια εκφράζουν μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση με τη μορφή μετοχικής ιδιοκτησίας σε εταιρεία ή όμιλο εταιρειών, με ανάλογη συγκέντρωση μεγάλου μεριδίου αγοράς. Είναι δείκτης της μεγάλης όξυνσης της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Είναι η μορφή που παίρνει η κεφαλαιοκρατική σχέση, σε συνθήκες που έχουν υπερωριμάσει οι παραγωγικές δυνάμεις και ασφυκτιούν στα στενά πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Ο Μαρξ στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει ότι ο σχηματισμός μετοχικών εταιρειών είναι «η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και γι' αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση»13,αφού, όπως εξηγεί, στις μετοχικές εταιρείες «...η λειτουργία είναι χωρισμένη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, επομένως και η εργασία είναι εντελώς χωρισμένη από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την υπερεργασία. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αναγκαίο σημείο περάσματος για την ξαναμετατροπή του κεφαλαίου σε ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι όμως πια σαν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών παραγωγών, αλλά σαν ιδιοκτησία των συνεταιρισμένων παραγωγών, σαν άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία»14.
Ετσι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής γίνεται φραγμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, οξύνονται όλες οι αντιθέσεις, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές. Αυτή η εξέλιξη καθορίζει την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στην κατεύθυνση να επιλυθεί η βασική αντίθεση με το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό.
«Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω από αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζεται με το κεφαλαιοκρατικό της περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται»15.
Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν αλλάζει τη φύση του καπιταλισμού, αποτελεί ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξής του. Οι βαθιές κρίσεις και οι μακροχρόνιες υφέσεις, ο παρασιτισμός στην οικονομία, αλλά και σε κάθε μορφή κοινωνικής ζωής, εκφράζουν την όξυνση της αντίθεσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η διαλεκτική ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι τέτοια, που, όσο συγκεντρώνεται, κοινωνικοποιείται η παραγωγή, όσο επαναστατικοποιούνται τα μέσα παραγωγής, όσο επεκτείνονται οι καπιταλιστικές σχέσεις στη σφαίρα της αγροτικής παραγωγής και στις υπηρεσίες, τόσο αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις που έρχονται σε όλο και βαθύτερη αντίθεση με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους. Με το πέρασμα από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, η αντίθεση αυτή οξύνεται παρά την προσπάθεια ρύθμισης της παραγωγής σε κλίμακα μονοπωλίων.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(Το κείμενο είναι επεξεργασία της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ)
Σημειώσεις:
10. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Διαλεκτά Εργα», τ. 1, σελ. 425.
11. Κ. Μαρξ: «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας», εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ. 173.
12. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 142.
13. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 3, σελ. 553.
14. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 3, σελ. 551.
15. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 1, σελ. 787.

Ο Μαρξ, η όψιμη ανακάλυψή του και το αναπόφευκτο του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής


Ο Μαρξ, η όψιμη ανακάλυψή του και το αναπόφευκτο του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής
Κάποιοι αστοί δημοσιολόγοι, με αφορμή σημάδια κρίσης σε καπιταλιστικές κοινωνίες ανεπτυγμένων χωρών, θυμήθηκαν τον Μαρξ και τη μελέτη του για την καπιταλιστική κοινωνία, με αφορμή και το γεγονός ότι το 2008 είναι επέτειος των 190 χρόνων από τη γέννησή του
Ο Μαρξ, ταυτόχρονα με τη μελέτη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κατέληξε και στο συμπέρασμα του αναπόφευκτου, του νομοτελειακού της αντικατάστασής του από τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής
Πρόσφατα και με αφορμή την κρίση στον χρηματοπιστωτικό τομέα των ΗΠΑ, τη ραγδαία και τεράστια συγκριτικά με πριν άνοδο της τιμής του πετρελαίου, αλλά και των τροφίμων, όπως και τις εκτιμήσεις για ύφεση των καπιταλιστικών οικονομιών ή μείωση των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ που οδηγεί σε στασιμότητα, σημάδια θα πούμε εμείς που δείχνουν ότι ίσως οι καπιταλιστικές οικονομίες οδηγηθούν σε οικονομική κρίση, κάποιοι δημοσιολόγοι και οικονομολόγοι ανακάλυψαν τις συνέπειες στην κοινωνία απ' αυτές τις εξελίξεις. Συνέπειες που δείχνουν τεράστια συγκέντρωση πλούτου από τη μια και αύξηση της φτώχειας από την άλλη, δηλαδή σημάδια σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης πληθυσμών. Και σωστά. Ορισμένοι απ' αυτούς ψάχνουν «φάρμακο» αντιμετώπισης αυτής της επαναλαμβανόμενης αθεράπευτης ασθένειας του καπιταλισμού, δηλαδή της κρίσης, προκειμένου να αμβλύνουν πρωταρχικά τις συνέπειες στο ίδιο το κεφάλαιο, τμήμα του οποίου καταστρέφεται αντικειμενικά, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της εξαθλίωσης, προκειμένου να προλάβουν απότομη όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, επομένως και τους κινδύνους υπονόμευσης του καπιταλιστικού συστήματος από οργανωμένη ταξική πολιτική πάλη για την ανατροπή του.
Κάποιοι, επίσης, απ' αυτούς θυμήθηκαν τον Μαρξ και τη μελέτη του για την καπιταλιστική κοινωνία, με αφορμή και το γεγονός ότι το 2008 είναι επέτειος των 190 χρόνων από τη γέννησή του (5 Μάη 1818), αφού αυτός πρώτος, στο μεγαλοφυές έργο του «Το Κεφάλαιο», έδωσε ολοκληρωμένα αυτό που βλέπουμε και σήμερα να συντελείται στις καπιταλιστικές κοινωνίες.
Πράγματι, ο Μαρξ, μελετώντας τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, αποκαλύπτει τις εσωτερικές του αντιφάσεις, αποδεικνύοντας ότι το ξεπέρασμά του και η αντικατάστασή του από έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής, τον κομμουνιστικό, είναι το νομοτελειακό, ότι ως τρόπος παραγωγής έχει ιστορικά όρια. Εδωσε, ταυτόχρονα, και το εργαλείο της πρόβλεψης σε σχέση με την εξέλιξή του ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
«Το Κεφάλαιο, κριτική της πολιτικής οικονομίας» τόμος I, βιβλίο πρώτο
Η κοινωνία του καπιταλισμού, και σήμερα, ακόμα και σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες υποκειμενικές κρίσεις των πιο ένθερμων υποστηρικτών της, διέρχεται βαθύτατη κρίση χωρίς διέξοδο. Τα ίδια τα θεμέλια του καπιταλισμού είναι ναρκοθετημένα. Βεβαίως, πολλοί αστοί ιδεολόγοι, διανοητές και οικονομολόγοι, που υπερασπίζονται με πάθος την αστική ιδεολογία, αναγκάζονται να καταφεύγουν στον Μαρξ για να μελετήσουν ιδέες και υποδείξεις του σχετικά με το καπιταλιστικό σύστημα. Φαίνεται ότι η ανάλυση του μεγαλύτερου διανοητή στην Ιστορία τούς είναι βολική στην ερμηνεία των σύγχρονων εξελίξεων και της κρίσης του συστήματος.
Το γεγονός όμως ότι ανατρέχουν, δε σημαίνει και αποδοχή του μαρξισμού στο σύνολό του. Μάλλον χρειάζονται τον Μαρξ προκειμένου να ενισχύσουν, μελετώντας τον, το δικό τους οπλοστάσιο, για την αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος. Παρ' όλ' αυτά, δεν μπορούν οι θεωρίες τους να αντιμετωπίσουν, όσο κι αν πασχίζουν, το γεγονός ότι οι ολοένα και εντεινόμενες οικονομικές κρίσεις αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα περάσματος στην ανώτερη κομμουνιστική κοινωνία. Η διεθνοποίηση της δράσης του κεφαλαίου, η μετάβαση από τις εθνικές κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις στις διακρατικές, δείχνει την αναντιστοιχία ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και στις παραγωγικές δυνάμεις. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν ξεπεράσει τα όρια του καπιταλισμού.
Στον ιμπεριαλισμό εκδηλώνονται σήμερα όλες οι εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις του στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες οξύνονται στο έπακρο. Η οικονομική κρίση κάνει ακόμη πιο ανυπόφορη για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα την κατάσταση σ' όλους τους τομείς της ζωής τους. Και οι ταξικές ανισότητες μεγαλώνουν, ενώ οι ταξικές αντιθέσεις, επίσης, δυναμώνουν. Οι άδικοι πόλεμοι βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Απόδειξη πως οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, σύμφυτες του ίδιου ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, οι οικονομικές κρίσεις, είναι αξεπέραστες, χωρίς την αντικατάστασή του από την κομμουνιστική κοινωνία. Που απαιτεί το επαναστατικό έργο των μαζών, με ηγέτη την εργατική τάξη.
Η πρώτη ελληνική μετάφραση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος»
Βεβαίως, ο Μαρξ, ταυτόχρονα με τη μελέτη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κατέληξε και στο συμπέρασμα του αναπόφευκτου, του νομοτελειακού της αντικατάστασής του από τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό αποσιωπούν ή του κάνουν πολεμική όσοι ανακαλύπτουν τον Μαρξ ως τον άνθρωπο που ως προς τη μελέτη του καπιταλισμού είναι αξεπέραστος.
Και, πράγματι, η ιστορικά ξεπερασμένη κοινωνία του καπιταλισμού εξελίσσεται σήμερα σύμφωνα με τις προβλέψεις και εκτιμήσεις του Μαρξ, σύμφωνα με τη θεωρία του, παρά την προσωρινή της νίκη με τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Μια καθ' όλα πύρρειος νίκη, μιας κοινωνίας (καπιταλισμός) και μιας τάξης (αστική), που από την εποχή της Κομμούνας του Παρισιού, στα 1871, περνούσε στην αντίδραση ενάντια σε μια κοινωνία (σοσιαλισμός) και μια τάξη (εργατική), για την οποία στην ίδια εποχή ο Μαρξ έγραφε: «Κι όμως ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμη ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία. Αναγνωρίστηκε ακόμα και από τη μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης του Παρισιού - από τους μαγαζάτορες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους - εκτός μόνο από τους πλούσιους κεφαλαιοκράτες» («Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»).
Ο Μαρξ ανακάλυψε επίσης τους νόμους εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας, των κοινωνιών και απέδειξε και απ' αυτή τη σκοπιά, επιστημονικά, το αναπόφευκτο του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, αποκαλύπτοντας πως αυτοί οι αντικειμενικοί νόμοι δρουν διά μέσου της δράσης των ανθρώπων, με κινητήριο μοχλό την ταξική πάλη, αφού «όλη η ως τώρα ιστορία των κοινωνιών είναι ιστορία της ταξικής πάλης» («Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»).
«Κι όμως ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμη ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία. Αναγνωρίστηκε ακόμα και από τη μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης του Παρισιού - από τους μαγαζάτορες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους - εκτός μόνο από τους πλούσιους κεφαλαιοκράτες», έγραψε ο Μαρξ για την Παρισινή Κομμούνα
Ο ίδιος ο Μαρξ λέει γι' αυτό: «Ο,τι καινούριο έκανα εγώ ήταν για να αποδείξω:
1. ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής,
2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου,
3. ότι η ίδια αυτή η δικτατορία αποτελεί μονάχα το πέρασμα στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μια αταξική κοινωνία». (Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 530).
Ο Ενγκελς σε άρθρο του με τίτλο «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ», γραμμένο την 1η και τη 13η του Μάρτη 1868 και δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Ντεμοκράτισες Βόχενμπλατ» της 21 και της 28 του Μάρτη 1868, δηλαδή 140 χρόνια πιο πριν, γράφει τα εξής:
«Από τον καιρό που υπάρχουν στον κόσμο κεφαλαιοκράτες και εργάτες δεν εκδόθηκε ακόμα κανένα άλλο βιβλίο που να έχει τόση σπουδαιότητα για τους εργάτες, όση έχει το βιβλίο που έχουμε μπροστά μας. Η σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο άξονας που γύρω του περιστρέφεται ολόκληρο το σημερινό μας κοινωνικό σύστημα, για πρώτη φορά αναπτύσσεται εδώ επιστημονικά κι αυτό με μια βαθύτητα και οξύνοια που μόνο ένας Γερμανός μπορούσε να το κάνει. Οσο πολύτιμα κι αν είναι και παραμένουν τα συγγράμματα ενός Οουεν, ενός Σεν - Σιμόν ή ενός Φουριέ - επιφυλάχτηκε σ' έναν Γερμανό να αναρριχηθεί ως την κορυφή απ' όπου μπορεί κανείς να δει καθαρά και επισκοπικά ολόκληρο το πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, ακριβώς όπως ένας παρατηρητής που στέκεται στην ψηλότερη κορφή βλέπει τα χαμηλότερα ορεινά τοπία...
Τεράστια συγκέντρωση πλούτου από τη μία, φτώχεια και εξαθλίωση πληθυσμών από την άλλη. Η επαναλαμβανόμενη, αθεράπευτη ασθένεια του καπιταλισμού

Associated Press
Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι η πρώτη που δημιουργεί τον πλούτο και τις παραγωγικές δυνάμεις που χρειάζονται γι' αυτό, μα ταυτόχρονα δημιουργεί, επίσης, στο πρόσωπο των πολυάριθμων καταπιεζόμενων εργατών την κοινωνική εκείνη τάξη που ολοένα και περισσότερο υποχρεώνεται από τα πράγματα να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση αυτού του πλούτου κι αυτών των παραγωγικών δυνάμεων, προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας - κι όχι όπως γίνεται ως σήμερα, προς το συμφέρον μιας μονοπωλιακής τάξης».
Και απ' αυτό το απόσπασμα του άρθρου του Ενγκελς, αποκαλύπτεται η αναγκαιότητα και προοπτική της κομμουνιστικής κοινωνίας με την εκτίμηση «στο πρόσωπο των πολυάριθμων καταπιεζόμενων εργατών, την κοινωνική εκείνη τάξη που ολοένα και περισσότερο υποχρεώνεται από τα πράγματα να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση αυτού του πλούτου κι αυτών των παραγωγικών δυνάμεων, προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας - κι όχι όπως γίνεται ως σήμερα, προς το συμφέρον μιας μονοπωλιακής τάξης».
Ας δούμε μέσα από αποσπάσματα του «Κεφαλαίου» του Μαρξ πώς ο ίδιος δίνει το αναπόφευκτο των κρίσεων, αλλά και την ωριμότητα των συνθηκών περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, μέσα στον καπιταλισμό.
Η αιτία εκδήλωσης της κρίσης
«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί τον πλούτο και τις παραγωγικές δυνάμεις που χρειάζονται γι' αυτό, μα ταυτόχρονα δημιουργεί, στο πρόσωπο των πολυάριθμων καταπιεζόμενων εργατών, την κοινωνική εκείνη τάξη που ολοένα και περισσότερο υποχρεώνεται από τα πράγματα να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση αυτού του πλούτου κι αυτών των παραγωγικών δυνάμεων, προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας - κι όχι όπως γίνεται ως σήμερα, προς το συμφέρον μιας μονοπωλιακής τάξης». Ενγκελς, 1868
Η αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής στον καπιταλισμό εκδηλώνεται και με τις οικονομικές κρίσεις και η αιτία και το αναπόφευκτο των οικονομικών κρίσεων βρίσκονται μέσα στη βασική αντίθεση του καπιταλισμού που είναι: Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, της εργασίας και η ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος, με τη θεώρηση ότι ο άνθρωπος είναι η σπουδαιότερη παραγωγική δύναμη.
Ο Μαρξ έβλεπε την κοινωνία ως ενιαίο όλο, με την έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, κινούμενο από τις εσωτερικές αντιφάσεις, με βάση νόμους που διαμορφώνονται μέσω της δράσης των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί ένα μοναδικό κριτήριο ωριμότητας για το πέρασμα της κοινωνίας σε ένα ανώτερο στάδιο, το σοσιαλιστικό, που είναι μεταβατική κοινωνία με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Το κριτήριο είναι η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού.
Ορισμένες από τις βασικές θέσεις που επεξεργάστηκε ο Μαρξ σχετικά μ' αυτό περιέχονται στο «Κεφάλαιο», για τον ιστορικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, την παγκόσμια αγορά.
Ας δούμε πώς αναπτύσσει αυτές τις θέσεις στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», σελ. 786 - 787, εξετάζοντας την «ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης».
«...από τη στιγμή που ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής στέκεται στα δικά του τα πόδια, από τη στιγμή αυτή αποχτούν μια νέα μορφή η παραπέρα κοινωνικοποίηση της εργασίας και η παραπέρα μετατροπή της γης και των άλλων μέσων παραγωγής σε μέσα παραγωγής που τα εκμεταλλεύονται κοινωνικά, δηλαδή σε κοινά μέσα παραγωγής, επομένως αποχτάει νέα μορφή και η παραπέρα απαλλοτρίωση, των ατομικών ιδιοκτητών. Αυτός που είναι τώρα ν' απαλλοτριωθεί δεν είναι πια ο εργάτης που διευθύνει μόνος το νοικοκυριό του, αλλά ο κεφαλαιοκράτης που εκμεταλλεύεται πολλούς εργάτες.
Οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, σύμφυτες του ίδιου ως κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, οι οικονομικές κρίσεις, είναι αξεπέραστες, χωρίς την αντικατάστασή του από την κομμουνιστική κοινωνία. Που απαιτεί το επαναστατικό έργο των μαζών, με ηγέτη την εργατική τάξη
Η απαλλοτρίωση αυτή συντελείται με το παιχνίδι των εσωτερικών νόμων της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, με τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων. Κάθε κεφαλαιοκράτης σκοτώνει πολλούς άλλους κεφαλαιοκράτες. Χέρι - χέρι μ' αυτήν τη συγκεντροποίηση, δηλαδή με την απαλλοτρίωση πολλών κεφαλαιοκρατών από λίγους, αναπτύσσεται σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα η συνεργατική μορφή του προτσές της εργασίας, η συνειδητή τεχνική εφαρμογή της επιστήμης, η σχεδιασμένη εκμετάλλευση της γης, η μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας που μπορούν να χρησιμοποιήσουν μονάχα από κοινού η οικονομία σ' όλα τα μέσα παραγωγής με τη χρησιμοποίησή τους σαν μέσων παραγωγής συνδυασμένης, κοινωνικής εργασίας, η περιπλοκή όλων των λαών στο δίχτυ της παγκόσμιας αγοράς και μαζί μ' αυτό ο διεθνής χαρακτήρας του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος. Μαζί με τη διαρκή ελάττωση του ορισμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη αυτού του προτσές μετατροπής, αυξάνει η μάζα της αθλιότητας, της καταπίεσης, της υποδούλωσης, του εκφυλισμού, της εκμετάλλευσης, αλλά αυξάνει μαζί και η αγανάχτηση της εργατικής τάξης, που διαρκώς πληθαίνει και που διαπαιδαγωγείται, συνενώνεται και οργανώνεται απ' αυτόν τον ίδιο το μηχανισμό του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής. Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ' αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας».
Η συμβολή του Μαρξ είναι καθοριστική, γιατί αναφέρεται στην εξέλιξη του κοινωνικού πυρήνα, των σχέσεων παραγωγής
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι: Με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, η ατομική εργασία για την παραγωγή ενός προϊόντος μετατρέπεται σε κοινωνική (ο Μαρξ μιλάει για την επίτευξη της«κοινωνικής οργάνωσης του προτσές της εργασίας»),αφού πολλοί εργάτες μαζί δουλεύουν συνδυασμένα για την παραγωγή του. Αυτό συντελείται στην περίοδο ακόμη της «μανιφακτούρας», όπου διάφορα επαγγέλματα, αναγκαία για την παραγωγή προϊόντων που συνθέτουν ένα τελικό προϊόν, συνενώνονται κάτω από έναν κεφαλαιοκράτη για την παραγωγή αυτού του προϊόντος (π.χ., κατασκευή της άμαξας), είτε διάφοροι εργάτες εκτελούν τις διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας για την παραγωγή ενός προϊόντος (π.χ., παραγωγή χαρτιού). Το προϊόν που παράγεται στη «μανιφακτούρα», ο Μαρξ το ονομάζει «κοινωνικό προϊόν».Βεβαίως, στη μανιφακτούρα, συνενώνονται οι εργάτες από το κεφάλαιο, δημιουργείται ένας καταμερισμός της εργασίας, αλλά ο κάθε εργάτης δουλεύει με ξεχωριστά εργαλεία.
Με την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και το πέρασμα στη μεγάλη βιομηχανία, με τη χρήση των μηχανών, αναπτύσσονται τα μέσα παραγωγής, έτσι που κοινωνικοποιούν ολοένα και περισσότερο την παραγωγή και την εργασία. Η παραγωγή αναπτύσσεται σε ολοένα και μεγαλύτερη κλίμακα. Η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας, επομένως και την υπεραξία που αποσπά ο κεφαλαιοκράτης. Αυτό οδηγεί το κεφάλαιο στην ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη των μέσων παραγωγής με τη χρήση των μηχανών και την εξέλιξή τους, τις οποίες κινούν ολοένα και περισσότεροι εργάτες σε σχέση με πριν, αφού επίσης συνενώνονται ολοένα και περισσότερες διαδικασίες της κοινωνικής παραγωγής στο εργοστάσιο (μεγαλώνει η κοινωνικοποίηση). Αυτή η διαδικασία συγκεντρώνει την παραγωγή στη μεγάλη βιομηχανία, εξαρτά άλλες μικρότερες επιχειρήσεις απ' αυτήν και σε μια πορεία τις εκτοπίζει από την παραγωγική διαδικασία (παραπέρα απαλλοτρίωση των ατομικών ιδιοκτητών, αυτός που είναι τώρα ν' απαλλοτριωθεί είναι ο κεφαλαιοκράτης που εκμεταλλεύεται πολλούς εργάτες).
Γι' αυτό ο Μαρξ κάνει λόγο για μέσα παραγωγής, που «τα εκμεταλλεύονται κοινωνικά» και ότι «με την απαλλοτρίωση πολλών κεφαλαιοκρατών από λίγους, αναπτύσσεται σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα η συνεργατική μορφή του προτσές της εργασίας, η συνειδητή τεχνική εφαρμογή της επιστήμης, η σχεδιασμένη εκμετάλλευση της γης, η μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας που μπορούν να χρησιμοποιήσουν μονάχα από κοινού, η οικονομία σ' όλα τα μέσα παραγωγής με τη χρησιμοποίησή τους σαν μέσων παραγωγής συνδυασμένης, κοινωνικής εργασίας». Δηλαδή, αυτή η διαδικασία της ολοένα και μεγαλύτερης συνένωσης (κοινωνικοποίηση) της παραγωγής και της εργασίας, συμβαδίζει με τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Που σημαίνει ότι τα μεγαλύτερα σε διαστάσεις κεφάλαια απορροφούν τα μικρότερα, και έτσι το κεφάλαιο συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερους μεγιστάνες. Σ' αυτό το αποτέλεσμα, οδηγεί επίσης ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ξεχωριστούς ατομικούς καπιταλιστές.
Ολη αυτή η διαδικασία οδηγεί επίσης στην αύξηση της εκμετάλλευσης, αφού αποσπάται ολοένα και μεγαλύτερη υπεραξία, στο φτήνεμα της εργατικής δύναμης, στην ανεργία, έτσι που όσο μεγαλώνουν οι διαστάσεις του κεφαλαίου και συγκεντρώνεται σε λιγότερα χέρια να αυξάνονται και η φτώχεια και η ανεργία.
Από τη μια, λοιπόν, μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο η κοινωνικοποίηση, από την άλλη, κάθε μεγιστάνας καπιταλιστής παράγει για δικό του όφελος, για την αύξηση των κερδών του, για την αύξηση των διαστάσεων του δικού του κεφαλαίου. Αυτό στέκεται εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής. Γι' αυτό ο Μαρξ αναφέρει ότι «Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ' αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας».
Το αντικειμενικό της εμφάνισης της μετοχικής εταιρείας
Αυτό, δηλαδή «το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας», που μετατρέπεται στον καπιταλισμό σε κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική καπιταλιστική ιδιοκτησία, εμφανίζεται μέσα στον ίδιο τον καπιταλισμό με την ίδρυση της μετοχικής εταιρείας. Σχετικά μ' αυτό, ο Μαρξ, στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», σελ. 550, αναφέρει τα εξής:
«Σχηματισμός μετοχικών εταιρειών. Επομένως:
1) Τεράστια επέκταση της κλίμακας της παραγωγής και των επιχειρήσεων, που ήταν αδύνατο να γίνουν από τα ξεχωριστά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, τέτοιες επιχειρήσεις, που ήταν προηγούμενα κυβερνητικές, γίνονται εταιρικές.
2) Το κεφάλαιο, που αυτό καθ' αυτό βασίζεται σε κοινωνικό τρόπο παραγωγής και που προϋποθέτει κοινωνική συγκέντρωση μέσων παραγωγής και εργατικών δυνάμεων, παίρνει εδώ άμεσα τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου (κεφαλαίου άμεσα συνεταιρισμένων ατόμων), σε αντίθεση προς το ατομικό κεφάλαιο, και οι επιχειρήσεις του εμφανίζονται σαν εταιρικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση προς τις ατομικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για την κατάργηση του κεφαλαίου σαν ατομικής ιδιοκτησίας μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής».
Αυτή η εξέλιξη φανερώνει και το γεγονός ότι αντικειμενικά υπάρχουν οι συνθήκες για μετατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική, δηλαδή είναι ώριμοι οι υλικοί όροι για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Απ' αυτήν την αντικειμενική εξέλιξη του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, με την εμφάνιση της μετοχικής εταιρείας, διαπιστώνεται και η δυνατότητα κατάργησής του, η δυνατότητα αντικατάστασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με τις σοσιαλιστικές, η δυνατότητα μετατροπής της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.
Για την προλεταριακή Πολιτική Οικονομία, οι κλασικοί έθεταν το καθήκον να βρει μέσα στις μορφές της οικονομικής εξέλιξης (σ.σ. του καπιταλισμού), που πηγαίνει προς το τέρμα, τα στοιχεία της μελλοντικής οργάνωσης της παραγωγής και της ανταλλαγής, που θα βοηθήσουν στον παραμερισμό αυτών των δεινών.
Στο «Κεφάλαιο» διερευνώνται οι οικονομικές μορφές, η μετοχική επιχείρηση, το συνεταιριστικό εργοστάσιο, που πιστοποιούν ότι η εξέλιξη των σχέσεων παραγωγής έφτασε σε ένα ανώτατο στάδιο, επομένως δεν υπάρχει άλλο περιθώριο αλλαγής μορφής για να «χωρέσουν» τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις. Πρόκειται για την έναρξη του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού ή της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Η συμβολή του Μαρξ είναι καθοριστική, γιατί αναφέρεται στην εξέλιξη του κοινωνικού πυρήνα, της σχέσης παραγωγής.
Στη μετοχική επιχείρηση παύει να υφίσταται ο ατομικός κεφαλαιοκράτης ως ιδιοκτήτης και διευθύνων της παραγωγής και εμφανίζεται η συλλογική ιδιοκτησία των μετόχων, που παραμένει όμως καπιταλιστική. Τη διεύθυνση ασκεί προσωπικό που μπορεί να βρίσκεται σε μισθωτή σχέση ή και να έχει πακέτο μετοχών.
Ας το δούμε πολύ συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» (σελ. 551):
«Μετατροπή του πραγματικά ενεργού κεφαλαιοκράτη σε απλό διευθυντή, διαχειριστή ξένου κεφαλαίου, και των ιδιοκτητών κεφαλαίου σε απλούς ιδιοκτήτες, απλούς κεφαλαιοκράτες του χρήματος (...) Στις μετοχικές εταιρείες η λειτουργία είναι χωρισμένη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, επομένως και η εργασία είναι εντελώς χωρισμένη από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την υπερεργασία. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αναγκαίο σημείο περάσματος για την ξαναμετατροπή του κεφαλαίου σε ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι όμως πια σαν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών παραγωγών, αλλά σαν ιδιοκτησία συνεταιρισμένων παραγωγών, σαν άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία. Είναι, από την άλλη, σημείο περάσματος για τη μετατροπή όλων των λειτουργιών στο προτσές αναπαραγωγής, που συνδέονται ακόμα ως τώρα με την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, σε απλές λειτουργίες των συνεταιρισμένων παραγωγών, σε κοινωνικές λειτουργίες».
Οι ιδιοκτήτες των μετοχικών εταιρειών είναι αυτοί που έχουν στην ιδιοκτησία τους τις μετοχές των εταιρειών, γι' αυτό ο Μαρξ κάνει λόγο για απλούς ιδιοκτήτες κεφαλαίου, αλλά δεν έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία της παραγωγής. Η λειτουργία της παραγωγής διευθύνεται από τους διευθυντές. Το ρόλο του κεφαλαιοκράτη που οργάνωνε και διηύθυνε την παραγωγή άμεσα ο ίδιος, αντικαθιστά τώρα ο διευθυντής. Ετσι η λειτουργία των επιχειρήσεων είναι χωρισμένη από την ιδιοκτησία. Με την εμφάνιση της μετοχικής εταιρείας, ο Μαρξ κάνει λόγο για «αναγκαίο σημείο περάσματος για την ξαναμετατροπή του κεφαλαίου σε ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι όμως πια σαν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών παραγωγών, αλλά σαν ιδιοκτησία συνεταιρισμένων παραγωγών, σαν άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία».Δηλαδή η μετοχική εταιρεία, ως έκφραση συλλογικής μορφής ιδιοκτησίας του κεφαλαίου στα πλαίσια του καπιταλισμού, αποδεικνύει τις δυνατότητες περάσματος από την καπιταλιστική ιδιοκτησία στην κοινωνική ιδιοκτησία. Επίσης το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου δεν έχουν πλέον σχέση με την οργάνωση και τη λειτουργία της παραγωγής, σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου είναι πλέον περιττοί, δε χρειάζονται για την ανάπτυξη της παραγωγής, των παραγωγικών δυνάμεων, αφού αυτή μπορεί να αναπτύσσεται και χωρίς τους ιδιοκτήτες κεφαλαίου. Ολες οι λειτουργίες της παραγωγής μπορούν να διεκπεραιωθούν από τους ίδιους τους άμεσους παραγωγούς, δηλαδή την εργατική τάξη, στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας (απλές λειτουργίες των συνεταιρισμένων παραγωγών, κοινωνικές λειτουργίες).
Μετοχική εταιρεία και μονοπώλιο
Η μετοχική επιχείρηση, όπως και το συνεταιριστικό εργοστάσιο είναι αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και σημείο περάσματος σε ανώτερο τρόπο παραγωγής, τον κομμουνιστικό, που χαρακτηρίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία. Στη βάση αυτή αναπτύσσονται τα μονοπώλια, η κρατική ανάμειξη, ο παρασιτισμός στο χρηματιστήριο, ο ρόλος του πιστωτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, όλα εκείνα τα στοιχεία που εμφανίζονται αργότερα στην οικονομική ανάλυση του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν και άλλους μαρξιστές. Τα μονοπώλια εκφράζουν μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση μετοχικών επιχειρήσεων ή ομίλων επιχειρήσεων με συγκέντρωση μεγάλου μεριδίου αγοράς.
Ας δούμε πώς το αναφέρει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» (τ. 3ος, σελ. 553):
«Είναι η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, και γι' αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση, που πριν απ' όλα παρουσιάζεται σαν απλό μεταβατικό σημείο προς μια νέα μορφή παραγωγής. Σαν τέτοια αντίφαση παρουσιάζεται επίσης στην εμφάνιση. Αποκαθιστά σε ορισμένες σφαίρες το μονοπώλιο και προκαλεί γι' αυτό την ανάμειξη του κράτους. Αναπαράγει μια νέα οικονομική αριστοκρατία, παράσιτα νέου είδους, με τη μορφή σχεδιαστών, ιδρυτών και απλώς ονομαστικών διευθυντών. Ενα ολόκληρο σύστημα αγυρτείας και απάτης σχετικά με τις ιδρύσεις, την έκδοση μετοχών και το εμπόριο μετοχών. Πρόκειται για ατομική παραγωγή χωρίς τον έλεγχο της ατομικής ιδιοκτησίας».
Εδώ κάνει λόγο για κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στον καπιταλισμό, με την έννοια ότι η ιδιοκτησία παίρνει συλλογική μορφή. Ταυτόχρονα, εδώ ο Μαρξ αναφέρεται και στη δημιουργία του μονοπωλίου, μαζί με τη μετοχική εταιρεία, ως«αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και για την ανάμειξη του κράτους, μαζί με την εμφάνιση του μονοπωλίου. Οπως κάνει λόγο και για τη σύμφυση του βιομηχανικού κεφαλαίου με το τραπεζικό, δηλαδή τη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο Λένιν, ως εξής:«...η Πίστη θέτει απόλυτα μέσα σε ορισμένα όρια στη διάθεση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη, ή αυτού που περνάει για κεφαλαιοκράτης, ξένο κεφάλαιο...».
Για το μονοπώλιο, ο Ενγκελς αναφέρει συμπληρωματικά στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου» (σελ. 552): «...σε κάθε χώρα οι μεγαλοβιομήχανοι ενός ορισμένου κλάδου συνενώνονται σε ένα καρτέλ για τη ρύθμιση της παραγωγής. Μια επιτροπή του καρτέλ καθορίζει την ποσότητα των προϊόντων που θα παράγει κάθε επιχείρηση και κατανέμει τελεσίδικα τις παραγγελίες που γίνονται. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις συγκροτήθηκαν μάλιστα από καιρό σε καιρό και διεθνή καρτέλ, όπως, λ.χ., ανάμεσα στην αγγλική και γερμανική σιδηροπαραγωγή». Εδώ ο Ενγκελς αναφέρεται και στη συγκρότηση διεθνικών μονοπωλίων.
Για το συνεταιριστικό εργοστάσιο
Σχετικά με το συνεταιριστικό εργοστάσιο, ο Μαρξ («Κεφάλαιο», τ. 3ος, σελ. 555 - 556)αναφέρει τα εξής:
«Τα εργοστάσια των συνεταιρισμών των ίδιων των εργατών είναι, μέσα στα πλαίσια της παλιάς μορφής, το πρώτο ρήγμα στην παλιά μορφή, παρ' όλο που φυσικά παντού, στην πραγματική τους οργάνωση, αναπαράγουν και είναι υποχρεωμένα ν' αναπαράγουν όλες τις ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος. Μέσα στα πλαίσιά τους όμως έχει αρθεί η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, αν και στην αρχή μόνο στη μορφή, γιατί οι εργάτες σαν συνεταιρισμός είναι οι ίδιοι ο κεφαλαιοκράτης του εαυτού τους, δηλαδή χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής για την αξιοποίηση της δικής τους εργασίας. Τα εργοστάσια των συνεταιρισμών δείχνουν πως σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και στις ανταποκρινόμενες σ' αυτές κοινωνικές μορφές παραγωγής, αναπτύσσεται και διαμορφώνεται με φυσική αναγκαιότητα από τον έναν τρόπο παραγωγής ένας καινούριος τρόπος παραγωγής. Χωρίς το εργοστασιακό σύστημα, που ξεπηδάει από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί το εργοστάσιο του συνεταιρισμού και, ακόμα λιγότερο, χωρίς το πιστωτικό σύστημα, καθώς αποτελεί την κύρια βάση για τη βαθμιαία μετατροπή των κεφαλαιοκρατικών ιδιωτικών επιχειρήσεων σε κεφαλαιοκρατικές μετοχικές εταιρείες, προσφέρει εξίσου τα μέσα για τη βαθμιαία επέκταση των επιχειρήσεων των συνεταιρισμών πάνω σε περισσότερο ή λιγότερο εθνική κλίμακα. Τις κεφαλαιοκρατικές μετοχικές επιχειρήσεις πρέπει να τις βλέπουμε εξίσου, όπως και τα εργοστάσια των συνεταιρισμών, σαν μεταβατικές μορφές από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στο συνεταιριστικό τρόπο...».
Επομένως, έχουμε την εμφάνιση των μεταβατικών μορφών από τον κεφαλαιοκρατικό, τον παλιό τρόπο παραγωγής, στο συνεταιριστικό, στο νέο τρόπο παραγωγής, που μπορεί, σύμφωνα με τον Μαρξ, να οργανωθεί «πάνω σε περισσότερο ή λιγότερο εθνική κλίμακα». Αυτό αποδεικνύει ότι αντικειμενικά η κοινωνία βρίσκεται στο σημείο περάσματος στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής.
Ο Μαρξ διερεύνησε, και διείδε στο «Κεφάλαιο», τις οικονομικές μορφές, που «πιστοποιούν ότι η εξέλιξη των σχέσεων παραγωγής έφτασε σε ένα ανώτατο στάδιο, επομένως δεν υπάρχει άλλο περιθώριο αλλαγής μορφής για να "χωρέσουν" τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις. Πρόκειται για την έναρξη του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού ή της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Ο Ενγκελς για το μονοπώλιο
Ο Ενγκελς στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου» (σελ. 552 - 553), αναφέρει διευκρινιστικά, σχετικά με τη διερεύνηση από τον Μαρξ της μορφής της μετοχικής εταιρείας στον καπιταλισμό και το γεγονός ότι οδηγεί στο μονοπώλιο, τα εξής:
«Από τότε που ο Μαρξ έγραψε τα παραπάνω (σ.σ. για τη μετοχική εταιρεία), έχουν, όπως είναι γνωστό, αναπτυχθεί νέες μορφές της βιομηχανικής επιχείρησης, που εκπροσωπούν το δεύτερο και τον τρίτο βαθμό της μετοχικής εταιρείας. Στην καθημερινά αυξανόμενη ταχύτητα, με την οποία μπορεί να αυξηθεί σήμερα η παραγωγή σε όλους τους τομείς της μεγάλης βιομηχανίας αντιτάσσεται η διαρκώς αυξανόμενη βραδύτητα της επέκτασης της αγοράς γι' αυτά τα αυξημένα προϊόντα. Αυτά που παράγει η βιομηχανία μέσα σε λίγους μήνες είναι ζήτημα αν η αγορά μπορεί να τα απορροφήσει μέσα σε λίγα χρόνια... Οι συνέπειες είναι γενική χρόνια υπερπαραγωγή, χαμηλές τιμές, κέρδη που πέφτουν ή ακόμα και κέρδη που εξαφανίζονται ολότελα. Κοντολογίς, η ανέκαθεν περιβόητη ελευθερία του συναγωνισμού βρίσκεται στα τελευταία της και υποχρεώνεται να αναγγείλει η ίδια την ολοφάνερη σκανδαλώδη χρεοκοπία της. Και γίνεται αυτό μάλιστα με το ότι σε κάθε χώρα οι μεγαλοβιομήχανοι ενός ορισμένου κλάδου συνενώνονται σε ένα καρτέλ για τη ρύθμιση της παραγωγής... Σε μεμονωμένες περιπτώσεις συγκροτήθηκαν, μάλιστα, από καιρό σε καιρό και διεθνή καρτέλ, όπως, λ.χ., ανάμεσα στην αγγλική και γερμανική σιδηροπαραγωγή. Αλλά ακόμα και αυτή η μορφή της κοινωνικοποίησης της παραγωγής δεν επαρκούσε. Η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στις διάφορες φίρμες διασπούσε πολύ συχνά τη συνένωσή τους και αποκαθιστούσε πάλι το συναγωνισμό. Ετσι, σε μερικούς κλάδους, στους οποίους το επέτρεπε η βαθμίδα της παραγωγής, έφθασαν ως το σημείο να συγκεντρώσουν σε μια μεγάλη μετοχική εταιρεία με ενιαία διεύθυνση όλη την παραγωγή αυτού του κλάδου. Στην Αμερική αυτό έγινε ήδη πολλές φορές, στην Ευρώπη το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτού του είδους ως τώρα είναι το παράδειγμα του "United Alcali Trust", που συνένωσε στα χέρια μιας μόνο φίρμας όλη τη βρετανική παραγωγή αλκαλικών. Οι πρώην ιδιοκτήτες των - πάνω από τριάντα - ξεχωριστών εργοστασίων πήραν για όλες τους τις εγκαταστάσεις σε μετοχές την αξία τους, όπως εκτιμήθηκε, συνολικά κάπου 5 εκατομμύρια λίρ. στ., που αποτελούν το πάγιο κεφάλαιο του τραστ. Η τεχνική διεύθυνση βρίσκεται στα ίδια ως τώρα χέρια, η διαχειριστική διεύθυνση όμως είναι συγκεντρωμένη στα χέρια της Γενικής Διεύθυνσης. Το κυκλοφοριακό κεφάλαιο (floating capital) ύψους κάπου ενός εκατομμυρίου λίρ. στ. διατέθηκε για πούληση στο κοινό. Ετσι, το συνολικό κεφάλαιο του τραστ έφτασε τα 6 εκατομμύρια λίρ. στ. Ετσι στον κλάδο αυτό, που αποτελεί τη βάση όλης της χημικής βιομηχανίας, ο συναγωνισμός στην Αγγλία αντικαταστάθηκε από το μονοπώλιο, που προπαρασκεύασε με τον πιο ευχάριστο τρόπο τη μελλοντική απαλλοτρίωση από μέρους της συνολικής κοινωνίας, του έθνους».
Η εμφάνιση της μετοχικής επιχείρησης, ως αποτελέσματος της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, είναι η βάση εμφάνισης και ανάπτυξης των μονοπωλίων, που αναπτύσσονται και σε διεθνικό επίπεδο, όπως παραστατικά το περιγράφει ο Ενγκελς και όπως αργότερα ανέπτυξε και ο Λένιν.
Σ' αυτή την παραστατική περιγραφή του Ενγκελς, αναδεικνύονται μια σειρά ζητήματα, όπως αυτό της κρίσης. Η υπερπαραγωγή και η αδυναμία της αγοράς να την απορροφήσει, η πτώση των κερδών, ακόμη και η εξαφάνιση κερδών. Αυτή η κατάσταση αποτυπώνει τα σημάδια της οικονομικής κρίσης στον καπιταλισμό. Η αδυναμία της αγοράς να απορροφήσει την παραγωγή και μέσων παραγωγής και ειδών κατανάλωσης οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, επιδιώκοντας να αυξήσει τα κέρδη της (οι καπιταλιστές παράγουν για το κέρδος, αυτός ο νόμος κινεί τον καπιταλισμό), αυξάνει την παραγωγή, χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων αν τα εμπορεύματα θα πουληθούν στην αγορά, χωρίς να γνωρίζει τις ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής στο σύνολό τους. Απ' αυτήν την άποψη, η παραγωγή είναι άναρχη. Ταυτόχρονα, η κατανάλωση από την εργατική τάξη έχει ένα όριο, το οποίο δημιουργείται από τις σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και όχι από την αναγκαιότητα κάλυψης όλων των αναγκών της. Για παράδειγμα, η άνοδος της ανεργίας, αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό, η μείωση των μισθών, η αύξηση των τιμών μειώνουν την αγοραστική δύναμη. Ετσι εμφανίζεται η υπερπαραγωγή, που δεν μπορεί να πουληθεί στην αγορά.
Αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της όξυνσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Η παραγωγή είναι κοινωνική, αλλά τα αποτελέσματά της, τα κέρδη, τα ιδιοποιείται η κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, το κάθε μονοπώλιο. Εχει την τάση να αυξάνει την παραγωγή για περισσότερα κέρδη, αλλά η αγορά δεν μπορεί να απορροφήσει όλη την παραγωγή. Ετσι, επέρχεται η οικονομική κρίση, με την τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πρώτ' απ' όλα της εργατικής δύναμης.
Για παράδειγμα, στις σύγχρονες συνθήκες, εμφανίζονται κλάδοι ολόκληροι με ζημιές στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική, αερομεταφορές, τράπεζες στις ΗΠΑ, κλπ.). Εχουμε συνεχώς αύξηση της ανεργίας. Επομένως και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων.
Βεβαίως, άλλο παράδειγμα καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων είναι η αναγκαστική μείωση της αγροτικής παραγωγής, μέσα από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα αν η παραγωγή αυξηθεί, μέτρα που οδηγούν στο ξεκλήρισμα της αγροτιάς.
Ο καπιταλισμός, εκτός από την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, εμποδίζει την ανάπτυξή τους, αν δεν του αποφέρουν κέρδη. Παράδειγμα, τα ιατρικά μηχανήματα και εξοπλισμοί, που η πλατιά αξιοποίησή τους θα βελτίωνε αποφασιστικά την υγεία του λαού, υπάρχουν και χρησιμοποιούνται μόνο στο βαθμό που η Υγεία εμπορευματοποιείται αποφέροντας κέρδη (ιδιωτικά νοσοκομεία, εργαστήρια κλπ.).
Αλλο ζήτημα που περιγράφει ο Ενγκελς είναι η εμφάνιση του μονοπωλίου, που σημαίνει κατάργηση του ελεύθερου συναγωνισμού, ανάμεσα στους ατομικούς καπιταλιστές, αφού μετοχική εταιρεία και μονοπώλιο σημαίνει συλλογική ιδιοκτησία κεφαλαίου. Ετσι, μερικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αντί να επιδιώκουν, καθεμιά ξεχωριστά, μέσω του ανταγωνισμού να απαλλοτριώσει η μία την άλλη, συνενώνουν τις δυνάμεις τους. Αυτό απαιτεί η αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Μ' αυτόν τον τρόπο απαλλοτριώνουν μικρότερους καπιταλιστές. Ετσι το μονοπώλιο κυριαρχεί. Αλλά δεν καταργεί το ανταγωνισμό («και αυτή η μορφή της κοινωνικοποίησης της παραγωγής δεν επαρκούσε. Η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στις διάφορες φίρμες διασπούσε πολύ συχνά τη συνένωσή τους»,λέει ο Ενγκελς).
Ολα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Αποδεικνύουν ότι η βασική αντίθεση του καπιταλισμού έχει οξυνθεί στο έπακρο. Αυτή η πραγματικότητα αποκαλύπτει την αναγκαιότητα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η εξέλιξη, δηλαδή η μετοχική εταιρεία, το μονοπώλιο,«προπαρασκεύασε με τον πιο ευχάριστο τρόπο τη μελλοντική απαλλοτρίωση από μέρους της συνολικής κοινωνίας, του έθνους». Είναι η μορφή που αποκαλύπτει τις δυνατότητες οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής στο επίπεδο ολόκληρης της χώρας («της συνολικής κοινωνίας, του έθνους», ή, όπως έλεγε ο Μαρξ, σε μια «σε περισσότερο ή λιγότερο εθνική κλίμακα»). Απ' αυτή τη σκοπιά είναι μεταβατική μορφή για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.

Οι μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης στο μηχανισμό των οικονομικών κρίσεων


Οι μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης στο μηχανισμό των οικονομικών κρίσεων
Μια από τις σπουδαιότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής οικονομικής αντίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η αντίθεση ανάμεσα στη σχετική οργάνωση της παραγωγής στα χωριστά εργοστάσια και στην αναρχία της παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα. Είναι συγκεκριμένη έκφραση της δράσης του νόμου του συναγωνισμού και της αναρχίας της παραγωγής στις συνθήκες του καπιταλισμού.
«Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση παρουσιάζεται εδώ σαν αντίθεση ανάμεσα στην τάξη και την οργάνωση της παραγωγής, που επικρατεί στο μεμονωμένο εργοστάσιο και την αναρχία της παραγωγής, που επικρατεί στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής»1.
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και να παίρνει τις αντίστοιχες διαστάσεις η αναρχία της παραγωγής. Οπως γράφει ο Φρ. Ενγκελς, «το κύριο μέσον, το βασικό όργανο με το οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μεγάλωνε την αναρχία αυτή μέσα στην κοινωνική παραγωγή, ήταν κάτι το αντίθετο ακριβώς από την αναρχία: Ηταν η τάξη, η ολοένα αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής, η οργάνωση σε γενική κλίμακα σε κάθε ξεχωριστό τομέα της παραγωγής»2.
Η ανάπτυξη του διεθνούς και εσωτερικού (εθνικού) καταμερισμού εργασίας, η πλατιά ειδίκευση και η συνεταιριστικοποίηση της παραγωγής συνδέουν τις ξεχωριστές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ολόκληρους κλάδους και την οικονομία, στο σύνολό της, σε μια ενιαία οικονομική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να λειτουργεί και να αναπτύσσεται μόνο πάνω στη βάση των καθορισμένων ορίων και της τήρησης των αντικειμενικών αναλογιών, μεταξύ των διαφόρων κλάδων, μεταξύ της παραγωγής μέσων παραγωγής και της παραγωγής ειδών κατανάλωσης, μεταξύ της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της λειτουργίας του, ως κεφάλαιο, σε επόμενο κύκλο παραγωγής.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτές οι αναλογίες συνεχώς παραβιάζονται, δεν τηρούνται κατά κανόνα οι αναγκαίες αναλογίες ανάμεσα στις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις της κοινωνικής παραγωγής: Ι. Παραγωγή μέσων παραγωγής, II. Παραγωγή ειδών κατανάλωσης, ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής των διαφόρων προϊόντων.
Εξετάζοντας διαχρονικά την ανάπτυξη του καπιταλιστικού προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής, ο Κ. Μαρξ διαπίστωσε ότι ο καπιταλισμός, σαν ανταγωνιστικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, περνά κατά καιρούς περιόδους ανόδου και πτώσης. Γι' αυτό την καπιταλιστική οικονομία τη χαρακτηρίζει ο κυκλικός χαρακτήρας της ανάπτυξης και το αναπόφευκτο των περιοδικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής.
Η κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ο συναγωνισμός αποκλείουν εξ αντικειμένου τον προγραμματισμό της εργασίας όλων των επιχειρήσεων σε εθνική κλίμακα. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο στις συνθήκες του καπιταλισμού κανείς δε γνωρίζει προκαταβολικά ποιες είναι οι ανάγκες της κοινωνίας και σε τι ποσότητα. Οι συνέπειες από αυτήν την κατάσταση είναι η συνεχής παραβίαση των αναγκαίων αναλογιών του καπιταλιστικού προτσές αναπαραγωγής. Να γιατί, σύμφωνα με τον Β. Ι. Λένιν, «η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί ν' αναπτύσσεται διαφορετικά, παρά με άλματα, δύο βήματα μπρος και ένα βήμα (και κάποτε και ολόκληρα δύο) πίσω»3.
Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού είναι η αντίθεση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού είναι ο νόμος της υπεραξίας. Το κίνητρο και η κινητήρια δύναμη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι το μονοπωλιακά υψηλό κέρδος.
Οι κεφαλαιοκράτες, κυνηγώντας το κέρδος, επιδιώκουν (ο καθένας για τον εαυτό του) να αυξήσουν την παραγωγή και να ρίξουν μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων στην αγορά. Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά τους αυτή να αυξήσουν τα κέρδη τους, συμπιέζουν τους μισθούς και τα ημερομίσθια όσο γίνεται πιο πολύ και περιορίζουν έτσι τελικά την αγοραστική ικανότητα των πλατιών λαϊκών μαζών. Η κατάσταση των εργαζομένων επιδεινώνεται. Δεν μπορούν, τελικά, ν' αγοράσουν τα εμπορεύματα που οι ίδιοι έχουν παράγει. Η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται τόσο, που δεν μπορεί να απορροφήσει τη διευρυνόμενη παραγωγή.
Για τον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η τεράστια αύξηση της παραγωγής δε συνοδεύεται κατά κανόνα καθόλου με την αντίστοιχη αύξηση της λαϊκής κατανάλωσης.
Ο Κ. Μαρξ, ερευνώντας τους νόμους εξέλιξης των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπογραμμίζει: «Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Οχι μόνο δε συμπίπτουν χρονικά και τοπικά, αλλά διαφέρουν και εννοιακά. Οι πρώτοι περιορίζονται μόνο από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογία των διαφόρων κλάδων παραγωγής μεταξύ τους και από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Αυτή η τελευταία, όμως, δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, αλλά από την καταναλωτική δύναμη πάνω στη βάση ανταγωνιστικών σχέσεων διανομής, που περιορίζουν την κατανάλωση των μεγάλων μαζών της κοινωνίας σε ένα μίνιμουμ, που μπορεί να μεταβάλλεται μόνο μέσα σε λίγο - πολύ στενά όρια. Περιορίζεται ακόμα από το κίνητρο συσσώρευσης, από το κίνητρο αύξησης του κεφαλαίου και της παραγωγής υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα. Αυτό είναι νόμος για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, υπαγορευμένος από τις διαρκείς επαναστάσεις στις ίδιες τις μεθόδους παραγωγής, από τη συνδεδεμένη μ' αυτές υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου, από τη γενική πάλη του συναγωνισμού και από την ανάγκη βελτίωσης της παραγωγής και επέκτασης της κλίμακάς της, απλώς σαν μέσο συντήρησης και επί ποινή αφανισμού. Γι' αυτό πρέπει διαρκώς να επεκτείνεται η αγορά, έτσι που οι εσωτερικές της συνάφειες και οι όροι που τις ρυθμίζουν αποκτούν όλο και περισσότερο τη μορφή φυσικού νόμου, ανεξάρτητου από τους παραγωγούς, γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτοι. Η εσωτερική αντίφαση προσπαθεί να λυθεί με την επέκταση του εξωτερικού πεδίου της παραγωγής.
Οσο περισσότερο, όμως, αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται σε σύγκρουση με τη στενή βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχέσεις κατανάλωσης»4.
Επομένως, η αγοραστική ικανότητα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στις συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας καθορίζεται από τις ιδιάζουσες σ' αυτήν ταξικές ανταγωνιστικές σχέσεις διανομής.
«Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων - υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ - παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών»5.
Μια τρίτη μορφή εμφάνισης είναι η αντίθεση ανάμεσα στο σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Το κυνήγι της μεγαλύτερης υπεραξίας υποχρεώνει τους καπιταλιστές να τελειοποιούν την τεχνική και την τεχνολογία για την αύξηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους της, για την αποκόμιση υψηλότερου ποσοστού και μεγαλύτερης μάζας του κέρδους. Η αύξηση, όμως, της τεχνικής και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, σε τελευταία ανάλυση, οδηγεί στην πτώση του ποσοστού κέρδους.
Ομως, όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ, «ένα ορισμένο ύψος του ποσοστού του κέρδους είναι που αποφασίζει σχετικά με την επέκταση ή τον περιορισμό της παραγωγής, αντί να αποφασίζει η σχέση της παραγωγής προς τις κοινωνικές ανάγκες, προς τις ανάγκες κοινωνικά αναπτυγμένων ανθρώπων. Γι' αυτό μπαίνουν όρια στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, ήδη, σε έναν τέτοιο βαθμό επέκτασης της παραγωγής, που αντίθετα, κάτω από την άλλη προϋπόθεση, θα φαινόταν πάρα πολύ ανεπαρκής. Η παραγωγή σταματάει, όχι επειδή έχουν ικανοποιηθεί οι ανάγκες, αλλά όταν το σταμάτημα αυτό το απαιτούν η παραγωγή του κέρδους και η πραγματοποίηση του»6.
Η πτώση, επομένως, του ποσοστού κέρδους έχει σαν συνέπεια τη συγκράτηση της παραγωγής και τον περιορισμό της ζήτησης συμπληρωματικών μέσων παραγωγής. Ετσι, στο τέλος, φαίνεται ότι στην κοινωνία έχουν παραχθεί περισσότερα μέσα παραγωγής, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτή η υπερπαραγωγή, όμως, των μέσων παραγωγής δεν είναι απόλυτη. Είναι υπερπαραγωγή μόνο εφόσον και στο βαθμό που τα μέσα παραγωγής είναι και λειτουργούν σαν κεφάλαιο και σαν τέτοιο πρέπει να αυτοαυξάνεται, δηλαδή να φέρνει υπεραξία.
«Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαύξησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής δεν είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών. Τα όρια μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι' αυτό διαρκώς σε αντίφαση με τις μεθόδους παραγωγής, που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή σαν αυτοσκοπό, προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας»7.
Συνεπώς, ο σκοπός του κεφαλαίου βρίσκεται σε μόνιμη αντίθεση με τα μέσα και τους τρόπους για την επίτευξή του.
«Το μέσο - απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας - έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αν, λοιπόν, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία της αντίστοιχης σ' αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίφαση ανάμεσα σ' αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχές του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής»8.
Τέλος, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εκδηλώνεται στον ταξικό ανταγωνισμό μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Οξύνεται η αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης. Το προλεταριάτο είναι η τάξη που παράγει τα υλικά αγαθά της κοινωνίας, ενώ η αστική τάξη είναι η τάξη που τα ιδιοποιείται. Η ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δείχνει ότι σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, κατά κανόνα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ξεπερνάει κατά πολύ την αύξηση του μισθού εργασίας.
1. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 404.
2. Στο ίδιο, σελ. 403.
3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τόμος 5, σελ. 83.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 309-310.
5. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 610.
6. Στο ίδιο, σελ. 327.
7. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 316.
8. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 316.

Η καπιταλιστική αναπαραγωγή



Η καπιταλιστική αναπαραγωγή
Η θεωρία του Κ. Μαρξ για τη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι η άμεση συνέχιση της διδασκαλίας του για την υπεραξία, που συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της κατάστασης της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, καθώς επίσης και με την ιστορική τύχη του καπιταλιστικού συστήματος.
Συνεπώς, συνδέεται άμεσα και με την ίδια την ανάπτυξη και το μέλλον της ανθρωπότητας. Η βάση για την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η υλική παραγωγή. Η κοινωνία, για να ζει και για να αναπτύσσεται, πρέπει να παράγει αδιάκοπα υλικά αγαθά. Δηλαδή, πρέπει να συντελείται συνεχώς το προτσές της παραγωγής.
Η διαδικασία της δημιουργίας των απαραίτητων υλικών αγαθών για την ύπαρξη και την ανάπτυξη της κοινωνίας ονομάζεται παραγωγή.
Το κοινωνικό προτσές παραγωγής εξεταζόμενο στη διαρκή του συνάφεια και στην αδιάκοπη επανάληψή του ονομάζεται αναπαραγωγή. «Οποιαδήποτε και αν είναι η κοινωνική μορφή του προτσές παραγωγής - γράφει ο Μαρξ - το προτσές αυτό πρέπει να είναι συνεχές ή να διατρέχει περιοδικά, πάντα από την αρχή, τα ίδια στάδια. Επίσης όσο λίγο μια κοινωνία μπορεί να παύσει να καταναλώνει, άλλο τόσο μπορεί να παύσει να παράγει. Γι' αυτό κάθε κοινωνικό προτσές παραγωγής εξεταζόμενο στη διαρκή του συνάφεια και στην αέναη ροή της ανανέωσής του είναι ταυτόχρονα και προτσές αναπαραγωγής»1. Ο,τι λογής είναι οι όροι της παραγωγής, τέτοιοι είναι και οι όροι της αναπαραγωγής. Αν η παραγωγή έχει καπιταλιστική μορφή, τότε και η αναπαραγωγή έχει την ίδια μορφή.
Το προτσές της αναπαραγωγής δε συνίσταται μόνο στο ότι οι άνθρωποι παράγουν όλο και καινούριες ποσότητες προϊόντων, σε αντικατάσταση των όσων καταναλώθηκαν και πάνω από αυτά, αλλά και στο ότι στην κοινωνία διαρκώς ανανεώνονται και οι αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής.
Υπάρχουν δύο τύποι αναπαραγωγής:
α) Η απλή αναπαραγωγή.
β) Η διευρυμένη αναπαραγωγή.
Απλή αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής στις προηγούμενες διαστάσεις, όταν τα νεοπαραγόμενα προϊόντα απλώς αναπληρώνουν τα ξοδεμένα μέσα παραγωγής και τα είδη ατομικής κατανάλωσης.
Διευρυμένη αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής σε μεγαλύτερες διαστάσεις, οπότε η κοινωνία δεν αναπληρώνει απλώς τα υλικά αγαθά που καταναλώθηκαν, αλλά και παράγει επιπλέον συμπληρωματικά μέσα παραγωγής και είδη ατομικής κατανάλωσης.
Η καπιταλιστική απλή αναπαραγωγή
Στις συνθήκες του καπιταλισμού η απλή αναπαραγωγή σημαίνει ότι το προτσές της παραγωγής απλώς ανανεώνεται, ενώ η υπεραξία ξοδεύεται ολόκληρη για την ατομική κατανάλωση του καπιταλιστή.
Στο προτσές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής ανανεώνονται όχι μόνο τα προϊόντα της εργασίας, αλλά και οι σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Από τη μια μεριά, στην πορεία της αναπαραγωγής διαρκώς δημιουργείται πλούτος που ανήκει στον καπιταλιστή, ο οποίος τον χρησιμοποιεί για να ιδιοποιείται υπεραξία. Με το τέλος κάθε παραγωγικού προτσές ο επιχειρηματίας βρίσκεται και πάλι κάτοχος κεφαλαίου που του δίνει τη δυνατότητα να πλουτίζει με την εκμετάλλευση των εργατών. Από την άλλη, ο εργάτης βγαίνει από το προτσές της παραγωγής διαρκώς άπορος προλετάριος και γι' αυτό το λόγο είναι αναγκασμένος, για να μην πεθάνει από την πείνα, να πουλάει και πάλι την εργατική του δύναμη στον καπιταλιστή.
Η αναπαραγωγή της μισθωτής εργατικής δύναμης παραμένει πάντα αναγκαίος όρος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. «Το κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής, λοιπόν, με την ίδια του τη λειτουργία αναπαράγει το χωρισμό της εργατικής δύναμης από τους όρους της εργασίας. Ετσι αναπαράγει και διαιωνίζει τους όρους εκμετάλλευσης του εργάτη. Υποχρεώνει διαρκώς τον εργάτη να πουλάει την εργατική του δύναμη για να ζει και να δίνει διαρκώς τη δυνατότητα στον κεφαλαιοκράτη να την αγοράζει για να πλουτίζει»2.
Δηλαδή, το κεφαλαιοκρατικό προτσές αναπαραγωγής δεν παράγει μονάχα εμπόρευμα, συνεπώς, υπεραξία, αλλά παράγει και αναπαράγει και την ίδια τη σχέση του κεφαλαίου, από τη μια μεριά τον κεφαλαιοκράτη και από την άλλη το μισθωτό εργάτη. Αν εξετάσουμε την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης όχι μεμονωμένα, αλλά σαν μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη σχέση, τότε θα διαπιστώσουμε ότι:
Πρώτο, τον καιρό που με την εργασία του εργάτη σε μια δοσμένη περίοδο δημιουργείται νέα αξία που περικλείνει υπεραξία, ρευστοποιείται στην αγορά, μετατρέπεται σε χρήμα, το προϊόν που έχει παράγει ο εργάτης στην προηγούμενη περίοδο. Από εδώ φαίνεται καθαρά πως ο κεφαλαιοκράτης πληρώνει το μισθό εργασίας του προλετάριου όχι από το δικό του κεφάλαιο, αλλά από την αξία που έχει δημιουργήσει η εργασία των εργατών στην προηγούμενη περίοδο παραγωγής (π.χ. στη διάρκεια του προηγούμενου μήνα).
«Η σημερινή του εργασία ή η εργασία του επόμενου εξαμήνου πληρώνεται με την εργασία του της προηγούμενης εβδομάδας ή του τελευταίου εξαμήνου»3.
Δεύτερο, σε διάκριση από τα άλλα εμπορεύματα, η εργατική δύναμη πληρώνεται από τον καπιταλιστή μόνο αφού ο εργάτης έχει πια τελειώσει την καθορισμένη εργασία. Συνεπώς, δε δανείζει ο καπιταλιστής τους εργάτες, αλλά αντίθετα οι εργάτες δανείζουν τον καπιταλιστή. Η απλή αναπαραγωγή είναι συστατικό μέρος της διευρυμένης αναπαραγωγής.
Διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή
Στη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή ένα μέρος της υπεραξίας ο καπιταλιστής το διαθέτει για να μεγαλώσει τις διαστάσεις της παραγωγής: για να αγοράζει πρόσθετα μέσα παραγωγής και για να μισθώνει πρόσθετους εργάτες. Επομένως, ένα μέρος της υπεραξίας προστίθεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, δηλαδή συσσωρεύεται.
Συσσώρευση κεφαλαίου ονομάζεται η πρόσθεση μέρους της υπεραξίας στο κεφάλαιο ή η μετατροπή μέρους της υπεραξίας σε κεφάλαιο.
Κίνητρο για τη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι:
α) Πρώτα απ' όλα το κυνήγι για την αύξηση της υπεραξίας. Στον καπιταλισμό η δίψα για τον πλουτισμό δε γνωρίζει όριο. Με τη διεύρυνση της παραγωγής αυξάνει η μάζα της παραγωγής, αυξάνει η μάζα της υπεραξίας που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής και συνεπώς αυξάνει και εκείνο το μέρος της που πηγαίνει για την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών και ιδιοτροπιών των καπιταλιστών. Από την άλλη οι καπιταλιστές αποκτούν τη δυνατότητα με την αυξημένη υπεραξία να διευρύνουν όλο και περισσότερο την παραγωγή, να εκμεταλλεύονται όλο και μεγαλύτερο αριθμό εργατών και να ιδιοποιούνται μια ολοένα αυξανόμενη μάζα υπεραξίας.
β) Αλλο κίνητρο συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι ο λυσσαλέος συναγωνισμός, που στην πορεία του οι μεγάλοι καπιταλιστές βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση και εξοντώνουν τους μικρούς. Ο συναγωνισμός υποχρεώνει τον κάθε καπιταλιστή, κάτω από την απειλή της καταστροφής του, να βελτιώνει την τεχνική, να διευρύνει την παραγωγή.
Διακοπή της ανάπτυξης της τεχνικής σημαίνει καθυστέρηση και τους καθυστερημένους τους νικούν οι ανταγωνιστές τους.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 586.
2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 598.
3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 588.

Ο μισθός της εργασίας στον καπιταλισμό


Ο μισθός της εργασίας στον καπιταλισμό
Στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ εξετάζει το καπιταλιστικό προτσές παραγωγής αυτό καθεαυτό, ως άμεσο προτσές παραγωγής.
Στην πραγματικότητα αυτό το προτσές συμπληρώνεται με το προτσές της κυκλοφορίας, που είναι αντικείμενο μελέτης στο 2ο τόμο του «Κεφαλαίου».
Εξετάζοντας και τα δύο προτσές στην ενότητά τους, ο Μαρξ γράφει: «Χρειάζεται να βρεθούν και να περιγραφούν οι συγκεκριμένες μορφές που προκύπτουν από το προτσές κίνησης του κεφαλαίου, όταν το εξετάζουμε σαν σύνολο».1
Η ουσία του μισθού εργασίας
στον καπιταλισμό
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, και πριν απ' όλα του εργάτη και του καπιταλιστή, προβάλλουν με διάφορες μορφές που συγκαλύπτουν και κρύβουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη. Μια από αυτές τις μορφές είναι και ο μισθός εργασίας.
Γύρω από το πρόβλημα αυτό, όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, ολόκληρη η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, η σοσιαλδημοκρατία, οι ρεφορμιστές και άλλοι υμνητές του καπιταλιστικού συστήματος ξεσήκωσαν ολόκληρο σάλο και κατηγορούν την εργατική τάξη ότι με τους ταξικούς διεκδικητικούς της αγώνες απαιτεί μεγάλες αυξήσεις των μισθών και ημερομισθίων και ότι με τον τρόπο αυτό προκαλεί δήθεν την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, την ακρίβεια και τον πληθωρισμό.
Ποια είναι η πραγματικότητα
Η θεωρία του μισθού εργασίας στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι οργανικό συστατικό στοιχείο της δημιουργημένης από τον Κ. Μαρξ διδασκαλίας για την υπεραξία, που έχει θεμελιωθεί επιστημονικά στο «Κεφάλαιο» και όπου αποκαλύπτεται όχι μόνο το μυστικό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά και η μετατροπή της αξίας και της τιμής, αντίστοιχα της εργατικής δύναμης σε μισθό εργασίας.
Στις συνθήκες του καπιταλισμού η εργατική δύναμη (ΕΔ) του εργάτη είναι εμπόρευμα και όπως κάθε εμπόρευμα έχει αξία και αξία χρήσης. Η αξία της ΕΔ εκφρασμένη σε χρήμα, είναι η τιμή της ΕΔ.
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας ο μισθός εργασίας του εργάτη εμφανίζεται σαν τιμή της εργασίας, σαν ένα ορισμένο ποσό χρήματος, που πληρώνεται για μια ορισμένη ποσότητα εργασίας.
Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην τιμή της ΕΔ και στην τιμή των άλλων εμπορευμάτων, π.χ. όταν ένας εμπορευματοπαραγωγός πουλάει το εμπόρευμά του (λόγου χάρη το ύφασμα), το χρηματικό ποσό που παίρνει σε αντάλλαγμα, δεν είναι παρά η τιμή του πουλημένου εμπορεύματος. Οταν, όμως, ο εργάτης παίρνει ένα ορισμένο χρηματικό ποσό σαν μισθό εργασίας, το χρηματικό αυτό ποσό δεν παρουσιάζεται σαν τιμή της ΕΔ, αλλά σαν τιμή της εργασίας.
Γιατί συμβαίνει αυτό και «τα πράγματα συχνά παρουσιάζονται ανάποδα»;
Αυτό γίνεται για τους εξής λόγους:
Πρώτον. Ο καπιταλιστής πληρώνει στον εργάτη το μισθό εργασίας του, όταν πια ο εργάτης έχει ξοδέψει την εργασία του.
Δεύτερον: Ο μισθός εργασίας καθορίζεται ανάλογα με τη διάρκεια του δουλεμένου χρόνου εργασίας (ώρες, μέρες, βδομάδες) είτε ανάλογα με την ποσότητα του παραχθέντος προϊόντος.
Ομως, όπως απέδειξε ο Κ. Μαρξ η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, γι' αυτό και ο μισθός εργασίας δεν είναι η αξία ή η τιμή της εργασίας. Η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία, η ίδια όμως δεν είναι αξία. Αρα, η εργασία δεν είναι εμπόρευμα.
Η εργασία του ανθρώπου γίνεται αξία σε πηγμένη κατάσταση, όταν αυτή ενσωματωθεί στο προϊόν που παράχθηκε και έχει αποκτήσει αντικειμενική μορφή.
Στην πραγματικότητα, η εργασία από την ίδια της τη φύση δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα:
Πρώτο: Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας. Για να μπορεί να πουληθεί στην αγορά σαν εμπόρευμα η εργασία πρέπει να υπάρχει μέχρι τη στιγμή της πούλησής της, να έχει αυτοτέλεια.
Ταυτόχρονα, αν ο εργάτης μπορούσε να προσδώσει στην εργασία του αυτοτελή ύπαρξη, τότε θα πουλούσε το δημιουργημένο από την εργασία του εμπόρευμα και όχι την εργασία.
Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο εργάτης δε θα ήταν πια μισθωτός, αλλά ένας ατομικός εμπορευματοπαραγωγός.
Δεύτερο: Αν η εργασία ήταν εμπόρευμα τότε αυτή, όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα, θα πρέπει να έχει αξία. Τότε στην περίπτωση αυτή πώς θα μετριόταν η αξία της εργασίας, όταν η εργασία είναι η πηγή και το μέτρο της αξίας; Θα καταλήγαμε σε ένα φαύλο κύκλο: Η εργασία να μετριέται με την εργασία.
Τρίτο: Στην περίπτωση αυτή, αν ο καπιταλιστής δεν αγοράζει την ΕΔ, αλλά την εργασία και την πληρώνει στο ακέραιο, τότε δε θα πάρει υπεραξία. Με άλλα λόγια, δε θα μπορεί να υπάρξει και ο καπιταλισμός. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία. Η αγορά και η κατανάλωση ενός εμπορεύματος είναι διαφορετικά πράγματα. Η κατανάλωση της εργασίας δεν ανήκει στον εργάτη, αλλά στον καπιταλιστή από τη στιγμή που αγοράστηκε η ΕΔ. Γι' αυτό δεν μπορεί να την πουλήσει ο εργάτης.
Τι πουλάνε οι εργάτες
Οι εργάτες εκείνο που μπορούν να πουλήσουν στους καπιταλιστές είναι μόνο η εργατική τους δύναμη. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία, αλλά ένα ειδικό εμπόρευμα που λέγεται εργατική δύναμη και είναι το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα του ανθρώπου.
Η χρήση της εργατικής δύναμης, δηλαδή το ξόδεμα της μυικής νευρικής και της εγκεφαλικής ενέργειας του εργάτη, είναι το προτσές εργασίας.
Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ τεκμηρίωσε επιστημονικά τη θέση του ότι η αξία της εργατικής δύναμης στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι πάντα μικρότερη από τη νέα αξία που δημιουργεί ο εργάτης με την εργασία του.
Ο κάτοχος της εργατικής δύναμης και ο κάτοχος του χρήματος συναντιούνται στην αγορά εργασίας τουλάχιστον τυπικά, σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων, που διακρίνονται ο ένας από τον άλλο, μόνο κατά το ότι ο ένας είναι αγοραστής και ο άλλος πωλητής. Ο καπιταλιστής γνωρίζει από τα πριν την ιδιότητα της εργατικής δύναμης να παράγει αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτή που έχει η ίδια. Γι' αυτό και η συμφωνία που κάνει με τον εργάτη στην αγορά εργασίας, είναι ότι για το μεροκάματο που θα πάρει, υποχρεώνεται να εργαστεί σε όλη τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας (π.χ. το 8ωρο). Η εργατική δύναμη, όμως, σαν αξία χρήσης έχει την ικανότητα και παράγει το ισοδύναμο της αξίας της (το μεροκάματο), στα πλαίσια μόνο ενός μέρους της εργάσιμης μέρας (π.χ. για 4 ώρες, που είναι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας) και στον υπόλοιπο χρόνο (4 ώρες είναι ο πρόσθετος χρόνος εργασίας) συνεχίζει να εργάζεται και να παράγει υπεραξία, την οποία και ιδιοποιείται εντελώς δωρεάν ο καπιταλιστής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εργάτης παράγει μια αξία που ισούται με τις ώρες της εργάσιμης ημέρας του, και η αξία (το μεροκάματο) της εργατικής του δύναμης δεν είναι μεγαλύτερη από τις 4 ώρες του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Είναι φανερό ότι η αξία της εργατικής δύναμης και η αξία που δημιουργεί η ίδια (νεοδημιουργημένη αξία), είναι δύο τελείως διαφορετικά μεγέθη.
Η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας στη χώρα μας είναι περίπου 3:5. Αυτό απλά σημαίνει ότι το μέσο ποσοστό υπεραξίας την περίοδο 1958-1981 ήταν 152,4%, δηλαδή κάθε χρόνο για 24 χρόνια, κάθε οκτάωρο για τα 300 οκτάωρα το χρόνο και κάθε εργάτης από τους 270.000 εργάτες περίπου της βιομηχανίας (μεταποίησης) δούλευε 3,2 ώρες για τον εαυτό του (αναγκαίος χρόνος) και 4,8 ώρες χωρίς πληρωμή (πρόσθετος χρόνος) για τον εργοδότη του.2 Και επειδή ο μισθός εργασίας παρουσιάζεται με τη μορφή της πληρωμής της εργασίας, δημιουργείται η απατηλή εντύπωση πως τάχα όλη η εργάσιμη μέρα πληρώνεται στο ακέραιο. Να γιατί ο Κ. Μαρξ ονομάζει το μισθό εργασίας στον καπιταλισμό παραλλαγμένη μορφή της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης. «Ο μισθός εργασίας δεν είναι αυτό που φαίνεται ότι είναι, δηλαδή η αξία, με άλλα λόγια η τιμή της εργασίας, μα μονάχα μια μασκαρεμένη μορφή για την αξία ή την τιμή της εργατικής δύναμης».3
Οπως βλέπουμε ο μισθός εργασίας κρύβει κάθε ίχνος διαίρεσης της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 3, σελ. 39.
2. «Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα». Μελέτες ΚΜΕ. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984, σελ. 245.
3. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1979, σελ. 245.

Η υπεραξία


Η υπεραξία
Αφού αγοράσει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής ο καπιταλιστής οργανώνει την παραγωγή εμπορευμάτων.
Το προτσές της εργασίας στην καπιταλιστική επιχείρηση έχει διπλό χαρακτήρα.
Από τη μια μεριά είναι προτσές δημιουργίας αξιών χρήσης (υφάσματα, παπούτσια, ρούχα, ψωμί, μηχανές κλπ., αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι).
Από την άλλη, είναι προτσές δημιουργίας αξίας. Αυτό ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, γιατί στην αξία των νέων εμπορευμάτων που δημιουργήθηκε από την εργασία των μισθωτών εργατών, υπάρχει εκτός από την αξία της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής και ένα πρόσθετο μέρος της αξίας, το οποίο ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής.
Εκείνο ακριβώς το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών, αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή, είναι η υπεραξία.
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής προϋποθέτει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας, όπου ο εργάτης χρειάζεται μονάχα ένα μέρος της εργάσιμης μέρας, για να δημιουργήσει μια αξία ίση με την αξία της εργατικής δύναμης.
Η υπεραξία δημιουργείται μόνο στην παραγωγή, στο προτσές της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα με το εμπόρευμα (Α) και υποθέσουμε ότι:
  • Η εργάσιμη μέρα είναι ένα 8ωρο.
  • Το 8ωρο διαιρείται σε δύο ίσα μέρη:
α) Σε αναγκαίο χρόνο εργασίας - 4 ώρες, όπου ο εργάτης παράγει αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης.
β) και σε πρόσθετο χρόνο εργασίας, - 4 ώρες, όπου ο εργάτης δουλεύει δωρεάν στον καπιταλιστή.
Βεβαίως, η αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο χρόνο εργασίας και στον πρόσθετο αλλάζουν, αλλά αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει πάντα στον καπιταλισμό.
Στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας των 8 ωρών ο εργάτης παράγει εμπορεύματα. Σ' αυτά εμπεριέχεται μέρος της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάζεται με την εργασία στα νέα εμπορεύματα και η αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται στο 8ωρο είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε σ' αυτά και της αξίας της εργατικής δύναμης. Γιατί αν ήταν ίση, τότε ο καπιταλιστής θα πουλούσε τα εμπορεύματα αλλά δε θα αποκόμιζε κέρδος. Θα έπαιρνε πίσω μόνο το σύνολο του κεφαλαίου που είχε δαπανήσει για την παραγωγή τους.
Ετσι στο παράδειγμά μας, μέσα σε 8 ώρες εργασίας ας υποθέσουμε ότι παράγονται εμπορεύματα αξίας 60 ευρώ. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου, (πρώτες ύλες, απόσβεση μηχανών, κτιρίων κλπ.), είναι 44 ευρώ και η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8 ευρώ. Ο καπιταλιστής δαπάνησε κεφάλαιο 44+8=52 ευρώ, αλλά η αξία των νέων εμπορευμάτων είναι 60 ευρώ. Επομένως, στη διάρκεια των 8 ωρών έχουμε παραγωγή παραπάνω αξίας 8 ευρώ. Αυτή η νέα αξία είναι η υπεραξία. Ετσι στις πρώτες 4 ώρες, (αναγκαίος χρόνος εργασίας), ο εργάτης παρήγαγε αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης, (η αξία του σταθερού κεφαλαίου προϋπάρχει στα χτίρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες και απλά μεταβιβάζεται στα παραγόμενα εμπορεύματα), ενώ τις επόμενες 4 ώρες, (πρόσθετος χρόνος εργασίας) παρήγαγε νέα αξία 8 ευρώ, την υπεραξία, που καρπώνεται ο καπιταλιστής.
Η υπεραξία των 8 ευρώ δημιουργείται από την απλήρωτη πρόσθετη εργασία του εργάτη που παράγει το προϊόν (Α).
Ακριβώς σε αυτήν τη δωρεάν ιδιοποίηση από τους καπιταλιστές του προϊόντος της απλήρωτης εργασίας των εργατών, δηλαδή στην ιδιοποίηση της υπεραξίας, συνίσταται η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η υπεραξία γεννιέται στην παραγωγή και εκδηλώνεται στην κυκλοφορία.
Η παραγωγή και η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους καπιταλιστές είναι ο βασικόςοικονομικός νόμος του καπιταλισμού.
Οι δύο τρόποι αύξησης
του βαθμού εκμετάλλευσης
Βαθμός εκμετάλλευσης είναι η σχέση πρόσθετου προς τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ή αλλιώς η σχέση υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης.
Κάθε καπιταλιστής προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυξήσει το μερίδιο της υπεραξίας που απομυζά από τον εργάτη.
Η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας, επομένως και με την αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, ονομάζεται απόλυτη υπεραξία.
Αυτό γινόταν στις αρχές του καπιταλισμού.
Σύγχρονη μορφή του είναι οι υπερωρίες.
Η υπεραξία που προέρχεται από την ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, ονομάζεται σχετική υπεραξία.
Η βασική μέθοδος αύξησης της σχετικής υπεραξίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας, επομένως και περισσότερη νέα αξία.
Εκτός από την απόλυτη και τη σχετική υπεραξία, υπάρχει και η πρόσθετη υπεραξία. Αυτή είναι παραλλαγή της σχετικής υπεραξίας.
Η πηγή της πρόσθετης υπεραξίας είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας σε ορισμένες επιχειρήσεις σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο για το δοσμένο κλάδο παραγωγικότητας.
H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο. Αλλά στις συνθήκες του καπιταλισμού η ανάπτυξη αυτή συνδέεται πάντοτε με το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης των εργατών.
Οι δύο αυτοί τρόποι αύξησης της υπεραξίας παίζουν διαφορετικό ρόλο στις διάφορες βαθμίδες της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού: Στην περίοδο της μανιφακτούρας, όπου η τεχνική βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο και προχωρούσε σχετικά αργά, την κυριότερη σημασία είχε η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας. Με την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού στη μηχανική και κυρίως στη σύγχρονη περίοδο, όταν η αναπτυγμένη σε πολύ υψηλό επίπεδο τεχνική επιτρέπει ν' αυξάνεται γρήγορα η παραγωγικότητα της εργασίας, οι καπιταλιστές πετυχαίνουν μια τεράστια ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, προπαντός με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Ταυτόχρονα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν, όπως και πριν, με κάθε τρόπο την παράταση της εργάσιμης μέρας (όπως γίνεται και σήμερα με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων) και ιδιαίτερα την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.
Η σημασία της θεωρίας
για την υπεραξία
Ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ερεύνησε την οικονομική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αποκάλυψε τις σχέσεις που διέπουν τις δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι σχέσεις μεταξύ της αστικής τάξης και της εργατικής τάξης είναι σχέσεις εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και καταπίεσης του προλεταριάτου από την τάξη των καπιταλιστών. Από τις σχέσεις αυτές απορρέουν οι ανταγωνιστικές ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη.
Την κοινωνικο-οικονομική βάση αυτών των ανταγωνιστικών σχέσεων την αποτελεί η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Με τη θεωρία της υπεραξίας ο Μαρξ ανέλυσε επιστημονικά, για πρώτη φορά, την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών.
Ατράνταχτη απόδειξη γι' αυτό είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη και η αύξηση του κεφαλαίου είναι δυνατές μόνο στη βάση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, και η υπεραξία που προέρχεται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης είναι μεταξύ τους αχώριστα συνδεδεμένα.
Ο Κ. Μαρξ στο νόμο της υπεραξίας, που είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού, ανακάλυψε τον οικονομικό νόμο κίνησης του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η θεωρία της υπεραξίας δίνει το κλειδί ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταργήσει την εκμετάλλευση μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Η θεωρία της υπεραξίας αναδείχνει, θεμελιώνει και αποδεικνύει την αντικειμενική αναγκαιότητα της ενιαίας οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής πάλης.
Η θεωρία της υπεραξίας τεκμηριώνει επιστημονικά την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, σαν νεκροθάφτη του καπιταλισμού και δημιουργού της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ολα αυτά έκαναν το Β.Ι. Λένιν να χαρακτηρίσει τη διδασκαλία της υπεραξίας σαν «τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ»*.
* Β. Ι. Λένιν: «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού». Απαντα, τόμ. 23, σελ. 46.

TOP READ