19 Μαρ 2012

Ναυτεργάτες και υπάλληλοι του Αλαφούζου

Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας Ταινία του ΔΣΕ


Μέρες που είναι, ας φανταστούμε τι θα γινόταν αν υπήρχε … MEGA τον καιρό του ΄21 (ας πόυμε πχ βραδινό δελτίο μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στον Μωριά) :


Μέρες που είναι, ας φανταστούμε τι θα γινόταν αν υπήρχε … MEGA τον καιρό του ΄21 (ας πόυμε πχ βραδινό δελτίο μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στον Μωριά) :
Τρέμη: «Και ενώ η παγκόσμια κατάσταση είναι τόσο δύσκολη, υπάρχουν ακόμα κάποιοι αμετανόητοι που εξακολουθούν να στεναχωρούν τον πολυχρονεμένο μας σουλτάνο, που ο γιαραμπής να μας κόβει χρόνια και να του δίνει μέρες».

Πρετεντέρης: «Όχι μόνο αυτό Όλγα. Ενώ όλες οι υγιείς δυνάμεις του τόπου, κοτζαμπάσηδες-δεσποτάδες-καραβοκύρηδες έχουν πλέον αντιληφθεί πως η χώρα χρειάζεται ηρεμία και ανάπτυξη γιατί αλλιώς οι Οθωμανοί θα σηκωθούν να φύγουν και θα μας αφήσουν μόνους μας, αυτοί οι αλιτήριοι κατσαπλιάδες, αυτές οι μειοψηφίες έχουν το θράσος να απειλούν τους νοικοκυραίους».

Τσίμας: «Έχεις δίκιο Γιάννη. Μάλιστα έμαθα πως αυτές οι περιθωριακές ομάδες κουκουλοφόρων – φουστανελοφόρων έχουν επικεφαλής έναν τύπο Κολοκοτρώνη, κάπως έτσι, που έχει το θράσος να απειλεί με βία, φωτιά και τσεκούρι, την φιλήσυχη πλειοψηφία που την αποκαλεί προσκυνημένη».

Καψής: «Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι λέτε τόση ώρα, όμως το αδελφάκι μου που είναι μέγας δραγουμάνος του Μεγάλου Βεζίρη στην Ιστανμπούλ μου είπε πως αυτός ο …κοτρώνης και τα άλλα μπουμπούκια εξτρεμιστές Παπαφλέσσας και λοιποί είναι η αιτία που η Υψηλή Πύλη μας έχει στην μπούκα»
.
Τρέμη: «Σωστά Μανώλη. Όμως έχουμε τον ίδιο τον τρομοκράτη στο τηλέφωνο να τον ανακρίνουμε. Κύριε Κολοκοτρώνη με ακούτε ;»(Στα παράθυρα γύρω από την Τρέμη οι άλλοι τρεις κάνουν μορφασμούς απέχθειας).

Κολοκοτρώνης: «Συμπαθάτε με, δεν σας γρικώ καλά γιατί εδώ είμαστε έξω στον αέρα και το αγιάζι, και πέφτουν και κουμπουριές πότε – πότε».

Τρέμη: «Πείτε μας κ. Κολοκοτρώνη, που βρήκατε το θράσος να αναστατώνετε τον τόπο και να παραβιάζετε την νομιμότητα ; Αφού οι προύχοντες που μας κυβερνούν έχουν κάνει μνημόνιο με τον Ιμπραήμ, εσείς τώρα τι θέλετε ;»

Κολοκοτρώνης: (Μόλις πάει να πει μια συλλαβή, τον διακόπτει ο Πρετεντέρης).

Πρετεντέρης: «Όλγα, για ρώτα τον κύριο σε παρακαλώ … γιατί εμείς όλοι είμαστε αναγκασμένοι να πληρώνουμε σήμερα τους συνδικαλισμούς και τις μαγκιές που έκανε στα Δερβενάκια και την Τριπολιτσά».  
  
Κολοκοτρώνης: (Πάει πάλι να μιλήσει, αλλά τον ξαναδιακόπτουν).

Τρέμη: «Μην μιλάτε κύριε, ο Γιάννης είπε να σας ρωτήσω, δεν σας ρώτησα ακόμα. Για απαντήστε λοιπόν, πως τολμάτε να σηκώνετε κεφάλι όχι μόνο στους οθωμανούς αλλά και στους ευρωπαίους. Η ιερά συμμαχία Αγγλία – Γαλλία – Αυστροουγγαρία – Ρωσία μας είπε να κάτσουμε στα αυγά μας και να λέμε σφάξε μας αγά μου ν’ αγιάσουμε. Εσείς τι παριστάνετε, ξέρετε καλύτερα από όλους αυτούς;»

Κολοκοτρώνης: (Πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη, τον διακόπτει ο Καψής αυτή τη φορά).

Καψής: «Εγώ ακόμα δεν έχω καταλάβει ποιο είναι το θέμα, όμως τώρα θυμήθηκα πως το αδελφάκι μού έγραψε τις προάλλες πως στο σεράϊ συζητιέται πολύ ότι πίσω από τις ταραχές είναι μια ύποπτη περιθωριακή οργάνωση που λέγεται φιλική εταιρεία. Αυτοί δεν σέβονται τίποτα, έχουν διώξει όλους τους επενδυτές … φανταστείτε πως είχε έρθει ένας σοβαρός λόρδος ονόματι Έλγιν που έδωσε μια ολόκληρη φούχτα λίρες για να πάρει κάτι παλιομάρμαρα ο κουτόφραγκος, και αυτοί οι αμετανόητοι προσπάθησαν να τον εμποδίσουν μαζί με κάτι ψευτοκουλτιουράδηδες κοραήδες και λοιπούς. Πάλι καλά που δεν τα κατάφεραν, γιατί η επένδυση αυτή δημιούργησε και θέσεις εργασίας, αυτούς που βοήθησαν να ξηλωθούν τα παλιομάρμαρα και αυτούς που τα φόρτωσαν στα καράβια του λόρδου».

Τσίμας: «Να προσθέσω, Μανώλη, πως αυτοί οι περιθωριακοί κουρελήδες έχουν εκθέσει ανεπανόρθωτα τη χώρα στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Κύριε Κολοκοτρώνη, το ξέρετε πως εξαιτίας σας ολόκληρος κόμης Μέτερνιχ έχει βάλει την Ελλάδα στο στόχαστρο ;»

Κολοκοτρώνης: (Μόλις ανοίγει το στόμα του, τον διακόπτουν άλλη μια φορά).

Πρετεντέρης: «Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά Παύλο, έχουμε τώρα και καινούριο φρούτο – τον επαναστατικό τουρισμό. Έχουν πλακώσει και αναρχικοί από το εξωτερικό, σαν να μην έφταναν οι δικοί μας. Κάτι Σανταρόζα, κάτι Μπάϊρον και άλλα αποβράσματα. Μπάτε σκύλοι αλέστε γίναμε, κάνουμε και εισαγωγή ταραχοποιών.»

Τρέμη: «Μάλιστα, Γιάννη, όλοι αυτοί μαζί με τους δικούς μας κάνουν και καταλήψεις σε δημόσια κτίρια. Δες τι έγινε στα κάστρα απ’ όπου πέταξαν έξω τις νόμιμες αρχές, δες τι έγινε στο Μεσολόγγι και αλλού. Πως θα προκόψει μετά από αυτά ο τόπος ; Αν μας πετάξουν έξω από το γρόσι, ποιος θα φταίει μετά ;»

Κολοκοτρώνης: (Έχει βαρεθεί που δεν τον αφήνουν να μιλήσει και έχει φύγει από την γραμμή, ακούγεται του-του).

Τρέμη: «Ορίστε θράσος. Μας έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα μας. Εδώ του κάναμε την τιμή να τον ακούσουμε στο φιλόξενο δελτίο μας, να εκθέσει τις απόψεις του ελεύθερα και δημοκρατικά. Αλλά τι ξέρουν από δημοκρατία αυτοί οι τρομοκράτες. Ας αλλάξουμε τώρα θέμα, να πούμε για τις φιλανθρωπίες της πρέσβειρας καλής θέλησης Μπαρντιν Χανουμ Μπουρέκ που εγκαινίασε σήμερα νέα πτέρυγα στο Λεπροκομείο Σπιναλόγκα μαζί με τον βεζίρη αρρώστιας Λομπέρ Μπέη. Θυμίζουμε πως στις 11 στην Ανατροπή ο Γιάννης φιλοξενεί τους αρχιραγιάδες Μπενιζέλ, Τσαμάρ και Καρα Τζαφέρ για να ακούσουμε επιτέλους και μια υπεύθυνη φωνή.»  

ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ


ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ 
της Νίνα Αντρέγιεβα

Σε όλες τις χώρες του κόσμου, οι φίλοι αλλά και οι εχθροί του σοσιαλισμού ρωτούν: γιατί και πώς συνέβη η μια από τις υπερδυνάμεις μέσα σε ελάχιστο χρόνο να διαλυθεί και να μετατραπεί σε ημιαποικία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού; Ποιά είναι σήμερα η τύχη του ίδιου του σοσιαλισμού; Αυτά τα σημαντικά ερωτήματα απαιτούν καθαρές, σταράτες και μονοσήμαντες απαντήσεις.
Υπάρχουν δύο απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα:
Η πρώτη προϋποθέτει την αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός είναι δήθεν αδύνατο να χτιστεί ή να επικρατήσει ιστορικά. Αργά ή γρήγορα ήταν ήδη καταδικασμένος στην ήττα. Αυτή η άποψη προωθείται δυναμικά στη συνείδηση των μαζών από τα ιδεολογικά κέντρα του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης. Στην ουσία πρόκειται για μοιρολατρική αντίληψη που θεωρεί την καταστροφή του σοσιαλισμού μοιραία, αναπόφευκτη και προκαθορισμένη. Οι κομμουνιστές συγκρούονται με αυτές τις απόψεις από τον καιρό του Μαρξ και του Ενγκελς ακόμη. Αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική πλευρά. Την ιστορία την έκαναν οι άνθρωποι. Ο σοσιαλισμός είναι η δημιουργία των μαζών. Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της δημιουργίας εξαρτάται από το επίπεδο καθοδήγησης των μαζών από τα κομμουνιστικά κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών.
Το γεγονός ότι ο ιμπεριαλισμός δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει ολόκληρο το σύστημα των σοσιαλιστικών χωρών, δείχνει ότι η καταστροφή του σοσιαλισμού δεν είναι μοιραία και αναπόφευκτη. Η Κίνα, η Βόρεια Κορέα, το Βιετνάμ ή η Κούβα παρέμειναν στις σοσιαλιστικές θέσεις. Συνεχίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των χωρών τους ή υπολογίζοντας τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση στον κόσμο.
Η δεύτερη εξήγηση της νίκης της αστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ καταλήγει στην προδοσία των Γκορμπατσόφ, Γιάκοφλεφ, Σεβαρτνάτζε, Μεντβέντιεφ κλπ. που μπόρεσαν να οργανώσουν μέσα στην ΚΕ του ΚΚΣΕ το επιτελείο της αντεπανάστασης.  Αυτή η άποψη είναι βολονταριστική και υποκειμενική. Ολόκληρη η πολύπλοκη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αντιμετωπίζεται σαν έργο κάποιων προσωπικοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο δεν απαντά στο ερώτημα, πότε, με ποιόν τρόπο και σε ποιές συνθήκες εμφανίσθηκαν και αναρριχήθηκαν στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας οι επίορκοι που, ενάντια στη θέληση 19 εκατομμυρίων σοβιετικών κομμουνιστών ή 250 εκατομμυρίων σοβιετικών ανθρώπων, συνετέλεσαν στην τερατώδη προδοσία, όμοια της οποίας δεν γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία.
Στη περιοχή της ΕΣΣΔ διάφορα κομμουνιστικά κόμματα απαντούν με διαφορετικό τρόπο σε αυτά τα ερωτήματα, ανάλογα με τις ιδεολογικές και πολιτικές τοποθετήσεις τους.
Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα με βάση τις θέσεις του ΠΚΚ(μπ). Κατ΄ αρχήν δεν είμαστε σύμφωνοι ούτε με τη μοιρολατρική ούτε με τη βολονταριστική άποψη για την ήττα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Τα αίτια είναι βαθύτερα και αφορούν την οικονομία, την πολιτική και την ιδεολογία. Εμφανίστηκαν και διαμορφώθηκαν πολύ πριν έρθει στην εξουσία ο Γκορμπατσόφ, όταν δημιουργήθηκαν οι ιστορικές συνθήκες για την εμφάνισή τους στα τέλη της δεκαετίας του ΄50. 
Οι παραμορφώσεις του σοσιαλισμού άρχισαν πρώτα στη σφαίρα της οικονομίας. Στο σοσιαλισμό, σε συνθήκες σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και κρατικού σχεδιασμού, η οικονομία διαπλέκεται πολύ στενά με την πολιτική, η οποία αποτελεί και τη συμπυκνωμένη της έκφραση. Συγκεκριμένα, η καθ΄ εαυτή δημοκρατική πολιτική στηρίζεται στην παλλαϊκή ιδιοκτησία. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού - λενινισμού συχνά υπενθύμιζαν ότι η πραγματική δημοκρατία ξεκινά από τη λύση του ζητήματος της ιδιοκτησίας των εργαλείων και των μέσων παραγωγής.
Η παλλαϊκή ιδιοκτησία, σε αντίθεση με όλες τις μορφές ατομικής ιδιοκτησίας, είναι η πιο δημοκρατική και αναιρεί τη δυνατότητα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο που είναι και η πιο βαριά κοινωνική ανισότητα. Ο κεντρικός σχεδιασμός της λαϊκής οικονομίας είναι αλληλένδετος με την παλλαϊκή ιδιοκτησία και αποτελεί το «κλειδί» της δημοκρατικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Ο κεντρικός σχεδιασμός δίνει τη δυνατότητα υπολογισμού των αναγκών των κοινωνικών στρωμάτων, αναπτύσσει αυτές τις ανάγκες και δίνει τρόπους έγκαιρης εκπλήρωσής τους ανάλογα με το κεκτημένο επίπεδο παραγωγής.
Η σοσιαλιστική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός απαιτούν ιδιαίτερη πολιτική στην οποία πρέπει να πραγματώνονται τα συμφέροντα των εργαζομένων. Γι΄ αυτό το λόγο η πολιτική πορεία του σοσιαλιστικού κράτους πρέπει να στηρίζεται σε σταθερές επιστημονικές βάσεις - στη θεωρία και μεθοδολογία του μαρξισμού-λενινισμού ή με άλλα λόγια στην επιστημονική προλεταριακή ιδεολογία. Μέχρι τη δεκαετία του ΄50 η επεξεργασία της πολιτικής κατεύθυνσης, παρ΄ όλες τις δυσκολίες, γινόταν επιτυχώς από το ΠΚΚ (μπ). Από τα χρόνια ακόμα των πρώτων πεντάχρονων πλάνων η σταλινική κομματική καθοδήγηση στηριγμένη στη πολιτική στρατηγική του λενινισμού, διαμορφώνει το επιστημονικό - σχεδιαστικό σύστημα διοίκησης της λαϊκής οικονομίας. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος έθεσε σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Η σοβιετική βιομηχανία, παρόλες τις σοβαρές απώλειες και την εκκένωσή της στις δυτικές περιοχές, εφοδίασε με όλα τα απαραίτητα το γιγάντιο μέτωπο της ένοπλης πάλης και, σε τελική ανάλυση, κατέκτησε διπλή υπεροχή έναντι της πολεμικής παραγωγής της Γερμανίας αλλά και όλης της κατεχόμενης Ευρώπης. Εκτός αυτού, η ΕΣΣΔ ήταν η μόνη από τις εμπόλεμες χώρες, στην οποία συνεχώς έπεφτε το κόστος των πολεμοφοδίων και των όπλων.
Η δεύτερη ιστορική νίκη της σοσιαλιστικής οικονομίας κατακτήθηκε στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία (1945-1955). Το σοβιετικό κράτος κατόρθωσε να αναδιοργανώσει την κατεστραμμένη από τον πόλεμο λαϊκή οικονομία, κατέκτησε ποιοτικά άλματα στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, απέτρεψε την επιστημονικο-τεχνική καθυστέρηση σε σχέση με τις καπιταλιστικές χώρες, έθεσε τις βάσεις της πυρηνικής ισχύος της χώρας που εμπόδισε ουσιαστικά την ανάπτυξη της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Η ΕΣΣΔ (το 1955) αναδείχτηκε πρώτη στην Ευρώπη και δεύτερη στον κόσμο βιομηχανική δύναμη και κατέλαβε την τρίτη θέση στον κόσμο για την παραγωγικότητά της στη βιομηχανία. Τέθηκαν οι βάσεις για την έξοδο του ανθρώπου στο Διάστημα και δημιουργήθηκαν νέες μορφές ειρηνικής χρήσης της ατομικής ενέργειας. Ο σοσιαλιστικός οικονομικός μηχανισμός μέσα σε 30 χρόνια (1925-1955) κατέκτησε την ετήσια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 20%, πράγμα που σήμαινε το διπλασιασμό του βιομηχανικού δυναμικού της χώρας κάθε 5 χρόνια.
Ποιά ήταν η αιτία του «σοβιετικού θαύματος» που θορύβησε το διεθνές κεφάλαιο; Η καπιταλιστική και η σοσιαλιστική παραγωγή έχουν διαφορετικούς στόχους. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο απαιτεί από την παραγωγή το μέγιστο δυνατό καπιταλιστικό κέρδος. Γι΄ αυτό τον λόγο λειτουργεί. Το μέγιστο δυνατό καπιταλιστικό κέρδος βγαίνει με την εκμετάλλευση του πληθυσμού της δεδομένης χώρας καθώς και με τη συστηματική καταλήστευση των εξαρτημένων χωρών ή την απάνθρωπη εκμετάλλευση των υλικών αποθεμάτων, της φθηνής εργατικής τους δύναμης.
Σε αντίθεση με τον «πολιτισμένο» καπιταλισμό, ο σοσιαλισμός έχει σα στόχο την ικανοποίηση των συνεχώς αναπτυσσομένων υλικών και πολιτιστικών αναγκών και απαιτήσεων όλης της κοινωνίας χρησιμοποιώντας την αδιάκοπη ανάπτυξη και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής με υψηλές τεχνικές και νέες τεχνολογίες. Αυτόν το στόχο εξυπηρετεί και ο σχεδιασμός της λαϊκής οικονομίας. Γι΄ αυτό και ο σχεδιασμός έχει επιτακτικό χαρακτήρα, δηλαδή το πλάνο αποτελεί νόμο για την επιχείρηση.
Αυτή η διαφορά των στόχων και των απαιτήσεων ανάμεσα στην καπιταλιστική και τη σοσιαλιστική παραγωγή δημιουργεί και διαφορετικά κριτήρια επιτυχίας της δουλιάς της επιχείρησης. Το βασικό κριτήριο της δραστηριότητας μιας καπιταλιστικής επιχείρησης είναι το κέρδος. Το μέγεθος των κερδών καθορίζει και την επιτυχία ή αποτυχία της δουλιάς του διοικητικού και του τεχνικού προσωπικού. Στο σοσιαλισμό βέβαια, βασικό κριτήριο της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης αποτέλεσε η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας με ταυτόχρονη καλυτέρευση της ποιότητας του παραγομένου προϊόντος. Η μείωση του κόστους παραγωγής προκαλούσε και τη μείωση των χονδρικών και κατόπιν των λιανικών τιμών των εμπορευμάτων και των αντικειμένων λαϊκής κατανάλωσης, πράγμα που σήμαινε και την αύξηση της ευμάρειας των εργαζομένων. Αυτό το σύστημα οικονομικής καθοδήγησης δεν άφηνε την παραγωγή να παραμένει στάσιμη, δεν επέτρεπε στις διοικήσεις να επαναπαύονται στα κεκτημένα τους, απαιτούσε από την καθοδήγηση της επιχείρησης συνεχή τεχνολογική τελειοποίηση ή αναζήτηση ενδοπαραγωγικών εναλλακτικών λύσεων. Εννοείται βέβαια ότι η πίεση και η απαιτητικότητα των πλάνων δεν άρεσε σε πολλούς διοικητές επιχειρήσεων, αλλά κυρίως δεν άρεσε στους γραφειοκράτες υπάλληλους των υπουργείων. Φυσικά δεν τολμούσαν να αντιδράσουν ευθέως ενάντια στα πλάνα, αλλά αναζητούσαν πλάγιους τρόπους για να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη.
Η λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην πρακτική του λαϊκο-οικονομικού σχεδιασμού μεταπολεμικά, απαιτούσε επανεξέταση μιας σειράς αξιωμάτων της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, τα οποία έπαψαν να αντιστοιχούν στη συνεχώς εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Το σύστημα του ενδιαφέροντος του ανθρώπου στην εργασία ή τα υλικά κίνητρα, έπρεπε να τελειοποιηθεί και αυτή η ανάγκη συνδεόταν με τις εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις. Λειτουργούν οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις στο σοσιαλισμό ή πρέπει να εξαφανιστούν μαζί με την ατομική ιδιοκτησία στα εργαλεία και τα μέσα παραγωγής; Το ερώτημα είναι περίπλοκο. Είναι γνωστό ότι αρχικά οι μαρξιστές αρνούνταν οποιεσδήποτε αγοραίες εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις. Θεωρούσαν ότι έπρεπε να αντικατασταθούν με την άμεση ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις. Πότε όμως πρέπει να προωθηθεί η ανταλλαγή προϊόντων - αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας ή στην πορεία της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό;
Η ΝΕΠ ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Λένιν στις αρχές του 1921. Ηρθε σε αντικατάσταση της πολιτικής του «πολεμικού κομμουνισμού» που επιβλήθηκε λόγω του εμφυλίου πολέμου και ανέτρεψε τα σχέδια για άμεση κατάργηση των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων. Η ανάκαμψη λοιπόν της κατεστραμμένης από τους πολέμους οικονομίας βασίστηκε τελικά σε αυτές τις σχέσεις. Ετσι δόθηκε η δυνατότητα στην πολιτικά ισοπεδωμένη, αλλά οικονομικά ισχυρή ακόμα αστική τάξη να ρίξει στην κυκλοφορία συσσωρευμένες οικονομίες. Η αστική τάξη διψούσε για πολυτέλεια (στην οποία ζούσε επί Τσάρου) και γι΄ αυτό δέχτηκε την Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ).
Ο δεύτερος χρόνος της ΝΕΠ έθεσε το ερώτημα: Χρειάζεται καπιταλιστική αγορά σε μια χώρα που χτίζει σοσιαλισμό ή όχι; Υπογραμμίζω ότι καπιταλιστική αγορά σημαίνει ότι σαν εμπορεύματα εννοούνται και τα μέσα παραγωγής και η γη και η εργατική δύναμη.
Τη βάση για μια συστηματική λύση του προβλήματος της αγοράς και των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων έθεσε ο Ι. Β. Στάλιν στην εργασία του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» που γράφτηκε το 1952. Στην εργασία αυτή ο Στάλιν αποδεικνύει ότι η εμπορευματική παραγωγή δεν θα οδηγήσει στον καπιταλισμό, εάν η ανταλλαγή προϊόντων μέσω πώλησης-αγοράς πραγματοποιείται μόνο για αντικείμενα και προϊόντα προσωπικής κατανάλωσης. Η παραγωγή και η ανταλλαγή τέτιων αντικειμένων και προϊόντων υπόκειται στο νόμο της αξίας, ο οποίος στο σοσιαλισμό δρα σε περιορισμένη σφαίρα. Στη σοσιαλιστική κοινωνία τα μέσα παραγωγής (εργοστάσια, ορυχεία, ανθρακωρυχεία, γη, μεταφορές κλπ.) όπως και η εργατική τάξη δεν υπόκεινται άμεσα στο νόμο της αξίας. Η μόνη εξαίρεση είναι η σφαίρα του εξωτερικού εμπορίου του κράτους.
Η εργασία αυτή του Στάλιν έθεσε και τις βάσεις της θεωρητικής θεμελίωσης της αναγκαιότητας της σοσιαλιστικής αγοράς, η οποία και θα εξασφάλιζε τον καταμερισμό των αγαθών στην κοινωνία, ανάλογα με την εργασία και όχι ανάλογα με το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, καθορίστηκε η σφαίρα δράσης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό.
Η πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης απαιτούσε την εξέλιξη και τελειοποίηση της οικονομικής θεωρίας του σοσιαλισμού και έγκαιρη λύση των αντιθέσεων στον τομέα της διοίκησης και του σχεδιασμού της λαϊκής οικονομίας. Θα αναφερθούμε σύντομα σε μερικές από αυτές τις αντιθέσεις, οι οποίες και είχαν αντικειμενικό χαρακτήρα.
Πρώτον η αύξηση του όγκου της παραγωγής δυσκόλεψε πολύ το σχεδιασμό για ολόκληρη τη χώρα. Αν κατά τη διάρκεια των πρώτων πεντάχρονων, σε συνθήκες έλλειψης και των πιο απαραίτητων, ήταν δυνατός ο περιορισμός του σχεδιασμού μόνο στους ποσοτικούς δείκτες, τώρα, με την κολοσσιαία αύξηση του συνόλου των προϊόντων, η ποιότητα των παραγομένων προϊόντων εξελισσόταν σε πρωταρχικό ζήτημα. Η εξέλιξη του ΓΚΟΣΠΛΑΝ, του κεντρικού οργάνου σχεδιασμού της ΕΣΣΔ, δεν εξασφάλιζε τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό. Μόνο η χρήση της μηχανοργάνωσης, των Η/Υ που έγινε πολύ αργότερα (από το 1950), έδωσε τη δυνατότητα στον κρατικό σχεδιασμό να λαμβάνονται υπόψη και οι ποσοτικοί και οι ποιοτικοί δείκτες παραγωγής ταυτόχρονα. Στη δεκαετία του ΄50 το πρόβλημα αυτό ήταν αδύνατο να λυθεί.
Δεύτερον τον καιρό των πρώτων πεντάχρονων, ο υπουργός (ή λαϊκός κομισάριος) είχε υπό την εξουσία του μερικές δεκάδες εργοστασίων και μπορούσε άμεσα ή μέσω των υπαλλήλων του υπουργείου του, να ελέγχει συγκεκριμένα την εισαγωγή νέων τεχνικών ή τεχνολογιών, την αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και τους άλλους δείκτες της παραγωγής. 
Στη δεκαετία του ΄50, ο υπουργός είχε υπό την εξουσία του ήδη εκατοντάδες ή και χιλιάδες επιχειρήσεις. Ο έλεγχος της δουλιάς τους κατέληξε να γίνει πολύ δύσκολος. Γι΄ αυτό το λόγο η καθοδήγηση και ο έλεγχος της δραστηριότητας των επιχειρήσεων γινόταν όλο και πιο αδύνατος. Ολες οι προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση αυτού του προβλήματος ήταν πολύ λίγο αποτελεσματικές.
Τρίτον σε συνθήκες τρομερής επιστημονικο-τεχνικής προόδου ήταν αναγκαία η τελειοποίηση των κινήτρων που είχαν οι επιχειρήσεις για την εισαγωγή επιστημονικο-τεχνικών νεωτερισμών. Η τότε υπάρχουσα ικανότητα αφομοίωσης των επιστημονικο-τεχνικών νεωτερισμών ήταν εμφανώς ανεπαρκής. Σταδιακά άρχισε να δημιουργείται ο ονομαζόμενος πολυέξοδος μηχανισμός: Οταν υπήρχε ανάγκη αύξησης παραγωγής, έχτιζαν επιπλέον νέα εργοστάσια και τμήματα παραγωγής ενώ δεν επανεξόπλιζαν τα ήδη υπάρχοντα. Σε όλη τη χώρα αυξάνονταν ο αριθμός των επιχειρήσεων που χτίζονταν και συχνά μετατρεπόταν σε «χρόνιες οικοδομές». Απονεκρώνονταν έτσι τεράστια κεφάλαια που αρχικά προορίζονταν για την ανάπτυξη της παραγωγής. Ο πολυέξοδος μηχανισμός ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του ΄80 και έγινε ένα από τα βασικά εμπόδια και μια από τις βασικές, πρωταρχικές αιτίες της καθυστέρησης της ΕΣΣΔ στον ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό.
Αμέσως μετά το θάνατο του Ι. Β. Στάλιν (1953), η εργασία του: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» έτυχε περιστασιακής κριτικής και απόσυρσης από τις βιβλιοθήκες. Οι ιδέες που περιείχε όχι μόνο δεν αναπτύχθηκαν όπως τους έπρεπε, αλλά βρέθηκαν τεχνητά εκτός της μαρξιστικής επιστήμης. Τα οικονομικά προβλήματα όμως παρέμειναν και παραμένοντας οδήγησαν σταδιακά τη χώρα στη κρίση και την υποχώρηση από κατακτημένες θέσεις.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, η βασική κατεύθυνση και ο δείκτης της ποιότητας της δουλειάς των επιχειρήσεων, αλλά ταυτόχρονα και του επιπέδου καθοδήγησής τους, ήταν η μείωση του κόστους των προϊόντων και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτοί οι βασικοί δείκτες και κριτήρια της επιχειρησιακής δραστηριότητας αντικαταστάθηκαν επί Χρουτσιόφ με το κέρδος σε χρήμα. Το κέρδος εξελίσσεται σε βασικό στόχο της παραγωγής, εξαφανίζοντας σταδιακά το βασικό στόχο της σοσιαλιστικής παραγωγής - την εξασφάλιση της μεγίστης δυνατής ικανοποίησης των ολοένα αυξανομένων υλικών και πολιτιστικών αναγκών των σοβιετικών ανθρώπων. Οι επιχειρήσεις (μετά το 1965) προσανατολίζονται στην εξασφάλιση του κέρδους και στην έλλειψη παθητικών. Και το κέρδος όπως και η αιτιολόγηση των εξόδων υπήρχαν ανέκαθεν στην πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μόνο που θεωρούνταν λογιστικές και εκτιμητικές κατηγορίες και ήταν μέρος των μεθόδων εκτίμησης και υπολογισμού της αποτελεσματικότητας της παραγωγής των επιχειρήσεων και των κλάδων της λαϊκής οικονομίας.
Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ η κατηγορία «κέρδος» σταδιακά μετατρέπεται σε βασικό κριτήριο και στόχο της σοσιαλιστικής παραγωγής.
Ο σχεδιασμός μετατρέπεται σε «δόγμα», σε «πλάνο με οποιοδήποτε τίμημα». Οποιαδήποτε εισαγωγή ανακαλύψεων, ευρεσιτεχνιών, εξορθολογισμών, ο,τιδήποτε δηλαδή μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να οδηγήσει σε προσωρινή μείωση του κέρδους, απαγορευόταν κατηγορηματικά. Η σοσιαλιστική οικονομία άρχισε να απορρίπτει την επιστήμη. Ταυτόχρονα ο καπιταλισμός δάμαζε την επιστημονικο-τεχνική επανάσταση. Η νέα τεχνολογική βάση, η χρήση φθηνών πρώτων υλών και ανθρώπινου υλικού των χωρών του «τρίτου κόσμου» επέτρεψαν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να αμβλύνουν την κοινωνική ένταση, να κατευνάσουν την ταξική πάλη, να εξασφαλίσουν σχετική κοινωνική σταθερότητα, να αυξήσουν την ευμάρεια των εργαζομένων στη χώρα τους και να σπάσουν την πίστη τους στη σοσιαλιστική επιλογή.
Η διαφορά ανάμεσα στην κατηγορία «κέρδος» της λενινιστικής-σταλινικής οικονομικής πολιτικής και της «εκδημοκρατισμένης» οικονομίας των Χρουτσιόφ- Μπρέζνιεφ είναι περίπου ό,τι και η διαφορά ανάμεσα στον ταχογράφο και τον κινητήρα του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας κινεί το αυτοκίνητο, ενώ ο ταχογράφος δείχνει την ταχύτητα της κίνησής του. Το κέρδος είναι ο κύριος κινητήρας της καπιταλιστικής παραγωγής και ο ταχογράφος της σοσιαλιστικής.
Την μετατροπή του κέρδους σε κινητήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής επέβαλε με όλη του τη δύναμη ο κομματικο-κρατικός μηχανισμός στα χρουτσιωφικά και μπρεζνιεφικά χρόνια. Αυτό παραμόρφωσε τη σοσιαλιστική οικονομία και την οδήγησε σε άλυτες αντιθέσεις.
Στη σοσιαλιστική οικονομία, η μείωση του κόστους παραγωγής και κατόπιν της χονδρικής και της λιανικής τιμής μπορεί να γίνει μόνο με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας και τεχνικών, με την οικονομία των υλικών, των πρώτων υλών, της ενέργειας και της εργατικής δύναμης. Με την ανάδειξη του κέρδους σε βασικό δείκτη και κύριο στόχο δραστηριότητας της σοσιαλιστικής επιχείρησης, έγιναν δυνατές διάφορες τεχνητές χειραγωγήσεις με τις αυξήσεις των τιμών στα ίδια τα προϊόντα. Χάρη σε αυτό εξασφαλιζόταν το πλάνο του κέρδους και αυξανόταν το «κύρος» των οικονομικών διαχειριστών-καθοδηγητών.
Ο προσανατολισμός των παραγωγικών επιχειρήσεων στο κέρδος οδήγησε στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, στην πτώση των χρηματικών αποθεμάτων και στη σταδιακή υποτίμηση του ρουβλιού. Εληξε η ετήσια πτώση των τιμών στα αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης και στα είδη διατροφής. Αρχισε η διαδικασία της ακρίβειας και της σταδιακής απόσυρσης από την παραγωγή και το εμπόριο των φθηνών προϊόντων. Το γενικό αποτέλεσμα ήταν η πτώση της αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας - η καταστροφή δηλαδή του κύριου παράγοντα που καθορίζει τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Ο προσανατολισμός της δραστηριότητας των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στο «κέρδος» έδωσε ακριβώς τα αντίστροφα αποτελέσματα στην οικονομία. Επί Μπρέζνιεφ, αντί για «κερδοφόρα» είχαμε πολυέξοδη οικονομία.
Η μετατροπή του κέρδους σε βασικό μοχλό της σοσιαλιστικής παραγωγής έθεσε τις αντικειμενικές βάσεις για την ανάπτυξη «σκιώδους» ή παράνομου κεφαλαίου και για την εμφάνιση σκιωδών επιχειρηματιών στην ΕΣΣΔ. Οι απατεώνες και οι λαθρέμποροι, μέσω της χειραγώγησης των τιμών, όχι μόνο τυπικά κάλυπταν τα πλάνα του κέρδους, αλλά και δημιουργούσαν «αδήλωτα» αποθέματα πρώτων υλών, πηγών ενέργειας και εργατικής δύναμης, τα οποία και χρησιμοποιούσαν στην παραγωγή της ονομαζόμενης «αδήλωτης» ή μαύρης παραγωγής.
Για παράδειγμα: ένα εργοστάσιο παράγει φλιτζάνια τσαγιού. Το ΓΚΟΣΠΛΑΝ όριζε πλάνο στο εργοστάσιο παραγωγής 1 εκατομμύριο φλιτζάνια το χρόνο. Το κόστος κάθε φλιτζανιού είναι 1 ρούβλι. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 (εποχή Στάλιν) ο κύριος δείκτης της δουλιάς του εργοστασίου ήταν η ετήσια μείωση του κόστους του προϊόντος. Γι΄ αυτό επιβαλλόταν εισαγωγή νέας τεχνικής, αύξηση της επαγγελματικής κατάρτισης των εργαζομένων, οικονομία υλικών, πρώτων υλών και πηγών ενέργειας. Χάρη στη μείωση του κόστους παραγωγής περιοδικά μειωνόταν και η τιμή του φλιτζανιού στα μαγαζιά.
Σαν αποτέλεσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων των Χρουτσιόφ-Μπρέζνιεφ και Λίπερμαν κύριος δείκτης δουλιάς έγινε το κέρδος σε χρήμα. Ενα μέρος αυτού του κέρδους αποτελούσε κρατικό έσοδο. Η διοίκηση του εργοστασίου επιλέγει έναν πολύ πιο απλό τρόπο εξαγωγής κέρδους, από ό,τι η τελειοποίηση της τεχνικής και της τεχνολογίας παραγωγής. Πχ. στο φλιτζάνι προστίθεται κάποιο διακοσμητικό σχέδιο. Σε συνθήκες μαζικής παραγωγής αυτή η επιπλέον τεχνολογική δραστηριότητα επιβαρύνει το κόστος του φλιτζανιού με μια απειροελάχιστη αύξηση, αλλά η τιμή του φλιτζανιού τεχνητά αυξάνεται 2 με 3 φορές. Το εργοστάσιο λοιπόν δεν χρειάζεται να παράγει 1 εκατομμύριο φλιτζάνια με βάση το πλάνο, αφού μπορεί να βγάλει το ίδιο κέρδος με 0,5 εκατομμύρια. Η κολλεκτίβα του εργοστασίου παίρνει πριμ, η διοίκηση επιβραβεύεται και παρασημοφορείται. Ο πληθυσμός όμως είναι υποχρεωμένος να αγοράζει φλιτζάνια σε τιμή 2-3 φορές ακριβότερα.
Και πώς χρησιμοποιείται η ενέργεια και οι πρώτες ύλες, που παραχωρήθηκαν στο εργοστάσιο με βάση το πλάνο και σε φθηνές κρατικές τιμές για τα 0,5 εκατομμύρια φλιτζάνια που δεν παρήγαγε; Αυτό το «υπόλοιπο» χρησιμοποιείται στην παραγωγή «μαύρων, αδήλωτων» προϊόντων. Αυτά τα προϊόντα προωθούνται από απατεώνες στο κρατικό εμπόριο. Τα έσοδα από την πώληση αυτών των προϊόντων τα μοιράζονται ο διευθυντής του εργοστασίου και ο διευθυντής του μαγαζιού.
Ετσι συσσωρεύεται στα χέρια ιδιωτών τεράστιο «σκιώδες» κεφάλαιο. Αυτό το κεφάλαιο παραμόρφωσε τις σοσιαλιστικές σχέσεις στην κοινωνία, διέλυσε τις εργατικές κολλεκτίβες και συνέβαλε στη διαφθορά των υπαλλήλων. Τη δεκαετία του ΄80 η «σκιώδης» οικονομία απορροφούσε το 1/3 των κρατικών αποθεμάτων της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου και μορφοποιήθηκε η οικονομική βάση της μελλοντικής αστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ.
Η διαφθορά αναπτύχθηκε και στον κομματικό μηχανισμό. Οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η «σκιώδης» αστική τάξη με ενίσχυση των ποινικών ρητρών δεν απέδωσαν σοβαρά αποτελέσματα. Το υψηλό κέρδος των παρανόμων οδήγησε τη σοβιετική νεομπουρζουαζία σε απερίσκεπτη «γενναιότητα».
Η εισαγωγή καπιταλιστικών στοιχείων στη σοσιαλιστική οικονομία προκάλεσε και αρνητικές αλλαγές στο κοινωνικοπολιτικό εποικοδόμημα καθώς και στο ηθικό-ψυχολογικό κλίμα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 αρχίζουν οι παραμορφώσεις στη κοινωνική δομή της σοβιετικής κοινωνίας. Η τάση για εξάλειψη των ταξικών διαφορών και η αύξηση της κοινωνικής ομοιογένειας που κυριαρχούσαν τη προηγούμενη περίοδο, τώρα αρχίζουν να υποσκελίζονται από την επαγγελματική, περιουσιακή και κοινωνικοπολιτιστική διαφοροποίηση. Αυξάνεται αδικαιολόγητα η απόσταση ανάμεσα στους υψηλόμισθους και τους χαμηλόμισθους και περισσότερο ανάμεσα στην ελιτίστικη διανόηση και τη βασική μάζα των εργαζομένων. Εμφανίζεται η λεγόμενη «επιστρέψιμη» ταξική δομή, η οποία συνδεόταν βασικά με τη «σκιώδη» οικονομία. Η «σκιώδης» οικονομία γεννά ιδιωτικά - καπιταλιστικά στοιχεία τα οποία ενισχύουν την πρωτογενή συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό το κεφάλαιο, αναρριχόμενο στην οικονομική κυριαρχία και την πολιτική εξουσία, αποκτά αμέσως εγκληματικό ή και καθαρά μαφιόζικο χαρακτήρα.
Τα παράνομα «εργαστήρια» και τμήματα παραγωγής που λειτουργούσαν υπό τη σημαία των κρατικών επιχειρήσεων έφεραν τη διάσπαση και τη διάλυση στις γραμμές των εργαζομένων λόγω της τεράστιας διαφοράς των μισθών και διέφθειραν τμήμα της νεολαίας.
Οι παράνομοι «σοβιετικοί» μπίζνεσμεν δημιούργησαν τη βάση εξαγοράς υπευθύνων στα κρατικά πόστα και άνοιξαν το δρόμο για προμήθειες και εξαγορές. Στις επιχειρήσεις εμφανίζεται ένα είδος «εργατικής αριστοκρατίας» η οποία δεν εργάζεται τόσο, όσο κάθεται στα προεδρεία διαφόρων συνελεύσεων, απασχολείται στις συμφέρουσες συνδικαλιστικές θέσεις, παίρνει αδούλευτο μισθό και δοξάζει τις ανύπαρκτες επιτυχίες των ακατάλληλων διοικήσεων.
Σαν αποτέλεσμα της διάλυσης των Μηχανο-Τρακτερικών Σταθμών (1958) που έπαιζαν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής αγροτικής οικονομίας, άρχισε η καταστροφή της σύνδεσης της συνεταιριστικής-κολχόζνικης ιδιοκτησίας με την κρατική. Διαλύθηκε η συμμαχία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Σε αυτή τη συμμαχία στηριζόταν η κοινωνικο-οικονομική δύναμη της χώρας. Τα κολχόζ, κατά τις χρουτσιοφικές αναμορφώσεις, μετατρέπονται σε αυθύπαρκτα νοικοκυριά που δεν καλύπτονται από την κρατική χρηματοδότηση και τον υλικοτεχνικό εφοδιασμό.
Αρχίζει η διαστρωμάτωση της κολχόζνικης αγροτιάς, η ανάδειξη στους κόλπους της τυχοδιωκτικών στοιχείων που γνωρίζουν πώς «να τα βρίσκουν» με την εξουσία και πλουτίζουν από τις απατεωνιές και τον ξένο κόπο. Τα κολχόζ μετατρέπονται σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, που επιζούν χάρη στις κρατικές επιχορηγήσεις.
Σταδιακά παρακμάζει το πολιτικό εποικοδόμημα της κοινωνίας. Η εργατική τάξη ενσυνείδητα απωθείται από την κρατική πολιτική. Η πολιτική του σοβιετικού κράτους χάνει την προηγούμενη κοινωνική της σταθερότητα και σαν αποτέλεσμα της συνεχώς μετακινούμενης «γενικής πολιτικής του κόμματος».
Ο κρατικός μηχανισμός αυξήθηκε κατά 3 φορές σε σχέση με τη σταλινική περίοδο. Το κράτος σταδιακά έχανε τη λειτουργία του οργανωτή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αποξενωνόταν και απομακρυνόταν από τους εργαζόμενους. Η άνοδος του υπαλληλισμού υπερίσχυε των εργαζομένων στη σφαίρα της υλικής παραγωγής και ειδικά στην αγροτική οικονομία.
Ο ανεξέλεγκτος υπαλληλισμός γρήγορα γραφειοκρατικοποιούνταν και μεταμορφωνόταν σε κλειστό στρώμα. Ολόκληρα στρώματα διαφθείρονταν. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 το προλεταριακό κράτος μεταμορφώθηκε σε «παλλαϊκό κράτος». Ολα αυτά συνέβαιναν σε συνθήκες ανόδου της «σκιώδους» οικονομίας και της εμφάνισης της «σοβιετικής» νέας αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα συντελείται η παραμόρφωση του κυβερνώντος κόμματος, η αποπρολεταριοποίηση του ΚΚΣΕ. Το κόμμα ανακηρύσσεται όχι κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά κόμμα «όλου του λαού». Ολο και περισσότερο αλλοιώνεται από μικροαστούς, τυχοδιώκτες, καριερίστες που έλεγαν το ένα και έκαναν το άλλο. Δυναμικά αναρριχώνται στις καθοδηγητικές θέσεις του ΚΚΣΕ. Η καθοδήγηση του κόμματος σιγά-σιγά αποκόβεται από τις κομματικές μάζες. Οι μάζες των κομμουνιστών μετατρέπονταν σε παθητική βάση της κομματικής πυραμίδας. Τα στελέχη παύουν να εκλέγονται με βάση πολιτικά και εργασιακά κριτήρια. Στα ανώτατα κομματικά κλιμάκια εμφανίζονται οι επονομαζόμενοι «πράκτορες επιρροής». Σε αυτούς βασικά πόνταραν η ΣΙΑ και άλλες δυτικές υπηρεσίες. Σήμερα οι σοβιετικοί θεωρούν τους Γκορμπατσόφ και Γιάκοβλεφ τέτιους πράκτορες επιρροής, οι οποίοι προωθήθηκαν σε θέσεις κλειδιά του κόμματος και του κράτους όχι χωρίς εξωτερική βοήθεια.
Την ιδεολογική βάση των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών παραμορφώσεων του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, αποτέλεσε ο δεξιός οπορτουνισμός ο οποίος εξαπλώθηκε την περίοδο καθοδήγησης του Χρουτσιόφ.
Αμέσως μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ οι αναθεωρητές κάτω από το πρόσχημα της πάλης ενάντια στην «προσωπολατρία του Στάλιν», ασχολήθηκαν με τη διάβρωση των βασικότερων θέσεων του μαρξισμού-λενινισμού. Στην αρχή σταδιακά, και μετά το 1985 εξ ολοκλήρου αποκαθίσταται ο οπορτουνισμός των τροτσκιστών και μπουχαρινικών.
Οι οπορτουνιστές στις σοβιετικές κοινωνικές επιστήμες, κάτω από τη σημαία της «εξέλιξης της θεωρίας», άρχισαν να υποσκάπτουν την ενότητα των συστατικών στοιχείων του μαρξισμού-λενινισμού. Το αποτέλεσμα είναι να χάσει ο μαρξισμός-λενινισμός τη μονολιθικότητά του, να είναι δηλαδή όπως όριζε ο Λένιν, «φτιαγμένος από ένα ατσάλινο κομμάτι».
Οπως είναι γνωστό, ο μαρξισμός-λενινισμός θεωρούνταν η φιλοσοφικο-κοινωνική, πολιτικοοικονομική και κοινωνικοπολιτική θεμελίωση της παγκόσμιας ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η ουσία αυτής της αποστολής έγκειται στην εξάλειψη όλων των μορφών καταπίεσης, εκμετάλλευσης, κοινωνικής ανισότητας, βίας και πολέμων ανάμεσα στους λαούς. Τη μετασταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ οι μαρξιστικές-λενινιστικές επιστήμες μετατράπηκαν σε ένα συνονθύλευμα από «θεωρίες» και «έννοιες» τεχνητά δομημένες πάνω σε τσιτάτα, αποκομμένα από τα υπόλοιπα κείμενα των Μαρξ - Ενγκελς - Λένιν. Το αχανές σύνολο αυτών των συχνά ρεβιζιονιστικών θεωριών αποπροσανατόλιζε τον κόσμο και δημιουργούσε κριτική στάση σε αυτές αλλά και σε κάθε άχρηστη και κενή θεωρητικοποίηση.
Εννοείται βέβαια ότι ο δεξιός αναθεωρητισμός και οπορτουνισμός είχαν τις δικές τους υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις και αιτίες. Μεταξύ αυτών:
 Η ενίσχυση της επιρροής των μικροαστικών στοιχείων στο σοσιαλισμό κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
 Οι βαρειές απώλειες των κομμουνιστών και της εργατικής τάξης στον αντιφασιστικό πόλεμο
 Ο σκληρός και σπάταλος ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για ισορροπία των ατομικών εξοπλισμών.
 Τα γνωστά θετικά οικονομικά άλματα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών που μπόρεσαν καλύτερα και αποτελεσματικότερα να εκμεταλλευτούν την επιστημονικοτεχνική πρόοδο και να καταληστεύσουν τις χώρες του τρίτου κόσμου.
Ολα αυτά υποβοήθησαν την καθιέρωση και την εξάπλωση του αναθεωρητισμού και οπορτουνισμού στην ΕΣΣΔ. Εχοντας φωλιάσει στη μετασταλινική ηγεσία του ΚΚΣΕ, ο οπορτουνισμός στην πολιτική και ο αναθεωρητισμός  στη θεωρία επηρέασαν διαβρωτικά τη μαζική συνείδηση.
Με αφορμή την «κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση» αναπτύχθηκαν διαδικασίες έρπουσας αποπολιτικοποίησης και αποϊδεολογικοποίησης που άμβλυναν τη ταξική αυτοσυνείδηση των εργαζομένων.
Στην κοινωνική ψυχολογία, η κολλεκτιβίστικη συνείδηση των σοβιετικών ανθρώπων άρχισε να αντικαθίσταται από τον μικροαστικό ατομισμό. Πολλοί πολίτες χάνουν τα ηθικά τους κίνητρα για εργασία. Γεννήθηκε η αδιαφορία και κατόπιν η απέχθεια για κάθε τι κρατικό και κοινωνικό. Αυξάνονται οι παραβιάσεις της εργασιακής και εκτελεστικής πειθαρχίας όπως και η καταλήστευση των λαϊκών αγαθών. Η πάλη ενάντια σε αυτά τα φαινόμενα δεν επέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα.
Στη δεκαετία του ΄80 παρατηρήθηκαν στοιχεία στασιμότητας στη σοβιετική οικονομία και μείωση  των ρυθμών ανάπτυξης της ευημερίας των εργαζομένων. Παρ΄ όλα αυτά η οικονομία της ΕΣΣΔ είχε ακόμη σημαντικά αποθέματα σταθερότητας. Εκτός αυτού, σύμφωνα με τους υπολογισμούς σοβαρών δυτικών οικονομολόγων, η ΕΣΣΔ είχε περισσότερες πιθανότητες να νικήσει στον οικονομικό και στρατιωτικο-πολιτικό συναγωνισμό με τις ΗΠΑ προς το τέλος του 20ού αιώνα . 
Δυστυχώς, στη δεκαετία του ΄80 στη ΚΕ του ΚΚΣΕ δεν υπήρξαν δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα στασιμότητας του «καταναλωτικού σοσιαλισμού», τον οπορτουνισμό και να επιστρέψουν το κόμμα στο λενινιστικό δρόμο οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Η Απριλιανή συνεδρίαση (1985) της ΚΕ του ΚΚΣΕ υποχώρησε στην πίεση των οπορτουνιστών, στρέφοντας το κόμμα στην αστική ανανέωση. Ο νέος ΓΓ Γκορμπατσόφ διακήρυξε το δρόμο προς την ανασυγκρότηση, μιλώντας υποκριτικά για «αναγέννηση του σοσιαλισμού» και «επιτάχυνση της κοινωνικο-οικονομικής του ανάπτυξης». Η ουσία αυτής της προδοτικής κίνησης δεν έγινε αμέσως αντιληπτή από την πλειοψηφία των σοβιετικών ανθρώπων και των κομμουνιστών.
Η 30χρονη (1956-1985) βλαβερή επίδραση του οπορτουνισμού τους έκανε όλους ομήρους της αστικής αντεπανάστασης. Η προγκορμπατσοφική κομματοκρατία έγινε μια από τις κινητήριες δυνάμεις της αστικής αντεπανάστασης με ηγέτη και επιτελείο της - την ΚΕ του ΚΚΣΕ.
Αυτές είναι λοιπόν, κατά τη γνώμη μας, οι βασικές προϋποθέσεις και αιτίες της ήττας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Οι κινητήριες δυνάμεις της αστικής αντεπανάστασης είναι:
Ο διεθνής ιμπεριαλισμός.
Η «σκιώδης» σοβιετική νεομπουρζουαζία.
Η ελιτίστικη διανόηση που αντιπαρατάχθηκε στο λαό.
Η κρατικο-κομματική νομενκλατούρα του ΚΚΣΕ
Κάθε ένας από αυτούς επεδίωκε τους δικούς του σκοπούς καταστρέφοντας το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ. Τους συνένωνε όμως η τάση να εξαρθρώσουν την εξουσία των εργαζομένων. Ο αντισταλινισμός έγινε η ιδεολογικοπολιτική τους σημαία. Η κρατικοκομματική νομενκλατούρα εξουδετέρωσε την αντίσταση των οπαδών του σοσιαλισμού, αποδιοργάνωσε την εργατική τάξη και την κολχόζνικη-σοβχόζνικη αγροτιά, έφερε σύγχυση στις ένοπλες δυνάμεις και στα όργανα κρατικής ασφάλειας τα οποία και δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν το συνταγματικό τους καθήκον της υπεράσπισης της Σοσιαλιστικής Πατρίδας.
Η «περεστροϊκή» περίοδος της αστικής αντεπανάστασης των Γκορμπατσόφ - Ριζκόφ αποδείχθηκε αδιέξοδη. Εληξε με το Αυγουστιάτικο πραξικόπημα του 1991. Την ίδια τύχη είχε και η εσπευσμένη θεραπεία-σοκ των ιδιωτικοποιήσεων των Γιέλτσιν- Γκαϊντάρ που στην ουσία είναι άναρχη και άτακτη καταλήστευση των λαϊκών αγαθών. Μετά την «εκτέλεση» του ρωσικού κοινοβουλίου με κανόνια τον Οκτώβρη του 1993, το χρηματιστικό - μονοπωλιακό κεφάλαιο με τις ιμπεριαλιστικές του τάσεις πέρασε στην αντεπίθεση, σε συνθήκες εξαρθρωμένης οικονομίας και χρηματιστικού συστήματος. Εκφραστές των πολιτικών του συμφερόντων είναι τώρα ο Γιέλτσιν και ο Τσερνομίρτιν. Δεν αποκλείεται το κρατικομονοπωλιακό κεφάλαιο, ερχόμενο στην εξουσία, να προσπαθήσει να περισώσει την εξουσία του μέσω της πολιτικής καταπίεσης, της αντίδρασης και του φασισμού. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε!
Η τραγικότητα της σύγχρονης κατάστασης έγκειται στο ότι ο κύριος και μόνιμος αντίπαλος της καπιταλιστικής εξουσίας στη Ρωσία, η εργατική τάξη, προδομένη και πουλημένη από τους οπορτουνιστές του χρουτσιοφο-μπρεζνιεφικού ΚΚΣΕ, σήμερα είναι σε σημαντικό βαθμό αποδιοργανωμένη και αποπροσανατολισμένη. Δεν συνειδητοποίησε εντελώς την πολιτική και ταξική της σημασία και τον ιστορικό της προορισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργάτες διακηρύσσουν μόνο, προς το παρόν, τα οικονομικά τους αιτήματα, διαμαρτυρόμενοι ενάντια στη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση.
Μόνο τα ΚΚ τα οποία στηρίζονται γερά στις μαρξιστικές - λενινιστικές θέσεις και στη μπολσεβίκικη πλατφόρμα μπορούν να οργανώσουν την πάλη της εργατικής τάξης για τα δικαιώματά της και να βοηθήσουν την επιστροφή της χαμένης εξουσίας. Ενα από τα κύρια ιδεολογικο-πολιτικά καθήκοντα του ΠΠΚ (μπ) είναι η μπολσεβικοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος στην περιοχή της ΕΣΣΔ. Οι νόμοι της κοινωνικής εξέλιξης δούλευαν και δουλεύουν για το σοσιαλισμό. Είμαστε πεισμένοι ότι δεν θα αργήσει ο καιρός που η εργατική τάξη και τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμματά της θα ηγηθούν στην πάλη των εργαζομένων για την αναγέννηση της ΕΣΣΔ.

ΑΛΒΑΝΙΑ: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ


ΑΛΒΑΝΙΑ: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
του Μίτια Φιλδισάκου  

Η Αλβανία είναι το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της περιπετειώδους ιστορικής διαδρομής που έζησαν οι Βαλκανικοί λαοί για να μπορέσουν να αποκτήσουν μια διαρκώς επισφαλή ελευθερία και μια συνεχώς αμφισβητούμενη ανεξαρτησία.
Στην περίπτωση της Αλβανίας έχουμε εξόφθαλμο και απροκάλυπτο το ρόλο που έπαιξαν οι εσωτερικές συγκρούσεις και οι επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που προκαλούσε η ιθύνουσα τάξη και οι οποίες έφθαναν από τον απόλυτο έλεγχο της εθνικής ζωής μέχρι την εδαφική κατοχή. Είναι συγχρόνως ένα ζωντανό δίδαγμα που αποδεικνύει πόσο ακριβά πληρώνονται οι αντιμαχόμενες εδαφικές διεκδικήσεις και η προσφυγή στις μεγάλες δυνάμεις για την επίλυσή τους, που τελικά οδηγεί στη συνεχή εκκρεμότητα των διαφορών σε βάρος των λαών, στο «διαίρει και βασίλευε» των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στην παγίδευση των ασθενεστέρων κρατών στα συμφέροντα, τα σχέδια και την επικυριαρχία των πρώτων. Το παράδειγμα της Αλβανίας και χθες και σήμερα διδάσκει.
Η Αλβανία είναι το τελευταίο Βαλκανικό κράτος που αποκτά την ανεξαρτησία του. Είναι η περίοδος των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913. Στην εθνοσυνέλευση του Αυλώνα - 28 του Νοέμβρη 1912 - ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλάνα - ο ισχυρός ηγέτης του εθνικού αγώνα εκείνης της περιόδου υψώνει τη σημαία του Σκεντέρ-μπεη και κηρύσσει την αλβανική ανεξαρτησία. Στην εξέλιξη αυτή οδήγησε η νικηφόρα εξέγερση των Αλβανών πατριωτών τον Ιούλη του 1912. Εκείνη την ιστορική στιγμή η Αλβανία βρισκόταν σε μια περίπλοκη εσωτερική κατάσταση. Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να κατέχουν αλβανικά εδάφη. Τα στρατεύματα της Βαλκανικής συμμαχίας - Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου - έμπαιναν μέσα στη χώρα πολεμώντας τους Τούρκους. Οι Αλβανοί ένιωσαν την ανάγκη να δράσουν.
Συνεργασία με τους Τούρκους σήμαινε βοήθεια στην Τουρκία να παρατείνει την κατοχή της. Συνεργασία με τις χώρες της Βαλκανικής συμμαχίας ερχόταν σε αντίθεση με τις διεκδικήσεις τους για εδάφη που οι Αλβανοί θεωρούσαν δικά τους. Δεν υπήρχε Αλβανικό κράτος για να χειριστεί το μεγάλο αυτό πρόβλημα. Αποτέλεσμα: Γινόταν αγώνας δρόμου μεταξύ Τούρκων, Αλβανών και βαλκανικών γειτόνων, ποιός θα καταλάβει πρώτος και θα κρατήσει τα διεκδικούμενα εδάφη.
Ποιά ήταν τα αίτια που προκάλεσαν την καθυστέρηση αυτή της Αλβανίας να εμφανιστεί ως κράτος;
Η κύρια αιτία ήταν η αναχρονιστική παρουσία του φεουδαρχικού συστήματος που δημιουργούσε ενα βαθύ και αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της προνομιούχας τάξης και ενός πάμπτωχου λαού που τον αποτελούσαν αποκλειστικά, σχεδόν, γεωργικοί και κτηνοτροφικοί πληθυσμοί.
Συγχρόνως επικρατούσε διαίρεση και ανάμεσα στους φεουδάρχες, ενώ παράλληλα έπαιζε βλαβερό ρόλο η θρησκευτική τριχοτόμηση - ορθόδοξοι, καθολικοί, μουσουλμάνοι. Πρέπει να προσθέσουμε και δύο άλλα σοβαρά στοιχεία: Την καθυστέρηση στην εμφάνιση και ανάπτυξη της αστικής τάξης, με τις ιστορικές επιπτώσεις του ρόλου της και τέλος το γεγονός ότι έλειπε από το πλευρό των Αλβανών η παρουσία της Ρωσίας που υπήρξε καταλυτική στις περιπτώσεις της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, γιατί η ρωσική πολιτική έριχνε το βάρος της στην κάθοδο προς τη Μεσόγειο. Από τα στοιχεία αυτά επωφελείτο, φυσικά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την κατά καιρούς συνεργασία των Αλβανών τσιφλικάδων. Ομως, ο αλβανικός λαός διεξήγαγε σκληρούς αγώνες εναντίον του κατακτητή.
Οι Αλβανοί ονομάζουν την πατρίδα τους Σκιπετάρια - που σημαίνει Χώρα των Αετών. Και είναι πραγματικά ένας λαός ρωμαλέος και ανυπότακτος. «Ας μη σκεφθεί κανείς πως η Αλβανία έπεσε. Θάρθει και πάλι η άνοιξη για να μας ξαναφέρει στα βουνά» λέει ο στίχος του Χηλή Χοσή, του αγωνιστή ποιητή. Από το 1833 ως το 1912 έχουμε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις με κορυφαίο το επαναστατικό ξεσήκωμα του 1847 που τελικά ηττήθηκε στις πόλεις, αλλά συνεχίστηκε στα αλβανικά βουνά. Φυσικά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τον παλαιότερο θρυλικό αγώνα του Σκεντέρμπεη, που η σημασία του ξεπέρασε τα όρια της Αλβανίας και είχε συνέπειες στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στην περίοδο αυτή που είναι έξω από τα πλαίσια του θέματός μας. Θα αναφέρουμε, όμως, κλείνοντας, τα λόγια του Ελληνα ιστορικού Κ. Αμαντου που γράφει χαρακτηριστικά: «Ολίγοι λαοί επολέμησαν εξ ίσου γενναίως και πεισματωδώς κατά των Τούρκων όσον οι Αλβανοί. Ιδία ο αγών των Καστριωτών (σημ. Μ. Φ.: Η ιστορική οικογένεια του Σκεντέρμπεη  - Γεωργίου Καστριώτη) έμελλε να δημιουργήσει εθνικήν συνείδησιν και να καταστήση ένδοξον το αλβανικόν έπος εν τη Ιστορία».
Οπως αναφέραμε, στο Εθνικό Συνέδριο του Αυλώνα, το Νοέμβρη του 1912, κηρύχθηκε η αλβανική ανεξαρτησία. Στις 28/11/1912 ο Ισμαήλ Κεμάλ με τηλεγράφημά του στις μεγάλες δυνάμεις και τα βαλκανικά κράτη ανακοινώνει την απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου. Οι μεγάλες δυνάμεις επί εβδομάδες δεν απαντούν ενώ τα στρατεύματα των χωρών της βαλκανικής συμμαχίας συνεχίζουν την προέλασή τους στο εσωτερικό της Αλβανίας. Μετά την ανακωχή Βαλκανικής Συμμαχίας-Τουρκίας (4/12/1912), συνήλθε στο Λονδίνο η Διάσκεψη των πρεσβευτών των έξη μεγάλων δυνάμεων, υπό την προεδρία του Αγγλου υπουργού των εξωτερικών, για να ασχοληθεί με τα βαλκανικά θέματα μεταξύ των οποίων και το αλβανικό. Για την Αλβανία αποφασίστηκε να κηρυχθεί αυτόνομο κράτος υπό την εγγύηση και τον έλεγχο των έξη δυνάμεων. Οσο για τα σύνορά της με την Ελλάδα, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο θα αποφάσιζαν αργότερα από κοινού οι έξη μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστροουγγαρία, Γερμανία και Ιταλία). Η απόφαση αυτή, που δεν αναγνώριζε εθνική ανεξαρτησία στη χώρα, τραυμάτισε τα αισθήματα του αλβανικού λαού, ενώ συγχρόνως ο καθορισμός των συνόρων έμενε ανοικτός στις συγκρούσεις και τις αναμετρήσεις συμφερόντων μεταξύ των έξη μεγάλων δυνάμεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πρόβλημα των συνόρων επεδείκνυε η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία, αλλά επίσης και η Ρωσία και η Γαλλία. Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία (που τότε τα όριά της έφθαναν μέχρι την Αδριατική) προτιμούσαν μια ανεξάρτητη Αλβανία όπου η κάθε μια από αυτές θα επεδίωκε για τον εαυτό της αποκλειστική επιρροή. Δεν ήθελαν απέναντι από τις ακτές τους Βαλκανικές χώρες όπως η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο από τις οποίες, η μεν πρώτη βρισκόταν υπό αγγλική και, εν μέρει γαλλική επιρροή, ενώ οι δύο άλλες βρίσκονταν κάτω από την επιρροή, κυρίως, της Ρωσίας. Η Ιταλία, επιπλέον, απέβλεπε στην Αλβανία ως προγεφύρωμα της επεκτατικής πολιτικής της στα Βαλκάνια, ενώ η Αυστροουγγαρία ήθελε το δρόμο της προς τη Μεσόγειο ανεμπόδιστο από τη Σερβία.
Μετά την απόφαση της Διάσκεψης των Πρεσβευτών η εσωτερική κατάσταση της Αλβανίας συνέχισε να είναι ανώμαλη. Τα ξένα στρατεύματα παρέμεναν μέσα στη χώρα. Μετά τα επανειλημμένα διαβήματα της αλβανικής κυβέρνησης του Κεμάλ προς τη Διάσκεψη των Πρεσβευτών, αλλά προπαντός με την επίμονη αυστριακή και ιταλική πίεση, η Διάσκεψη αποφασίζει επιτέλους, στις 29 Ιουλίου 1913, να αναγνωρίσει την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος υπό τον δεκαετή έλεγχο και την εγγύηση των έξη μεγάλων δυνάμεων που θα ασκούσε επταμελής επιτροπή (έξη εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων και ένας Αλβανός). Ο έλεγχος θα ήταν ασφυκτικός και θα αφορούσε τη δημόσια διοίκηση, τον κρατικό προϋπολογισμό και την οργάνωση της χωροφυλακής από ολλανδική αποστολή. Ετσι, η Αλβανία απέκτησε μια πλασματική, κηδεμονευομένη ανεξαρτησία.
Η κυβέρνηση καταπιάστηκε τότε με τα εσωτερικά προβλήματα. Στόχος της να δημιουργήσει κράτος, νέα νομοθεσία και να οδηγήσει σε μετεξέλιξη το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα προς δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Η πολιτική αυτή προκαλεί την αποχώρηση των εκπροσώπων των τσιφλικάδων από την κυβέρνηση. Αυτοί αποτείνονται τότε στον ηγέτη τους Εσάντ Τοπτάνη και σχηματίζουν δεύτερη κυβέρνηση στο Δυρράχιο, με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης του Αυλώνα. Ο διχασμός αυτός υποβοηθεί την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία να απαιτήσουν και να αποκτήσουν από την κυβέρνηση του Κεμάλ την παραχώρηση νέων οικονομικών και πολιτικών προνομίων. Η Ρωσία και η Γαλλία αντιθέτως ενισχύουν υπογείως τον Εσάντ Τοπτάνη, έτοιμο για κάθε υποχώρηση προκειμένου να εξασφαλίσει την εξουσία και το παλιό κοινωνικό σύστημα.
Στην περίοδο που περιγράφουμε αξίζει να σημειώσουμε μια εξέλιξη στις σχέσεις Αλβανίας-Τουρκίας. Η Τουρκία, διαπιστώνοντας ότι η ύπαρξη αλβανικού κράτους αποτελεί πλέον τετελεσμένο γεγονός, αποφασίζει ρεαλιστικά να το πλησιάσει. Στόχος της να το αξιοποιήσει σαν αντίβαρο στην αναπτυσσόμενη ισχύ δύο δεδηλωμένων εχθρών της - της Ελλάδας και της Σερβίας - εκμεταλλευόμενη τις εδαφικές τους διαφορές. Στην επιδίωξη αυτή ανταποκρίθηκε ο Ισμαήλ Κεμάλ. Ο ελιγμός, όμως, αυτός αποκαλύφθηκε, η κυβέρνηση Κεμάλ ανετράπη και τη διακυβέρνηση ανέλαβε η διεθνής επιτροπή ελέγχου των έξι πρεσβευτών, στις 22 Ιουνίου 1914, η οποία επέβαλε και στον Εσάντ πασά και την κυβέρνηση του Δυρραχίου να παραιτηθεί και αυτή. Οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να τοποθετήσουν επικεφαλής του νέου κράτους έναν εστεμμένο τοποτηρητή τους. Επιλέγεται (η προσπάθεια ήδη είχε ξεκινήσει νωρίτερα) με κοινή ιταλο-αυστριακή πρωτοβουλία ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βηντ, συνταγματάρχης του γερμανικού στρατού, ο οποίος φθάνει στο Δυρράχιο που ορίζεται πρωτεύουσα της Αλβανίας και σχηματίζει κυβέρνηση φεουδαρχών. Πρωθυπουργός τοποθετείται ένας πρώην υπουργός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας - ο Τουρχάν πασά Μερμετή - και ισχυρός ανήρ της κυβέρνησης, υπουργός εσωτερικών και στρατιωτικών, ο πρώην πρωθυπουργός της κυβέρνησης Δυρραχίου, Εσάντ πασά Τεπερλή. Τη χώρα ουσιαστικά κυβερνά η διεθνής επιτροπή των έξη μεγάλων δυνάμεων με τα αντιμαχόμενα και διαπλεκόμενα συμφέροντά τους και τοποτηρητή τους το βασιλέα Γουλιέλμο Βηντ. Η βασιλεία του Βηντ, όμως, δε διήρκεσε πολύ.
Η εξέγερση των χωρικών στην κεντρική Αλβανία, η παρουσία ελληνικού στρατού στη Β. Ηπειρο και σερβικού στη Β. Αλβανία, η ανυπαρξία ουσιαστικής εξωτερικής βοήθειας στον ηγεμόνα, τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει το αλβανικό έδαφος - αυτή τη φορά με ιταλικό σκάφος - στις 8 Σεπτεμβρίου 1914.
Εν τω μεταξύ ο Α' παγκόσμιος πόλεμος που ξέσπασε βρίσκει την Αλβανία με μια κυβέρνηση περιορισμένης εδαφικής εξουσίας, με την παρουσία ξένων στρατευμάτων και με τα σύνορά της ακόμη ακαθόριστα. Αποφασιστικό γεγονός για τις εξελίξεις στη χώρα αυτή υπήρξε η απομάκρυνση της Ιταλίας από την Τριπλή Συμμαχία και η προσχώρησή της στην Αντάντ. Τότε, μαζί με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, υπογράφεται κοινή, μυστική συμφωνία στο Λονδίνο, στις 26 Απριλίου 1915, με την οποία η Ιταλία αποκτά τον Αυλώνα με την περιφέρειά του και τη νήσο Σάσωνα, η Ελλάδα ικανοποιείται στις διεκδικήσεις της στη Β. Ηπειρο, καθώς, επίσης η Σερβία και το Μαυροβούνιο στη Β. Αλβανία η οποία ανακηρύσσεται αυτόνομη, ουδέτερη πολιτεία, αντιπροσωπευόμενη διεθνώς από την Ιταλία, με πρωτεύουσα το Δυρράχιο. Τον πόλεμο τον κερδίζουν, όπως είναι γνωστό, οι δυνάμεις της Αντάντ.
Στη θέση όμως της τσαρικής Ρωσίας βρίσκεται τώρα η Σοβιετική Ρωσία, όπου έχει επικρατήσει η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση η οποία έχει διακηρύξει ότι καταγγέλλει όλες τις μυστικές συμφωνίες που υπέγραψε το προηγούμενο καθεστώς. Σε αυτές περιλαμβάνεται φυσικά και το μυστικό σύμφωνο του Λονδίνου. Το γεγονός αυτό αναταράζει τα πνεύματα στην Αλβανία όπου οι Αλβανοί πατριώτες αποφασίζουν τη σύγκληση ενός εθνικού συνεδρίου για την εκλογή νέας κυβέρνησης. Η απόφαση αυτή δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί. Η παρουσία των ιταλικών στρατευμάτων, αλλά και των γαλλικών που κατείχαν τη Σκόδρα και την Κορυτσά, το απαγόρευε. Τελικά η Ιταλία επέτρεψε τη σύγκλησή του στο Δυρράχιο με τον όρο να μην εκλέξει κυβέρνηση αλλά μόνο μια εθνική επιτροπή, όρο που δεν τήρησε το συνέδριο και προχώρησε στην εκλογή κυβέρνησης.
Στο Παρίσι συνέρχεται η Διάσκεψη Ειρήνης τον Γενάρη του 1919 που καταπιάνεται και με το θέμα της Αλβανίας. Εκεί η Ιταλία ζητά να προσαρτήσει τον Αυλώνα και τη νήσο Σάσωνα και να της ανατεθεί η αποκλειστική εντολή σε όλη την Αλβανία χωρίς καμμιά παραχώρηση σε Ελλάδα και Σερβία. Η Ελλάδα ζητά την περιοχή της Κορυτσάς και Αργυροκάστρου. Η Σερβία ζητά να γίνει η Αλβανία ανεξάρτητη ή να διανεμηθεί μεταξύ των τριών κρατών. Η Ιταλία διαπιστώνοντας αυτό το αδιέξοδο έρχεται σε συνεννόηση με την Ελλάδα και στις 29 Ιουλίου 1919 υπογράφεται η μυστική συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι, που προέβλεπε την αμοιβαία συμπαράσταση μεταξύ των δύο κρατών στην ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας αυτής, η Ιταλία επέτρεψε στην κυβέρνηση του Δυρραχίου να ασκεί εκτελεστική εξουσία υπό τον έλεγχο των ιταλικών πολιτικών αρχών.
Οι ζυμώσεις μεταξύ των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οι διακυμάνσεις των διαπραγματεύσεών τους καταλήγουν στο «μεμοράντουμ» της 9ης Νοεμβρίου 1919, με το οποίο Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ κάνουν δεκτές τις ιταλικές απαιτήσεις, στην Ελλάδα δίνεται το Αργυρόκαστρο (για την Κορυτσά θα αποφασιζόταν αργότερα) και στο βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων - όπως προέκυψε μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο - παρέχεται το δικαίωμα χάραξης σιδηροδρομικής γραμμής μέσα από τη Β. Αλβανία μέχρι τις ακτές της Αδριατικής.
Το μεμοράντουμ εξεγείρει τους Αλβανούς πατριώτες που συγκαλούν με εκλεγμένους αντιπροσώπους το Συνέδριο της Λιούσιας, που συνέρχεται στις 28-31 Ιανουαρίου 1920. Το συνέδριο αυτό ανατρέπει την κυβέρνηση του Δυρραχίου, ορίζει νέα κυβέρνηση, συντάσσει προσωρινό σύνταγμα που προβλέπει Εθνικό Συμβούλιο με 37 μέλη για την άσκηση νομοθετικής εξουσίας. Οσο για τη μορφή του πολιτεύματος, προβλέπει ως ανώτατη αρχή 4μελές Ανώτατο Συμβούλιο. Η κυβέρνηση του Δυρραχίου διαλύεται και η νέα κυβέρνηση με το εθνικό συμβούλιο εγκαταλείπουν το Δυρράχιο και εγκαθίστανται στα Τίρανα, που ορίζονται προσωρινή πρωτεύουσα της Αλβανίας.
Η κυβέρνηση των Τιράνων απαιτεί την αποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία για να αποφύγουν συγκρούσεις με τον πληθυσμό, απομακρύνονται σιγά-σιγά και συγκεντρώνονται στον Αυλώνα, διατηρώντας όμως επαφή με την οργάνωση των οπαδών του Εσάντ πασά Τοπτάνη στα Τίρανα. Προετοιμάζεται πλέον ένοπλη εξέγερση από τους Αλβανούς με διπλό στόχο: Την απομάκρυνση των Ιταλών από τον Αυλώνα και τη διάλυση της οργάνωσης των οπαδών του Εσάντ πασά. Το σύνθημα της εξέγερσης δίνεται στις 20 Μαΐου 1920.
Στις 5 Ιουνίου έχει αναπτυχθεί η επαναστατική επίθεση με νικηφόρα κατάληξη. Στην επιτυχία της συνετέλεσε αποφασιστικά η στάση της διεθνούς κοινής γνώμης αλλά και του ιταλικού προλεταριάτου. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας απαίτησε την αποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων από την Αλβανία ενώ τα συντάγματα που επρόκειτο να αναχωρήσουν για το Αυλώνα εστασίασαν. Ο ίδιος ο ιταλικός λαός, δηλαδή, αποδοκίμαζε δυναμικά την ιμπεριαλιστική πολιτική της κυβέρνησής του. Ετσι, καταλήγουμε στο ιταλοαλβανικό πρωτόκολλο Τιράνων, με το οποίο αναγνωρίζεται η αλβανική ανεξαρτησία, η Ιταλία αποσύρει τα στρατεύματά της διατηρώντας μόνο δυνάμεις στη νήσο Σάνωνα. Τελικά, η Αλβανία με εισήγηση της Αγγλίας γίνεται μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) στις 17 Δεκεμβρίου 1920. Είναι, τώρα, πλέον κράτος, τυπικά, τουλάχιστον, ανεξάρτητο.
Η αλβανική κυβέρνηση έχει μπροστά της δύο μεγάλα προβλήματα: Την εσωτερική οργάνωση του κράτους - δημιουργία κρατικής μηχανής, και ριζικά οικονομικά μέτρα για την καθυστερημένη αγροτική οικονομία και για το τεράστιο παθητικό στο ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων προσκρούει στις αντιθέσεις μεταξύ των μεγαλογαιοκτημόνων από τη μια, της φτωχής αγροτιάς και της νεαρής εργατικής τάξης καθώς και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων τροφοδοτεί νέες εξωτερικές επεμβάσεις με διαφορετικές μεθόδους και μορφές. Οι ξένοι επιδιώκουν το σχηματισμό κυβερνήσεων ευνοϊκών για τα συμφέροντά τους και πιέζουν με πολιτικά και οικονομικά μέσα και με τις ανάλογες απειλές για κάθε μορφής παραχωρήσεις στον οικονομικό τομέα.
Το πρώτο μέτρο της κυβέρνησης είναι η προκήρυξη εκλογών που διεξήχθησαν στις 5 Απριλίου 1921 με εκλογικό νόμο που ευνοεί τους γαιοκτήμονες. Η νέα κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές θέλησε να πετύχει την τελική, οριστική ρύθμιση των συνόρων. Η ΚτΕ στην οποία προσέφυγε, παρέπεμψε την υπόθεση στη Συνδιάσκεψη των Πρεσβευτών στο Παρίσι, όπου συμμετείχαν Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ιαπωνία.
Στις 9 Νοεμβρίου 1921 η Συνδιάσκεψη κατέληξε στην ικανοποίηση των σερβικών απαιτήσεων στη Β. Αλβανία, τη μη ρύθμιση των ελληνικών αιτημάτων ενώ στην Ιταλία έδωσε το δικαίωμα προστασίας της πολιτικής και κοινωνικής ανεξαρτησίας της Αλβανίας σε περίπτωση που θα κινδύνευε από τρίτη δύναμη. Η απόφαση αυτή των πρεσβευτών εγκρίθηκε και από την ΚτΕ.
Στην περίοδο που αρχίζει από το 1920 για να λήξει το Πάσχα του 1939, με την ολοκληρωτική στρατιωτική κατάληψη της Αλβανίας, σημειώνονται αλλεπάλληλες πολιτικές μεταβολές. Πρέπει να επισημάνουμε ότι μέσα από αντιδραστικές καταστάσεις και διαλείμματα προοδευτικών αστικο-δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, στρώνεται ο δρόμος για την επιβολή τελικά, ενός καθεστώτος που κυριαρχεί στη χώρα, ως την ιταλική κατοχή του 1939. Πρόκειται για το καθεστώς του Αχμέτ Ζόγου. Πριν, όμως, ασχοληθούμε με το καθεστώς αυτό αξίζει να αναφερθούμε σε μια σύντομη φάση - πρόκειται για τη διακυβέρνηση της χώρας με πρωθυπουργό τον Φαν Νόλη. Ο πολιτικός αυτός είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Ορθόδοξος στο θρήσκευμα, με προοδευτικές ιδέες, είχε μια πολυτάραχη ζωή. Για ένα διάστημα μάλιστα, φοίτησε στο πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μη έχοντας τα οικονομικά μέσα να συνεχίσει τις σπουδές του, εργάστηκε στην Ελλάδα για την επιβίωσή του. Αργότερα, πήγε στην Αμερική όπου ανέπτυξε πολιτική δράση με το αλβανικό στοιχείο. Υπήρξε δραστήριος, μαχητικός με επαναστατικό χαρακτήρα. Στην Αμερική χειροτονήθηκε κληρικός από την ορθόδοξη ρωσική εκκλησία και όταν αργότερα γύρισε στην Αλβανία, χωρίς να εγκαταλείψει την πολιτική αγωνιστική του δράση, έφτασε να χειροτονηθεί επίσκοπος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Φαν Νόλη έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην εισδοχή της Αλβανίας στην ΚτΕ, και έγινε υπουργός εξωτερικών του Αχμετ Ζόγου, τον οποίο, όμως, ανέτρεψε τον Ιούνιο του 1924, για να αναλάβει ο ίδιος τη διακυβέρνηση της χώρας. Επεδίωξε να αποσπάσει την Αλβανία από το φεουδαρχικό σύστημα και να την οδηγήσει στο δρόμο της αστικής συγκρότησης. Μέσα σε τρεις μέρες ανακοινώνει το πρόγραμμά του, που συνοψίζεται στις εξής βασικές επιδιώξεις: Ξερίζωμα της φεουδαρχίας, οικονομική απελευθέρωση των αγροτών, ισότητα όλων απέναντι στο νόμο. Προγραμματίζει την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, τη μεταβολή του φορολογικού συστήματος, την ανάπτυξη της παιδείας και άλλα ανάλογα μέτρα. Ενα από τα πρώτα νομοθετήματά του είναι η καθιέρωση της ελευθερίας του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και του συνεταιρίζεσθαι. Το υπουργείο γεωργίας προχωρεί στη λήψη των πρώτων μέτρων για την απόκτηση κλήρου από τους ακτήμονες αγρότες.
Συγχρόνως, εγκαινιάζει μια πολιτική εξομάλυνσης των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες. Στην προσπάθεια εφαρμογής αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση του Φαν Νόλη αντιμετωπίζει και εσωκυβερνητικά προβλήματα και ισχυρές αντιπολιτευτικές αντιδράσεις. Στις κυβερνητικές τάξεις υπήρχαν και συντηρητικά στοιχεία που τα κίνητρά τους ήταν περισσότερο προσωπικά εναντίον του Ζόγου παρά ιδεολογικά. Τους ενδιέφερε η ανατροπή της πολιτικής του και αντιδρούσαν στα ριζοσπαστικά σχέδια του Φαν Νόλη. Τάχθηκαν κατά της απαλλοτρίωσης.
Τη διαμάχη αυτή επέτεινε ο ανταγωνισμός ξένων συμφερόντων για την απόκτηση οικονομικών προνομίων, και η αφορμή για τη σύγκρουση δόθηκε όταν η κυβέρνηση, για να προχωρήσει σε παραγωγικά έργα, κατέφυγε στην ΚτΕ με το αίτημα διευκόλυνσης για τη σύναψη δανείου. Το αίτημα απορρίφθηκε με το δικαιολογητικό ότι η κυβέρνηση Φαν Νόλη είχε προκύψει από επανάσταση και δεν ήταν κυβέρνηση κοινοβουλευτική. Τότε ο Φαν Νόλη επεζήτησε ανάπτυξη σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση η οποία έστειλε εμπορική αποστολή στα Τίρανα. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση των δυτικών δυνάμεων και η Αγγλία, η οποία επιζητούσε τη μονοπωλιακή παραχώρηση της εκμετάλλευσης των αλβανικών πετρελαίων στην Αγγλο Πέρσιαν (εταιρία βρετανικών συμφερόντων) εστράφη προς τον Αχμετ Ζόγου, τον οποίο εξόπλισε και ενίσχυσε για να εισβάλει από τη Σερβία όπου είχε καταφύγει και να καταλάβει την εξουσία στις 24 Δεκεμβρίου 1924, ενώ ο Φαν Νόλη κατέφευγε στο εξωτερικό.
Ο Αχμετ Ζόγουκυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Αλβανίας επί μία εικοσαετία. Ανηψιός του μεγαλοτσιφλικά Εσάντ πασά, στην αρχή συντελεί αποφασιστικά στην κατάπνιξη αντιδραστικών κινημάτων δίνοντας την εικόνα αστικο-δημοκράτη. Σε διάφορες κυβερνήσεις που επακολούθησαν είναι η φαιά προσωπικότητα που εμφανιζόμενος σε δεύτερο ρόλο συγκεντρώνει στην ουσία όλη την εξουσία στα χέρια του. Η μεγάλη στιγμή γι' αυτόν είναι η ανατροπή του Φαν Νόλη και η δική του άνοδος στην πρωθυπουργία. Δεν θα περιοριστεί όμως στη θέση αυτή. Θα μεθοδεύσει έτσι τα πράγματα ώστε να αναδειχθεί σε δεύτερη φάση πρόεδρος της δημοκρατίας και να αυτοανακηρυχθεί, τέλος, βασιλιάς της Αλβανίας.
Αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία ο Ζόγου κράτησε συγχρόνως και το υπουργείο εξωτερικών και την αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων, κατέλυσε τα ατομικά δικαιώματα και έστειλε στις φυλακές και στην εξορία πλήθος πολιτών. Συγκαλεί τη συντακτική βουλή που είχε διαλυθεί στο τέλος του 1923 και μεθοδεύει να ανακηρυχθεί πρόεδρος της δημοκρατίας. Φυσικά, κυβερνά με απεριόριστες εξουσίες συμμαχώντας με τα συντηρητικότερα στοιχεία της χώρας. Κρατά πολιτική «ανοικτών θυρών», ώστε όλα τα ξένα κεφαλαιοκρατικά συγκροτήματα να μπορούν να αποσπούν τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση όσων πλουτοπαραγωγικών πηγών διαθέτει η χώρα, όπως, επίσης και της αγροτικής οικονομίας.
Ο στενός σύνδεσμος Ζόγου και Γιουγκοσλαβίας προκαλεί την έντονη ανησυχία της Ιταλίας που, αντιδρώντας, προσφέρει άφθονη οικονομική και πολιτική βοήθεια για να τον αποσπάσει από τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και από τη Γαλλία που βρίσκεται πίσω από αυτήν. Την Ιταλική προσπάθεια υποβοηθεί η Αγγλία για να επιτύχει την εξισορρόπηση Ιταλίας-Γαλλίας στην περιοχή και να παίζει αυτή το ρόλο του επιδιαιτητή.
Ο Ζόγου αποσπάται πρόθυμα από τον γιουγκοσλαβικό εναγκαλισμό που ήταν, άλλωστε, αντιπαθής στο λαό, λόγω της γιουγκοσλαβικής κατοχής του Κοσσυφοπεδίου.
Πρώτη συνέπεια της νέας αλβανοϊταλικής προσέγγισης ήταν η ίδρυση Εθνικής Τράπεζας της Αλβανίας με ιταλικά κεφάλαια, στην οποία η πλειοψηφία των μετοχών θα ανήκε σε ομίλους ιταλών μετόχων. Την ίδια εποχή η αλβανική κυβέρνηση συνομολογεί με όμιλο ιταλών κεφαλαιούχων τη σύναψη δανείου 70,5 εκατ. χρυσών φράγκων παρέχοντας ως εγγύηση τους τελωνιακούς δασμούς και τα έσοδα των κρατικών μονοπωλίων επί σαράντα χρόνια.
Καρπός των οικονομικών συμφωνιών ήταν οι δύο πολιτικές Συμφωνίες Τιράνων - η πρώτη το Νοέμβριο του 1926 και η δεύτερη πάλι το Νοέμβριο του 1927. Οι δύο αυτές συμφωνίες ήταν η επικύρωση της ουσιαστικής υποταγής των Τιράνων στη Ρώμη. Η εξέλιξη αυτή, η τόσο ικανοποιητική για τις φασιστικές ιταλικές επιδιώξεις - γιατί διευκόλυνε τη διείσδυση της Ιταλίας στη Βαλκανική - με όλες τις μετέπειτα βαρύτατες συνέπειες, ως τις 28 Οκτωβρίου 1940, υποβοηθήθηκε σημαντικά από την πολιτική του Φόρεϊν Οφφις που επεδίωκε το δελεασμό και την προσέλκυση του Μουσολίνι, για να παίζει ρυθμιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Η ανοδική πορεία του Αχμετ Ζόγου κορυφώνεται με την απόφασή του να ανακηρυχθεί βασιλιάς της Αλβανίας. Στην επιχείρησή του αυτή είχε την κάλυψη της Ιταλίας, αλλά και η Αγγλία δεν τον αποθάρρυνε. Με σειρά δολοφονιών εξουδετέρωσε τους προσωπικούς του αντιπάλους και εδραίωσε την εξουσία του. Για λόγους σκοπιμότητας, συνοδεύει την άνοδό του στο θρόνο με την εξαγγελία ριζοσπαστικών, προοδευτικών μεταρρυθμίσεων που η υλοποίησή τους μπορούσε να αλλάξει τη μορφή της Αλβανίας. Σύνταξη νέων κωδίκων - αστικού, ποινικού, εμπορικού, με δυτικά πρότυπα, τελωνειακή μεταρρύθμιση, αγροτική μεταρρύθμιση και άλλα παρόμοια. Ολα αυτά όμως, έμειναν στα χαρτιά για να καταλήξουν πολύ σύντομα στα αρχεία του κράτους. Αρκεί να σημειώσουμε ότι το ποσοστό των απαλλοτριώσεων δεν έφτασε ούτε το 10%.
Η κοινωνική πραγματικότητα εξελίχθηκε τελείως διαφορετικά από τις εξαγγελίες. Οι συνθήκες της αγοράς, οι συνθήκες εργασίας, το βιοτικό επίπεδο γενικά, οδήγησαν στην ανάπτυξη ζωηρών λαϊκών αγώνων. Ξεσπάει ένα κύμα μαζικών απεργιών και εμφανίζονται οι πρώτοι κομμουνιστικοί πυρήνες. Στην Κορυτσά το 1931 εκδηλώνεται η παράνομη δράση του πρώτου πυρήνα. Ακολουθούν σε ένα χρόνο τα Τίρανα, ο Αυλώνας, το Ελμπασάν και άλλες πόλεις.
Παράλληλα αναπτύσσουν παράνομη δραστηριότητα και αστικές οργανώσεις - με πρώτη εμφάνιση στην Κορυτσά το 1930, που βρίσκονται σε επαφή με οργανώσεις του εξωτερικού και στηρίζουν τη δράση τους, κυρίως, σε εξωτερική βοήθεια.
Η πορεία της Αλβανίας - όπως άλλωστε και των άλλων Βαλκανικών κρατών - εξελίσσεται μέσα στα γενικότερα ευρωπαϊκά πλαίσια. Το 1929 ξεσπάει η διεθνής καπιταλιστική οικονομική κρίση, ενώ έχει αρχίσει και η άνοδος του φασισμού που θα κορυφωθεί το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης θα βρουν την Αλβανία λίγο αργότερα και θα οδηγήσουν στην πτώση της αγοραστικής ικανότητας, στο παθητικό του ισοζυγίου πληρωμών και σε όλες τις άλλες οικονομικές επιπτώσεις. Ο βαρύς δανεισμός από την Ιταλία και η αδυναμία της Αλβανίας να εξυπηρετήσει το εξωτερικό της χρέος έδωσε την ευκαιρία στο Μουσολίνι να απαιτήσει την τελωνειακή ένωση των δύο χωρών που οι συνέπειές της θα ήταν να πλημμυρίσει η Αλβανία με ιταλικά αγαθά, να χρεοκοπήσουν οι Αλβανοί μικροεπιχειρηματίες. Ο Ζόγου αντιμετωπίζοντας και την ιταλική, αλλά και τη λαϊκή πίεση, αποπειράθηκε να αντιδράσει. Κρατικοποίησε τις ιταλικές επαγγελματικές σχολές, με συνέπεια ο Μουσολίνι να αρνηθεί πιστώσεις για το έτος 1933.
Ο Ζόγου ανταπαντά με μέτρα εναντίον των καθολικών σχολείων που καθοδηγούνται από τη Ρώμη και με τη μη ανανέωση της πολυμελούς στρατιωτικής αποστολής στα Τίρανα. Η αντίδραση όμως του Ζόγου ήρθε πολύ αργά. Η διακοπή των ιταλικών πιστώσεων ήταν καταστρεπτική για την Αλβανία όπου σταμάτησαν, πλέον, τα δημόσια έργα και αυξήθηκε η ανεργία. Δε μπορούσαν να πληρώσουν ούτε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Παράλληλα η ιταλοκρατούμενη εθνική τράπεζα της Αλβανίας ελαττώνει τα διαθέσιμα κεφάλαια για δάνεια και με τους χειρισμούς της προκαλεί πληθωρισμό.
Τότε ο Ζόγου επιχειρεί στροφή προς τη Γαλλία η οποία, όμως, προβάλει βαρύτατους όρους, ενώ εν τω μεταξύ ιταλικά πολεμικά φθάνουν απροειδοποίητα στον Αυλώνα. Η Αγγλία συμβουλεύει το Ζόγου να συμφωνήσει με την Ιταλία. Τελικά, επιτυγχάνεται κάποιος συμβιβασμός με το Μουσολίνι που ουσιαστικά καταλήγει στην πλήρη υποταγή.
Η επίδραση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην πορεία διαμόρφωσης του καπιταλιστικού κράτους στην Αλβανία εκδηλώνεται και στις εσωτερικές της εξελίξεις. Μια οργάνωση στρατιωτικών και πολιτών με την επωνυμία «Μυστική Οργάνωση» προετοιμάζει ένοπλη εξέγερση. Οι κομμουνιστές παρά τις επιφυλάξεις τους συνεργάζονται για την κινητοποίηση των εργαζομένων και την προετοιμασία του κινήματος που προγραμματίζεται για τις 15 Αυγούστου 1933. Ενα τυχαίο γεγονός παρασύρει σε πρόωρη έκρηξη του κινήματος και σε αποτυχία. Μια φιλελεύθερη κυβερνητική τακτική που επακολουθεί είναι πολύ σύντομη. Επανέρχεται και πάλι η πολιτική της σκληρής γραμμής. Εχει ανοίξει πλέον ο δρόμος για την τελική λύση ενώ στη λαϊκή βάση εντείνεται η παράνομη δράση και ιδιαίτερα η δραστηριότητα δύο κομμουνιστικών οργανώσεων - της Κορυτσάς και της Σκόδρας.
Την εξέλιξη του αλβανικού προβλήματος πρέπει να τη συνδυάσουμε με την επιθετική πολιτική που χάραξαν και ακολουθούν πλέον, ναζιστική Γερμανία και φασιστική Ιταλία, κλιμακώνοντας τις επιθετικές τους ενέργειες. Εχει δημιουργηθεί πλέον, ο άξονας Βερολίνου-Ρώμης και στα Βαλκάνια ειδικότερα έχει αρχίσει η υποχώρηση της γαλλικής πολιτικής και η κυριαρχική παρουσία της
Γερμανίας - διπλωματική και οικονομική, με την πολιτική των κλήριγκ. Ο Μουσολίνι πρέπει να τονίσει, πλέον, την παρουσία του με δυναμικότερο τρόπο. Εχει βάλει στόχο τη στρατιωτική κατάληψη της Αλβανίας. Οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές γι' αυτόν. Ο Χίτλερ επιδιώκει να τον εμπλέξει ενεργά στον πόλεμο ενώ η Γιουγκοσλαβία του αντιβασιλέα Παύλου και του Στογιαντίνοβιτς έχει εμπλακεί πλέον στα δίκτυα της γερμανικής πολιτικής και επιδεικνύει συμφιλιωτική πολιτική με την Ιταλία.
Στις 18 Ιουνίου 1933 επισφραγίζεται μια συμφωνία μεταξύ Τσιάνο και Στογιαντίνοβιτς με την οποία η Γιουγκοσλαβία, επιτυγχάνοντας παραχωρήσεις στα σύνορά της με την Αλβανία και την ιταλική υποστήριξη στις βλέψεις της για τη Θεσσαλονίκη, αποδέχεται την ιταλική κατοχή της Αλβανίας. Οι τελευταίοι δισταγμοί του Μουσολίνι τώρα παραμερίζονται και ετοιμάζεται η κατάληψη της Αλβανίας που θα ακολουθήσει λίγους μήνες αργότερα. Το Μάρτη του 1939 οι διεθνείς συνθήκες είναι εξαιρετικά ευνοϊκές. Ο Φράνκο έχει νικήσει στην Ισπανία, ο Χίτλερ έχει καταλάβει την Τσεχοσλοβακία, στη Γιουγκοσλαβία έχει επικρατήσει πέρα για πέρα η ευνοϊκή για τους Ιταλούς πολιτική του αντιβασιλέα Παύλου που είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Εχω αρκετούς Αλβανούς στη Γιουγκοσλαβία ώστε να μη χρειάζομαι να περιλάβω και άλλους μέσα στα σύνορά μου». Στις 25 Μαρτίου 1939 ο Μουσολίνι προβάλει στα Τίρανα το τελεσίγραφό του - ανάλογο με εκείνο που πρόβαλε στην Ελλάδα τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Το ιταλικό τελεσίγραφο έληξε την 12η ώρα της 6ης Απριλίου 1939. Εν τω μεταξύ στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής είχε αρχίσει η συγκέντρωση των αποβατικών στρατευμάτων ενώ στα Τίρανα η κυβέρνηση προσπαθούσε να αποκρύψει τα γεγονότα. Η είδηση όμως, παρά τη μυστικότητα, γρήγορα διαδόθηκε και επακολουθήσαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας τόσο στα Τίρανα όσο και στο Ελμπασάν, στο Δυρράχιο, στον Αυλώνα, στην Κορυτσά και στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζόγου μάταια προσπάθησε να παρατείνει την προθεσμία του τελεσίγραφου, παζαρεύοντας το περιεχόμενό του. Στις 7 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, άρχισε η ιταλική απόβαση και η εισβολή που βρήκε την Αλβανία ανέτοιμη να αντιτάξει άμυνα με εξαίρεση την αντίσταση στο λιμάνι του Δυρραχίου, ενώ ο Ζόγου διέφευγε στη Φλώρινα. Επακολούθησε η πλήρης στρατιωτική κατοχή, στην οποία οι Ιταλοί έδωσαν τη μορφή της ένωσης των δύο βασιλείων υπό τον Βίκτορα Εμμανουήλ της Ιταλίας.
Η δραματική αυτή εξέλιξη, ξεκαθάρισε τα πράγματα. Από τη μια πλευρά ο κατακτητής, από την άλλη ο υποδουλωμένος λαός. Δίπλα στον κατακτητή, οι Αλβανοί συνεργάτες του. Και στην κορυφή αλλά και στη βάση. Μέσα από το λαό βγήκαν οι αγωνιστές και οργανώθηκε η αντίστασή του. Στην περίοδο αυτή εμφανίζεται ένα νέο αγωνιστικό στοιχείο - οι κομμουνιστικές οργανώσεις οι οποίες τώρα αποφασίζουν να ενοποιηθούν και σαν ενιαία πλέον οργάνωση να επιδιώξουν το σχηματισμό ενός πλατιού απελευθερωτικού μετώπου που να περιλαμβάνει όλους όσους θέλουν να αγωνιστούν, ακόμα και στοιχεία που ανήκαν στην παράταξη του Αχμέτ Ζόγου. Ετσι, ξεκινάει ένας αγώνας απελευθερωτικός σε μια Αλβανία που έχει μεταβληθεί σε στρατόπεδο και εργοστάσιο πολέμου στα Βαλκάνια. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ενιαία κομμουνιστική οργάνωση που έπαιξε τον πρωτεύοντα και αποφασιστικό ρόλο στην αντίσταση, στις 8 Νοεμβρίου 1941, σε μια παράνομη σύσκεψη σε ένα σπίτι των Τιράνων, ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας και εξέλεξε την κεντρική του επιτροπή με γραμματέα τον Εμβέρ Χότζα. Το πρόγραμμα δράσης του είχε καίριο σύνθημα τον ένοπλο αγώνα κατά του κατακτητή και των συνεργατών του για την εθνική ανεξαρτησία της Αλβανίας σε φιλικές σχέσεις με τους άλλους Βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα με τον ελληνικό και τον γιουγκοσλαβικό, συντονισμένα με τον μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα και την ΕΣΣΔ. Απώτερος στόχος του κόμματος ήταν, σύμφωνα με το πρόγραμμά του, η μεταπελευθερωτική Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας.
Ο αγώνας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλβανίας σταθερός, συνεπής και δυναμικός αναπτύχθηκε με συνεχή κλιμάκωση. Περιοχές ολόκληρες απελευθερώθηκαν και οργανώθηκαν πολιτικά και διοικητικά όπως γινόταν στη δική μας Αντίσταση με την Ελεύθερη Ελλάδα. Στην ανάπτυξη του κινήματος βοήθησε σημαντικά ο σχηματισμός των οργανώσεων πόλης για την επιχείρηση σαμποτάζ. Η είσοδος του ελληνικού στρατού, εξασθενίζοντας τη θέση των Ιταλών, συνετέλεσε και αυτή στην ανάπτυξη του κινήματος. Θα αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά πλήγματα που επέφερε το Απελευθερωτικό Μέτωπο. Από τις αρχές ακόμα του Νοεμβρίου 1941 χτυπήθηκε το αρχηγείο της ασφάλειας στα Τίρανα και σκοτώθηκε ο αρχηγός της. Τον Ιούλιο του 1942 οι οργανώσεις πόλης έκοψαν ταυτόχρονα τις γραμμές τηλεφωνικής επικοινωνίας σε ολόκληρη τη χώρα. Στη Σκόδρα άνοιξαν την πολιτική φυλακή και απελευθέρωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους. Στην Κορυτσά έκαψαν την έδρα του φασιστικού κόμματος. Στον Αυλώνα ανατίναξαν τις ιταλικές στρατιωτικές αποθήκες. Αλλεπάλληλες τέτιες ενέργειες ανταρτών και οργανώσεων πόλης δημιούργησαν ένα δυναμικό κίνημα αντίστασης που ξεχώριζε από τους παλιούς εθνικούς αγώνες των Αλβανών με την ενιαία καθοδήγησή του, με την ξεκάθαρη  γραμμή του και την ευρύτητα αλλά και τη μονολιθικότητα της οργάνωσης.
Οι συντηρητικές δυνάμεις σχημάτισαν και αυτές μια αστική αντιστασιακή οργάνωση, την «Μπαλί Κορμπετάρ». Το βάρος της οργάνωσης έπεφτε στο αύριο - στη μορφή της Αλβανίας μετά τη λήξη του πολέμου. Εξαρχής φάνηκε η ανησυχία της οργάνωσης αυτής για τη δύναμη και την επιρροή του ΚΚ Αλβανίας.
Απεναντίας, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο προσκάλεσε την οργάνωση αυτή σε συνεργασία. Αλλά η πρόσκλησή του δεν έγινε αποδεκτή με το επιχείρημα ότι η στιγμή δεν είναι κατάλληλη και χρειάζεται αναμονή έως τη στιγμή του Δεύτερου Μετώπου. Ταυτόχρονα όμως κατηγόρησαν το ΚΚ Αλβανίας και το Απελευθερωτικό Μέτωπο γιατί, τάχα, συνεργαζόμενα με τα απελευθερωτικά μέτωπα της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, πρόδιναν τα εθνικά συμφέροντα της Αλβανίας.
Τον Ιούλιο του 1943 σχηματίζεται το επιτελείο του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού ενώ την ίδια μέρα γίνεται η απόβαση στη Σικελία. Προηγουμένως (17.12.'42) οι τρεις μεγάλοι σύμμαχοι, Αγγλία, Σοβιετική Ενωση, ΗΠΑ διακήρυξαν την απόφασή τους να αναγνωρίσουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας έφερε στην Αλβανία τα γερμανικά στρατεύματα. Και η πατριωτική αντίσταση συνεχίστηκε.
Στην Αλβανία παίχτηκε διακριτικά στην αρχή, εντονότερα μετά και στο τέλος απροκάλυπτα το ίδιο παιχνίδι που παίχτηκε και στην Ελλάδα. Η κατάληξη, βέβαια, υπήρξε εντελώς διαφορετική. Ετσι, λοιπόν, και στην Αλβανία υπήρξε το ρήγμα και η σύγκρουση ανάμεσα στο Απελευθερωτικό Μέτωπο και τις άλλες οργανώσεις στα οποία συνετέλεσε και η εκεί αγγλική αποστολή, η ένοπλη ρήξη στην περίοδο της κατοχής και η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας από τις αντιδραστικές δυνάμεις. Η περίοδος 1943-1944 υπήρξε για την Αλβανία φάση μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από τις εχθρικές δυνάμεις. Το Μέτωπο όμως διατήρησε και τη συνοχή του και το δυναμισμό του και προχώρησε ως το νικηφόρο τέλος. Η είσοδος του Κόκκινου Στρατού ήταν το αποφασιστικό βήμα για την απελευθέρωση των Βαλκανικών κρατών και τη μεγάλη αλλαγή που πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα από αυτά - Ρουμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και την ίδια την Αλβανία. Αυτή τη φορά η Αλβανία έβγαινε από τον απελευθερωτικό της αγώνα με οργανωμένες τις λαϊκές της δυνάμεις, με στρατό λαϊκό, με μηχανισμό πολιτικό βγαλμένο μέσα από το λαϊκό αγώνα. Ο αλβανικός λαός έπαιρνε τις τύχες και το μέλλον της χώρας στα χέρια του με τον αγώνα του.
Δεν υπήρχε έδαφος πλέον για τη διασταύρωση και τη σύγκρουση επιρροών με θύμα την ανεξαρτησία της χώρας. Η Σοβιετική Ενωση εξάλλου με την ισχύ της και την παρουσία της απέκλειε εξωτερικές αναμείξεις και εσωτερικές περιπλοκές. Ετσι, μέσα από την αντίσταση και τον κοινό αντιφασιστικό αγώνα των λαών έπαιρνε δύναμη και αναδυόταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας.
Στο νέο κράτος προβάλλουν νέα επιτακτικά καθήκοντα. Παραμερίζοντας τα κατάλοιπα εσωτερικών αντιδράσεων, αλλά και την άρνηση των ΗΠΑ και της Αγγλίας να αναγνωρίσουν το νέο καθεστώς, το κράτος θέτει τις βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Με τρία πενταετή πλάνα, προχωρεί προς την εκβιομηχάνιση της χώρας, την κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας, την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Παράλληλα ρίχνει όλο του το βάρος στην εκπαίδευση και την επιστημονική και πολιτιστική ανάπτυξη. Κινητήριος μοχλός παραμένει το ΚΚ Αλβανίας που τώρα έχει μετονομαστεί σε Κόμμα Εργασίας. Στην πορεία δημιουργούνται δύο σοβαρά γεγονότα: Η ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία και αργότερα η ρήξη με τη Σοβιετική Ενωση. Για το πρώτο ευθύνεται η Γιουγκοσλαβία, η οποία ήθελε να κηδεμονεύει την Αλβανία. Για το δεύτερο φταίει η ίδια η Αλβανία, γιατί φοβήθηκε υπερβολικά λόγω της συνδιαλλαγής Χρουτσιόφ-Τίτο. Ομως, παρά τις συγκρούσεις αυτές κανένας δεν παρεμβαίνει στα εσωτερικά της χώρας που συνεχίζει την πορεία της σύμφωνα με το δικό της πρόγραμμα. Πώς αυτό το μικρό κράτος που ως χθες δεν μπορούσε να αποφύγει τις παρεμβάσεις και τις εισβολές σήμερα παρέμενε ανεμπόδιστο και ελεύθερο;
Την εξήγηση μας τη δίνει η διαμόρφωση του βαλκανικού χώρου εκείνη την εποχή, και πιο συγκεκριμένα η ισχυρή επιβλητική παρουσία της ΕΣΣΔ. Αυτή απέτρεπε τις παλαιές παρεμβάσεις. Αυτή επέτρεπε, ακόμη και σε χώρες που διαφώνησαν και ήρθαν σε ρήξη μαζί της, να παραμένουν ανέπαφες από την εισβολή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ακόμη και μέσα στις καπιταλιστικές χώρες ήταν ευεργετική η αίσθηση της διεθνούς παρουσίας της. Με την επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη,, οι εργαζόμενοι όλων των εθνών ένοιωσαν τί σήμαινε η διεθνής στήριξη από μια ισχυρή σοσιαλιστική δύναμη.
Η ιστορία, όμως, δε σταματά. Συνεχίζει πάντα την πορεία της. Στην Αλβανία σε αυτή τη φάση, υπάρχουν στοιχεία που θυμίζουν το προπολεμικό παρελθόν. Η Γερμανία στη θέση και με τις θέσεις της παλιάς Αυστροουγγαρίας, οι ΗΠΑ στη θέση της Αγγλίας, ενώ η Ιταλία ξανάρχεται και η Γαλλία επιδιώκει και αυτή μια επάνοδο. Η Τουρκία μας θυμίζει κάποια παλιά της επιχείρηση επί πρωθυπουργίας του Αλβανού ηγέτη Ισμαήλ Κεμάλ. Αλλά και η Ελλάδα προσπαθεί να εμφανιστεί στο ρόλο ενός μικρού «ιμπεριαλιστή» στα Βαλκάνια και, με το πρόσχημα της παροχής προστασίας στην ελληνική μειονότητα, επιδιώκει τη διείσδυση στη γειτονική χώρα, είτε με επιχειρηματικές δραστηριότητες, είτε με τη συμμετοχή της στην πολυεθνική στρατιωτική επέμβαση. Ακόμη και το φάντασμα του Αχμέτ Ζόγου πλανιέται σε αλβανικές πόλεις και χωριά με τη μακάβρια μορφή του Λέκα Ζόγου - του διαδόχου του.
Πίσω, όμως, και κάτω από τα φαινόμενα σιγοβράζει η αντίδραση των λαών όπως την είδαμε να προβάλει τις πρώτες μέρες στη Ν. Αλβανία και αλλού. Τη στιγμή που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν φορέσει την πανοπλία τους και έχουν αρχίσει την πολύμορφη εκστρατεία τους, οι Αλβανοί και όλοι οι λαοί αναπόφευκτα, νομοτελειακά, κάνουν τα πρώτα τους βήματα για μια νέα αντίσταση στον αναπτυσσόμενο εκσυγχρονισμένο φασισμό - στη σημερινή νέα τάξη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

«Ιστορίγια Αλμπάνιι», Κρίστο Βρασέρη (σε ρωσική μετάφραση από τα αλβανικά).
Αλέξη Α. Κύρου, «Οι βαλκανικοί γείτονές μας».
«AVEC STALINE, SOUNENIRS» του Εμβέρ Χότζα.
Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, τομ. Γ' Κ, Αμαντου, λήμμα «Αλβανία».
Αρχείον στρατηγού Μ. Γ. Δαγκλή.
Αρχεία ελληνικού Τύπου.


  Ο Μίτια Φιλδισάκος είναι ιστορικός, μέλος του Τμήματος Ιστορίας του ΚΜΕ.

TOP READ