3 Μαρ 2012

1918: ΌΤΑΝ Η ΝΕΑΡΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΚΥΡΩΝΕ ΤΑ ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!


1918: ΌΤΑΝ Η ΝΕΑΡΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΚΥΡΩΝΕ ΤΑ ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

 

ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΓΕΙΤΗ
Tο τελευταίο διάστημα κάποιοι από τους «έγκυρους» και «εμβριθείς» αναλυτές, που έχουν αναλάβει εργολαβικά και για λογαριασμό των τραπεζιτών να μας πείσουν πως πρέπει σαν καλά και υπάκουα παιδιά να πληρώσουμε το χρέος, το γύρισαν και στην ιστορία προσπαθώντας να αντλήσουν επιχειρήματα υπέρ των απόψεών τους. Ένας μάλιστα από αυτούς έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει την άποψη πως «τι να κάνουμε εκεί που φτάσαμε με το χρέος, εδώ και ο Λένιν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση πλήρωσε κανονικά τα χρέη της τσαρικής Ρωσίας όπως πρέπει να κάνει κάθε τζέντλεμαν και αξιοπρεπής συναλλασσόμενος».
Πέρα από τη γελοιότητα του επιχειρήματος υπάρχει και το ψέμα. Και μάλιστα καραμπινάτο αν και για τον συγκεκριμένο «αναλυτή» και «βαθύ γνώστη» της ιστορίας η αλήθεια δεν είναι τίποτα άλλο από «ψιλά γράμματα». Παρ' όλα αυτά τέτοιου είδους φαιδρές και ανιστόρητες κουβέντες μας δίνουν την ευκαιρία να γυρίσουμε στην Ιστορία , τα γεγονότα και τις εμπειρίες του παρελθόντος που ίσως μας βοηθήσουν να κρίνουμε καλύτερα το παρόν και να προετοιμάσουμε το μέλλον. Μια διδακτική ιστορία , από την άποψη του εργατικού κινήματος είναι κι αυτή της άρνησης της νεαρής σοβιετικής εξουσίας όχι μόνο να αρνηθεί να πληρώσει τα χρέη των τσαρικών κυβερνήσεων αλλά και να χαρίσει τα χρέη άλλων λαών, και του ελληνικού , προς το προεπαναστατικό καθεστώς της Ρωσίας. Και γι' αυτό δέχθηκαν την άγρια επίθεση των βιομηχάνων , των δανειστών, των τοκογλύφων και των κερδοσκόπων
Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Άς ξεκινήσουμε όμως από τον Μαρξ και αυτά που έγραφε από τα μέσα κιόλας του 19ου αιώνα για χρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα. Τα ληστρικά δάνεια και οι πολεμικές αποζημιώσεις που καλούνταν να πληρώσουν οι ηττημένοι των κατακτητικών πολέμων μετέτρεπαν χώρες και λαούς, σε απόλυτα εξαρτήματα των ισχυρών και των νικητών. Να τι έγραφε στις 26 Ιουλίου 1855 o 37χρονος τότε Μαρξ στο «Neue Oder Zeitung» για τα δάνεια και τα χρέη χωρών της νότιας Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, αλλά και της Οθωμανικής Τουρκίας : «Τώρα οι δυτικές δυνάμεις αρχίζουν να βάζουν χέρι στα οικονομικά της Τουρκίας. Για πρώτη φορά το κράτος των Οσμανιδών επιβαρύνεται με χρέος χωρίς να παίρνει πίστωση. Έτσι πέφτει στην κατάσταση του χτηματία, που βάζοντας υποθήκη τη γης του όχι μόνο δεν παίρνει πίστωση , αλλά ακόμα και υποχρεώνεται να παραχωρήσει στον κάτοχο της υποθήκης το δικαίωμα να διαθέτει τα χρήματα που του δόθηκαν σαν πίστωση. Το μοναδικό βήμα , που του μένει να κάνει , είναι να παραχωρήσει στον κάτοχο της υποθήκης το χτήμα του. Με παρόμοια συστήματα ο Πάλμερστον ( σ.σ. πρωθυπουργός της Αγγλίας εκείνη την εποχή) αποσύνθεσε την Ελλάδα και παράλυσε την Ισπανία...» ( Ορφέα Οικονομίδη ( Πετρανού) « Μαρξ, Ένγκελς,Λένιν για την Ελλάδα- Ένα πρωτότυπο κείμενο», εκδόσεις «Ορφέας», Αθήνα 1986 ).

[Κομμουνάροι στα οδοφράγματα του Παρισιού το Μάρτιο του 1871]
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ
Δεκαέξι χρόνια μετά, η Παρισινή Κομμούνα , η πρώτη εργατική εξουσία στον κόσμο σε μια από τις πρώτες διακηρύξεις της ξεκαθάρισε ότι αρνείται να πληρώσει το χρέος των πέντε δισεκατομμυρίων που είχαν συμφωνήσει να πληρώσουν στους πρώσους οι γάλλοι βοναπαρτιστές και κεφαλαιοκράτες , ως αποζημίωση μετά την ήττα τους στον τυχοδιωκτικό πόλεμο του 1870. «... Ο αστός είχε επιβαρύνει το 1848 το μικρό κλήρο του χωρικού με τον πρόσθετο φόρο των 45 εκατοστών του φράγκου για κάθε φράγκο φόρο που πλήρωνε , μα το είχε κάνει αυτό στο όνομα της επανάστασης. Τώρα είχε ανάψει έναν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην επανάσταση για να φορτώσει στους αγρότες το κύριο βάρος των πέντε δισεκατομμυρίων της αποζημίωσης που συγκατατέθηκε να πληρώσει στους πρώσους. Αντίθετα, η Κομμούνα σε μια από τις πρώτες της διακηρύξεις δήλωσε , ότι τα έξοδα του πολέμου θα έπρεπε να τα πληρώσουν οι πραγματικοί του αίτιοι...» ( Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», Διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία το 1871, σελ. 78, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2009).

[Ο Λένιν σε μια από τις ομιλίες του τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας]
ΤΑ ΣΟΒΙΕΤ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Ας έρθουμε τώρα στις πρώτες μέρες της σοβιετικής εξουσίας και στο Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ (26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1917) που ενέκρινε τα ιστορικά διατάγματα για την ειρήνη και τη γη με βάση τις εισηγήσεις του Λένιν. Με το διάταγμα για την ειρήνη ( το πρώτο της νέας εξουσίας) η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε σε όλους τους λαούς και τις κυβερνήσεις τους ,που είχαν εμπλακεί στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο να αρχίσουν αμέσως διαπραγματεύσεις για να επιτευχθεί μια δίκαιη ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και πολεμικές αποζημιώσεις. Τονιζόταν ακόμη πως η σοβιετική κυβέρνηση δεν θεωρούσε τους όρους της τελεσιγραφικούς και πως ήταν έτοιμη να συζητήσει τους όρους που θα πρότειναν τα άλλα κράτη. Το διάταγμα για την ειρήνη προέβλεπε ακόμη τη δημοσίευση όλων των μυστικών συμφωνιών που είχαν υπογράψει ή επικυρώσει οι αστικές κυβερνήσεις μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 και τονιζόταν ότι όλες αυτές οι συμφωνίες κηρύσσονταν χωρίς όρους και αμέσως άκυρες. ( Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ , «Παγκόσμια Ιστορία» τόμος VIII, σελ. 52,86 , «Μέλισσα», Αθήνα 1962). Ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1918 η ακύρωση όλων των εξωτερικών και εσωτερικών δανείων που είχαν συνάψει η τσαρική και η Προσωρινή (αστική) κυβέρνηση (Ριζοσπάστης , 9/1/1918). Έτσι και σε συνδυασμό με την εθνικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών των μεταφορών και του εξωτερικού εμπορίου απελευθερώθηκε η Ρωσία από την δημοσιονομική υποτέλεια.
ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΈΛΕΓΧΟ
Με τη δημοσίευση αυτών των μυστικών συμφωνιών (« μυστικά σύμφωνα με το γνωστό ληστρικό περιεχόμενο» για το μοίρασμα της Περσίας, για την καταλήστευση της Κίνας , για τηνκαταλήστευση της Τουρκίας,για το μοίρασμα της Αυστρίας, για την απόσπαση των της Ανατολικής Πρωσίας, για την απόσπαση των γερμανικών αποικών κλπ , όπως σημείωνε ο Λένιν στις γνωστές «Θέσεις του Απρίλη») αποκαλύπτονταν πως ο πόλεμος εκείνος, πέρα από τις «πατριωτικές αρχές και αξίες» ήταν απλά μια σύγκρουση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με την κάθε μια να επιζητεί καλύτερη θέση στο τραπέζι της διανομής του κόσμου. Και όλα αυτά προκαθορισμένα μέσα από ένα πλέγμα μυστικών συμφωνιών της Βρετανίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ιαπωνίας που είχαν υπογραφεί μακρυά από κάθε δημοσιότητα και εν αγνοία των λαών που σφάζονταν στα πεδία των μαχών ( για τη σημασία αυτής της αποκάλυψης βλέπε και στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας του Οκτωβρίου του 2011 «Οκτωβριανή Επανάσταση – Οι ρίζες , οι πρωταγωνιστές, ένας απολογισμός» στο σημείωμα του Γιώργου Μαργαρίτη « Ο εμφύλιος πόλεμος και οι εξωτερικές εισβολές» σελ.51-84). Και αναφερόμαστε μόνο στις μυστικές συμφωνίες και πρωτόκολλα μεταξύ των μελών του ενός στρατοπέδου γιατί ανάλογες συμφωνίες υπήρχαν και μεταξύ της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Tην ακύρωση των εσωτερικών και εξωτερικών δανείων που είχαν συνάψει η τσαρική και η Προσωρινή Κυβέρνηση συνόδευσαν μια σειρά οικονομικών μέτρων στον εξωτερικό τομέα ιδιαίτερα σημαντικά και επωφελή και για την χώρα μας και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές. Η σοβιετική κυβέρνηση παραιτήθηκε από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που είχαν επιβάλει στην Ελλάδα οι μεγάλες Δυνάμεις μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία «απάλλαξε την Ελλάδα από το χρέος που όφειλε στη Ρωσία και ανερχόταν τότε σε 100 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα». Ακόμη «παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στο Άγιον Όρος καθώς και από τις ιδιοκτησίες του τσαρικού κράτους σε διάφορα ευαγή ιδρύματα στην Ελλάδα (ρωσικό νοσοκομείο Πειραιά , το σημερινό Τζάνειο) κλπ.» ( Κώστα Αυγητίδη «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920)», σελ. 66-71, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1999).
ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ ΚΕΪΝΣ
Η άρνηση των μπολσεβίκων να αναγνωρίσουν τα χρέη των κυβερνήσεων της προεπαναστατικής Ρωσίας στους διεθνείς τοκογλύφους προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Όμως ακόμη και αστοί οικονομολόγοι όπως ο βρετανός Κέινς ( στο βιβλίο του «Οι οικονομικές συνέπειες της Ειρήνης», 1919) εκτιμούσαν ότι εξαιτίας των χρεών ο καπιταλισμός , μετά την συμφωνία ειρήνης των Βερσαλιών οδηγούνταν στη χρεοκοπία. Γι αυτό ζητούσε να μην αποπληρωθούν και καλούσε τα καπιταλιστικά κράτη να ακυρώσουν και να διαγράψουν τα δημόσια χρέη που είχαν εκτιναχθεί στα ύψη λόγω του ιμπεριαλιστικού πολέμου.Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Λένιν ο οποίος απευθυνόμενος στο Δεύτερου Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς κάλεσε περιπαικτικά τους αντιπροσώπους να στείλουν ... ευχαριστήριο τηλεγράφημα στους αστούς οικονομολόγους «προπαγανδιστές του μπολσεβικισμού»: « Ο Κέινς κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Ευρώπη και όλος ο κόσμος με την ειρήνη των Βερσαλιών τραβούν στη χρεοκοπία. Ο Κέινς παραιτήθηκε, πέταξε στα μούτρα της κυβέρνησης (σ.σ. της βρετανικής της οποίας ήταν μέλος της αντιπροσωπείας στις Βερσαλίες ) το βιβλίο του και είπε: αυτό που κάνετε είναι καθαρή τρέλα (...) Μια αμερικανική αστική πηγή, που την ανάφερε ένας κομμουνιστής, ο σύντροφος Μπράουν, στο βιβλίο του «Ποιος πρέπει να πληρώσει τα πολεμικά χρέη;» (Λειψία, 1920) καθορίζει ως εξής τη σχέση των χρεών και της εθνικής περιουσίας: στις νικήτριες χώρες, την Αγγλία και τη Γαλλία, τα χρέη αποτελούν τα 50% και πλέον όλης της εθνικής περιουσίας. Όσον αφορά την Ιταλία το ποσοστό αυτό αποτελεί τα 60-70%, όσον αφορά τη Ρωσία τα 90%, εμάς , όμως όπως ξέρετε αυτά τα χρέη δεν μας ανησυχούν, γιατί εμείς λιγάκι νωρίτερα από την εμφάνιση του βιβλίου του Κέινς , ακολουθήσαμε τη θαυμάσια συμβουλή του: ακυρώσαμε όλα τα χρέη (... )Νομίζω πως θα έπρεπε εξ' ονόματος του συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς να στείλουμε ένα ευχαριστήριο σ' αυτούς τους οικονομολόγους-προπαγανδιστές υπέρ του μπολσεβικισμού» (Λένιν , Εισήγηση για τη διεθνή κατάσταση και τα βασικά καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο Δεύτερο Συνέδριο της ΚΔ στις 19 Ιουλίου του 1920, Άπαντα, τ.41, σελ. 219-225, «Σύγχρονη Εποχή»).
Αξίζει να προσθέσουμε ότι και νωρίτερα , πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Λένιν έγραφε ότι η εργατική εξουσία δεν πρόκειται να αναγνωρίσει χρέη που δημιούργησαν οι αστικές κυβερνήσεις. Στο τετράδιο στο οποίο καταχωρούσε από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο του 1917 προπαρασκευαστικά υλικά και σημειώσεις για το βιβλίο «Κράτος και Επανάσταση» σημείωνε: « 'Δημόσια χρέη' ! Η εργατική τάξη ξέρει ότι τα χρέη αυτά δεν είναι δικά της και όταν πάρει την εξουσία θα αναθέσει την εξόφλησή τους σε εκείνους που τα έκαναν» ( Λένιν, ο.π. ,τ.33, σελ.203).
ΜΕΓΑΛΟΪΔΕΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΑ
Οι αποφάσεις της σοβιετικής εξουσίας για την ακύρωση των χρεών ελήφθησαν σε μια στιγμή που η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη οικονομικά όχι μόνο από τα ληστρικά δάνεια αλλά και από τη συμμετοχή της σε πολέμους που κρατούσαν από το 1912. Για να ανταποκριθεί στις δαπάνες των βαλκανικών πολέμων αλλά και την εξασφάλιση των περιοχών που κατελήφθησαν η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε και πάλι στον εξωτερικό δανεισμό. Η καταφυγή στα ληστρικά δάνεια συνεχίστηκε και την περίοδο 1914-1918 όταν η Ελλάδα ενεπλάκη στην τραγωδία του ιμπεριαλιστικού πολέμου. «Δάνειο 500 εκατομμυρίων φράγκων εξασφαλίστηκε κυρίως στο Παρίσι και το Λονδίνο και με ευνοϊκούς όρους. Το πρώτο μισό του δανείου καλύφθηκε με αρκετή επιτυχία. Αλλά το δεύτερο μισό δεν πραγματοποιήθηκε , γιατί μεσολάβησε η έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τελικά, τα ποσά που χορηγήθηκαν το 1912 και 1913 παγιοποιήθηκαν με νέο δάνειο το 1918 (...) Το συνολικό ποσό των δανείων την ίδια περίοδο (1914-1918) , τα οποία κάλυψαν σχεδόν αποκλειστικά πολεμικές δαπάνες , ανήλθε σε 1.115.000.000 δρχ., από τις οποίες μόνο 110.000.000 δρχ. ήταν βραχυπρόθεσμα δάνεια. Οι συνολικές δαπάνες, που είχαν σχέση με τον πόλεμο, ανήλθαν σε 1.982.896.650 δρχ. (ή 79.315.866 στερλίνες). Αλλά και αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει μέρος μόνο του πραγματικού κόστους» ( «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» , τ.ΙΕ, σελ. 84, Εκδοτική Αθηνών).
Στα παραπάνω προσθέστε και τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η χώρα λόγω της εμπλοκής σ αυτόν τον πόλεμο. Και γι αυτές τις καταστροφές η Ελλάδα έλαβε μια ασήμαντη αποζημίωση την οποία οι σύμμαχοι δεν ανέλαβαν οι ίδιοι αλλά την «φόρτωσαν» στους ηττημένους του πολέμου. « ... Στις πολεμικές ζημίες , όπως οι ζημίες της Ανατολικής Μακεδονίας, θα πρέπει να προστεθούν και οι ζημίες που προκλήθηκαν από τους Συμμάχους , πριν από την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβερνήσεως , οι ζημίες που προκάλεσαν τα Συμμαχικά στρατεύματα Στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 1.126.500.000 δρχ. Το ποσό αυτό συμπεριλάμβανε και τους τόκους για την περίοδο που το ποσό των ζημιών παρέμεινε απλήρωτο. Στο τέλος οι Σύμμαχοι δέχθηκαν να καταβάλουν ένα μικρό μόνο ποσοστό των ζημιών και τελικά κατέβαλαν ένα ακόμη μικρότερο, ασήμαντο ποσό. Οι ζημίες που προκλήθηκαν από τα συμμαχικά στρατεύματα συμπεριλήφθηκαν από τους συμμάχους στις αποζημιώσεις που ζήτησαν από τα ηττημένα κράτη. Οι συνολικές αποζημιώσεις που ζήτησε η Ελλάδα ανέρχονταν σε 4.922.788.736 χρυσά φράγκα. Και καθώς συνέβη με τους υπολογισμούς των αποζημιώσεων των Συμμάχων , το ποσό που ζήτησε η Ελλάδα ήταν υπερβολικό. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της Επιτροπής Αποζημιώσεων, το μερίδιο της Ελλάδος από τις αποζημιώσεις αντιπροσώπευε 0,40% των συνολικών αποζημιώσεων που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η Γερμανία και 12,7% η Βουλγαρία, δηλαδή 528.000.000 χρυσά μάρκα για τη Γερμανία και 292.000.000 χρυσά φράγκα για τη Βουλγαρία και την Αυστρο-Ουγγαρία. Η Ελλάδα όμως δεν είχε προτεραιότητα στις αποζημιώσεις για τις κατεστραμμένες περιοχές της. Στο τέλος έλαβε μόνο ένα ασήμαντο ποσοστό των αποζημιώσεων, από το μερίδιο δηλαδή που είχε ορίσει η Επιτροπή Αποζημιώσεων («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» , ο.π. , σελ. 84).
ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ «ΗΘΙΚΗ»
Με βάση όλα τα παραπάνω συγκρίνετε την ηθική του Λένιν και των μπολσεβίκων και την ηθική των ιμπεριαλιστών «συμμάχων» και «εταίρων» τότε (που παραμένουν και τώρα βεβαίως) απέναντι σε μια χώρα που βγήκε από τον πόλεμο το 1918 καταχρεωμένη , με ένα νόμισμα που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής, μια οικονομία με τεράστια προβλήματα, μια διοίκηση απηρχαιωμένη του ρουσφετιού και της κομματοκρατίας και ένα φορολογικό σύστημα που έριχνε μονίμως τα βάρη στους αδύνατους επιτρέποντας παράλληλα στο μεγάλο κεφάλαιο να θησαυρίζει χωρίς να πληρώνει δραχμή. Μια χώρα που είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές από τους πολέμους και επιπροσθέτως τη βάραινε το σοβαρότατο προσφυγικό πρόβλημα . Στο πολιτικό πεδίο κυριαρχούσε η πόλωση (Διχασμός) μεταξύ των κυριότερων μερίδων της αστικής τάξης που ήλπιζε να ικανοποιήσει τις εδαφικές της διεκδικήσεις παίρνοντας κάποια ψίχουλα από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων των μεγάλων Δυνάμεων, εκεί που μοίραζαν τον κόσμο «με το μαχαίρι». Η πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας» που οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή και στο ξεσπίτωμα περίπου 2.000.000 ανθρώπων (1.500.000 χριστιανοί από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και περισσότεροι από 550.000 μουσουλμάνοι από την Ελλάδα).
Ο «ΜΟΧΛΟΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ»
Στο σημείο ο αυτό αξίζει να θυμίσουμε ότι καθοριστικό ρόλο στην υπερχρέωση της Ελλάδας από την πρώτη κιόλας στιγμή της Ανεξαρτησίας της έπαιξαν ο εθνικισμός, η «Μεγάλη Ιδέα» και η εμπλοκή της σε πολεμικές περιπέτειες και ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Ο καθηγητής Γ.Β. Δερτιλής , ένας επιστήμονας κάθε άλλο παρά μαρξιστής, σημειώνει: «Εκτός από το φόρο αίματος που επέβαλαν (σ.σ. οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού αστισμού) στους Έλληνες , οι στρατιωτικές δαπάνες είχαν ένα τεράστιο οικονομικό κόστος. Από το 1830 έως το 1939, αντιπροσώπευαν ένα πολύ μεγάλο μέρος των δημοσίων δαπανών. Ακόμη και το 2002 , ήταν από τις υψηλότερες στον κόσμο σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προιόν της χώρας. Σε όλο αυτό το διάστημα των 170 ετών, οι εκάστοτε κυβερνήσεις τις κάλυπταν με έσοδα από την φορολογία και από το συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος, βάρη που επωμίζονταν κυρίως τα φτωχότερα αστικά στρώματα (...) Η υπερχρέωση εξαρτούσε επιπλέον την χώρα από τους ξένους δανειστές της και από τις Μεγάλες Δυνάμεις και μείωνε δραστικά τις δυνατότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων να χειριστούν ορθολογικά την εξωτερική πολιτική. Οι Δυνάμεις και ιδίως η Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποίησαν συστηματικά τον «μοχλό των δανείων» για να ελέγχουν την ελληνική εξωτερική πολιτική έως το 1940» (Γ. Β. Δερτιλή «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920», τ. Α', σελ. 71, «Εστία», Αθήνα 2010).

[Έλληνες στρατιώτες στην Ουκρανία]
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Πώς αντέδρασε η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην απόφαση των Σοβιέτ να απαλλάξουν την Ελλάδα από το βραχνά του χρέους στην τσαρική Ρωσία; Με τη συμμετοχή της με στρατό και στόλο στην ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των αγγλογάλλων, αμερικανών ακόμη και ιαπώνων για να καταπνίξουν την επανάσταση. Σαν έτοιμος από καιρό ο Βενιζέλος έσπευσε να ανταποκριθεί στον αντιμπολσεβικισμό του γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσώ και να δηλώσει πως θα στείλει ένα σώμα στρατού και τον πολεμικό στόλο στην Ουκρανία. Σε αντάλλαγμα οι γάλλοι υποσχέθηκαν να υποστηρίξουν τις ελληνικές αξιώσεις στη Θράκη και τη Σμύρνη. Έτσι , στις 21 Ιανουαρίου 1919, ένα χρόνο μετά την απόφαση της σοβιετικής εξουσίας να χαρίσει τα χρέη της Ελλάδας, οι πρώτοι έλληνες στρατιώτες (34ο Σύνταγμα Πεζικού) αποβιβάστηκαν στην Οδησσό και τέθηκαν υπό γαλλική διοίκηση. Η ελληνική εκστρατεία στην Ουκρανία είχε οικτρό τέλος. Κράτησε μόνο δυό μήνες και αν δεν υπήρχε ο γαλλικός στόλος όλοι οι γάλλοι και έλληνες στρατιώτες θα αιχμαλωτίζονταν. Και να ήταν μόνο αυτή η ελληνική συμβολή στην προσπάθεια ανατροπής της νεαρής σοβιετικής εξουσίας;Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε πράκτορες στη Γεωργία , όπου ζούσαν πολλοί έλληνες , με σκοπό την υπονόμευση της Σοσιαλιστικής Πολιτείας που κάτω από τεράστιες δυσκολίες προσπαθούσε να στηριχθεί εκεί. Το 1919-1920 ο Βενιζέλος έστειλε τον Νίκο Καζαντζάκη και τον συνταγματάρχη Ηρακλή Πολεμαρχάκη μαζί με κρητικούς από το στενό περιβάλλον του για να τραβήξουν τους έλληνες της περιοχής από την επιρροή των μπολσεβίκων. Ο Καζαντζάκης κινήθηκε δραστήρια αλλά χωρίς αποτέλεσμα αν και έμεινε καιρό στην περιοχή. Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες έγινε τελικά Σοβιετική Δημοκρατία. Ανάλογες προσπάθειες καταβλήθηκαν και στην περιοχή του Πόντου, εκεί όπου το Λονδίνο και το Παρίσι σχεδίαζαν να φτιάξουν «ανεξάρτητο ελληνοαρμενικό κράτος. Ο Βενιζέλος και ο αρχηγός των αρμενίων εθνικιστών που Νουμπάρ Πασάς που έδρευε στο Παρίσι εκτελώντας εντολές του Κλεμανσώ και του βρετανού ομολόγου του Λόυδ Τζώρτζ έστειλαν στον Πόντο συμμορίες από κρητικούς, μανιάτες και αρμενίους που βγήκαν στο Νοβοροσίσκ τον Αύγουστο του 1919. Όμως και αυτοί δεν κατάφεραν να μείνουν πολύ καιρό γιατί τα σχέδια για την «Ελληνοαρμενική Δημοκρατία του Πόντου» απέτυχαν ( Γιάνη Κορδάτου « Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» τ. Χ ΙΙΙ, 1920-1924 , σελ.520-524, εκδόσεις «20ος Αιώνας», Αθήνα 1958, « Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο.π. ,σελ.112,113).
ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΣ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Την Άνοιξη του 1921, όταν ήδη είχε γίνει εμφανές το αδιέξοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ήταν ορατή η καταστροφή που επήλθε μετά από ένα χρόνο η σοβιετική κυβέρνηση επεδίωξε να έρθει σε επαφή με την κυβέρνηση των Αθηνών προσφέροντας τη μεσολάβησή της για την επίτευξη μιάς δίκαιης ειρήνης με την κεμαλική Τουρκία. Στην Αθήνα έφτασε ένας ρώσος απεσταλμένος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του σοβιετικού υπουργείου Εξωτερικών. Ήταν εφοδιασμένος με σουηδικό διαβατήριο, και είχε εντολή να έρθει σε επαφή με τον γραμματέα του Σοσιαλεργατικού (Κομμουνιστικού Κόμματος). Γραμματέας τότε ήταν ο νεαρός Γιάνης Κορδάτος , ο γνωστός ιστορικός.Ο Κορδάτος είχε τρεις συναντήσεις με τον σοβιετικό απεσταλμένο στους Αέρηδες στην Πλάκα, στην Ακρόπολη και στην Κηφισιά. Για την ιστορία αυτή ο Κορδάτος μίλησε για πρώτη φορά σε διάλεξή του στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο το 1945. Ο σοβιετικός απεσταλμένος αφού επέδειξε στον Κορδάτο τα διαπιστευτήρια του Ζηνόβιεφ του Τρότσκι και του Τσιτσέριν (σ.σ. λαικός επίτροπος Εξωτερικών) ανακοίνωσε στον Κορδάτο: « Η Σοβιετική Ένωση είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει υλικώς και ηθικώς τον Κεμάλ και δεύτερο θα σκήσει την επιρροή να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας , όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί. Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής θα σταλθεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς, από χώρες δηλαδή που δεν πήραν μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της , έστω και ντε φάκτο» (σ.σ. Ντε φάκτο είχε αναγνωρίσει τότε τη σοβιετική εξουσία και η Αγγλία , ενώ ντε φάκτο βρισκόταν στο Λονδίνο και ο πρώτος σοβιετικός διπλωματικός αντιπρόσωπος).
Όταν ο έκπληκτος Κορδάτος ρώτησε ποιά ήταν η αιτία γι αυτή τη σοβιετική στροφή ο απεσταλμένος του είπε: « Το κίνημα του Κεμάλ είναι απελευθερωτικό και σαν τέτοιο το υποστηρίξαμε όσο μπορούσαμε. Δεν έχουμε όμως καμιά εγγύηση αν ύστερα από την ολοκληρωτική επικράτησή του , οι παλιές αντιδραστικές δυνάμεις στην Τουρκία (μπέηδες και πασάδες) δεν πάρουν αυτοί τα ηνία της εξουσίας (...) Ο Κεμάλ έχει γόητρο για την ώρα , αλλά οι στρατηγοί και πολιτικοί που τον υποστηρίζουν –έξω από λίγες εξαιρέσεις- είναι αντιδραστικοί. Ήδη έχουμε όχι ενδείξεις , αλλά αποδείξεις, ότι έχουν μυστικές επαφές με τους Γάλλους κεφαλαιοκράτες και ιμπεριαλιστές και αύριο μεθαύριο , αν νικήσουν και διώξουν τους Έλληνες από τη Μικρασία και Θράκη, η Τουρκία με τον Κεμάλ ή χωρίς τον Κεμάλ θα προσανατολιστεί προς τη Δύση. Η αστική τάξη της Τουρκίας είναι αδύναμη να συνεχίσει μόνη της την αναδιοργάνωση της χώρας της. Θα κάνει μεταρρυθμίσεις , αλλά δεν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της , αν δεν πάρει δάνεια από τη Γαλλία ή Αγγλία, και, όπως ξέρετε, τα δάνεια υποδουλώνουν τις χώρες που τα παίρνουν. Γι αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο αισθηματισμό , αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μια μεριά η τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες».

[Έλληνες της Μικράς Ασίας οδηγούνται στα Τουρκικά Τάγματα Εργασίας]
«ΠΑΛΙΟΠΑΙΔΟ ΑΙΝΤΕ ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ»
Ο Κορδάτος εξήγησε στο σοβιετικό απεσταλμένο πως το Σοσιαλεργατικό Κόμμα είναι μικρό , δεν παίζει ενεργητικό ρόλο στην πολιτκή ζωή και κατά συνέπεια ο γραμματέας του δεν έχει το ανάλογο κύρος για να μεταφέρει και να διαπραγματευθεί ένα τόσο σημαντικό θέμα. Ο σοβιετικός απεσταλμένος επέμενε και αποφασίστηκε να αρχίσει η επαφή με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Νικόλαο Στράτο (σ.σ. ένα χρόνο μετά ήταν ένας από τους έξι που καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στο Γουδί για τη Μικρασιατική Καταστροφή). Ο Στράτος δέχτηκε τον Κορδάτο , τον άκουσε με προσοχή τον δήλωσε κατ' αρχήν σύμφωνος και του είπε ότι αναμένεται κυβερνητική μεταβολή (σ.σ. ανώτατοι στρατιωτικοί σε συνεννόησαη με το Στράτο ετοίμαζαν πραξικόπημα για να απαιτήσουν από τους συμμάχους άμεση λύση του μικρασιατικού προβλήματος με αυτονόμηση της Ιωνίας). «Αν σχηματίσω κυβέρνηση θα σας ειδοποιήσω, είπε στον Κορδάτο, αφού μελετήσω τους φακέλους του υπουργείου των Εξωτερικών και ιδώ ότι δεν υπάρχει ανυπέρβλητον εμπόδιον από τους Άγγλους και Γάλλους , θα σας ειδοποιήσω να με φέρετε εις επαφήν με τον Ρώσον απεσταλμένον». Πρόσθεσε όμως ότι καλό θα ήταν να βολιδοσκοπήσει ο Κορδάτος και τον συντοπίτη υπουργό Αντώνιο Καρτάλη για να δει και τις διαθέσεις της κυβέρνησης.
Ο Κορδάτος πήγε στον Καρτάλη και μόλις άρχισε τις πρώτες νύξεις για την μεσολάβηση της Σοβιετικής Ρωσίας και χωρίς να του πει ότι βρίσκεται στην Αθήνα σοβιετικός απεσταλμένος ο συντοπίτης του υπουργός τον έβρισε και τον έδιωξε κακήν κακώς. Ο Κορδάτος περιγράφει την σκηνή : « Παλιόπαιδο, από πότε έγινες πολιτικός και αρχηγός ώστε να τολμάς να συζητάς για τόσο σπουδαία ζητήματα; Άιντε να χαθής! Αν δεν ήσουν παιδί του Κωστή (ο Κωστής ήταν ο πατέρας μου), που τον ξέρω πολύ καλά και έχω κοιμηθή το 1900 στο σπίτι σας στη Ζαγορά , θα σε παρέδιδα στο Γάσπαρη ( το διευθυντή της αστυνομίας) να σου βάλλη με το βούρδουλα μυαλό. Ακούς εκεί , να τολμάς να λες πως οι Μπολσεβίκοι, οι άθεοι, οι καταδρομείς και λυμεώνες της Μεγάλης Ρωσίας, μπορούν να μεσολαβήσουν και να μας βγάλουν από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας! Αυτοί, βρε,είναι νηστικοί και πεινούν. Ήρθεν η ώρα τους, σε 5-6 μήνες θα τους λιντζάρη ο ρωσικός λαός!» (Γιάνη Κορδάτου , ο.π. , σελ. 566-568).
Με αυτό τον άθλιο τρόπο απορρίφθηκε η σοβιετική πρόταση για μεσολάβηση και ο Κορδάτος σημείωνε αργότερα πως από τα λόγια του Καρτάλη μπορούσε να καταλάβει κανείς τη μούχλα που είχαν στο κεφάλι τους οι αστοί πολιτικοί που οδήγησαν τη χώρα και εκατομμύρια έλληνες στη Μικρασιατική Καταστροφή. Την ίδια αντιδραστική μούχλα και σαπίλα που κουβαλάνε και σήμερα οι εκπρόσωποι του αστικού κόσμου και των κομμάτων τους που οδηγούν τη χώρα και το λαό συνειδητά σε μια σύγχρονη Καταστροφή ανάλογη , αν όχι και μεγαλύτερη της Μικρασιατικής. Και βεβαίως την ίδια μούχλα κουβαλάνε και τα ανιστόρητα φερέφωνα τους...

Το δημόσιο χρέος του ελληνικού κράτους από το 1824 έως τα σήμερα: Ένα σύντομο ιστορικό


Το δημόσιο χρέος του ελληνικού κράτους από το 1824 έως τα σήμερα: Ένα σύντομο ιστορικό

Α. 1824-1897
Την περίοδο αυτή η Ελλάδα πήρε 10 εξωτερικά δάνεια, συνολικά 770 εκ. γαλ. φράγκα (στο εξής γ.φ.). Κατά μέσο όρο η τιμή έκδοσης κυμάνθηκε στο 72,54%, δηλαδή χρεώθηκε 770 εκ. γ.φ. αλλά “στο χέρι” πήρε 464,1 εκ. γ.φ., τα υπόλοιπα ήταν τιμή έκδοσης και διάφορα άλλα έξοδα-κρατήσεις, ή πιο απλά ήταν το… κοινωνικό έργο των τραπεζών.
1 Αναλυτικότερα:
• Δύο δάνεια από την Αγγλία κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το 1824 και το 1825, συνολικά 2,8 εκ. λίρες στερλίνες (στο εξής λ.σ.) ή 70.261.000 γ.φ.2 • Ένα, 60 εκ. γ.φ. με την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας, το 1832.
• Δύο επί Κουμουνδούρου, το 1879 και το 1890, συνολικά 180 εκ. γ.φ.
•Πέντε επί Χ. Τρικούπη το 1882-1885 και το 1886-1881, συνολικά 450 εκ. γ.φ. και τέλος
•Ενα επί Σωτηρόπουλου-Ράλλη το 1893, 9.739.000 εκ. γ.φ.
Αι. Τα δάνεια της ανεξαρτησίας
- Κατά κοινή ομολογία υποκίνησαν τους δύο εμφύλιους το 1824. Οπως έλεγε ο Γκούρας, “χρυσού λαλούντος άπας άπρακτος λόγος”. 3 Επι πλέον ήταν προφανές ότι θα επικρατούσε εκείνο το κόμμα που θα έπαιρνε το δάνειο, καθʼόσον, “νόμος και ισχύς αι λίραι του δανείου”.
- Με την εξαγορά βουλευτών και στρατιωτικών διέφθειραν τον κοινοβουλευτισμό και τη διοίκηση. Οπως γράφει ο Παπατσώνης, “δια το μέσον του δανείου τούτου, εδιώρισαν εις όλας τας επαρχίας οπαδούς των υπαλλήλους”4.
Η πελατειακή διαχείριση των δανείων είχε στρέψει την αιχμή του δόρατος προς τη δύναμη της εποχής, τις οπλικές δυνάμεις, με τις μαζικές βαθμοδοσίες, το οικονομικό κόστος των οποίων κάλυπταν τα δάνεια. Οπως επισημάνθηκε “κατάντησε το έθνος να έχει υπέρ των 12.000 αξιωματικούς”, σε σύνολο οπλικών δυνάμεων 20.000 ανδρών5 .
Οι περισσότεροι καπετάνιοι εμφάνιζαν περισσότερους άνδρες για να επωφελούνται τους επιπλέον μισθούς. Έτσι ο Γκούμας έπαιρνε μισθούς για 12.000 άνδρες ενώ είχε μόνο 3.0006. Αυτήν την ευρεμισθία ο λαός την τιτλοποίησε με το σκωπτικό, “ο καπετάν ένας”, δηλαδή έπαιρνε πολλούς μισθούς για τους άνδρες του, ενώ είχε μόνον ένα, τον εαυτόν του. 7 Δεν είχαν απομείνει ούτε 20.000 λίρες για να σωθεί το Μεσολόγγι, όπως λέει ο Παπαρηγόπουλος. 8 Το “ταμείον κενόν”, όπως ενημέρωνε τη Βουλή η Επιτροπή Ταμείου. 9 Η κυβέρνηση έκτοτε επωνομάσθη ψωροκώσταινα” 10 .
Το 1825 η κυβέρνηση θα κηρύξει την πρώτη πτώχευση. Τον Απρίλιο του 1926, αναλαμβάνοντας η κυβέρνηση Α. Ζαΐμη, στο ταμείο υπήρχαν μόνο 16 γρόσια, ουτε μία λίρα! Καθαρή δανειακή πρόσοδος από μεν το πρώτο δάνειο των 800.000 λιρών, 36%.
Από το δεύτερο των 2 εκ. λιρών το 10,5%.
Α2 Οθωνική περίοδος
Το δάνειο των 60 εκ. γ.φ. του Όθωνα εγγυήθηκαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (στο εξής Μ.Δ.) κάθε μία το ένα τρίτο.
Η τρίτη δόση των 20 εκ. γ.φ. ουδέποτε καταβλήθηκε στην Ελλάδα.
Κατακρατήθηκε από τη δανειοδότρια τράπεζα για την εξυπηρέτηση του δανειου. Από τις υπόλοιπες δύο δόσεις, 40 εκ. γ.φ., το 56,8% κατακρατήθηκε στο εξωτερικό, το υπόλοιπο σπαταλήθηκε από την αντιβασιλεία και σε έξοδα του Βαυαρικού στρατού.11
Τέλος, το 1835, στο δημόσιο ταμείο υπήρχαν 1,8 εκ. δρχ. και απʼ αυτά έπρεπε να καλυφθούν τα ελλείμματα 1833-35 και η εξυπηρέτηση του δανείου, που ήταν 2,7 εκατ. δρχ.
Τελικά η καθαρή πρόσοδος, από το δάνειο, για την Ελλάδα ήταν 14,2%. Στο τέλος του 1859 η Ελλάδα έναντι του δανείου χρωστούσε υπερτριπλάσια των όσων λογιστικά είχε επωφεληθεί από το δάνειο, ενώ από το 1843 είχαμε τη δεύτερη χρεοκοπία.
Α3. Τρικουπική περίοδος
Κατά την περίοδο αυτή κυρίαρχος θα αναδυθεί ο έμπιστος των ανακτόρων Α. Συγγρός. Ηταν ο άνθρωπος που εξασφάλιζε στο Ελληνικό Δημόσιο δανειοδότες, στους οποίους συμμετείχε και ο ίδιος. Ήταν ο άνθρωπος που από τη δανειακή πρόσοδο εκτελούσε δημόσια έργα (Ισθμός Κορίνθου, σιδηρόδρομοι Λαυρίου, Θεσσαλίας κλπ.). Ηταν ο υπερεργολάβος με ό,τι αυτό σημαίνει.
Από την άλλη πλευρά ο Χ. Τρικούπης θα αναδυθεί σε πρωταθλητή του εξωτερικού δανεισμού. Την περίοδο του ελληνικού βασιλείου 1832-1893 στον Τρικούπη χρεώνεται το 58,4% του εξωτερικού δανεισμού, με 450 εκ. γ.φ. Παρʼόλα αυτά το 1893 θα έχουμε την τρίτη χρεοκοπία.
Τον αιώνα αυτόν μέχρι το 1897, ο συνολικός δανεισμός έφθασε στα 770 εκ. γ.φ., από τα οποία “στο χέρι πήρε” 389 εκ. γ.φ. ή το 50,5%. Μέχρι το 1993 είχε αποσβέσει 472 εκ., δηλαδή το 120% των όσων δανειακά εισέπραξε και πάλι χρωστούσε 631,4 εκ., δηλαδή το 82% των όσων είχε δανεισθεί. Την ίδια χρονιά τα ετήσια έσοδα του ελληνικού κράτους ήταν 64 εκ. φ. δηλαδή μόλις το 10% του εξωτερικού δημόσιου χρέους.
Το 1898 η Ελλάδα θα τεθεί υπό τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και ταυτόχρονα θα της παραχωρηθεί δάνειο 150 εκ. φ.
Απʼ αυτό το 62% καταβλήθηκε ως αποζημίωση της Οθ. Αυτοκρατορίας (παραχώρηση Θεσσαλίας, πόλεμος 1897), 15% χρησιμοποιήθηκε για κάλυψη των ελλειμμάτων, το 20% στο κυμαινόμενο χρέος και το 3% στα έξοδα έκδοσης.
Β. 1900-1945
Β1. 1902-1914
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και την υποχώρηση του κρατικού.12 Την ίδια αυτή εποχή η Αθήνα αντιμετωπίζει τον Μακεδονικό αγώνα και από το 1912 τους Βαλκανικούς.
Μέχρι το 1909 συνεχίζεται η ανεπάρκεια διαχείρισης των δημοσιονομικών. 13 Οι αθηναϊκές συντεχνίες με ψήφισμα τους τον Δεκέμβριο του 1908 διεκήρυτταν ότι δεν δέχονται πια νέους φόρους “προς συντήρηση εν τη αρχή του εκάστοτε κόμματος”14 , ενώ η εισαγγελία Θεσ/κης θα επέμβει για διασπάθιση του δημοσιου χρήματος κατά την εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία15 .
Την περίοδο αυτή συνομολογήθηκαν τέσσερα εξωτερικά δάνεια, συνολικά 521 εκ. φ. Τα δύο πρώτα (76 εκ. φ.) μέχρι το 1910 και το τέταρτο 335 εκ. φ. το 1914. Η δανειακή πρόσοδος χρησιμοποιήθηκε
- Υπέρ της εξυπηρέτησης των ήδη υπαρχόντων εξωτερικών δανείων.
- Υπέρ της διεξαγωγής των Βαλκανικών πολέμων και
- Στην ενσωμάτωση των νέων περιοχών που προέκυψαν μετά τους Βαλκανικούς.
Με απλά λόγια τα νέα δάνεια ξεπλήρωναν τα παλιά.
Β2. 1915-1923
Η Ελλάδα του διχασμού εν μέσω του Αʼ ΠΠ. Στη συνέχεια θα βιώσει τη Μικρασιατική καταστροφή και να βρεθεί με τους πρόσφυγες απʼ αυτήν.
Η οικονομική πορεία διαρθρώνεται από τις μεγάλες, έκτακτες πολεμικές δαπάνες (περίπου 6,2 δισ. δρχ.). Είναι περίοδος έξαρσης του εσωτερικού δανεισμού και σχεδόν έλλειψης εξωτερικού.
Στον εξωτερικό δανεισμό υπάρχουν δύο μυστικά γερμανικά δάνεια, από 40 εκ. μάρκα έκαστο προς την κυβέρνηση Σκουλούδη το 1915 και 1916. Τα δάνεια κρατήθηκαν εντελώς μυστικά, ακόμα και από τη Βουλή και ουδαμού αναγραφόμενα. Η μυστικότητα αυτή θα αποτελέσει θέμα της ποινικής δικαιοσύνης το 1918. Στο ειδικό δικαστήριο ο Σκουλούδης θα υποστηρίξει ότι κρατήθηκε μυστικό για να μην εκλειφθεί ως ένδειξη γερμανοφιλίας.
Τέλος υπήρξε ένα μικρό δάνειο καναδικό 8 εκ. δολ. Επίσης και ένα για την εξαγορά, από τη Γαλλία, της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσ/κης-Κων/λης, την οποία είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός το 1913.
Β3. Μεσοπόλεμος 1924-1932
Με τη Μικρασιατική καταστροφή ο ελληνισμός θα βρεθεί σε αμηχανία και σύγχυση. Από το 1924 μέχρι το 1928 ο κοινοβουλευτισμός θα βρεθεί σε οξύτατη κρίση, με 12 κυβερνήσεις, δηλαδή κάθε 4,5 μήνες και άλλη κυβέρνηση και με αποκορύφωμα το παγκαλικό “Θόδωρος κερνά και Θόδωρος πίνει”. 16
Ο Βενιζέλος θα επιστρέψει και θα κερδίσει τις εκλογές του 1928, με 223 έδρες από τις 250. Εχει επιστρέψει συμβιβαστικός για να γεφυρώσει το χάσμα του διχασμού και είχε στόχο τον αστικό εκσυγχρονισμό. Η τετραετία του θα είναι περίοδος κοινοβουλευτικής ομαλότητας.
Τα επιτακτικότερα προβλήματα είναι το προσφυγικό και η σταθεροποίηση της δραχμής που η αξίας της είχε πέσει στο δέκατο πέμπτο της προπολεμικής. Η φορολογική επιβάρυνση παραμένει δυσβάστακτη. Σε σχέση με την προπολεμική έχει αυξηθεί κατά 37 φορές.
Από το 1924 μέχρι το 1930 εισέρρευσαν στην Ελλάδα 1,16 δισ. χρυσά φράγκα, εκ των οποίων το 78% ήταν δάνεια.17
Την περίοδο 1924-1931 συνομολογήθηκαν εννιά εξωτερικά δάνεια, συνολικά 992 εκ. φρ. ή 14,9 δισ. δρχ. 18 Τα δάνεια αυτά προήλθαν από την Αγγλία κατά 48%, τις ΗΠΑ κατά 31% και τα υπόλοιπα σε μονοψήφια ποσοστά από Βέλγιο, Σουηδία, Γαλλία, Ολλανδία, Ελβετία, Αίγυπτο και Ιταλία.
Τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων, την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισμού, τη σταθεροποίηση της δραχμής και παραγωγικά.
Την ίδια περίοδο η εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισμού απορροφούσε το 29% των τακτικών εσόδων.
Συνολικά την περίοδο 1824-1932 είχαμε δανεισθεί από το εξωτερικό 2,2 δισ. χρ. φρ. Μέχρι το 1932 είχαμε αποσβέσει 2,38 δισ. χρ. φρ. δηλαδή 183 περισσότερα απʼ όσα είχαμε δανεισθεί και πάλι χρωστούμε 2 δισ. χρ. ερ.
Το 1932 είχαμε την τέταρτη πτώχευση.
Μέχρι το 1945 δεν θα υπάρξει νέος εξωτερικός δανεισμός ενώ θα παγώσει, λόγω παγκόσμιας κρίσης, η εξυπηρέτηση τωνπαλαιών.
Γ. 1946-1966 Ανασυγκρότηση και ανάπτυξη
Πρώτο μέλημα της χώρας η ανασυγκρότηση της από την κατοχική καταστροφή που είχε φθάσει 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946.
Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ο εμφύλιος και το τρίτο οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, οι μεγαλύτερες στη Δυτ. Ευρώπη 19 και που έφθαναν στο 27,5% των συνολικών εξόδων.
Τα προβλήματα μέχρι το 1952-53 θα τα αντιμετωπίσουν συνολικά 18 κυβερνήσεις που θα προχωρήσουν σε οκτώ υποτιμήσεις. Κατά μέσο όρο κάθε 5,5 μήνες και άλλη κυβέρνηση και κάθε χρονιά και υποτίμηση.
Το δημ. χρέος (στο εξής Δ.Χ.) συντίθεται από το προπολεμικό και το μεταπολεμικό. Το προπολεμικό, μέχρι το 1962 ήταν υπερτριπλάσιο του μεταπολεμικού. Στο προπολεμικό ΔΧ το 90% καταλάμβανε ο προπολεμικός εξωτερικός δανεισμός.
Την περίοδο 1962-67 οι ελληνικές κυβερνήσεις θα διακανονίσουν το 97% του προπολεμικού εξωτερικού Δ.Χ., το οποίο μαζί με τους τόκους ανερχόταν στα 6,41 δισ. δρχ.
Μέχρι το 1955 η Ελλάδα είχε συνάψει μόνο τρια εξωτερικά δάνεια, συνολικά 145 εκ. δολ. Στη συνέχεια θα συνάψει άλλα 28 εξωτερικά, συνολικά 406,4 εκ. δολ.
Ο μετακατοχικός δανεισμός προήλθε κατά 58,4% από τις ΗΠΑ, κατά 19% από τη Δυτ. Γερμανία και κατά 14,36% από την Αγγλία. Τα υπόλοιπα από διεθνείς οργανισμούς.
Για την εξυπηρέτηση του μετακατοχικού εξωτερικού δανεισμού η Ελλάδα κατέβαλε το 128% της δανειακής προσόδου που λογιστικά είχε πάρει!
Δ. Δικτατορία, 1967-1974
Περίοδος υπέρογκου εσωτερικού δανεισμού, ο οποίος και τετραπλασιάσθηκε. Αντίθετα ο εξωτερικός δανεισμός σημειώνει μικρή αύξηση.
Συνολικά 19 εξωτερικά δάνεια, μόλις στο 6,4% του νέου Δ.Χ. εξ αυτών το 92,2% ήταν σε δολ., ενώ η αγγλική λίρα απουσίαζε.
Την περίοδο αυτή εμφανίζονται τα δάνεια σε συνάλλαγμα.
Πρόκειται για δάνεια εργοληπτικών εταιρειών, τα οποία έπαιρναν από το εξωτερικό, υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Στη συνέχεια τα παραχωρούσαν στο Ελληνικό Δημόσιο προς εκτέλεση δημοσιων εργων, με ανάδοχους τις εν λόγω εταιρείες. Συνολικά συνομολογήθηκαν 59 τέτοια δάνεια. Προφανώς το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι ο δανειολήπτης, έτσι δεν θεωρείται εξωτερικός δανεισμός. Στο νέο Δ.Χ. ο δανεισμός σε συνάλλαγμα αντιπροσώπευε το 23,6%.
Ε. Μεταπολίτευση 1975-1981
Το προπολεμικό εξωτερικό Δ.Χ., λόγω του διακανονισμού 1962-67 βαίνει συνεχώς μειούμενο. Από το 4% του συνολικού Δ.Χ. το 1974 θα πέσει το 1981 στο 0,6%.
Ο μεταπολεμικός εξωτερικός, κατά μέσο όρο, στο 3,9% των τακτικών εσόδων.
Συνολικά έχουμε 24 εξωτερικά δάνεια. Τρια από την γαλλική κυβέρνηση και τα υπόλοιπα απο διεθνείς οργανισμούς και τράπεζες. Κυριαρχία του δολαρίου και απουσία της αγγλικής λίρας.
Η επιδείνωση του Δ.Χ. προέρχεται από την αύξηση του εσωτερικού δανεισμού.
Στ. 1981-1989
Μετά το 1974 ο δημόσιος τομέας διευρύνεται εντυπωσιακά.
Μεταξύ 1978-87 οι απασχολούμενοι στην κεντρική διοίκηση -ΔΕΚΟ από 300.000 θα αυξηθούν σε 460.000. Μαζί δε με τις δημόσιες τράπεζες, προβληματικές και τις ελεγχόμενες από το Δημόσιο επιχειρήσεις θα φθάσουν τις 640.000.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπ. Οικονομικών και εισηγητικές εκθέσεις επί του προϋπολογισμού, τα ελλείμματα του ευρύτερα δημόσιου τομέα, από το 13,4% επί του ΑΕΠ το 1981 θα φθάσουν το 1989 στο 26,1%. Τα ελλείμματα θα καλυφθούν κατά 106% από τον δανεισμό.
Το 1985 η Ελλάδα ήταν παγκόσμια πρώτη στο κατά κεφαλήν Δ.Χ. Το Δ.Χ. είχε αρχίσει να προσδιορίζει την ύπαρξη της οικονομίας και όχι την ανάπτυξή της.
Το διάστημα 1982-89, κατά μέσο όρο, η συνολική εξυπηρέτηση του Δ.Χ. κάλυψε το 33,61% των τακτικών εσόδων της ίδιας περιόδου. Μεταξύ το 1975-87 συνομολογήθηκαν 18,4 δισ. δολ. εξωτερικών δανείων, εκ των οποίων το 81% διετέθει για την εξυπηρέτηση των δανείων.
Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό έγινε για έργα συγκοινωνιακής, αγροτικής και αστικής υποδομής. Ένα, το 1982, για την αποκατάσταση των ζημιών από τους σεισμούς στην Καλαμάτα το 1981 και ένα για την υποστήριξη του ισοζυγίου πληρωμών.
Προφανώς μετά το 1824 ο εξωτερικός δανεισμός είχε γίνει έσοδο τακτικό και έξοδο υπέρβαρο.
Ζ. 1974-2008
α. εξωτερικό Δ.Χ
1990 2.452,4 δισ. δρχ.
1993 5.236,8 δισ. δρχ.
2004 2.503 εκ. ευρώ
2008 1.632 εκ. ευρώ
β. Δ.Σ. ποσοστό του ΑΕΠ
1974 22,5% του ΑΕΠ
1981 31,2% του ΑΕΠ
1987 56,1% του ΑΕΠ
1990 80,7% του ΑΕΠ
1993 111,6% του ΑΕΠ
2004 108,5% του ΑΕΠ
2008 97,16% του ΑΕΠ
Πηγές Απολογισμοί ελληνικού κράτους
Στατιστικά Δελτία Τράπεζας της Ελλάδος
1. Την ίδια εποχή η Αγγλία είχε δανείσει σε χώρες της Λατινικής Αμερικής 18,5 εκ. λίρες στερλίνες (λ.σ.), αλλά οι δανειολήπτες “πήραν στο χέρι” 11 εκ., δηλαδή το 60% των όσων χρεώθηκαν.
2. Την εποχή εκείνη 1 λ.σ.=25,01 γ.φ.
3. Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, Τ2, σ. 210
4. Π. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, σ. 79
5. Αμβρ. Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας…, Τ2, σ. 295 σημ. 1
Αρχεία Ελληνικής Επανάστασης, Τ4, σελ. 456 Prokes Osten, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Τ1, σελ. 439
6. Κ. Παπαρρηγόπουλος, σ. 167
Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματ, σ. 181
7. Μιχ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Τ2, σ. 25 Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Τ2, σ. 260 σημ. 1
8. Κ. Παπαρρηγόπουλος, σ. 171
9. Φωτάκος, Απομνημονεύματα, Τ2, σ. 293
Αρχεία Ελληνικής Επανάστασης, Τ4, σ. 244
Θ. Ρηγόπουλος, Απομνημονεύματα, σ. 41
Ι. Ορλάνδος, Ο Ορλάνδος απολογούμενος ενώπιον του κοινού, σ. 46
10. Θ. Ρηγόπουλος, ο.π., σ. 41
11. Γ. Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, χειρόγραφο Β., σ. 74
Θ. Ρηγόπουλος, σ. 168, Γ. Κρέμος, Νεοτάτη Γενική Ιστορία, σ. 1020-1021
Ανασ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Τ7, σ. 56
Ν. Βλάχος, Ιστορία της Ελλάδος, σ. 27-28
Α. Σκανδάμης, Η. Τριαντακονταετία της βασιλείας του Όθωνα, σ. 520
Σ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος, Τ2, σ. 42
12. Σπ. Κορώδης, Η εργατική πολιτική των ετών 1909-1918, σ. 14
Ξ. Ζολώτας, Η Ελλάδα στο στάδιο της εκβιομηχανήσεως, σ. 108
13. Λ. Κορομηλάς, Εισηγήσεις επί του προϋπολογισμού του 1912, Δελτίο Υπ. Οικονομικών 1912, σ. 283. 284.
Αθ. Ευταξίας, Ενώπιον του Οικονομικού Αδιεξόδου, σ. 51 Εφημ. Συζητήσεων Βουλής 12.12.1911, σ. 1363, 1364
14. Αρ. Θεοδωρίδης, Η Επανάστασις και το έργο αυτής σ. 132, 135, 137
Κ. Οικονόμου, Σκέψεις επί της καταστάσεως, σ. 7,48
Ν. Ζορμπάς, Απομνημονεύματα, σ. 17, 124-125
Θ. Πάγκαλος, Απομνημονεύματα, Τ1, σ. 92-93
Σ. Μελάς, Η Επανάστασις του 1909, σ. 201
Α. Ανδρεάδης, Έργα, Τ2, σ. 545
15. Αθ. Ευταξίας, Το οικονομικόν πρόβλημα και το εθνικόν μας μέλλον, σ. 46
Πρακτικά Β Βουλής 17.12.1914
16. Ι. Μεταξάς, Ημερολόγιο, Τ5, σ. 461 σημ. 1
Ν. Καστρινός, Αλ. Παπαναστασίου, σ. 153
17. Ηλιαδάκης, Δανεική Κοινωνικοποίηση (διδακτορικό), σ. 311
18. Ηλιαδάκης, ο.π., σ. 313-314
19. Νέα Οικονομία, Τ6, 1950
Γ. Καρτάλης, Εισηγητική έκθεση επί του προϋπολογισμού 1950-51, σ. 19-20
Χρ. Ευελπίδης, Εισηγητική 1952-53, σ. 4, 43
Σ. Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στην Χούντα, Τ2, σ. 57.
* Του Τάσου Μ. Ηλιαδάκη. Ο Τάσος Μ. Ηλιαδάκης είναι μαθηματικός, πολιτειολόγος, Δρ. Κοινωνιολογίας, καθηγητής Σχολής Εθνικής Ασφάλειας

Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία


Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν

Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία


Γράφτηκε: 26 Μαϊου 1909
Εκδόθηκε για πρώτη φορά: Πρόλεταρυ Νο 45
Πηγή: Λένιν Άπαντα, τόμος 17 σελ.423-434, Σύγχρονη Εποχή
HTML Markup: Aντώνης Μεγρέμης για το ελληνικό Αρχείο των Μαρξιστών στο Internet
Το κείμενο μας έστειλε ο Σάββας Μιχαήλ

Ο λόγος του βουλευτή Σουρκόφ στην Κρατική δούμα κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού της συνόδου και οι συζητήσεις στην ομάδα μας της Δούμας κατά την εξέταση του σχεδίου αυτού του λόγου, που δημοσιεύονται παρακάτω, ανακίνησαν ένα εξαιρετικά σοβαρό και επίκαιρο για τη σημερινή ακριβώς περίοδο ζήτημα. Το ενδιαφέρον για καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία, αναμφισβήτητα, αγκάλιασε τώρα πλατιούς κύκλους της "κοινωνίας" και εισχώρησε στις γραμμές των διανοουμένων πού βρίσκονται κοντά στο εργατικό κίνημα, καθώς και σε ορισμένους εργατικούς κύκλους. Η σοσιαλδημοκρατία έχει δίχως άλλο την υποχρέωση να εκθέσει τη στάση της απέναντι στη θρησκεία.
Η σοσιαλδημοκρατία βασίζει όλη την κοσμοθεωρία της στον επιστημονικό σοσιαλισμό, δηλ. στο μαρξισμό. Φιλοσοφική βάση του μαρξισμού, όπως δήλωσαν επανειλημμένα και ο Μαρξ και ο Ένγκελς, είναι ο διαλεκτικός υλισμός, που αφομοίωσε στο σύνολο του τις ιστορικές παραδόσεις του υλισμού του ΧVΙΙΙ αιώνα στη Γαλλία και του Φόϋερμπαχ (πρώτο μισό του ΧΙΧ αιώνα) στη Γερμανία, - ενός υλισμού απόλυτα αθεϊστικού, κατηγορηματικά εχθρικού απέναντι σε κάθε θρησκεία. Υπενθυμίζουμε ότι ολόκληρο το "Αντι-Ντύρινγκ" του Ένγκελς, που το χειρόγραφο του το είχε διαβάσει ο Μαρξ, καταγγέλλει τον υλιστή και αθεϊστή Ντύρινγκ για ασυνέπεια στον υλισμό του, για το ότι αφήνει πορτίτσες για τη θρησκεία και τη θρησκευτική φιλοσοφία. Υπενθυμίζουμε ότι στο έργο του για το Λουδοβίκο Φόϋερμπαχ, ο Ένγκελς τον κατηγορεί ότι αγωνίστηκε κατά της θρησκείας με σκοπό όχι την εκμηδένιση της, μα την ανακαίνιση της, τη δημιουργία μιας νέας, "ανώτερης" θρησκείας κτλ. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, αυτό το απόφθεγμα του Μαρξ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού στο ζήτημα της θρησκείας. O μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης.
Και ταυτόχρονα, όμως, ο Ένγκελς καταδίκασε επανειλημμένα τις απόπειρες εκείνων που ήθελαν να είναι "πιο αριστεροί" ή "πιο επαναστάτες" από τη σοσιαλδημοκρατία, να μπάσουν στο πρόγραμμα του εργατικού κόμματος μια άμεση αναγνώριση του αθεϊσμού με την έννοια της κήρυξης πολέμου κατά της θρησκείας. Το 1874, ο Ένγκελς μιλώντας για το περίφημο μανιφέστο των φυγάδων της Κομμούνας, των μπλανκιστών, πού ζούσαν σαν πολιτικοί πρόσφυγες στο Λονδίνο, χαρακτηρίζει σαν ανοησία τη θορυβώδη κήρυξη πολέμου από μέρους τους κατά της θρησκείας, και δηλώνει ότι μια τέτοια κήρυξη πολέμου είναι ο καλύτερος τρόπος να ζωντανέψει το ενδιαφέρον προς τη θρησκεία και να δυσκολευτεί η πραγματική απονέκρωση της θρησκείας. Ο Ένγκελς κατηγορεί τους μπλανκιστές ότι δεν μπορούν να καταλάβουν πως μονάχα η ταξική πάλη των εργατικών μαζών, που τραβά ολόπλευρα τα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου στη συνειδητή και επαναστατική κοινωνική πρακτική, είναι σε θέση ν’ απελευθερώσει στην πράξη τις καταπιεζόμενες μάζες από το ζυγό της θρησκείας, ενώ η ανακήρυξη σε πολιτικό καθήκον του εργατικού κόμματος του πολέμου κατά της θρησκείας είναι αναρχική λογοκοπία. Και το 1877 στο "Αντί-Ντύρινγκ", ο Ένγκελς κτυπώντας αμείλικτα τις παραμικρότερες παραχωρήσεις που κάνει ο φιλόσοφος Ντύρινγκ στον ιδεαλισμό και στη θρησκεία, καταδικάζει όχι λιγότερο αποφασιστικά τη δήθεν επαναστατική ιδέα του Ντύρινγκ για απαγόρευση της θρησκείας στη σοσιαλιστική κοινωνία. Το να κηρύσσεις ένα τέτοιο πόλεμο κατά της θρησκείας σημαίνει - λέει ο Ένγκελς - "να γίνεσαι πιο βισμαρκικός από τον ίδιο το Βίσμαρκ", δηλ. να επαναλαμβάνεις την κουταμάρα της πάλης του Βίσμαρκ ενάντια στους κληρικόφρονες (η περιβόητη "πάλη υπέρ του πολιτισμού", Κulturkampf δηλ. η πάλη του Βίσμαρκ στην 8η δεκαετία του περασμένου αιώνα ενάντια στο γερμανικό κόμμα των καθολικών, το κόμμα του "κέντρου", με αστυνομικές διώξεις του καθολικισμού). Μ’ αυτή την πάλη ο Βίσμαρκ το μόνο που έκανε ήταν να δυναμώσει τη μαχητική κληρικοφροσύνη των καθολικών,να βλάψει την υπόθεση του πραγματικού πολιτισμού, γιατί πρόβαλε σε πρώτη μοίρα τις θρησκευτικές διαιρέσεις αντί τις πολιτικές, τράβηξε την προσοχή μερικών στρωμάτων της εργατικής τάξης και της δημοκρατίας από τα επιτακτικά καθήκοντα της ταξικής και επαναστατικής πάλης προς την κατεύθυνση της πιο επιφανειακής και αστικά απατηλής αντικληρικοφροσύνης. Ο Ένγκελς κατηγορώντας τον Ντύρινγκ που ήθελε να είναι υπερεπαναστάτης, ότι θέλει να επαναλάβει με άλλη μορφή την ίδια εκείνη κουταμάρα του Βίσμαρκ, απαιτούσε από το εργατικό κόμμα να είναι ικανό να δουλεύει υπομονητικά για το έργο της οργάνωσης και της διαφώτισης του προλεταριάτου, έργο που οδηγεί στην απονέκρωση της θρησκείας, και όχι να ρίχνεται στους τυχοδιωκτισμούς ενός πολιτικού πολέμου κατά της θρησκείας. Αυτή η άποψη μπήκε στη σάρκα και στο αίμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που τάχθηκε, λογουχάρη, υπέρ της ελευθερίας των Ιησουιτών, υπέρ της ανοχής τους στη Γερμανία, υπέρ της κατάργησης των κάθε είδους μέτρων αστυνομικής πάλης ενάντια στη μια ή στην άλλη θρησκεία. Η "ανακήρυξη της θρησκείας σε ιδιωτική υπόθεση", αυτό το περίφημο σημείο του προγράμματος της Ερφούρτης (1891), κατοχύρωσε την παραπάνω πολιτική τακτική της σοσιαλδημοκρατίας.
Αυτή η τακτική πρόλαβε τώρα κιόλας να γίνει ρουτίνα, πρόλαβε να γεννήσει μια νέα διαστρέβλωση του μαρξισμού προς την αντίθετη πλευρά, προς την πλευρά του οπορτουνισμού. Τη θέση του προγράμματος της Ερφούρτης άρχισαν να την ερμηνεύουν με την έννοια ότι εμείς, οι σοσιαλδημοκράτες, το κόμμα μας θεωρεί τη θρησκεία ιδιωτική υπόθεση, ότι για μας, σαν σοσιαλδημοκράτες, για μας, σαν κόμμα, η θρησκεία είναι ιδιωτική υπόθεση. Ο Ένγκελς χωρίς ν' αρχίσει ανοιχτή πολεμική ενάντια σ’ αυτή την οπορτουνιστική άποψη, στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα θεώρησε απαραίτητο να ταχθεί αποφασιστικά ενάντια της όχι με μορφή πολεμικής, μα με θετική μορφή. Συγκεκριμένα: ο Ένγκελς το έκανε αυτό με τη μορφή μιας δήλωσης, που σκόπιμα την υπογράμμισε, ότι η σοσιαλδημοκρατία θεωρεί τη θρησκεία ιδιωτική υπόθεση σε σχέση με το κράτος, μα κάθε άλλο παρά σε σχέση με τον εαυτό της, σε σχέση με το μαρξισμό, σε σχέση με το εργατικό κόμμα.
Αυτή είναι η εξωτερική πλευρά της ιστορίας των θέσεων του Μαρξ και του Ένγκελς στο ζήτημα της θρησκείας. Για εκείνους που ασχολούνται, επιπόλαια με το μαρξισμό, για εκείνους που δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να σκέπτονται, η ιστορία αυτή είναι ένα κουβάρι παράλογων αντιφάσεων και ταλαντεύσεων του μαρξισμού: ένα είδος, λένε, σαλάτας από "συνεπή" αθεϊσμό και από "χατηράκια" προς τη θρησκεία, ένα είδος ταλάντευσης "χωρίς αρχές" ανάμεσα στον επαναστατικό πόλεμο κατά του Θεού και στη φοβητσιάρικη επιθυμία να "προσαρμοστούμε" στους εργάτες που πιστεύουν, στο φόβο μη τους τρομάξουμε κτλ. κτλ. Στη φιλολογία των αναρχικών λογοκόπων μπορεί κανείς να βρει όχι λίγα ξεσπαθώματα αυτού του είδους ενάντια στο μαρξισμό.
Μα όποιος είναι λίγο-πολύ ικανός ν' ασχοληθεί σοβαρά με το μαρξισμό, να εμβαθύνει στις φιλοσοφικές βάσεις του και στην πείρα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, αυτός εύκολα θα δει ότι η τακτική του μαρξισμού απέναντι στη θρησκεία είναι βαθιά συνεπής και μελετημένη από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ότι αυτό που οι ερασιτέχνες ή οι αμόρφωτοι θεωρούν ταλαντεύσεις είναι άμεσο και αναπόφευκτο συμπέρασμα πού βγαίνει από το διαλεκτικό υλισμό. Θα ήταν μεγάλο λάθος να νομίζουμε πως η φαινομενική "μετριοπάθεια" του μαρξισμού απέναντι στη θρησκεία εξηγείται με τους λεγόμενους λόγους "τακτικής" με την έννοια της επιθυμίας "να μην τους τρομάξουμε" κτλ. Αντίθετα, η πολιτική γραμμή του μαρξισμού και σ’ αυτό το ζήτημα συνδέεται αδιαρηκτα με τις φιλοσοφικές του βάσεις.
Ο μαρξισμός είναι υλισμός. Σαν τέτοιος είναι εξίσου αμείλικτα εχθρικός προς τη θρησκεία, όσο και ο υλισμός των εγκυκλοπαιδιστών του ΧVΙΙΙ αιώνα ή ο υλισμός του Φόϋερμπαχ. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Μα ο διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ και του Ένγκελς προχωρεί πιο πέρα από τους εγκυκλοπαιδιστές και τον Φόϋερμπαχ, εφαρμόζοντας την υλιστική φιλοσοφία στον τομέα της ιστορίας, στον τομέα των κοινωνικών επιστημών. Πρέπει ν' αγωνιζόμαστε κατά της θρησκείας. Αυτό είναι το αλφάβητο όλου του υλισμού και, συνεπώς, και του μαρξισμού. Μα ο μαρξισμός δεν είναι υλισμός που σταμάτησε στο αλφάβητο. Ο μαρξισμός προχωρεί πιο πέρα. Ο μαρξισμός λέει: πρέπει να ξέρουμε ν’ αγωνιζόμαστε κατά της θρησκείας, και γι’ αυτό πρέπει να εξηγήσουμε υλιστικά την πηγή της πίστης και της θρησκείας μέσα στις μάζες. Την πάλη κατά της θρησκείας δεν μπορούμε να την περιορίζουμε σ’ ένα αφηρημένο ιδεολογικό κήρυγμα, δεν μπορούμε να την ανάγουμε σ' ένα τέτοιο κήρυγμα. Την πάλη αυτή πρέπει να τη συνδέσουμε με τη συγκεκριμένη πρακτική του ταξικού κινήματος που αποβλέπει στην εξάλειψη των κοινωνικών ριζών της θρησκείας. Γιατί διατηρείται η θρησκεία στα καθυστερημένα στρώματα του προλεταριάτου της πόλης, στα πλατιά στρώματα του μισοπρολεταριάτου, καθώς και στη μάζα της αγροτιάς; Εξαιτίας της αμορφωσιάς του λαού, απαντάει ο αστός προοδευτικός, ο ριζοσπάστης ή ο αστός υλιστής. Συνεπώς, κάτω η θρησκεία, ζήτω ο αθεϊσμός, η διάδοση των αθεϊστικών αντιλήψεων είναι το κυριότερο μας καθήκον. Ο μαρξιστής λέει: Δεν είναι αλήθεια. Μια τέτοια άποψη είναι επιφανειακή, αστικά περιορισμένη πολιτιστική προπαγάνδα. Μια τέτοια άποψη δεν εξηγεί τις ρίζες της θρησκείας αρκετά βαθιά, υλιστικά, αλλά ιδεαλιστικά. Στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες οι ρίζες αυτές είναι κυρίως κοινωνικές. Η κοινωνική εξάρτηση των εργαζόμενων μαζών, η καταφανής απόλυτη αδυναμία τους μπροστά στις τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού, που προξενεί κάθε μέρα και κάθε ώρα χίλιες φορές φρικτότερα βάσανα, αγριότερα μαρτύρια στους απλούς ανθρώπους της δουλειάς απ’ ό,τι οποιαδήποτε έκτακτα γεγονότα, όπως πόλεμοι, σ εισμοί κτλ., να που βρίσκεται η βαθύτερη σύγχρονη ρίζα της θρησκείας. "Ό φόβος δημιούργησε τους θεούς". Ό φόβος μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν μπορεί να προβλεφτεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του προλετάριου και του μικρονοικοκύρη η δύναμη αυτή απειλεί να του φέρει και του φέρνει την "ξαφνική", την "αναπάντεχη", την "τυχαία" καταστροφή, τον όλεθρο, τη μετατροπή του σε ζητιάνο, σε πόρνη, το θάνατο από την πείνα, να η ρίζα της σύγχρονης θρησκείας που πριν απ' όλα και πάνω απ' όλα πρέπει να έχει υπόψη του ο υλιστής, αν δεν θέλει να παραμείνει υλιστής του νηπιαγωγείου. Κανένα διαφωτιστικό βιβλίο δεν πρόκειται να ξεριζώσει τη θρησκεία από τις μάζες που καταπιέζονται από το καπιταλιστικό κάτεργο και που εξαρτιόνται από τις τυφλές καταστροφικές δυνάμεις του καπιταλισμού, όσο αυτές οι μάζες δεν θα μάθουν μόνες τους ν' αγωνίζονται ενωμένες, οργανωμένα, συστηματικά, συνειδητά ενάντια σ' αυτή τη ρίζα της θρησκείας, ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου σ' όλες τις μορφές.
Μήπως από δω βγαίνει ότι το διαφωτιστικό βιβλίο κατά της θρησκείας είναι βλαβερό ή περιττό; Όχι. Από δω δεν βγαίνει καθόλου ένα τέτοια πράγμα. Από δω βγαίνει ότι η αθεϊστική προπαγάνδα της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να υποτάσσεται στο βασικό της καθήκον: την ανάπτυξη της ταξικής πάλης των εκμεταλλευόμενων μαζών κατά των εκμεταλλευτών.
Ένας άνθρωπος που δεν έχει μελετήσει βαθιά τις βάσεις του διαλεκτικού υλισμού, δηλ. της φιλοσοφίας του Μαρξ και του Ένγκελς, μπορεί να μην καταλάβει (ή τουλάχιστο, να μην καταλάβει αμέσως) αυτή τη θέση. Πως γίνεται αυτό; Να υποτάξουμε την ιδεολογική προπαγάνδα, το κήρυγμα ορισμένων ιδεών, την πάλη ενάντια σ' αυτό τον εχθρό του πολιτισμού και της προόδου, που διατηρείται χιλιετηρίδες (δηλ. ενάντια στη θρησκεία), στην ταξική πάλη, δηλ. στην πάλη για συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς στον οικονομικό και πολιτικό τομέα;
Μια τέτοια αντίρρηση ανήκει στις συνηθισμένες αντιρρήσεις κατά του μαρξισμού, και είναι δείγμα απόλυτης άγνοιας της διαλεκτικής του Μαρξ. Η αντίφαση που ενοχλεί όσους έχουν τέτοιου είδους αντιρρήσεις είναι μια ζωντανή αντίφαση της ζωντανής ζωής, δηλ. μια διαλεκτική, κι’ όχι φραστική, όχι επινοημένη αντίφαση. Το να χωρίζουμε μ’ ένα απόλυτο, αδιαπέραστο σύνορο τη θεωρητική προπαγάνδα του αθεϊσμού, δηλ. την εκμηδένιση των θρησκευτικών πεποιθήσεων σε ορισμένα στρώματα του προλεταριάτου, και την επιτυχία, την πορεία, τις συνθήκες της ταξικής πάλης αυτών των στρωμάτων, σημαίνει ότι δεν σκεπτόμαστε διαλεκτικά, ότι μετατρέπουμε σε απόλυτο σύνορο εκείνο που είναι κινητό, σχετικό σύνορο, σημαίνει ότι διασπούμε βίαια εκείνο πού συνδέεται αδιάσπαστα στη ζωντανή πραγματικότητα. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Το προλεταριάτο μιας δοσμένης περιοχής και ενός δοσμένου κλάδου της βιομηχανίας αποτελείται, ας υποθέσουμε, από ένα πρωτοπόρο στρώμα αρκετά συνειδητών σοσιαλδημοκρατών που, εννοείται, είναι αθεϊστές, και από αρκετά καθυστερημένους, συνδεμένους ακόμη με το χωριό και την αγροτιά εργάτες που πιστεύουν στο Θεό, πηγαίνουν στην εκκλησία ή ακόμη βρίσκονται και κάτω από την άμεση επιρροή του τοπικού παπά που ιδρύει, ας υποθέσουμε, μια χριστιανική εργατική ένωση. Ας υποθέσουμε, σε συνέχεια, πως η οικονομική πάλη σ’ αυτόν τον τόπο οδήγησε σε απεργία. Για το μαρξιστή είναι υποχρεωτικό να βάλει σε πρώτη μοίρα την επιτυχία του απεργιακού κινήματος, είναι υποχρεωτικό ν' αντιδράσει αποφασιστικά στο χωρισμό των εργατών σ' αυτή την πάλη σε αθεϊστές και χριστιανούς, να παλέψει αποφασιστικά ενάντια σ' αυτό το χωρισμό. Το αθεϊστικό κήρυγμα μπορεί να είναι κάτω απ’ αυτούς τους όρους και περιττό και βλαβερό, όχι από την άποψη των στενοκέφαλων υπολογισμών να μην τρομάξουν τα καθυστερημένα στρώματα, να μη χάσουμε την ψήφο στις εκλογές κτλ., μα από την άποψη της πραγματικής προόδου της ταξικής πάλης, που στις συνθήκες της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας οδηγεί εκατό φορές καλύτερα τους χριστιανούς εργάτες στη σοσιαλδημοκρατία και στον αθεισμό παρά το σκέτο αθεϊστικό κήρυγμα. Ο κήρυκας του αθεϊσμού σε μια τέτοια στιγμή και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θα έπαιζε μονάχα το παιχνίδι του παπά και των παπάδων, που τίποτε δεν επιθυμούν τόσο, όσο την αντικατάσταση του χωρισμού των εργατών με βάση τη συμμετοχή στην απεργία, με το χωρισμό τους με βάση την πίστη στο θεό. Ο αναρχικός, κηρύσσοντας με κάθε τρόπο και μέσο τον πόλεμο κατά του Θεού, στην πράξη θα βοηθούσε τους παπάδες και την αστική τάξη (όπως και πάντα οι αναρχικοί στην πράξη βοηθούν την αστική τάξη). Ο μαρξιστής πρέπει να είναι υλιστής, δηλ. εχθρός της θρησκείας, μα υλιστής διαλεκτικός, δηλ. που βάζει το ζήτημα της πάλης κατά της θρησκείας όχι αφηρημένα, όχι στη βάση ενός αφηρημένου, καθαρά θεωρητικού, πάντα αναλλοίωτου κηρύγματος, μα συγκεκριμένα, στη βάση της ταξικής πάλης που διεξάγεται στην πράξη και που διαπαιδαγωγεί τις μάζες περισσότερο άπ’ όλα και καλύτερα απ’ όλα. Ο μαρξιστής πρέπει να ξέρει να υπολογίζει όλες τις συγκεκριμένες συνθήκες, να βρίσκει πάντα το σύνορο ανάμεσα στον αναρχισμό και στον οπορτουνισμό (αυτό το σύνορο είναι σχετικό, κινητό, μεταβλητό, όμως υπάρχει), να μην πέφτει ούτε στον αφηρημένο, φραστικό, στην πράξη κούφιο "επαναστατισμό" του αναρχικού, ούτε στη στενοκεφαλιά και στον οπορτουνισμό του μικροαστού ή του φιλελεύθερου διανοουμένου που φοβάται την πάλη με τη θρησκεία, ξεχνάει αυτό το καθήκον του, συμβιβάζεται με την πίστη στο θεό, καθοδηγείται όχι από τα συμφέροντα της ταξικής πάλης, μα από ένα μικροπρεπή, μίζερο μικρουπολογισμό: να μην στενοχωρήσει, να μην αποδιώξει, να μην τρομάξει, και από τον πάνσοφο κανόνα: "ζήσε και άσε και τους άλλους να ζουν" κτλ. κτλ.
Απ’ αυτήν την άποψη πρέπει να λύνουμε όλα τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν τη στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στη θρησκεία. Λογουχάρη, συχνά προβάλλεται το ερώτημα, αν μπορεί ένας παπάς να είναι μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, και συνήθως απαντούν σ’ αυτό το ερώτημα χωρίς κανενός είδους επιφυλάξεις καταφατικά, προβάλλοντας σαν επιχείρημα την πείρα των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Αλλά αυτή η πείρα γεννήθηκε όχι μονάχα από την εφαρμογή της θεωρίας του μαρξισμού στο εργατικό κίνημα, μα και από τις ειδικές ιστορικές συνθήκες της Δύσης, που δεν υπάρχουν στη Ρωσία (θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτές τις συνθήκες), έτσι που η δίχως όρους καταφατική απάντηση εδώ δεν είναι σωστή. Δεν επιτρέπεται μια για πάντα και για όλες τις συνθήκες να δηλώσουμε ότι οι παπάδες δεν μπορούν να είναι μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά και δεν επιτρέπεται μια για πάντα να προβάλουμε και τον αντίστροφο κανόνα. Αν ο παπάς έρχεται σε μας για μια από κοινού πολιτική δουλειά και εκπληρώνει ευσυνείδητα την κομματική δουλειά, χωρίς να δρα ενάντια στο πρόγραμμα του κόμματος, μπορούμε να τον δεχτούμε στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας, γιατί η αντίφαση του πνεύματος και των βάσεων του προγράμματος μας με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του παπά θα μπορούσε να παραμείνει κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μια αντίφαση που αφορά μονάχα αυτόν, προσωπικά αυτόν, και η πολιτική οργάνωση δεν μπορεί να υποβάλλει τα μέλη της σε εξετάσεις για το αν δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις αντιλήψεις τους και στο πρόγραμμα του κόμματος. Αλλά, εννοείται, μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι σπάνια εξαίρεση ακόμη και στην Ευρώπη, κι’ όσο για τη Ρωσία είναι πια ελάχιστα πιθανή. Και αν, λογουχάρη, ο παπάς έμπαινε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και άρχιζε να διεξάγει σ’ αυτό το κόμμα, σαν κύρια και σχεδόν μοναδική δουλειά του, ένα δραστήριο κήρυγμα των θρησκευτικών αντιλήψεων, τότε το κόμμα θα έπρεπε δίχως άλλο να τον διώξει από το περιβάλλον του. Πρέπει όχι μονάχα να δεχόμαστε, μα και να τραβούμε με κάθε τρόπο στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όλους τους εργάτες που διατηρούν την πίστη στο Θεό, είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην παραμικρότερη προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μα τους τραβούμε για να τους διαπαιδαγωγήσουμε στο πνεύμα του προγράμματος μας και όχι για να το καταπολεμήσουν ενεργά. Δεχόμαστε μέσα στο κόμμα την ελευθερία γνωμών, μα σε ορισμένα όρια που καθορίζονται από την ελευθερία των ομάδων: δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βαδίζουμε χέρι με χέρι με τους δραστήριους κήρυκες απόψεων που απορρίπτονται από την πλειοψηφία του κόμματος.
Άλλο παράδειγμα: μπορούμε άραγε σ’ όλες τις συνθήκες, χρησιμοποιώντας το ίδιο μέτρο, να καταδικάζουμε τα μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος για τη δήλωση: "ο σοσιαλισμός είναι η θρησκεία μου" και για το κήρυγμα απόψεων που αντιστοιχούν σε μια τέτοια δήλωση; Όχι. Η απομάκρυνση από το μαρξισμό (και συνεπώς και από το σοσιαλισμό) είναι εδώ αναμφισβήτητη, μα η σημασία αυτής της απομάκρυνσης, το ειδικό, ας πούμε, βάρος της, μπορεί να είναι διαφορετικό σε διαφορετικές συνθήκες. Άλλο πράγμα είναι, όταν ο προπαγανδιστής ή ο άνθρωπος πού παίρνει το λόγο μπροστά στην εργατική μάζα μιλάει έτσι, για να είναι πιο κατανοητός, για ν’ αρχίσει την ανάπτυξη του θέματος, για να υπογραμμίσει πιο ρεαλιστικά τις απόψεις του με όρους πιο συνηθισμένους στην καθυστερημένη μάζα. Κι’ άλλο πράγμα είναι, όταν ένας συγγραφέας αρχίζει να κηρύσσει τη "θεοπλασία" ή το θεοπλαστικό σοσιαλισμό (λογουχάρη, στο πνεύμα των δικών μας Λουνατσάρσκι και Σίας). Όσο στην πρώτη περίπτωση η καταδίκη θα μπορούσε να είναι μικροπρέπεια ή ακόμη και άτοπος περιορισμός της ελευθερίας του προπαγανδιστή, της ελευθερίας της "παιδαγωγικής" επενέργειας, τόσο στη δεύτερη περίπτωση η κομματική καταδίκη είναι απαραίτητη και υποχρεωτική. Η θέση: "ο σοσιαλισμός είναι θρησκεία" για άλλους είναι μορφή περάσματος από τη θρησκεία στο σοσιαλισμό, και για άλλους, από το σοσιαλισμό στη θρησκεία.
Ας περάσουμε τώρα στις συνθήκες που γέννησαν στη Δύση την οπορτουνιστική ερμηνεία της θέσης: "ανακήρυξη της θρησκείας σε ιδιωτική υπόθεση". Φυσικά, εδώ υπάρχει η επίδραση των γενικών αιτιών που γεννούν τον οπορτουνισμό γενικά, ο οποίος θυσιάζει τα βασικά συμφέροντα του εργατικού κινήματος για στιγμιαία κέρδη. Το κόμμα του προλεταριάτου απαιτεί από το κράτος ν' ανακηρύξει τη θρησκεία ιδιωτική υπόθεση, χωρίς να θεωρεί καθόλου "ιδιωτική υπόθεση" το ζήτημα της πάλης ενάντια στο όπιο του λαού, της πάλης κατά των θρησκευτικών προλήψεων κτλ. Οι οπορτουνιστές διαστρεβλώνουν το ζήτημα έτσι που βγαίνει ότι τάχα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα θεωρεί τη θρησκεία ιδιωτική υπόθεση!
Αλλά, εκτός από τη συνηθισμένη οπορτουνιστική διαστρέβλωση (που δεν ξεκαθαρίστηκε καθόλου στις συζητήσεις που έκανε η ομάδα μας της Δούμας σχετικά με την ομιλία για τη θρησκεία) υπάρχουν ειδικές ιστορικές συνθήκες που προκάλεσαν τη σύγχρονη, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, υπερβολική αδιαφορία των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών στο ζήτημα της θρησκείας. Οι συνθήκες αυτές είναι δυο ειδών. Πρώτα-πρώτα το καθήκον της πάλης κατά της θρησκείας είναι ιστορικό καθήκον της επαναστατικής αστικής τάξης, και στη Δύση αυτό το καθήκον σε σημαντικό βαθμό το εκπλήρωσε (ή το εκπλήρωνε) η αστική δημοκρατία την εποχή των επαναστάσεων της ή των εφόδων της κατά της φεουδαρχίας και του μεσαιωνισμού. Και στη Γαλλία και στη Γερμανία υπάρχει μια παράδοση αστικού πολέμου κατά της θρησκείας, που άρχισε πολύ πριν από το σοσιαλισμό (εγκυκλοπαιδιστές, Φόϋερμπαχ). Στη Ρωσία, σε αντιστοιχία με τις συνθήκες της αστικοδημοκρατικής μας επανάστασης, και αυτό το καθήκον πέφτει σχεδόν ολοκληρωτικά στους ώμους της εργατικής τάξης. Η μικροαστική (ναρόντνικη) δημοκρατία έκανε απ’ αυτή την άποψη στη χώρα μας όχι πάρα πολλά (όπως νομίζουν οι νεοφώτιστοι μαυροεκατονταρχίτες καντέτοι ή καντέτοι μαυροεκατονταρχίτες της "Βέχι"), μα πολύ λίγα σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Από το άλλο μέρος, η παράδοση του αστικού πολέμου κατά της θρησκείας έχει κιόλας δημιουργήσει στην Ευρώπη μια ειδικά αστική διαστρέβλωση αυτού του πολέμου από τον αναρχισμό, που στέκεται, όπως από καιρό πια και επανειλημμένα εξήγησαν οι μαρξιστές, στη βάση της αστικής κοσμοθεωρίας, παρόλη τη "λύσσα" των επιθέσεων του κατά της αστικής τάξης. Οί αναρχικοί και οι μπλανκιστές στις λατινικές χώρες, ο Μόστ (που ήταν, ανάμεσα στ’ άλλα, μαθητής του Ντύρινγκ) και Σία στη Γερμανία, οι αναρχικοί της 9ης δεκαετίας στην Αυστρία έφτασαν ως το nec plus ultra (τον έσχατο βαθμό) την επαναστατική λογοκοπία στην πάλη ενάντια στη θρησκεία. Δεν είναι εκπληκτικό ότι οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες τώρα παρατραβούν το σχοινί, που το είχαν τραβήξει προς την άλλη μεριά οι αναρχικοί. Αυτό είναι κατανοητό και, σ' ένα ορισμένο βαθμό, δικαιολογημένο, μα εμείς, οι ρώσοι σοσιαλδημοκράτες, δεν κάνει να ξεχνάμε τις ειδικές ιστορικές συνθήκες της Δύσης.
Δεύτερο, στη Δύση, ύστερα από τον τερματισμό των εθνικών αστικών επαναστάσεων, ύστερα από την καθιέρωση μιας λίγο πολύ απόλυτης ελευθερίας της λατρείας, το ζήτημα της δημοκρατικής πάλης κατά της θρησκείας τόσο πια παραμερίστηκε ιστορικά σε δεύτερη μοίρα από την πάλη της αστικής δημοκρατίας ενάντια στο σοσιαλισμό, ώστε οι αστικές κυβερνήσεις συνειδητά δοκίμαζαν ν’ αποσπάσουν την προσοχή των μαζών από το σοσιαλισμό με την οργάνωση μιας quasi (δήθεν) - φιλελεύθερης "εκστρατείας" κατά της κληρικοφροσύνης. Αυτό το χαρακτήρα είχε και η Kulturkampf στη Γερμανία και η πάλη των αστών δημοκρατών της Γαλλίας κατά της κληρικοφροσύνης. Η αστική αντικληρικοφροσύνη σαν μέσο για ν’ αποσπασθεί η προσοχή των εργατικών μαζών από το σοσιαλισμό, να τι προηγήθηκε στη Δύση από τη διάδοση μέσα στους σοσιαλδημοκράτες της σύγχρονης "αδιαφορίας" τους σχετικά με την πάλη κατά της θρησκείας. Και πάλι αυτό είναι κατανοητό και δικαιολογημένο, γιατί στην αστική και τη βισμαρκική αντικληρικοφροσύνη οι, σοσιαλδημοκράτες έπρεπε ν’ αντιπαρατάξουν ακριβώς την υποταγή της πάλης κατά της θρησκείας στην πάλη υπερ του σοσιαλισμού.
Στη Ρωσία οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Το προλεταριάτο είναι ο ηγέτης της αστικοδημοκρατικής μας επανάστασης. Το κόμμα του πρέπει να είναι ο ιδεολογικός ηγέτης στην πάλη ενάντια σε κάθε μεσαιωνισμό, κι’ ανάμεσα στ' άλλα ενάντια στην παλιά, επίσημη θρησκεία και σ’ όλες τις απόπειρες να την ανακαινίσουν ή να την στηρίξουν ξανά από την αρχή με διαφορετικό τρόπο κτλ. Γι’ αυτό, αν ο Ένγκελς διόρθωνε με σχετική επιείκεια τον οπορτουνισμό των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών που αντικαθιστούσαν το αίτημα του εργατικού κόμματος για την ανακήρυξη της θρησκείας από το κράτος σε ιδιωτική υπόθεση, με την ανακήρυξη της θρησκείας σε ιδιωτική υπόθεση για τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είναι ευνόητο ότι η αντιγραφή από τους ρώσους οπορτουνιστές αυτής της γερμανικής διαστρέβλωσης θα επέσυρε μια εκατό φορές πιο αυστηρή καταδίκη από μέρους του Ένγκελς.
Δηλώνοντας από το βήμα της Δούμας ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, η ομάδα μας της Δούμας ενήργησε απόλυτα σωστά και δημιούργησε, μ’ αυτόν τον τρόπο, ένα προηγούμενο που πρέπει να χρησιμεύσει σαν βάση για όλες τις ομιλίες των ρώσων σοσιαλδημοκρατών στο ζήτημα της θρησκείας. Έπρεπε μήπως να προχωρήσει παραπέρα, αναπτύσσοντας ακόμη πιο λεπτομερειακά τα αθεϊστικά συμπεράσματα; Νομίζουμε όχι. Αυτό θα μπορούσε ν’ αποτελέσει κίνδυνο μεγαλοποίησης της πάλης κατά της θρησκείας από μέρους του πολιτικού κόμματος του προλεταριάτου, θα μπορούσε να οδηγήσει στο σβήσιμο των συνόρων ανάμεσα στην αστική και στη σοσιαλιστική πάλη κατά της θρησκείας. Το πρώτο που έπρεπε να εκπληρώσει η σοσιαλδημοκρατική ομάδα στη μαυροεκατονταρχίτικη Δούμα, το εκπλήρωσε με τιμή.
Το δεύτερο, και ίσως το κυριότερο για τους σοσιαλδημοκράτες - η εξήγηση του ταξικού ρόλου της εκκλησίας και του κλήρου στην υποστήριξη της μαυροεκατονταρχίτικης κυβέρνησης και της αστικής τάξης στην πάλη της κατά της εργατικής τάξης - εκπληρώθηκε επίσης με τιμή. Φυσικά, πάνω σ’ αυτό το θέμα μπορούμε ακόμη να πούμε πάρα πολλά, και οι κατοπινές ομιλίες των σοσιαλδημοκρατών θα βρουν με τι να συμπληρώσουν το λόγο του σ. Σουρκόφ, μα ωστόσο ο λόγος του ήταν έξοχος και η διάδοση του από όλες τις κομματικες οργανώσεις είναι άμεση υποχρέωση του κόμματος μας.
Το τρίτο είναι ότι χρειαζόταν να ξεκαθαρίσουμε με τον πιο αναλυτικό τρόπο τη σωστή έννοια της θέσης που τόσο συχνά διαστρεβλώνεται από τους γερμανούς οπορτουνιστές: "ανακήρυξη της θρησκείας σε ιδιωτική υπόθεση". Αυτό, δυστυχώς, ο σ. Σουρκόφ δεν το έκανε. Κι’ αυτό είναι ακόμη πιο λυπηρό, γιατί στην προηγούμενη δράση της ομάδας είχε κιόλας διαπραχθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα το λάθος του σ. Μπελοούσοφ που σημειώθηκε έγκαιρα από την εφημερίδα "Προλετάρι". Οι συζητήσεις στην ομάδα δείχνουν ότι η διαμάχη για τον αθεϊσμό επισκίασε το ζήτημα της σωστής ανάπτυξης του περίφημου αιτήματος σχετικά με την ανακήρυξη της θρησκείας σε ιδιωτική υπόθεση. Δεν θα κατηγορήσουμε γι’ αυτό το λάθος όλης της ομάδας μόνο τον σ. Σουρκόφ. Κάτι παραπάνω. Αναγνωρίζουμε ανοιχτά ότι εδώ φταίει όλο το κόμμα, που δεν ξεκαθάρισε αρκετά αυτό το ζήτημα, που δεν καλλιέργησε αρκετά στη συνείδηση των σοσιαλδημοκρατών τη σημασία της παρατήρησης που έκανε ο Ένγκελς στους γερμανούς οπορτουνιστές. Οι συζητήσεις στην ομάδα αποδείχνουν ότι πρόκειται ακριβώς για μια όχι σαφή κατανόηση του ζητήματος, και κάθε άλλο παρά για άρνηση να πάρουν υπόψη τη διδασκαλία του Μαρξ, και είμαστε βέβαιοι ότι το λάθος θα διορθωθεί στις κατοπινές ομιλίες της ομάδας.
Επαναλαμβάνουμε ότι γενικά και στο σύνολο του, ο λόγος του σ. Σουρκόφ είναι έξοχος και πρέπει να διαδοθεί απ’ όλες τις οργανώσεις. Με τη συζήτηση αυτού του λόγου η ομάδα απόδειξε ότι εκτελεί με απόλυτη ευσυνειδησία το σοσιαλδημοκρατικό της χρέος. Μένει να ευχηθούμε να δημοσιεύονται πιο συχνά στον κομματικό τύπο ανταποκρίσεις σχετικά με τις συζητήσεις μέσα στην ομάδα, για να προσεγγίσει περισσότερο η ομάδα το κόμμα, για να γνωρίσει το κόμμα τη δύσκολη δουλειά που γίνεται μέσα στην ομάδα, για ν’ αποκατασταθεί η ιδεολογική ενότητα στη δράση του κόμματος και της ομάδας.

TOP READ