28 Δεκ 2011

Πατριωτισμός και πατριδοκαπηλία




Τα παραδείγματα της πατριωτικής και διεθνιστικής θέσης και δράσης του κόμματος της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων του χεριού και του πνεύματος, του ΚΚΕ, από τη μια, της πατριδοκαπηλίας, του τυχοδιωκτικού εθνικισμού και σοβινισμού της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και των κομμάτων της από την άλλη, αφθονούν στη νεοελληνική ιστορία.
Πριν αναφερθούμε σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, σκόπιμο είναι να υπογραμμίσουμε πως ο πατριωτισμός και ο διεθνισμός του ΚΚΕ δεν είναι ένα υστερνό, επίκτητο γνώρισμα. Συνυπάρχει από τη γέννηση και τη φύση του. Είναι θεμελιακή αρχή της ύπαρξης, της λειτουργίας και της δράσης του. Αυτό το βλέπουμε στα πρώτα βήματά του, όταν από το Ιδρυτικό του Συνέδριο απευθύνει «Ψήφισμα χαιρετισμού προς την Ρωσικήν Δημοκρατίαν των Σοβιέτ» και «Διαμαρτυρία διά την μελετωμένην επέμβασιν των συμμάχων» κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας.
Ας παραθέσουμε εδώ μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το «Ψήφισμα περί της ιδρύσεως Βαλκανικής δημοκρατικής Ομοσπονδίας» του Ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Οτι η πάλη των τάξεων η διεξαγόμενη υπό του προλεταριάτου της Βαλκανικής δυσχεραίνεται συνεπεία της εξωτερικής πολιτικής της αστικής τάξεως των Βαλκανίων και των Μ. Δυνάμεων. Οτι η οικονομική, πολιτική και κοινωνική πρόοδος των βαλκανικών χωρών εμποδίζεται από τας κυριάρχους τάξεις που θέλουν εκάστη την πολιτικήν ηγεμονίαν επί ζημία του γείτονος απογυμνουμένου των εδαφών του. Οτι εις αυτήν την αιτίαν της αντιδραστικής πολιτικής εσωτερικής αφορμής προστίθεται μια αιτία εξωτερικής αφορμής, δηλαδή η ιμπεριαλιστική πολιτική των Μ. Δυνάμεων εις τα Βαλκάνια, που είναι γι' αυτές ένα έδαφος επιθυμητόν εξ αιτίας του πλούτου των και της γεωγραφικής των θέσεως. Οτι η κοινωνική ανάπτυξις, η ανεξαρτησία και αυτή η ύπαρξις των βαλκανικών λαών θα κινδυνεύσουν εάν δεν ενώσουν τας δυνάμεις και τα μέσα των εις κοινόν σκοπόν αμύνης, προόδου και πολιτισμού...». (Το πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, Πρακτικά, σελ. 145-146).
Στο ίδιο ψήφισμα αναφέρεται ότι το Συνέδριο, μελετώντας γενικότερα την κατάσταση στα Βαλκάνια και διαπιστώνοντας ότι «ένεκα του αναμίκτου της συστάσεως των πληθυσμών ο καθορισμός εθνολογικών συνόρων είναι αδύνατος» και ότι «η πείρα απέδειξε ότι τα όπλα δε δύνανται να λύσουν τα ζητήματα αλλ' απεναντίας περιπλέκουν ταύτα», κατέληξε στη διαπίστωση ότι «ο μόνος τρόπος ενώσεως μεταξύ των βαλκανικών λαών, δυνάμενος να εξασφαλίσει τη συνεννόησιν και διαρκή ειρήνη, είναι η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία, στηριζόμενη επί θεσμών εντελώς δημοκρατικών, εγγυούμενη την πλήρη και πραγματικήν πολιτικήν, εθνικήν και γλωσσικήν ελευθερίαν όλων των εθνοτήτων άνευ διακρίσεων φυλής και θρησκεύματος και έχουσα ως κοινόν νομοθετικόν όργανον, εκτός της κατά τόπον Βουλής, μίαν Βουλήν εκλεγομένην διά της καθολικής, ίσης και αμέσου ψηφοφορίας με αναλογικήν αντιπροσωπείαν και αυτοδιοίκησιν και έχουσα ως μέσον αμύνης την πολιτοφυλακήν...». (Το πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, Πρακτικά, σελ. 147).
Ετσι, λοιπόν, έβλεπε το νεοϊδρυμένο κόμμα της εργατικής τάξης την επίλυση των βαλκανικών ζητημάτων προς όφελος των λαών της Χερσονήσου. Δεν υπάρχει σελίδα στην υπερογδοντάχρονη ιστορία του ΚΚΕ που να μην αναδείχνει την πατριωτική και διεθνιστική στάση των κομμουνιστών της Ελλάδας, σε αντίθεση με την κάθε φορά πολιτική της άρχουσας τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της.
«Οι κομμουνιστές γίνανε ολοκαύτωμα, έδωσαν τα πάντα στην υπεράσπιση των συμφερόντων της πατρίδας και του εργαζόμενου λαού της. Κι είναι γι' αυτό γεμάτοι από αίσθημα εθνικής υπηρηφανείας γιατί και το δικό τους έθνος δημιούργησε επαναστατική τάξη, γιατί και αυτό απέδειξε ότι είναι ικανό να δώσει στην ανθρωπότητα μεγάλα πρότυπα αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό». («Οι εξελίξεις στα Βαλκάνια και οι θέσεις του ΚΚΕ». Εκδοση της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1992, σελ. 12).
Μετά την απόφαση που πάρθηκε στις 6.5.1919 από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, ο Ελ. Βενιζέλος, θριαμβολογώντας, έλεγε:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβει την Σμύρνην, ίνα εξασφαλίσει την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφαση αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η Ενωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών πολέμων υπόδουλος υπό τον αυτόν ζυγόν, εννοώ καλώς ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσωσι σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας...».(Διονύσιος Α. Κόκκινος, «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», τόμος 4, Αθήνα 1972, σελ. 1.252).
Τη στιγμή που η πλουτοκρατική ολιγαρχία της χώρας μας και οι πολιτικοί εκφραστές της παρουσίαζαν την απόβαση στη Σμύρνη (15.5.1919) σαν ένα γεγονός που σήμαινε την αρχή για την απολύτρωση των «υπόδουλων αδελφών» στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, σαν την αρχή της πραγματοποίησης της «Μεγάλης Ελλάδος των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων», το Κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, με τη μικρή δύναμή του τότε και τη φωτισμένη σκέψη κατήγγειλε την εκστρατεία σαν ξένη και αντίθετη με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Αψηφώντας τις άπειρες διώξεις και τις ποταπές συκοφαντίες των πολιτικών του αντιπάλων, προειδοποίησε το λαό για τις συνέπειες του Μικρασιατικού τυχοδιωκτισμού και πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του για να τις αποτρέψει.
Οταν τον Αύγουστο του 1920, σύσσωμη η αστική τάξη πανηγύριζε έξαλλα για την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, το ΣΕΚΕ (Κ) με προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό, μεταξύ άλλων, τόνιζε:
«Η κυβερνώσα αστική τάξις επωφελείται της υπογραφής της ειρήνης με την Τουρκίαν για να παρασύρη τας εργαζομένας λαϊκάς μάζας εις σοβινιστικάς και πατριωτικάς εορτάς».
«...Εχει συμφέρον και αυτήν τη φοράν περισσότερον από κάθε άλλην, να εξαπατήσει τον λαό, τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, κολακεύουσα το "εθνικόν αίσθημα" αυτών, το οποίον οι πολιτευταί, τα σχολεία, οι παπάδες και οι στρατιωτικοί καταλλήλως διέστρεψαν εις έναν στενόν σοβινισμόν, εις μίσος τυφλόν κατά των αδελφών των, των εργατών και των χωρικών των άλλων χωρών της Βαλκανικής».
«... Εχει τέλος συμφέρον η αστική τάξις διά να εξοφλήση άπαξ διά παντός με τας ευθύνας της διά την καταστροφήν και τη δυστυχίαν εις την οποίαν εξέθεσε τη χώραν, διά να δικαιολογήσει τα άνομα κέρδη, διά να αποτρέψη την προσοχήν του λαού από την αθλιότητα που τον μαστίζει και διά ν' απομακρύνη την σκέψιν του από τους νέους πολέμους που παρασκευάζει, από τα νέα πραξικοπήματα που βυσσοδομεί κατά της ελευθερίας του και κατά της ζωής του».
«...Αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και τη Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον σφράγισιν της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους παρέσυραν εις τον πόλεμον...». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 104-110).
Με την ίδια προκήρυξή του, το ΣΕΚΕ (Κ) αφού ανέλυε τη θέση του απέναντι στον πόλεμο και την ειρήνη, καλούσε τους εργάτες, τους αγρότες, τους υπαλλήλους, τους στρατιώτες και κάθε βιοπαλαιστή να απαντήσουν «στους σοβινιστικούς και καρναβαλικούς εορτασμούς διά μίαν δήθεν ειρήνη, με μια φωνή και μίαν ψυχή: Κάτω οι πόλεμοι και η αλληλοσφαγή των λαών!..».
Η Κεντρική Επιτροπή των κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου, απαντώντας στην πατριδοκαπηλία των αστών πολιτικών που ζητούσαν την ψήφο των φαντάρων, αφού ξεσκέπαζε τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, το δήθεν φιλεργατισμό του Βενιζέλου και αποκάλυπτε την ουσία της Συνθήκης των Σεβρών από το κάθε άρθρο της οποίας «σιγάστραφτε και μια σπίθα καινούργιου πολέμου», έγραφε:
«... Δεν μπορείτε να 'χετε σεις πατρίδα ούτε ιδανικά. Τα ιδανικά σας και η πατρίδα σας είναι κλεισμένα μέσα στο σιχαμερό σας, συμφεροντολογικό σας εγώ, που την κτηνώδη απληστία του χορταίνει η θυσία του ανθρωπίνου αίματος. Η πατρίδα αυτή που την περιτριγυρίζετε μ' ένα γελοίο πλασματικό φωτοστέφανο είναι η δική μας η Πατρίδα. Και αληθινοί πατριώτες είμαστε εμείς. Οχι γιατί σκοτωθήκαμε και σκοτώσαμε άλλους ανθρώπους και ματώσαμε και ταλαιπωρηθήκαμε για τα συμφέροντά σας κάτω απ' την πίεση της βίας σας, αλλά γιατί το κήρυγμα της μεγάλης αλήθειας που 'ρχεται βροντόφωνο από κει πάνω (εννοούσαν τη σοβιετική Ρωσία), μας σφυρηλάτησε την καρδιά μας με τη θέληση της αγαπημένης πατρίδας μας, αναγεννημένης κι ευτυχισμένης με τη δύναμη την ακαταμάχητη που χρειάζεται στους μεγάλους απολυτρωτικούς αγώνες...». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 114-116).
Το ΣΕΚΕ (Κ) και μετά τις εκλογές του 1920, με όλη τη δύναμή του κατάγγειλε τη συνέχιση της τυχοδιωκτικής πολιτικής των Φιλελεύθερων από τη νέα κυβέρνηση των αντιβενιζελικών. «Το ΣΕΚΕ (Κ) οφείλει να διακηρύξει», τόνιζε σε ανακοίνωσή του, «ότι η πολεμική και ιμπεριαλιστική πολιτική την οποία συνεχίζει η νέα κυβέρνησις χάριν της επιστροφής του Κωνσταντίνου, δεν ανταποκρίνεται προς τους πόθους και τα συμφέροντα της μεγάλης τάξεως των παραγωγών του έθνους. Η πολιτική αύτη ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα ορισμένων κύκλων πολιτικών και άλλων επιχειρηματιών της πολιτικής και κεφαλαιοκρατικών κύκλων, οι οποίοι επείγονται να συναγωνιστούν το βενιζελικόν κόμμα εις την πολεμικήν και τυχοδιωκτικήν του πολιτικήν και να αναγνωριστούν αυτοί ως οι εγκυρότεροι πράκτορες των Ανταντικών συμφερόντων εν Ελλάδι».
Και σε άλλο σημείο της ανακοίνωσης:
«... Η Ελλάς μετά ή άνευ του Κωνσταντίνου θα εξακολουθήσει να είναι υποχείριος εις τας Μ. Δυνάμεις και ο ελληνικός λαός θα εξακολουθήσει να πληρώνει εις αίμα και εις χρήμα τα έξοδα της πολιτικής των δύο αντιμαχομένων αστικών κομμάτων...». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 164-165).
Με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς του 1921, οι κομμουνιστές στρατιώτες του μετώπου, χαιρετίζοντας το νέο χρόνο, αφού περιγράφανε τις άθλιες συνθήκες των φαντάρων, από τις όχθες του Μαιάνδρου ως τις χιονισμένες βουνοκορφές του Ουσάκ και από την Προύσσα ως τις παγωμένες πλαγιές των θρακικών βουνών, γράφανε:
«... Μη μας μιλάτε πια για λευτεριά, γιατί τόσο πιο αβάσταχτη αισθανόμαστε τη σκλαβιά μας. Είδαμε ότι και οι κυβερνήτες, όποιο χρωματισμό κι αν έχουν, δεν είναι παρά γνήσιοι αντιπρόσωποι της εκμεταλλεύτριας αυτών τάξης και ότι η κρατική εξουσία με τη στρατοκρατία της δεν είναι παρά μια οργανωμένη βία σε υπηρεσία των συμφερόντων της. Μη μας μιλάτε λοιπόν για πατρίδες και για εθνικές αποκαταστάσεις γιατί τόσο πιο σιχαμεροί μας φαινόσαστε!». («Το ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα», Τόμος Α` 1918-1924, σελ. 178).
Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή

Tου
Χρήστου ΤΣΙΝΤΖΙΛΩΝΗ*
Ο Χρήστος Τσιντζιλώνης είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Η δράση του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), οι ελληνικές αστικές πολιτικές δυνάμεις και τα ιμπεριαλιστικά κράτη


ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ 1919 - 1922 (1)

Ελληνες αιχμάλωτοι -1922
Μια από τις τραγικότερες σελίδες της νεότερης Ιστορίας του λαού μας είναι η Μικρασιατική Καταστροφή, τον Αύγουστο του 1922. Καταστροφή στην οποία οδήγησε η τυχοδιωκτική εκστρατεία της άρχουσας τάξης της Ελλάδας που ξεκίνησε στα μέσα του Μάη 1919 με την απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Τη μικρασιατική εκστρατεία πρέπει να την προσεγγίσουμε ως μια πολεμική ενέργεια, ενταγμένη στο διεθνές ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, που διαμορφωνόταν με βάση τα αποτελέσματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ, (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), επιβουλεύονταν τα πετρέλαια της Μοσούλης και, επομένως, ήθελαν να εδραιώσουν τις θέσεις τους και στην περιοχή του οθωμανικού κράτους. Γεγονός που συνεπαγόταν και ενέργειες για το διαμελισμό του. Γι' αυτό το σκοπό χρησιμοποίησαν και τον ελληνικό στρατό. Ταυτόχρονα, το εθνικοαπελευθερωτικό, αστικοδημοκρατικό επαναστατικό κίνημα στην Τουρκία, με επικεφαλής το Μουσταφά Κεμάλ, συγκροτεί κυβέρνηση στην Αγκυρα στις 23 Απρίλη του 1920 και έρχεται σε πλήρη ρήξη με τον σουλτάνο. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αντιλαμβανόμενες ότι ο σουλτάνος δεν είναι σε θέση να τσακίσει την επανάσταση, βάζουν μπρος το στρατιωτικό σχέδιο, με κύρια δύναμη τον ελληνικό στρατό, αλλά και τα δικά τους στρατεύματα. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Κεμάλ δε φέρνουν αποτέλεσμα. Ετσι στις 10 Αυγούστου 1920, υπογράφεται στις Σέβρες της Γαλλίας η Συνθήκη των Σεβρών, που ουσιαστικά ενίσχυε την αποικιακή υποδούλωση της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Βενιζέλου ανέλαβε την επιβολή της συγκεκριμένης Συνθήκης, η οποία απορρίφτηκε από την κυβέρνηση Κεμάλ. Ετσι, γενικεύτηκε, ουσιαστικά, ο πόλεμος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας ο οποίος τυπικά ξεκίνησε το Μάη του 1919.
1919: Ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη
Στις 2 Μάη (15 με το νέο ημερολόγιο) 1919, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων. Η εκστρατεία είχε ξεκινήσει. Το τραγικό της τέλος, όμως, ήταν προδιαγεγραμμένο.
Για να δούμε, όμως, πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε δύο παράγοντες: Πρώτον, ποια είναι η θέση της Ελλάδας, εκείνη την περίοδο, στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και, δεύτερον, ποιες διεθνείς συνθήκες επικρατούσαν και ποια σχέδια υπήρχαν για την περιοχή της Εγγύς Ανατολής.
Η αστική τάξη της Ελλάδας ήθελε την περίοδο εκείνη να διευρύνει την εσωτερική αγορά με νέα εδάφη. Και προσέβλεπε σε τέτοια εδάφη, όπου κατοικούσε και δρούσε ελληνικός πληθυσμός. Τέτοια ήταν τα παράλια της Μικράς Ασίας και η τότε Ανατολική Θράκη. Αλλά αυτή η επιδίωξη χωρίς τους τότε ιμπεριαλιστές συμμάχους της, νικητές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε να ευοδωθεί. Ηδη, η αστική τάξη ήταν αντιδραστική. Προσδοκούσε, λοιπόν, προσάρτηση εδαφών. Και αυτό συνδυαζόταν με τις επιδιώξεις ιμπεριαλιστικού μοιράσματος ολόκληρης της περιοχής από τα Βαλκάνια έως την Εγγύς Ανατολή, σε περίοδο αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιπλέον ήταν σύμμαχος των ηττημένων στον πόλεμο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Πενήντα πέντε χιλιόμετρα από την Αγκυρα
Ενα χρόνο νωρίτερα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, το 1918, έχει τελειώσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, που έγινε για το ξαναμοίρασμα των αποικιών. Ο καπιταλισμός έχει μπει στο ανώτερο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό και τα αποτελέσματα του πολέμου διαμορφώνουν την εξής κατάσταση: Η νίκη της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία και η προσπάθεια οικοδόμησης του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσμο έχει άμεση επίδραση στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και ανοίγει το δρόμο της κατάρρευσης του αποικιακού συστήματος. Τέτοια κινήματα ξεσπούν σε Ασία, Εγγύς και Μέση Ανατολή. Τα περιθώρια επέκτασης της ιμπεριαλιστικής δράσης στενεύουν, με αποτέλεσμα οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις να οξύνονται ακόμη παραπέρα. Οι νικήτριες του πολέμου, δυνάμεις της Αντάντ, ετοιμάζονται για νέο μοίρασμα του κόσμου, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία - παραπαίουσα πια και ηττημένη στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο - στέκει εμπόδιο στα σχέδιά τους για δύο κυρίως λόγους: Τα πετρέλαια και τα γεωστρατηγικής σημασίας εδάφη για τη δράση των μονοπωλίων. Η επιδίωξή τους, για τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, πλέον, είναι σαφής και γίνεται πράξη, όταν, τον Οκτώβρη του 1918, την αναγκάζουν να υπογράψει τη Συνθήκη του Μούδρου, που οδηγεί στο διαμελισμό της Αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση Βενιζέλου - ως εκφραστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης στη χώρα - βλέπει το ιδανικό περιβάλλον για να υλοποιήσει την επιδίωξη προσάρτησης νέων εδαφών και αύξησης των ορίων της δικής της αγοράς. «Μεγάλη Ιδέα» την ονόμασαν. Στο πλαίσιο του μοιράσματος μεταξύ των νικητριών ιμπεριαλιστικών κρατών και με την αξιοποίηση της συμμετοχής της στον πόλεμο στο πλευρό τους, η άρχουσα τάξη της Ελλάδας πίστευε ότι θα της εξασφάλιζαν εδάφη με το πρόσχημα της ύπαρξης σ' αυτά ελληνικών πληθυσμών.
Ελληνες αξιωματικοί με λάφυρα πυροβόλα όπλα
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Γενάρη του 1919, άρχισε στο Παρίσι η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία. Εκείνη την περίοδο, η κυβέρνηση δένει τη χώρα όλο και πιο στενά με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, στέλνοντας στη Σοβιετική Ρωσία εκστρατευτικό σώμα. Ο Βενιζέλος πηγαίνει ο ίδιος στο Παρίσι για να διεκδικήσει και διπλωματικά την υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Οι ιμπεριαλιστές ήθελαν ένα κράτος - χωροφύλακα στην περιοχή και στην κυβέρνηση του Βενιζέλου, με το αίτημα αποστολής ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Σμύρνη, βρίσκουν αυτό που ήθελαν. «Τον Απρίλη του 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο που είχε συγκροτηθεί από τους αρχηγούς της Αγγλίας, των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ιταλίας μετά τη συνδιάσκεψη για την ειρήνη, ικανοποίησε το αίτημα του Βενιζέλου για την κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό. Ετσι στις 15 Μάη 1919 άρχισε η απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) για τη Συνθήκη των Σεβρών
Στις 28/7 (10/8 με το νέο ημερολόγιο) 1920, υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία υποτίθεται ότι οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο παραχωρούσαν εδάφη του οθωμανικού κράτους στην Ελλάδα. Η αστική τάξη στη χώρα πανηγυρίζει για την Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Στρατιώτες αιχμάλωτοι στο Αφιόν Καραχισάρ
Αλλά η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και η ανάθεση της επιβολής βασικά στον ελληνικό στρατό προμήνυαν νέο πόλεμο, στο έδαφος της Τουρκίας πλέον, και ας αναγγελλόταν ως συμφωνία ειρήνης. Ετσι κι αλλιώς, ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη από το Μάη του 1919, ενώ πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στο στρατό του Κεμάλ είχαν προηγηθεί της Συνθήκης. Ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και συμμετείχε στην εισβολή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αντάντ στη Σοβιετική Ρωσία, (ουκρανική εκστρατεία στα 1919). Ηδη, με την ανακοίνωση της ΚΕ του Κόμματος, για τη Συνθήκη των Σεβρών, δόθηκε αναλυτικά η πολιτική και οι θέσεις του για τη μικρασιατική εκστρατεία.
Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), από την έναρξη ακόμη της μικρασιατικής εκστρατείας, με την απόβαση του στρατού στη Σμύρνη, αποκάλυπτε το χαρακτήρα της και την εκμετάλλευση του δίκιου των καταπιεζόμενων Ελλήνων της Μικράς Ασίας για ελευθερία, για σκοπούς ιμπεριαλιστικούς και κατακτητικούς. Και ήταν το μόνο κόμμα που αντιτάχτηκε στον άδικο και τυχοδιωκτικό πόλεμο. Προειδοποίησε το λαό για τις συνέπειές του και πάλεψε, με όλες τις δυνάμεις του, για να τον αποτρέψει, αψηφώντας τις άπειρες διώξεις, (φυλάκιση ολόκληρης της ΚΕ του ΣΕΚΕ, φυλακίσεις και εξορίες στελεχών του), που υπέστη γι' αυτήν τη συνεπή στάση του απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό της Ελλάδας. Ετσι, στηριγμένο στη μαρξιστική λενινιστική θεωρία, αν και νεαρό τότε κόμμα με λιγοστές δυνάμεις πάλευε ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τις κατακτητικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης που μόνο δεινά φόρτωνε το λαό. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμησή του για τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν σύσσωμη η αστική τάξη πανηγύριζε για την υπογραφή της. Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), όχι μόνο καταγγέλλει τη Συνθήκη, αλλά προειδοποιεί το λαό για τους κινδύνους που περικλείει για νέους πολέμους, αλλά και ποια θα ήταν η πραγματική ειρήνη που ποθούσε ο λαός. Δίνουμε, λοιπόν, ολόκληρο το κείμενο της ανακοίνωσης του Κόμματος, χωρίς άλλο σχολιασμό, ένα όχι πολύ γνωστό ιστορικό ντοκουμέντο από τα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τόμος πρώτος σελ. 104 - 110.Είναι δε τόσο αναλυτική και κατατοπιστική, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί εύκολα να βγάλει συμπεράσματα για το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και, τηρουμένων των αναλογιών, να συνειδητοποιήσει την ορθότητα των εκτιμήσεων και προβλέψεων του ΚΚΕ και για το σήμερα που η ευρύτερη περιοχή μας αποτελεί πεδίο ιμπεριαλιστικών πολεμικών συγκρούσεων με την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη της Ελλάδας να συμμετέχουν ενεργά στα τυχοδιωκτικά σχέδια της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων.
Προκήρυξις του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος
Η Σμύρνη καίγεται
Προς τους εργάτας
και χωρικούς της Ελλάδος
Η Ειρήνη που εορτάζουν οι αστοί
και η Ειρήνη που θέλει ο Λαός
Ελληνες εργάται και χωρικοί! Σύντροφοι προλετάριοι!
Η κυβερνώσα αστική τάξις επωφελείται της υπογραφής της ειρήνης με την Τουρκίαν για να παρασύρη τας εργαζομένας λαϊκάς μάζας εις σωβινιστικάς και πατριωτικάς εορτάς. Η αστική τάξις της χώρας έχει συμφέρον και αυτήν την φοράν, περισσότερον από κάθε άλλην, να εξαπάτηση τον λαόν, τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, κολακεύουσα το εθνικόν αίσθημα αυτών, το οποίον οι πολιτευταί, τα σχολεία, οι παπάδες και οι στρατιωτικοί καταλλήλως διέστρεψαν εις έναν στενόν σωβινισμόν, εις μίσος τυφλόν κατά των αδελφών των, των εργατών και των χωρικών των άλλων χωρών της Βαλκανικής. Εχει συμφέρον να εξαπατήση και πάλιν τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, με το πρόσχημα μιας δήθεν οριστικής ειρήνης, με το επιχείρημα του «διπλασιασμού της πατρίδος» και της απελευθερώσεως των «υποδούλων αδελφών».
Εχει ακόμη συμφέρον να εξαπατήση διά μίαν ακόμη φοράν τον λαόν, διά να δικαιολόγηση παν ό,τι εναντίον του ιδίου λαού διεπράχθη, διά να υποκλέψη την ψήφον του αύριον και να νομιμοποιήση την εγκληματικήν πολιτικήν, την οποίαν επί οκτώ χρόνια τώρα εφαρμόζει, την πολεμικήν πολιτικήν, την οποίαν εν ονόματι δήθεν της εθνικής απελευθερώσεως οργάνωσε, την πολιτικήν της τρομοκρατίας και δικτατορίας, την οποίαν εν ονόματι δήθεν των εθνικών ζητημάτων εφήρμοσεν. Εχει τέλος συμφέρον η αστική τάξις διά να εξοφλήση άπαξ διά παντός με τας ευθύνας της διά την καταστροφήν και την δυστυχίαν εις την οποίαν εξέθεσε την χώραν, διά να δικαιολογήση τα άνομα κέρδη και τας ανόμους κατά τον πόλεμον κτηθείσας περιουσίας, διά να αποτρέψη την προσοχήν του λαού από την αθλιότητα που τον μαστίζει και διά ν' απομακρύνη την σκέψιν του από τους νέους πολέμους που παρασκευάζει, από τα νέα πραξικοπήματα που βυσσοδομεί κατά της ελευθερίας του και κατά της ζωής του.
Αλλά ποία υπήρξεν αυτή η ειρήνη, όπως τι ήτο ο διεξαχθείς πόλεμος εις τον οποίον ανεμίχθη η Ελλάς και όλος σχεδόν ο κόσμος, το Κόμμα μας, το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα, το κόμμα που αγωνίζεται διά την αφύπνισιν, την οργάνωσιν και την απελευθέρωσιν από τον ζυγόν της κεφαλαιοκρατίας του προλεταριάτου της χώρας μας, εγκαίρως προείδε και εγκαίρως κατήγγειλε. Παρά τα πιεστικά μέτρα που μετήλθεν εναντίον του Κόμματος και ολοκλήρου της εργατικής και αγροτικής τάξεως η κυβερνώσα τάξις, παρά την τρομοκρατίαν και τα μέτρα τα οποία έλαβεν εναντίον του και τα οποία εστοίχισαν εις αυτό όχι ολίγα θύματα, το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα, το οποίον προείδε τον παγκόσμιον πόλεμον και εχαρακτήρισεν αυτόν ανταξίως των ιμπεριαλιστικών και ληστρικών του σκοπών, δεν ηπατήθη, ούτε ως προς την ειρήνην, η οποία ηδύνατο να πρόκυψη δι' όλας τας χώρας και δι' όλους τους λαούς, ούτε ειδικώς διά την ειρήνην, η οποία θα προέκυπτε διά τον λαόν της Ελλάδος.
Πράγματι αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και τη Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον σφράγισιν της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους παρέσυραν εις τον πόλεμον. Υπό το πρόσχημα της Κοινωνίας των Εθνών και την κατασυντριβή του γερμανικού μιλιταρισμού και της αυτοκρατορίας των Χοεντζόλερν και των Αψβούργων, οι ιμπεριαλισταί της Αγγλίας έδεσαν με νέα δεσμά τους λαούς και απέδειξαν τας εγκληματικάς και ληστρικάς προθέσεις των. Το δήθεν δόγμα των περί ελευθέρας διαθέσεως των εθνών και ελευθέρας αναπτύξεως των μικρών λαών κατεκουρέλιασαν αυτοί οι ίδιοι, οι οποίοι εξακολουθούν ακόμη να διατηρούν υπό την κατοχήν των την Ιρλανδίαν, την Αίγυπτον, τας Ινδίας, την Συρίαν, την Μεσοποταμίαν, την Παλαιστίνην, την Κύπρον και πολλά ακόμη εδάφη της τουρκικής αυτοκρατορίας, τα οποία εκμεταλλεύονται, οι οποίοι είναι γνωστόν, εγκατέστησαν πολιτικόν και οικονομικόν έλεγχον εις όλας τας ηττηθείσας χώρας, αφού κατέλαβον διά της βίας τας πλουτοφόρους πηγάς αυτών, οι οποίοι εξεβίασαν την προσχώρησιν όλων σχεδόν των μικρών εθνών εις τον πόλεμον, οι οποίοι έπνιξαν εις το αίμα τη σοβιετικήν δημοκρατίαν της Ουγγαρίας και οι οποίοι εκήρυξαν τον αποκλεισμόν, οργάνωσαν συνωμοσίας και τέλος επενέβησαν διά των όπλων εναντίον του ελευθέρου λαού των εργατών και χωρικών της Ρωσικής σοβιετικής δημοκρατίας. Το κόμμα μας έχει την υποχρέωσιν ν' αποκαλύψη εις τα μάτια των εργαζομένων τάξεων της χώρας, το αίσχος που περικαλύπτουν αι περίφημοι αυταί συνθήκαι της ειρήνης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η συνθήκη με την Τουρκίαν. Εχει υποχρέωσιν ν' αποκαλύψη ιδίως το ψεύδος που περικαλύπτει η ειρήνη αυτή, τον μύθον περί της απελευθερώσεως υποδούλων πληθυσμών, το ψεύδος περί του δήθεν τερματισμού του πολέμου. Οι υπόδουλοι πληθυσμοί δεν απηλευθερώθησαν. Ο πόλεμος δεν ετελείωσεν. Απλώς διά της ειρήνης ταύτης ετέθησαν αι βάσεις των πολέμων της αύριον, τους οποίους μελετούν να εξαπολύσουν εκ της Βαλκανικής εις την Ασίαν και εις την ανατολικήν Ευρώπην, εναντίον του λαού της Ρωσίας και κάθε άλλου λαού ο οποίος θα ετόλμα ν' αποτινάξη τον ζυγόν των κυρίων του.
Ελληνες εργάται και χωρικοί!
Η ειρήνη, εν ονόματι της οποίας μας εκάλεσαν υπό τα όπλα και εν ονόματι της οποίας επολεμήσαμεν, δεν είναι αυτή διά την οποίαν εορτάζουν σήμερον οι εκμεταλλευταί μας. Η πατρίς, εν ονόματι της οποίας σας ομιλούν, η πατρίς μας, δεν είναι εκείνη διά την οποίαν εδώσαμε και την ζωήν μας και διά το μεγάλωμα της οποίας επί οκτώ τώρα χρόνια υπέστημεν ημείς και αι οικογένειαί μας τας κακουχίας και τας στερήσεις του πολέμου.
Η ελευθερία μας και η ελευθερία των υποδούλων αδελφών μας, δεν είναι αυτή που πραγματοποιεί η ειρήνη των αστών, αυτή εν ονόματι της οποίας δεκάδες συντρόφων μας στενάζουν εις τας φυλακάς, εν ονόματι της οποίας οι εργάται των απελευθερωθέντων εδαφών καταδιώκονται και φυλακίζονται.
Η ειρήνη την οποίαν πανηγυρίζουν, είναι εκείνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχίαν και την ιδικήν των κυριαρχίαν. Είναι ειρήνη μεταξύ των αστικών τάξεων των κυρίων μας, εναντίον των εργαζομένων τάξεων των δούλων. Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποίαν μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμετάλλευσίς των. Το μεγάλωμά της διά το οποίον πανηγυρίζουν, είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των.
Η ελευθερία την οποίαν καυχώνται ότι πραγματοποιεί η ειρήνη, είναι πραγματικώς η πολιτική και οικονομική υποδούλωσις της χώρας μας εις τας μεγάλας κεφαλαιοκρατικάς δυνάμεις της Δύσεως, των συμφερόντων των οποίων αποτελεί σήμερον και θα αποτελεί και εις το μέλλον ένα τυφλόν και ετεροκίνητον όργανον. Η ελευθερία περί της οποίας ομιλούν, είναι η ελευθερία της τάξεώς των, εις βάρος της ελευθερίας της ιδικής μας πολυπληθούς τάξεως, την οποίαν καταπιέζουν και καταδυναστεύουν. Εις την απελευθέρωσιν των δούλων αδελφών δεν βλέπουν τίποτε άλλο, παρά την απόκτησιν φθηνών εργατικών χειρών για την βιομηχανίαν των, φθηνών σκλάβων για τα τσιφλίκια των και τα κτήματά των, νέων καταναλωτών για τα εμπορεύματά των.
Η ειρήνη, για την οποίαν επολεμήσαμε, δεν είναι η πραγματική ειρήνη των λαών, εκείνη που θα καταργήσει τους πολέμους και θα αδελφώση όλους τους ανθρώπους. Η ειρήνη που ηθελήσαμεν είναι εκείνη που θα καταργήση την εκμετάλλευσιν της εργασίας των πολλών από τους ολίγους, είναι εκείνη που θα καθίση στο σκαμνί τους εγκληματίας του πολέμου και που θα αποδώση εις την κοινωνίαν τα πλούτη που αυτοί εσφετερίσθησαν. Η πατρίς για την οποίαν υπεφέραμεν είναι εκείνη, όπου δεν θα υπάρχουν πλέον σύνορα που θα χωρίζουν τους λαούς, όπου η γη θα είναι πατρίδα και μητέρα όλων των ανθρώπων και που θα χαρίζη εξίσου εις όλους τ' αγαθά της. Η ελευθερία για την οποίαν εχύσαμε το αίμα μας, είναι η πραγματική ελευθερία και ανεξαρτησία των μικρών και αδυνάτων λαών. Είναι η ισότης μεταξύ όλων των ανθρώπων, είναι η κατάργησις των κοινωνικών τάξεων και η δικαιοσύνη. Η απελευθέρωσις των δούλων αδελφών την οποίαν επιζητούμεν, δεν είναι μόνον η απελευθέρωσίς των από τον ξένον φυλετικόν ζυγόν, αλλά και από τον πολιτικόν και οικονομικόν ζυγόν της αστικής τάξεως της πατρίδος των, των νέων των κυρίων. Η εθνική ενότης και η εθνική αποκατάστασις, όπως ημείς την εννοούμεν, είναι η πραγματική απελευθέρωσις από κάθε ξένην πολιτικήν και οικονομικήν κηδεμονίαν. Ετσι όλα αυτά τα όνειρα που εφαντάσθημεν και με τα οποία μας εγαλούχησαν επί τόσα χρόνια, όλα διεψεύσθησαν κατά τον οικτρότερον τρόπον. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και η πολιτική και οικονομική μας θέσις εχειροτέρευσε περισσότερον.
Ελληνες εργάται και χωρικοί και όλοι οι βιοπαλαισταί!
Η χώρα μας εξήλθεν από τον πόλεμον εθνικώς υποδουλωμένη και οικονομικώς κατεστραμμένη. Εθνικώς υποδουλωμένη εις τας μεγάλας αστικάς δυνάμεις της Δύσεως αι οποίαι την εμεγάλωσαν διά να τη χρησιμοποιούν στρατιωτικώς όπου τα συμφέροντά των κινδυνεύουν. Οικονομικώς βεβαρημένη με δυσβάστακτα χρέη, τα οποία ο εργαζόμενος ελληνικός λαός θα κληθή να πληρώση. Τα κολοσσιαία ελλείμματα του ογκώδους προϋπολογισμού, ο οποίος κατασπαταλάται εις πολέμους και εις εξοπλισμούς, δεν είναι ικανοί πλέον να καλύψουν οι βαρύτατοι φόροι υπό τους οποίους ο εργαζόμενος λαός στενάζει. Νέα δάνεια και νέα υποδούλωσις, οικονομική και πολιτική, είναι η συνέπεια της πολιτικής ταύτης. Κάθε επιχείρησις, κάθε πηγή πλούτου συνεκεντρώθη εις χείρας των ολίγων εκμεταλλευτών, οι οποίοι επλούτισαν από τον πόλεμον. Η ζωή κατέστη αφόρητος διά τον λαόν, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να μισθώνη την εργασίαν του υπό όρους πολύ κατωτέρους των στοιχειωδών αναγκών της ζωής του την οποίαν κατέστησεν ανυπόφορον ο πόλεμος των αστών.
Σύντροφοι προλετάριοι των πόλεων και των αγρών, εργάται, χωρικοί, βιοπαλαισταί!
Απέναντι της καταστάσεως ταύτης η οποία εξωτερικώς μεν οδηγεί την χώραν προς νέους αγνώστους πολέμους και νέας συμφοράς, εσωτερικώς δε οδηγεί αυτήν εις την πλέον αδυσώπητον χρεωκοπίαν και αθλιότητα, που επαυξάνει το αδιέξοδον και την απόγνωσιν των ταλαιπωρημένων μαζών, το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα υψώνει την φωνήν του και καταγγέλλει ως συνένοχα και υπεύθυνα όλα εν γένει τα αστικά κόμματα, όσα προ και κατά τη διάρκειαν του πολέμου εκυβέρνησαν την χώραν κ' εβοήθησαν εις την πολιτικήν του πολέμου, της πιέσεως και της υποδουλώσεως του λαού.
Το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα, το οποίον από της αρχής του ευρωπαϊκού πολέμου μέχρι σήμερον και επί των πρώτων κυβερνήσεων και επί της σημερινής, δεν έπαυσε να διαμαρτύρεται διά την τυχοδιωκτικήν και ξενικήν πολιτικήν όλων των αστικών κομμάτων και να διαφωτίζη τας εργαζομένας τάξεις, εφ' όσον ηδύνατο να διαφεύγη τα άτιμα και αισχρά μέσα με τα οποία οι εκάστοτε κυβερνώντες δικτάτορες εζήτησαν να πνίξουν την φωνήν του προλεταριάτου εκβιάζοντες τούτο διά την υποστήριξιν της ιμπεριαλιστικής των πολιτικής, αντιτάσσει μετά περισσότερου θάρρους σήμερον το απελευθερωτικόν πρόγραμμά του και προσκαλεί να συσπειρωθούν πέριξ αυτού όλα τα θύματα της δυστυχίας και της απάτης, όλους εκείνους, οι οποίοι παρεσύρθησαν καλή τη πίστει πιστεύσαντες εις την ηθικήν μιας ενόχου πολιτικής, να συνδράμουν τον αρχόμενον αγώνα εναντίον της κυριαρχίας των εκμεταλλευτών, εναντίον των νέων πιέσεων και αυθαιρεσιών αυτών, εναντίον κάθε άλλου πολέμου.
Η ώρα του νέου πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί, τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί, είναι οι πραγματικοί - οι φυσικοί - εχθροί μας. Κατά τούτων όλων, άνευ ουδεμίας διακρίσεως, καλεί το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα τους εργάτας και χωρικούς να ενωθούν, να οργανωθούν. Κατά τούτων πάντων των εκμεταλλευτών και τυράννων μας, καλεί το Κόμμα μας τους εργάτας, τους χωρικούς και όλους τους βιοπαλαιστάς να αμυνθούν! Η ιστορία του κινήματος των προλεταρίων, των εκμεταλλευομένων όλου του κόσμου, μαρτυρεί ότι ουδεμία τυραννία ποτέ κατέπεσε άνευ της πρωτοβουλίας και της εξεγέρσεως των τυραννουμένων. Εις τη σημερινήν δε ανυπόφορον κατάστασιν που εδημιούργησαν εις τον τόπον οι συνεχείς πόλεμοι και αι επιστρατεύσεις παραλλήλως με τας εξοντωτικάς διαμάχας των αστικών κομμάτων και την ληστρικήν απομύζησιν της εργασίας και του ιδρώτος του εργαζομένου λαού από τους εκμεταλλευτάς, τους αισχροκερδείς πατριώτας και οψιπλούτους μεγαλοϊδεάτας και πάσης φύσεως εκμεταλλευτάς, μόνον η πρωτοβουλία του προλεταριάτου, μόνη η οργάνωσις και η δύναμίς του, κατευθυνομένη εναντίον της επί πλέονκυριαρχίας της τάξεως των εκμεταλλευτών, δύναται να σώση τον τόπον από την αθλιότητα και την αναρχίαν εις την οποίαν οδηγείται μοιραίως, από την τελείαν οικονομικήν και πολιτικήν εξαφάνισίν του.
Μόνη η δύναμις των Ελλήνων εργατών και χωρικών, οργανωμένων και ηνωμένων με όλους τους άλλους εργάτας και χωρικούς της Βαλκανικής, δύναται να εξασφαλίση εις το έθνος μίαν ελευθέραν ύπαρξιν και να οργανώση τας παραγωγικάς του δυνάμεις εις μίαν ανεξάρτητον οικονομίαν ανταξίως προς τας ανάγκας του και προς τον σκοπόν μιας ελευθέρας ζωής. Μόνον η ένωσις των Ελλήνων εργατών και χωρικών ηνωμένων υπό μίαν κοινήν σημαίαν με τους άλλους εργάτας και χωρικούς των Βαλκανίων, αποτελεί την πραγματικήν εγγύησιν διά την ειρήνη και ησυχίαν της Ελλάδος και όλων των βαλκανικών λαών και διά την οριστικήν χειραφέτησιν της Ελλάδος και όλων των άλλων βαλκανικών λαών από τας επεμβάσεις και επιθέσεις του ξενικού κεφαλαίου και των ξένων ιμπεριαλιστών.
Μόνη η επικράτησις των Ελλήνων εργατών και χωρικών μαζύ με τους άλλους προλεταρίους των Βαλκανίων θ' αποδώση εις την χώραν αληθινήν ανεξαρτησίαν και το δικαίωμα της ελευθέρας αναπτύξεως και διαθέσεώς της προς ένα έντιμον μέλλον, μέλλον πραγματικής ελευθερίας και ευτυχίας.
Η ώρα του νέου αγώνος έφθασεν! Ολοι όσοι εδοκίμασαν και υπέμειναν την δυστυχίαν και τας πιέσεις κατά την διάρκειαν του μεγάλου πολέμου και εννοούν την προδοσίαν και την ενοχήν όλων των αστικών κομμάτων, από τούδε ας συνταχθούν σταθερώς και ας αγωνισθούν αποφασιστικώς διά τον σκοπόν και το πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού εργατικού κόμματος.
Ολοι με μίαν θέλησιν, με μίαν ψυχήν, με μίαν προσπάθειαν, ας αντιμετωπίσωμεν τους εκμεταλλευτάς, δηλούντες ότι δεν ανεχόμεθα επί πλέον νέους πολέμους και νέα αίματα, νέας πιέσεις, νέους εκβιασμούς και νέαν εκμετάλλευσιν και ότι θέλομεν να ζήσωμεν όλοι πλέον ελεύθερα με όλους τους άλλους λαούς της Βαλκανικής και Ανατολής οι οποίοι είναι αδελφοί μας και ότι εφεξής θα αγωνισθώμεν μαζί των διά την οριστικήν επικράτησιν της σημαίας μας, διά την οριστικήν απολύτρωσίν μας από κάθε είδους ζυγόν, από κάθε εκμετάλλευσιν. Ολοι οι προλετάριοι, όλοι οι εκμεταλλευόμενοι, όλοι οι πενόμενοι και οι δυστυχείς, οι εργάται, οι υπάλληλοι, οι αγρότες, οι στρατιώται, όλοι οι βιοπαλαισταί, ας ενωθούμε, ας συνενώσουμε τας τάξεις του μεγάλου αγώνος που διεξάγει το Σοσιαλιστικόν κόμμα της Ελλάδος, όλοι ας απαντήσουμε στους σωβινιστικούς και καρναβαλικούς εορτασμούς διά μίαν δήθεν ειρήνην, με μία φωνή και μία ψυχή:
Κάτω οι πολέμοι και η αλληλοσφαγή των λαών!
Κάτω η επιστράτευσις και κάθε άλλος εκβιασμός του λαού διά νέους πολέμους!
Ζήτω η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου!
Αθήναι τη 10η Σεπτεμβρίου 1920
Η Κεντρική Επιτροπή
Το ΚΚΕ για τον μικρασιατικό πόλεμο
Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) ήταν το μοναδικό κόμμα στην Ελλάδα που έδινε τη μάχη για την πραγματική ειρήνη, σε σύνδεση με την πάλη για την ικανοποίηση των αναγκών του λαού, ενάντια στο αστικό καθεστώς. Αυτό θα γίνει ακόμη πιο αντιληπτό μέσα από άλλα ντοκουμέντα του Κόμματος στη συγκεκριμένη περίοδο.
Στο μικρασιατικό μέτωπο συγκροτήθηκε επίσης Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των κομμουνιστών στρατιωτών, με στόχο τη διαφώτιση των στρατιωτών του μετώπου, αναδεικνύοντας τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της με την τυχοδιωκτική μικρασιατική εκστρατεία, από τη μια πλευρά, και τα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα, από την άλλη.
Να τι έγραφε σε προεκλογική ανακοίνωσή της, με τίτλο «Η φωνή των στρατιωτών του Μετώπου», το Σεπτέμβρη του 1920.
«Αφού τόσον καιρό εστρώσαμε της Βαλκανικής, της Ρωσίας και της Ανατολής τα βουνά και τους κάμπους με τα κουφάρια μας και με το σκοτωμένο αίμα μας εβάψαμε το χώμα και τις πέτρες τους, αφού οι αφέντες που κυβερνάνε μας δέσανε με τις βαριές αλυσίδες της οργανωμένης βίας σαβανώνοντας τα σπιτικά μας με τη μαυρίλα της δυστυχίας, έρχονται τώρα με την απαίσια ικανοποίηση του θριάμβου των να μας ζητήσουνε ψήφο ευγνωμοσύνης για το μεγάλωμα της "Πατρίδος" και για την απελευθέρωση των "υποδούλων αδελφών"...
Κι όταν, πια, ενώ εμείς τραβούσαμε το θανατερό δρόμο του μαρτυρίου μας με τα νύχια των στρατοκρατικών κοράκων στη σάρκα μας, είδαμε αυτή την παρασιτική τάξη... είδαμε αυτούς τους κυβερνητικούς πάτρωνες τους μ' όλο το φκιασίδι του φιλεργατισμού των να ρίχνουν στο τέλος κάθε πρόσχημα δίνοντας τις πιο οιχτρές αναχρονιστικές λύσεις στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, εργατικά, αγροτικά και αρπάζοντας τον ιδρώτα και το αίμα των αδελφών μας εργατών και χωρικών για να χτίζουν τα παλάτια και να γεμίζουν τις κάσες των πλουτοκρατών...
Δεν μπορείτε να 'χετε σεις πατρίδα ούτε ιδανικά. Τα ιδανικά σας και η πατρίδα σας είναι κλεισμένα μέσα στο συχαμερό σας συμφεροντολογικό σας εγώ που την κτηνώδη απληστία του χορταίνει η θυσία του ανθρωπίνου αίματος. Η πατρίδα αυτή που την περιτριγυρίζετε μ' έναν γελοίο πλασματικό φωτοστέφανο είναι η δική μας η πατρίδα. Και οι αληθινοί πατριώτες είμαστε εμείς. Οχι γιατί σκοτωθήκαμε και σκοτώσαμε άλλους ανθρώπους και ματώσαμε και ταλαιπωρηθήκαμε για τα συμφέροντά σας κάτω απ' την πίεση της βίας σας, αλλά γιατί το κήρυγμα της μεγάλης αλήθειας που 'ρχεται βροντόφωνο από κει πάνω, (σ.σ. εννοείται η Σοβιετική Ρωσία), μας εσφυρηλάτησε την καρδιά μας με τη θέληση της αγαπημένης πατρίδας μας αναγεννημένης κι ευτυχισμένης με τη δύναμη την ακαταμάχητη που χρειάζεται στους μεγάλους απολυτρωτικούς αγώνες, με την αγάπη για όλους τους δυναστευομένους ανθρώπους του κόσμου και για τη λευτεριά και για την παντοτεινή ειρήνη και για την αδελφοσύνη. Αυτή είναι η πατρίδα για την οποία έχουμε την ανώτερη θέληση και δύναμη να πολεμήσουμε. Και θα πολεμήσουμε γι' αυτήν». (Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα τόμος Α', σελ. 114 - 116).
Οι εκλογές έγιναν το Νοέμβρη του 1920. Η αντιβενιζελική παράταξη επικέντρωσε τον προεκλογικό της αγώνα στο ζήτημα του τερματισμού του πολέμου. Το ΣΕΚΕ (Κ) πήρε για πρώτη φορά μέρος στις εκλογές, συνεχίζοντας την αδιάκοπη πάλη του για την ικανοποίηση των αιτημάτων και των αναγκών των λαϊκών στρωμάτων, σε συνδυασμό με τον αντιπολεμικό αγώνα. Το ΣΕΚΕ (Κ), δίνοντας αυτή την πολιτική μάχη κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου, εν μέσω αγρίων διώξεων, προσπάθειας φίμωσης της φωνής του, και συνθηκών νοθείας και εξαπάτησης του λαού, αποκάλυπτε ταυτόχρονα ότι και η αντιβενιζελική αντιπολίτευση θα συνεχίσει την ίδια τυχοδιωκτική πολιτική, αν γίνει κυβέρνηση.
«... Η οργανωμένη εργατική τάξις η οποία ουδέποτε ηθέλησε να γίνη ευνούχος ουδενός αστικού κόμματος, δεν ηργάσθη κατά της βενιζελικής δικτατορίας χάριν της υποθέσεως του Κωνσταντίνου ή διά το συμφέρον των εν τη εξουσία πολιτικών, αλλά χάριν του ίδιου αυτής αγώνος, του αγώνος εναντίον του πολέμου, της τυραννίας και της εκμεταλλεύσεως της οποίας υπήρξεν το αέναον θύμα κατά την τελευταίαν δεκαετίαν. Χωρίς σήμερον μετά το επελθόν εκ των εκλογών αποτέλεσμα ουδέ κατά το ελάχιστον να κλονίζεται εις την στάσιν του έναντι του κόμματος των Φιλελευθέρων, το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν (Κομμουνιστικόν) Κόμμα οφείλει να διακηρύξη ότι η πολεμική και ιμπεριαλιστική πολιτική την οποία συνεχίζει η νέα κυβέρνησις χάριν της επιστροφής του Κωνσταντίνου, δεν ανταποκρίνεται προς τους πόθους και τα συμφέροντα της μεγάλης τάξεως των παραγωγών του έθνους.
Η πολιτική αύτη ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα ορισμένων κύκλων πολιτικών και άλλων επιχειρηματιών της πολιτικής και κεφαλαιοκρατικών κύκλων, οι οποίοι επείγονται να συναγωνιστούν το βενιζελικόν κόμμα εις την πολεμικήν και τυχοδιωκτικήν του πολιτικήν και να αναγνωριστούν αυτοί ως οι εγκυρότεροι πράκτορες των Ανταντικών συμφερόντων εν Ελλάδι». (Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τόμος Α΄, σελ.163 - 165).
Γι' αυτό καλούσε στην αποφασιστική ενίσχυση των συνδυασμών του. Τις εκλογές κέρδισε η αντιβενιζελική παράταξη, που με σκηνοθετημένο δημοψήφισμα επανέφερε το βασιλιά Κωνσταντίνο. Το ΣΕΚΕ (Κ) συγκέντρωσε το 13% των ψήφων, (100.000).
Η νέα κυβέρνηση συνεχίζει τον τυχοδιωκτικό πόλεμο της προηγούμενης. Ετσι η Πρωτοχρονιά του 1921 βρίσκει τα στρατευμένα παιδιά του λαού στο Μέτωπο.
Μέχρι την ύστατη στιγμή
Το ΣΕΚΕ (Κ), ακόμη και την ύστατη στιγμή, όταν η καταστροφή στη Μικρά Ασία απεικονιζόταν με την τραγική ήττα, τη φωτιά στη Σμύρνη και τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας να πέφτει στη θάλασσα, έκανε ό,τι ήταν δυνατό, προκειμένου οι συνέπειες να μη γίνουν τόσο οδυνηρές για τον ελληνικό λαό και κυρίως να σωθούν από την καταστροφή τόσο οι Ελληνες στρατιώτες, όσο και οι μετέπειτα Ελληνες πρόσφυγες, αλλά και άλλες εθνότητες που αποτελούσαν μειονότητες στην Τουρκία.
Η επίθεση του στρατού του Κεμάλ άρχισε στις 13 Αυγούστου 1922 στη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ -Σμύρνη. Η ήττα είναι συντριπτική και ο ελληνικός στρατός αρχίζει την άτακτη υποχώρησή του.
Στις 8 του Σεπτέμβρη, οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη και στις 18 του ίδιου μήνα ολοκληρώνεται η εκκένωση της Μ. Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα.
Η Σμύρνη παραδίδεται στις φλόγες και ο πληθυσμός της κάνει απελπισμένη προσπάθεια να σωθεί, καταφεύγοντας στα συμμαχικά καράβια. Αλλά οι σύμμαχοι ιμπεριαλιστές της ελληνικής πλουτοκρατίας, Αγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί ανέχονται με τη μεγαλύτερη απάθεια να πετιούνται μπρος τα μάτια τους οι Ελληνες στη θάλασσα, χωρίς καν την παραμικρή συμβολή, έστω για να σωθούν.
Αυτή, λοιπόν, την περίοδο το ΣΕΚΕ (Κ) και η ΓΣΕΕ κάνουν διάβημα «Προς τα Κομμουνιστικά Κόμματα και τας Εργατικάς Συνομοσπονδίας της Ευρώπης και προς την Ρωσίαν»,για να συμβάλουν στο ζήτημα της προστασίας των ελληνικών πληθυσμών και των αιχμαλώτων. Ολόκληρα τα κείμενα που απεστάλησαν δημοσιεύτηκαν στο«Ριζοσπάστη» στις 28 Αυγούστου 1922 και έχουν ως εξής:
Η Διοίκησις του Σοσιαλιστικού Εργατικού κόμματος πολλάκις είχεν ενδείξεις περί του δυνατού μιας Ελληνοτουρκικής Συνεννοήσεως, η οποία θα απεσόβει πολλάς από τας σημερινός συμφοράς και πάντως θα εξησφάλιζε σοβαροτάτας εγγυήσεις υπέρ των Ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Επί τη βάση των ενδείξεων τούτων επεζήτησε πολλάκις να πείση την κυβέρνησιν περί της ανάγκης της τοιαύτης συνεννοήσεως και του τοιούτου προσανατολισμού της πολιτικής της, αλλ' ή κυβέρνησις Γούναρη όχι μόνον δεν ηθέλησε να δόση προσοχήν εις τας υποδείξεις ταύτας, αλλά και επανειλημμένας απ' ευθείας προτάσεις των Σοβιέτ συστηματικώς απέκρουσε, διά να φανή ευχάριστος προς τους Γάλλους ιμπεριαλιστάς.
Ηδη η διοίκησις του κόμματος, κατόπιν της δημιουργηθείσης εξ υπαιτιότητος της κυβερνήσεως καταστάσεως, εθεώρησε καθήκον της να απευθυνθή απ' ευθείας τόσον προς τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης, όσον και προς την Σοβιετικήν Ρωσίαν διά της Βαλκανικής κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, όπως ζητήση την επέμβασίν των υπέρ των θυμάτων της παράφρονος πολιτικής των Ελληνικών κυβερνήσεων.
Ούτω χτες συνέταξε τα κάτωθι τηλεγραφήματα αξιώσασα από τον υπουργόν των Εξωτερικών να επιτραπή η ελευθέρα αποστολή των:
Βασίλειον Κολάρωφ, δικηγόρον, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας.
Συντικάλεμ Ντομ Σόφιαν.
Εν ονόματι των εργατών και χωρικών της Ελλάδος επιστρατευμένων και μη, σας παρακαλούμεν να μεταβιβάσητε τηλεγραφικώς προς το Γραφείον της εν Μόσχα Κομμουνιστικής Διεθνούς την αίτησίν μας, ην παρακαλούμεν να υποστηρίξητε με όλον το κύρος της Βαλκανικής Κομμουνιστικής μας Ομοσπονδίας ης είσθε γραμματεύς, όπως επέμβη αυτή παρά τη Ρωσική Σοβιετική Κυβερνήσει, ίνα αύτη, ισχυρός παράγων εν Ανατολή και μόνη εγγύησις των καταπιεζομένων λαών, λάβη υπό την προστασίαν της τους πάσχοντας εργατικούς και αγροτικούς Ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, θύματα της εγκληματικής πολιτικής των αστικών Ελληνικών κυβερνήσεων και των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και εκτεθειμένους σήμερον εις τον κίνδυνον της εκδικήσεως του νικητού, ως επίσης ενδιαφερθή και περί της τύχης των αιχμαλώτων μας εργατών και χωρικών των εις χείρας του Κεμαλικού στρατού. Αναμένωμεν την απάντησιν της Διεθνούς.
Γραμματεύς Κομμουνιστικού Κόμματος
Ι. Κορδάτος
***
Κεντρικήν Επιτροπήν Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος
Εφημερίδα «Ουμανιτέ»
Παρισίους
Το Σοσιαλεργατικόν Κομμουνιστικόν Κόμμα της Ελλάδος εν ονόματι του προλεταριάτου πόλεων και χωρίων, επιστρατευμένου και μη σας παρακαλεί ίνα επέμβητε παρά τη υμετέρα κυβερνήσει, όπως ασκήση αυτή την επιρροήν της διά να τεθή το ταχύτερον τέρμα εις τον εν Μικρά Ασία πόλεμον και διασωθούν από τους κινδύνους εις τους οποίους είναι εκτεθειμένοι οι ελληνικοί αγροτικοί και εργατικοί πληθυσμοί και αι άλλαι μειονότητες, θύματα της εγκληματικής πολιτικής των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων, τυφλών οργάνων των ιμπεριαλιστών και κεφαλαιοκρατών της Ευρώπης. Το ελληνικόν Σοσιαλεργατικόν Κόμμα καταπολεμήσαν πάντοτε δριμύτατα την ιμπεριαλιστικήν πολιτικήν των Ελληνικών αστικών κομμάτων, δικαιούται να ζητήση σήμερον την υποστήριξιν των αδελφών σοσιαλιστικών κομμάτων και την προστασίαν των θυμάτων της πολιτικής ταύτης.
Ι. Κορδάτος
Στη συνέχεια, το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» δημοσιεύει την παρακάτω πληροφορία:«Ομοιον τηλεγράφημα απεστάλη και προς τα εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Αγγλίας. Επίσης η Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών απέστειλε προς τας Γενικάς Συνομοσπονδίας Ιταλίας, Γαλλίας και Αγγλίας τηλεγραφήματα υπό το αυτό πνεύμα».
Η ολοκληρωτική καταστροφή και η ευθύνη γι' αυτό βαρύνει απόλυτα την αστική τάξη της Ελλάδας και τις κυβερνήσεις της, από κοινού με τα ιμπεριαλιστικά κράτη συμμάχους της και την πολιτική τους.

Σ. Κ.

Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος


Καρλ Μαρξ - Φρήντριχ Ενγκελς:

Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Βιβλιογραφικά στοιχεία:


Το μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος (κομμουνιστικό μανιφέστο) γράφτηκε από τους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Έγκελς στα τέλη του 1847-αρχές του 1848. Αποτελεί μάλλον το πιο διαδεδομένο κείμενο της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής φιλολογίας. 
Η μεταγραφή του κειμένου έγινε από τον Σταύρο Σιδερά (Εργατική Δημοκρατία - Κύπρος). 
Η μορφοποίηση του κειμένου (HTML markup) έγινε από τον Αλφόνσο Πάγκα για το αρχείο των Μαρξιστών στο Internet. 
Χρησιμοποιήθηκε η έκδοση της "Σύγχρονης Εποχής", Αθήνα 1994.

ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ


ΛΕΝΙΝ
1. Στη στάση μας απέναντι στον πόλεμο, που από την πλευρά της Ρωσίας και με τη νέα κυβέρνηση του Λβοφ και Σία παραμένει αναμφισβήτητα ληστρικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος εξαιτίας του καπιταλιστικού χαρακτήρα αυτής της κυβέρνησης, είναι απαράδεκτες και οι ελάχιστες παραχωρήσεις στον «επαναστατικό αμυνιτισμό».
Το συνειδητό προλεταριάτο μπορεί να συγκατατεθεί σ’ έναν επαναστατικό πόλεμο, που πραγματικά να δικαιολογεί τον επαναστατικό αμυνιτισμό, μόνο υπό τον όρο: α) πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχών τμημάτων της αγροτιάς που συνδέονται μαζί του· β) παραίτηση στην πράξη και όχι στα λόγια, από κάθε προσάρτηση· γ) ολοκληρωτική ρήξη στην πράξη με όλα τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Παίρνοντας υπόψη την αναμφισβήτητη καλοπιστία των πλατιών στρωμάτων των μαζικών εκπροσώπων του επαναστατικού αμυνιτισμού, που παραδέχονται τον πόλεμο μόνο από ανάγκη και όχι για λόγους κατακτητικούς, παίρνοντας υπόψη την εξαπάτησή τους από την αστική τάξη, πρέπει να εξηγούμε το λάθος τους πολύ διεξοδικά, επίμονα και υπομονετικά, να τους εξηγούμε την αδιάρρηκτη σύνδεση του κεφαλαίου με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να τους αποδείχνουμε ότι χωρίς την ανατροπή του κεφαλαίου ο πόλεμος δεν μπορεί να τελειώσει με μια ειρήνη αληθινά δημοκρατική, ειρήνη χωρίς βία.
Οργάνωση της πιο πλατιάς προπαγάνδας αυτής της άποψης στο στρατό του μετώπου.
Συναδέλφωση.
2. Η ιδιομορφία της σημερινής στιγμής στη Ρωσία βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της επανάστασης που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο στάδιό της που πρέπει να δώσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς.
Το πέρασμα αυτό το χαρακτηρίζει, από το ένα μέρος, ένα μέγιστο όριο νομιμότητας (από όλες τις εμπόλεμες χώρες η Ρωσία είναισήμερα η πιο ελεύθερη χώρα του κόσμου), από το άλλο μέρος, η έλλειψη βίας πάνω στις μάζες και, τέλος, η ανεπίγνωστα καλόπιστη στάση των μαζών απέναντι στην κυβέρνηση των κεφαλαιοκρατών, των χειρότερων εχθρών της ειρήνης και του σοσιαλισμού.
Η ιδιομορφία αυτή απαιτεί από μας ικανότητα προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες της κομματικής δουλειάς μέσα στις πρωτάκουστα πλατιές μάζες του προλεταριάτου, που μόλις τώρα ξύπνησαν στην πολιτική ζωή.
3. Καμιά υποστήριξη στην Προσωρινή κυβέρνηση. Να εξηγούμε τον ολότελα ψεύτικο χαρακτήρα όλων των υποσχέσεών της, ιδιαίτερα της υπόσχεσης για παραίτηση από τις προσαρτήσεις. Ξεσκέπασμα, αντί της απαράδεκτης «απαίτησης» –που σπέρνει αυταπάτες– να πάψει η κυβέρνηση αυτή, κυβέρνηση κεφαλαιοκρατών, να είναι ιμπεριαλιστική.
4. Αναγνώριση του γεγονότος ότι στα περισσότερα Σοβιέτ των Eργατών Bουλευτών το Κόμμα μας είναι μειοψηφία, και για την ώρα αδύνατη μειοψηφία, απέναντι στο συνασπισμό όλων των μικροαστικών, οπορτουνιστικών στοιχείων, που έχουν υποκύψει στην επιρροή της αστικής τάξης και διοχετεύουν την επιρροή της στο προλεταριάτο, από τους λαϊκούς σοσιαλιστές και τους σοσιαλιστές-επαναστάτες ως την Οργανωτική Επιτροπή (Τσχεΐτζε, Τσερετέλι κτλ.), τον Στεκλόφ κτλ., κτλ.
Εξήγηση στις μάζες ότι τα Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών (Σ.Ε.Β.) είναι η μόνη δυνατή μορφή επαναστατικής κυβέρνησης και ότι γι’ αυτό, όσο η κυβέρνηση αυτή θα βρίσκεται κάτω από την επιρροή της αστικής τάξης, το καθήκον μας μπορεί να είναι μονάχα η υπομονετική, συστηματική, επίμονη και προσαρμοζόμενη στις πρακτικές, ιδιαίτερα, ανάγκες των μαζών, εξήγηση των λαθών της τακτικής τους.
Όσο είμαστε μειοψηφία, δουλειά μας είναι να κάνουμε κριτική και να εξηγούμε τα λάθη, κηρύσσοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να περάσει όλη η κρατική εξουσία στα Σοβιέτ των Eργατών Bουλευτών, έτσι που οι μάζες με την πείρα τους να απαλλαγούν από τα λάθη τους.
5. Όχι κοινοβουλευτική δημοκρατία –η επιστροφή από τα Σοβιέτ των Eργατών Bουλευτών σ’ αυτήν θα ήταν βήμα προς τα πίσω– μα δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης και των αγροτών βουλευτών σ’ όλη τη χώρα, από τα κάτω ως τα πάνω.
Κατάργηση της αστυνομίας, του στρατού, της υπαλληλίας[1].
Η αμοιβή όλων των υπαλλήλων, που όλοι τους θα είναι αιρετοί και ανακλητοί σε κάθε στιγμή, να μην ξεπερνά τη μέση αμοιβή ενός καλού εργάτη.
6. Στο αγροτικό πρόγραμμα μεταφορά του κέντρου βάρους στα Σοβιέτ των βουλευτών εργατών γης.
Δήμευση όλης της γης των τσιφλικάδων.
Εθνικοποίηση όλης της γης της χώρας, διάθεση της γης από τα τοπικά Σοβιέτ των εργατών γης και των αγροτών βουλευτών. Δημιουργία ιδιαίτερων Σοβιέτ βουλευτών από φτωχούς αγρότες. Δημιουργία από κάθε μεγάλο κτήμα ενός υποδειγματικού νοικοκυριού (με έκταση 100 ως 300 περίπου ντεσιατίνες, ανάλογα με τις τοπικές και άλλες συνθήκες και κατά την κρίση των τοπικών οργάνων) κάτω από τον έλεγχο των βουλευτών των εργατών γης και για λογαριασμό της κοινωνίας.
7. Άμεση συγχώνευση όλων των τραπεζών της χώρας σε μια πανεθνική τράπεζα και άσκηση ελέγχου πάνω σ’ αυτήν απομέρους του Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών.
8. Όχι «εισαγωγή» του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας, αλλά άμεσο πέρασμα μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων απομέρους των Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών.
9. Κομματικά καθήκοντα:
α) Άμεση σύγκληση συνεδρίου του Κόμματος.
β) Τροποποίηση του προγράμματος του Κόμματος, κυρίως:
     1. σχετικά με τον ιμπεριαλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο,
     2. σχετικά με τη στάση απέναντι στο κράτος και το δικό μας αίτημα για «κράτος-κομμούνα»[2],
     3. διόρθωση του μίνιμουμ προγράμματός μας που έχει παλιώσει.
γ) Αλλαγή της ονομασίας του Κόμματος [3].
10. Ανανέωση της Διεθνούς.
Ανάληψη πρωτοβουλίας για δημιουργία επαναστατικής Διεθνούς, μιας Διεθνούς ενάντια στους σοσιαλ-σοβινιστές και ενάντια στο «κέντρο»[4].
Για να καταλάβει ο αναγνώστης γιατί χρειάστηκε να υπογραμμίσω ιδιαίτερα, σαν σπάνια εξαίρεση, την «περίπτωση» των καλόπιστων αντιπάλων, τον καλώ να συγκρίνει την παρακάτω αντίρηση του κυρίου Γκόλντενμπεργκ με τις θέσεις αυτές: ο Λένιν «έστησε τη σημαία του εμφύλιου πολέμου στις γραμμές της επαναστατικής δημοκρατίας» (η περικοπή πάρθηκε από τη «Γεντίνστβο» του κ. Πλεχάνοφ, αρ. φύλ. 5).
Αλήθεια, δεν είναι μαργαριτάρι;
Εγώ γράφω, διαβάζω, εξηγώ λεπτομερειακά ότι: «λόγω της αναμφισβήτητης καλοπιστίας των πλατιών στρωμάτων των μαζικών εκπροσώπων του επαναστατικού αμυνιτισμού... λόγω της εξαπάτησής τους από την αστική τάξη, πρέπει να εξηγούμε το λάθος τους πολύδιεξοδικά, επίμονα, και υπομονετικά...».
Μα οι κύριοι της αστικής τάξης, που αυτοαποκαλούνται σοσιαλδημοκράτες και που δεν ανήκουν ούτε στα πλατιά στρώματα, ούτε στους μαζικούς εκπροσώπους του αμυνιτισμού, μεταδίδουν «ελαφρά τή καρδία» τις απόψεις μου, διατυπώνοντάς τες έτσι: «έστησε (!)τη σημαία (!) του εμφύλιου πολέμου (γι’ αυτόν δεν υπάρχει ούτε λέξη στις Θέσεις, δεν υπήρχε ούτε λέξη στην εισήγηση!) στις γραμμές(!!) της επαναστατικής δημοκρατίας...».
Τί είναι αυτό; Σε τί διαφέρει από την πογκρομική ζύμωση; Από τη «Ρούσκαγια Βόλια»;
Εγώ γράφω, διαβάζω, εξηγώ λεπτομερειακά ότι: «τα Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών είναι η μόνη δυνατή μορφή επαναστατικής κυβέρνησης και ότι γι’ αυτό το καθήκον μας μπορεί να είναι μονάχα η υπομονετική, συστηματική, επίμονη και προσαρμοζόμενη στις πρακτικές, ιδιαίτερα, ανάγκες των μαζών, εξήγηση των λαθών της τακτικής τους...».
Μα ορισμένου είδους αντίπαλοι παρουσιάζουν τις απόψεις μου σαν έκκληση για «εμφύλιο πόλεμο στις γραμμές της επαναστατικής δημοκρατίας»!!
Επιτέθηκα ενάντια στην Προσωρινή κυβέρνηση, γιατί δεν καθόρισε ούτε σύντομη, ούτε γενικά μια οποιαδήποτε προθεσμία για τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης, προσπαθώντας να ξεφύγει με υποσχέσεις. Απόδειξα πως δίχως τα Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών Βουλευτών η σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης δεν είναι εξασφαλισμένη, η επιτυχία της είναι αδύνατη.
Μου αποδίδουν τη γνώμη ότι είμαι τάχα ενάντια στην άμεση σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης!!!
Θα τα έλεγα αυτά «παραληρήματα», αν δεκαετίες πολιτικού αγώνα δεν με είχαν διδάξει να θεωρώ σπάνια εξαίρεση την καλοπιστία των αντιπάλων.
Ο κ. Πλεχάνοφ ονόμασε στην εφημερίδα του το λόγο μου «παραλήρημα». Πολύ καλά, κύριε Πλεχάνοφ! Κοιτάξτε, όμως, πόσο είστε χοντροκομμένος, αδέξιος και επιπόλαιος στην πολεμική σας. Αν ο λόγος μου ήταν ένα δίωρο παραλήρημα, τότε πώς ανέχθηκαν το «παραλήρημα» αυτό εκατοντάδες ακροατές; Παρακάτω. Γιατί η εφημερίδα σας αφιερώνει ολόκληρη στήλη για ένα «παραλήρημα»; Δεν μας τα λέτε στρογγυλά, κ. Πλεχάνοφ, καθόλου στρογγυλά δεν μας τα λέτε.
Είναι πολύ πιο εύκολο, βέβαια, να φωνάζεις, να βρίζεις, να ουρλιάζεις, παρά να προσπαθείς να εκθέσεις, να εξηγήσεις, να θυμηθείςπώς σκέπτονταν ο Μαρξ και ο Έγκελς το 1871, το 1872, το 1975 για την πείρα της Κομμούνας του Παρισιού και για το τί λογής κράτος χρειάζεται στο προλεταριάτο.
Ο πρώην μαρξιστής κ. Πλεχάνοφ δεν θέλει, φαίνεται, να θυμάται το μαρξισμό.
Εγώ παράθεσα τα λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που στις 4 Αυγούστου 1914 αποκάλεσε τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία «πτώμα που ζέχνει». Και οι κ.κ. Πλεχάνοφ, Γκόλντενμπεργκ και Σία «θίγονται»... για λογαριασμό τίνος; Για λογαριασμό των γερμανώνσoβινιστών, που τους αποκάλεσαν σoβινιστές!
Τα μπέρδεψαν οι καημένοι οι ρώσοι σοσιαλσοβινιστές, σοσιαλιστές στα λόγια, σoβινιστές στην πράξη.
4-5 Απρίλη 1917
Β. Ι. ΛΕΝΙΝ    

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΑΡΘΡΟΥ Ή ΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΥΠΕΡΑΣΠIΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ


1) Μας απειλεί οικονομική καταστροφή. Γι’ αυτό είναι λάθος το να βγάλει κανείς από τη μέση την αστική τάξη.
(Αυτό είναι αστικό συμπέρασμα. Όσο πιο κοντά είναι η καταστροφή, τόσο επιτακτικότερη γίνεται η ανάγκη της απομά­κρυνσης της αστικής τάξης).
2) Το προλεταριάτο είναι ανοργάνωτο, αδύνατο, δεν είναι συνειδητό.
(Σωστό. Γι’ αυτό ολόκληρο το καθήκον συνίσταται στην πάλη ενάντια στους μικροαστούς εκείνους ηγέτες, τους λεγόμενους σοσιαλ-δημοκράτες (Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ), που αποκοιμίζουν τις μάζες, καλλιεργώντας τους την εμπιστοσύνη προς την αστική τάξη.
Όχι Ένωση μ’ αυτούς τους μικροαστούς (Τσχεΐτζε, Στεκλόφ, Τσερετέλι), μα συντριβή αυτής της σοσιαλδημοκρατίας, που χαν­τακώνει την επανάσταση του προλεταριάτου).
3) Σε τούτο το στάδιο η επανάσταση είναι αστική. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται «σοσιαλιστικό πείραμα».
(Ο συλλογισμός αυτός είναι πέρα για πέρα αστικός. Για «σο­σιαλιστικό πείραμα» δεν μιλάει κανείς. Η συγκεκριμένη, η μαρ­ξιστική θέση απαιτεί τώρα όχι μόνο υπολογισμό των τάξεων, μα και των θεσμών).
Οι κύριοι στραγγαλιστές της επανάστασης με γλυκόλογα (Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ) σέρνουν την επανάσταση προς τα πίσω, απότα Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών στη «μονοκρατο­ρία» της αστικής τάξης, στη συνηθισμένη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Εμείς πρέπει επιδέξια, προσεχτικά, με το φώτισμα των μυαλών να οδηγούμε το προλεταριάτο και τη φτωχή αγροτιά μπροστά, από τη «δυαδική εξουσία» στην παντοκρατορία των Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών, κι αυτό ακριβώς είναι η κομμούνα με την έννοια που της δίνει ο Μαρξ, με την έννοια της πείρας του 1871.
Το ζήτημα δεν βρίσκεται στο πόσο γρήγορα να βαδίσουμε, αλλά προς τα που να βαδίσουμε.
Το ζήτημα δεν βρίσκεται στο αν οι εργάτες είναι προετοι­μασμένοι, αλλά στο πώς και για ποιό σκοπό να τους προε­τοιμάσουμε.
Επειδή τα διαγγέλματα και οι εκκλήσεις του Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών για τον πόλεμο κτλ., είναι μια ολότελα κούφια και γεμάτη ψευτιά μικροαστική φλυαρία, που μόνο αποκοιμίζει το λαό, το καθήκον μας γι’ αυτό πάνω απ’ όλα είναι, όπως το είπα κιόλας, να φωτίσουμε τα μυαλά, να λυτρώσουμε τις μάζες από την αστική επιρροή των Τσχεΐτζε, Στεκλόφ, Τσερετέλι και Σία.
Ο «επαναστατικός αμυνιτισμός» του Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών, δηλ. των Τσχεΐτζε, Τσερετέλι και Στεκλόφ, είναι εκα­τό φορές πιο επιζήμιος, γιατί είναι σοβινιστικό ρεύμα σκεπασμέ­νο με γλυκόλογα, προσπάθεια συμφιλίωσης των μαζών με την Προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση.
Η καθυστερημένη, η χωρίς συνειδητότητα, η εξαπατώμενη από τους κ. κ. Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ και Σία μάζα δεν καταλαβαίνει ότι ό πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής, ότι τους πολέμους τους διεξάγουν οι κυβερνήσεις.
Πρέπει να εξηγούμε ότι ο «λαός» μπορεί να βάλει τέρμα στον πόλεμο ή ν’ αλλάξει το χαρακτήρα του μόνον αν αλλάξει, τον ταξικό χαρακτήρα της κυβέρνησης.

ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΑΔΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Το βασικό ζήτημα κάθε επανάστασης είναι το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Χωρίς το ξεκαθάρισμα αυτού του ζητήματος δεν μπορεί να γίνει ούτε λόγος για οποιαδήποτε συνειδητή συμμετοχή στην επανάσταση, για να μην πουμε για την καθοδήγησή της.
Η πιο αξιοσημείωτη ιδιομορφία της επανάστασής μας βρίσκεται στο ότι δημιούργησε μια δυαδική εξουσία. Το γεγονός αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να το καταλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Αν δεν το καταλάβουμε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Πρέπει να ξέρει κανείς να συμπληρώσει και να διορθώσει π.χ. τις παλαιές «διατυπώσεις», του Μπολσεβικισμού, γιατί, όπως αποδείχτηκε, ήταν γενικά σωστές, η συγκεκριμένη, όμως, πραγματοποίησή τους παρουσιάστηκε διαφορετική. Για δυαδική εξουσία κανένας δεν σκεφτόταν πρωτύτερα και ούτε μπορούσε να σκεφτεί.
Σε τί συνίσταται η δυαδική εξουσία; Στο ότι πλάι στην Προσωρινή Κυβέρνηση, την κυβέρνηση της αστικής τάξης, σχηματίστηκε μιαάλλη κυβέρνηση, αδύνατη ακόμα, εμβρυακή, μα που ωστόσο υπάρχει αναμφισβήτητα στην πραγματικότητα και αναπτύσσεται: τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών
Ποιά είναι η ταξική σύνθεση αυτής της άλλης κυβέρνησης; Το προλεταριάτο και η αγροτιά (ντυμένη τη στολή του φαντάρου). Ποιός είναι ο πολιτικός χαρακτήρας αυτής της κυβέρνησης; Είναι μια επαναστατική δικτατορία, δηλαδή εξουσία που στηρίζεται άμεσα στην επαναστατική κατάληψη, στην άμεση πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών από τα κάτω, και όχι στο νόμο, που έχει εκδώσει μια συγκεντρωτική κρατική εξουσία. Η εξουσία αυτή είναι εντελώς διαφορετικού είδους από την εξουσία που υπάρχει γενικά στην κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία του συνηθισμένου ως τα σήμερα τύπου, που επικρατεί στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Συχνά ξεχνούν αυτό το γεγονός, συχνά δεν βαθαίνουν σ’ αυτό, ενώ σ’ αυτό βρίσκεται όλη η ουσία. Η εξουσία αυτή είναι εξουσία ίδιου τύπου με την Κομμούνα του Παρισιού του 1871. Τα βασικά γνωρίσματα αυτού του τύπου είναι: 1) πηγή της εξουσίας δεν είναι ο νόμος, που έχει συζητηθεί και ψηφιστεί προηγούμενα από τη βουλή, αλλά η άμεση πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών από τα κάτω και τοπικά, η άμεση «κατά­ληψη», για να χρησιμοποιήσουμε μια συνηθισμένη έκφραση· 2) αντικατάσταση της αστυνομίας και του στρατού, που είναι θεσμοί αποσπασμένοι από το λαό και αντίθετοι προς το λαό, με τον άμεσο εξοπλισμό όλου του λαού· σε μια τέτοια εξουσία τη δημόσια τάξη την περιφρουρούν οι ίδιοι οι ένοπλοι εργάτες και αγρότες, ο ίδιος ο ένοπλος λαός· 3) η υπαλληλία, η γραφειοκρατία είτε αντικατασταίνονται κι αυτές από την άμεση εξουσία του ίδιου του λαού, είτε μπαίνουν τουλάχιστο κάτω από έναν ιδιαίτερο έλεγχο, μετατρέπονται όχι μόνο σε αιρετές, μα και σε ανακλητές στην πρώτη απαίτηση του λαού, περιορίζονται στη θέση απλών εντολο­δόχων· από στρώμα προνομιούχο με μεγάλες, αστικές αποδοχές για τις «θεσούλες» μετατρέπονται σε εργάτες ενός ιδιαίτερου «όπλου», που η αμοιβή τους δεν ξεπερνάει τη συνηθισμένη αμοι­βή ενός κάλου εργάτη.
Σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό βρίσκεται η ουσία της Κομμού­νας του Παρισιού σαν κράτους ιδιαίτερου τύπου. Την ουσία αυτή την ξέχασαν και τη διαστρέβλωσαν οι κ. κ. Πλεχάνοφ (οι ανοιχτοί σοβινιστές, που πρόδωσαν το μαρξισμό), οι Κάουτσκι (οι άνθρωποι του «κέντρου», δηλαδή οι ταλαντευόμενοι ανάμεσα στο σοβινισμό και το μαρξισμό) και γενικά όλοι οι σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλ-επαναστάτες κλπ., που κυριαρχούν σήμερα.
Προσπαθούν να ξεμπερδέψουν με φράσεις, σιωπούν επίμονα, ξεγλιστρούν, συγχαίρουν χίλιες φορές εαυτούς και αλλήλους για την επανάσταση, μα δεν θέλουν να σκεφτούν τι είναι τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών. Δεν θέλουν να δουν την εξόφθαλμη αλήθεια, ότι εφόσον υπάρχουν αυτά τα Σοβιέτ, εφόσον τα Σοβιέτ αυτά αποτελούν εξουσία, υπάρχει στη Ρωσία κράτοςτύπου Κομμούνας του Παρισιού.
Υπογράμμισα το «εφόσον». Επειδή η εξουσία αυτή είναι μόνο εμβρυακή. Αυτή μόνη της και με την ανοιχτή συμφωνία με την αστική Προσωρινή κυβέρνηση και με μια σειρά έμπραχτες παραχωρήσεις παράδωσε και παραδίνει τις θέσεις της στην αστι­κή τάξη.
Γιατί; Μήπως επειδή οι Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ και Σία κάνουν «λάθος»; Ανοησίες. Έτσι μπορεί να σκέφτεται ένας φιλισταίος, όχι όμως ένας μαρξιστής. Η αιτία είναι η ανεπαρκής συνειδητότητα και οργάνωση των προλετάριων και των αγροτών. Το «λάθος» των προαναφερμένων αρχηγών βρίσκεται στη μικρο­αστική τους θέση, στο ότι συσκοτίζουν τη συνείδηση των εργατών, αντί να την φωτίζουν, σπέρνουν μικροαστικές αυταπάτες, αντί να τις διαλύουν, δυναμώνουν την επιρροή της αστικής τάξης στις μάζες, αντί να λυτρώνουν τις μάζες από την επιρροή αυτή.
Απ’ αυτά πρέπει κιόλας να έχει γίνει φανερό, γιατί και οι σύντροφοί μας κάνουν τόσο πολλά λάθη, όταν βάζουν «απλώς» το ερώτημα: πρέπει να ανατρέψουμε αμέσως την Προσωρινή κυβέρνηση;
Απαντώ: 1) πρέπει να την ανατρέψουμε, γιατί είναι ολι­γαρχική, αστική και όχι παλλαϊκή, δεν μπορεί να δώσει ούτε ειρήνη, ούτε ψωμί, ούτε πλέρια λευτεριά· 2) δεν πρέπει να την ανατρέψουμε τώρα, γιατί κρατιέται χάρη στην άμεση και έμμεση, τυπική και έμπραχτησυμφωνία με τα Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών, και πρώτα απ’ όλα με το κύριο Σοβιέτ, το Σοβιέτ της Πε­τρούπολης· 3) γενικά δεν πρέπει να την «ανατρέψουμε» με το συνη­θισμένο τρόπο, γιατί βασίζεται στην «υποστήριξη» που παρέχει στην αστική τάξη η δεύτερηκυβέρνηση, το Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών, και η κυβέρνηση αυτή είναι η μοναδικά δυνατή επανα­στατική κυβέρνηση, που εκφράζει άμεσα τη συνείδηση και τη θέ­ληση της πλειοψηφίας των εργατών και των αγροτών. Η ανθρωπό­τητα δεν έχει δημιουργήσει και μεις δεν ξέρουμε ως τα σήμερα ανώτερο, καλύτερο τύπο κυβέρνησης από τα Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης, των αγροτών και των στρατιωτών βουλευτών.
Οι συνειδητοί εργάτες, για να γίνουν εξουσία, πρέπει να κα­ταχτήσουν με το μέρος τους την πλειοψηφία: όσο δεν ασκείται βία ενάντια στις μάζες, άλλος δρόμος προς την εξουσία δεν υπάρχει. Εμείς δεν είμαστε μπλανκιστές, δεν είμαστε οπαδοί της κατά­ληψης της εξουσίας από μια μειοψηφία. Εμείς είμαστε μαρξιστές, οπαδοί της προλεταριακής ταξικής πάλης ενάντια στη μικροα­στική μέθη, το σωβινισμό-αμυνιτισμό, τις κούφιες φράσεις, την εξάρτηση από την αστική τάξη.
Ας δημιουργήσουμε ένα προλεταριακό κομμουνιστικό κόμμα· τα στοιχεία του τα δημιούργησαν κιόλας οι καλύτεροι οπαδοί του μπολσεβικισμού. Ας συσπειρωθούμε για μια προλεταριακή ταξική δράση, και τότε ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός προλετά­ριων και φτωχών αγροτών θα περνά με το μέρος μας. Γιατί η ζωή θα διαλύει καθημερινά τις μικροαστικές αυταπάτες των «σοσιαλδημοκρατών», των Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ και λοι­πών, των «σοσιαλεπαναστατών» και των ακόμα πιο «καθαρών» μικροαστών, κτλ. κτλ.
Η αστική τάξη είναι υπέρ της μονοκρατορίας της αστικής τάξης.
Οι συνειδητοί εργάτες είναι υπέρ της μονοκρατορίας των Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης, των αγροτών και των στρατιωτών βουλευτών, υπέρ μιας μονοκρατορίας προετοιμασμένης με το φώτισμα της προλεταριακής συνείδησης, με την απαλλαγή της από την επιρροή της αστικής τάξης, και όχι με τυχοδιωχτισμούς.
Οι μικροαστοί ’«σοσιαλδημοκράτες», σοσιαλεπαναστάτες κτλ., κτλ., &38217;ταλαντεύονται και εμποδίζουν το φώτισμα αυτό, την απαλ­λαγή αυτή.
Αυτός είναι ο πραγματικός, ο ταξικός, συσχετισμός των δυνάμεων, που καθορίζει τα καθήκοντά μας.
«Πράβντα» αρ. φύλλου 28
9 του Απρίλη 1917
Ν. Λένιν

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΧΤΙΚΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στις 4 Απρίλη 1917 είχα την ευκαιρία να μιλήσω στην Πετρούπολη πάνω στο θέμα που αναφέρεται στον τίτλο, πρώτα σε συνέλευση των μπολσεβίκων. Ήταν αντιπρόσωποι της Πανρωσικής Σύσκεψης των Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευ­τών, αντιπρόσωποι που έπρεπε να φύγουν για τα μέρη τους και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να μου δώσουν καμιά αναβολή. Όταν τέ­λειωσε η συνέλευση, ό προϊστάμενος της, σ. Γ. Ζινόβιεφ, μου πρότεινε, απόμερους όλης της συνέλευσης, να επαναλάβω την εισήγηση αμέσως σε κοινή συνέλευση των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων αντιπροσώπων, που ήθελαν να συζητήσουν το ζήτημα της ένωσης του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας.
Όσο κι αν μου ήταν δύσκολο να επαναλάβω την εισήγηση μου αμέσως, νόμισα πως δεν είχα το δικαίωμα ν’ αρνηθώ, μια και μου το ζητούσαν και οι ομοϊδεάτες μου και οι μενσεβίκοι, που εξαιτίας της αναχώρησης τους δεν μπορούσαν πραγματικά να μου δώσουν αναβολή.
Στην εισήγηση διάβασα τις θέσεις μου που δημοσιεύτηκαν στην «Πράβντα» αρ. φύλλου 26 της 7 Απρίλη 1917[5].
Και οι Θέσεις και η εισήγηση μου προκάλεσαν διαφωνίες ανάμεσα και στους ίδιους τους μπολσεβίκους και στην ίδια τη σύνταξη της «Πράβντα». Ύστερα από μια σειρά συσκέψεις καταλή­ξαμε ομόφωνα στο συμπέρασμα, ότι είναι σκοπιμότερο να συζη­τήσουμε αυτές τις διαφωνίες ανοιχτά, δίνοντας έτσι υλικό για την πανρωσική συνδιάσκεψη του κόμματος μας (του ΣΔΕ Κόμματος της Ρωσίας, του ενωμένου από την Κεντρική Επιτροπή), που συνέρχεται στην Πετρούπολη, στις 20 του Απρίλη 1917.
Εκτελώντας αυτήν ακριβώς την απόφαση για τη συζήτηση, δημοσιεύω τα παρακάτω γράμματα, χωρίς να προβάλλω την αξίωση ότι αυτά αποτελούν ολόπλευρη μελέτη του ζητήματος, αλλά θέ­λοντας μόνο να σημειώσω τα κύρια επιχειρήματα που είναι ιδαίτερα ουσιώδη για τα πραχτικά καθήκοντα του κινήματος της εργατικές τάξης.
ΓΡΑΜΜΑ Ι
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
Ο μαρξισμός απαιτεί από μας τον πιο ακριβή, αντικειμενι­κά επαληθεύσιμο υπολογισμό του συσχετισμού των τάξεων και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Εμείς, οι μπολσεβίκοι, προσπαθούσαμε πάντοτε να είμαστε πιστοί σ’ αυ­τή την απαίτηση, που είναι απόλυτα υποχρεωτική από την άπο­ψη κάθε επιστημονικής θεμελίωσης της πολιτικής.
«Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα, παρά καθοδήγηση για δράση» –έτσι έλεγαν πάντα ό Μαρξ και ό Έγκελς, που δί­καια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη «δια­τυπώσεων», ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδια­γράφουν τα γενικά καθήκοντα, που τροποποιούνται αναπόφευχτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της κάθε ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές.
Από ποιά λοιπόν αντικειμενικά γεγονότα, με ακρίβεια δια­πιστωμένα, πρέπει να καθοδηγείται σήμερα το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τον καθορισμό των καθηκόντων και των μορφών της δράσης του;
Και στο πρώτο μου «Γράμμα από μακριά» («Το πρώτο στά­διο της πρώτης επανάστασης»), που δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα», αρ. φύλ. 14 και 15, της 21 και 22 του Μάρτη 1917, και στις Θέσεις μου καθορίζω την «Ιδιομορφία της Τρέχουσας Στιγμής στη Ρω­σία», σαν περιόδου περάσματος από το πρώτο στάδιο της επα­νάστασης στο δεύτερο. Και γι’ αυτό βασικό σύνθημα, «καθήκον της ημέρας» γι’αύτή τη στιγμή θεωρούσα: «εργάτες, δείξατε θαύμα­τα προλεταριακού, λαϊκού ηρωισμού στον εμφύλιο πόλεμο ενάν­τια στον τσαρισμό, πρέπει να δείξετε θαύματα προλεταριακής και παλλαϊκής οργάνωσης, για να προετοιμάσετε τη νίκη σας στο δεύτερο στάδιο της επανάστασης» («Πράβντα» αρ. φύλλου 15[6].
Σε τί συνίσταται λοιπόν το πρώτο στάδιο; Στο πέρασμα της κρατικής εξουσίας στην αστική τάξη.
Ως την επανάσταση του Φλεβάρη-Μάρτη του 1917 η κρα­τική εξουσία στη Ρωσία βρισκόταν στα χέρια μιας παλιάς τάξης, δηλαδή της τάξης των φεουδαρχών-ευγενών-τσιφλικάδων, μ’ επι­κεφαλής το Νικόλαο Ρομανόφ.
Ύστερα απ’ αυτή την επανάσταση η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας άλλης, νέας, τάξης, δηλαδή της αστικής τάξης.
Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασι­κό γνώρισμα τηςεπανάστασης, τόσο με την αυστηρά-επιστημονική, όσο και με την πραχτικά-πολιτική σημασία αυτής της έννοιας. Μ’ αυτή την έννοια η αστική ή αστικοδημοκρατική επανά­σταση στη Ρωσία τέλειωσε.
Στο σημείο αυτό ακούμε το θόρυβο των διαφωνούντων, που πρόθυμα αυτοαποκαλούνται «παλιοί πολσεβίκοι»: δεν λέγαμε λοιπόν πάντοτε πως η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειώνει μόνο με την «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλε­ταριάτου και της αγροτιάς»; Μήπως η αγροτική επανάσταση, που είναι επίσης αστικοδημοκρατική, τέλειωσε; Μήπως, απεναντίας, δεν είναι γεγονός πως η επανάσταση αυτή ούτε άρχισε καν;
Απαντώ: γενικά τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλέρια από την ιστορία, συγκεκριμένα όμως τα πράγ­ματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά απ’ ό,τι θα μπορούσε να πε­ριμένει κανείς (οποιοσδήποτε κι αν ήταν), πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα.
Το να αγνοείς, το να ξεχνάς αυτό το γεγονός θα σήμαινε να εξομοιώνεσαι με κείνους τους «παλιούς μπολσεβίκους», που πολλές φορές κιόλας έπαιξαν θλιβερό ρόλο στην ιστορία του Κόμ­ματος μας, επαναλαβαίνοντας αβασάνιστα μια αποστηθισμένη δια­τύπωση, αντί ναμελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζων­τανής πραγματικότητας.
Η «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» έχει κιόλας πραγματοποιηθεί[7] στη ρωσική επα­νάσταση, γιατί η «διατύπωση» αυτή προβλέπει μόνο το συσχετισμό των τάξεων, και όχι το συγκεκριμένο πολιτικό θεσμό που πραγματώνειαυτό το συσχετισμό, αυτή τη συνεργασία. Το «Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών» –να η πραγμα­τοποιημένη κιόλας από τη ζωή «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς».
Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε από το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενο­ποίησε κι έτσι την τροποποίησε.
Στην ημερήσια διάταξη μπήκε κιόλας ένα διαφορετικό, ένα νέο καθήκον: η διάσπαση στο εσωτερικό αυτής της διχτατορίας ανάμεσα στα προλεταριακά στοιχεία (αντιαμυνίτικα, διεθνιστικά, «κομμουνιστικά», που είναι υπέρ του περάσματος στην κομμούνα) και ταμικρονοικοκυρίστικα ή μικροαστικά στοιχεία (Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ, σοσιαλεπαναστάτες κλπ., κλπ., επαναστάτες αμυνίτες, αντίπαλοι του κινήματος που ακολουθεί το δρόμο προς την κομμούνα, οπαδοί της «υποστήριξης» της αστικής τάξης και της αστικής κυβέρνησης).
Όποιος μιλάει σήμερα μόνο για «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αυτός έμεινε πίσω από τη ζωή και για το λόγο αυτό πέρασε στην πράξη με το μέρος των μικροαστών ενάντια στην προλεταριακή ταξική πάλη, αυτόν πρέπει να τον παραδώσουμε στο αρχείο των «μπολσεβίκικων» προεπαναστατικών σπάνιων αντικειμένων (μπορούμε να τον ονομάσουμε: αρχείο «παλιών μπολσεβίκων»).
Η επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς πραγματοποιήθηκε κιόλας, αλλά εξαιρετικά πρω­τότυπα, με μια σειρά εξαιρετικά σπουδαίες τροποποιήσεις. Γι’ αυ­τές θα μιλήσω ιδιαίτερα σε ένα από τα κατοπινά γράμματα μου. Τώρα είναι απαραίτητο να κάνουμε χτήμα μας τούτη την αναντίρρητη αλήθεια, ότι ο μαρξιστής πρέπει να παίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματι­κότητας, και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται από τη θεω­ρία του χτες, που, όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περί­πτωση προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής.
«Γκρίζα η κάθε θεωρία, φίλε μου ακριβέ, το χρυσοδέντρι της ζωής πράσινο θάλλει».
Όποιος βάζει με τον παλιό τρόπο το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικής επανάστασης, αυτός θυσιάζει τον ζωντανό μαρξισμό στο νεκρό γράμμα.
Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: ύστερα από την κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί και πρέπει ν’ ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η διχτατο­ρία τους.
Στη ζωντανή όμως πραγματικότητα τα πράγματα ήρθαν κιόλας διαφορετικά: προέκυψε μια εξαιρετικά πρωτότυπη, νέα, πρωτοείδωτησύμπλεξη του ενός με το άλλο. Υπάρχουν δίπλα, μαζί, ταυτόχρονα και η κυριαρχία της αστικής τάξης (η κυβέρ­νηση Λβοφ και Γκουτσκόφ) και η επαναστατική-δημοκρατική δι­χτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, που παραδίνει θεληματικά την εξουσία στην αστική τάξη, που μετατρέπε­ται θεληματικά σε εξάρτημα της.
Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ουσιαστικά στην Πετρού­πολη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εργατών και των στρα­τιωτών· ότι η νέα κυβέρνηση δεν ασκεί κι ούτε μπορεί να ασκή­σει πάνω τους βία, επειδή δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε χω­ρισμένος από το λαό στρατός, ούτε πανίσχυρη υπαλληλία που να στέκεται πάνω από τα λαό. Αυτό είναι γεγονός. Πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός, που είναι χαρακτηριστικό για ένα κρά­τος τύπου Κομμούνας του Παρισιού. Το γεγονός αυτό δεν χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή, και όχι να επαναλαβαίνει λέξεις για «διχτα­τορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα.
Για να φωτίσουμε καλύτερα το ζήτημα, ας το εξετάσουμε από μιαν άλλη πλευρά.
Ο μαρξιστής δεν πρέπει να ξεφεύγει από την ακριβή βάση της ανάλυσης των ταξικών σχέσεων. Στην εξουσία βρίσκεται η αστική τάξη. Αλλά μήπως και η μάζα των αγροτών δεν αποτε­λεί επίσης αστική τάξη διαφορετικού στρώματος, διαφορετικού είδους, διαφορετικού χαρακτήρα; Από που βγαίνει, ότι αυτό το στρώμα δεν μπορεί νά ’ρθει στην εξουσία, «αποτελειώνοντας» την αστικοδημοκρατική επανάσταση; Για ποιο λόγο αυτό είναι αδύνατο;
Έτσι σκέφτονται συχνά οι παλιοί μπολσεβίκοι.
Απαντώ: αυτό είναι πολύ πιθανό. Ο μαρξιστής όμως στην εκτίμηση της στιγμής δεν πρέπει να ξεκινά από το πιθανό, αλλά από το πραγματικό.
Και η πραγματικότητα μας παρουσιάζει το γεγονός, ότι οι ελεύθερα εκλεγμένοι στρατιώτες και αγρότες βουλευτές συμμετέχουν ελεύθερα στη δεύτερη, την παράπλευρη κυβέρνηση και ελεύθερα την συμπληρώνουν, την αναπτύσσουν, την ολοκληρώνουν.
Και άλλο τόσο ελεύθερα παραδίνουν την εξουσία στην αστική τάξη –φαινόμενο που δεν «παραβιάζει» καθόλου τη θεωρία του μαρξισμού, γιατί εμείς ξέραμε πάντα και πολλές φορές το τονί­σαμε, ότι η αστική τάξη κρατιέται όχι μόνο με τη βία, αλλά και με την έλλειψη συνειδητότητας, τη ρουτίνα, την αποβλάκωση και την ανοργανωσιά των μαζών.
Και μπροστά στη σημερινή πραγματικότητα είναι στ’ αλήθεια γελοίο να αγνοείς το γεγονός και να μιλάς για «πιθανότητες».
Είναι πιθανό η αγροτιά να πάρει όλη τη γη και όλη την εξουσία. Εγώ όχι μόνο δεν παραβλέπω αυτή τη δυνατότητα, δεν περιορίζω τον ορίζοντα μου μόνο στο σήμερα, αλλά διατυπώνω καθαρά και με ακρίβεια το αγροτικό πρόγραμμα, παίρνοντας υπόψη το καινούριοφαινόμενο: την πιο βαθιά διάσπαση των εργατών γης και των φτωχών αγροτών με τους αγρότες-νοικοκύρηδες.
Είναι όμως πιθανό και το άλλο: είναι πιθανό οι αγρότες ν’ ακούσουν τις συμβουλές του μικροαστικού κόμματος των σοσιαλεπαναστατών, που υπόκυψε στην επιρροή των αστών, πέρασε στον αμυνιτισμό και συνιστά την αναμονή ως τη Συνταχτική Συνέλευ­ση, αν και ως τώρα δεν έχει ακόμα οριστεί ούτε η ημερομηνία της σύγκλησης της![8]
Είναι πιθανό οι αγρότες να διατηρήσουν, να συνεχίσουν τη συμφωνία τους με την αστική τάξη, συμφωνία που την έκλεισαν τώρα μέσω των Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών όχι μόνο τυπικά, μα και ουσιαστικά.
Πολλά τα πιθανά. Θα ήταν σοβαρότατο λάθος να ξεχνάμε το αγροτικό κίνημα και το αγροτικό πρόγραμμα. Θα ήταν όμως εξίσου λάθος να ξεχνάμε την πραγματικότητα που μας παρουσιάζει το γεγονός της συμφωνίας –ή, για να χρησιμοποιήσω μια πιο ακριβή, λιγότερο νομική και περισσότερο οικονομικο-ταξική έκφραση– το γεγονός της ταξικής συνεργασίας της αστικής τάξης και της αγροτιάς.
Όταν το γεγονός αυτό πάψει να είναι γεγονός, όταν η αγροτιά ξεκόψει από την αστική τάξη, όταν πάρει τη γη παρά τη θέληση της αστικής τάξης, όταν πάρει την εξουσία ενάντια στην αστική τάξη –τότε αυτό θα είναι ένα νέο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, και γι’ αυτό θα γίνει λόγος ιδιαίτερα.
Ο μαρξιστής, που, εξαιτίας της δυνατότητας ενός τέτοιου μελλοντικού σταδίου, θα ξεχνούσε τις υποχρεώσεις του σήμερα, τώρα που η αγροτιά συμφωνεί με την αστική τάξη, θα μετα­βαλλόταν σε μικροαστό. Επειδή στην πράξη θα καλλιεργούσε στο προλεταριάτο τηνεμπιστοσύνη προς τους μικροαστούς («οι μικροαστοί αυτοί, η αγροτιά αυτή πρέπει να αποσπαστεί από την αστική τάξη ακόμα μέσα στα πλαίσια της αστικοδημοκρατικής επανάστασης»). Ό μαρξιστής αυτός, εξαιτίας της «δυνατότητας» ενός ευχάριστου και ωραίου μέλλοντος, τότε που η αγροτιά δεν θα είναι ουρά της αστικής τάξης, και οι Εσέροι, οι Τσχεΐτζε, οι Τσερετέλι και οι Στεκλόφ δεν θα είναι εξάρτημα της αστικής κυβέρ­νησης, εξαιτίας της «δυνατότητας» ενός ευχάριστου μέλλοντος, θα ξεχνούσε το δυσάρεστο παρόν, τώρα που η αγροτιά παρα­μένει ακόμα ουρά της αστικής τάξης και οι σοσιαλεπαναστάτες και οι σοσιαλδημοκράτες δεν παραιτούνται ακόμα από το ρόλο του εξαρτήματος της αστικής κυβέρνησης, από το ρόλο της αντιπολί­τευσης της «αυτού μεγαλειότητας» του Λβοφ.
Ο άνθρωπος που πήραμε κάνοντας υπόθεση θά ’μοιαζε μ’ ένα γλυκανάλατο Λουί Μπλαν, μ’ ένα γλυκερό καουτσκιστή, αλλά σε καμιά περίπτωση με επαναστάτη μαρξιστή.
Δεν μας απειλεί τάχα ό κίνδυνος να πέσουμε στον υποκει­μενισμό, να θέλουμε να «υπερπηδήσουμε» μια μη ολοκληρωμένη επανάσταση αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, που δεν έχει ξεπερά­σει ακόμα τα αγροτικό κίνημα –για να φτάσουμε στη σοσιαλιστι­κή επανάσταση;
Αν έλεγα: «δίχως τσάρο, και κυβέρνηση εργατική» –ο κίνδυνος αυτός θα με απειλούσε. Εγώ όμως δεν είπα αυτό, εγώ είπα άλλο. Είπα πώς στη Ρωσία δεν μπορεί να υπάρχει άλλη κυβέρνηση (εξαιρώντας την αστική) εκτός από τα Σοβιέτ των ερ­γατών, των εργατών γης, των στρατιωτών και των αγροτών βου­λευτών. Είπα ότι τώρα η εξουσία στη Ρωσία μπορεί να περάσει από τον Γκουτσκόφ και τον Λβοφμόνο σ’ αυτά τα Σοβιέτ, και σ’ αυτά επικρατεί ίσα-ίσα η αγροτιά, επικρατούν οι φαντάροι, επικρατούν οι μικροαστοί, για να εκφραστούμε με επιστημονικό, μαρ­ξιστικό όρο, χρησιμοποιώντας όχι το συνηθισμένο, όχι το μικροα­στικό, όχι τον επαγγελματικό, μα τον ταξικό χαρακτηρισμό.
Στις θέσεις μου ασφάλισα απόλυτα τον εαυτό μου από κάθε υπερπήδηση του αγροτικού ή γενικά του μικροαστικού κινήματος, που δεν έχει φτάσει στο τέρμα του, από κάθε παιγνίδι «κατάλη­ψης της εξουσίας» από εργατική κυβέρνηση, από κάθε μπλανκιστικό τυχοδιωχτισμό, επειδή αναφέρθηκα απευθείας στην πείρα της Κομμούνας του ΙΙαρισιού. Και η πείρα αυτή, όπως είναι γνωστό και όπως το έδειξε λεπτομερειακά ό Μαρξ το 1871 και ό Έγκελς το 1891, απόκλεισε εντελώς το μπλανκισμό και εξασφά­λισε απόλυτα την απευθείας, άμεση και απεριόριστη κυριαρχία της πλειοψηφίας και τη δραστηριότητα των μαζών μόνο στο βαθμό της συνειδητήςδράσης της ίδιας της πλειοψηφίας.
Στις Θέσεις συνόψισα εντελώς συγκεκριμένα όλο το ζήτημα στην πάλη για την απόχτηση επιρροής μέσα στα Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης, των αγροτών και των στρατιωτών βουλευτών. Για να μην αφήσω ούτε ίχνος αμφιβολίας πάνω σ’ αυτό, δυο φορέςυπογράμμισα στις Θέσεις την ανάγκη της υπομονετικής, επίμονης, της «προσαρμοζόμενης στις πραχτικές ανάγκες των μαζών» «διαφωτιστικής» δουλειάς.
Οι αμαθείς είτε οι αποστάτες του μαρξισμού, σαν τον κ. Πλεχάνοφ κλπ., μπορούν να φωνάζουν για αναρχισμό, μπλανκι­σμό κλπ. Όποιος θέλει να σκέφτεται και να μαθαίνει, αυτός δεν μπορεί παρά να καταλάβει ότι ό μπλανκισμός είναι κατάληψη της εξουσίας από μια μειοψηφία, ενώ τα Σοβιέτ των εργατών κλπ., βουλευτών είναι αναμφισβήτητα μια απευθείας και άμεση οργά­νωση της πλειοψηφίας του λαού. Η δουλειά που έχει αναχθεί στην πάλη για την απόχτηση επιρροής μέσα σ’ αυτά τα Σοβιέτ δεν μπορεί, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να κατρακυλήσει στο βάλτο του μπλανκισμού. Και δεν μπορεί να κατρακυλήσει στο βάλτο του αναρχισμού, γιατί ό αναρχισμός είναι άρνηση της αναγ­καιότητας τον κράτους και της κρατικής εξουσίας για την εποχή του περάσματος από την κυριαρχία της αστικής τάξης στην κυριαρχία του προλεταριάτου. Εγώ όμως, με σαφήνεια που απο­κλείει κάθε δυνατότητα παρεξηγήσεων, υποστηρίζω την αναγκαιό­τητα του κράτους γι’ αυτή την εποχή, αλλά, σύμφωνα με τον Μαρξ και την πείρα της Κομμούνας του Παρισιού, όχι του συνη­θισμένου κοινοβουλευτικού-αστικού κράτους, παρά ενός κράτους δίχως ταχτικό στρατό, δίχωςαντιτιθέμενη στα λαό αστυνομία, δίχως βαλμένη πάνω από το λαό υπαλληλοκρατία.
Αν ο κ. Πλεχάνοφ στη «Γεντίνστβό» του φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη για αναρχισμό, μ’ αυτό αποδείχνει απλώς για μια ακόμα φορά ότι ξέκοψε από το μαρξισμό. Στην πρόκληση που του έκανα από την «Πράβντα» (αρ. φύλλου 26) να μας πει, τί δίδασκαν για το κράτος ό Μαρξ και ό Έγκελς στα 1871, 1872, 1975[9], ο κ. Πλεχάνοφ είναι και θα είναι αναγκασμένος ν’ απαντήσει με σιωπή πάνω στην ουσία του ζητήματος και με κραυγές, σαν αυτές που συνηθίζει η μανιασμένη αστική τάξη.
Ο πρώην μαρξιστής κ. Πλεχάνοφ δεν κατάλαβε καθόλου τη μαρξιστική διδασκαλία για το κράτος. Εξάλλου, τα σπέρματα αυτής της μη κατανόησης τα βλέπει κανείς και στη γερμανική μπρο­σούρα του για τον αναρχισμό
* * * *
Ας δούμε τώρα πώς διατυπώνει ό σ. Γ. Κάμενεφ στο σχόλιο του στην «Πράβντα» (αρ. φύλλου 27) τις «διαφωνίες» του με τις Θέσεις μου και με τις απόψεις που ανάπτυξα παραπάνω. Αυτό θα μας βοηθήσει να τις ξεκαθαρίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια.
«Όσο για το γενικό σχήμα του σ. Λένιν –γράφει ό σ. Κάμενεφ– μας φαίνεται απαράδεχτο, εφόσον ξεκινά από το ότι θεωρεί την αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειωμένη και υπολογίζει στην άμεση μετεξέ­λιξή της σε σοσιαλιστική»...
Εδώ υπάρχουν δυο μεγάλα λάθη.
Πρώτο. Το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικοδημοκρατικής επανάστασης τοποθετήθηκε λαθεμένα. Στο ζήτημα αυτό δόθηκε μια αφηρημένη, απλή, μονόχρωμη, αν μπορούμε να εκφρα­στούμε έτσι, τοποθέτηση, που δεν ανταποκρίνεται στην αντικει­μενική πραγματικότητα. Όποιος βάζει το ζήτημα έτσι, όποιος ρωτά σήμερα: «τέλειωσε άραγε η αστικοδημοκρατική επανάσταση» και σταματά εδώ –αυτός στερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να καταλάβει την εξαιρετικά πολύπλοκη, τουλάχιστο «δίχρωμη» πραγ­ματικότητα. Αυτό στη θεωρία. Και στην πράξη παραδίνεται ανίσχυρος στη μικροαστική επαναστατικότητα.
Κι αλήθεια. Η πραγματικότητα μας δείχνει και πέρασμα της εξουσίας στην αστική τάξη («τελειωμένη» αστικοδημοκρατική επανάσταση συνηθισμένου τύπου) και ύπαρξη, πλάι στην πραγμα­τική κυβέρνηση, μιας άλλης παράπλευρης κυβέρνησης που αποτελεί «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Αυτή η τελευταία «παρα-κυβέρνηση» παραχώρησε μόνη της την εξουσία στην αστική τάξη, μόνη της προσδέθηκε στην αστική κυβέρνηση.
Αγκαλιάζει άραγε αυτή την πραγματικότητα η παλαιομπολσεβίκικη διατύπωση του σ. Κάμενεφ: «η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει»;
Όχι, η διατύπωση έχει παλιώσει. Είναι εντελώς άχρηστη. Νεκρή. Οι προσπάθειες να την αναστήσουν θα είναι μάταιες.
Δεύτερο. Ζήτημα πραχτικό. Είναι άγνωστο αν μπορεί τώρα να υπάρξει ακόμα στη Ρωσία μια ιδιαίτερη «επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», ξεκομμέ­νη από την αστική κυβέρνηση. Και δεν επιτρέπεται να βασίζουμε τη μαρξιστική ταχτική στο άγνωστο.
Αν όμως αυτό μπορεί ακόμα να συμβεί, τότε ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτό είναι ένας και μόνον ένας: άμεσος, αποφασιστικός, αμετάκλητος διαχωρισμός των προλεταριακών, κομμουνιστικών στοιχείων του κινήματος από τα μικροαστικά.
Γιατί;
Επειδή όλη η μικροαστική μάζα στράφηκε, όχι τυχαία, μα κατανάγκην προς το σοβινισμό (=αμυνιτισμό), προς την «υπο­στήριξη» της αστικής τάξης, προς την εξάρτηση απ’ αυτήν, προς το φόβο να μείνει χωρίς αυτήν κτλ., κτλ.
Πώς μπορεί κανείς να «σπρώξει» τους μικροαστούς στην εξουσία, όταν οι μικροαστοί αυτοί μπορούν τώρα κιόλας να την πάρουν, μαδεν θέλουν;
Μόνο με το διαχωρισμό του προλεταριακού, κομμουνιστικού κόμματος, με την απαλλαγμένη από την ατολμία αυτών των μικροαστών προλεταριακή ταξική πάλη. Μόνο η συσπείρωση των προλετάριων, απαλλαγμένων στην πράξη και όχι στα λόγια από την επιρροή των μικροαστών, είναι ικανή να κάνει τόσο «πυρακτω­μένο» το έδαφος κάτω από τα πόδια των μικροαστών, που να αναγκαστούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να πάρουν την εξουσία· δεν αποκλείεται μάλιστα, οι Γκουτσκόφ και Μιλιουκόφ –και πάλι κάτω από ορισμένες περιστάσεις– να ταχθούν υπέρ της παντοκρατορίας, υπέρ της μονοκρατορίας του Τσχεΐτζε, του Τσερετέλι, των σοσιαλεπαναστατών, του Στεκλόφ, γιατί όπως και νά ’ναι «αμυνίτες» είναι!
Εκείνος που ξεχωρίζει τώρα κιόλας, αμέσως και αμετάκλη­τα, τα προλεταριακά στοιχεία των Σοβιέτ (δηλ. το προλεταριακό, κομμουνιστικό, κόμμα) από τα μικροαστικά, αυτός εκφράζει σω­στά τα συμφέροντα του κινήματος και για τις δυο πιθανές περι­πτώσεις:και για την περίπτωση που η Ρωσία θα ζήσει ακόμα μια ιδιαίτερη, ανεξάρτητη, όχι υποταγμένη στην αστική τάξη «δι­χτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», και για την πε­ρίπτωση που οι μικροαστοί δεν θα μπορέσουν να αποσπαστούν από την αστική τάξη και θά ταλαντεύονται αιώνια (δηλ. ως το σοσια­λισμό) ανάμεσα σ’ αυτήν και σε μας.
Όποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο από την απλή δια­τύπωση: «Η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει», είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Αυτός παρα­δίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή στο έλεος των μικροαστών.
Με την ευκαιρία. Σχετικά με τον «τύπο» διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς δεν θα πείραζε πάντως να θυμη­θούμε ότι στις «Δυο ταχτικές» (Ιούλης 1905) υπογράμμιζα ειδικά (σελ. 435 στο «Μέσα σε 12 χρόνια»):
«Η επαναστατική-δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς έχει, όπως κάθετι στον κόσμο, παρελθόν και μέλλον. Το παρελθόν της: η απολυταρχία, η δουλοπαροικία, η μοναρχία, τα προνόμια... Το μέλλον της: η πάλη ενάντια στην ατομική ιδιοχτησία, η πάλη του μισθωτού εργάτη ενάντια στο αφεντικό, η πάλη για το σοσιαλισμό»[10]...
Το λάθος του σ. Κάμενεφ είναι ότι αυτός και στα 1917 βλέπει μόνο το παρελθόν της επαναστατικής-δημοκρατικής διχτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Ενώ στην πράξη άρ­χισε κιόλας γι’ αυτήν το μέλλον, γιατί τα συμφέροντα και η πο­λιτική του μισθωτού εργάτη και του νοικοκυράκου στην πράξη έχουν κιόλας χωρίσει, και μάλιστα σ’ ένα τόσο σπουδαίο ζή­τημα, όπως ο «αμυνιτισμός», η στάση απέναντι στον ιμπεριαλι­στικό πόλεμο.
Και δω έφτασα στο δεύτερο λάθος του συλλογισμού του σ. Κάμενεφ, που ανάφερα. Με κατηγορεί ότι το σχήμα μου είναι «υπολογισμένο» στην «άμεση μετεξέλιξη αυτής της (αστικοδημοκρατικής) επανάστασης σε σοσιαλιστική».
Αυτό δεν είναι σωστό. Εγώ όχι μόνο δεν «υπολογίζω» στην «άμεση μετεξέλιξη» της επανάστασης μας σε σοσιαλιστική, αλλά και εφιστώ άμεσα την προσοχή ενάντια σ’ αυτό, δηλώνω ανοιχτά στη θέση αριθ. 8: ... «Όχι “εισαγωγή” του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας»[11]...
Δεν είναι λοιπόν φανερό, ότι ένας άνθρωπος, που υπολογίζει στην άμεση μετεξέλιξη της επανάστασης μας σε σοσιαλιστική, δεν θα μπορούσε να ταχθεί ενάντια στην εισαγωγή του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον;
Κι όχι μόνο αυτό. Στη Ρωσία δεν είναι δυνατό να εισαγά­γουμε «αμέσως» ακόμα και ένα «κράτος-κομμούνα» (δηλ. κράτος, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο της Κομμούνας του Παρισιού), επειδή γι’ αυτό είναι απαραίτητο η πλειοψηφία των βουλευτών σε όλα (ή στα περισσότερα) Σοβιέτ να καταλάβει καλά πόσο λαθε­μένη και πόσο επιζήμια είναι η ταχτική και η πολιτική των Εσέρων, των Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ κλπ. Κι εγώ δήλωσα εν­τελώς συγκεκριμένα, ότι στον τομέα αυτόν «υπολογίζω» μόνο στην «υπομονετική» εξήγηση (χρειάζεται άραγε να είναι κανείς υπομονετικός, για να πετύχει μια αλλαγή, που μπορεί να την πραγματοποιήσει «αμέσως»;).
Ο σ. Κάμενεφ επιτέθηκε λιγάκι «ανυπόμονα» και επανέλα­βε τη μικροαστική πρόληψη σχετικά με την Κομμούνα του Παρι­σιού, ότι τάχα ήθελε να εισαγάγει «αμέσως» το σοσιαλισμό. Αυ­τό δεν είναι σωστό. Η Κομμούνα, δυστυχώς, αργοπόρησε πολύ στην εισαγωγή του σοσιαλισμού. Η πραγματική ουσία της Κομ­μούνας δεν βρίσκεται εκεί που την αναζητούν συνήθως οι αστοί, αλλά στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου τύπου κράτους. Και ένα τέτοιο κράτος έχει κιόλας γεννηθεί στη Ρωσία, είναι τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών!
Ο σ. Κάμενεφ δεν βάθυνε στο γεγονός, στη σημασία των Σοβιέτ που υπάρχουν, στο ότι σύμφωνα με τον τύπο τους, σύμ­φωνα με τον κοινωνικοπολιτικό τους χαρακτήρα είναι ταυτόσημα με το κράτος της Κομμούνας, και αντί να μελετήσει το γεγονός, άρχισε να μιλάει για ένα ζήτημα, που εγώ το «θεωρώ» τάχα σαν ζήτημα του άμεσου μέλλοντος. Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, ήταν να επαναληφθεί η μέθοδος πολλών αστών: αποσπούν την προσο­χή από το ζήτημα τί είναι τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιω­τών Βουλευτών, είναι άραγεανώτερος τύπος από την κοινοβου­λευτική δημοκρατία, χρησιμότερα για το λαό, δημοκρατικότερακαταλληλότερα για την αντιμετώπιση, λ.χ., της έλλειψης ψωμιού κτλ., αποσπούν την προσοχή απ’ αυτό το φλέγον, το ουσιαστικό ζήτημα, που τό ’βαλε στην ημερήσια διάταξη η ζωή, και τη στρέ­φουν στο κούφιο, δήθεν επιστημονικό, μα στην πραγματικότητα χωρίς περιεχόμενο και δασκαλίστικα νεκρό ζήτημα του «υπολο­γισμού μιας άμεσης μετεξέλιξης».
Κούφιο, λαθεμένα τοποθετημένο ζήτημα. Εγώ «υπολογίζω» μόνο στο ότι, αποκλειστικά στο ότι οι εργάτες, οι φαντάροι και οι αγρότες θα τα βγάλουν πέρα με τα δύσκολα πραχτικά ζητήματα της αύξησης της παραγωγής σιτηρών, της καλύτερης διανομής τους, του καλύτερου εφοδιασμού των φαντάρων κλπ., κλπ., καλύτερα από τους δημόσιους υπαλλήλους, καλύτερα από τους αστυνομικούς.
Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι τα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών θα εξασφαλίσουν γρηγορότερα και καλύτερα την αυτοτέλεια της μάζας του λάου απ’ ό,τι η κοινοβουλευτική δημοκρατία (για τη σύγκριση των δυο τύπων κράτους θα γίνει λόγος λεπτομερέστερα σε άλλο γράμμα). Τα Σοβιέτ θα κρίνουν καλύτερα, πραχτικότερα, σωστότερα, πως μπορούν να γίνουν, και ποια ακριβώς βήματα μπορούν να γίνουν προς το σοσιαλισμό. Ο έλεγχος των τραπεζών, η συγχώνευση όλων των τραπεζών σε μια, δενείναι ακόμα σοσιαλισμός, αλλά βήμα προς το σοσιαλι­σμό. Τέτοια βήματα κάνουν σήμερα ο γιούνκερ και ο αστός στη Γερμανία ενάντια στο λαό. Αύριο το Σοβιέτ των Στρατιωτών και Εργατών Βουλευτών θα μπορέσει να τα κάνει πολύ καλύτερα για όφελος του λαού, αν θα έχει στα χέρια του όλη την κρατική εξουσία.
Και τί είναι εκείνο που επιβάλλει αυτά τα βήματα;
Η πείνα. Η εξάρθρωση της οικονομίας. Η απειλή της χρεοκοπίας. Οι φρίκες του πολέμου. Οι φοβερές πληγές που προξενεί ο πόλεμος στην ανθρωπότητα.
Ο σ. Κάμενεφ τελειώνει το σχόλιό του με τη δήλωση ότι «ελπίζει σε πλατιά συζήτηση να υπερασπιστεί την άποψη του σαν τη μοναδικά δυνατή για την επαναστατική σοσιαλδημοκρατία, εφό­σον αυτή θέλει και πρέπει να παραμείνει ως το τέλος κόμμα των επαναστατικών μαζών του προλεταριάτου και δεν θέλει να μετα­τραπεί σε ομάδα προπαγανδιστών-κομμουνιστών».
Μου φαίνεται πως στα λόγια αυτά διαφαίνεται μια πολύ λα­θεμένη εκτίμηση της στιγμής. Ό σ. Κάμενεφ αντιπαραθέτει το «κόμμα των μαζών» στην «ομάδα των προπαγανδιστών». Μα οι «μάζες» είναι ακριβώς που παρασύρθηκαν τώρα από τη μέθη του «επαναστατικού» αμυνιτισμού. Δεν θα ήταν άραγε πολύ καλύ­τερο και για τους διεθνιστές να ξέρουν σε μια τέτοια στιγμή να αντιστέκονται στη «μαζική» μέθη, παρά να «θέλουν να μείνουν» με τις μάζες, δηλαδή να παρασυρθούν από το γενικό ρεύμα; Δεν είδαμε μήπως πώς οι σοβινιστές σε όλες τις εμπόλεμες ευρωπαϊκές χώρες δικαιολογούσαν τον εαυτό τους με την επιθυμία «να μείνουν με τις μάζες»; Δεν είναι μήπως υποχρεωτικό να ξέρει κανείς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να είναι μειοψηφία απέναντι στη «μαζική» μέθη; Δεν είναι μήπως η δουλειά ακριβώς των προπαγανδιστών, αυτήν ίσα-ίσα τη στιγμή, το κεντρικό ση­μείο για την απαλλαγή της προλεταριακής γραμμής από τη «μαζική» αμυνίτικη και μικροαστική μέθη; Η συγχώνευση ακριβώς των μαζών, και των προλεταριακών και των μη προλεταριακών, χωρίς διάκριση των ταξικών διαφορών μέσα στις μάζες, αποτέλεσε έναν από τους όρους της αμυνίτικης επιδημίας. Το να μιλάει κανείς περιφρονητικά για «ομάδα προπαγανδιστών» της προλεταριακής γραμμής δεν είναι ίσως και πολύ τιμητικό.

TOP READ