14 Δεκ 2011

«Τα διδάγματα της κρίσης»


«Για να βγει κέρδος από μια επιχείρηση, πρέπει να πουληθούν τα εμπορεύματα, να βρεθούν αγοραστές. Και αγοραστής πρέπει να είναι κατ' ανάγκην όλη η μάζα του πληθυσμού, γιατί οι τεράστιες επιχειρήσεις παράγουν βουνά ολόκληρα από προϊόντα.
*
Σ' όλες όμως τις κεφαλαιοκρατικές χώρες τα εννιά δέκατα του πληθυσμού αποτελούνται από φτωχούς: από εργάτες που παίρνουν ένα πενιχρότατο μεροκάματο, από αγρότες που, στη μεγάλη τους μάζα, ζουν χειρότερα κι από τους εργάτες.
*
Και να που, όταν η μεγάλη βιομηχανία σε περίοδο άνθησης παίρνει φόρα, για να παράγει όσο το δυνατό περισσότερα, ρίχνει στην αγορά τόσο μεγάλη ποσότητα προϊόντων, που δεν είναι σε θέση να τα πληρώσει η φτωχή πλειονότητα του λαού.
*
Αυξάνει ολοένα ο αριθμός των μηχανών, των εργαλείων, των αποθηκών, των σιδηροδρόμων κ.τ.λ., όμως, από καιρό σε καιρό διακόπτεται αυτή η αύξηση, γιατί η μάζα του λαού, για την οποία, σε τελευταία ανάλυση, προορίζονται όλοι αυτοί οι βελτιωμένοι τρόποι παραγωγής, παραμένει σε φτώχεια τέτοια, που φτάνει τα όρια της εξαθλίωσης.
*
Η κρίση δείχνει ότι η σύγχρονη κοινωνία θα μπορούσε να παράγει ασύγκριτα περισσότερα προϊόντα για την καλυτέρευση της ζωής όλου του εργαζόμενου λάου, αν δεν είχαν αρπαχτεί η γη, τα εργοστάσια, οι μηχανές κ.τ.λ. από μια χούφτα ατομικούς ιδιοχτήτες, που βγάζουν εκατομμύρια από τη λαϊκή εξαθλίωση.
*
Η κρίση δείχνει ότι οι εργάτες δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στην πάλη για μερικές παραχωρήσεις από μέρους των κεφαλαιοκρατών: στην περίοδο της αναζωογόνησης της βιομηχανίας μπορούν να καταχτηθούν τέτοιες παραχωρήσεις (...) όμως επέρχεται η κρίση και οι κεφαλαιοκράτες όχι μόνο παίρνουν πίσω τις παραχωρήσεις που έκαναν, αλλά και επωφελούνται από την αδυναμία των εργατών για να κατεβάσουν ακόμα πιο πολύ τα μεροκάματα.
*
Κι αυτό θα συνεχίζεται αναπότρεπτα, ώσπου οι στρατιές του σοσιαλιστικού προλεταριάτου να γκρεμίσουν την κυριαρχία του κεφαλαίου και της ατομικής ιδιοχτησίας».
*
(Β. Ι. ΛΕΝΙΝ, απόσπασμα από το άρθρο «Τα διδάγματα της κρίσης», δημοσιεύτηκε στην «Ισκρα» τον Αύγουστο του 1901, «Απαντα», τόμος 5ος, σελ. 85 - 86, έκδοση «Σύγχρονη Εποχή»).

Γράφει:
ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

«Η σπίθα που άναψε να γίνει φωτιά»


Αποσπάσματα από την ομιλία του προέδρου του σωματείου εργαζομένων στην «Ελληνική Χαλυβουργία» Γιώργου Σιφωνιού
Ο Γ. Σιφωνιός μιλά στους απεργούς του Θριάσιου
«
Eίμαστε εδώ σήμερα για να δώσουμε τη μάχη για κλιμάκωση στον αγώνα μας. Εδώ και 45 ημέρες δίνουμε έναν αγώνα μαζικό, ενωτικό, ταξικό, που αντιστοιχεί στην τάξη των εργατών, στην τάξη που προσφέρει όλο τον πλούτο στους βιομήχανους, στους τραπεζίτες, στο μεγάλο κεφάλαιο, ακόμα και στους ναυτεργάτες με το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Δίνουμε έναν τίμιο και υπερήφανο αγώνα για την αξιοπρέπεια και το ψωμί της οικογένειάς μας ενάντια στην εργοδοσία και την κυβέρνηση, ενάντια σε εκείνους που στηρίζουν το μεγάλο κεφάλαιο εδώ και πολλές δεκαετίες. Απεργούμε για την επαναπρόσληψη 50 χαλυβουργών. Πενήντα οικογένειες που αυτή τη στιγμή είναι στο δρόμο, γιατί ο κ. Μάνεσης, αξιοποιώντας το αντεργατικό οπλοστάσιο, που ψήφισαν η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τώρα οι συνεπικουρούμενοι από το μαύρο μέτωπο της ΝΔ και του ΛΑ.Ο.Σ., όλοι μαζί για να συνθλίψουν τη ζωή της εργατικής οικογένειας».
«Ο αγώνας των χαλυβουργών πρέπει να γενικευθεί και η σπίθα που άναψε να γίνει φωτιά. Να μετατραπούν σε "Χαλυβουργία" όλα τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις και οι εργάτες να οργανωθούν, να κάνουν στην άκρη τους συμβιβασμένους εργοδοτικούς. Αυτοί που πρέπει να δώσουν ένα σκληρό ταξικό αγώνα ενάντια σε αυτά τα μέτρα είναι οι εργάτες που δε θα αφήσουν να περάσει τίποτα. Ο αγώνας μας υποστηρίζεται από όλη την εργατική τάξη, γιατί αφορά την εργατική τάξη που τη σπρώχνουν στην εξαθλίωση. Ακόμα και οι αγρότες και οι επαγγελματοβιοτέχνες χτυπιούνται σκληρά από αυτά τα μέτρα.
Ολοι καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο αγώνας είναι αγώνας για όλους μας. Και θα κάνουμε πράξη το σύνθημα που λέει ότι "Για τον χαλυβουργό δεν υπάρχει γυρισμός"!».
Ασυμβίβαστος ταξικός πόλεμος
«Υπάρχει πάλη των τάξεων. Είμαστε εργατική τάξη ενάντια στην αστική τάξη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτα χειρότερο από το συμβιβασμό. Εδώ γίνεται ταξικός πόλεμος ενάντια στους κεφαλαιοκράτες που στηρίζουν το μαύρο μέτωπο. Αυτό που λένε ότι εμείς θέλουμε ανταγωνιστικότητα, να μειώσουμε τους μισθούς για να έχετε δουλειά. Τι δουλειά να έχουμε όταν επιβάλλουν τα χαράτσια, φόρους στα καύσιμα, σχολεία χωρίς βιβλία, μείωση κοινωνικών παροχών, περικοπές των συντάξεων;».
Αναφορικά με το διάλογο των λεγόμενων κοινωνικών εταίρων, είπε:
«Ο διάλογος αυτός για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων οδήγησε και στην επέκταση των επιχειρησιακών συμβάσεων, που φτιάχτηκαν με νόμους για να έχουν ενώσεις προσώπων τα εργοστάσια και να βάζει ο εργοδότης 8-10 ανθρώπους να στήνουν επιχειρησιακό σωματείο. Τι σημαίνει αυτό; Η δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών για τον καθένα ξεχωριστά. Απαιτούμε τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, την ακύρωση των αυξήσεων - κοροϊδία που είχε επιβάλει η ΓΣΕΕ με την υπογραφή της ΕΓΣΣΕ το 2010.
Είναι ορισμένα από τα θέματα που θα βρεθούν στο επίκεντρο των συζητήσεων του υπουργείου Εργασίας με το κλιμάκιο της τρόικας. Είναι ολοφάνερο ότι η ολομέτωπη επίθεση σε βάρος των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου θα κλιμακωθεί το επόμενο διάστημα, από την κυβέρνηση του μαύρου μετώπου και τους ξένους συμμάχους της. Και προκειμένου να περάσουν τα βάρβαρα αντεργατικά μέτρα, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν και τη συμμετοχή της συμβιβασμένης πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ. Αυτός είναι ο στόχος του διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους που θα ξεκινήσει τις επόμενες ημέρες. Μέχρι τώρα γίνονταν ξεχωριστές συναντήσεις μεταξύ του υπουργείου και των κοινωνικών αυτών εταίρων προκειμένου να προετοιμαστεί το έδαφος», τόνισε, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως «44 ημέρες τώρα η ΓΣΕΕ είναι απούσα από τον αγώνα των εργαζομένων στην "Ελληνική Χαλυβουργία", όπως είναι απούσα από τους αγώνες των εργαζομένων».
«Η σημερινή κινητοποίηση στο Θριάσιο, που πάρθηκε ύστερα από πίεση των ταξικών δυνάμεων και με πρωτοβουλία του σωματείου εργατών στην "Ελληνική Χαλυβουργία", θα αποτελέσει την αρχή, θα δώσει νέα ώθηση για την παραπέρα κλιμάκωση στον αγώνα στο Θριάσιο Πεδίο και γενικότερα», κατέληξε.

Οι 200 της Καισαριανής


«Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ' αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει».
*
(Α. Πανσέληνος, «Τότε που ζούσαμε», «Κέδρος»)
***
Ηταν Δευτέρα. Πρωτομαγιά του '44. Μέρα μουντή, πνιγμένη στην ομίχλη. Το προσκλητήριο του θανάτου έγινε χαράματα στο Χαϊδάρι. Κι από κει στο Σκοπευτήριο. Στην Καισαριανή. Μια μέρα πριν, οι εφημερίδες δημοσιεύουν το φιρμάνι των Γερμανών:
*
«...Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν (!) ανάνδρως (!) έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του (...) Ως αντίποινα θα εκτελεστούν: 1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944. 2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην...».
*
Οι 200 αντιφασίστες πατριώτες έγιναν θρύλος. Οι κομμουνιστές δεσμώτες, που η κυβέρνηση του Τσουδερού και των Μανιαδάκηδων κρατούσε στην Ακροναυπλία και την Ανάφη και που με την είσοδο των χιτλερικών στην Ελλάδα τους παρέδωσε στους ναζί, μετέτρεψαν με το αίμα τους το Σκοπευτήριο σε θυσιαστήριο της λευτεριάς.
***
Στο δρόμο από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, οι πατριώτες αποτυπώνουν μερικές τελευταίες λέξεις στο χαρτί και τα στερνά σημειώματα (όσα σώθηκαν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το '45 στην επιθεώρηση «Σήμερα») τα πετούν στο δρόμο.
*
Ανάμεσά τους ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο κομμουνιστής που αρνήθηκε να εξαιρεθεί από τον κατάλογο των μελλοθάνατων εις βάρος άλλου συγκρατούμενού του. Στο δρόμο προς το εκτελεστικό απόσπασμα, γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου».
Ο Νίκος Μαριακάκης έγραψε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».
Ο Σάββας Σαββόπουλος: «... Καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει...».
Ο νεολαίος, ο Δημήτρης Σόφης: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».
Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «...Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ...».
***
Την Πρωτομαγιά του '44, η Ελλάδα σηκώθηκε ένα μπόι ψηλότερα. Τα κορμιά των 200κομμουνιστών έγιναν λίπασμα στον αγώνα για τη λευτεριά.
*
Και μετά;
*
«Δεν επιτρέπεται σήμερα η Καισαριανή, τόπος που η χλόη του βλασταίνει με το αίμα χιλιάδων ηρώων μας, να παραμένει χωρίς το μεγαλόπρεπο μνημείο της... Τα μνημεία είναι ανάγκη της ματωμένης ψυχής μας, ανάγκη του ηθικού και ιστορικού χρέους...».
*
Αυτά τα λόγια δε γράφτηκαν ούτε χτες, ούτε πέρσι, ούτε πρόπερσι. Γράφτηκαν από τον Γιώργη Λαμπρινό στα «Ελεύθερα Γράμματα» ήδη από το ...1945! Ναι, πριν από 60 χρόνια! Εκτοτε από αυτόν τον τόπο πέρασαν 50 κυβερνήσεις και 15 πρωθυπουργοί, αλλά ούτε ο Πλαστήρας ούτε ο Παπάγος, ούτε ο Σοφούλης ούτε ο Κλη-κλής ο Βενιζέλος, ούτε ο «θείος» Καραμανλής ούτε ο γερο - Παπανδρέου, ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Σημίτης, έπραξαν το ελάχιστο που όφειλαν στο «ιστορικό χρέος».
*
Και σήμερα;
Σήμερα, που η κυβέρνηση του «ανιψιού» Καραμανλή ανακοινώνει ότι έδωσε την ...άδεια να γίνει μνημείο (δέκα μέρες αφότου τα ΜΑΤ είχαν για μια ακόμα φορά χτυπήσει τους αγωνιστές, που πήγαν να καταθέσουν στεφάνι στο σημείο της εκτέλεσης - κατ' εντολήν ποιου χτύπησαν;), απέναντι στο αίτημα του καισαριανιώτικου και όλου του ελληνικού λαού να του αποδοθεί όλος ο ιστορικός χώρος, οι αρμόδιοι «διευκρίνισαν»: Θα δοθούν μόνο τα 110 από τα 700 στρέμματα. Τα υπόλοιπα στρέμματα; Φαίνεται ότι κάποιοι, αφού «κοστολόγησαν» το αίμα που τα πότισε, δεν το θεώρησαν ...αρκετό και ως εκ τούτου δεν τα αναγνωρίζουν ως κτήμα της ιστορίας του λαού, αλλά σαν κτήμα της εταιρίας! Και έτσι θα παραμείνουν στη Σκοπευτική Εταιρία...

Το μεγάλο «Μπλόκο» της Κοκκινιάς



Η πλατεία της Οσίας Ξένης όπως ήταν το 1945 (από την έκδοση της ΕΠΟΝ Πειραιά -Ιούλης 1945 -«Σπάμε την άτιμη την αλυσσίδα»)
«Πρώτη στο μόχτο στον αγώνα
και στη θυσία η γειτονιά.
Η Καλογρέζα, η Δραπετσώνα,
Η ματωμένη Κοκκινιά».
Σ. Μαυροειδή - Παπαδάκη1
17 Αυγούστου 1944. Δεν έχει ακόμη χαράξει κι η Κοκκινιά πολιορκείται από γερμανικά στρατεύματα κι από τις ορδές των γερμανοτσολιάδων. Μέσα σε λίγα λεπτά μπλοκαρίστηκαν όλα τα περάσματα που οδηγούσαν προς τον Πειραιά, το Κερατσίνι και το Αιγάλεω, οι δίοδοι δηλαδή απ' όπου θα μπορούσε να διαφύγει κανείς ξεγλιστρώντας στις γύρω περιοχές. Το γεγονός αυτό φανέρωνε πως όλα γίνονταν βάσει ενός στρατιωτικού σχεδίου καλά μελετημένου. Μάλιστα οι εισβολείς - που οι μαρτυρίες τούς υπολογίζουν σε 3.500-4.000 άνδρες - είχαν τόσο πολύ καλά οργανώσει την επιχείρηση που είχαν φέρει μαζί τους ελαφρά μηχανοκίνητα, ακόμη κι ένα μικρό κανόνι2.
Σε λίγο ακούστηκαν τα χωνιά, μόνο που αυτή τα φορά δεν τα κρατούσαν χέρια ΕΠΟΝιτών, αλλά ταγματασφαλιτών:
«Προσοχή - Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου»3.
Δε συμμορφώνονται όλοι στο κάλεσμα. Αρκετοί είναι αυτοί που κρύβονται στις σκεπές των σπιτιών, στις ταράτσες, στα υπόγεια, σε πηγάδια κι όπου αλλού ήταν δυνατό. Αλλοι με χίλιες προφυλάξεις προσπαθούν να βρουν κενά στο Μπλόκο και να διαφύγουν στις γύρω συνοικίες. Οταν όμως ανατέλλει ο ήλιος βρίσκει στην πλατεία και στους γύρω δρόμους συγκεντρωμένους γύρω στα 25.000 άτομα κι ανάμεσά τους πάρα πολλούς ΕΑΜίτες αγωνιστές και αγωνίστριες. «Η πλατεία - έλεγε στο Ν. Καραντηνό το 1980 ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων Μ. Βαφείδης - γέμισε φίσκα. Κάτι τέτοιο οι Γερμανοί κι οι προδότες με τον Πλυτζανόπουλο δεν το περίμεναν. Φυσικά, πολλοί αγωνιστές δεν πήγαν, κρύφτηκαν όπως μπορούσαν. Η οργάνωση είχε δώσει εντολή να μην πάνε»4.
Ξεδιαλέγουν και δολοφονούν, συλλαμβάνουν, λεηλατούν
Το μεγάλο «Μπλόκο» της Κοκκινιάς όπως το είδε λαϊκός καλλιτέχνης (από την έκδοση της ΕΠΟΝ Πειραιά - Ιούλης 1945 -«Σπάμε την άτιμη την αλυσσίδα»)
Οταν πια τελείωσε το στάδιο της συγκέντρωσης του κόσμου στην πλατεία κι αφού ορδές των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους πέρασαν από τα σπίτια δολοφονώντας και πλιατσικολογώντας, άρχισε το ξεδιάλεγμα των συγκεντρωμένων. Οι προδότες Μπατράνης, Βακαλόπουλος, Βερύκογλου, Γρ. Ιωαννίδης, ο Σγούρης και ο γιος του πιάσανε δουλιά, υποδείχνοντας έναν - έναν τους επικίνδυνους για τον κατακτητή αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Το γενικό πρόσταγμα στους προδότες έχει ο «συνταγματάρχης» των ταγματασφαλιτών Πλυτζανόπουλος.
Η επικρατέστερη εκδοχή λέει ότι τούτο εδώ το σκυλολόι ξεχώρισε 200 άτομα. Τόσους αναφέρει και η ανακοίνωση της Αχτιδικής Επιτροπής της Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ που κυκλοφόρησε εκείνη την τραγική ημέρα. Μια άλλη εκδοχή μιλάει για 90. Οσοι κι αν ήταν εκτελέστηκαν αμέσως με συνοπτικές διαδικασίες, μπροστά στα μάτια των δικών τους5. Ο Δ. Μαγκριώτης γράφει για το θέμα6: «Πολλαί οικίαι επυρπολήθησαν με όλμους κατά την ημέραν εκείνην και εφονεύθησαν εις αυτάς αρκετά πρόσωπα. Υπολογίζεται ότι 170 οικίαι κατεστράφησαν την ημέρα εκείνην εις Ν. Κοκκινιάν. Κατόπιν συνελήφθησαν υπό των Γερμανών 7.000 κάτοικοι της Ν. Κοκκινιάς ως όμηροι και οδηγήθησαν πεζή εις το Χαϊδάρι. Και άλλοι μεν εξ αυτών εκρατήθησαν εις το Στρατόπεδον τούτο, άλλοι δεν απεστάλησαν εις Γερμανίαν ίνα εργασθούν αναγκαστικώς εις τας πολεμικάς βιομηχανίας της, και ολίγοι αφέθησαν ελεύθεροι. Την ίδιαν ημέραν, 90 εκ των συλληφθέντων κατοίκων εφονέφθησαν ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους της Ν. Κοκκινιάς χωρίς καμμίαν διαδικασίαν».
Ο καπετάνιος του Α` σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Σπ. Κωτσάκης (Νέστορας) δίνει τη δική του περιγραφή για τις θηριωδίες των κατακτητών και των οργάνων τους, γράφοντας ανάμεσα σε άλλα πολύ ενδιαφέροντα7: «Περνάνε ανάμεσα οι χαφιέδες. Εδώ πολλοί χωρίς μάσκα... και υποδείχνουν τους αγωνιστές, τα στελέχη της Αντίστασης, του Κόμματος, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ. Τους παίρνουν, τους πηγαίνουν στη μάντρα και τους εκτελούν. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν. 72 εκτέλεσαν στη μάνδρα της Οσίας Ξένης, 42 στη μάνδρα στ' Αρμένικα, 40 στο*****Σκιστό. Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές τούς έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους. Στον 4ο Καραβά (Αρμένικα) από τα 90 σπίτια έκαψαν τα 80. Συνολικά σ' όλο το μπλόκο οι σκοτωμένοι είναι πάνω από 200 και τα καμένα σπίτια ξεπερνάνε τα 100. Η λεηλασία και το πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Χιλιάδες χρυσές λίρες δόθηκαν από συγγενείς των συλληφθέντων για ν' αφεθούν ελεύθεροι οι δικοί τους. Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και χίλιους μετέφεραν στη Γερμανία, απ' όπου λίγοι γύρισαν πίσω. Τελευταίους εκτέλεσαν οι Γερμανοί και τους προδότες, όργανά τους».
Τα «Μπλόκα» και η επιλογή της Κοκκινιάς
Τα «Μπλόκα» ήταν ένα από τα κλασικά μέτρα μαζικής τρομοκρατίας που εφάρμοζαν οι δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, κυρίως στην πρωτεύουσα και ιδίως την περίοδο που είχε αρχίσει γι' αυτούς η αντίστροφη μέτρηση. «Κατά την ενέργειαν των άγριων διώξεων των S.S. εναντίον των κατοίκων ολόκληρων συνοικιών και συνοικισμών της περιφερείας Αθηνών - γράφει ο Δ. Μαγκριώτης- αι οποίαι έμειναν γνωσταί με το απαισίας μνήμης όνομα "Μπλόκο" διεπράττοντο πρωτοφανείς αγριότητες υπ' αυτών... Περικυκλούντο κατά την ενέργειαν αυτών ολόκληρα τετράγωνα των συνοικιών της πόλεως από δυνάμεις των SS και συνελαμβάνοντο χιλιάδες αθώων προσώπων, πολλά των οποίων και εφονεύοντο επί τόπου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους, χωρίς καμμίαν απολύτως διαδικασίαν. Εληστεύοντο δε προσέτι αι οικίαι και τα καταστήματα των κυκλωμένων τετραγώνων, τινές εκ των οποίων και επυρπολούντο διά της χρήσεως ειδικής αναφλεκτικής κόνεως. Συνελαμβάνοντο δε προσέτι κατά εκατοντάδας και ενίοτε κατά χιλιάδας όμηροι εκ του πλήθους, εκ των οποίων άλλοι μεν εστέλλοντο εις το Στρατόπεδον Χαϊδαρίου και άλλοι εις Γερμανίαν διά αναγκαστικήν εργασίαν. Αι δραματικώτεραι και χαρακτηριστικότεραι τούτων ήσαν της Νικαίας (Ν. Κοκκινιάς), του συνοικισμού Βύρωνος και της Καλλιθέας».
Μόνιμο εφιάλτη πολλών Αθηναίων έως την απελευθέρωση, χαρακτηρίζει τα «Μπλόκα» ο Mark Mazower9 και δεν έχει άδικο.
Πώς όμως επιλέγονταν οι συνοικίες στις οποίες γίνονταν τα «Μπλόκα»; Τα κριτήρια δεν ήταν καθόλου περίπλοκα. Στόχος των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους ήταν - πράγμα απολύτως αντιληπτό - η συντριβή του αντιστασιακού ΕΑΜικού κινήματος και φυσικά του ΚΚΕ, που αποτελούσε τον καθοδηγητικό του νου. Ετσι τα «Μπλόκα» γίνονταν εκεί όπου το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης ήταν πιο ισχυρό και πιο απειλητικό για τις δυνάμεις κατοχής. Μ' αυτά τα κριτήρια επιλέχτηκε και η Κοκκινιά που σημειωτέον δοκίμασε τρία «Μπλόκα» στην ιστορία της. Το πρώτο στις 7 Μάρτη του '44, το δεύτερο στις 17 Αυγούστου του ιδίου έτους και το τρίτο περίπου 40 ημέρες μετά, στις 24 Σεπτέμβρη. «Η Κοκκινιά - γράφει ο M. Mazower10 - ήταν ένας λαβύρινθος από βρώμικα δρομάκια και παράγκες που είχαν ξεφυτρώσει στο Μεσοπόλεμο στα νοτιοδυτικά της πόλης για να στεγάσουν τους πρόσφυγες από τη Μικρασία. Με τους ανοιχτούς υπονόμους της, τους σωρούς σκουπιδιών και τις βρωμερές καλύβες, ήταν το τυπικό παράδειγμα προσφυγικής συνοικίας. Οι κάτοικοί της είχαν τραβήξει τα πάνδεινα στο λοιμό του 1941-1942 και είχαν κερδίσει τη φήμη μιας απ' τις "κόκκινες" γειτονιές της πρωτεύουσας».
Ο επίλογος των «Μπλόκων» της Κοκκινιάς
Το μεγάλο «Μπλόκο» της Κοκκινιάς, της 17ης Αυγούστου του '44, πέρασε στην ιστορία σαν μία από τις τραγικότερες, αλλά και ηρωικότερες στιγμές της φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα. «Θα μείνει στην ιστορία της Αντίστασης - γράφει ο Σπ. Κωτσάκης11 - για τον μαζικό ηρωισμό και την καρτερία που έδειξε ο λαός της (Κοκκινιάς) και η ΕΑΜική αντιστασιακή ηγεσία του».
Το ίδιο βράδυ των γεγονότων η Αχτιδική Επιτροπή της ΚΟ Κοκκινιάς του ΚΚΕ κυκλοφόρησε προκήρυξη, που έλεγε μεταξύ άλλων12: «Διακόσια διαλεχτά παλληκάρια, διακόσιοι πρωτοπόροι στον καθημερινό αγώνα για ζωή και λευτεριά, διακόσια μέλη και στελέχη, οπαδοί και συμπαθούντες του κόμματός σας του Κομμουνιστικού δεν υπάρχουν πια... Χαρά στον τόπο που βγάζει τέτοια παλληκάρια, τιμή στο κόμμα που τ' ανάθρεψε με τέτοια πίστη και παλληκαριά, τιμή και δόξα στο γονιό πούθρεψε τέτοιους λεβέντες... Το αίμα σας θα το πάρουμε πίσω. Ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε με πιότερη ορμή το μισοτελειωμένο σας έργο για τη λευτεριά του τόπου μας... Μονάχα όταν δώσουμε τα πάντα και τη ζωή μας ακόμα για τη συντριβή του κατακτητή, θα νικήσουμε...».
Ανάμεσα στους ηρωικούς νεκρούς ήταν ο Αποστόλης, γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιάνων του ΚΚΕ, που ενώ τον έσερναν για το θάνατο τον κομμάτιαζαν σιγά - σιγά. Ηταν ο Παναγιώτης Ασμάνης που τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυτζανόπουλος. Ηταν ο Στέλιος Καζακίδης που τον έσερναν μέσα στο πλήθος με βγαλμένο το ένα μάτι καλώντας τον να προδώσει. Ηταν η θρυλική Διαμάντω Κουμπάκη, στέλεχος της ΕΠΟΝ Πειραιά. Ηταν η Κατίνα, η Καλλιόπη, η Αθηνά. Ηταν.... Ηταν αυτοί στους οποίους η Ελλάδα χρωστάει την τιμή και τη λευτεριά της από το φασισμό.
Στις 24 Σεπτέμβρη 1944 ο λαός της Κοκκινιάς, αλλά και της Αθήνας και του Πειραιά κλήθηκε να αποτίσει φόρο τιμής στους ήρωες - νεκρούς του μεγάλου «Μπλόκου», αλλά βρέθηκε και πάλι κάτω από τα πυρά των κατακτητών, με αποτέλεσμα στον κατάλογο των απωλειών να προστεθούν 9 νεκροί και 32 τραυματίες13. Μια έκδοση του 1945 της ΕΠΟΝ Πειραιά μας δίνει το χρονικό εκείνης της ημέρας14:
«Ανταριάζουνται οι γειτονιές και τα εργοστάσια κείνο τ' απόγεμα του Σεπτέμβρη. Τα "Χωνιά" βουίζουν. Ενα μεγάλο φόρο ευγνωμοσύνης χρωστούμε στους Ηρωες της Μάντρας και θα τον ανταποδώσουμε με το μνημόσυνο. Σαββατόβραδο 23 του Σεπτέμβρη. Ολος ο Πειραιάς προετοιμάζεται. ΕΠΟΝίτες της Κοκκινιάς στολίζουν τη μαρτυρική μάντρα, φτιάχνουν το κενοτάφιο. ΕΠΟΝίτικες επιτροπές σ' όλες τις συνοικίες ετοιμάζουν στεφάνια, για να στεφανώσουν τους ήρωες της Κοκκινιάς. Γεμίζουν οι τοίχοι προκηρύξεις και συνθήματα, οι δρόμοι ασπρίζουν από τα τρυκ και τα χωνιά φωνάζουν ως τα μεσάνυχτα.
24 Σεπτέμβρη 1944. Η Κοκκινιά σού φαίνεται σήμερα πειό όμορφη, πειό λαμπρή. Το μνημόσυνο αθέλητα σου φέρνει στο νου τη ματωμένη πορεία αυτής της μεγάλης γειτονιάς που 3 1/2 χρόνια πότισε τα χώματά της με το καλύτερο αίμα της, που θυσίασε χιλιάδες παιδιά της στα φασιστικά κάτεργα, στα Χαϊδάρια, στα Νταχάου και στα Μαϊντανέκ, πολεμώντας για τη Λευτεριά και τη Δημοκρατία. Οι δρόμοι μαυρίζουν ατελείωτες σειρές από μαυροφορεμένες μανάδες. Τραβάν ολόισα στην Οσία Ξένη κι όσο προχωράει η ώρα γεμίζει η πλατεία, γεμίζουν οι δρόμοι. Εκατοντάδες στεφάνια έρχουνται. Δεκάδες αντιπροσωπείες απ' τις γειτονιές του Πειραιά. Κι απ' την Αθήνα κατεβαίνουν επιτροπές. Τα ταξί που τους μεταφέρουν είναι γεμάτα στέφανα. Ρίγη συγκίνησης απέραντης σε κυριεύουνε. Ατρόμητες γειτονιές της Αθήνας, η Καισαριανή, ο Βύρωνας, το Παγκράτι, του Ζωγράφου, το Περιστέρι με τα πειό διαλεκτά τους παιδιά έρχουνται να δώσουν όρκο πως θα εκδικηθούν το αίμα των εκατοντάδων νεκρών της 17 Αυγούστου 1944. Σε λίγο αρχίζει η παρέλαση του ΕΛΑΣ και των ΕΠΟΝίτικων τμημάτων. ΕΠΟΝίτες, ΕΠΟΝίτισσες κι Αετόπουλα παρελαύνουν στην οδό Κοτζιά. Είναι τα ηρωικά βλαστάρια της λεβεντογέννας Κοκκινιάς. Η πλατεία είναι κοσμημένη με καλλιτεχνικά πλακάτ από το δράμα της 17-8-44.
Σαν τελείωσε η επιμνημόσυνη δέηση η λαοθάλασσα ξεχύνεται με τα λάβαρα στην πλατεία. Σφίγγουνε οι γροθιές και το πένθιμο εμβατήριο συγκλονίζει τις λεύτερες ψυχές. Οταν ο ομιλητής κλείνοντας το λόγο του είπε "πρέπει να δικαιώσουμε το αίμα πούχυσαν τα ' αδέλφια μας στις 17 Αυγούστου", τότε σαν από ένα στόμα δίνει λαός και νεολαία την απάντηση "θέλουμε όπλα - όπλα" και τα χέρια σηκώνονται κι οι γροθιές ξανασφίγγουνε...
Οταν η λαοπλημμύρα ετοιμάζεται να προχωρήσει και τα χωνιά κατευθύνουν τις μάζες, τότε οι Ούννοι ταμπουρωμένοι στο λόφο της Δεξαμενής έστρεψαν τα πολυβόλα τους στο λαό, που μνημόνευε τους νεκρούς του, που ξεπλήρωνε μια θρησκευτική και εθνική υποχρέωση απέναντί τους, και τον ξανασκότωσαν, τον ξαναβούτηξαν στο αίμα... Κροτάλιζαν τα πολυβόλα, το πυρωμένο σίδερο ξανατρυπούσε το κρέας του λαού, ξανάχυνε το άλικο αίμα του... Πέφτουν τα πτώματα στο χώμα, βογκάνε οι τραυματισμένοι, κοκκινίζουν τα στέφανα από το αίμα του λαού και της νεολαίας, πέφτει η ΕΠΟΝίτισσα Γιαννούλα Γεροντογιάννη την ώρα που πήγε να σηκώσει έναν τραυματία. Πάνω στην πλατεία πλανιέται τώρα ο θάνατος. Σε λίγο αψηφώντας τα θανατερά βόλια, ο λαός και η νεολαία θα πάρουν τους νεκρούς και τους τραυματίες και θα κάνουν τον αιματηρό απολογισμό της ημέρας».
1. Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη: «Της Νιότης και της Λευτεριάς - Ποιήματα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σελ. 29.
2. «Ριζοσπάστης» 17/8/1978.
3. «Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945.
4. «Ριζοσπάστης» 24/8/1980.
5. «Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945», εκδόσεις «Αυλός», τόμος 4ος, σελ. 1.424.
6. Δ. Ι. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα κατοχής 1941-1944», Αθήναι 1949, σελ. 115.
7. Σπ. Α. Κωτσάκη (Νέστορα): «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 213.
8. Δ. Μαγκριώτη, στο ίδιο σελ. 114-115.
9. Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της κατοχής», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 371.
10. M. Mazower, στο ίδιο σελ. 370.
11. Σπ. Κωτσάκη, στο ίδιο, σελ. 213.
12. «Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945.
13. Δ. Μαγκριώτη, στο ίδιο, σελ. 115.
14. ΕΠΟΝ - Συμβούλιο Περιοχής Πειραιά «Σπάμε την άτιμη την αλυσσίδα», εκδόσεις Ν. Λ. Βουτεράκου, Πειραιάς, Ιούλης 1945, σελ. 7-8.

Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων



Το ξενοδοχείο«ΧΕΛΜΟΣ» μετά από καταστροφική πυρκαγιά
Στις 24 Δεκέμβρη του 1943, σε μία έκτακτη έκδοσή του, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξενούσε μια ανατριχιαστική είδηση. Κάτω από τον τίτλο «Η τραγωδία των Καλαβρύτων - Οι Ούννοι κολυμπάν στο αίμα», έγραφε1: «ΣταΚαλάβρυτα ξετυλίχτηκε μια φρικαλέα πράξη απ' την πιο φοβερή τραγωδία που έζησε η Ελλάδα και ολόκληρη η Ευρώπη. Ορδές των Ούννων έκαναν επιδρομή και μπήκαν στα Καλάβρυτα που ο πληθυσμός είχε αδειάσει και αποσύρθηκε ολόκληρος στα βουνά. Οι άνανδροι Ούννοι, βαρβαρότεροι και απ' τις άγριες φυλές της ζούγκλας, κάλεσαν τον πληθυσμό να ξαναγυρίσει στα Καλάβρυταμε την υπόσχεση ότι δεν είχε να πειραχτεί κανένας. Ο πληθυσμός ξαναγύρισε και τότε οι Ούννοι, οι προστάτες των Ράλληδων Ντερτιλήδων, ρίχτηκαν στην εξόντωση των αθώων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Εκλεισαν όλα τα γυναικόπαιδα σε ένα σχολείο και έβαλαν φωτιά. Τυλιγμένες απ' τις φλόγες οι γυναίκες πάλεβαν να σπάσουν τις πόρτες, ενώ έριχναν τα παιδιά όξω απ' τα παράθυρα για να σωθούν. Εσπασαν τις πόρτες και μισοκαμένος και ξετρελαμένος αυτός ο κόσμος ρίχτηκε στους δρόμους οπότε αντιμετώπισε άλλο φρικτό θέαμα. Οι Ούννοι είχαν συγκεντρώσει σε μια διπλανή πλαγιά τον άρρενα πληθυσμό από δεκάξι χρονών και πάνου και τον θέριζαν με πολυβόλα. Σκότωσαν πάνου από οχτακόσιους ανθρώπους και κάμποσες γυναίκες που με θρήνους και οδυρμούς έτρεξαν να περιμαζέψουν τα πτώματα που είταν βουτηγμένα σε βούρκο αίματος. Οι Ούννοι απόκλεισαν τα Καλάβρυτακαι απαγόρεψαν και στον Ερυθρό Σταυρό να επικοινωνήσει και να στείλει οποιαδήποτε βοήθεια στα τραγικά θύματα. Οι Ούννοι, αυτές οι ύαινες που γρυλίζουν για πολιτισμό και για θρησκεία, έκαναν επιδρομή και στο ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Λεηλάτησαν αυτό το εθνικό μνημείο και σκότωσαν όλους τους καλόγερους γκρεμίζοντάς τους στους βράχους».
Χαρακτικό από παράνομο λεύκωμα της Κατοχής
Ενα μήνα αργότερα, η εφημερίδα «ΔΟΞΑ», της συντηρητικής οργάνωσης «Πανελλήνιος Ενωσις Αγωνιζόμενων Νέων», γνωστής από τα αρχικά της και ως ΠΕΑΝ, έγραφε για το ίδιο θέμα, υπό τον τίτλο «Από τα όργια της Καταραμένης Φυλής»2: «ΣταΚαλάβρυτα εκτελέσθησαν με πολυβόλα όλοι οι άρρενες, 1.465 τον αριθμόν, ύστερα από την άκοπη όσο κι εγκληματική για τις συνέπειές της εκτέλεση 83 Ούννων αιχμαλώτων από τους παρτιζάνους του ΚΚΕ». Ετσι, το ΚΚΕ εμφανίστηκε τότε από τις συντηρητικές αστικές οργανώσεις αν όχι ως ο κύριος υπεύθυνος της τραγωδίας των Καλαβρύτων, τουλάχιστον ως συνύπευθυνος, με τον ίδιο βαθμό ευθύνης που έφεραν οι κατακτητές. Η προπαγάνδα αυτή - διότι περί προπαγάνδας επρόκειτο - συνεχίστηκε και εντάθηκε ακόμη περισσότερο κατά την περίοδο του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού καθεστώτος, με αποτέλεσμα κάθε έγκλημα και θηριωδία των κατακτητών να ερμηνεύεται και να δικαιολογείται από τη δράση των κομμουνιστών ανταρτών και συγκεκριμένα του ΕΛΑΣ.
Ας επιστρέψουμε όμως στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα»
Μετά το ολοκαύτωμα της 13ης Δεκέμβρη του '43
«Ο αφανισμός τωνΚαλαβρύτων - γράφει ο Δ. Γατόπουλος- είχε την αρχήν του από τα 20 Οκτωβρίου 1943, οπότε συνεκροτήθη η μάχη της Κερπινής. Εις την μάχην αυτήν προς τους αντάρτας, εις την οποίαν εχρησιμοποιήθη ένα ολόκληρον γερμανικόν τάγμα, οι Γερμανοί υπέστησαν αληθινήν πανωλεθρίαν. Ενας λόχος Γρεναδιέρων εξωλοθρεύθη μέχρι και του τελευταίου σχεδόν ανδρός. Οσοι από τους άνδρας του επέζησαν, 69 τον αριθμόν, καθώς και τρεις τραυματίαι, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθησαν αιχμάλωτοι παρά των ανταρτών πλησίον τωνΚαλαβρύτων. Οι Γερμανοί έφεραν πολύ βαρέως τας τεραστίας απώλειάς των, με διάφορα δε προσχήματα, εκδικούμενοι, διέταξαν την εκτέλεσιν ομήρων εις τας περιοχάς Πατρών και Αιγίου, αντί να στραφούν κατά των ανταρτών. Τούτο προεκάλεσε την επέμβασιν των ανταρτών, οι οποίοι ειδοποίησαν την γερμανικήν διοίκησιν να σταματήση τας εκτελέσεις αθώων ομήρων, διότι "εν εναντία περιπτώσει - ετονίσθη από τους αντάρτας - θα ευρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να προβούμε εις αντίποινα, εις εκτελέσεις, των εις χείρας μας Γερμανών αιχμαλώτων". Παρά την προειδοποίησιν, όμως, των ανταρτών, οι Γερμανοί όχι μόνον εξηκολούθησαν τας εκτελέσεις, αλλά προέβησαν και εις άλλα σκληρότερα μέτρα. Τότε το δράμα που απέληξε εις τον αφανισμόν των Καλαβρύτωνήρχισε να προσλαμβάνη την φοβεράν μορφήν του. Ολίγας ημέρας αργότερα και εις απάντησιν εκτελέσεων ομήρων παρά των Γερμανών, διετάχθη παρά του αρχηγείου των ανταρτών η εκτέλεσις των εις χείρας των Ελλήνων Γερμανών αιχμαλώτων. Και η εκτέλεσις επραγματοποιήθη εις την περιφέρειαν των Καλαβρύτων. Από της στιγμής εκείνης οι Γερμανοί - παρ' όλον που αυτοί οι ίδιοι προεκάλεσαν τον θάνατον των στρατιωτών των, αφού δεν εσταματούσαν τις εκτελέσεις των αθώων ομήρων - απεφάσισαν αγρίαν εκδίκισιν. Και δεν ήργησαν να την πραγματοποιήσουν, κατά τον τρομακτικώτερον τρόπον».
«Καλάβρυτα - Η εκτέλεση». Εργο του Τάσσου (1985)
Πέραν ορισμένων ιστορικών ανακριβειών, ειδικότερα δε αυτής που αναφέρεται στην εκτέλεση των Γερμανών ομήρων πριν την καταστροφή τωνΚαλαβρύτων, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η απαρχή της τραγωδίας της πόλης και των γύρω περιοχών έχει βαθύτερα αίτια από αυτά που ο Γατόπουλος παρουσιάζει. Ας τα δούμε αναλυτικότερα.
Στις 8 Σεπτέμβρη του 1943 ο φασιστικός άξονας δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα. Ολόκληρη η Ευρώπη μάθαινε από τις συχνότητες του BBC, μέσω ενός μαγνητοφωνημένου ραδιοφωνικού μηνύματος του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγού Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ, ότι η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε άνευ όρων τις στρατιωτικές της δυνάμεις4. Η ιταλική συνθηκολόγηση - που είχε γίνει από τις 3 Σεπτέμβρη του 1943 όταν η 8η αγγλική στρατιά του στρατηγού Μοντγκόμερι πέρασε το στενό πορθμό της Μεσσήνης από τη Σικελία κι αποβιβάστηκε στη μύτη της ιταλικής μπότας, αλλά κρατήθηκε, για ευνόητους λόγους, μυστική- υποχρέωσε τη Γερμανία να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων χωρών όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα.
Πέραν όμως της αντικατάστασης των ιταλικών δυνάμεων κατοχής με γερμανικές, οι ναζί, ειδικά, για την Ελλάδα πήραν επιπλέον μέτρα, τα οποία οφείλονταν στους φόβους τους ότι μετά τη συμμαχική απόβαση στην Ιταλία θα ακολουθούσε απόβαση και στην Ελλάδα κατά μήκος των ακτών προς το Ιόνιο, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου. Μια διαταγή του Χίτλερ - που διαβίβασε, στις 6/10/1943, ο στρατάρχης Κάιτελ προς τον στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς, στρατιωτικό διοικητή της Νοτιανατολικής Ευρώπης - αναφέρει χωρίς περιστροφές πως σε περίπτωση απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα τα γερμανικά στρατεύματα θα πρέπει να καταστρέψουν τα πάντα νότια της γραμμής Κερκύρας - Μετσόβου - Ολύμπου6.
Τα γερμανικά εμβατήρια καλύφθηκαν από το θρήνο των γυναικών που άνοιγαν τάφους για τους άνδρες τους
Πριν όμως φτάσουν στο σημείο να καταστρέψουν κατ' αυτό τον τρόπο, οι ναζί όφειλαν να ξεμπερδεύουν με την Εθνική Αντίσταση, χτυπώντας αλύπητα όχι μόνο τους αντάρτες, αλλά και όσους τους υπέθαλπαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή τα χωριά, τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου υπήρχαν πολιτικές οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης κι όπου συχνά οι αντάρτικες δυνάμεις έβρισκαν καταφύγιο, τροφή και κάθε είδους υποστήριξη.
Μια έκθεση της 117ης γερμανικής Μεραρχίας Κυνηγών (καταδρομών), γραμμένη στα τέλη Νοέμβρη του 1943 αναφέρεται στην κατάσταση που ήδη έχει διαμορφωθεί στην Πελοπόννησο, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα7: «Ολόκληρη η Πελοπόννησος πρέπει να θεωρείται σήμερα συμμορίτικη περιοχή. Οι διαρκείς επιθέσεις δείχνουν ότι κι εκεί όπου υπάρχουν συγκεντρωμένα γερμανικά στρατεύματα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ειρηνοποίηση της χώρας. Η ορεινή ενδοχώρα είναι υπό την πλήρη κυριαρχία των συμμοριών. Εκεί αυτές αποτελούν κράτος εν κράτει κι ασκούν απεριόριστα την κομμουνιστική κυβερνητική εξουσία τους...». Ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των στρατιωτικών υπολογισμών σχεδιάζεται και η «επιχείρηση Καλάβρυτα», η οποία θεωρείται αναγκαία για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής που υπολόγιζαν πως στην ευρύτερη περιοχή Καλαβρύτων βρίσκονταν περί τις 5.000 αντάρτες, η ισχυρότερη δηλαδή αντάρτικη δύναμη σ' ολόκληρη την Πελοπόννησο8.
Η τραγωδία και η οργή ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των γυναικών που επέζησαν το ολοκαύτωμα
Οι Γερμανοί, γράφει ο Ευάγγελος Μαχαίρας στις αναμνήσεις του, «ήξεραν πως η κύρια βάση των ανταρτών ήταν ταΚαλάβρυτα... Από την περιοχή των Καλαβρύτωνξεκίνησαν οι πρώτοι αντάρτες. Τα Καλάβρυτα και η ορεινή περιοχή τους ήταν το ασφαλές καταφύγιό τους, το κέντρο ανεφοδιασμού και της στρατολογίας τους και έπρεπε να το καταστρέψουν. Πολύ περισσότερο που οι αντάρτες της περιοχήςΚαλαβρύτων είχαν ταπεινώσει το γερμανικό στρατό στη μάχη της Κερπινής και είχαν στα χέρια τους 80 αιχμαλώτους. Ηξεραν ακόμη ότι Καλάβρυτα- Μέγα Σπήλαιο - Αγία Λαύρα ήταν ορμητήρια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 και ότι η παράδοση αυτή θα συνεχιζόταν. Η ιερή αυτή για τους Ελληνες περιοχή θα ήταν το ορμητήριο χιλιάδων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που θα χτυπούσαν αλύπητα τους κατακτητές. Επομένως ο σκοπός της εκστρατείας τους κατά της περιοχής των Καλαβρύτωνήταν διπλός: Πρώτον, η σκληρή τιμωρία, δηλαδή η πλήρης εξόντωση των αντάρτικων τμημάτων που τόλμησαν να χτυπήσουν γερμανική φάλαγγα, να τη διαλύσουν και να την αιχμαλωτίσουν, δεύτερον να καταστρέψουν τα ιστορικά εθνικά μας κέντρα (Καλάβρυτα - Μέγα Σπήλαιο - Αγία Λαύρα) και ολόκληρη τη γύρω περιοχή, να την μετατρέψουν σε καμένη γη, ώστε να μην μπορεί να είναι ούτε ορμητήριο, ούτε φωλιά ανταρτών. Να είναι ερημιά, ερείπια, στάχτες, που να εμπνέουν στους περαστικούς το φόβο, τον τρόμο και την απελπισία»9.
Η διαταγή για την «επιχείρηση Καλάβρυτα» δόθηκε από τον Χίτλερ και τον στρατάρχη Κάιτελ στις 29/10/1943. Η εκτέλεση της επιχείρησης ανατέθηκε στον διοικητή της 117ης Μεραρχίας, αντιστράτηγο Καρλ φον Λε Σουίρ. Ο τελευταίος αφού συγκέντρωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις που του ήταν απαραίτητες, στις 25/11/1943, εξέδωσε την υπ' αριθ. 1296 διαταγή προς τις μονάδες που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση10.
Απ' όσα αναφέραμε γίνεται σαφές ότι η καταστροφή των Καλαβρύτων δεν ήταν απλά μια πράξη αντεκδίκησης και αντιποίνων των κατακτητών. Εντούτοις, πριν περάσουμε να δούμε πώς εκτελέστηκε η «επιχείρηση Καλάβρυτα», οφείλουμε να σταθούμε περισσότερο σ' αυτήν την περιβόητη θεωρία των αντιποίνων που γνωρίζει διάφορες νεκραναστάσεις ακόμη και στις μέρες μας.
Η θεωρία των αντιποίνων: Σκοπιμότητες, προεκτάσεις και η ιστορική αλήθεια
Σημειώσαμε στην αρχή το γεγονός ότι τόσο στα χρόνια της Κατοχής όσο και αργότερα, ιδιαίτερα δε στη μετεμφυλιακή περίοδο, η αντίδραση δικαιολογούσε την καταστροφή τωνΚαλαβρύτων από τους Γερμανούς, επικαλούμενη εκτέλεση Γερμανών στρατιωτών ομήρων από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Η θεωρία αυτή ορισμένες φορές έφτανε στα όρια της φαιδρότητας. Για παράδειγμα, σε μια μπροσούρα του δικηγόρου Ιωάννη Τρόκαλλη με τίτλο «Η τραγωδία των Καλαβρύτων», που κυκλοφόρησε το 1946 (περίληψη του περιεχομένου της είχε μεταδοθεί από τον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών στις 25/3/1945) διαβάζουμε: «Διατί οι Γερμανοί προέβησαν εις ομαδικήν εκτέλεσιν των Καλαβρυτινών, την πυρπόλησιν των Καλαβρύτων και της Αιγιαλείας; Διότι ο Κομμουνισμός, εν τη εφαρμογή του σχεδίου του να γενικεύση την απαθλίωσιν του πληθυσμού της επαρχίας των Καλαβρύτων διά να πυκνώση τας φάλαγγας των προλεταρίων και αναρχικών οπαδών του, προέβη εις ωρισμένας ενέργειας εις βάρος των Γερμανών με τον αποκλειστικόν σκοπόν να εφαρμοσθούν τα υπό τούτων εξηγγελμένα αντίποινα κατά του αμάχου πληθυσμού και να ευοδωθούν ούτω οι εκτεθέντες αναρχο-πολιτικοί του Κομμουνισμού σκοποί»11.
Αλλοτε πάλι η φαιδρότητα κρυβόταν πίσω από την επισημότητα κάποιου προσώπου και η θεωρία των αντιποίνων πρόβαλλε ως δήθεν σοβαρή ιστορική ανάλυση. Το 1960, για παράδειγμα, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Καραμανλή, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, δικαιολογούσε τις σφαγές των χιτλερικών στη μαρτυρική πόλη των Καλαβρύτων με το επιχείρημα ότι «ο ΕΛΑΣ έφταιξε που έσφαξε αιχμαλώτους Γερμανούς»12. Χωρίς αμφιβολία η αντικομμουνιστική τύφλωση δεν επέτρεπε στους κατά καιρούς κομμουνιστοφάγους να σκεφτούν το εντελώς κοινότυπο και λογικό, ότι σε έναν πόλεμο, όσο σκληρός κι αν είναι, με τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η μαζική σφαγή άμαχου πληθυσμού, το ξεθεμέλιωμα πόλεων και χωριών. Θα μπορούσε, συνεπώς, να ερμηνεύσει κανείς τη θεωρία των αντιποίνων επικαλούμενος τον αντικομμουνισμό της εποχής που γράφτηκαν και ειπώθηκαν τα προαναφερόμενα. Αλλά μήπως ίδια δεν είναι και η λογική με την οποία προσεγγίζουν σήμερα την περίοδο της Κατοχής οι λεγόμενοι αναθεωρητές της ιστορίας (Καλύβας, Μαρατζίδης, κλπ.) όταν στο όνομα της ύπαρξης και δράσης (πραγματικής ή κατασκευασμένης δεν έχει σημασία) του ΕΛΑΣ, επιχειρούν να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη δράση των κατοχικών δυνάμεων αλλά και τη δράση των ντόπιων συνεργατών τους; Εν πάση περιπτώσει, το εκάστοτε πολιτικό συμφέρον της κυρίαρχης τάξης ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων. Ας εξετάσουμε επομένως αν όντως ευσταθεί ο ισχυρισμός των αντιποίνων, αν δηλαδή υπήρχε βάση για τα οποιαδήποτε αντίποινα.
Αναφερόμενος στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, ο Βρετανός ιστορικός Mark Mazower (Μαρκ Μαζάουερ) κι ένας εκ της ομάδος των αναθεωρητών της Ιστορίας, ισχυρίζεται ότι οι πράξεις των Γερμανών στα Καλάβρυτα και στη γύρω περιοχή στηρίζονταν στη λογική των αντιποίνων. Συγκεκριμένα γράφει13: «Μια σφαγή ιδιαίτερα - ο μαζικός τουφεκισμός άνω των 500 ανδρών στα Καλάβρυτα - μετέτρεψε την πρακτική των αντιποίνων σε έντονα διαμφισβητούμενο πολιτικό ζήτημα. Στα τέλη Οκτωβρίου 1943 αντάρτες της Βόρειας Πελοποννήσου είχαν απαγάγει και σκοτώσει 78 στρατιώτες της 117ης Μεραρχίας Γέγκερ του Λε Σουίρ. Αυτό έγινε σε μια στιγμή που ο πασίγνωστος ανθέλληνας Λε Σουίρ ένιωθε πως η περιοχή που διοικούσε ξέφευγε από τον έλεγχό του, οι αντάρτες σχημάτιζαν "ένα κράτος εν κράτει" στην Πελοπόννησο, παρά τις εκτεταμένες επιχειρήσεις του εναντίον τους τους τελευταίους εκείνους μήνες. Σε αντεκδίκηση για το θάνατο των ανδρών του, αποδύθηκε σε μια σειρά από αποτρόπαιες επιδρομές αντιποίνων στα βουνά γύρω από τα Καλάβρυτα και στα μέσα Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του είχαν κάψει 25 χωριά και τουφεκίσει 696 Ελληνες, μαζί και όλο τον αρσενικό πληθυσμό των Καλαβρύτων, όπου οι πληροφοριοδότες του ισχυρίζονταν ότι είχαν οδηγηθεί οι απαχθέντες στρατιώτες της Βέρμαχτ».
Ο Μαζάουερ προβαίνει σε πολλές παραποιήσεις της ιστορικής αλήθειας που είναι εμφανείς διά γυμνού οφθαλμού. Μιλάει, για παράδειγμα, για απαχθέντες Γερμανούς στρατιώτες κι όχι για αιχμαλώτους, θέλοντας μάλλον να δώσει το χαρακτήρα συμμορίας - και όχι στρατού οργανωμένου - στους αντάρτες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, τα οποία δεν μπορεί να αγνοεί κανείς στις μέρες μας, βεβαιώνουν πως όταν οι Γερμανοί πραγματοποιούσαν το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων δε γνώριζαν πως οι στρατιώτες τους είχαν εκτελεστεί από τους αντάρτες14. Επίσης, όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν την «επιχείρησηΚαλάβρυτα» οι αιχμάλωτοι δεν είχαν εκτελεστεί (εκτελέστηκαν μεταξύ 13/12/1943 και 15/12/1943), πράγμα που σημαίνει πως το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων εξυπηρετούσε για τις δυνάμεις κατοχής στρατιωτικούς σκοπούς ανεξάρτητους από την τύχη των αιχμαλώτων, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί. Σχολιάζοντας το θέμα ο Ευάγ. Μαχαίρας γράφει στις αναμνήσεις του15: «Τα αντίποινα δεν διατάχθηκαν, ούτε εφαρμόστηκαν μετά την εκτέλεση των αιχμαλώτων, αλλά πριν απ' αυτήν. Πριν από την εκτέλεση κάηκαν τα Καλάβρυτα και είκοσι ακόμη χωριά... Πριν από την εκτέλεση των αιχμαλώτων εκτελέστηκαν 1.000 περίπου στα Καλάβρυτα και 300 περίπου στα παραπάνω χωριά και μοναστήρια...».
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΕΛΑΣ επιδίωξε να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή των αιχμαλώτων με ανθρώπους της Αντίστασης που είχαν στα χέρια τους οι ναζί αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Επιπλέον, η βρετανική στρατιωτική αποστολή στα ελληνικά βουνά και το Συμμαχικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή είχαν εκφράσει αντίθεση στις εν λόγω διαπραγματεύσεις. Αναλύοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι αντάρτες οδηγήθηκαν κάποια στιγμή στην απόφαση να εκτελέσουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους, ο Αντώνης Κακογιάννης γράφει16: «Καθώς τελείωνε ο Νοέμβριος (σ.σ. του 1943), είχαν συμβεί διάφορα γεγονότα τα οποία έκριναν τελικά τη μοίρα των Γερμανών αιχμαλώτων στη μάχη της Κερπινής. Πρώτον, οι διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή τους δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα. Δεύτερον, οι Γερμανοί βομβάρδισαν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ στο Σκεπαστό, προσπαθώντας να σκοτώσουν τους ανθρώπους με τους οποίους υποτίθεται διαπραγματεύονταν για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Τρίτον, οι Γερμανοί είχαν ήδη αποφασίσει την "επιχείρηση Καλάβρυτα" και οι αντάρτες το έμαθαν αυτό από τα γερμανικά έγγραφα που είχαν πέσει στα χέρια τους. Τέταρτον, οι Γερμανοί εκτέλεσαν εκατόν δεκαοχτώ σημαίνοντα πρόσωπα της Σπάρτης στο Μονοδένδρι της Λακωνίας, στις 25 Νοεμβρίου 1943, ένα γεγονός που λύπησε βαθιά την Αντίσταση. Τέλος, η βρετανική αποστολή στην "Ελεύθερη Ελλάδα" και το Συμμαχικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους στις διαπραγματεύσεις των ανταρτών με τους Γερμανούς για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Γι' αυτούς τους λόγους οι αντάρτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι και η τελευταία ελπίδα να ανταλλάξουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους με δικούς τους κρατούμενους στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είχε χαθεί. Εν τω μεταξύ, το να κρατούν τους Γερμανούς αιχμαλώτους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για τους αντάρτες εν όψει της νέας γερμανικής εκστρατείας στην περιοχή». Αυτή είναι και η ιστορική αλήθεια. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ας επιστρέψουμε όμως στην εξιστόρηση των γεγονότων για να δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες πώς συντελέστηκε η τραγωδία των Καλαβρύτων.
Οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα - Το ολοκαύτωμα
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4/12/1943. Οι δυνάμεις των Γερμανών που πήραν μέρος ξεκίνησαν από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο Ηλείας και από την περιοχή της Κορινθίας.
Στο διάβα τους τα ναζιστικά στρατεύματα σκορπούσαν το θάνατο. Καίγανε και δολοφονούσαν, αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή και την ερήμωση σε κάθε χωριό της περιοχής των Καλαβρύτων, από το οποίο έτυχε να περάσουν. «Μεγάλες καταστροφικές επιδόσεις - γράφει ο Κ. Μπρούσαλης17 - παρουσιάζει η φάλαγγα που ξεκίνησε από το Αίγιο». Ο αριθμός των θυμάτων τους ξεπερνά τα 1.100 άτομα. Στο χωριό Αιγείρα εκτέλεσαν 5 πατριώτες, στην Ανω Ζαχλωρού 12, στα Κλειτωριά και Χανιού 19, στο Σκεπαστό 16, στη Βρώσθαινα 7, στα Ζαχλωρίτικα 14, στην Κερπινή 45, στη Ροδοδάφνη 2, στην Ακράτα, στην Κροκόβη 4, στη Μαμουσιά 5 κ.ο.κ.18. Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το μέγεθος της θηριωδίας που προηγήθηκε του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, αξίζει να αναφέρουμε τούτο. Στις 8 Δεκέμβρη του 1943 γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στην ιστορική μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Εκεί συνέλαβαν όλους τους μοναχούς και μερικούς λαϊκούς, συνολικά 19 άτομα, κι αφού τους μετέφεραν σε μικρή απόσταση από τη Μονή τους δολοφόνησαν πετώντας τους σε γκρεμό. Μετά από λίγες μέρες, επέστρεψαν στη μονή και την καταλήστευσαν, ενώ έβαλαν φωτιά στο ιερό και στον ξενώνα19.
Την Πέμπτη 9 Δεκέμβρη του 1943, πρωί πρωί, τα γερμανικά στρατεύματα, πλαισιωμένα από γερμανοντυμένους Ελληνες των Ταγμάτων Ασφαλείας20, μπήκαν πάνοπλα στα Καλάβρυτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Καλαβρυτινοί έβλεπαν Γερμανούς στην πόλη τους. Και πριν από τρεις περίπου μήνες το ίδιο είχε συμβεί. Ομως, τώρα ένας ανεξήγητος φόβος τους συγκλόνιζε. Ισως γιατί φεύγοντας οι Γερμανοί την προηγούμενη φορά είχαν απειλήσει ότι θα κατέστρεφαν την πόλη, στην περίπτωση που οι κάτοικοί της ενίσχυαν τους αντάρτες. Ισως ακόμη γιατί οι αντάρτες κρατούσαν Γερμανούς αιχμαλώτους κι υπήρχε κίνδυνος αντιποίνων από τους κατακτητές. Ισως... Αλλά δεν ήταν μόνο τα «Ισως» που βάραιναν την ατμόσφαιρα. Τούτη τη φορά, οι ναζί ήταν πιο απειλητικοί στην έκφραση, πιο απρόσιτοι, πιο ψυχροί στις κινήσεις. Η παρουσία τους και μόνον έφερνε την αίσθηση του θανάτου.
Η πρώτη κίνηση των Καλαβρυτινών ήταν να θερμάνουν κάπως το κλίμα, να πλησιάσουν και να διαγνώσουν τις προθέσεις του εχθρού. Δημιούργησαν, λοιπόν, στα βιαστικά μια επιτροπή επισήμων για την υποδοχή των Γερμανών: Ηταν ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο γυμνασιάρχης Αντ. Οικονόμου, ο καθηγητής Γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων Θ. Παπαβασιλείου, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Μήτσος Σαμψαρέλος και ορισμένοι άλλοι, αντιπρόσωποι κοινωνικών ομάδων21.
Στους Γερμανούς απευθύνθηκε ο Θ. Παπαβασιλείου, που ήξερε τα γερμανικά και τους δήλωσε πως ο λαός των Καλαβρύτων ήταν φιλήσυχος, φιλειρηνικός και νομοταγής, αλλά και «ευτυχής», που δεχόταν ξανά στην πόλη του το γερμανικό στρατό.
Ο Γερμανός διοικητής θέλησε να καθησυχάσει τους φοβισμένους κατοίκους. Ανέβηκε σ' ένα μπαλκόνι, του Ανδρέα Αντωνακόπουλου, κι άρχισε να μιλάει. Ο Παπαβασιλείου μετέφραζε22:
«Οι κάτοικοι - είπε - δεν πρέπει να φοβούνται. Να ησυχάστε πρώτα εσείς και να βοηθήσετε κι εμάς να ησυχάσουμε. Να παραδώσετε, αν έχετε, όπλα και πολεμικό υλικό. Εμείς καταδιώκουμε μόνο αντάρτες. Εσείς, εφόσον είσθε φιλήσυχοι και φιλόνομοι, δεν πρέπει να φοβάσθε. Επειδή βγαίνουν περίπολα δεν πρέπει να κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. Από την πόλη επίσης δε θα βγείτε, διότι, όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και αμέσως θα θανατώνεται. Να μας υποδείξετε, πού κρύβονται οι αντάρτες να τους τιμωρήσουμε. Εμείς αθώους δεν τους πειράζουμε καθόλου».
Ο Γερμανός διοικητής ζήτησε ακόμη έναν κατάλογο με τα ονόματα των οικογενειών που είχαν μέλη τους αντάρτες.
Οι Καλαβρυτινοί που, μάλλον, πίστεψαν στα λόγια του Γερμανού διοικητή ότι δεν κινδύνευαν, θέλησαν να φανούν συνεργάσιμοι, με την ελπίδα πως θα γλίτωναν την πόλη τους. Ετσι, παρέδωσαν τον κατάλογο που τους ζήτησε. Πρώτο πρώτο φιγουράριζε το όνομα της οικογένειας του Χρ. Παπανδρέου, που είχε δυο γιους στην Αντίσταση, τον έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ και τον άλλο στο Περιφερειακό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ23. «Υπάρχουν κι άλλοι παρτιζάνοι», ήταν η απάντηση του διοικητή, που ο κατάλογος του φάνηκε μικρός. «Είσαστε όλοι παρτιζάνοι!»24. Αυτή η διαπίστωση έμοιαζε περισσότερο σαν απειλή. Σε λίγο ήρθαν και οι αποδείξεις.
Οι Γερμανοί πήγαν στο ξενοδοχείο «Χελμός», το οποίο οι αντάρτες είχαν χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο της Αντίστασης και το έκαψαν. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τα σπίτια των οικογενειών που είχαν μέλη τους στην Αντίσταση. «Η επιλεκτική πυρπόληση σπιτιών - γράφει ο Κακογιάννης25 - ήταν το δεύτερο μεγάλο τέχνασμα εξαπάτησης που χρησιμοποίησαν οι ναζί στα Καλάβρυτα. Ενας τέτοιος ελιγμός εύκολα έδινε την εντύπωση ότι οι "λογικοί" Γερμανοί ήταν ικανοποιημένοι τιμωρώντας μόνο τις οικογένειες όσων είχαν μέλη επίσημα αναμεμειγμένα στην Αντίσταση. Αρα, η υπόλοιπη πόλη δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα και η ζωή μπορούσε να συνεχιστεί ομαλά».
Στην πραγματικότητα βέβαια, επρόκειτο για τον πρόλογο της καταστροφής.
Δευτέρα 13 Δεκέμβρη 1943. Δεν είχε χαράξει ακόμη, όταν ακούστηκε να χτυπά με φρενήρη τρόπο η καμπάνα της μητρόπολης. Σε λίγο έφτασε και η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι στο δημοτικό σχολείο. Εκεί χώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες.
Γύρω στις 9 το πρωί έβγαλαν τους άνδρες, από 14 ετών και πάνω, από το σχολείο και τους οδήγησαν στο χωράφι του δάσκαλου Καπή που απείχε περί τα δέκα λεπτά και τους έζωσαν ολόγυρα με πολυβόλα. Την ίδια ώρα, άλλα τμήματα Γερμανών στρατιωτών άρχισαν τη λεηλασία και την καταστροφή της πόλης. Γύρω στο μεσημέρι, μια φωτοβολίδα που έπεσε από την πόλη έδωσε το σύνθημα. Τα πολυβόλα άρχισαν να κροταλίζουν κι ο αντρικός πληθυσμός των Καλαβρύτων να πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλον. Πόσοι, άραγε, σκοτώθηκαν; Κατά μία εκδοχή «υπερχίλιοι», κατά μία άλλη 1.436 άνδρες από 14 έως 80 ετών, δηλαδή το 70,5% του αρσενικού πληθυσμού της πόλης26. Κατάφεραν να σωθούν μόνο 13 άτομα που καταπλακώθηκαν από τους νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους ναζί.
Μια διαρκή τραγωδία έζησαν οι γυναίκες. Ηταν αυτές που έμειναν πίσω να θάψουν και να κλάψουν τους νεκρούς τους και πάνω απ' όλα να βρουν το κουράγιο να συνεχίσουν να ζουν.
Πηγές:
1 «Ριζοσπάστης» 24/12/1943, στην έκδοση: «Ριζοσπάστης Περίοδος 1941-1945: Κατοχή - Δεκεμβριανά», Εκδοση «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 142
2 Εφημερίδα «ΔΟΞΑ», αριθμός φύλλου 31, 15 Ιανουαρίου 1944
3 Δημ. Γατόπουλου: «Ιστορία της Κατοχής», εκδόσεις «Μέλισσα», σελ. 438.
4 Ρεμόν Καρτιέ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», Εκδόσεις «Πάπυρος», τόμος β`, σελ. 168
5 Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος β`, σελ. 5.376
6 Βλέπε τη διαταγή: Μάρτιν Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό - Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 203-204
7 Μάρτιν Ζέκεντορφ, στο ίδιο, σελ. 209
8 Περικλή Ροδάκη, στο ίδιο, σελ. 247-250
9 Ευάγγελος Μαχαίρας: «50 χρόνια μετά...», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 322
10 Περικλή Ροδάκη: «Καλάβρυτα 1941-1944 - Η Αντίσταση στην Επαρχία - Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 278-279
11 Ιωάννου Τρόκαλλη: «Η Τραγωδία των Καλαβρύτων», Αθήναι 1946, σελ. 5
12 Φοίβου Γρηγοριάδη: «Το Αντάρτικο: ΕΛΑΣ- ΕΔΕΣ - ΕΚΚΑ - 5/42», εκδόσεις «Καμαρινόπουλος», τόμος 5ος, σελ. 286
13 Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της κατοχής», Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 205-206
14 Περικλή Ροδάκη, στο ίδιο, σελ. 293
15 Ευάγγελος Μαχαίρας: «50 χρόνια μετά...», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 327
16 Αντώνης Κακογιάννης: «Η θηριωδία των Ναζί στην Ελλάδα: Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων», Εκδόσεις «Καστανιώτη» σελ. 252-253
17 Κ. Μπρούσαλης: «Η Πελοπόννησος στο πρώτο αντάρτικο 1941-1945», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 298
18 «Στ' Αρματα - Στ' Αρματα - Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1967, σελ. 239
19 Δ. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής 1941-1944», Αθήναι 1949, επανέκδοση Φόρμιγξ 1996, σελ. 107
20 Την παρουσία των Ταγμάτων Ασφαλείας στα Καλάβρυτα κατέγραψαν και οι Αγγλοι. Σε μια έκθεση του Βρετανού πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, γραμμένη λίγο μετά το ολοκαύτωμα, στις 22/12/1943, αναφέρεται: «Τα γερμανικά στρατεύματα πλαισιούμενα και βοηθούμενα από τις Ελληνικές ομάδες ασφαλείας πέτυχαν να καθαρίσουν τα Καλάβρυτα και κατέστρεψαν τα πάντα στην πορεία τους» (Δημήτρης Βουρτσιάνης: «Ενθυμήματα από την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 137)
21 Αντώνης Κακογιάννης: «Η θηριωδία των Ναζί στην Ελλάδα: Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων», Εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 284-285
22 Δημήτρη Καλδίρη: «Το δράμα των Καλαβρύτων», εκδόσεις «Επτάλοφος ΑΒΕΕ», σελ. 55
23 Περικλή Ροδάκη: «Καλάβρυτα 1941-1944 - Η Αντίσταση στην Επαρχία - Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 278-279
24 Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 286
25 Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 289
26 «Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945», εκδόσεις «Αυλός», επιμέλεια Β. Γεωργίου, τόμος 3ος, σελ. 946

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ


ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΧΩΡΙΑ


(Το φοβερό έγκλημα των χιτλερικών)
Η ΧΤΕΣΙΝΗ μέρα εδώ και 56 χρόνια - 10 Ιουνίου 1944 - μας φέρνει στο μαρτυρικό Δίστομο, το μεγάλο βοιωτικό κεφαλοχώρι, που ζούσε τότε τη φοβερή τραγωδία του χαλασμού και του θανάτου. Στο χωριό, στη μικρή πολιτεία σήμερα, που οι Ούνοι, όπως είχαν κάνει και σε πολλά άλλα χωριά μας, θέριζαν κι έκαιγαν αδίσταχτα τη ζωή.
ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ πως τα πρώτα μαντάτα για τη σφαγή του Διστόμου, οι πρώτες πληροφορίες, έφταναν και κυκλοφορούσαν ψιθυριστά, από στόμα σε στόμα στην Αθήνα την άλλη κιόλας μέρα, κυριακάτικα. Είχαν φτάσει από τη Λιβαδειά, που κι αυτή συγκλονισμένη ζούσε κι αφουγκραζόταν από την πρώτη κιόλας ώρα το βογκητό του Διστόμου.
ΕΚΕΙΝΟ το Σάββατο το Δίστομο δεν παρουσίαζε τη γνώριμη, συνηθισμένη του κίνηση. Ηταν ένα πρωινό αλλιώτικο. Καθώς στην εκκλησιά του, τον Αϊ - Νικόλα, θα γινόταν το μνημόσυνο για τα τέσσερα παλικάρια, τέσσερα τσοπανόπουλα που τα θέρισαν 40 μέρες πρωτύτερα οι Γερμανοί, καθώς βοσκούσαν τα κοπάδια τους στις γύρω πλαγιές.
ΠΡΩΤΕΣ μέρες του θεριστή κι οι δουλιές του κάμπου βρίσκονταν στο φόρτε τους στ' αμπέλια και στο θέρο αλλά και στα κοπάδια. Οι ξωμάχοι τ' άφησαν για λίγο και πετάχτηκαν ως το χωριό για να τιμήσουν τους συγχωριανούς τους. Ετσι και βρέθηκε συγκεντρωμένος κόσμος πολύς στο χωριό, το πρωινό του Σαββάτου.
ΠΑΝΕ 20 χρόνια, που ένα ξανά Σάββατο γύρεψα να βρω, να πλησιάσω τις μνήμες με τους ελάχιστους εκείνους επιζώντες από τη μαρτυρική ώρα του χωριού τους. Ενα συναπάντημα με τους γέροντες αλλά και νεότερους που μικρά παιδιά βρέθηκαν στο Δίστομο, που κολυμπούσε στο αίμα και στο θάνατο.
ΟΙ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟΙ είχαν μεθοδικά προετοιμάσει την επιδρομή στο Δίστομο. Ξεκίνησαν γύρω στις εφτάμισι. Το πρωί από τη Λιβαδειά ενώ μια άλλη φάλαγγα ερχόταν από την Αμφισσα. Με δυο επιταγμένα λιβαδείτικα λεωφορεία κουβαλούσαν μασκαρεμένους σαν μαυραγορίτες 18 άνδρες των Ες - Ες. Δολερό τέχνασμα για να αιφνιδιάσουν και να χτυπήσουν ΕΛΑΣίτικα τμήματα, που βρίσκονταν στην περιοχή.
ΠΙΣΩ από τους μασκαρεμένους σαν αστακοί σε δεκάδες καμιόνια οι Γερμανοί, που γύρω στις 10 το πρωί φτάνανε στο χωριό αφού στη διαδρομή είχαν κυριολεκτικά θερίσει κάθε ίχνος ανθρώπινης ζωής. Ο χαλασμός άρχισε καθώς πλησίαζαν το χωριό.
Ο,τι ζωντανό βρισκόταν μπροστά και δίπλα τους, το πολυβολούσαν και το «θέριζαν». Κι έπεφταν νεκροί στα σταροχώραφα και τ' αμπέλια: άνθρωποι, μουλάρια, πρόβατα, σκύλοι.
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ Σκούρτας, που στάθηκε τυχερός, καθώς μπόρεσε να ξεφύγει από τον κλοιό του θανάτου που είχε ζώσει το Δίστομο και έπιασε το βουνό μας, έδωσε στα λιγοστά λόγια όλο το σκηνικό του χαλασμού που κατέγραψαν από μακριά τα μάτια του. Κι όταν τελικά τη νύχτα θα γλιστρήσει στο χωριό, θα συμπληρώσει την εικόνα με τούτα τα λόγια:
«Ψυχή δεν υπήρχε μέσα στο Δίστομο. Μονάχα η ερημιά και ο χάρος. Δεν ακουγόταν πουθενά γαύγισμα σκύλου. Τά 'χαν κι αυτά γαζώσει μαζί με τους ανθρώπους. Φυσούσε ένας δυνατός, άγριος αγέρας. Και τα παραθυρόφυλλα κι αυτά, διαπλατωμένα, χτυπούσαν αδιάκοπα...
ΚΙ ΕΝΑΣ άλλος Διστομίτης, ο Κ. Νικολάου, θα μας συμπληρώσει την εικόνα... «... Στα πόδια μας μπροστά σκοτωμένοι ανθρώποι, σκύλοι και μουλάρια... Θάνατος και συμφορά. Το χωριό βογκούσε. Πολλοί τραυματισμένοι βρίσκονταν ακόμη αβοήθητοι. Ηταν μια νύχτα, που τίποτε και ποτέ δεν μπορεί να τη σβήσει από το νου μας...». Πάνω από διακόσιοι οι νεκροί και δεκάδες οι βαριά τραυματισμένοι.
ΤΙΠΟΤΑ και ποτέ δεν μπορεί να σβήσει από το νου μας τη φρικτή δοκιμασία, που έζησαν το Δίστομο και τα άλλα μαρτυρικά χωριά της πατρίδας μας από τους χιτλεροφασίστες εισβολείς. Ο ποιητής του λαού μας, ο Γιάννης Ρίτσος, με τον ποιητικό του λόγο μάς φέρνει σήμερα προσκυνητές στο μαρτυρικό χωριό:
ΕΔΩ 'ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου
ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις.
ΕΔΩ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ' τη θυσία κι απ' τη σκληρότητα του ανθρώπου.
ΕΔΩ μία στήλη απλή, μαρμάρινη όλη κι όλη
με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει
λυγμό - λυγμό, σκαλί - σκαλί, μέγιστη σκάλα.

Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ

TOP READ